Για τον αντιμοντερνισμό του Ζήσιμου Λορεντζάτου

Γράφει ο Γιώργος ΠινακούλαςΠαντοδαπά

Θέμα του collectaneum 99 είναι μια κρίση του Φρανσουά Ραμπελαί για το σκότος του Μεσαίωνα και το φως της Αναγέννησης, κρίση με την οποία ο Ζήσιμος Λορεντζάτος διαφωνεί:

Αντιπαραθέσεις από γράμμα του Rabelais για όσους έμεναν καθυστερημένοι «… a densa illa gothici temporis caligine plus quam Cimmerie», δίχως να σηκώσουν τα μάτια τους στο φωτισμό της Αναγέννησης, «ad conspicuam solis facem oculos attollere». Αντιγράφω τη γαλλική μετάφραση: «… de cet épais brouillard plus que cimmérien du temps gothique… lever les yeux vers l’illustre flambeau du soleil». Σημειώνω την έκφραση «gothici temporis» περιμένοντας να αποφασίσω αργότερα με τις αντιπαραθέσεις. Είναι άραγε πραγματικά η caligo τόσο densa και η facies solis τόσο conspicua; Είναι; Ή δεν είναι; Περίμενε, μη βιαστείς:
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία
βλέπω να κουνάει το δάχτυλό του από μακριά ο Καβάφης.[1]

Η φράση του Ραμπελαί που σχολιάζει εδώ ο Λορεντζάτος προέρχεται απ’ την επιστολή προς τον Αντρέ Τιρακώ, με ημερομηνία 3 Ιουνίου 1532. Πιο συγκεκριμένα, η φράση είναι παρμένη απ’ την ερώτηση με την οποία αρχίζει η επιστολή. Ιδού ολόκληρη αυτή η εναρκτήρια ερώτηση του Ραμπελαί:

Qui fit, Tiraquelle doctissime, ut in hac tanta seculi nostri luce, quo disciplinas omneis meliores singulari quodam deorum munere postliminio receptas videmus, passim inveniantur, quibus sic affectis esse contigit, ut a densa illa gothici temporis caligine plus quam Cimmeria ad conspicuam solis facem oculos attollere aut nolint, aut nequeant?[2]

Πώς γίνεται, σοφότατε Τιρακώ, και μέσα στο τόσο φως της εποχής μας, που βλέπουμε όλες τις καλύτερες επιστήμες να ’χουν αναγεννηθεί, χάρη σε κάποια μοναδική εύνοια των θεών, συναντάμε εδώ κι εκεί ανθρώπους, οι οποίοι είναι τόσο προκατειλημμένοι, ώστε είτε δε θέλουν είτε δεν μπορούν να σηκώσουν τα μάτια τους απ’ αυτόν τον πυκνό ζόφο της γοτθικής εποχής, που ’ναι πυκνότερος κι από το ζόφο της Κιμμερίας[3], και ν’ ατενίσουν το λαμπρό φως του ήλιου;

Ο Λορεντζάτος σχολιάζει την αντιπαράθεση του Ραμπελαί προς όσους παρέμεναν προσκολλημένοι στη μεσαιωνική κοσμοαντίληψη. Υπογραμμίζει τη φράση gothici temporis (γεν. του gothicum tempus = γοτθική εποχή) που χρησιμοποιεί ο Ραμπελαί για να δηλώσει τον Μεσαίωνα. Αναρωτιέται: «Είναι άραγε πραγματικά η caligo τόσο densa και η facies[4] solis τόσο conspicua;» Είναι πραγματικά ο ζόφος (του Μεσαίωνα) τόσο πυκνός και το φως του ήλιου (της Αναγέννησης) τόσο λαμπρό; «Είναι; Ή δεν είναι;» ρωτά. Και απαντά: «Περίμενε, μη βιαστείς: Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία». Σε ποιον απευθύνεται; Εις εαυτόν; Και να μη βιαστεί να κάνει τι; Να μη βιαστεί ν’ απαντήσει στο ερώτημα; Ή μήπως να μη βιαστεί να υιοθετήσει την άποψη του Ραμπελαί; Και απαντά όντως εις εαυτόν ή απαντά στον Ραμπελαί; Μήπως, στην ουσία, κατηγορεί τον Ραμπελαί και όλους τους ουμανιστές ότι βιάστηκαν ν’ αποκηρύξουν το μεσαιωνικό σκότος και ν’ αγκαλιάσουν το αναγεννησιακό φως;

Σε αυτή την τελευταία ερμηνεία συντείνει και το παράθεμα από τον Καβάφη: «Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία». Το ποίημα του Καβάφη στο οποίο παραπέμπει εδώ ο Λορεντζάτος είναι το «Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X.». Εκεί ο ποιητής περιγράφει μια αποικία στην οποία τα πράγματα «δεν βαίνουν κατ’ ευχήν». Δεν παρακμάζει βέβαια, αλλά δεν προοδεύει και ταχύτατα. Έτσι, κάποιοι προτείνουν να φέρουν έναν μεταρρυθμιστή, έναν «Αναμορφωτή» όπως τον ονομάζει ο Καβάφης. Οι Αναμορφωτές όμως «ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν, με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής». Αυτό που τους χαρακτηρίζει είναι η βιασύνη και οι απαιτήσεις, και «έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες». Δρουν με βιασύνη και βία. Έτσι, προκαλούν πολλές καταστροφές που θα μπορούσαν να ’χουν αποφευχθεί. Καλύτερα λοιπόν, καταλήγει ο ποιητής, να «μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία». Μπορεί να μετανιώσουμε για τη βιασύνη μας. «Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια».

Ο Λορεντζάτος θεωρεί το πέρασμα από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση βιαστικό, μια μεταρρύθμιση που έγινε με βία και βιασύνη, ένα παραστράτημα, όπως γράφει αλλού. Η Νεωτερικότητα είναι, κατά την άποψή του, ένα μεγάλο σχέδιο μεταρρύθμισης και αναμόρφωσης της ανθρωπότητας που πραγματοποιήθηκε δια της βίας και το οποίο δεν έπρεπε να λάβει χώρα. Τη ριζική αυτή απόρριψη των βασικών συνιστωσών της Νεωτερικότητας, όπως καθορίστηκαν στην Αναγέννηση, τη διατυπώνει ήδη στην ποιητική συλλογή Μικρά Σύρτι (1955) και, ακόμη σαφέστερα, στο δοκίμιό του Το χαμένο κέντρο (1961). Τη βρίσκουμε επίσης και σε άλλα collectanea. Για παράδειγμα, στο collectaneum 537 διακηρύσσεται εμφατικά η απόρριψη της εκκοσμίκευσης και του ουμανισμού:

Από παιδί σχεδόν αρνήθηκα δυο πράματα, να είμαι (δανείζομαι τα λόγια ενός ξένου) – «secular and humanist: secular in stressing that the world has no supernatural dimension or providential destiny; and humanist in emphasizing that man is his own master and makes himself». […] βρίσκω τόσο πιστά διατυπωμένο αυτό που πάντα αρνήθηκα προσωπικά στη ζωή μου […][5]

Ο Λορεντζάτος δηλώνει πως αρνήθηκε σ’ όλη του τη ζωή να είναι «κοσμικός και ανθρωπιστής: κοσμικός με το να υπογραμμίζει πως ο κόσμος δεν έχει υπερφυσική διάσταση ή θείο πεπρωμένο· και ανθρωπιστής όταν τονίζει πως ο άνθρωπος είναι κύριος του εαυτού του και πως δημιουργείται μόνος του».[6] Ο Λορεντζάτος αντιτίθεται κοσμοθεωρητικά τόσο στη συστατική πράξη της Νεωτερικότητας να βγάλει απ’ το κέντρο του κόσμου τον Θεό και να βάλει στη θέση του τον άνθρωπο, όσο και στη θεμελιακή νεωτερική αντίληψη ότι ο άνθρωπος δημιουργεί την ιστορία και δε δημιουργείται απ’ αυτήν.

Σε αυτή την ακραία, ριζική απόρριψη του νεωτερικού κόσμου ο Λορεντζάτος έφτασε μέσα από την οδό της τραντισιοναλιστικής φιλοσοφίας, στην οποία μυήθηκε κατά τη δεκαετία του 1950, υπό την επιρροή του στενού του φίλου Φίλιππου Σέρραρντ, και μέσω της ανάγνωσης του έργου των Μιρτσέα Ελιάντε και Ανάντα Κουμαρασουάμι. Ο τραντισιοναλισμός, ένα ρεύμα σκέψης που γεννήθηκε τη δεκαετία του 1920 από τον Ρενέ Γκενόν, συγγραφέα του περίφημου βιβλίου La Crise du monde moderne, πιστεύει ότι η ανθρωπότητα εγκατέλειψε την Παράδοση, η οποία μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά επί χιλιετίες, και αυτή είναι η αρχή όλων των νεωτερικών δεινών.

Το τραντισιοναλιστικό κίνημα […] αντιλαμβάνεται την «παράδοση» […] ως την πίστη και την πρακτική που παραδίδεται από αμνημονεύτων χρόνων – ή, καλύτερα, ως την πίστη και την πρακτική που θα έπρεπε να παραδίδεται αλλά χάθηκε στη Δύση τα τελευταία πεντακόσια χρόνια. Σύμφωνα με τους τραντισιοναλιστές, η σύγχρονη Δύση βρίσκεται σε κρίση επειδή η παράδοση σταμάτησε να μεταβιβάζεται, όπως εξηγείται το 1927 στην Κρίση του σύγχρονου κόσμου.[7]

Πρόκειται για μια φιλοσοφικοθρησκευτική θεωρία, επηρεασμένη από τη θεοσοφία και τον εσωτερισμό, που απορρίπτει ριζικά τον νεωτερικό κόσμο, όλη την πορεία της ανθρωπότητας από την Αναγέννηση και μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τους τραντισιοναλιστές, η ανθρωπότητα ακολούθησε μια λανθασμένη πορεία, παραστράτησε, και αποκόπηκε απ’ το μεταφυσικό κέντρο της ζωής, απ’ την αρχέγονη σχέση με το ιερό. Οι τραντισιοναλιστές διαφωνούν κάθετα με αυτή την πορεία αποϊεροποίησης της ζωής που ακολουθήθηκε κατά τη Νεωτερικότητα. Η ανθρωπότητα, υποστηρίζουν, πρέπει ν’ αναβαπτιστεί στα αρχαία νάματα της θρησκευτικής ζωής, ώστε ν’ αναγεννηθεί:

[…] η κρίση της Ευρώπης σήμερα ή ολόκληρου του πολιτισμού είναι, πρώτα από όλα, πνευματική ή μεταφυσική –το σπουδαιότερο πρόβλημα για τον σημερινό κόσμο είναι να αποκαταστήση τη χαμένη μεταφυσική επαφή του– […] χρειάζεται, για τους δυτικούς, να πηδήξουνε ή να περάσουνε πάνω από τους τέσσερεις ή πέντε τελευταίους αιώνες, που μεσολαβήσανε, από την Αναγέννηση κι εδώθε, για να φτάσουνε σε κάποιο πυρήνα μιας διασπασμένης παράδοσης πνευματικής […][8]

Ο τραντισιοναλισμός εχθρεύεται, εξάλλου, τον αναγεννησιακό ουμανισμό τόσο για την κεντρική θέση που έδωσε στον άνθρωπο, αφού εκθρόνισε απ’ αυτήν τον Θεό, όσο και για την εξατομίκευση που προώθησε. Ο τραντισιοναλισμός κηρύσσει την επιστροφή στην αρχέγονη κοινότητα, όπου το άτομο δεν ξεχωρίζει απ’ το σύνολο. Ο ατομισμός, η ιδιαίτερη, ξεχωριστή και μοναδική αξία που επιφυλάσσει σε κάθε άτομο η νεωτερική κοσμοθεώρηση, πυροδότησε μια διαλυτική τάση, η οποία ευθύνεται για την αποσύνθεση των νεωτερικών κοινωνιών. Μόνο η από αιώνων πατροπαράδοτη υποταγή του ατόμου στους νόμους της κοινότητας μπορεί να συντηρήσει τη συνοχή και να εξασφαλίσει τη συνέχειά της:

[…] όλοι οι μεγάλοι τεχνίτες […] δούλεψαν ή υπηρέτησαν […] την τέχνη πολεμώντας ή παραβαίνοντας το νόμο του εαυτού τους (autonomie) με στόχο ακίνητο/ακοίμητο κάποιον άλλον ή έτερο νόμο (hétéronomie), για να βρουν εκεί, στην υπέρβαση αυτήν […] την τελική δικαίωση της δουλειάς τους, και όχι στην υποδούλωση του εγώ […][9]


Ο τραντισιοναλισμός ήταν εξαρχής και παραμένει μέχρι σήμερα ένα επίμονο μεν αλλά περιθωριακό ρεύμα σκέψης, στο οποίο μυήθηκαν άνθρωποι με μεγάλα πνευματικά χαρίσματα και μια αίσθηση εκλεκτότητας. Βασικοί εκπρόσωποί του υπήρξαν, εκτός απ’ τους Γκενόν, Ελιάντε και Κουμαρασουάμι, ο ακροδεξιός φιλόσοφος Τζούλιους Έβολα και ο πνευματικός καθοδηγητής Φρίτγιοφ Σουόν. Σήμερα εκπροσωπείται από τους Αλαίν ντε Μπενουά και Αλεξάντρ Ντούγκιν.

Ο Λορεντζάτος και οι άλλοι τραντισιοναλιστές, στρατευμένοι καθώς είναι σ’ έναν ριζοσπαστικό αντιμοντερνισμό, αδυνατούν ή δε θέλουν να παραδεχτούν πόσο μεγάλη ήταν η βία που ασκούσε ο μεσαιωνικός κόσμος, πόσο μεγάλο πόνο, δυστυχία και ανελευθερία δημιουργούσε η ύπαρξη του μεταφυσικού κέντρου, τι σήμαινε ο ιεροποιημένος προνεωτερικός κόσμος για την πλειονότητα των ανθρώπων. Η αποϊεροποίηση του κόσμου την οποία έφερε η Αναγέννηση σήμανε την απελευθέρωση του ανθρώπου απ’ τη φεουδαρχία και απ’ την υποταγή στην Εκκλησία. Σήμανε την αυτονόμηση της τέχνης, την αναζωογόνηση της κοινωνικής ζωής, την απελευθέρωση της οικονομίας. Το μεταφυσικό κέντρο της ζωής, που σύμφωνα με τον Λορεντζάτο έχει χαθεί και πρέπει να ξαναβρεθεί, συνυπήρχε αναπόφευκτα με τη φεουδαρχία, με τη δουλοπαροικία, με τον ισόβιο εγκλωβισμό στον γενέθλιο τόπο, με τον απόλυτο έλεγχο των συνειδήσεων από την Εκκλησία μέσω του φόβου.

Ο αντιμοντερνισμός των τραντισιοναλιστών, οι οποίοι ενίοτε φτάνουν στο σημείο να καλούν σε μια επανάσταση που θα γκρεμίσει τον σύγχρονο κόσμο, παραβλέπει τις μεγάλες κατακτήσεις της ανθρωπότητας κατά τη Νεωτερικότητα. Παρακάμπτει τα μεγάλα καλλιτεχνικά, φιλοσοφικά και εν γένει πνευματικά επιτεύγματα του μετααναγεννησιακού κόσμου, τα οποία έγιναν εφικτά χάρη ακριβώς στην έξοδο απ’ τον Μεσαίωνα. Απορρίπτει κατ’ ουσίαν όλα τα ανθρώπινα κατορθώματα της νεωτερικής εποχής.

Με άλλα λόγια, όλα όσα συνέβησαν μετά τον Μεσαίωνα, συμπεριλαμβανομένων των Μιχαήλ Άγγελου και Λεονάρντο ντα Βίντσι, Σαίξπηρ και Γκαίτε, Μότσαρτ και Καντ, πρέπει να θεωρηθούν ως εγκατάλειψη της Μεγάλης Παράδοσης, ως προδοσία ή σφάλμα. Όλες οι καινοτομίες της νεότερης εποχής, περιλαμβανομένης της ίδιας της ιδέας της καινοτομίας, πρέπει να παραδοθούν στην καθαρτήρια πυρά της τελευταίας επανάστασης.[10]

Οι τραντισιοναλιστές διακηρύσσουν την ανάγκη να βγούμε από την ιστορία, δηλαδή από τον γραμμικό και μη αναστρέψιμο χρόνο. Η έξοδος από την ιστορία όμως που επιχειρούν δεν είναι χωρίς συνέπειες. Αν βλέπεις τα πράγματα μέσα απ’ το πρίσμα μιας αϊστορικής θεώρησης, από την οπτική της άχρονης αιωνιότητας, τότε οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις χάνουν το νόημά τους, όλα τα ανθρώπινα πάθη ξεθωριάζουν, οι ανθρώπινες συνομαδώσεις γυμνώνονται απ’ τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά τους. Μένει μόνο ο άνθρωπος και η κοινότητα στη γυμνή στοιχειακότητά τους. Μια τέτοια θεώρηση παραβλέπει τις ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες, αυτά που κινούν την ανθρώπινη ιστορία, αυτά που κάνουν εντέλει τον άνθρωπο άνθρωπο. Παραβλέπει εκείνα τα στοιχεία που δεν μπορούν ν’ αφαιρεθούν απ’ την ανθρώπινη συνθήκη χωρίς να την καταστρέψουν.

Η Νεωτερικότητα, με πρωτεργάτες τους ουμανιστές της Αναγέννησης και πάνω απ’ όλα τον Ραμπελαί, έκανε τον ιστορικό χρόνο πυκνό, έδωσε στις ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες τη σημασία που πραγματικά έχουν, έφερε τις μάζες στο προσκήνιο της ιστορίας, έδωσε στις κοινωνίες τη δυνατότητα ν’ αυτοκυβερνηθούν, αποτινάσσοντας το ζυγό του Θεού και της Εκκλησίας, του βασιλιά και των φεουδαρχών, της γης και του αίματος. Όπως γράφει ο Ραμπελαί, η Νεωτερικότητα έβγαλε την ανθρωπότητα απ’ τον πυκνό ζόφο της γοτθικής εποχής, δηλαδή του Μεσαίωνα, που ήταν σκοτεινότερος κι απ’ τον πιο σκοτεινό τόπο της γης.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ζήσιμος Λορεντζάτος, Collectanea, επιμ. Σταύρος Ζουμπουλάκης, Δόμος, Αθήνα 2009, σελ. 49-50.

[2] François Rabelais, Œuvres Complètes, επιμ. Jacques Boulenger και Lucien Scheler, Gallimard, Παρίσι 1955, σελ. 954.

[3] Για τους Κιμμέριους γράφει ο Όμηρος: «οὐδέ ποτ’ αὐτοὺς Ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν» (Οδύσσεια λ 15-16), δηλαδή «ποτέ δεν τους βλέπουν οι ακτίνες του ολόλαμπρου Ήλιου». Συνεπώς, η Κιμμερία ήταν ο σκοτεινότερος τόπος της γης.

[4] Ο Λορεντζάτος γράφει εδώ λανθασμένα facies (πρόσωπο) αντί fax (δάδα, πυρσός, φως). Ο Ραμπελαί μιλά για facem, δηλαδή φως, και όχι για faciem, δηλαδή πρόσωπο, του ήλιου.

[5] Ζήσιμος Λορεντζάτος, Collectanea, ό.π., σελ. 282-283.

[6] Ό.π., σελ. 757 (μτφρ. π. Λάμπρος Καμπερίδης). Το αγγλικό κείμενο που παραθέτει ο Λορεντζάτος προέρχεται απ’ το άρθρο του Elie Kedourie: «Islam Today. Problems and prospects of the 19th and 20th centuries», στο The World of Islam, επιμ. Bernard Lewis, Thames and Hudson, Λονδίνο 1976, σελ. 333. Στο υπόμνημα πηγών των Collectanea δεν υπομνηματίζεται αυτό το άρθρο. Φαίνεται πως οι επιμελητές της έκδοσης δε βρήκαν την παραπομπή ή την παρέλειψαν εκ παραδρομής. Ευχαριστώ θερμά τον Ηλία Μαλεβίτη για τη βοήθειά του στην ταυτοποίηση του παραθέματος.

[7] Mark Sedgwick, Against the Modern World. Traditionalism and the Secret Intellectual History of the Twentieth Century, Oxford University Press, Οξφόρδη 2004, σελ. 21.

[8] Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Το χαμένο κέντρο», Μελέτες, τόμ. Α΄, Δόμος, Αθήνα 1994, σελ. 368.

[9] Ζήσιμος Λορεντζάτος, Collectanea, ό.π., σελ. 358.

[10] Mikhail Epstein, Ανθρωπιστικές εφευρέσεις και ηθική της μοναδικότητας, μτφρ. Γιώργος Πινακούλας, εισ. Νικήτας Σινιόσογλου, επιμ. Ευτύχης Πυροβολάκης, Ροές, Αθήνα 2017, σελ. 89.

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *