Δημοτικό τραγούδι, του Γιώργου Κοντογιώργη

Δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στα τεύχη του Άρδην 61, 62 και 63 (2006-2007)

Περίληψη

Η ανάπτυξη του θέματος θα γίνει σε τέσσαρες άξονες: Ο πρώτος αφορά στον τρόπο πρόσληψης της εγκόσμιας ζωής και του θανάτου, σε αναφορά με τη διαλεκτική του θρησκευτικού βιώματος, που επαγγέλλεται η ελληνική και η χριστιανική του εκδοχή. Ο δεύτερος εστιάζεται στην εικόνα της μεταθανάτιας κοινωνίας του Άδη. Ο τρίτος, διερευνά την κριτική στάση του δημοτικού στοχασμού απέναντι στο θείο και στους φορείς του. Στον τέταρτο, επιχειρείται η ανίχνευση του πολυαρχικού τρόπου βίωσης του θείου.

Η προβληματική της προσέγγισης επιδιώκει να αναδείξει το ταυτοτικό υπόβαθρο και τις σταθερές του βίου των φορέων του δημοτικού τραγουδιού, σε συνδυασμό με το πολιτισμικό περιβάλλον της ελληνικής (ή ανθρωποκεντρικής) και της χριστιανικής ιδεολογίας.

Το συμπέρασμα, στο οποίο απολήγει η προβληματική αυτή, είναι ότι τελικά θεμέλιο του «δημοτικού» τρόπου του βίου δεν αποτελεί η χριστιανική γραμμικότητα της μεταφυσικής λύτρωσης αλλά η ζωή αυτή καθεαυτή, η οποία αντιπαραβάλλεται με το «σκοτεινό» πρόσωπο του θανάτου.
Τούτο εξηγεί, επίσης, την αμεσότητα της σχέσης του καθημερινού ανθρώπου με το θείο και τον κριτικό διάλογο τον οποίο διατηρεί σταθερά μαζί του. Άλλωστε, το θείο είναι μάλλον «πολυθεϊκό» και επικεντρώνεται στις συγκεκριμένες απεικονίσεις του των επωνύμων συντελεστών του.

Εισαγωγή – Το μεθοδολογικό ζήτημα

Οι αναπαραστάσεις της ανθρώπινης ζωής και ιδίως του θρησκευτικού βιώματος στον λαϊκό πολιτισμό αποτελεί ένα παραμελημένο αλλ’ ωστόσο εξέχον ζήτημα. Η νεωτερική σκέψη τοποθέτησε ευλόγως τον επώνυμο στοχασμό στο επίκεντρο της αγωνίας της να ανασυγκροτηθεί σε ανθρωποκεντρικές βάσεις. Την ίδια στιγμή αντιμετώπιζε, ορθώς, την «παράδοση» ως παράγοντα αντίστασης του λαϊκού στοιχείου στον «εκσυγχρονισμό».

Ωστόσο, από την άλλη, η προσέγγιση των παραστάσεων του «κοινωνικού» γεγονότος στη λαϊκή σκέψη μας επιτρέπει να διακρίνουμε τις συνθέσεις που επιχειρεί ο κοινωνικός άνθρωπος ανάμεσα στο παλαιό και στο νέο, τις συγκλήσεις ή τις αποκλίσεις ανάμεσα στη λόγια και στη λαϊκή ιδεολογία και, οπωσδήποτε, πώς ενσωματώνει η καθημερινότητα του βίου τις εξελίξεις. Στο πλαίσιο αυτό, η λαϊκή κουλτούρα ή ιδεολογία εγείρει το μείζον ζήτημα που συνέχεται με τη συνάντηση ή μη της εξέλιξης με την πρόοδο.

Η ευρωπαϊκή νεοτερικότητα, καθώς βρέθηκε αντιμέτωπη με το δίλημμα δεσποτεία ή ανθρωποκεντρισμός, αντιμετώπισε το ζήτημα αυτό γραμμικά και εν πολλοίς με όρους ταυτολογίας. Μολονότι στάθηκε με ενδιαφέρον στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι, εντούτοις δεν επιχείρησε, εν προκειμένω, μια διαφορετική αντιμετώπιση. Η περίπτωση της πρόσληψης της θρησκείας στον δημοτικό πολιτισμό είναι χαρακτηριστική. Όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, οι αναπαραστάσεις του χριστιανισμού στο δημοτικό τραγούδι ενσωματώνουν σχεδόν ολοκληρωτικά το κεκτημένο του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού πολιτισμού. Μια πρώτη ανάγνωση της παραδοχής αυτής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο χριστιανισμός στην ελληνική κουλτούρα τοποθετείται στον αντίποδα του χριστιανικού δόγματος. Η παραδοχή αυτή ωστόσο δεν αναιρεί τη βαθιά θρησκευτική πίστη του φορέα του δημοτικού στοχασμού ούτε πολλώ μάλλον απομειώνει τη χριστιανική της αναφορά. Επιπλέον, οι θεμελιωτές και οι λειτουργοί της θρησκευτικής ορθοπραξίας δεν προκύπτει ότι διέκριναν μια ασυμβατότητα μεταξύ των δυο αυτών παραμέτρων του χριστιανισμού.

Η προβληματική αυτή επιδέχεται, επομένως, δυο αναγνώσεις: η μια, με αφετηρία την «ορθότητα» του δόγματος –που ανάγεται στις εβραϊκές πηγές του χριστιανισμού– θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόρριψη και μάλιστα στην απαξιωτική προσέγγιση της λαϊκής κουλτούρας, ως ασύμβατης προς το χριστιανισμό και, οπωσδήποτε, ως μη προσήκουσας με το νεοτερικό αξιακό σύστημα. Η άλλη εγκαλεί την κοινωνική επιστήμη και, υπό μιαν έννοια, τη θεολογία να εντρυφήσει στο πραγματολογικό υπόβαθρο του λαϊκού πολιτισμού και συνεπώς στις συνθέσεις μέσα από τις οποίες οδηγήθηκε στην πρόσληψη του θείου.

Στην πρώτη περίπτωση, η προσέγγιση της λαϊκής κουλτούρας γίνεται υπό το πρίσμα της αντίληψης της θρησκείας ως διανοητικής «κατασκευής» ή επεξεργασίας. Υπό το πρίσμα αυτό, θα μπορούσε να καταλήξει κανείς αβίαστα ότι οι ελληνικές κοινωνίες ουδέποτε προσήλθαν πραγματικά στον χριστιανισμό.

Στη δεύτερη περίπτωση, το θρησκευτικό βίωμα αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα της κοσμοσυστημικής ιδιοσυστασίας μιας εποχής ή μιας κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, το ερώτημα εστιάζεται στις κοινωνικές αφετηρίες υπό τις οποίες προσεγγίζεται το θείο. Εν προκειμένω, καλούμαστε να διερωτηθούμε κατά πόσον η ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού προσιδιάζει περισσότερο στην ανθρωποκεντρική συγκρότηση του κοινωνικού βίου από ό,τι, για παράδειγμα, η καθολική ή η προτεσταντική εκδοχή του.

Η δεύτερη αυτή ερμηνευτική επιλογή θέτει χωρίς αμφιβολία εκποδών προειλημμένες αποφάσεις ή προβολές ιδεολογικών κατασκευών, προκειμένου να εισαγάγει ως ζητούμενο τη γνώση και, περαιτέρω, ως μέτρον την επιμέτρηση του ανθρωποκεντρικού ή μη χαρακτήρα του φαινομένου. Διότι, εντέλει, το κοινωνικό φαινόμενο μπορεί να αξιολογηθεί μόνον με πρόσημο την ελευθερία και μάλιστα το ανάπτυγμα της ελευθερίας που επιφυλάσσεται στα ανθρώπινα μέλη του.

Με γνώμονα τα ανωτέρω, η ανάπτυξη του θέματος θα γίνει σε τέσσερις άξονες: Ο πρώτος αφορά στον τρόπο πρόσληψης της εγκόσμιας ζωής και του θανάτου σε αναφορά με τη διαλεκτική του θρησκευτικού βιώματος που επαγγέλλεται η ελληνική και η χριστιανική του εκδοχή. Ο δεύτερος εστιάζεται στην εικόνα της μεταθανάτιας κοινωνίας του Άδη. Ο τρίτος διερευνά την κριτική στάση του Δημοτικού στοχασμού απέναντι στο θείο και στους φορείς του. Στον τέταρτο επιχειρείται η ανίχνευση του πολυαρχικού τρόπου βίωσης του θείου.

Η προβληματική της προσέγγισης επιδιώκει να αναδείξει το υπόβαθρο των ταυτοτήτων και των σταθερών του βίου των φορέων του Δημοτικού Τραγουδιού, σε συνδυασμό με το πολιτισμικό περιβάλλον της ελληνικής (ή ανθρωποκεντρικής) και της χριστιανικής ιδεολογίας.

Το συμπέρασμα στο οποίο απολήγει η προβληματική αυτή είναι ότι τελικά θεμέλιο του «δημοτικού» τρόπου του βίου δεν αποτελεί η χριστιανική γραμμικότητα της μεταφυσικής λύτρωσης αλλά η ζωή αυτή καθεαυτή, η οποία αντιπαραβάλλεται στο «σκοτεινό» πρόσωπο του θανάτου.

Τούτο εξηγεί, επίσης, την αμεσότητα της σχέσης του καθημερινού ανθρώπου με το θείο και τον κριτικό διάλογο τον οποίο διατηρεί σταθερά μαζί του. Το θείο αυτό είναι βασικά «πολυθεϊκό» και επικεντρώνεται στις συγκεκριμένες απεικονίσεις του κι όχι «μονοθεϊκό», όπως διδάσκει το χριστιανικό δόγμα.

Οι ανθρωποκεντρικές σταθερές του δημοτικού στοχασμού

Θεμελιώδης άξονας της προβληματικής που εκτίθεται εδώ αποτελεί η υπόθεση ότι η δημοτική ιδεολογία είναι εξ ολοκλήρου ανθρωποκεντρική και μάλιστα ότι εμφανίζει ένα ακραίο, ριζοσπαστικό ως προς το περιεχόμενό του, ανθρωποκεντρικό πρόσημο.

Τι εννοούμε με την έννοια του ανθρωποκεντρισμού. Ο ανθρωποκεντρισμός ορίζει μία πρόσληψη της ζωής που έχει ως επίκεντρο τον άνθρωπο, έναν άνθρωπο όμως που συνέχεται οργανικά με την ελευθερία και τη δική του ευθύνη για τη μοίρα του. Ο ανθρωποκεντρισμός εισάγει επίσης μία ερμηνευτική διάσταση της ζωής από την οποία, στην ακραία της έκφραση, απουσιάζει κάθε μεταφυσική εξήγηση. Αντιθέτως, προτάσσει μια βαθιά φιλοσοφική διάθεση, εδρασμένη σε ένα ορθολογικά δομημένο διανοητικό επιχείρημα. Η ανθρωποκεντρική πρόσληψη της ζωής αντίκειται αφενός στις κοινωνικές συμβάσεις που υποθηκεύουν την ελευθερία (όπως στη δεσποτική κοινωνία της φεουδαρχίας) και αφετέρου στις υπερβατικές αναγωγές είτε της παρούσης είτε της μέλλουσας, μετά θάνατον, ζωής.
Η επισήμανση ότι η «φιλοσοφία» του δημοτικού τραγουδιού είναι ακραία ανθρωποκεντρική θέτει αναπόφευκτα δύο θεμελιώδη ερωτήματα:
(α) διατί και πόθεν αντλεί το ανθρωποκεντρικό της περιεχόμενο και (β) ποια η σχέση της με τις ομόλογες προσεγγίσεις που διδάσκει η κρατούσα θρησκεία στην εποχή του, ο χριστιανισμός.

Ως προς το πρώτο ερώτημα, θα μπορούσε να προαναγγελθεί ότι το δημοτικό τραγούδι εμπνέεται ολοκληρωτικά από το κεκτημένο της (προ-χριστιανικής) ελληνικής θρησκείας. Η διαβεβαίωση όμως αυτή εμπεριέχει μία «παγίδα», η οποία απαντάται συχνά και για πολλά ζητήματα στη νεοτερική ερμηνευτική, καθώς προσφέρεται μεν να τροφοδοτήσει μια ανέξοδη ρητορική, παρακάμπτει δε το θεμελιώδες ερώτημα: Υπήρξε όντως η ελληνική θρησκεία φύσει ανθρωποκεντρική και, επιπλέον, πώς εξηγείται ότι ο λαϊκός στοχαστής συνεχίζει τόσους αιώνες αργότερα, ιδίως μετά την ήττα της θρησκείας αυτής από τον χριστιανισμό και την επέλαση της δεσποτείας στον περίγυρο του ελληνικού κόσμου, να διακινεί μία ριζοσπαστικά ανθρωποκεντρική ιδεολογία; Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Όπως κάθε θρησκεία, έτσι και η ελληνική εμπεριέχει το μεταφυσικό ή υπερβατικό στοιχείο στη λογική της. Δεν είναι όμως αυτό που αποφασίζει για τη συμβατότητα ή έστω για τη συμβίωση μιας θρησκείας με το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο ούτε ίσως η ουσιώδης διαφορά της ελληνικής θρησκείας με τον χριστιανισμό που θέλει το θείο να είναι μέρος της δημιουργίας κι όχι ο απόλυτος δημιουργός του σύμπαντος κόσμου.
Η ελληνική θρησκεία αντελήφθη τον Θεό ως πηγή της ανθρώπινης κατάστασης και υπηρέτησε αρχικά σε βάθος τη δεσποτική εξουσία. Στην πρώιμη περίοδο της πόλης, κάτοχος της θρησκευτικής αρμοδιότητας είναι ο μονάρχης. Όμως, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, δεν θα οδηγηθεί στη δημιουργία ιερατείου, και σταδιακά, με την ανθρωποκεντρική μετάλλαξη των ελληνικών κοινωνιών, η πρόσληψη και ιδίως η λειτουργία της θρησκείας θα εναρμονισθεί αναλόγως με το κλίμα τους. Υπό την έννοια αυτή, πρέπει να ιδωθεί και η πρώτη αλλά συμβολικά καίρια πράξη ανθρωποκεντρικής χειραφέτησης του κοινωνικού όντος από το θείο, σε ό,τι αφορά τα εγκόσμια, την οποία συμβολίζει ο μύθος του Προμηθέα. Χειραφέτηση η οποία δεν οδήγησε φυσικά τον άνθρωπο στην άρνηση του θείου, μετέβαλε ωστόσο ριζικά τους όρους της πρόσληψής του.

Για να κατανοηθεί η σημασία της παρατήρησης αυτής –ότι δηλαδή η πρόσληψη και η λειτουργία του θείου συνέχεται με τη φύση και τη φάση του κοσμοσυστήματος– οφείλει να συνδυασθεί με το γεγονός ότι, μόλις κατά την τελευταία περίοδο του δημοτικού τραγουδιού –εκείνη της οθωμανοκρατίας– θα παραχθεί στη δυτική Ευρώπη –και μάλιστα στο περιβάλλον της διανόησης– μία πρωτο-ανθρωποκεντρική προβληματική, η οποία κατέτεινε στο να συλλάβει το «πώς» της οικοδόμησης του λεγόμενου νέου, δηλαδή του απλώς ατομικά ελεύθερου ανθρώπου.

Ως προς το δεύτερο ερώτημα, τη σχέση του δημοτικού τραγουδιού με το χριστιανικό πρόταγμα, σπεύδουμε να υπογραμμίσουμε ότι η σκέψη του δημοτικού στοχαστή τοποθετείται ακριβώς στον αντίποδά του. Από το δημοτικό τραγούδι απουσιάζει το χριστιανικό δόγμα, μολονότι ολόκληρο το φάσμα της θρησκευτικής προβληματικής επενδύεται με τον μανδύα του χριστιανισμού. Το θείο είναι σταθερά παρόν στην καθημερινότητα του ανθρώπου, προσεγγίζεται ωστόσο ως οργανικό συστατικό της ανθρώπινης φύσης ή λειτουργίας. Εξ ου και ο φορέας του δεν κατέχει την απόλυτη γνώση, αλήθεια ή δύναμη ούτε την ανθρώπινη μοίρα.

Οι ανωτέρω επισημάνσεις μας καλούν να συνεκτιμήσουμε, για την εξήγηση του φαινομένου, τον χαρακτήρα του δημοτικού στοχασμού: αποτελεί βιωματική λειτουργία, αντανακλά επομένως τις συνθήκες ζωής, το περιεχόμενο ή, ορθότερα, τη φύση της κοινωνίας. Αποτελεί όχι μνημειακή αλλά δυναμική συνιστώσα του βίου, του οποίου τα ερωτήματα και την προβληματική της ιδεολογίας αποκρυσταλλώνει.

Η διαπίστωση ότι η δημοτική σκέψη συνέχεται με την ελληνική θρησκεία ή ότι ο χριστιανισμός επικαλύπτει ένα θρησκευτικό βίωμα που τοποθετείται στον αντίποδα του δόγματός του, δεν προσδιορίζει το θρησκευτικό υπόβαθρο του δημοτικού ανθρωποκεντρισμού ούτε την ανθρωποκεντρική λογική της ελληνικής θρησκείας. Επιβεβαιώνει απλώς ότι, όπως και κατά την προχριστιανική εποχή έτσι και κατά την χριστιανική περίοδο, το ανθρωποκεντρικό υπόβαθρο της κοινωνίας επέβαλε έναν τρόπο πρόσληψης και λειτουργίας της θρησκείας από την οποία απουσιάζει τόσο το δεσποτικό ιερό όσο και ο κλήρος ως ιερατείο.

Η παραδοχή της βιωματικής παρουσίας των σταθερών της ελληνικής θρησκείας, μάλιστα δε της ενσωμάτωσής τους στον χριστιανισμό έτσι ώστε να εμφανίζονται ως συστατικά του, μας υποβάλλει τη σκέψη ότι το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο του βίου των ελληνικών κοινωνιών της περιόδου που την γέννησε –δηλαδή της πόλης κράτους– αποτέλεσε εξίσου μία ζώσα πραγματικότητα την εποχή που εξετάζουμε. Με διαφορετική διατύπωση, τα ιδεολογικά στοιχεία, οι νοοτροπίες, οι συμπεριφορές και οι μνήμες, η ίδια η γλώσσα με τα σημαινόμενά της, διατηρήθηκαν στις ελληνικές κοινωνίες, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, μόνον επειδή το ανθρωποκεντρικό τους υπόβαθρο, το οποίο κλήθηκαν να υπηρετήσουν, δεν διερράγη. Το γεγονός ότι η «φιλοσοφία» αυτή του δημοτικού τραγουδιού ενσαρκώνει το αρχαίο ελληνικό κεκτημένο σημαίνει ότι το ανθρωποκεντρικό περιβάλλον του ελληνισμού παρέμεινε όχι απλώς μια σταθερά του βίου του αλλά και αναλλοίωτο ως προς τα θεμέλιά του.
Δεν θα υπεισέλθουμε στο ζήτημα αυτό. Έχει ενδιαφέρον εντούτοις να συγκρατήσουμε τα θεμελιώδη γνωρίσματα του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού της εποχής του δημοτικού τραγουδιού και τα οποία απορρέουν αβίαστα από αυτό: η νομισματική οικονομία, η ατομική ιδιοκτησία, η εταιρική κι όχι εξαρτημένη συγκρότηση της σχέσης εργασίας ή εργασίας και κεφαλαίου, η καθολική και όχι απλώς η ατομική ελευθερία και, συνακόλουθα, η πολιτειακή και, εν πολλοίς, δημοκρατική κοινωνία της πόλης. Αντιλαμβανόμαστε την πόλη (ή κοινό) ως τη θεμελιώδη κοινωνία του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κεκτημένου η οποία κατίσχυσε καθ’όλη τη διάρκεια του βίου του, από τις απαρχές έως και τον 19ο αιώνα. Η πόλη (ή κοινό), επομένως, αποτελεί το ταυτολογικό γινόμενο της πόλης κράτους στη φάση της οικουμένης. δεν πρέπει να συγχέεται με το φεουδαλικό της παράγωγο, την κοινότητα.

Η πόλη ή κοινό αποτελεί ακριβώς το βιωματικό περιβάλλον του δημοτικού τραγουδιού.


Η ανθρωποκεντρική δικαιοταξία του δημοτικού στοχασμού ως μέτρον της κοινωνικής και της φυσικής τάξης

Στον δημοτικό στοχασμό συνυπάρχουν ή ανταγωνίζονται μεταξύ τους τρεις κόσμοι: ο κόσμος της ανθρωποκεντρικής δικαιοταξίας, της κοινωνικής τάξης και της φυσικής τάξης.

Η ανθρωποκεντρική δικαιοταξία συγκροτεί το ιδεολογικό και μάλιστα το γνωσιολογικό υπόβαθρο, το ανθρωποκεντρικό μέτρο με το οποίο προσεγγίζεται, σταθμίζεται ή αξιολογείται η κοινωνική και φυσική τάξη, ο κοινωνικός κόσμος και ο φυσικός κόσμος. Τα στοιχεία της ανθρωποκεντρικής δικαιοταξίας, επομένως, καταγράφουν το ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα του δημοτικού στοχασμού.

Η κοινωνική τάξη ενδιαφέρει το δημοτικό τραγούδι στο μέτρο που ενθυλακώνει το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο, συγκροτεί το πεδίο της βίωσής του. Κατά τούτο αποτελεί συγχρόνως τον τροφοδότη της ανθρωποκεντρικής προβληματικής και το σημείο αναφοράς του δημοτικού στοχαστή.

Από την άποψη αυτή, η κοινωνική τάξη ενδιαφέρει διττά: ως αφετηρία για την προσέγγιση της φυσικής τάξης και για τις αποκλίσεις της από την ανθρωποκεντρική δικαιοταξία.

Η φυσική τάξη αναφέρεται στη «μοίρα», όπως θα λέγαμε, του ανθρώπου στο πλαίσιο του ευρύτερου κοσμικού φαινομένου. Η κορύφωση της προβληματικής του δημοτικού τραγουδιού για την ανθρώπινη μοίρα επικεντρώνεται βασικά στο ζήτημα του θανάτου και στις μετά θάνατον προεκτάσεις του.

Επισημαίνεται ότι δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη μιας υπέρτατης, δηλαδή ξεχωριστής, θεϊκής τάξης. Ο κόσμος του θείου ταυτίζεται με τον κόσμο της φυσικής τάξης, την οποία τρόπον τινά εξουσιάζει, εν αντιθέσει με την κοινωνική τάξη, που εξουσιάζει ο άνθρωπος. Η επισήμανση αυτή συνάδει με την παρατήρησή μας ότι το θείο εκλαμβάνεται ως μέρος της δημιουργίας, όχι ως δημιουργός του κόσμου. Δεν προκύπτει, επομένως, ότι το θείο είναι δημιουργός της φυσικής τάξης1.

Από το άλλο μέρος, η κοινωνική τάξη συνέχεται οργανικά με τη φυσική τάξη. Τροφοδότης του κόσμου της φυσικής τάξης είναι η κοινωνική τάξη. Η φυσική τάξη συγκροτεί επίσης μία κοινωνία ανθρώπινη, η οποία τέμνεται από την κοινωνική τάξη με τον θάνατο. Η θέση του ανθρώπου στην κοινωνική ή στη φυσική τάξη αποφασίζεται βασικά από το θείο. Η μετάβαση από την κοινωνική στη φυσική κοινωνία είναι μονοσήμαντη, όμως η επικοινωνία μεταξύ των δύο αυτών κόσμων δεν έχει στεγανά και οπωσδήποτε δεν αναγνωρίζεται ως νόμιμη.

Η ιδέα της δικαιοσύνης στο δημοτικό τραγούδι

Πώς διαμορφώνεται η σχέ­ση μεταξύ των τριών αυτών τάξεων; Ή μάλλον, πώς προσεγγίζεται από την ανθρωποκεντρική δικαιοταξία –που αναδεικνύει το δημοτικό τραγούδι– η κοινωνική και η φυσική τάξη;
Όπως είπαμε, μέτρο για την προσέγγιση αυτή αποτελεί το πρόταγμα της ανθρωποκεντρικής δικαιοταξίας, το οποίο συγκεκριμενοποιείται με ενδείκτη την ιδέα της δικαιοσύνης.

Το περιεχόμενο της ιδέας αυτής παραπέμπει σε μια δικαιοταξία η οποία, μακράν του να υιοθετεί πρωτόγονες εκδοχές περί του δικαίου –όπως η αντίθεση του καλού και του κακού– αρθρώνει έναν λόγο που διαπερνά το σύνολο των σχέσεων και των συμπεριφορών του ανθρώπου και το θείο. Με διαφορετική διατύπωση, στη δημοτική ιδέα της δικαιοσύνης υπόκεινται τόσο η κοινωνική πραγματικότητα όσο και η φυσική τάξη, επομένως και ο διαχειριστής της, το θείο.

Είναι προφανές ότι ο δημοτικός στοχαστής δεν επεξεργάζεται ένα σύστημα δικαίου. Αυτό είναι δεδομένο στο μυαλό του και το ενδιαφέρον του εστιάζεται στις επισυμβαίνουσες παραβάσεις, εξ ού και αφθονεί στο δημοτικό τραγούδι η αρνητική έννοια του δικαίου, το άδικο2, που καταγράφει την παραβατικότητα. Το άδικο είναι αντίθετο με τη λογική και βεβαίως βλαπτικό για την κοινωνική τάξη: Διαταράσσει την κοινωνική αρμονία, δημιουργεί ένα περιβάλλον ανομίας και υποβάλλει τον άνθρωπο στο δίκαιο της ανάγκης. Προβάλλει, επομένως, το καταστατικό υπόβαθρο που συνέχεται με τον ανθρωποκεντρισμό, την ελευθερία. Η ελευθερία ως μέτρο της ιδέας της δικαιοσύνης είναι καθολική, αφορά στο σύνολο της ανθρώπινης λειτουργίας3. Γι’ αυτό και το αυτοκαθοριστικό αίτημα προτείνεται όχι μόνον έναντι του (συν-) ανθρώπου, αλλά και έναντι του θείου.

Συγχρόνως, η δημοτική ιδέα της δικαιοσύνης συνδυάζεται με μια διαρκή αναζήτηση της αιτιότητας. Η αδικία, ό,τι δηλαδή αντίκειται στην ανθρωποκεντρική δικαιοταξία, είναι κοινωνικά και εξ ορισμού αναιτιολόγητη, αδικαιολόγητη και ανεπίτρεπτη4, και κατ’ επέκταση ο συντελεστής της είναι παράνομος5. Η αδικία στοιχειοθετεί, επομένως, την ευθύνη του δράστη ενώπιον της ανθρώπινης κρίσης.

Η ανθρώπινη κρίση και συνακόλουθα η ανθρωποκεντρική δικαιοδοτική τάξη είναι μοναδική, εξ ού, και υποβάλλονται σ’ αυτήν όλοι όσοι εμπλέκονται στην υπόθεση της ελευθερίας, δηλαδή οι συντελεστές τόσο της κοινωνικής όσο –και ιδίως– της φυσικής τάξης, δηλαδή το θείο. Αφού λοιπόν απουσιάζει η «θεία δίκη», άρα και η έννοια της αμαρτίας είναι ουσιαστικά άγνωστη. Με διαφορετική διατύπωση, η δημοτική ιδέα της δικαιοσύνης, επειδή ανάγεται σε μια ολοκληρωμένη ανθρωποκεντρική αρχή, εκτιμά και κρίνει με ενιαίο τρόπο και μέτρο τόσο την κοινωνική τάξη όσο και την τάξη της φύσης του Θεού. Για τον ίδιο λόγο, ορίζεται ότι φορέας της ιδέας της δικαιοσύνης και κριτής της κοινωνικής και φυσικής τάξης είναι ο άνθρωπος γενικά, ο κοινός άνθρωπος, όχι ο κάτοχος μιας εξουσιαστικά διατεταγμένης πολιτειακής ή κοινωνικής εξουσίας. Εξουσία και ελευθερία είναι για τον δημοτικό στοχαστή έννοιες ασύμβατες. Άλλωστε, το ίδιο το δημοτικό τραγούδι γίνεται αντιληπτό ως όχημα της κοινωνικής συνείδησης, «δεν έχει νοικοκύρη».

Σε ό,τι αφορά όμως στην κοινωνική τάξη, η κριτική του δημοτικού στοχαστή είναι ενδο-συστημική, αφορά σε ειδικότερες εκδηλώσεις της οι οποίες παρεκκλίνουν από την ανθρωποκεντρική ιδέα της δικαιοσύνης: Αναφέρουμε ενδεικτικά την κριτική αξιολόγηση των προυχόντων, ιδίως τις δημοσιονομικές τους πρακτικές6, τις παρεκκλίσεις από την αρχή της εταιρικής εργασίας7, την ξενιτιά8, ορισμένα ήθη που θέτουν σε μειονεκτική θέση τη γυναίκα9. Η κριτική αυτή εστιάζεται, ως εκ τούτου, αδιαίρετα στην αδικία, που επιβαρύνει τόσο το άτομο όσο και το συλλογικό υποκείμενο στο οποίο ανήκει. Η υπεράσπιση της συλλογικής ελευθερίας (π.χ. στο ακριτικό τραγούδι) δεν διαφοροποιείται από το μέγεθος της ομάδας που συγκροτεί την ταυτότητά του: Περιλαμβάνει την όποια μικρή ομάδα (π.χ. την οικογένεια), το κοινό10, τη συνολική κοινωνία του γένους11.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Είναι γεγονός ότι κάποτε ο Θεός εμφανίζεται ως «πλάστης» κ.λπ, όμως η ιδιότητα αυτή έχει περιορισμένη αναφορά σε συγκεκριμένο έργο ή σε ενέργειες που υπερβαίνουν σαφώς τις δυνατότητες του ανθρώπου (εξ ου και ζητείται συχνά η συνδρομή του θείου στα ζητήματα που συνάπτονται με αυτές), δεν ανάγονται εντούτοις στην έννοια του Θεού δημιουργού του σύμπαντος κόσμου.
  2. Όμως, η ανάδειξη του αδίκου είναι συγχρόνως ένας λόγος περί του δικαίου, εξ ού και ο δημοτικός στοχαστής θα υπογραμμίσει με έμφαση τη σημασία του λόγου: «Γλώσσα, δε σ’ έχω για σπαθί, δε σ’ έχω για τουφέκι, σ’ έχω να κλαις το δίκιο σου, να κλαις το μερτικό σου…», Κ. Πασαγιάννης (1928), Μανιάτικα μοιρολόγια και τραγούδια, Αθήνα, 29, 63. Για την έννοια της αδικίας στο Δημοτικό τραγούδι, Βλ. τη συστηματική μελέτη του Guy Saunier (1979), ‘Adikia’. Le mal et l’injustice dans les chansons populaires grecques, Paris, Les Belles Lettres, με πρόλογο του Ν. Σβορώνου).
  3. Περισσότερα για το ζήτημα αυτό, βλέπε Γ. Κοντογιώργη (1979), Η ελλαδική λαϊκή ιδεολογία. Πολιτικο-κοινωνική μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, Αθήνα, Νέα Σύνορα.
  4. «…χωρίς αιτία κι αφορμή…», «…τ’ ήταν η αφορμή σου;…», «χωρίς καμιά αιτία….». Βλ. σχετικά Guy Saunier, όπ.π., σελ. 133 επ. Για μια σε βάθος προσέγγιση του θέματος βλ., Μενέλαου Τουρτόγλου (1950-51), «Στοιχεία ποινικού δικαίου και εγκληματολογίας εις τας παροιμίας και τα άσματα του ελληνικού λαού», Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου, 5 (1945-1947), Αθήνα, σελ. 126-158.
  5. Ο Χάρος στο δημοτικό τραγούδι είναι «άνομος» ή «παράνομος» («…τον Χάρο τον παράνομο θα πα να πολεμήσω…». Η έννοιες αυτές, βεβαίως, χρησιμοποιούνται ευρύτερα στο δημοτικό τραγούδι για να προσδιορίσουν τον βαθμό της ανθρωποκεντρικής απροσδιοριστίας ή της απόκλισης από τον κοινωνικό κανόνα.
  6. Περισσότερα ως προς αυτό, στου Γ. Κοντογιώργη, Η ελλαδική λαϊκή ιδεολογία. Πολιτικο-κοινωνική μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, όπ.π., σελ. 42 επ.
  7. Η απόρριψη της μισθωτής ή εξαρτημένης εργασίας αποτέλεσε καταστατική αρχή του ελληνικού κόσμου από τις παρυφές της κλασικής εποχής, όταν το ανθρωποκεντρικό του κεκτημένο διήλθε το στάδιο της κοινωνίας της εργασίας και βίωσε την κοινωνία της σχόλης. Η έννοια της εταιρικής κοινωνίας και κατ’ επέκταση της εταιρικής εργασίας στοιχειοθετεί την έξοδο από την κοινωνία της σχόλης, που επήλθε με την είσοδο στην οικουμενική περίοδο του ελληνικού κοσμοσυστήματος. Η εταιρική κοινωνία προκρίνει μια αντίστοιχη σχέση εργασίας ακόμη και όταν υπεισέρχεται το κεφάλαιο στη σύμβαση. Η κοινωνία της σχόλης και η εταιρική κοινωνία αντιπροσωπεύουν στάδια στην ανάπτυξη του ανθρωποκεντρικού κεκτημένου όπου, συγχρόνως με την ατομική, συντρέχει και η κοινωνική ελευθερία. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι στη μεν πρώτη η «πολιτειοτική» εργασία εξέρχεται της οικονομικής διαδικασίας (η έννοια της απόρριψης της εργασίας), στη δε δεύτερη διαχωρίζεται η ιδιοκτησία από το σύστημα, το οποίο συγκροτείται με την ισότιμη συμμετοχή των συντελεστών του. Το δεσπόζον οικονομικό καθεστώς που επικρατεί επίσης την ύστερη περίοδο του ελληνικού κοσμοσυστήματος, στην οποία εγγράφεται η υπό εξέταση θεματική του δημοτικού τραγουδιού, είναι αυτό της εταιρικής εργασίας. Ώστε οι αποκλίσεις από τον κανόνα της κοινωνικής ελευθερίας, και κατ’ επέκταση οι διάφορες μορφές εξαρτημένης εργασίας, αντιμετωπίζονται από τον δημοτικό στοχαστή με συγκατάβαση: η «αργατιά», οι «ξενοδουλευτάδες», οι «μεροδουλευτάδες» κ.λπ. Η εργασία στον οίκο ορίζεται ως «δουλεία» (η «δούλα») όχι διότι συντρέχει το σχετικό σύστημα, αλλ’ επειδή το καθεστώς εργασίας συνιστά το περιεχόμενο της απαξίας. Βλέπε ενδεικτικά, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Εκλογή, (1962), τ. Α, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, σελ. 9, Π. Αραβαντινού (1880), Συλλογή Δημωδών Ασμάτων της Ηπείρου, Αθήνα, σελ. 149 κ.ά. Για τις έννοιες αυτές, βλέπε σχετικά το έργο μας, Πολίτης και πόλις, όπ.π., σελ. 159 επ.
  8. «…να φύγω σ’ άλλον τόπο, ξένος κι εδώ, ξένος κι εκεί κι όπου κι αν πάγω ξένος. Να ‘χα τον ουρανό χαρτί, τη θάλασσα μελάνι, για να ‘γραφα της ξενιτειάς τες λάβρες και τες πίκρες. Μα τα’είδαν τα ματάκια μου, μα τα’είδαν τα καημένα, πώς θάβουνε στην ξενιτειά τον ξέν’ όντας πεθάνει. Δίχως θυμίαμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη, δίχως μανούλας κλάματα, γυναίκας μοιρολόγια….», ή «….αρρώστιαν εις την ξενιτειά του ξένου μην του δίνεις. Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει μεγάλη πάστρα, θέλει μανούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι…»: Εντβίγης Λύντεκε (1947), Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, σελ. 197 επ.
  9. «…Η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν. Αν περβατήσει σιγαλά της λεν πως καμαρώνει, κι αν περβατήσει ογλήγορα της λεν ‘τήρα πώς πάει’. Κι αν κουβεντιάσει μ’άλλονε της λεν άντρα γυρεύει, κι αν ’νέθει και τη ρόκα της της λεν πως προίκα φτιάνει…» (Π. Παπαζαφειρόπουλος (1887), Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του ελληνικού λαού, Πάτρα, αναφέρεται στον Guy Saunier, όπ.π., σελ. 217).
  10. « …Πες μου τι κλάψαις θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια, από την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν; …Τους Παργηνούς επούλησαν σα γίδια, σα γελάδια, κι όλοι στην ξενιτιά θα παν να ζήσουν οι καϋμένοι. Θ’ αφήσουνε τα σπίτια τους, τον τάφο του γονιού τους, θ’ αφήσουν το προσκύνημα, Τούρκοι να το πατήσουν. Τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ’άσπρα τους στήθια, μοιρολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια, παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν ταις εκκλησιαίς τους. Βλέπεις εκείνην την φωτιά, μαύρον καπνό που βγάνει; Εκεί καίγονται κόκκαλα, κόκκαλα αντρειωμένων, που την Τουρκιά τρομάξανε και το βεζύρη κάψαν. Εκεί ‘ναι κόκκαλα γονιού που το παιδί τα καίει, να μην τα βρουν οι Λιάπηδες, Τούρκοι μην τα πατήσουν. Ακούς το θρήνο τον πολύ οπού βογγούν τα δάση….είναι π’ αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα. Φιλούν ταις πέτραις και τη γη κι ασπάζονται το χώμα» [Arnoldus Passow (MDCCCLX), Τραγούδια Ρωμαίϊκα, αρ. CCXXII]. Επίσης βλ. Ε. Λύντεκε, όπ.π., σελ. 3.
  11. Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Εκλογή, Ακαδημία Αθηνών, όπ.π., σελ. 3 επ.

Το ανθρωποκεντρικό διακύβευμα του δημοτικού στοχασμού και η νεωτερική «ορθολογικότητα»


Το εγχείρημα της προσέγγισης του δημοτικού στοχασμού εισάγει μείζονος σημασίας ζητήματα τα οποία εμπλέκονται συγχρόνως σε προτεραιότητες ή ιδεολογικές επιλογές της εποχής μας. Έτσι, όσοι εκκινούν με αφετηρία σκέψης και μέτρο κρίσης το διατακτικό των μονοθεϊκών θρησκειών ή τα «ορθολογικά» σταθμά της ιδεολογίας της νεωτερικότητας, θα σπεύσουν ασφαλώς να διαπιστώσουν ότι η δημοτική σκέψη εγγράφεται στην ανθρωπολογική κατηγορία της παράδοσης και ότι, επομένως, πρόκειται για πρωτο-ανθρωποκεντρική κατασκευή.

Από την πλευρά μας, υποβάλλουμε τη σκέψη μιας προσέγγισης του δημοτικού στοχασμού υπό το ανθρωποκεντρικό πρίσμα που αναγγείλαμε στην αρχή. Στο πλαίσιο αυτό, καλούμαστε να σταθμίσουμε τη δημοτική σκέψη με γνώμονα τον βαθμό ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης και, κατ’ επέκταση, την πρόοδο, που απελευθερώνει ανάλογα το ανθρώπινο ον από δεσμεύσεις ή καταναγκασμούς, τους οποίους υφαίνουν γύρω του η κοινωνική και η φυσική τάξη.

Με γνώμονα το μέτρο αυτό, οδηγούμαστε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

α) Στον στοχασμό του δημοτικού τραγουδιού καταγράφεται μία ριζοσπαστική ιδέα της δικαιοσύνης, η οποία προβάλλει ως απόρροια της βαθιάς ανθρωποκεντρικής φύσης των ελληνικών κοινωνιών.

β) Η αναγωγή του στοχασμού αυτού στην ανθρωποκεντρική ιδέα που αναπτύχθηκε στην πόλη/κοινό και στις απεικονίσεις της ελληνικής θρησκείας είναι το αποτέλεσμα της αδιάκοπης ανθρωποκεντρικής σταθεράς του ελληνικού κόσμου. Η σταθερά αυτή εξηγεί την πρόσδεση της ιδεολογίας του δημοτικού τραγουδιού στην προ-χριστιανική αρχαιότητα και όχι το αντίθετο. Ο δημοτικός στοχασμός είναι, επομένως, προϊόν του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού που δημιούργησε, επίσης, την ομόλογη θρησκεία, αρχικά, και αργότερα την ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού.

γ) Το ανθρωποκεντρικό πρόταγμα του δημοτικού στοχασμού εμφανίζει ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις οι οποίες το τοποθετούν πιο μπροστά από το αντίστοιχο της περιόδου της πόλης κράτους. Θα λέγαμε μάλιστα ότι οδηγεί τις προσεγγίσεις του για τη ζωή στο ακραίο ανθρωποκεντρικό τους όριο, πράγμα που μας καλεί να διερωτηθούμε και ίσως να επανεκτιμήσουμε τις αντιλήψεις μας για τις κοινωνίες του δημοτικού τραγουδιού, δηλαδή για το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία.

δ) Η ανωτέρω επισήμανση οφείλει να συνδυαστεί με τη διαπίστωση ότι η εξέλιξη αυτή συντελείται τη στιγμή που ο χριστιανισμός, ως θρησκεία, μεσουρανεί. Όπερ υποδηλώνει ότι η διαδοχή της ελληνικής θρησκείας από τον χριστιανισμό σηματοδότησε συγχρόνως την αδιαμφισβήτητη πρόσληψη της χριστιανικής θρησκείας με μέτρο τον ελληνικό ανθρωποκεντρισμό. Η ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού ορίζει μία θρησκεία με σαφώς ανθρωποκεντρικά χαρακτηριστικά και όχι μία τυπικά δεσποτική θρησκεία, όπως η εβραϊκή ή η δυτική της εκδοχή. Μπορούμε να δεχτούμε, επομένως, ότι τελικά ο Έλληνας άνθρωπος υπερέβη το δίλημμα να αποξενωθεί των ανθρωποκεντρικών του θεμελίων προκειμένου να επιλέξει μία θρησκεία μη ανθρωποκεντρική, υιοθετώντας τον δρόμο του ανθρωποκεντρισμού με χριστιανικό μανδύα.

ε) Στο δημοτικό τραγούδι δεν απουσιάζει ασφαλώς το χριστιανικό θρησκευτικό βίωμα αλλά το χριστιανικό δόγμα. Η αντιπαράθεση της δημοτικής ιδέας της δικαιοσύνης με τη φυσική ή την κοινωνική τάξη γίνεται αποκλειστικά με γνώμονα ένα ρηξικέλευθο ανθρωποκεντρικό πρόταγμα. Εξ ου και το χριστιανικό σωτηριολογικό δόγμα, η ομόλογη πρόσληψη του θείου ή η υπόσχεση της άλλης ζωής, είναι ουσιαστικά άγνωστα στο δημοτικό τραγούδι1. Όπως άγνωστο είναι και το Ηλύσιον πεδίον της ελληνικής θρησκείας.

ζ) Η αδικία αποτελεί ως εκ τούτου αποκλειστική υπόθεση της ανθρώπινης δικαιοταξίας στην οποία υπόκειται και το θείο. Το θείο ουσιαστικά δεν αναγνωρίζεται ως κριτής, ούτε ο Άδης ως μέρος όπου θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Ακόμη και όταν –σπανίως– ο Θεός ορίζεται ως δικαιοκρίτης, η ιδιότητα αυτή συνοδεύεται σταθερά με την επισήμανση της αδικίας ή της απουσίας του από τα δρώμενα.

η) Με βάση τα ανωτέρω, προκύπτει ότι η θεία δικαιοσύνη είναι ανθρωποκεντρικά προφανώς υποδεέστερη αφού προδικάζει τον ανθρώπινο πόνο και συνδυάζεται με το απόλυτο κακό, τον θάνατο. Εξ ου και προσεγγίζεται σταθερά ως άδικη, αυθαίρετη, εξουσιαστική, χωρίς διαφανείς κανόνες. Το θείο ενσαρκώνει την ανομία της απόλυτης αδικίας και γι αυτό υποβάλλεται στην ανθρώπινη κρίση και αμφισβήτηση. Άρα, ό,τι διαφεύγει από την ανθρώπινη δυνατότητα ή διαταράσσει την ανθρώπινη τάξη ανάγεται στους νόμους της φύσης και συνεπάγεται την ευθύνη του θείου που την εξουσιάζει.

θ) Στο τρίπολο: ανθρωποκεντρική δικαιοταξία –κοινωνική τάξη– φυσική τάξη, η κοινωνική τάξη διαφεντεύεται από τους ανθρώπους, η δε παρέμβαση του θείου είναι επιβοηθητική έως δευτερεύουσα. Η φυσική τάξη διαφεντεύεται ολοκληρωτικά από το θείο. Και οι δύο όμως κρίνονται με μέτρο την ιδέα της ανθρωποκεντρικής δικαιοσύνης. Γι’ αυτό και η αντιπαράθεση του δημοτικού στοχαστή με τη φυσική τάξη είναι απόλυτη και ασυμβίβαστη: αντιτίθενται δυο ασύμβατοι μεταξύ τους κόσμοι, ο ένας απολύτως ανθρωποκεντρικός, ο άλλος απολύτως δεσποτικός. Κατά τούτο, η αξιολόγηση του θείου ως δεσποτικού και συνακόλουθα ως ασύμβατου προς την ανθρωποκεντρική δικαιοταξία αφορά την εν γένει φυσική τάξη. Η ενοχοποίηση επομένως συμπεριλαμβάνει και την προχριστιανική ή ελληνική εκδοχή του θείου μάλιστα δε, με δεδομένη την προσέγγισή του, ιδίως αυτήν.

ι) Υπό την έννοια αυτή, η εντύπωση της νεωτερικότητας (και του θρησκευτικού της κεκτημένου) ότι αποτελεί το μέτρο της ανθρωποκεντρικής ορθολογικότητας πάσχει στον πυρήνα της λογικής της ακολουθίας. Διότι, αν μη τι άλλο, ο δημοτικός στοχασμός υποδεικνύει ένα πλαίσιο ανθρωποκεντρικής δικαιοταξίας που υπερβαίνει σαφώς, εξ επόψεως ολοκλήρωσης, τα όρια της νεωτερικότητας. Αν επομένως υποθέσουμε ότι η αξιολόγηση του ανθρωποκεντρικού αναπτύγματος της νεωτερικότητας θα επιδιωχθεί με κριτήριο το κεκτημένο του δημοτικού στοχασμού, μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι αυτή κινείται κατ’ αυτάς στο μεταίχμιο μεταξύ της ασιατικής δεσποτείας – ως προς ορισμένα τουλάχιστον στοιχεία της2 _ και ενός απλώς πρώιμου από κάθε άποψη ανθρωποκεντρισμού3.
κ) Αν έτσι έχει το ζήτημα, καλούμαστε να διερωτηθούμε για μία ακόμη φορά για το περιεχόμενο της μετάβασης των κοινωνιών του δημοτικού τραγουδιού4 στη νεωτερικότητα που σηματοδότησε η είσοδος στο κράτος έθνος. Δεν υπαινισσόμεθα οτιδήποτε για την αναγκαιότητα της εθνικής παλιγγενεσίας αλλά για το καταληκτικό της περιεχόμενο: διότι, αν μη τι άλλο, ο ουσιαστικός «εκδεσποτισμός» της ελληνικής κοινωνίας έγινε στο βάθος του ελληνικού κράτους, όχι πριν. Η είσοδος αυτή συνδυάσθηκε με μία απόλυτη απόρριψη και περαιτέρω απαξίωση του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κεκτημένου. Το δίλημμα, όπως τέθηκε, αφορούσε όχι στη μετακένωση του ανθρωποκεντρικού κεκτημένου του ελληνικού κοσμοσυστήματος στο κράτος έθνος, αλλά στη συνολική μετάβαση στο πρότυπο του ημι-δεσποτικού εθνικού κράτους που διακινούσε η εξερχόμενη από τη φεουδαρχία Ευρώπη.

Σε κάθε περίπτωση, ο δημοτικός στοχασμός συνομολογεί ότι οι ελληνικές κοινωνίες όχι μόνον βίωσαν αδιάπτωτα στη μακρά διάρκεια το ανθρωποκεντρικό τους κεκτημένο, στο κοσμοσυστημικό περιβάλλον της μικρής κλίμακας της πόλης, αλλά και μια εσωτερική συνεκτική ολοκλήρωση και δυναμική που έκανε το πολιτισμικό τους κεκτημένο απρόσβλητο στην ασφυκτική παρουσία των πολυσήμαντων δεσποτικών φύλων που τις περιέβαλλαν.


Σημειωσεις

  1. Ορισμένες εξαιρέσεις στο ζήτημα αυτό, που αντλούνται ιδίως από τα θρησκευτικά τραγούδια, επιβεβαιώνουν όντως τον κανόνα. Τέτοιο είναι το γιαννιώτικο τραγούδι του Λαζάρου (Αραβαντινού, σελ. 129-130): «Εψές είδα στον ύπνο μου….τον άγγελον εφύλευα και τον Χριστό κερνούσα, και την κυρά την Παναγιά θερμοπαρακαλούσα, να μου χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου, να μπω να ιδώ ποιος είν’ εκεί, τ’ είναι και τι δεν είναι. Ηύρα τους πλούσους κείτονταν στην πίσσα, στο σκοτάδι, είδα και τη φτωχολογιά στον ήλιο, στο προσήλιο, κι είδα και πλούσιον άρχοντα να σκούζει, να φωνάζει και να γυρεύει μια σταλιά νερό σαν διακονιάρης». Βλέπε σχετικά, Γ. Κοντογιώργη, Η ελλαδική λαϊκή ιδεολογία, σελ. 22 επ.
  2. Ιδίως σε ό,τι αφορά την πρόσληψη και τη συγκρότηση του θρησκευτικού γεγονότος, εν οις και της κοινωνίας του θείου ή της θέσης της εκκλησίας, δηλαδή του ιερατείου στις εγκόσμιες κοινωνίες. Βλέπε σχετικά, τη μελέτη μας, «Religion et politique dans dans le monde hellène. Le paradigme grec et les églises ‘occidentales’ et ‘slaves’», Revue de science politique, Paris Sud, 17/2002, σελ. 81-97. Επίσης, Πηνελόπης Τσουτσουμέλα, «Εκκλησία και νεωτερικός νεοσυντηρητισμός», Αντί, 837/25.2.2005.
  3. Για το μείζον αυτό ζήτημα, παραπέμπουμε σε άλλα έργα μας, Νεοτερικότητα και πρόοδος, Αθήνα, Κάκτος, 2001, «La Grèce moderne. Un paradigme national issu du cosmosystème hellénique», Paris Sud, 18/2003, σελ. 5-8, 113-130. Για τις χρήσεις του δημοτικού τραγουδιού στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους, βλέπε τη μελέτη μας, Η «λαϊκή» ιδεολογία στο δημοτικό τραγούδι. Η προβληματική της δημοτικής κοινωνικής και πολιτικής σκέψης, Θεσσαλονίκη, 1985.
  4. Κρίνουμε αναγκαία την υπενθύμιση ότι το πραγματολογικό υλικό στο οποίο αποτυπώνεται η ιδεολογία του δημοτικού στοχασμού είναι διάχυτo στο σύνολο του ελληνισμού, όπως προκύπτει από τα δείγματα του δημοτικού τραγουδιού που έχουν καταγραφεί: από το Ιόνιο και την Ιταλία έως τον Πόντο και την Κύπρο. Συμμέτοχες σ’ αυτόν είναι και οι κοινωνίες που συστεγάζονται στο πολιτισμικό του πλέγμα.
, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *