Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ: OI ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ

Γράφει ο Δημήτρης Μιχαλόπουλος 


Το παρακάτω άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο β΄ τεύχος του περιοδικού “Νέα Πολιτική”

 

Αντίθετα με ό,τι ακόμη και τώρα παραμένει πιστευτό, το κομβικό σημείο της συνθήκης της Λωζάννης δεν ήταν ούτε η ρύθμιση του ζητήματος των  ελληνοτουρκικών συνόρων ούτε, βέβαια, η ανταλλαγή των πληθυσμών. Ο διακανονισμός και των δύο αυτών ζητημάτων, πράγματι, ανάγεται σε χρονική περίοδο πολύ πρωτύτερη όχι μόνο από τη σύρραξη των ετών 1919-1922 στην οποία δραματικώς αποδύθηκε η χώρα μας αλλά ακόμα και από τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Η ανταλλαγή των πληθυσμών, συγκεκριμένα, είχε προαποφασιστεί ήδη κατά τις αρχές του Α΄ Παγκόσμιου πόλεμου. Αυτό ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος το είχε κατηγορηματικώς ανακοινώσει στον φίλο του TakeIonescu,  Ρουμάνο πολιτικό και ομοϊδεάτη του: Παρακαλώ ν’ανακοινώσετε τω κ. Ιωνέσκω,τηλεγράφησε ο πρώτος στην ελληνική πρεσβεία στο Βουκουρέστι περί τα τέλη του 1914, …ότι συμφωνώ μετ’αυτού ότι επικράτησις των Γερμανικών δυνάμεων θα ήτο ολεθρία δια την ελευθερίαν γενικώς της Ευρώπης και δια την ανεξαρτησίαν ειδικώς των μικρών κρατών. Νομίζω δια τούτο ότι πάντες έχομεν καθήκον  να συντελέσωμεν εις την επικράτησιν της Τριπλής Συνεννοήσεως [= Entente], και η Ελλάς είναι ετοίμη να συμπράξη μετά των δυνάμεων τούτων εάν και η Βουλγαρία επείθετο να βαδίση μεθ’ημών ή τουλάχιστον εξησφαλίζετο εντελώς η ουδετερότης αυτής. Δεν αντιτιθέμεθα δια τούτο κατά ενδεχομένης αυξήσεως της Βουλγαρίας είτε εν Θράκη εις βάρος της Τουρκίας είτε εν Μακεδονία δια παραχωρήσεων εκ μέρους της Σερβίας εις ας αύτη ήθελε στέρξει μετά την μεγέθυνσίν της προς άλλην κατεύθυνσιν. Ούτε κατά παραχωρήσεων εκ μέρους της Ρουμανίας εις ας αύτη φαίνεται τελευταίον διατεθειμένη αντιτασσόμεθα… Εν πάση περιπτώσει [όμως] η Ελλάς ουδέν δύναται να παραχωρήση εκ του εδάφους της εις την Βουλγαρίαν. Η Ελλάς, εάν επρόκειτο να παραχωρήση, θα έπρεπε είτε να παραχωρήση ελληνικωτάτους πληθυσμούς… είτε να εκθέση την ασφάλειαν των συνόρων της προς την Θεσσαλονίκην. Ουδέτερον τούτων δύναται να πράξη λαμβανομένου μάλιστα υπ΄όψιν ότι αξία λόγου αύξησις αυτής προς άλλας διευθύνσεις δεν είναι δυνατή ένεκα της διασποράς των εν Τουρκία ζώντων Ελλήνων. Ο εθνικός όγκος των εν τω κόσμω Βουλγάρων είναι μικρότερος των 5.000.000 ψυχών. Ο Ελληνικός εθνικός όγκος είναι μεγαλύτερος κατά 70%. Δια τον μείζονα τούτον εθνικόν όγκον, όστις μοιραίως είναι προωρισμένος να συγκεντρωθή εντός των ορίων του ελευθέρου Βασιλείου, αξιούμεν έδαφος το οποίον [να] μη είναι μικρότερον του Βουλγαρικού. Δύναταί τις να μας θεωρήση απαιτητικούς δια τούτο;[1] 

          Ταχεία, έστω, ανάγνωση του ανωτέρω εγγράφου οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα: 1) Η εκρίζωση των ελληνικών ή, μάλλον, ελληνοορθόδοξων πληθυσμών της Μικράς Ασίας ήτανε αποφασισμένη πολύ πριν από την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης. 2) Η επέκταση της βουλγαρικής κυριαρχίας προς την κατεύθυνση της ανατολικής Θράκης έμελλε να εξαρτηθεί από τη στάση την οποία η Βουλγαρία θα τηρούσε κατά τον Μεγάλο Πόλεμο των ετών 1914-1918.  Θα φανεί αμέσως τώρα το πώς τηρήθηκαν και τα δύο αυτάπροαγγελθέντα.
  

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε, λίγο μετά το, κατά μήνα Νοέμβριο του 1918, τέλος των εχθροπραξιών,  στους νικητές Συμμάχους το Ελληνικό Γραφείο Πληροφόρησης του Εξωτερικού (GreekBureau of Foreign Information), η αριθμητική δύναμη των πληθυσμών που, στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μπορούσαν να θεωρηθούν ελληνικοί είχε ως εξής:[2]
1.   Στο βιλαέτι της Αδριανούπολης: 366.363.
2.   Στο βιλαέτι της Κωνσταντινούπολης (όπου συμπεριλαμβανόταν το σαντζάκι της Τσατάλτζας) :  364.459.
3.   Στο βιλαέτι της Προύσας: 278.421.
4.   Στο βιλαέτι του Αϊδινίου (όπου περιλαμβανόταν η Σμύρνη και η περιοχή της): 622.810.
5.   Στο βιλαέτι του Ικονίου: 87.021.
6.   Στο βιλαέτι της Άγκυρας: 45.873.
7.   Στο βιλαέτι του Σιβάς: 99.376.
8.   Στο βιλαέτι της Κασταμονής: 24.919.
9.   Στο βιλαέτι της Τραπεζούντας:353.533.
10.     Στο βιλαέτι των Αδάνων: 70.000.
11.     Στο ανεξάρτητο σαντζάκι του Ισμίτ (Νικομήδειας): 73.134.
12.     Στη Μπίγκα (Πηγές), πάνω στα Δαρδανέλλια : 32.830.
13.     Στα Δωδεκάνησα (εκτός από το Καστελλόριζο) : 102.727.
14.     Στην Ίμβρο, την Τένεδο και το Καστελλόριζο: 21.873.
Σύνολο: 2.543.343 ψυχές.
          Ο Βενιζέλος, κατά συνέπεια, ήξερε πολύ καλά τι έλεγε στον Ionescu στα τέλη του 1914: Η «λύτρωση» όλων αυτών των «αλύτρωτων» περιοχών θα σήμαινε τον , ουσιαστικώς,  πλήρη διαμελισμό της Μικράς Ασίας, δηλαδή της ίδιας της κοιτίδας του Τουρκικού Λαού. Αυτό –όπως ευχερώς θα μπορούσε να προβλέψει κανείς-δεν ήταν δυνατόν να συμβεί. Γιατί λοιπόν ο Βενιζέλος αποδύθηκε στη Μικρασιατική Περιπέτεια;
          Η απάντηση δεν είναι πια δυσχερής:
1) Στις αρχές του 20ού αιώνα η μεν Θεσσαλονίκη ήτανε πόλη μάλλον ιουδαϊκή,[3] ενώ η Σμύρνη ελληνική. Η κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πόλεμου –και σε βάρος της Βορείου Ηπείρου- απελευθέρωση της μακεδονικής πρωτεύουσας από την οθωμανική κυριαρχία και η συνακόλουθη προσάρτησή της στην Ελλάδα[4] επέφερε τη δημιουργία του Ζητήματος της Θεσσαλονίκης, που τελικώς εξελίχθηκε σε μία από τις βασικές αιτίες του Εθνικού Διχασμού.[5] Εάν λοιπόν η Σμύρνη περιερχόταν στην ελληνική κυριαρχία, τότε τα τραύματα που είχε αφήσει αυτός ο τελευταίος στον Ελληνικό Λαό (ιδίως κατά τα έτη 1917-1920) θα μπορούσανε να επουλωθούν.
2) Στην ευρύτερη περιοχή της Mέσης (= Εγγύς) Ανατολής, η Μεγάλη Βρεταννία είχε «λίγο στρατό» αλλά «μεγάλα συμφέροντα», επισήμανε, μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου πόλεμου, ο ίδιος οWinston S. Churchill.[6] Οι λέξεις, βέβαια, «μεγάλα συμφέροντα» σήμαιναν, στην πραγματικότητα, ένα και μόνο: το πετρέλαιο, από το οποίο ήτανε, ήδη από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, εξαρτημένο το περίφημο Royal Navy (=[Αγγλικό] Βασιλικό Ναυτικό), η ισχυρή ύπαρξη του οποίου αποτελούσε προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την επιβίωση της Αυτοκρατορίας του Ηνωμένου Βασιλείου.[7] Και βέβαια το όλο ζήτημα εστιαζόταν στην περιφέρεια της Μοσούλης, στο βόρειο τμήμα του Ιράκ, τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της οποίας είναι ιδιαιτέρως σημαντικά.[8] Ακριβώς την περιοχή αυτήν όμως επιμόνως διεκδικούσε η Τουρκία, δεδομένου ότι δεν είχε καταληφθεί από τους Άγγλους κατά την εποχή της σύναψης της ανακωχής του Μούδρου, ενώ, αντίθετα, το Ηνωμένο Βασίλειο επιδίωκε την επιδίκασή της στο υπό βρεταννική προστασία βασίλειο του Ιράκ. Η εν προκειμένω  τακτική, άλλωστε,των Βρεταννών ιθυνόντων ήταν σαφέστατη: The only way in which we can exert influence in the Middle East and safeguard our enormous…interest thereis by dividing up the local powers, τόνιζε και πάλι ο Churchill στα τέλη του 1920.[9] (= Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να ασκήσουμε επιρροή στη Μέση [= Εγγύς] Ανατολής και να διαφυλάξουμε [= υπερασπίσουμε] τα εκεί τεράστια συμφέροντά μας είναι η διαίρεση των τοπικών δυνάμεων.) Σε αυτές τις φράσεις εξάλλου βρίσκεται το κλειδί του μεγάλου Ελληνικού Δράματος των ετών 1919-1922.
 

Την απόφαση για τη μεταβίβαση στην Ελλάδα της διοίκησης του βιλαετίου του Αϊδινίου, όπως λεγόταν τότε η ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, τυπικώς την προκάλεσε, ήδη στις 30 Απριλίου 1919, ο τότε πρωθυπουργός της Γαλλίας Georges Clemenceau.[10] Και τούτο, διότι είχε ανησυχήσει λόγω των «κινήσεων των Ιταλών», που, όπως φαίνεται, δρούσαν με σκοπό την υπαγωγή του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας στον δικό τους έλεγχο. Τη Μικρά Ασία όμως την ήθελαν οι Γάλλοι. Οι Βρεταννοί, αντίθετα, είχαν εξαρχής δηλώσει πως ενδιαφέρονταν μόνο για την «Παλαιστίνη και τη Μεσοποταμία», ενώ στους Ιταλούς είχε αρχικώς  δοθεί μία –μάλλον απρόθυμη- συγκατάθεση για τον έλεγχο του Καυκάσου.[11] Επειδή όμως στην όλη περιοχή αυτού του τελευταίου υπάρχουν πετρελαιοπηγές, οι Ιταλοί έσπευσαν –λόγω των έμμεσων αλλά ισχυρότατων αντιδράσεων στους κόλπους των νικητών του Μεγάλου Πολέμου συμμάχων-  να παραιτηθούν από την πρώτη τους διεκδίκηση, απαιτώντας όμως, τώρα πια, το μεγαλύτερο κομμάτι της  Μικράς Ασίας[12] – και μάλιστα εκτάσεις παραθαλάσσιες.Ούτως εχόντων των πραγμάτων λοιπόν, και ειδικώς όσον αφορά τη γαλλοϊταλική σύγκρουση για το «τομάρι της [μικρασιατικής] αρκούδας», είναι απίθανο να μη είχε ο Clemenceau τη βρεταννική συμπαράσταση: Τα μόνα οπωσδήποτε φιλικά  λιμάνια που διέθετε το Royal Navy στη Μεσόγειο ήτανε τα γαλλικά. Τι θα γινόταν όμως, εάν η Ιταλία, που ήδη κατείχε τα Δωδεκάνησα, ορθωνόταν ως αντίπαλος του Ηνωμένου Βασιλείου;[13] Έτσι, στις 6 Μαΐου 1919 πάρθηκε η απόφαση να καταληφθεί η Σμύρνη από ελληνικές δυνάμεις.[14]
Και τότε ο Βενιζέλος έκανε ένα κολοσσιαίας σημασίας σφάλμα, για το οποίο –περιέργως κατά μία άποψη ή δήθεν περιέργως σύμφωνα με άλλη- ποτέ του δεν κατηγορήθηκε ούτε, βέβαια, τιμωρήθηκε. Στην ημερήσια, πράγματι, διαταγή που, το πρωί της 2ας Μαΐου εξέδωσε προς τον «Στρατό Κατοχής» που έμελλε να αποβιβαστεί στη μικρασιατική μεγαλούπολη διευκρίνιζε τα ακόλουθα: Απεφασίσθη υπό των Μεγάλων Δυνάμεων η δια του ελληνικού Στρατού κατάληψις της Σμύρνης και η εξασφάλισις της τάξεως εκεί… Η συνδιάσκεψις δεν απεφάσισεν ακόμη οριστικώς επί των εθνικών μας διεκδικήσεων, αλλ’η τιμή την οποίαν μας κάμνει, να μας εμπιστευθή την εξασφάλισιν της τάξεως εις την μητέρα της Ιωνίας, αποδεικνύει ποίαν προς ημάς έχει εμπιστοσύνην… Όμως, είναι ανάγκη να δείξετε δια της συμπεριφοράς σας και προς το Τουρκικόν, το Εβραϊκόν, το Αρμενικόν στοιχείον, καθώς και προς τας διαφόρους Ευρωπαϊκάς παροικίας ότι ο Ελληνικός Στρατός όχι μόνον δεν υστερεί κατά την γενναιότητα… και την ευγένειαν της ψυχής, αλλ΄ότι συγχρόνως διεκδικεί ότι [=να] ευρίσκεται εις την πρώτην γραμμήν του πολιτισμού. [15]
Εν ολίγοις, ήταν ο Βενιζέλος σίγουρος πως ο Ελληνικός Στρατός θα φαινόταν άξιος της εμπιστοσύνης των Συμμάχων καθώς και ότι θα έκανε (ο Ελληνικός Στρατός) ό,τι έπρεπε, για να αποδείξει πως σταθερώς «βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του πολιτισμού». Αυτός ο ίδιος όμως, ο Βενιζέλος, έκανε ό,τι μπορούσε εκείνες τις κρίσιμες στιγμές, ώστε να επιτευχθεί ακριβώς το αντίθετο. Στα διάγγελμα, πράγματι, που σχεδόν ταυτόχρονα απεύθυνε στον ελληνικό πληθυσμό της «μητέρας της Ιωνίας» τόνιζε τα εξής εκπληκτικά: Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη την Σμύρνην, ίνα διασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αύτη ελήφθη, διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριον είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος. Διατελέσας μέχρι των Βαλκανικών πολέμων υπόδουλος υπό τον αυτόν ζυγόν, εννοώ καλώς ποία αισθήματα χαράς θα πλημμυρίσωσι σήμερον τας ψυχάς των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Την εκδήλωσιν των αισθημάτων τούτων δεν εννοώ να παρεμποδίσω[16]
Τίποτα δεν είχε «αποφασιστεί». Και φυσικά δεν εννοούσε να παρεμποδίσει την εκδήλωσιν των αισθημάτων τούτων, διότι στην Κρήτη είχε διαπράξει ακόμη και  δικαστικό έγκλημα, προκειμένου –μεταξύ άλλων- το οθωμανικό στοιχείο σταθερώς να περιβάλλει με την «εύνοιά του» το δικό του πρόσωπο.[17] Και όπως λογικά θα μπορούσε να αναμένει κανείς, η εν λόγω «μη παρεμπόδιση αισθημάτων » επέφερε τρομερές ταραχές στη Σμύρνη ακριβώς την ημέρα της εκεί αποβίβασης του ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος – με εκατοντάδες νεκρούς. Η συμμαχική αρχή που, σχεδόν αμέσως, ανέλαβε να κάνει τις αναγκαίες έρευνες, ταχύτατα καταλόγισε το σύνολο των ευθυνών στην ελληνική πλευρά.[18] Ήτανε όμως αργά πια: Εφόσον το «πλήρωμα του χρόνου είχε έλθει», ενεργώντας αυτοβούλως οι Έλληνες, επεξέτειναν τη ζώνη της κατοχής τους, υπό το πρόσχημα της παρεμπόδισης της  «εξάπλωσης των Ιταλών». Και με  την ευκαιρία αυτήν άρχισαν να επιδίδονται σε σφαγές Μουσουλμάνων στις γύρω περιοχές.[19] Οι Βρεταννοί χρειάστηκε, τότε, να επέμβουνε, ώστε να ξαναμαζευτούν οι Έλληνες στη Σμύρνη ενώ, φυσικά, οι Τούρκοι, μόλις ξανάπαιρναν τις περιοχές που είχε εκκενώσει ο Ελληνικός Στρατός, άρχιζαν, με τη σειρά τους, σφαγές του χριστιανικού στοιχείου.[20] Έτσι άρχισε και φούντωσε η ελληνοτουρκική σύρραξη στη Μικρά Ασία. Χωρίς, πράγματι, τις ταραχές στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919 είναι αμφίβολο το κατά πόσον ο Μουσταφά Κεμάλ θα ήτανε σε θέση να κινητοποιήσει τους –πολύ κουρασμένους πια από τους συνεχείς πολέμους (από το 1912 και μετά) Τούρκους της Ανατολίας σε πανστρατιά κατά των Ελλήνων…[21]
Η κατά τον Δεκέμβριο του 1920 επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ελλάδα προσέφερε στους Βρεταννούς ιθύνοντες το πρόσχημα που επιζητούσαν, ώστε η μέχρι τότε διακριτική και λανθάνουσα προστασία με την οποία περιέβαλλαν τον Κεμάλ και το κίνημά του,[22] να μεταβληθεί σε ανοικτή και απροσχημάτιστη: It would appearthereforethat we should initiate and pursue steadily andconsistently a policy of friendship with Turkey (= Προκύπτει, κατά συνέπεια, ότι εμείς [= οι Βρεταννοί] πρέπει να εγκαινιάσουμε και, με σταθερότητα και συνέπεια, να ακολουθήσουμε  πολιτική φιλίας με την [εθνικιστική]Τουρκία.) Αυτά τόνιζε ο ίδιος ο Winston S. Churchill σε υπόμνημα που συνέταξε τον Δεκέμβριο του 1920, λίγο μετά την επιστροφή του βασιλιά των Ελλήνων Κωνσταντίνου στην Αθήνα.[23] Εξυπακούεται ότι ποτέ δεν εξηγήθηκε γενικώς σε κανένα και, πολύ περισσότερο, στον Ελληνικό Λαό  τι σημασία είχε, κατά τα τέλη του 1920, το εάν ο Κωνσταντίνος ήτανε πραγματικά γερμανόφιλος την περίοδο 1915-1918, εφόσον ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος είχε πια λήξει, η Γερμανία ηττηθεί και η Συνθήκη των Βερσαλλιών προ πολλού υπογραφεί.  Όπως και να είναι, πάντως, το θέμα πια καθαρά ήτανε για τους Βρεταννούς «να τα βρουν» με τους Τούρκους εθνικιστές, προτού συντριπτικώς να ηττηθεί ο Ελληνικός Στρατός στη Μικρά Ασία – έτσι ώστε αυτοί να έχουνε μέσο πίεσής τους σε βάρος των Κεμαλικών.[24] Η ήττα του Ελληνικού Στρατού, άλλωστε, αναμενόταν ήδη από τον Φεβρουάριο του 1921.[25]
Τα υπόλοιπα είναι πολύ γνωστά στο ελληνικό κοινό, ώστε να επαναληφθεί εδώ η εξιστόρησή τους. Εκείνα, βέβαια, που παραμένουν  άγνωστα είναι το ζήτημα της Ανατολικής Θράκης και εκείνο της Κωνσταντινούπολης. Την πρώτη την είχε καταλάβει, ως γνωστόν, το 1920 ο Ελληνικός Στρατός, καταπνίγοντας το εκεί εθνικιστικό κίνημα του στρατηγού Cafer Tayyar. Οι Έλληνες πιστεύανε πως αυτό το κομμάτι της Θράκης θα παρέμενε δικό τους – ανεξάρτητα από την πορεία των επιχειρήσεων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Επειδή όμως οι Βρεταννοί είχανε την άποψη ότι οι Τούρκοι εθνικιστές ήταν περίπου σαν τους Ιρλανδούς, μόλις δηλαδή τους παραχωρούνταν κάτι, αμέσως μετά ζητούσαν περισσότερα,[26] αφότου οι Κεμαλικοί μπήκανε στη Σμύρνη, οι Βρεταννοί, με την ολόθερμη σύμπραξη των Γάλλων, εξήγησαν στους Τούρκους εθνικιστές ότι η Ανατολική Θράκη θα τους παραδινόταν, εφόσον έστεργαν στη σύναψη ανακωχής.[27]
Ευεξήγητη παραμένει  η στάση αυτή των Συμμάχων μας: Εφόσον,  οι Κεμαλικοί είχανε φτάσει στις «ακτές της Μεσογείου», δεν ήταν δυνατόν παρά να τους δοθεί και το ανατολικό τμήμα της Θράκης.[28] Αυτό το κομμάτι, πράγματι, της Χερσονήσου του Αίμου οι Τούρκοι το είχανε καταλάβει, προτού να πάρουνε την Κωνσταντινούπολη και, επιπλέον, εκεί είχανε ‘στήσει’ τη δεύτερη, μετά την Προύσα, πρωτεύουσά τους, δηλαδή την Αδριανούπολη. Σαφές ήτανε προ πολλού, άλλωστε, ότι το δυτικό κομμάτι της Θράκης θα παρέμενε ελληνικό:[29] Οι νικητές του Α΄ Παγκόσμιου πόλεμου Σύμμαχοι δεν είχανε –λόγω της δημοτικότητας με την οποία ο Βουλγαρικός Λαός περιέβαλλε τη Ρωσία- εμπιστοσύνη στο Βουλγαρία, ιδίως μετά την επιτυχή επανάσταση των Μπολσεβίκων στην Πετρούπολη, το φθινόπωρο του 1917.
Με την Κωνσταντινούπολη τα πράγματα εξελίχθηκαν πάνω στο ίδιο ακριβώς σχήμα: Οι Βρεταννοί κράτησαν υπό την κατοχή τους την οθωμανική πρωτεύουσα, ώστε να είναι σε θέση να πειθαναγκάσουνε τον Κεμάλ να δεχτεί τις αξιώσεις τους όσον αφορά τη Μεσοποταμία και την Παλαιστίνη.[30] Αυτό και έγινε: Μόλις οι ιθύνοντες της Εθνικιστικής Τουρκίας δέχτηκαν να πάρουνε μέρος στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης, όπου η επίλυση όλων σχεδόν των ζητημάτων ήτανε ούτως ή άλλως προειλημμένη,[31] δρομολογήθηκε και παράδοση της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους εθνικιστές… Η Βασιλεύουσα παραδόθηκε, ως γνωστόν, στους Τούρκους στις αρχές Οκτωβρίου του 1923. Δυο χρόνια αργότερα, το 1925, η περιοχή της Μοσούλης επιδικάστηκε από την Κοινωνία των Εθνών στο υπό ισχυρή βρεταννική επιρροή βασίλειο του Ιράκ.

Η απώλεια των πετρελαιοπηγών της Μοσούλης καταδίκασε την Τουρκική Δημοκρατία σε πολύ μεγάλη φτώχεια: Το 1928 η Τουρκία είχε το μεγαλύτερο ποσοστό θνησιμότητας στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης παρουσίαζε μείωση 1%  ετησίως.[32] Βέβαια –και αντιθέτως προς ό,τι γενικά πιστεύεται- οι Τούρκοι ιδιαιτέρως τιμούν τους ήρωές τους. Να γιατί ακόμη και σήμερα η λατρεία της προσωπικότητας του Κεμάλ Ατατούρκ έχει διαστάσεις περίπου θρησκευτικές. Θα είναι λάθος όμως να νομίσει κανείς ότι από τη μνήμη του Τουρκικού Λαού έχει εξαλειφθεί η πραγματική αιτία του δράματος των ετών 1919-1922 καθώς και των όσων επακολούθησαν.
          Σε κραυγαλέα, πράγματι, αντίθεση με τους Έλληνες, οι Τούρκοι δεν φαίνεται να έχουνε ‘κοντή μνήμη’.


[1] Ιστορικό Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου (Αθήνα: Ίδρυμα Ιστορίας του Ελευθερίου Βενιζέλου και της αντίστοιχης Εθνικής Περιόδου), Ι/35/1. Το έγγραφο έχει δημοσιευθεί in toto στο έργο του Dimitris Michalopoulos, Attitudes parallèles. Éleuthérios Vénisélos et Take Ionescu dans la Grande Guerre (Institut de recherches sur Éleuthérios Vénisélos et son époque, 20083), σσ. 35-36.[2] Parliamentary Archives (Λονδίνο [στο εξής: PA]), LG/F/206/1.[3]Απομνημονεύματα Περικλέους Αλ. Αργυροπούλου (Αθήνα, 1970), σ. 107.[4] Βλ. σχετικώς την εισαγωγή «Ποιος μπήκε πρώτος στη Θεσσαλονίκη;» στο έργο: Γεωργίου Τσόντου-Βάρδα, Η βενιζελική τυραννία. Ημερολόγιο, 1917-1920 (Αθήνα: Πετσίβας, 2006), σσ. ιγ΄-λ΄.[5]Αυτόθι, σσ. λ΄-με΄.[6] PA, LG/F/206/4/24.[7] Winston S. Churchill, The World Crisis, 1911-1918, I (Λονδίνο: Odhams Press, ά.έ.), σσ. 100-101.[8] Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών (Αθήνα [στο εξής: ΑΥΕ]), Α/5/Ι, «Το ζήτημα της Μοσούλης». (Σημείωμα του υπολοχαγού Ε. Στασινόπουλου, Κωνσταντινούπολη, 26 Αυγούστου 1925.)[9] PA, LG/F/206/4/24.[10] PA, LG/F/206/4/2.[11] PA, LG/F/206/1.[12] PA, LG/F/206/2.[13] Πρβλ. PA, BBK/G/5/1 (σ. 209).[14] PA, LG/F/206/4/2.[15]Ελευθερίου Βενιζέλου τα Κείμενα. Επιμέλεια Σ. Ι. Στεφάνου, τόμ. Β΄ (Αθήνα, 1981), σ. 582. 

[16] Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 1828-1964, τόμ. Δ΄ (Αθήνα : Πάπυρος, 1968), σσ. 286-287.  (Αξίζει εν προκειμένω να τονιστεί ότι το κείμενο αυτό δεν περιλαμβάνεται στο έργο που αναφέρεται στη σημ. 15.)[17] Γιάννη Μανωλικάκη, Ελευθέριος Βενιζέλος. Η άγνωστη ζωή του (Αθήνα: Γνώση, 1985), σσ. 102-105. Επίσης: Α. Lilly Macrakis, “Venizelos’ Early Life and Political Career in Crete, 1864-1910”, Eleftherios Venizelos. The Trials of Statesmanship. Edited by Paschalis M. Kitromilides(Edinburgh University Press, 2006), σ. 48.[18] PA, LG/F/206/ 4/ 5.[19]Αυτόθι.[20]Αυτόθι.[21] Βλ. κυρίως Halidé Edib, The Turkish Ordeal (Λονδίνο: John Murray, 1928), σ. 22 επ.  passim.[22] Πρβλ. Έφης Αλλαμανή και Κρίστας Παναγιωτοπούλου, «Απαρχές και ανάπτυξη του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΕ΄ (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1978), σ. 126.[23] PA, LG/F/206/ 4/ 24.[24]Αυτόθι.[25] PA, LG/F/206/5.[26] PA, LG/F/206/5.[27]Documents on British Foreign Policy, 1919-1939. First series, τόμ. ΧVIII (Her Majesty’s Stationery Office, 1972), έγγρ. 73, σ. 114 και έγγρ. 119, σ. 186.[28] PA, LG/F/206/5.[29]  PA, LG/F/206/4/17.[30] PA, LG/F/206/5.[31] Πρβλ. Documents on British Foreign Policy, 1919-1939. First series, τόμ. ΧVIII, έγγρ. 193, σ. 273.[32] ΑΥΕ, 1928, 65.2, το γενικό προξενείο της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη προς το υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 597, Κωνσταντινούπολη, 15 Μαΐου 1928.

theodotus.blogspot.com

, , , ,

1 thought on “Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ: OI ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ

  1. Η αθέατη πλευρά που αναφέρεται στο ότι τίποτα δεν είχε αποφασιστεί,είναι γνωστή,τουλάχιστο στους παλιούς που παρακολουθούν τη συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας.Και η Ελλάδα με τις πρώτες συνθήκες του 1829-30,δεν ήταν ανεξάρτητο βασίλειο,αλλά φόρου υποτελές,κι ούτε είχε τα σύνορα που όλοι πιά γνωρίζουμε(γραμμή Αμβρακικού-Σπερχειού,αλλά γραμμή Σπερχειού-Αχελώου),αλλά ο Καποδίστριας δεν απέρριψε,ούτε τη μία ούτε την άλλη,παρά τις θεώρησε σα βάσεις γιά να οργανώσει τη δική του δημιουργική αντεπίθεση στη συνέχεια,όταν και τελικά κέρδισε αυτά που διαπραγματευόταν.Δηλαδή δεν έβλεπε το ποτήρι άδειο,ούτε μισοάδειο,αλλά μισογεμάτο,κι εκείνος αγωνίστηκε και το γέμισε.Πολύ αργότερα στο γύρισμα του αιώνα το 1897,όταν η Κρήτη έγινε αυτόνομο κράτος,κανείς δεν είπε τα θέλουμε όλα,και πάλι το ποτήρι βλεπόταν ως μισογεμάτο,γι’αυτό κι έστειλαν τον πρίγκιπα Γεώργιο εκεί,ως διοικητή.Ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας της οικοδομής που χτιζόταν με υπομονή κι επιμονή.Ο 20ός ήταν ο αιώνας της έπαρσης και της ανυπομονησίας.Έτσι,χωρίς να πετιέται αυτού του είδους η πολιτική του 19ου αιώνα,ο Βενιζέλος αποδείχτηκε τολμηρός παίχτης,αφού άφησε τη σίγουρη προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου,που θα την έπαιρνε σίγουρα και προτίμησε την πιό δύσκολη οδό,που ήταν η πορεία στη Μικρασία. Σ’αυτή την κατεύθυνση,του παρουσιάστηκε,όπως γράφετε,μία σπάνια ευκαιρία,που προήλθε από τον ανταγωνισμό των μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή.Να την άφηνε ανεκμετάλλευτη;Μην κρίνουμε λοιπόν με την άνεση που μας παρέχει η χρονική απόσταση,αλλά να βλέπουμε τα γεγονότα στην εποχή τους.Κι ευχαριστώ που το θέτετε έτσι,γιατί και η ίδια η ναυμαχία του Ναυαρίνου,αν δεν κάνω λάθος,ήταν προϊόν ανταγωνισμού των τριών μεγάλων ναυτικών δυνάμεων εκείνη την εποχή κι ενός μυστικού πρωτοκόλλου του Στράτφορντ Κάνιγκ.Δηλαδή,κατά τη γνώμη σας,δεν έπρεπε με τον ίδιο τρόπο που το θέτετε γιά τον Ελ.Βενιζέλο,να ενεργήσουν από κοινού και με τα πλοία τους τότε οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις ενάντια στον Ιμπραήμ;Και με ποιό αποτέλεσμα;
    Η ιστορία,δε φτιάχνεται με τα αν.Δημιουργείται στο πεδίο της ζωής κι όχι στο επιστημονικό εργαστήριο.Επίσης,λαμβάνει υπόψη της την επιστήμη των βέλτιστων αποφάσεων και λειτουργεί με τους νόμους των πιθανοτήτων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *