Ο Έρικ με τον ματωμένο πέλεκυ – Ο τελευταίος Βίκινγκ ηγεμόνας της Νορθουμβρίας

Γιάννης Χρονόπουλος

Η μεσαιωνική βόρεια Αγγλία των μέσων του 10ου αι. βρισκόταν στη φάση μιας μακράς και επώδυνης αλλαγής, η οποία ξεκίνησε στις 16 Ιουνίου του 793 μ.Χ., την ημέρα που οι Βίκινγκ επιδρομείς λεηλάτησαν το μοναστήρι του Λίντισφαρν (Lindisfarne). Ήταν η περίοδος που ισχυροί Βίκινγκ πολέμαρχοι, κυρίως από τη Νορβηγία, επικράτησαν κυριαρχικά σε μεγάλα τμήματα της μεσαιωνικής Αγγλίας. Κατά τη διάρκεια της εποχής των Βίκινγκ η Γιόρβικ (Jorvik), που σήμερα είναι γνωστή ως Γιορκ (York), έγινε η πλέον ισχυρή Αγγλική πόλη. Ωστόσο, η μακρά της ιστορία είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής θέσης του το Γιορκ άκμασε ως οικονομικό, εμπορικό και πολιτικό κέντρο του βασιλείου της Νορθουμβρίας. Ωστόσο, οι Βίκινγκ κατακτητές δεν ήταν οι μόνοι παίχτες στην Αγγλική γεωπολιτική σκακιέρα.

Οι βασιλιάδες της νοτίου Αγγλίας, συνεχιστές του Αλφρέδου του Μεγάλου, σταδιακά, επικράτησαν των Βίκινγκ και αναγνωρίστηκαν ως οι άρχοντες της Νορθουμβρίας. Ήλπιζαν σε μία όσο το δυνατόν αναίμακτη διαδικασία ενσωμάτωσης στοιχείων των Βίκινγκ σε ένα ενωμένο βασίλειο, όμως, οι κάτοικοι της Νορθουμβρίας δεν είχαν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη: κάλεσαν έναν Σκανδιναβό βασιλιά να τους κυβερνήσει και να διατηρήσουν έτσι την ανεξαρτησία τους. Το όνομά του ήταν Έρικ Χάραλντσον (Eric Haraldsson), γνωστός επίσης ως ο Έρικ με τον ματωμένο πέλεκυ, ο οποίος έμελε να είναι ο τελευταίος Βίκινγκ βασιλιάς της μεσαιωνικής βόρειας Αγγλίας.

Η ζωή του Έρικ στη Σκανδιναβία και η Άφιξή του στη Νορθούμβρια

Πατέρας του Έρικ ήταν ο Χάραλντ Φάινχερ (Harald Finehair), ένας ισχυρός βασιλιάς, ο οποίος κυβέρνησε σχεδόν σε όλη τη Νορβηγία και μητέρα του ήταν η Ράνιλντ (Ragnild), κόρη του βασιλιά της Δανίας Έρικ της Γιουτλάνδης (Eric of Jutland). Ο θάνατος του πατέρα Χάραλντ οδήγησε σε μία άγρια μάχη εξουσίας μεταξύ των γιων του. Ο Έρικ σκότωσε δύο από τους αδελφούς του και εμφανίστηκε ως ο αδιαμφισβήτητος διάδοχος του Νορβηγικού θρόνου. Ωστόσο, η βίαιη και αδίστακτη προσωπικότητά του είχε αποθαρρύνει πολλούς γαιοκτήμονες από το να τον αποδεχτούν ως μοναδικό ηγεμόνα. Έτσι, αντ’αυτού ενθρονίστηκε ο μικρός αδελφός του, Χακάν (Hakan), και ο Έρικ πήρε το δρόμο για την εξορία, συνοδευόμενος από μία μικρή ομάδα υπηρετών, τη σύζυγό του και άλλα οικογενειακά μέλη. Η γυναίκα του ονομαζόταν Καθρόη (Cathroe) και ήταν κουμβρικής ή σκωτσέζικης προέλευσης. Μεταγενέστερες καταγραφές, όπως αυτή του έπους του Έγκιλ (Egils), αναφέρουν ότι η σύζυγός του ονομαζόταν Γκούνχιλντ (Gunnhild).

Αφού λεηλάτησε τα νησιά Orkney, τη Σκωτία και τις βόρειες αγγλικές ακτές έστρεψε το ενδιαφέρον του στη Νορθουμβρία, όπου οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες χάρη στις ακούραστες και επιδέξιες δολοπλοκίες του Αρχιεπισκόπου Γούλφσταν του Γιορκ (Wulfstan of York). Ο τελευταίος δεν υπήρξε επίσημα εκκλησιαστικός ιερουργός. Η φήμη του ως άριστου διπλωμάτη και διοικητή του στρατού όχι μόνο δεν ήταν αδικαιολόγητη, αλλά επεκτάθηκε περαιτέρω από το ότι εισέβαλε στα Αγγλο-Σαξονικά Midlands, όπου και κατοχύρωσε την κυριαρχία του. Υπήρξε μάλιστα τόσο ισχυρός που κατάφερε ακόμα και να εκθρονίσει δύο Βίκινγκ βασιλιάδες του Γιορκ κατά το 944. Το «witan», το συμβούλιο των ευγενών του Γιορκ υποστήριζε την πολιτική του για την ανεξαρτητοποίηση της Νορθουμβρίας. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι το Γιορκ υπήρξε χωνευτήρι Σαξόνων και Βίκινγκ, οι οποίοι είχαν διαμορφώσει μία πιο ανεξάρτητη φιλοσοφία, βλέποντας τους εαυτούς τους ως ξεχωριστές μονάδες σε σχέση με την αγγλο-σαξονική νότιο Αγγλία. Αυτή η ιδέα της ανεξαρτησίας αποτέλεσε πολύτιμη αξία μεταξύ των Νορθούμβριων, οι οποίοι ήταν άνα πάσα στιγμή έτοιμοι να πολεμήσουν με πάθος για την υποστήριξή της.

Τα έπη των Νορβηγών περιγράφουν τον Έρικ ως έναν ”όμορφο, μεγαλόσωμο άνδρα, δυνατό και γενναίο, σπουδαίο πολεμιστή και νικηφόρο στη μάχη, ορμητικό με διάθεση σκληρή, και ύπουλα εχθρική”. Ο Έρικ υπήρξε ένας ειδωλολάτρης πολέμαρχος και τυπικό δείγμα της νορβηγικής αριστοκρατίας.

Νόμισμα επί βασιλείας του Έρικ. Στη μία πλευρά υπάρχει η επιγραφή "ERIC REX", Βρετανικό Μουσείο

Η πρώτη ηγετική του περίοδος στο Γιορκ και η δεύτερη εξόρισή του

Η Βασιλεία του Έρικ στο Γιορκ δεν διήρκησε περισσότερο από ένα έτος (947-948). Ο Ίντριντ (Eadred), βασιλιάς της νότιας Σαξωνίας δραστηριοποιήθηκε άμεσα για να αντιμετωπίσει τον δυναμικό Βίκινγκ που εισέβαλε αποφασιστικά στα αγγλικά εδάφη. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Αγγλο-Σαξονικού Χρονικού (Anglo-Saxon Chronicle), οι Σάξονες πυρπόλησαν πόλεις και κατέσφαξαν τους αντιπάλους τους, σκορπίζοντας παντού τον τρόμο και τον θάνατο. Ωστόσο, η πυρπόληση του minster στο Ρίπον (Ripon), που ίδρυσε ο Άγιος Γουίλφριντ (St Wilfrid), εξόργισε του βόρειους, των οποίων η αποφασιστικότητα και το πείσμα για αντίσταση ενισχύθηκαν περισσότερο.

Η απάντησή τους υπήρξε άγρια. Στο Κάστλφόρντ (Castleford), οι Νορθούμβριοι με ενέδρα τους ανέκοψαν την πορεία της εμπροσθοφυλακής του Ίντριντ και αυτή η απροσδόκητη εξέλιξη προκάλεσε την οργή του τελευταίου. Μετά από έντονες διαβουλεύσεις το συμβούλιο των Νορθούμβριων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος για περαιτέρω αντίσταση. Έτσι, εγκατέλειψαν τον Έρικ και δήλωσαν πίστη στον Ίντριντ, αποδίδοντας μάλιστα τεράστια αποζημίωση για το θάνατο των νοτίων αριστοκρατών στο Κάστλφόρντ. Ο Έρικ και οι οπαδοί του οδηγήθηκαν στην εξορία για ακόμη μία φορά. Παραταύτα, στις ιστορικές πηγές δεν γίνεται καμία αναφορά σχετικά με τον αρχικό τόπο εξορίας τους. Τελικά, το 950 ο Έρικ έκανε την εμφάνισή του στα σκλαβοπάζαρα των λιμανιών της Ισπανίας και της Βόρειας Αφρικής, και συγκεκριμένα στο Γουαλδακιβίρ και την Ταγγέρη.

Η επιστροφή και ο θάνατος του Έρικ στη Νορθούμβρια

Το 949 ο Βίκινγκ κυβερνήτης του Δουβλίνου, Άναλφ Σίτρικσον (Analf Sihtricson), εισέβαλε στο Γιορκ προκαλώντας μεγάλη ανησυχία στον Ίντριντ, ο οποίος αποφάσισε να αποκαταστήσει τον ‘Ερικ στην εξουσία με αντάλλαγμα την αναγνώριση της δικής του κυριαρχίας. Τρία χρόνια αργότερα οι ακατάπαυστες συνωμοσίες του Αρχιεπισκόπου Γούλφστραν είχαν ως αποτέλεσμα τη φυλάκισή του από τον Ίντριντ στο φρούριο του Λουντανμπίρινγκ (ludanbyring), ενώ, παράλληλα, νότιοι κατάσκοποι ξόδευαν άφθονες ποσότητες χρυσού προκειμένου να σχηματίσουν μέτωπο κατά του Έρικ. Ένας συμμαχικός στρατός, αποτελούμενος από Αγγλους, Σκωτσέζους και Κούμβριους ηττήθηκε από τον Έρικ, αλλά επρόκειτο για πύρρειο νίκη, μια και οι απώλειες των Νορθούμβριων ήταν μεγάλες. Η δεύτερη περίοδος βασιλείας του Έρικ και πάλι αποδείχθηκε ότι ήταν σύντομη, ενώ δύο χρόνια αργότερα εξορίστηκε, εκ νέου, από τους Νορθούμβριους. Την ίδια χρονιά ο Έρικ σκοτώθηκε στο Στέινμορ (Stainmore).

Στην ιστορική πηγή Flores historiarum του 13ου αι. αναφέρεται:

…rex Eilricus in quadam solitudine quae ‘Steinmor’ dicitur, cum filio suo Henrico et fratre Reginaldo, proditione Osulfi comitis, a Macone consule fraudulenter interempti sunt, ac deinde in partibus illis rex Eadredus regnavit…

“Ο βασιλιάς Έρικ σκοτώθηκε με ύπουλο τρόπο από τον Μάκους (Earl [(κόμης)] Maccus, γιο του Όνλαφ (Onlaf), σε έναν απόμερο τόπο, που λέγεται Στέινμορ, με το γιο του (Χ)έρικ (Haeric) και τον αδελφό του Ράγκναλντ (Ragnald), προδομένοι από τον ‘Οσγουλφ (Earl [κόμη] Oswulf). Ετσι, ο βασιλιάς Ίντριντ κυβέρνησε στις περιοχές αυτές.”

Το Στέινμορ, το πεδίο της μάχης, βρίσκεται στο κύριο πέρασμα ανάμεσα στα βόρεια Pennines και σηματοδοτεί το σύνορο μεταξύ των μεσαιωνικών Κούμβρια και Νορθούμβρια.

Ο κόμης Όσγουλφ, υψηλόβαθμος ακόλουθος -reeve- του Βαμβούργου (Bamburgh) και πολέμαρχος της Νορθουμβρίας, υπήρξε ο ιθύνων νους της συνωμοσίας κατά του βασιλιά Έρικ. Μετά τον θάνατο του Έρικ, ο βασιλιάς Ίντριντ απένειμε τιμές στον Όσγουλφ για τις υπηρεσίες που προσέφερε προκειμένου να εξοντώσουν τον Έρικ με τον ματωμένο πέλεκυ, διορίζοντάς τον ηγεμόνα της Νορθουμβρίας, αλλά η ηγεμονία του εξακολουθούσε να υπόκειται στον εξουσιαστικό λόγο και την υπερκυριαρχία του Ίντριντ. Στις πηγές του Historia Regum αναφέρεται ότι “…Στο σημείο αυτό τελείωσε η βασιλεία των Νορθούμβριων και από τότε και στο εξής οι επαρχίες διοικούνταν από τους Εarls…”. Οι συνέπειες από τον θάνατο του Έρικ, σε πολιτικό επίπεδο, ήταν ότι η βόρεια Αγγλία ενέσκυψε τελικά υπό την κυριαρχία της δυτικής Σαξονίας.

Ο Μάκους, γιος του Όνλαφ, από τον οποίο σκοτώθηκε ο Έρικ, ενδεχομένως ήταν από τη νότια Σκωτία, όπως δηλώνει η νορβηγική-γαελική ρίζα του ονόματός του, καθώς το όνομα αυτό έφεραν άνθρωποι που ζούσαν στην περιοχή αυτή.

Eiríksmál και ο τόπος του Έρικ στα μεταγενέστερα έπη

Το Eiríksmál (“Ο Τόπος του Έρικ”), είναι ένας ανώνυμος πανηγυρικός λόγος γραμμένος στη μνήμη του θανάτου του Έρικ. Σύμφωνα με την εισαγωγή του έπους, η εντολή της συγγραφής δόθηκε από τη χήρα του, Γκούνχιλντ. Εξαιρούμενης μίας ενιαίας στροφής στην Edda, το υπόλοιπο έπος δεν σώζεται πουθενά αλλού. Το μέρος που διασώζεται αποτελείται μόνο από τις εισαγωγικές στροφές.

Στο έπος χρησιμοποιείται η μορφή ενός διαλόγου μεταξύ των δύο Σκανδιναβών Θεών, Μπράγκι και Οντίν και κάποιων νεκρών ηρώων, προκειμένου να γίνει η αφήγηση της ιστορίας του Έρικ με τον ματωμένο πέλεκυ.

Περιγράφεται λοιπόν η άφιξη του Έρικ στη Βαλχάλα (τον παράδεισο των γενναίων βόρειων πολεμιστών), συνοδευόμενος από άλλους πέντε βασιλιάδες, καθώς και η θερμή υποδοχή που του επιφύλαξε ο Οντίν. Ο βόρειος θεός με ανυπομονησία περίμενε την άφιξή του, καθώς “πολλούς τόπους […] αλικούς” και, όταν ρωτήθηκε γιατί στέρησε από τον Έρικ τη μεγάλη επίγεια δόξα, απαντά ότι “το μέλλον είναι αβέβαιο, αφού ο λύκος πάντα καραδοκεί”. Τότε, ο Έρικ χαιρετίζεται από τον ξακουστό ήρωα Σίγκμουντρ ως εξής: “Χαίρε, Έρικ (Eiríkr) […] εδώ είσαι ευπρόσδεκτος / γενναίε ήρωα, μπορείς να εισέλθεις.”

Πιθανότατα, το έπος γράφτηκε λίγο μετά το θάνατό του. Η γλώσσα είναι μία μίξη παλαιάς αγγλικής και νορβηγικής και ενδεχομένως υπάρχουν επιρροές από άλλα έπη που γράφηκαν για τους Νορβηγούς και τους Σάξονες βασιλιάδες και πολέμαρχους (π.χ. Το Hákonarmál, προς τιμήν του Χαακόν του Καλού (Haakon the Good).

Ο Έρικ, επίσης, κατέχει μία ξεχωριστή θέση στα μεταγενέστερα νορβηγικά έπη. Υπάρχουν αναφορές σχετικά μ’αυτόν στα: Heimskringla, Theodoricus, the Historia Norwegiae and Ágrip. Εδώ το πορτραίτο του συντίθεται από ιστορικά, λαογραφικά, αλλά και προπαγανδιστικά στοιχεία. Παρουσιάζεται ως δυνατός, όμορφος ισχυρός, βίαιος και αδίστακτος ήρωας Βίκινγκ, του οποίου οι επιτυχίες είναι βραχύβιες. Σχεδόν σε όλα τα έπη ο Έρικ κατηγορείται για την τυφλή του εμπιστοσύνη στις κακές συμβουλές της γυναίκας του, οι οποίες επέφεραν την τραγική του κατάληξη.

Ρομαντική απεικόνιση του Έρικ σε πίνακα του 19ου αιώνα

Παρόλα αυτά, το πιο πλούσιο σε λεπτομέρειες έπος είναι αυτό του ‘Εγκιλ, του 10ου αι., ο οποίος αφηγείται τη σύγκρουση του Έρικ με τον Έγκιλ Σκαλαγκρίμσον (Εgil Skallagrimmson), τον Ισλανδό πολεμιστή, λόγιο και ποιητή. Στο έπος του Έγκιλ κατηγορείται η σύζυγος του Έρικ, Γκούνχιλντ, η οποία τον υποκίνησε γι αυτή τη σύγκρουση, αν και η αξιοπιστία του αμφισβητείται, καθώς το έπος γράφτηκε με κυριότερο σκοπό να εγκωμιάσει τις αρετές και τις ικανότητες του Έγκιλ.

Η εχθρότητα ξεκίνησε όταν ο Έγκιλ σκότωσε τον Bárðr of Atley, έναν από τους υπηρέτες του βασιλιά Έρικ. Η Γκούνχιλντ ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση και έστειλε τους δύο αδελφούς της να δολοφονήσουν τον Έγκιλ και τον αδελφό του Þórólfr, παρόλο που ο τελευταίος υπήρξε καλός φίλος με την ίδια και το βασιλιά. Ο Έγκιλ τελικά σκότωσε τους δύο αδελφούς της Γκούνχιλντ, εξαγριώνοντάς την ακόμη περισσότερο. Έτσι, ο βασιλιάς Έρικ επικήρυξε τον Έγκιλ στη Νορβηγία και το να είναι κανείς επικηρυγμένος για τα Νορβηγικά ήθη και έθιμα τότε σήμαινε ότι οποιοσδήποτε μπορούσε να τον σκοτώσει – γινόταν ένα είδος παρία και η ζωή του ήταν συνεχώς σε κίνδυνο. Ένας Νορβηγός πολεμιστής, γνωστός ως Berg-Önundr, με τη συνοδεία άλλων ανδρών, επιτέθηκε στον Έγκιλ, αλλά τελικά σκοτώθηκαν όλοι στη μάχη. Στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τη Νορβηγία ο Έγκιλ σκότωσε τον Ραγκναλντ, το γιο του βασιλιά και στη συνέχεια καταράστηκε τους βασιλιάδες γονείς του, θέτοντας το κεφάλι ενός αλόγου σε ένα κοντάρι (níðstöng) και λέγοντας:

“…Εδώ, σ’ αυτό το σημείο τοποθετώ το κοντάρι της προσβολής κατά του βασιλιά Έρικ και της βασίλισσας Γκούνχιλντ — και έστρεψε το κεφάλι του αλόγου προς την ηπειρωτική χώρα — και κατευθύνω αυτή την κατάρα κατά των πνευμάτων που προστατεύουν αυτό τον τόπο, ώστε το καθένα από αυτά να περιπλανάται και κανείς να μη μπορεί να εντοπίσει ή να βρει τον τόπο κατοικίας τους μέχρι ο βασιλιάς Έρικ και η βασίλισα Γκούνχιλντ να φύγουν από αυτή τη χώρα. Τοποθέτησε κάθετα τον πάσσαλο προς τη μεριά του γκρεμού, με τα μάτια του αλόγου να κοιτάν στη γη και he rist runes στον πάσσαλο και φώναξε ένα ένα τα λόγια της κατάρας…” (έπος του Έγκιλ στ. 57).

Η Γκούνχιλντ και οι γιοι της, εικόνα του Christian Krohg

Τότε, η Γκούνχιλντ έκανε μάγια στον Έγκιλ, τα οποία του έφεραν έντονη ανησυχία και βαθειά θλίψη τα οποία διήρκησαν μέχρι τη στιγμή που ξανασυναντήθηκαν. Η τελευταία συνάντηση μεταξύ των δύο άσπονδων εχθρών έγινε όταν ο Έρικ και η Γκούνχιλντ ζούσαν στη Νορθούμβρια. Ο Έγκιλ ναυάγησε σε κοντινή ακτή και όταν τον φέραν ενώπιον του Έρικ εκείνος τον καταδίκασε σε θάνατο, όμως κατά τη διάρκεια της νύχτας, κλεισμένος στο κελί του ο Έγκιλ συνέθεσε έναν εγκωμιαστικό λόγο προς τιμήν του Έρικ και το πρωί που τον απήγγειλε, ο Έρικ του χάρισε την ελευθερία του και έδωσε τόπο στην οργή που ένιωθε για τη δολοφονία του Ράγκναλντ.

Η αξία της κληρονομιάς του Έρικ υπήρξε διαχρονική. Σήμερα, στη βόρεια πλευρά του δρόμου A66 του Στέινμορ βρίσκεται το λεγόμενο Ρέι Κρος (Rey Cross). Δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα κούτσουρο, αποτελούμενο από μια βάση και ένα τμήμα άξονα, διακοσμημένο με γλυπτά, το οποίο μάλιστα προσέλκυσε την προσοχή κάποιων Ελισαβετιανών και Βικτοριανών ιστορικών και χαρτογράφων, οι οποίοι το περιέγραψαν ως έναν αγγλο-νορβηγικό σταυρό, του 10ου αι. Ωστόσο, κανένας τάφος δε βρέθηκε εγγύς του σημείου αυτού. Το πιο πιθανόν είναι ότι εξυπηρετούσε ως συνοριακό σημείο μεταξύ των βασιλείων της Κούμβριας και της Νορθουμβρίας.

Σύμφωνα με τους W.S. Calverey and W.G. Collingwood ο Ρέι Κρος τοποθετήθηκε ως πέτρινο μνημείο για το θάνατο του Έρικ στη μάχη του Στέινμορ. Κατά την άποψή τους, οι οπαδοί του Έρικ τοποθέτησαν το μνημείο για να τιμήσουν τη μνήμη του και είτε η υπόθεση αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα είτε όχι, η ρομαντική διάσταση που αποπνέει για μία προσωπικότητα όπως ο Έρικ με τον ματωμένο πέλεκυ, επισημαίνει ότι η κληρονομιά που έχει αφήσει εξακολουθεί να συναρπάζει τους ανθρώπους και να τροφοδοτεί τη φαντασία και την ποιητική έμπνευση έως και σήμερα.

Εξώφυλλο παιδικού βιβλίου με θέμα την ιστορία του Έρικ με τον ματωμένο πέλεκυ

Βιβλιογραφία:

1) Michael Wood, IN SEARCH OF THE DARK AGES, BBC Books, London 2005.

2) Williams, Gareth, EΙRIK BLOODAXE. Saga Bok, 2010.

3) W.G. Collingwood, “KING EIRIK OF YORK.” Saga-book of Viking Club Society for Northern Research 2 (1897–1900): 313–27

4) Downham, Clare, “THE CHRONOLOGY OF THE LAST SCANDINAVIAN KINGS OF YORK, AD 937–954”. Northern History 40: 25–51, 2003.

5) Downham, Clare, “ERIC BLOODAXE – AXED? THE MYSTERY OF THE LAST VIKING KING OF YORK”. Medieval Scandinavia 1: 51–77, 2004.

6) Eiríksmál, ed. R.D. Fulk, Skaldic Poetry of the Scandinavian Middle Ages; tr. Alison Finlay, Fagrskinna: A Catalogue of the Kings of Norway. Leiden: Brill Academic Publishers, 2004. pp. 58–9.

7) Stenton, F.M. ANGLO-SAXON ENGLAND. 3rd ed. Oxford, 1971.

historical-quest.com

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *