Ο ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση

Γράφει ο Νίκος Πανταζόπουλος

*Απόσπασμα από την μελέτη του συγγραφέα με τίτλο: “Ο ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση”.

Κλασική περίοδος

Ιδανική ταύτιση κοινότητας-κοινωνίας-πολιτείας έχουμε κατά την κλασική περίοδο της ιστορίας μας. Ήταν τότε που το Κράτος αφομοίωνε οργανικά τις επιμέρους αυτόνομες κοινοτικές μορφές (φυλές, φατρίες, δήμους), χωρίς να τις διαστρεβλώνει ή να τις καταργεί, αναπαράγοντας απ’ αυτές την πολιτεία σαν ολοκληρωμένη μορφή κοινότητας, στην οποία ο πολίτης αποτελούσε μόριο, οργανικό δηλαδή και αναπόσπαστο μέρος και της επιμέρους ομάδας και της γενικότερης εκφράσεως της, της πόλεως.

Η ταύτιση αυτή προϋποθέτει αφομοίωση των σκοπών των επιμέρους κοινοτήτων μ’ εκείνον που επιδιώκεται από την πολιτεία. Προηγμένη μορφή της ευρύτερης κοινοτικής ιδέας την εποχή αυτή είναι τα διάφορα «κοινά», ενώσεις δηλαδή αυτόνομων πόλεων με φυλετικό-τοπικό ή οι αμφικτυονίες με θρησκευτικό ή πολιτικο-στρατιωτικό χαρακτήρα. [ ]

Βυζαντινή περίοδος

Είναι γνωστό ότι ορισμένοι ερευνητές, ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Παπαρρηγόπουλος, δέχονται πως η κοινοτική παράδοση διατηρήθηκε κατά τη Βυζαντινή περίοδο και πως η μεταγενέστερη ανέλιξη του θεσμού της κοινότητας στην Τουρκοκρατία βασίσθηκε σε βυζαντινά πρότυπα.

Μαρτυρίες για κοινοτική διαβίωση ύστερ’ από τη Ρωμαϊκή κατάκτηση δεν έχουμε αρκετές ώστε να σχηματίσουμε για την περίοδο αυτή ένα ικανοποιητικό πρότυπο. Η γενική εντύπωση που αποκομίζει κανείς από τη μελέτη των πηγών είναι ότι, παρά την τυπική αυτονομία που παραχωρούσαν οι Ρωμαίοι στις διάφορες πόλεις και τη σχηματική επιβίωση αυτοχθόνων θεσμών (Εκκλησία του δήμου, Βουλή, Πολιτάρχες), η πολιτική αυτονομία είχε συρρικνωθεί στην άσκηση πολιτιστικών δραστηριοτήτων ορισμένου είδους όπως ήταν η διοργάνωση αγώνων και θρησκευτικών εκδηλώσεων στις οποίες προσφέρονταν άρτος και θεάματα. [ ]

Από την πλευρά όμως του λαϊκού δικαίου τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις αυτοκρατορικές προθέσεις. Η αντιδικία κράτους-περιφέρειας συνεχίζεται και ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοικήσεως επιβιώνει. [ ] Υπήρχαν ομαδώσεις όπως οι κωμητουρίες, οι μητροκωμίες, οι ομάδες χωρίων και τα ελευθερικά χωρία, που αν και λειτουργούσαν στο περιθώριο είχαν ασφαλώς κοινοτική συγκρότηση. []

Περισσότερη αυτονομία φαίνεται ότι απολαμβάνουν στον 13ο αιώνα οι κοινότητες χωριτών, που συγκροτήθηκαν από πάροικους, δηλαδή από επίμορτους καλλιεργητές, οι οποίοι ήταν εγκαταστημένοι στις πρόνοιες (φέουδα) που ανήκαν σε αξιωματούχους της Αυτοκρατορίας της Νικαίας. Οι πάροικοι αυτοί ήταν οργανωμένοι σε κοινότητες, αν κρίνουμε από την ύπαρξη προϊσταμένων, που ονομάζονταν οικοδεσπότες και κρείπονες οικοδεσπότες. Οι εκπρόσωποι αυτοί των χωριτών, πιθανότατα αιρετοί, συμμετείχαν στην απονομή της δικαιοσύνης, σε λαϊκά δικαστήρια, που ήταν αρμόδια για την επίλυση των ιδιωτικών διαφορών των χωριτών. [ ]

Στη Θεσσαλία, την ίδια περίοδο (13ος αι.) η κοινοτική ζωή στην ύπαιθρο είναι συγκροτημένη. Σ’ ένα ορκωμοτικό γράμμα, δηλαδή σε έγγραφη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ του άρχοντα της περιοχής Φαναριού Μιχαήλ Γαβριηλόπουλου και των κατοίκων της περιοχής (1295), διαπιστώνουμε τα θετικά αποτελέσματα της πιέσεως που ασκούν οι οργανωμένοι κάτοικοι του φέουδου ενάντια στην αυθαιρεσία των εκπροσώπων του τιμαριωτισμού. [] Καταργείται η αλληλέγγυα ποινική ευθύνη, που ίσχυε προηγουμένως σε περίπτωση ανθρωποκτονίας, και θεσπίζεται η συγκρότηση ειδικού συλλογικού δικαστηρίου -αντί της αυθαίρετης δικαστικής δικαιοδοσίας του φεουδάρχου-, αρμόδιου για την εκδίκαση περιπτώσεων απιστίας και ανυποταγής. Καταργείται επίσης η αγγαρεία και περιστέλλονται οι φορολογικές υποχρεώσεις των επίμορτων καλλιεργητών ενώ ρυθμίζεται ικανοποιητικά η υποχρέωσή τους προς στρατείαν (επιστράτευση). []

Στην Πελοπόννησο, το διοικητικό σύστημα των τριών βαθμών της τοπικής υποδιοικήσεως που ακμάζει επί Τουρκοκρατίας, το οποίο εφαρμόσθηκε και κατά την Επανάσταση, έχει -όσον αφορά τουλάχιστο στον α’ βαθμό-τις ρίζες του στη βυζαντινή περίοδο και τη Φραγκοκρατία (Μονεμβασία, Μάνη, Πάτρα). Στο Χρονικό του Μορέως συναντούμε τον όρο προεστοί1 ο πρωτόγερος του Μορέως εκπροσωπεί στα 1425 την κοινότητα των Πατρών και, στην περιοχή Διακοφτού, αναφέρονται σε έγγραφο του 1572 άρχοντες των μαχαλάδων που δρουν στα πλαίσια της κοινότητος, πριν στη δεύτερη Τουρκοκρατία κατασταθεί η αρχή των δύο μωραγιάννηδων και των βεκίληδων.

Πρότυπο για την ευρύτερη κοινοτική αυτοδιοίκηση που χορηγούνταν σε ορισμένες πόλεις στις αρχές του 14ου αιώνα αποτελεί το Χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου για χάρη της Εκκλησίας και της πόλεως των Ιωαννίνων (1319). Από το Χρυσόβουλλο αυτό πληροφορούμαστε από τη μια πλευρά ότι πρόκειται περί ανανεώσεως καθεστώτος κοινοτικής αυτονομίας, που ίσχυε κατά την αρχαίαν αυτών συνήθειαν, και από την άλλη ποιο ήταν το τριπλό περιεχόμενο της αυτονομίας αυτής. Ήταν πολιτικό και είχε σαν περιεχόμενο τη διατήρηση κατά την προτέραν συνήθειαν πάσης ελευθερίας και εξουσίας’ δικαστικό, αφορούσε δηλαδή το δικαίωμα να εκλέγουν κριτάς και εξισωτάς για την επίλυση κάθε διαφοράς, ακόμα και ποινικής (εκούσιας ανθρωποκτονίας), εκτός των γαμικών. Οικονομικό τέλος περιεχόμενο είχε η αυτονομία των Ιωαννίνων, εφόσον εξασφαλιζόταν η διατήρηση της περιουσίας των Ιωαννιτών, η απαλλαγή από κάθε έμμεση φορολογία (ακομμέρκευτοι) και η ελεύθερη άσκηση εμπορείας μέσα στα όρια της Επικράτειας. Το καθεστώς αυτό αναγνωρίσθηκε και μετά την κατάκτηση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους (1436) και ίσχυσε μέχρι την επανάσταση του Διονυσίου Σκυλοσόφου (1611).

Σαν συμπέρασμα της έρευνας που προηγήθηκε, προκύπτει ότι, κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο, ο πολυκρατικός κοινοτισμός και το σχετικό μ’ αυτόν φαινόμενο της τοπικής αυτοδιοικήσεως βρίσκονται σε κατάφωρη αντίθεση προς τον απολυταρχικό συγκεντρωτισμό του κράτους και της μεγάλης γαιοκτησίας. Ωστόσο η κοινοτική ζωή, όπως προβάλλει από τις περιπτώσεις που μπορέσαμε να εντοπίσουμε, δεν έπαψε να είναι μια ζωντανή πραγματικότητα.

Τουρκοκρατία

Ειδικοί ιστορικοί λόγοι συνετέλεσαν ώστε κατά την Τουρκοκρατία να αναπτυχθεί και να ακμάσει ο κοινοτισμός. Η διαφορά θρησκείας και γλώσσας, η μορφή του Οθωμανικού δημοσιονομικού συστήματος, που αντιλαμβανόταν τις κοινότητες των ραγιάδων ως φορολογικές μονάδες στα πλαίσια των οποίων οι φορολογούμενοι ευθύνονταν αλληλεγγύως, διευκόλυναν την εσωστρεφή ανάπτυξη των κοινοτήτων επάνω σε βάσεις δημοκρατικές σαν εστίες συντηρήσεως του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.

0α μπορούσε να ειπωθεί ότι, στην Τουρκοκρατία, ο κοινοτι-σμός διανύει τη χρυσή του περίοδο αφού γίνεται η κιβωτός διαφυλάξεως της πολιτιστικής μας παραδόσεως σ’ όλους τους τομείς.

Σε συνεχή διαλεκτική αντίθεση με τον κατακτητή από τη μια πλευρά και με τον Κλήρο σαν φορέα της «λόγιας» παραδόσεως από την άλλη, κατορθώνει, στο πολιτικό, οικονομικό και κάποτε στο στρατιωτικό επίπεδο, να διεκδικήσει την πρωτοπορία και να επιβάλει κατά την Επανάσταση μια μορφή Κράτους που ανταποκρινόταν στην κοινοτική για το Κράτος αντίληψη. [ ]

Κατά την Τουρκοκρατία το κοινοτικό σύστημα που στην τελειότερη του μορφή λειτουργεί σε τρεις βαθμούς (κοινότητα, επαρχία, νομός) εμφανίζεται σαν ένα οργανωμένο παρακράτος, που κάτω από ξενική κατάκτηση διαμορφώνει ένα ζωντανό γραφτό ή άγραφο λαϊκό δίκαιο, πλουραλιστικού χαρακτήρα, και βρίσκεται κάτω από ενιαία θρησκευτική ηγεσία, αυτή του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Το σύστημα αυτό αποδείχθηκε κατά τους χρόνους της δουλείας θα έλεγε κανείς ιδανικό. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την Επανάσταση, όταν η πολυκρατική συγκρότηση των επαναστατημένων Ελλήνων κατά κοινότητες και επαρχίες αποδείχθηκε επικίνδυνη για την επιτυχία της Επαναστάσεως.

Τα καταστατικά κοινοτήτων του 18ου-19ου αιώνα στα λίγα άρθρα τους περιλαμβάνουν πολλές διατάξεις πολιτιστικού περιεχομένου. Έτσι στη Μοσχόπολη, από τα μέσα του 18ου αιώνα, εκτός του τυπογραφείου και του θεσμού των υποτροφιών, λειτουργεί και ορφανοτροφείο που χρησιμεύει επίσης για την περίθαλψη των πτωχών και των αρρώστων. Προηγμένη ανθρωπιστική αντίληψη συναντούμε το 1813 και στο Σύστημα ή διαταγές της πόλεως Με-λενίκου. Στον κοινοτικό αυτό Κώδικα που περιλαμβάνει 30 μόνον άρθρα, τα 5 είναι αφιερωμένα στην κοινωνική πρόνοια των πτωχών (άρθρα 9-12,19) και τα 3 στη μέριμνα για την ίδρυση σχολείων και τη χορήγηση υποτροφιών στους ενδεείς αλλά επιμελείς μαθητές (άρθρα 20-22). []

Ένα άλλο παράδειγμα προηγμένης κοινωνικής πρόνοιας μάς είναι γνωστό από τις Κυδωνιές, όπου εφαρμοζόταν ένα πρωτότυπο σύστημα χρηματοδοτήσεως του θεσμού των υποτροφιών. Κάθε ευκατάστατος Αϊβαλιώτης εξέδιδε ένα γραμμάτιο με εικονικό ποσό το οποίο, τοκιζόμενο από τον ίδιο προς 10%, χρησίμευε για την υποτροφία ενός απόρου μαθητή. Πέρ’ απ’ αυτό, στη διαθήκη του άφηνε κληρονομικό μέρισμα ενός ακόμη παιδιού που χρησίμευε για υποτροφίες. [ ]

Επανάσταση

Όπως προκύπτει από την έρευνα που επιχειρήσαμε, η Κοινότητα, από την κλασική περίοδο μέχρι την Επανάσταση του ’21, στάθηκε το θεμέλιο της πολιτιστικής μας ζωής, υποκαθιστώντας σαν παρακράτος την πολιτεία-κοινωνία που είχαν, εξαιτίας των ξενικών κατακτήσεων, καταλυθεί ή πληγεί. Χάρη στις πλουραλιστικές της ιδιαιτερότητες κατόρθωσε κατά τόπο και χρόνο να εξελιχθεί σε θαυμαστό όργανο-όπλο άμυνας ενάντια στις κάθε είδους ετερόνομες επεμβάσεις. Δεν προσφερόταν όμως κατά τον ίδιο τρόπο στις νέες ιστορικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την έκρηξη της Επαναστάσεως του 1821, οι οποίες απαιτούσαν ενιαία κεντρική εξουσία, ικανή να διεξαγάγει με επιτυχία τον αγώνα.

Η Β’ Εθνική Συνέλευση Άστρους στα 1823, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο που προερχόταν από τον πολυαρχικό πολυκρατισμο. κατάργησε τις τοπικές κατά επαρχίες διοικήσεις, προετοιμάζοντας την εφαρμογή συγκεντρωτικού πολιτειακού συστήματος, που επιβάλλεται για πρώτη φορά με Ψήφισμα της Γ’ Εθνικής Συνελεύσεως της Τροιζήνας του 1827. 0 θεσμός όμως της Κοινότητας, σαν πρώτος βαθμός της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, διατηρείται τόσο κατά την Επαναστατική όσο και κατά την Καποδιστριακή περίοδο, κατά την οποία εκδηλώνεται προσπάθεια συγκερασμού του παραδοσιακού πολυκρατικού κοινοτικού προτύπου με το κατά τα δυτικά πρότυπα υπό διαμόρφωση συγκεντρωτικό Κράτος.

Το ότι το πλέγμα των δικαιικών σχέσεων που είχε αναπτυχθεί από το διακοινοτικό πνεύμα θεωρούνταν κατά κοινή αναγνώριση ως το «εθνικόν δίκαιον» των Ελλήνων προκύπτει από την Ε’ Εθνική Συνέλευση του 1832, όταν, ύστερ’ από τη δολοφονία του Καποδίστρια, η Εθνική Αντιπροσωπεία επιχείρησε σαν οπό ένστικτο να συνδιαλλάξει τον κοινοτισμό με το συγκεντρωτισμό. [ ]

Η Ε’ Εθνική Συνέλευση, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει τη λειτουργία της Κοινότητας στα πλαίσια του συγκεντρωτικού Κράτους, που αντιπροσώπευε η μοναρχία του Όθωνα, [ ] αναγνωρίζει τους τρεις βαθμούς της τοπικής αυτοδιοικήσεως (κοινότητες, επαρχίες, νομούς) αποβλέποντας να θεμελιώσει την ενιαία τώρα Επικράτεια επάνω στον α’ και β’ βαθμό της τοπικής αυτοδιοικήσεως: την κοινότητα και την επαρχία. Για τη σχέση Κοινότητας-Κράτους χρησιμεύει ως πρότυπο η ρύθμιση που εφαρμόσθηκε στην Τουρκοκρατία: [ ] με τα άρθρα 4-5 από τη μια πλευρά τονίζεται η αντιπροσωπευτική βάση του κοινοτικού πυρήνα και από την άλλη διαγράφεται η διττή του αποστολή, θεσπίζεται δηλαδή ότι εις το κοινόν εκάστης κοινότητος και επαρχίας οι δημογέροντες θέλουν κρατεί τακτικώς δύο κατάστιχα, εν λεγόμενον Φυλετικόν κατάστιχον της Κοινότητος και έτερον ονομαζόμενον πολιτικόν. Με το πρώτο εξασφαλίζεται η εσωτερική αυτόνομη λειτουργία της κοινότητας ενώ με το δεύτερο καταβάλλεται προσπάθεια το πολυκρατικό κοινοτικό σύστημα να ενταχθεί στο συγκεντρωτικό.

Σημασία ιδιαίτερη έχει η διακήρυξη της Ε’ Εθνικής Συνελεύσεως, σύμφωνα με την οποία εκφράζεται η ευχή να διατηρηθεί το «εθνικόν», δηλαδή το κοινοτικό δίκαιο. [ ]

Αντιβασιλεία-Μοναρχία Οθωνα

Το σκηνικό που περιγράψαμε στα προηγούμενα αλλάζει με την πραξικοπηματική επιβολή της απόλυτης μοναρχίας, στόχος της οποίας ήταν η συγκρότηση συγκεντρωτικού κράτους δυτικού τύπου.

Ο νόμος περί δήμων της 27ης Δεκεμβρίου 1833/8ης Ιανουαρίου 1834 [ ] διαλύει τις κοινότητες. [] Οι νέες διοικητικές μονάδες τίθενται κάτω από την ανεξέλεγκτη εξουσία του Κράτους που, διορίζοντας τους πριν αιρετούς κοινοτικούς άρχοντες, διασπά την ενότητα της συλλογικής ηγεσίας τους και καθιστά τον δήμαρχο εγκάθετο της Κυβερνήσεως, που μισθοδοτείται για τον σκοπόν αυτόν. Ο άλλοτε αυτόνομος εκ των κάτω έλεγχος των πράξεων των κοινοτικών αρχόντων ασκείται τώρα εκ των άνω ετερόνομα για λογαριασμό του Κράτους [ ].

Στη φάση λοιπόν αυτή της αναμετρήσεως Κράτους-Κοινότητας, η τελευταία παθαίνει κάθετη καθίζηση στο πεδίο του δημοσίου δικαίου, αφού χάνει την αυτεξουσιότητα που είχε πριν. [ ]

Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η κοινοτική παράδοση αναγκάσθηκε να ακολουθήσει ξεχωριστή αλλά όχι αυτοδύναμη πορεία, που τελικά την υποχρέωσε σε άνισο ανταγωνισμό με την κρατική εξουσία. [ ]

Τυπική αναγνώριση του θεσμού της κοινότητας

Ο νόμος περί συστάσεως των δήμων του 1833 ήταν ένα συνεπές για τη νοοτροπία της Αντιβασιλείας προληπτικό μέτρο, που απέβλεπε στην εξουδετέρωση κάθε αντιδράσεως ενάντια στη συγκεντρωτική πολιτική που σκόπευε να ακολουθήσει η μοναρχική κυβέρνηση. Και ήταν τόσο αποτελεσματικό ώστε εξακολούθησε να επηρεάζει τη νομοθετική πολιτική της χώρας για 80 ολόκληρα χρόνια μέχρι την Επανάσταση του 1909.

Στο δεσποτισμό του Νόμου περί συστάσεως των Δήμων του 1833 χρωστούμε ότι διαγράφεται για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (1833-1912) από το λεξιλόγιο της ελληνικής νομοθεσίας η λέξη κοινότητα. Ο Νεοέλληνας νομοθέτης τη θυμάται ύστερ’ από έναν αιώνα. [ ]

Με τον Νόμο ΔΝΖ71912, Περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων, εγκαινιάζεται επιτέλους μια καινούργια πολιτική. Αναγνωρίζεται η αγροτική κοινότητα ως αυτοδιοικούμενη περιοχή, και η πολιτεία περιορίζεται στην άσκηση ελέγχου για τη νομιμότητα των ενεργειών της, ενώ προηγουμένως ασκούσε έλεγχο για τη σκοπιμότητά τους. Παράλληλα αποδίδονται στις κοινότητες οι περιουσίες παντός χωρίου αποτελέσαντος οργανωμένην ή ανοργάνωτον κοινότητα (άρθρο 12) οι οποίες είχαν δημευθεί.

Ο Νόμος ΔΝΖ’/1912 εισάγει στη διοίκηση των κοινοτήτων την αρχή της αυτενέργειας, με τα άρθρα 35 και 43. Το άρθρο 35 θεσπίζει ότι το κοινοτικό συμβούλιο διοικεί με τις αποφάσεις του τις τοπικές υποθέσεις της κοινότητας, εφόσον ο νόμος δεν ώρισεν άλλως. Το άρθρο 43 ορίζει ότι οι αποφάσεις αυτές είναι εκτελεστές ύστερ’ από 30 μέρες μετά την κοινοποίησή τους στο Νομάρχη. []

Από το 1912-1984 εκδόθηκαν πάνω από 130 νομοθετήματα και υπουργικές αποφάσεις για τους δήμους και τις κοινότητες. [ ] Το Νεοελληνικό Κράτος, ενώ θα μπορούσε να ακολουθήσει πετυχημένα πρότυπα για την αναμόρφωση του κοινοτισμού σε συνδυασμό με τη ρύθμιση της τοπικής αυτοδιοικήσεως, διέπραξε το σφάλμα να έχει σαν πρότυπο τον Νόμο της Αντιβασιλείας του 1833 περί σχηματισμού των δήμων και όταν ακόμη ύστερα από 70 ολόκληρα χρόνια αποφάσισε να τον τροποποιήσει. Ακολουθώντας τη σφαλερή νοοτροπία της Αντιβασιλείας, είδε τον κοινοτικό θεσμό σαν διοικητικό θέμα χωρίς να μπορέσει να συλλάβει την πραγματική σημασία του κοινοτισμού ως πολιτιστικού θεσμού που έχει στενό σύνδεσμο με τα ατομικά δικαιώματα του Έλληνα πολίτη που είναι αλληλένδετα συνδεμένα με την ιδέα της ελευθερίας. [ ]

Ενώ στο εσωτερικό της Χώρας ο κοινοτισμός καταδιώκονταν, στο εξωτερικό, ή χρησίμευε σαν πρότυπο για τη διοικητική αναδιοργάνωση του κράτους ή συνέχιζε την αυτοδύναμη εξέλιξη του. Την εποχή που το Ελληνικό Σύνταγμα του 1864 εξακολουθούσε να αδιαφορεί για τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοικήσεως, στην Τουρκία θεσπίζεται το, 1865, ο Νόμος περί συστάσεως των Νομαρχιών. Αυτός, έχοντας σαν πρότυπο το καθεστώς που ίσχυε στην Πελοπόννησο και την Ήπειρο επί Τουρκοκρατίας, εναρμονίζει το σύστημα των τριών βαθμών της τοπικής αυτοδιοικήσεως με εκείνο της τοπικής αποκεντρώσεως.

Ο κοινοτισμός των αλυτρώτων και των αποδήμων

Ο κοινοτισμός γνωρίζει περίοδο ανθήσεως στις περιοχές του αλύτρωτου και του απόδημου Ελληνισμού. Ο αλύτρωτος Ελληνισμός αξιοποιεί τις πολιτιστικές ελευθερίες που παραχωρήθηκαν με το τανζιμάτ για να ανασυγκροτηθεί και, με την αρωγή της Εκκλησίας, να οργανωθεί ομοιόμορφα.

Με βάση τη σύμπραξη με την Εκκλησία αναπτύχθηκε μια άλλη πολύμορφη και πολύπλευρη έκφραση κοινοτισμού: αυτή του απόδημου Ελληνισμού για την οποία μπορεί να ειπωθεί ότι συμμετέχει δυναμικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης νεοελληνικής πολιτιστικής πραγματικότητας.

Η συνεργασία της Εκκλησίας με τις Κοινότητες συντελεί στη διάπλαση μιας μορφής κοινοτισμού με ιδιαίτερα έντονες πολιτιστικές δικαιοδοσίες (ίδρυση σχολείων, καθιέρωση υποτροφιών, άσκηση ευρύτατης κοινωνικής πολιτικής). Η έλλειψη εθνικής-κρατικής υποστάσεως δημιουργεί την ανάγκη στις κοινότητες αυτές να υποκαταστήσουν το ρόλο του Κράτους.

Ο κοινοτισμός των αλύτρωτων και των Ελλήνων της διασποράς, περισσότερο πιστός στις παραδοσιακές αξίες του κοινοτισμού από τον αποδυναμωμένο κοινοτισμό της Ελεύθερης Πατρίδας, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διατήρηση και διάσωση όχι μόνο των πολιτικών (αυτονομία-αυτάρκεια) αλλά και των πολιτιστικών στοιχείων (αλληλεγγύη: σχολεία, φιλανθρωπικά ιδρύματα) της κοινοτικής ιδέας. [ ]

Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι, από τη στάχτη του Ελληνικού, αναγεννιέται ο Ελλαδικός κοινοτισμός που αποβλέπει έστω και υποσυνείδητα στην πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας στα πλαίσια της Μικρής Πατρίδας.

Υστερ’ από όσα εκτέθηκαν δεν νομίζω ότι μπορεί να αμφισβητηθεί η θεωρία για την αδιάκοπη συνέχιση της ελληνικής κοινοτικής παραδόσεως δια μέσου όλων των περιόδων της ιστορίας μας. [ ]

Κοινοτισμός και τοπική αυτοδιοίκηση

Το ζήτημα κατά πόσον είναι δυνατό οι κοινότητες ως όργανα τοπικής αυτοδιοικήσεως να ενταχθούν λειτουργικά στα πλαίσια συγκεντρωτικού πολιτεύματος δημοκρατικού τύπου στασιάζεται. Από σύγχρονους πολιτειολόγους υποστηρίχθηκε ότι, εφόσον κάθε δημοκρατική διακυβέρνηση τείνει δυναμικά προς την ενότητα και τη συγκέντρωση της εξουσίας, είναι φυσικό η τοπική αυτοδιοίκηση να μη προσφέρεται για την επίτευξη των σκοπών του κράτους αυτού, γιατί διασπά τη δυνατότητα ενιαίας συλλογικής εκφράσεως της πολιτικής βουλήσεως του λαού. [ ]

Όπως και να έχει το πράγμα, ο Νεοέλληνας Νομοθέτης δεν αξιώθηκε να καταλάβει πως η κοινότητα δεν ήταν μόνο διοικητική περιφέρεια αλλά εστία αναπτύξεως και εφαρμογής των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην πιο συγκεκριμένη τους εκδήλωση. Στα πλαίσια δηλαδή που ο κοινωνικός έλεγχος ήταν σε θέση, με βάση την κοινοτική αρετή, να κατευθύνει και να ελέγχει την ατομική και ομαδική συμπεριφορά των μελών της. Ήταν δηλαδή ένα πολιτικοκοινωνικό παιδευτήριο που πέτυχε απόλυτα κατά την πρώτη φάση της δραστηριότητας του κάτω από το πολυκρατικό πολιτειακό σύστημα που είχε αναπτυχθεί. [ ] Με άλλα λόγια, η καταφορά του Κράτους ενάντια στην παραδοσιακή κοινότητα συνεχίζεται.

Ποιο λοιπόν είναι το νόημα της νεοελληνικής κοινοτικής παραδόσεως και πού μπορούμε να αναζητήσουμε το μήνυμά της;

Όταν η κοινότητα είναι μια ζωντανή πραγματικότητα, και συναντήσαμε κατά την ανάλυση που προηγήθηκε τέτοιες καταστάσεις-πρότυπα (κλασική περίοδος-Τουρκοκρατία, κοινότητες του αλύτρωτου και του απόδημου Ελληνισμού), παρακολουθεί την εξέλιξη της πολιτικοκοινωνικής ζωής κατά τρόπο ώστε να ταυτίζεται κάθε φορά με τις απαιτήσεις της εποχής σε όλους τους τομείς της ομαδικής δραστηριότητας.

Για την οργανική λειτουργία της κοινότητας, απαραίτητο είναι τα στοιχεία αυτά να προέρχονται από τη βάση της πυραμίδας και να καλύπτουν κάθε φορά οργανικές ανάγκες όπως αυτές παρουσιάζονται κατά τη φυσιολογική ανάπτυξη της ομαδικής ζωής. Όταν οι προϋποθέσεις αυτές συντρέχουν, έχουμε τα πρότυπα κοινότητας που εξετάσαμε προ ολίγου’ όταν λείπουν, έχουμε το κενό που αντιμετωπίζουμε τη στιγμή αυτή που αναρωτιόμαστε τι απόμεινε από την κοινοτική παράδοση.

Στην τραγική μοίρα του θεσμού της κοινότητας διαπιστώνουμε, για άλλη μια φορά, ότι οι επιπτώσεις των κάθε λογής ξενικών κατακτήσεων είναι περισσότερο επιβλαβείς από τις ίδιες τις κατακτήσεις.

Ο Νεοέλληνας Νομοθέτης, παγιδευμένος στα πλέγματα των ξένων προτύπων, που φιλοδοξούσε κάθε φορά να επιβάλει στον τόπο, δεν στάθηκε ικανός να αντιληφθεί το γνήσιο λαϊκό δημοκρατικό μήνυμα του κοινοτισμού.

Από άγνοια ή από ξενομανία, παραγκώνισε ή παραγνώρισε το γνήσιο ελληνικό πολιτιστικό πρότυπο, για χάρη ξένων ή νόθων σχημάτων.

Δεν μπορεί κανείς, ύστερ’ από όλα αυτά, να αρνηθεί ότι ο κοινοτισμός, σαν ομαδικός τρόπος ζωής, και η κοινότητα, σαν παραδοσιακή έκφραση του τρόπου αυτού, περνούν στις μέρες μας οξύτατη κρίση. Οι κοινότητες από αυτάρκεις και αυτοδύναμες πολιτιστικές μονάδες, τείνουν να εξελιχθούν σε παρασιτικούς αποδέκτες οικονομικών συστημάτων και τρόπων ζωής που, και όταν ακόμη βελτιώνουν επιφανειακά τη στάθμη της ζωής των κατοίκων τους, αυτό γίνεται σε βάρος της πολιτιστικής τους ταυτότητας.

Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι οι κοινότητες, ύστερ’ από το πλήγμα που υπέστησαν με το νόμο του 1833 και το νέκρωμά τους για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (1833-1912), έχασαν την εσωτερική τους συνοχή και δεν κατάφεραν να αναλάβουν. Άρχισαν από τότε σταδιακά να φθίνουν, αλλά ο ρυθμός του «εκσυχρονισμού» τους δεν ήταν ακόμη τόσο έντονος, όσο είναι σήμερα, ώστε να γίνεται εύκολα αντιληπτός.

Για μια αντικειμενική θεώρηση του κοινοτικού φαινομένου θα έπρεπε να ειπωθεί ότι διαλυτική επίδραση κατά του θεσμού άσκησε και η εκβιομηχάνιση της παραγωγής, η οποία οδήγησε στη σταδιακή παρακμή των παραγωγικών διαδικασιών που ήταν συνδεμένες με το κλειστό οικονομικό σύστημα της κοινότητας.

Συμπέρασμα

Είναι καιρός, όμως, ύστερ’ από όσα ειπώθηκαν, να καταλήξουμε σε ένα πιο συγκεκριμένο συμπέρασμα. Η κοινοτική παράδοση σαν οργανικό τμήμα, μόριο, της λαϊκής ή δημοτικής μας παραδόσεως εξακολουθεί να είναι, παρ’ όλα τα πλήγματα που εδώ και ενάμισι αιώνα δέχεται, θεωρητικά τουλάχιστο ενιαία. Με την έννοια ότι πηγάζει από πι συλλογική βούληση του λαού και εκφράζει κατά τόπο και χρόνο, δηλαδή κατά περίπτωση, την κοσμοθεωρία του. Η δικαιοταξία της εδράζεται επάνω στις γενικές ρήτρες του δικαίου μας.

Σ’ όλες τις περιόδους της ιστορίας μας, η σχέση μονάδας-ομάδας (ατόμου-κοινότητας-κοινωνίας) παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Η συλλογική συνείδηση διαπλάθει ένα πρότυπο μονάδας-ατόμου, που εντάσσεται σαν οργανικό τμήμα, «μόριο», στην ομάδα-κοινότητα και δρα συνειδητά για τη διάδο-ση-πραγμάτωση των ομαδικών σκοπών με κριτήριο το κοινό συμφέρον.

Οι γενικές ρήτρες, ισότητα, αυτάρκεια, καλή πίστη, αλληλεγγύη, διαιτησία, επιείκεια, κοινό συμφέρον, βρίσκονται σε οργανική μεταξύ τους σχέση και επιδιώκουν, δια μέσου της αυτονομίας, τη διασφάλιση της ελευθερίας. [ ]

Αν όμως η ενότητα της κοινοτικής μας παραδόσεως δημιουργεί τεχνητά μάλλον προβλήματα στο συγκεντρωτικό κράτος είναι ζήτημα για το οποίο δεν ευθύνεται ο θεσμός. Δικαιούμαστε, πιστεύω, να μη διατηρούμε καμιά αμφιβολία ότι ο θεσμός, ύστερ’ από την πραξικοπηματική εγκαθίδρυση της Μοναρχίας στη χώρα μας, αντιμετωπίσθηκε όχι μόνο μονόπλευρα αλλά και αυθαίρετα. Έτσι, ενώ αποτελούσε δημοκρατικό θεσμό διαλεγόμενο με το Κράτος, αντιμετωπίσθηκε από αυτό ως στοιχείο αντιλεγόμενο στην απολυταρχική του μορφή. Η προσοχή, λοιπόν, των μελετητών, συγκεντρώθηκε όπως ήταν φυσικό στον εντοπισμό των αρνητικών -πλουραλιστικού χαρακτήρα – στοιχείων του κοινοτισμού, ενώ θα έπρεπε να στραφεί και στη διάγνωση και των θετικών στοιχείων που τον καθιστούσαν οχυρό των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, τα οποία παραγκωνίσθηκαν ή αποσιωπήθηκαν, με συνέπεια να αγνοηθούν και από τον Νεοέλληνα νομοθέτη.

Η απάντηση, λοιπόν, στο ερώτημα ποιο είναι το σύγχρονο νόημα της κοινοτικής παραδόσεως, είναι ότι αυτή διέρχεται κρίσιμη περίοδο μετασχηματισμού, του οποίου τα στοιχεία δεν έχουν ακόμα αποκρυσταλλωθεί ώστε να μπορούν με ακρίβεια να καθορισθούν. []

Σήμερα ο κοινοτισμός στην πράξη είναι μια ιδέα που δεν ταυτίζεται πάντοτε με την παράδοση. Αν πιστεύουμε στην κοινοτική ιδέα, σαν δημιουργικό στοιχείο της νεοελληνικής ιστορικής πραγματικότητας, πρέπει, πριν είναι πολύ αργά, να τον απαλλάξουμε από τις επιπτώσεις των ξενικών κατακτήσεων που τον βαραίνουν και από τους κινδύνους του μετασχηματισμού που τον απειλούν, να του αποδώσουμε την πολιτιστική του ελευθερία, μη ξεχνώντας ότι σ’ αυτόν χρωστούμε ένα μεγάλο μέρος της ατομικής και συλλογικής μας ελευθερίας.

Άρδην τ. 44

, ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *