Ο Ιρλανδικός Εθνικισμός και η Ταξιαρχία του Μπέλφαστ, 1920-22

του Christopher Berg, Ιστορικού
Sam Houston State University, USA
μετάφραση στα Ελληνικά: Στέλλα Παπαλάμπρου

Με την αυγή του 20ου αιώνα η Βρετανική Αυτοκρατορία εκτεινόταν σε όλους τους ωκεανούς και τις ηπείρους και συνιστούσε πραγματικά μία αξιοθαύμαστη παγκόσμια δύναμη. Ο εθνικισμός και η τάση για αυτοδιάθεση κυριαρχούσαν στην καθημερινότητα και στην πολιτική σκηνή σε ολόκληρη τη Βρετανική Αυτοκρατορία κατά τις πρώιμες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ωστόσο, όσο πιο σκληρά μάχονταν η Βρετανία ενάντια σ’ αυτές τις πολιτικές δυνάμεις, τόσο με ακόμη περισσότερο ζήλο και με αίσθημα ενότητας οι ντόπιοι πληθυσμοί αποζητούσαν ανεξαρτησία από το βρετανικό καταπιεστικό ζυγό.

Η Ιρλανδία είχε σε βάθος χρόνων προσπαθήσει να αποστασιοποιηθεί από τη Μεγάλη Βρετανία, αλλά λόγω της εγγύτητάς της με τη Βρετανία, αυτό ήταν πρακτικά αδύνατο. Η Ιρλανδία ανέκαθεν δεχόταν τις απειλές της πολύ ισχυρότερης Μεγάλης Βρετανίας και επικρατούσε γενικά διάχυτη η αντίληψη ότι οι Ιρλανδοί ήταν κατώτεροι των Βρετανών. Αυτή ακριβώς η αντιμετώπιση των Ιρλανδών ως “κατακάθια” χαμηλής τάξεως, που απεγνωσμένα χρειάζονταν την εκπολιτιστική δύναμη και επιρροή των Βρετανών μέσα από την αναγκαστική βρετανική κυριαρχία άφησε τη χείριστη αίσθηση σε πολλούς Ιρλανδούς. Η Βρετανία εξέλαβε τον ιρλανδικό εθνικισμό ως μία απλώς ανώμαλη και μη φυσιολογική στάση, η οποία με την πάροδο του χρόνου θα εξομαλυνόταν. Εκτός αυτού, οι Ιρλανδοί για τους Βρετανούς στερούνταν της δικής τους κοινωνικής φινέτσας και του πνευματικού επιπέδου τους και θεωρούσαν ότι δίχως αυτούς θα είχαν απελπιστικά χαθεί. Ήταν για τους Βρετανούς οι ‘Αιώνιοι Paddy’, ανίκανοι να αποκτήσουν υψηλή κουλτούρα και είχαν απεγνωσμένα ανάγκη από το βρετανικό χέρι καθοδήγησης, είτε το ήθελαν είτε όχι. Έτσι, τουλάχιστον, ήθελαν να πιστεύουν οι Βρετανοί1.

Πολιτοφυλακή Ιρλανδών επαναστατών

Οι Βρετανοί υποτιμούσαν την αποφασιστικότητα των Ιρλανδών, αλλά σύντομα θα σημειωνόταν η διάθεση των Ιρλανδών για πλήρη απόσχιση από τη Μεγάλη Βρετανία. Αν η Βρετανία συνθηκολογούσε, η ενέργεια αυτή θα ερμηνευόταν ως αδυναμία και θα αποδεικνυόταν ως ένα επικίνδυνο προηγούμενο που θα μπορούσε να εγείρει μια εξέγερση σ’ ολόκληρη την Αυτοκρατορία.

Διάχυτη ήταν η αντίληψη ότι η επιλογή της ένοπλης εξέγερσης εναντίον της Βρετανίας θα κατέληγε σ’ έναν αναπόφευκτο συμβιβασμό. Ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός σχηματίστηκε για να προστατεύσει την ιδέα του Ιρλανδικού εθνικισμού και των οπαδών της κατά των Βρετανών. Πολλά έχουν γραφτεί για την Ιρλανδική εξέγερση και τον IRA και τις δραστηριότητές του, τόσο από το εσωτερικό, όσο κι από το εξωτερικό. Πολλοί ιστορικοί πρόσκεινται με εύνοια προς τους Ιρλανδούς και τη μαχητική τους στάση ενάντια στον κολοσσό που ονομάζεται “Μεγάλη Βρετανία”. Όμως, αυτές οι προ-ιλανδικές ευαισθησίες δε θά ‘πρεπε να στρεβλώνουν το ρόλο που διαδραμάτισε ο ΙΡΑ στην Ιρλανδική Επανάσταση. Ο ιστορικός Robert Lynch, του Πανεπιστημίου του Warwick, προσπαθεί να διορθώσει αυτού του είδους το ρομαντικό ρεβιζιονισμό της εθνικιστικής ιστοριογραφίας που απεικονίζει τον IRA ως υπερασπιστή των καταπιεσμένων και των απλών πολιτών. Σε μία αποκαλυπτική μελέτη για τον IRA του Belfast, ο Lynch ισχυρίζεται ότι ελάχιστα έδωσε σε σχέση με τη μεγάλη φήμη που απολαμβάνει, η οποία διαδόθηκε από μετα-εθνικιστικούς ιστορικούς και and επίσπευσε την αιματοχυσία ανθρώπων, τους οποίους υποτίθεται ότι προστάτευε, λόγω της στενόμυαλης ατζέντας του2.

Γκραφίτι με συνθήματα υπέρ των Ενωτικών  σε τοίχο οικίας του Μπέλφαστ

Ο Lynch ξεκινά τη μελέτη του με το ότι το Belfast στα 1920-22 ήταν το επίκεντρο της βίας, η οποία αποδεκάτισε τον άμαχο πληθυσμό. Ωστόσο, οι μυστικές επιχειρήσεις και οι δολοφονίες δεν ήταν παρά ένα μικρό μέρος της όλης δραστηριότητας, καθώς στην πλειοψηφία των περιπτώσεων επρόκειτο για αστικές αναταραχές. “Το Μπέλφαστ είχε ένα ποσοστό θανάτου ανά κεφαλή υψηλότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος στη χώρα μεταξύ 1920 και 1922, συμπεριλαμβανομένων των θρυλικών πεδίων μάχης του τόσο φημισμένου στη ρεπουμπλικανική παράδοση Munster3.” Η ιρλανδική ιστοριογραφία απέτυχε να ασχοληθεί διεξοδικά με την ιρλανδική επανάσταση στη βόρεια Ιρλανδία, αλλά η πρωτοποριακή εργασία κάποιων ιστορικών, όπως αυτή του Peter Hart, τόλμησε να προχωρήσει σε έναν διαφορετικό δρόμο και κατ’ αυτόν τον τρόπο προκάλεσε μακροσκελείς υποθέσεις. Αυτό το γεγονός χαρακτηρίστηκε ως πογκρόμ, αλλά o Lynch, σύμφωνα και με τον Hart, χαρακτηρίζει την πολιτική αναταραχή αυτής της περιόδου ως έναν “βαριά τοπικό-εθνικό εμφύλιο πόλεμο” παρά ως πογκρόμ, λόγω της “μοναδικής” του θέσης στα πλαίσια της ιρλανδικής επανάστασης4. Οι συνέπειες αυτού του τοπικού εμφυλίου πολέμου είναι αξιοσημείωτες, καθώς οι καθολικοί σήκωσαν το βάρος της προτεσταντικής βίας και τα αντίποινα είχαν ως στόχο να βλάψουν τον IRA.

Τα εμπρηστικά γεγονότα της αναταραχής στο Belfast είχαν την προέλευσή τους στα νότια της Ιρλανδίας, όμως η πολιτική δολοφονία ενός επιφανούς προτεστάντη τροφοδότησε την αναζωπύρωση του μίσους στα βόρεια. Αυτό το κύμα ενθουσιασμού ξεκίνησε ως μια εκστρατεία ξεριζώματος των ενώσεων των ενωτικών εργατικών ενώσεων αναγκάζοντας τους Προτεστάντες εργάτες να εγκαταλείψουν τα ναυπηγεία. Η ανεξέλγκτη βία του όχλου είχε ως στόχο να δώσει στους καθολικούς ένα μάθημα, θέτοντας στο στόχαστρο γνωστά καθολικά κέντρα συνεστιασμού και ιδρύματα, ιδίως τις pubs και τα σύμβολα της καθολικής πίστης. Η εκκλησία του St. Matthew στην Bryson Street5 έγινε στόχος βανδαλισμών και θα καιγόταν ολοσχερώς αν δεν είχε επέμβει ομάδα στρατιωτών. Οι καθολικοί, μολονότι δεν ήταν ένοχοι για την τέλεση αυτών των εγκλημάτων και των προκλήσεων, καταδιώκονταν σαν φυγάδες και δεν ήταν ασφαλείς ούτε καν στα ίδια τους τα σπίτια.

Αφίσα του ΙRA

Τρομαγμένοι και απαρηγόρητοι οι καθολικοί στράφηκαν προς τον IRA για την προστατία τους. Ο IRA απάντησε με αδιαφορία ως προς τις εκκλήσεις τους, δεδομένου ότι δεν είχαν άμεση σχέση με την εθνική ατζέντα. Ο Lynch ισχυρίζεται ότι ο IRA καθόταν παράμερε ενώ οι συμπατριώτες τους δολοφονήθηκαν μετά από ανελέητη επίθεση. “Αν κρίνει κανείς από τη σταθερή αύξηση των θυμάτων πριν τον Ιουνιο του 1922, μπορεί να διαπιστώσει ότι η οργάνωση δεν ήταν τόσο ισχυρή στον αμυντικό της ρόλο. Και πράγματι, οι περισσότερες βίαιες αναταραχές δεν έληξαν λόγω της σθεναρής αντίστασης του IRA, αλλά κυρίως, λόγω του προχωρημένου της ώρας, καθώς τα περισσότερα φαινόμενα βίας στο Βelfast συνέβαιναν κατά τα απογεύματα ή τα σαββατοκύριακα, λόγω της πίεσης στο χώρο εργασίας και την επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας6.”

Τα στατιστικά στοιχεία που παραθέτει ο Lynch αποτελούν μια επιβαρυντική απόδειξη που έρχεται σε σύγκρουση με τον ισχυρισμό του IRA ότι υπερασπίζονταν παλικαρίσια τους καθολικούς αδελφούς τους. Στην πραγματικότητα, ήταν ακριβώς αυτή η έλλειψη της παρουσίας του IRA που ύψωσε ασπίδα προστασίας από τους κινδύνους και μείωσε το μέγεθος των απωλειών σε σχέση με το υπόλοιπο Belfast. “Ωστόσο, το πλέον αποκαλυπτικό γεγονός είναι παρά τις εκ των υστέρων μυθοπλασίες ως προς την ηρωική άμυνα των καθολικών περιοχών, ο IRA δεν σημείωσε καμία απώλεια σε έμψυχο υλικό σε αμυντικές επιχειρήσεις, κάτι το οποίο θα ήταν αναμενόμενο αν τα μέλη του μάχονταν υπερασπιστικά στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων. Το γεγονός είναι ότι κανένα αναγνωρίσιμο μέλος του IRA δεν έχασε τη ζωή του ή τραυματίστηκε στις βίαιες αναταραχές των δύο αυτών ετών7.”

Μικρή μαθήτρια περπατάει μπροστά από έναν τοίχο με γκράφιτι του ΙRA - μια συνηθισμένη εικόνα στο Μπέλφαστ

Καθ’όλη αυτή τη διάρκεια, πολλοί νέοι κατατάχθηκαν στον IRA, οι οποίοι όμως ήταν “κομμένοι από διαφορετικό ύφασμα”. Οι παλιότεροι βετεράνοι του IRA προέρχονταν από μία διαφορετική παράδοση που ερχόταν σε σύγκρουση με την εισροή νέου αίματος. Αντί να διαμορφωθεί ένα ενιαίο μέτωπο, ενισχυμένο από νεοσύλλεκτα μέλη, η πλήρης σύγχυση που υπήρχε στους εσωτερικούς του κόλπους απείλησε σοβαρά να διασπάσει και να διαλύσει τον IRA. Το νέο πρόσωπο της οργάνωσης κατέστη κυρίως ένα είδος υποχρεωτικής διεκπεραίωσης παρά διαφύλαξης μιας πολύτιμης περιουσίας τιμής. Άνδρες, όπως ο Seamus Woods και ο Roger McCorley ανέλαβαν τις ηγετικές θέσεις στην Ταξιαρχία του Belfast. Αυτοί οι άνδρες είχαν απασχοληθεί στο παρελθόν με αποστολές του IRA και λίγο-πολύ εξομάλυναν τα δεινά των καθολικών. Κάθε μορφής υποστηρικτική προς τους καθολικούς επίθεση του IRA γινόταν μόνο για να ενισχύσουν και τους δικούς τους λόγους. Κάθε κίνησή τους κατά του αντιπάλου έβλαπτε του καθολικούς. Για παράδειγμα, όταν επιτέθηκαν σε επιχειρήσεις των ενωτικών, μπορούσαν επίσης να αφαιρέσουν και τη ζωή καθολικών, οι οποίοι κέρδιζα τα προς το ζην όντας απασχολούμενοι σ’ αυτή την επιχείρηση.

Με τον καιρό, οι καθολικοί στράφηκαν κατά του IRA και άρχισαν ενημερώνουν για τις κινήσεις τους την αστυνομία. Αφού ο IRA επέμενε να τους βλάπτει, τότε δεν είχαν καμία άλλη εναλλακτική από το να προστατεύσουν τους εαυτούς τους με τον γίνουν ένα με το σύστημα. “Πολλοί μάλιστα ήταν αυτοί που μετάνιωσαν που δεν είχαν δώσει αυτές τις πληροφορίες δύο χρόνια πριν8.” Ο IRA δεν ήταν τίποτε άλλο από μια απειλή που δυσχέραινε ακόμη περισσότερο τη δική τους κατάσταση. Και το χειρότερο είναι ότι ο IRA δεν έδειχνε καμία υποστηρικτική διάθεση κάθε είδους. Δεν έδειχναν κανένα ίχνος οίκτου για τους ανθρώπους που διατείνονταν ότι αγαπούσαν και προστάτευαν.

Πετροπόλεμος μεταξύ νεαρών διαδηλωτών και βρετανικών δυνάμεων ασφαλείας στο Μπέλφαστ

Οι καθολικοί, από την άλλη, ποτέ δεν εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους κατά του IRA, παρότι οι προτεστάντες τους εκβίαζαν και τους δολοφονούσαν παραμένοντας ατιμώρητοι. Όλοι οι Καθολικοί επιθυμούσαν να ζήσουν ειρηνικά με τους γείτονές τους, χωρίς να γίνονται αντικείμενο κακοποίησης από τις πράξεις και τις αυθαιρεσίες των λίγων. Ο IRA δεν είχε καμία πρόθεση να αλλάξει κάτι στη στάση του ή να προσφέρει βοήθεια. Οι Καθολικοί χρησιμοποιήθηκαν ως αναλώσιμα ενέχυρα, καθώς αυτό που είχε σημασία ήταν μόνο η συνέχεια των δραστηριοτήτων του IRA. Η παροχή βοήθειας προς τους Καθολικούς θα ήταν ωφέλιμη για τους τελευταίους, αλλά ήταν κιόλας μια κίνηση αποσυντονισμού και απόσπασης που απαιτούσε τη χρήση πολύτιμων πόρων. Οι Καθολικοί ήταν παγιδευμένοι ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά των Προτεσταντών και της στρατευμένης Ταξιαρχίας του Μπέλφαστ.

Ο μυθικός IRA, πήρε μία ρομαντική διάσταση, καθώς οι υπερασπιστές του Καθολικισμού και του ιρλανδικού εθνικισμού κατά της καταπιεστικής Βρετανίας, είχαν εγκαταλείψει αυτούς που ορκίστηκαν να υπερασπίζονται το Belfast, διαρηγνύοντας έτσι την όλη μυθολογία γύρω από τον IRA.

Βιβλιογραφία:

1) Robert Kee, The Green Flag: A history of Irish Nationalism (Penguin: London, 2001).
2) Richard English, Irish Freedom: The History of Nationalism in Ireland (Macmillan: London, 2008).
3) Eugenio Baigini, British Democracy and Irish Nationalism 1876-1906 (Cambridge University Press: Cambridge, 2010).
4) Alan J. Ward, The Easter Rising: Revolution and Irish Nationalism (Harlan Davidson: New York, 2003).
5) M.J. Kelly, The Fenian Ideal and Irish Nationalism, 1882-1916 (Boydell Press: Woodbridge,Suffolk, 2009).

Παραπομπές:

1) John Belchem, a review of “The Eternal Paddy: Irish Identity and the British Press, 1798-1882” by Michael de Nie. Victorian Studies 47 (Spring, 2005)
2) Robert Lynch. “The People’s Protectors? The Irish Republican Army and the “Belfast Pogrom,” 1920-22.” Journal of British Studies 47 (Apr. 2008)
3) Lynch, 375
4) Ibid, 378
5) Ibid, 380
6) Ibid, 381
7) Ibid
8) Lynch, 390

historical-quest.com

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *