Ο Μιχάλης Γενίτσαρης εξόριστος στην Ίο (1936-37)

Με πιάσαν επί Μεταξά χωρίς καμιά αιτία,

με βάλαν και υπόγραψα, με στείλαν εξορία.

Σ’ ένα ξερόνησο, στη Νιο, που ‘χε εκκλησιές και μύλοι

 και υποδοχή μου κάνανε ένα κοπάδι ψύλλοι.

Ο ρεμπέτης και μουσικός Μιχάλης Γενίτσαρης (1927) γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου 1917 στην Αγια-Σοφιά του Πειραιά και πέθανε στις 11 Μαΐου του 2005. Στα 1936-37 βρέθηκε στην Ίο εξόριστος, («εκτοπισμένος»), μαζί με καμιά εκατοστή ακόμα τοξικομανείς και λίγους «ζωοκλέφτες». Ο ίδιος γράφει: «Στη Νιο όποιος πήγαινε γινόταν τοξικομανής λόγω των συνθηκών εκεί. Ευτυχώς όμως ήμουν λιγάκι κέρβερος και έτσι απέφυγα αυτόν τον κίνδυνο.»

Η τοξικομανία ήταν σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα πριν το 1922 και φαίνεται ότι εξαπλώθηκε μετά την έλευση των προσφύγων και χιλιάδων στρατιωτών από την Ανατολή: «Όταν οι στρατοί εξέρχονται των ορίων του εθνικού των χώρου κατά την επιστροφήν γίνονται φορείς έξεων, παθών των λαών εκείνων μεταξύ των οποίων εβίωναν. Η Κωνσταντινούπολις και η Σμύρνη απετέλουν σοβαρά κέντρα εμπορίας τοξινών και ναρκωτικών, πολλοί δε των στρατιωτών μετέφεραν εις την Ελλάδα και την αποκτηθείσαν εκείθεν έξιν της χρήσεως τοιούτων φαρμάκων, ο κύκλος των οποίων ηυρύνετο δια της προσθήκης και των εκ των προσφύγων ειθισμένων.»

Μιχάλης Γενίτσαρης (1927)
Μιχάλης Γενίτσαρης (1927)

Σύμφωνα με την απογραφή του 1920 η Αθήνα (μαζί με τα προάστεια μέχρι την Κηφισιά) είχε πληθυσμό 317.000 κατοίκους, ο Πειραιάς 135.000 και η Θεσσαλονίκη 174.000 ψυχές. Σε αυτές τις πόλεις συγκεντρώθηκαν αρχικά («προσεκολλήθησαν») πάνω από 1.500.000 Έλληνες πρόσφυγες, «έστω και υπό τύπον πρώτου σταθμού κατανομής.»[1]

Το κράτος της εποχής μάλλον αιφνιδιάζεται και δεν είναι σε θέση ν’ αντιμετωπίσει εγκαίρως και αποτελεσματικά το φαινόμενο: «Έναντι του δεινού τούτου η άμυνα της ελληνικής πολιτείας ήτο ανύπαρκτος, όταν δε ήρξατο οργανουμένη είχε δημιουργηθή ήδη ο στρατός του υποκόσμου και η «τσίκα» μετά της «πρέζας» είχον διεισδύσει κατά μικρόν μεν αλλά ανησυχητικόν ποσοστόν, εις όλα τα κοινωνικά στρώματα.»[2]Σύμφωνα με τα πρώτα στατιστικά στοιχεία (του 1932), το 50% των τοξικομανών «εποιείτο χρήσιν ηρωίνης, 45,7 % χασισίου και οι υπόλοιποι άλλων τοιούτων ουσιών και φαρμάκων.» Τα ποσοστά μεταβάλλονται αργότερα «εις βάρος των χασισοποτών» και κατά το 1936 οι ηρωινομανείς ανέρχονται στο 72% του συνόλου και οι «χασισοπόται» πέφτουν στο 26%, «λόγω της συνεχούς καταδιώξεως κυρίως υπό των οργάνων της Χωροφυλακής της καλλιεργείας ινδικής καννάβεως».[3]

Ο Μιχάλης Γενίτσαρης όταν μάθαινε μπαγλαμά στο χοροδιδασκαλείο του Μπάτη (1927).
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης όταν μάθαινε μπαγλαμά στο χοροδιδασκαλείο του Μπάτη (1927).

Σημειωτέον ότι μέχρι το 1920 περίπου η καλλιέργεια της κάνναβης ήταν ελεύθερη, ενώ με άρθρο του νόμου 1681/1919 «περί αλητείας και επαιτείας» γίνεται για πρώτη φορά λόγος περί «ειδικής καταδιώξεως των ρεπόντων εις την τοξικομανίαν.» Μέχρι το 1926 πολλές διατάξεις δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη και τα «σκληρά» οπιούχα ήταν ουσιαστικά σε καθεστώς «ασυδοσίας». Το 1925 η Ελλάδα προσαρμόστηκε στη «Σύμβαση της Γενεύης» και ψηφίστηκε Ν.Δ «Περί Μονοπωλίου Ναρκωτικών φαρμάκων.» Στην Αθήνα του 1923, έγραφε ο λογοτέχνης Πάνος Νιρβάνας στην εφημερίδα Εστία, όποιοι θέλουν να προμηθευτούν «ένα υφεκατόγραμον μορφίνης πηγαίνουν κατευθείαν στο φαρμακείο, όπως πηγαίνουν στο μπακάλικο.»[4]

Μιχάλης Γενίτσαρης. Εκδρομή στον Σκαραμαγκά με συγγενείς και φίλους «Εγώ με το μπουζούκι στα χέρια. Τότε ήμουν 15 ετών».
Μιχάλης Γενίτσαρης. Εκδρομή στον Σκαραμαγκά με συγγενείς και φίλους «Εγώ με το μπουζούκι στα χέρια. Τότε ήμουν 15 ετών».

Κατά τα έτη 1925-1931 και αργότερα επί δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, οι τοξικομανείς των μεγάλων πόλεων εκτοπίζονταν στις επαρχίες· ωστόσο «οι ελεύθεροι έμποροι όχι μόνο κι εκεί τους ανεύρισκον και επρομήθευον αυτοίς την κατηραμένην ουσίαν, αλλ’ απέκτων και νέους πελάτας και εις μικρά μέρη, δια της διαρκούς και εντόνου προπαγάνδας των εκτοπισμένων τοξικομανών διότι ούτω διώκοντο οι τοξικομανείς και όχι οι έμποροι…»[5]

Το επόμενο κείμενο είναι από την αυτοβιογραφία του Μιχάλη Γενίτσαρη «Μάγκας από μικράκι.» που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Δωδώνη. (Επιμέλεια Στάθη Gauntlett. Αθήνα 1992.)

Κείμενο: Μιχάλης Γενίτσαρης

[…] Θυμάμαι έκανα βόλτες στις πέντε το πρωί σπίτι μου στην αυλή μας. Η μάνα μου είχε ψήσει καφέ εκείνη την ώρα και πίναμε, και άξαφνα ακούμε την πόρτα μας να χτυπάει. Πάει η μάνα μου και αρωτάει από μέσα ποιος είναι και τι θέλει. Της λέει μια φωνή:

-Άνοιξε. Θέλουμε να δούμε το Μιχάλη.

Η μάνα μου νόμιζε ότι ήτανε κάνας φίλος μου. Μόλις ανοίγει, μπουκάρουνε πέντε-έξι μέσα της ασφάλειας και μου λένε:

-Ντύσου να πάμε κάτου. Τους λέω:

-Γιατί; Εχθές μ’ αφήσανε από την ασφάλεια· σήμερα τι με θέλετε;

Μου λένε:

–              Μια κατάθεση θα σου πάρουμε και θα σ’ αφήσουμε. Τι να κάνω; Ντύθηκα, βγαίνω έξω. Είχανε την κλούβα, με βάζουνε μέσα, και με πάνε στον προϊστάμενο τους, και αυτός μου παρουσιάζει ένα χαρτί να το υπογράψω. Του λέω:

-Τι είναι αυτό; Και αυτός μου λέει:

Αυτό το χαρτί είναι, μια που είναι καλοκαίρι, στο στείλανε να πας να παραθερίσεις. Σε στέλνουμε ένα χρόνο εξορία για Δημόσιο Επικίνδυνο.

Του λέω:

-Πού; Μου λέει:

-Στην Νιό.

Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, το υπογράφω. Και με στέλνουνε με άλλους πέντε με την κλούβα στο Μεταγωγών Πειραιώς. Από ‘κει έδωσα μιανού χωροφύλακα την οδός του σπιτιού μου, και στείλανε μια καθαρίστρια, ‘δοποίησε το σπίτι μου, και έρχονται και με βρίσκουνε στο Μεταγωγών. Τους λέω πώς είχανε τα πράματα.

Πάνε κι αρωτάνε και ύστερα μαθαίνω καλά ότι ο Μεταξάς με έστελνε για Δημόσιο Επικίνδυνο, γιατί είχα κάνει πολλές μανούρες και την γλίστραγα.

Πάνε, μου ετοιμάζουνε τα τσαμασίργια μου. Και το απόγεμα με την κλούβα χεροδέσμιος στο καράβι, και για τη Νιο.

eranistis.net

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *