Περί του ανθρώπινου σώματος

από Δημήτρης Γ. Ιωάννου 

Το ανθρώπινο σώμα βρίσκεται στο επίκεντρο της θεολογικής και φιλοσοφικής συζήτησης σήμερα. Θα θέλαμε και εμείς να συμβάλουμε στο μικρό μέτρο των δυνάμεών μας στη συζήτηση αυτή.

Καταρχήν, είναι απαραίτητο να δούμε τη συμβολή του σώματος στη διαμόρφωση του νοήματος. Ας πάρουμε τη λέξη «δίνω» και ας ερευνήσουμε τη σημασία της. Τι σημαίνει αυτή η λέξη; Κάποιος θα μας έλεγε ότι «δίνω» θα πει «χαρίζω» κάτι σε κάποιον. Αλλά αυτή η σημασία χωλαίνει καθότι μπορώ να «δώσω» στον άλλο μια αυστηρή επίπληξη, ακόμη και ένα χαστούκι. Πάντως, φαίνεται ότι στη σημασία του «δίνω» εμπλέκεται κυρίως το ανθρώπινο χέρι, το οποίο μπορεί να μεταβιβάσει στον άλλον ένα ποτήρι κρύο νερό. Αλλά με το χέρι μου μπορεί να «δώσω» κι ένα ποτήρι δηλητήριο, πράγμα που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κατ’ ακρίβειαν «δίνω». Το «δίνω» έτσι μεταβάλλεται σε πνευματικό χαρακτηριστικό, πνευματική ποιότητα. Μπορώ να μην χρησιμοποιήσω το χέρι μου. Μπορώ να κοιτάξω ένα στιλό και να πω στον άλλο, «πάρε τον, είναι δικός σου». Τι εννοούμε τότε με την λέξη «δίνω»; Εννοούμε ότι το «δίνω» ειναι , όπως είπαμε, πνευματικό χαρακτηριστικό. Γενικά, για να ορίσουμε τις έννοιες χρησιμοποιούμε ψυχικές αλλά και σωματικές πραγματικότητες.

Υπάρχει λοιπόν μία ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη, ο άνθρωπος, με ψυχικές και σωματικές εκφάνσεις. Αν δεν υπήρχε το σώμα, δεν θα μπορούσε να σχηματιστεί ούτε το πνεύμα. Και αυτό γιατί το πνεύμα χρησιμοποιεί την μεταφορά για να αρθρώσει το νόημα. Λέμε π.χ. «το έπιασα», εννοώντας ότι κατάλαβα κάτι, ή «σκοτώνω την ώρα μου», αν δεν κάνω τίποτε όντας οκνηρός. Το σημαντικό είναι ότι το νόημα εμφανίζεται ως ψυχοσωματική κατηγορία.

Η μεγάλη προνομία του σώματος είναι ο χώρος της μεταφοράς, μαζί και της παρομοίωσης. Τα όντα έχουν μεταξύ τους διάφορες ομοιότητες, πράγμα που το εκμεταλλεύεται η γλώσσα. Ο κόσμος των ζώων χρησιμοποιήθηκε σε αυτή τη νοερή διεργασία. Λέμε «εργατικός σαν την μέλισσα», «δυνατός σαν λιοντάρι», «σοφός σαν την κουκουβάγια» κλπ. Αν έλειπαν τα ζώα, πέρα από τα άλλα ζητήματα, δεν θα μπορούσε το βρέφος να εισέλθει ομαλά στην «ανθρώπινη κατάσταση». Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι προέχουν οντολογικά διάφορες ποιότητες, ψυχικά χαρακτηριστικά, πχ η εργατικότητα, η δύναμη κλπ, που γίνονται αντιληπτές από το πνεύμα μέσω της μεταφοράς με τα ζώα.

Το σώμα είναι το εργαλείο της ψυχής. Όμως, όπως εδειξε ο Χάιντεγκερ, στην πραγματικότητα το νοερό δεν προηγείται του σωματικού. Όταν βρίσκω ένα σφυρί και το χρησιμοποιώ για να χτίσω μια καλύβα, οι κινήσεις που κάνω με το χέρι μου δεν είναι καθόλου υπολογισμένες από πριν με μαθηματική ακρίβεια. «Είμαι μέσα στον κόσμο» και γι’ αυτό μπορώ να εργάζομαι χρησιμοποιώντας με το σώμα μου μία πρωτογενή δύναμη, η οποία δεν κατευθύνεται θεωρητικά, σαν να είναι το σώμα απλό εργαλείο. «Είμαι μέσα στον κόσμο» θα πει ότι εμπλέκομαι στα του κόσμου χρησιμοποιωντας ευθύς εξαρχής, και χωρίς θεωρητικοποίηση κάθε φορά, πχ το χέρι μου.

Οι νεοπλατωνικοί δεν έδιναν καθόλου σημασία στο σώμα και μάλιστα ντρέπονταν που ήταν ενσώματα όντα – έτσι παραδίδεται για τον Πλωτίνο. Για αυτούς η ψυχή υπήρχε σε μια ανώτερη, υπερβατική πραγματικότητα, από κάποιο λάθος της όμως εξέπεσε στον γήινο κόσμο, και τώρα οφείλει να αποβάλει την σωματικότητά της -ή τουλάχιστον να την περιορίσει στο ελάχιστο- προκειμένου να ξαναβρεί την χαμένη της ευτυχία. Είναι αλήθεια ότι οι πνευματικές εργασίες φέρνουν μεγάλη ηδονή, πράγμα που το ήξεραν οι νεοπλατωνικοί. Η μαγεία των νοημάτων, η μουσική μελωδία, το βάθος των σκέψεων, όλες αυτές οι ψυχικές λειτουργίες ξεπερνούν σε ηδονή τις όποιες σωματικές, όπως είναι πχ κατά τη γλώσσα τους τα «αφροδίσια», το φαγητό, το ποτό κλπ. Ετσι γεννήθηκε και ένα είδος ασκητισμού στην αρχαία φιλοσοφία, από διάφορες σχολές, πχ τους πυθαγορείους, τον Ορφέα, αλλά και τον Πλάτωνα κλπ. Η μαγεία της σωματικής εγκράτειας δεν ήταν άγνωστη – κάθε άλλο- στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.

Με τον χριστιανισμό φθάνουμε σε ένα είδος υπέρβασης αυτού του τύπου του ασκητισμού. Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι ασκητικοί κύκλοι, όπως αυτοί που συνδέονταν με τον μοναχό Ευάγριο, θεωρούσαν την θέωση ως ανθρώπινη κατάκτηση, εφόσον αυτό που επιτυγχάνει ο νους είναι να δει τελικά το ίδιο του το φως, μια που είναι κατά την χριστιανική διδασκαλία φωτοειδής. Ωστοσο, γενικότερα οι χριστιανοί σκέπτονταν ότι ούτε το σώμα ούτε η ψυχή δεν είναι από μόνα τους ικανά να παράσχουν τη θέωση. Το σώμα γιατί, ηδονιζόμενο, απλώς εμπλέκεται στα γρανάζια της υλόφρονης ευδαιμονίας, ενώ η ψυχή, παρά τα φαινόμενα, εμμένει σε ψυχικές και δεν φθάνει σε πνευματικές ενοράσεις.

Το σημαντικό με τον χριστιανισμό, που είχε προδρόμους στο σημείο αυτό, είναι η ανακάλυψη της ύπαρξης του νου, ο οποίος είναι και ο οφθαλμός της ψυχής, κατά τους νηπτικούς πατέρες. Τι είναι ο «νούς»; Το καταλαβαίνω αν συγκεντρωθώ πχ στην λύση ενός γεωμετρικού προβλήματος. Τότε «συγκεντρώνομαι» ολόκληρος στη λύση αυτού του προβλήματος, φθάνω στην «προσοχή», και αυτό που προσέχει από όλο μου το «είναι» είναι ακριβώς ο νους μου.  Αυτός βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα γιατί, όπως κάπου υποστηρίζει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, έτσι μπορεί να έχει το χάρισμα της «πανταχού παρουσίας» στο σώμα του, ομοιούμενος με τον Θεό.

Με το σώμα ο άνθρωπος μοιάζει περισσότερο με τον Θεό, από ό,τι αν η ψυχή δεν είχε καθόλου σώμα. Όπως είπαμε, χάρη σε αυτό η ψυχή αποκτά το ιδίωμα της πανταχού παρουσίας, αλλά και γίνεται πιο σθεναρή, καθώς σε διάφορες περιστάσεις αναγκάζει το σώμα της να εργαστεί σκληρά. Γενικότερα , επιβαλλόμενη στο σώμα της, η ψυχή γίνεται πολύ πιο δυνατή, γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς πάλι θεωρούσε πιο σθεναρή τη φύση των ανθρώπων από αυτή των αγγέλων. Και οι άγγελοι επίσης θλίβονται γιατί δεν έχουν σώμα ώστε να μαρτυρήσουν για τον Χριστό, όπως οι άγιοι μάρτυρες.

Στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά δοξάζεται και το σώμα, όχι μόνο η ψυχή. Ο άγιος Γρηγόριος λέγει ότι επειδή και το σώμα κοπίασε μαζί με την ψυχή στη ζωή αυτή, είναι δίκαιο και αυτό να συναπολαύσει με αυτήν και τις ουράνιες καταστάσεις. Το σώμα θεώνεται και αυτό, γίνεται αληθής φορέας της θείας χάρης. Ομολογουμένως, η διδασκαλία αυτή, και γενικότερα το γεγονός της Ανάστασης του Σώματος του Κυρίου, έκανε τους Αθηναίους να μην ασπαστούν τον χριστιανισμό- αφού, άλλωστε, τότε πιστευαν ότι το σώμα είναι ο τάφος της ψυχής. Ωστόσο, η ησυχαστική θεολογία λέγει ότι το ανθρώπινο σώμα, ανακαινισμένο και μεταμορφωμένο, θα αντικρίσει το θείο κάλλος, θα σωθεί και αυτό.

Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι ο Θεός δεν είναι νοητική κατηγορία, διανοητική και με αυτή την έννοια ψυχική, ώστε να έχει με την ψυχή την αυτή υπόσταση και άρα να συλλαμβάνεται από αυτήν. Ο Θεός δεν είναι έννοια, όπως πιστεύουν ακόμη μερικοί φιλόσοφοι, αλλά ξεπερνά κάθε ανθρώπινη και γενικότερα κτιστή κατηγορία. Υπάρχει μια αναλογία μεταξύ των όντων και του Θεού- π.χ. η ομορφιά της κτίσης εικονίζει την θεία ωραιότητα, αλλά στην πραγματικότητα η τελευταία είναι πέραν κάθε νοητικής συλλήψεως. Ακόμη και τα ευγενέστερα ανθρώπινα συναισθήματα, η συγκίνηση από την κοσμική ωραιότητα, ο θαυμασμός για την σοφία της κτίσης κλπ, δεν μπορουν να συγκριθούν με τα θεία ιδιώματα. Είναι αδύνατον να μετάσχει κανείς στην ουσία του Θεού, γίνεται όμως κοινωνός των «προς τα έξω» ενεργειών Αυτού, στις οποίες δεκτικό είναι και το σώμα.

Το σώμα κοπιάζει με την άσκηση, σπρώχνει όμως την ψυχή στις πιο χαμερπείς κινήσεις. Αν δεν υπήρχε σώμα δεν θα υπήρχαν και αρκετά πάθη, όπως πίστευαν πχ οι Στωικοί, αλλά στον χριστιανισμό το κυριότερο πάθος, ο εγωισμός, είναι ψυχική και όχι σωματική κατηγορία. Είναι σημαντικό το ότι ο εφευρέτης του κακού, ο διάβολος ή σατανάς, χωρίς να έχει σώμα έπεσε στο αμάρτημα της υπερηφάνειας και κατακρημνίστηκε από το ύψος του ουρανού. Παρομοίως και για τον άνθρωπο, το χειρότερο πάθος είναι η οίηση, η υπερηφάνεια, που είναι ψυχική κατηγορία και όχι σωματική. Και όμως το σώμα ασκείται πολύ στην μοναστική ζωή.

Η μοναστική ζωή μοιάζει ενίοτε ως σωματοκτόνος, αλλά όπως λέγει το Γεροντικό η μοναχική άσκηση είναι απλώς «παθοκτόνος». Διαβάζουμε για ιστορίες μοναχών που δεν έτρωγαν παρά λίγους σπόρους σιταριού κάθε μέρα, που έπιναν μετρημένο το νερό, που δεν κοιμόντουσαν παρά δυο-τρεις ώρες κάθε μέρα και αυτό με «χαμευνία» κλπ. Το σώμα είναι συνοδός της ψυχής σε όλα της τα έργα. Πολλά πάθη εισχωρούν δι’ αυτού στην ψυχή, όπως η λαιμαργία, η πορνεία κλπ.

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς μιλούσε πολύ για το «θαβώρειο» φως, την άκτιστη δόξα του Θεού, την οποια κοινώνησαν και οι μαθητές του Χριστού. Οι ησυχαστές γενικότερα δέχονται ότι και σήμερα υπάρχουν τέτοιοι φορείς της χάρης, οι οποίοι θεώνται την άκτιστη θεία δόξα, και μερικές φορές μιλούν γι’ αυτή. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί ο άγιος Σωφρόνιος του Εσσεξ της Αγγλίας, ο οποίος μίλησε αρκετά για τις προσωπικές του οράσεις, για να οικοδομηθεί το πλήρωμα της Εκκλησίας. Κάποιος άλλος ασκητής λέγει ότι την ώρα της θεοπτίας αναστέλλονται όλες οι βιολογικές κατηγορίες, δεν έχει δηλαδή κάποιος, για παράδειγμα, την ανάγκη της τροφής και της πόσεως. Θα λέγαμε ότι το σώμα τότε αυτών των ασκητών γίνεται πνευματικό και δεν το διαπερνά η ανθρώπινη ανάγκη.

Το σώμα του αναστάντος Χριστού είναι το κατ’ εξοχήν παράδειγμα του δοξασμένου σώματος. Είναι σώμα και αυτό πνευματικό, καθώς, για παραδειγμα, μπορούσε να περάσει μέσα από κλειστές πόρτες, ενώ έφαγε μαζί με τους μαθητές, όχι γιατί πεινούσε, αλλά για να διασκεδάσει τον φόβο των μαθητών, μήπως επρόκειτο για κάποιο φάντασμα. Παρομοίως, το σώμα των αναστημένων ανθρώπων θα μοιάζει με το σώμα του Χριστού. Αν δοξαστεί η ψυχή τους, θα δοξαστεί και το σώμα τους.

**************

Το σώμα, αλλά και η ψυχή των ανθρώπων φθείρεται. Οι ψυχικές  αισθήσεις, η μνήμη, η φαντασία, η κρίση με τον καιρό αδυνατίζουν. Το γήρας όμως, που είναι η καταστροφή της ωραιότητας, της σφριγηλότητας και της ακμής του σώματος, μαζί και της ψυχής, είναι μια πολύ χρήσιμη περίοδος για κάθε άνθρωπο. Η ανθρώπινη αλλαζονεία τότε κολάζεται, η αδυναμία και η ανάγκη βοήθειας από τους άλλους ανθρώπους ταπεινώνει το άτομο, ο κόπος για προσευχή και άσκηση λογαριάζεται διπλής αξίας από τον Χριστό. Το γερασμένο σώμα είναι, φυσιολογικά, πηγή ταπεινότητας και εσωτερικής συντριβής. Ο άνθρωπος μοιάζει να αμύνεται μπροστά σε όλον αυτό τον εκφυλισμό, που του αφαιρεί τις ικανότητες μία προς μία, για να του αφήσει συχνά στο τέλος μόνο το ψέλλισμα μιας προσευχής – το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.

Σημασία έχει να δώσει κανείς τα νιάτα του στον Χριστό, αυτό είναι βέβαια μια αλήθεια. Στους βίους των προσφάτων αγίων βλέπουμε ολοζώντανη αυτή την θεία φλόγα που έκαιγε μέσα από την νηπιακή τους ηλικία, και πορεύθηκαν αταλάντευτα προς την κατά Χριστόν ζωή σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους, ακολουθώντας συχνά τον ιερατικό ή μοναστικό βίο. Αυτοί δουλαγώγησαν το σώμα, καμιά φορά με τον σκληρότερο τρόπο. Γενικά, η άνεση και η σφριγηλότητα του σώματος είναι εχθρός της κατά Θεόν ζωής. Θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος το «γιατί», και η απάντηση είναι ότι όταν θάλλει και ευδοκιμεί το σώμα, τότε αρρωσταίνει η ψυχή. Ποιος είναι ο χρυσός κανόνας; Τον δίνει ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. «Φάε τόσο, όσο δεν θα βλάψει μετά την αφοσίωσή σου στην προσευχή». Το σώμα μπορεί να γίνει εχθρός, και όχι σύμμαχος στην πνευματικής ζωής. Πότε όμως συμβαίνει αυτό;

Αυτό έχει σχέση με το πάθος της φιλαυτίας, το οποίο καλύπτει πολλές πτυχές του ψυχικού βίου. Φιλαυτία σημαίνει να αγαπάς με εκπεπτωκυία αγάπη την σάρκα σου, να την ταϊζεις καλά, να αποζητάς μαλακά και άνετα στρωσίδια, να παραδίδεις τον εαυτό σου στην άνεση και τον πολύ ύπνο και άλλα παρόμοια. Η αρετή αυτή, της νίκης κατά της φιλαυτίας, θεωρείται εν πολλοίς ο σκοπός της χριστιανικής ζωής- πάντα ωστόσο πίσω και κάτω από την αγάπη για τον Χριστό. Ωστόσο, ο φίλαυτος δεν μπορεί να αγαπά τον  Χριστό- αυτό είναι ο κανόνας, γι’ αυτό ο Χριστός στέλνει στους φιλαύτους πχ μία σωματική ασθένεια, η υπομονή για την οποία αναπληρώνει τον πόθο να ικανοποιεί κανείς πλήρως κάθε του σωματική ανάγκη. Τον κάνει να μην ζει πια  για την πολυτέλεια και  την ξεγνοισιά.

Είναι παράξενο ότι για την αρετή της εν Χριστώ ζωής απαιτείται τόση σκληραγώγηση του σώματος. Το σώμα παίζει τεράστιο ρόλο στην πνευματική ζωή. Αυτό προέρχεται από το ότι η ψυχή πρέπει να τρέχει με δίψα πίσω  από τα λόγια του Λυτρωτή, να λαχταρά να Τον δει και να Τον ψηλαφήσει πνευματικώς, να είναι πρόθυμη σε κάθε αποστολή που της αναθέτει ο Κύριος. Όλα αυτά γίνονται αιτία να κινητοποιηθεί και το σώμα αναλόγως, να ακολουθήσει την ψυχή- αυτή είναι που το διατάζει να κινηθεί. Και το σώμα ωστόσο δεν είναι αδρανής σύμμαχος της ψυχής, καθότι, το αγιασμένο σώμα, εκείνο που στερήθηκε την πολυτέλεια και την άνεση, ξυπνά ενίοτε μόνο του την ψυχή να σηκωθεί και να αναλάβει τα καθήκοντά της. «Ιδού καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί» λέγει η Αγία Γραφή, καθότι η καρδιά, αυτό το πνευματικό οργανο της εν Χριστώ ζωής, αν συνηθίσει την προσευχή, συμπαρασύρει μαζί της και την ψυχή. Και όπως λέγει ο Αββάς Ισαάκ, αρετή που επιτεύχθηκε χωρίς σωματικό κόπο, δεν είναι αρετή. Είναι πολύ σημαντικό να σημειώσουμε ότι η επιθυμία, που είναι ψυχικό φαινόμενο, γίνεται στους αγίους και σωματικό, καθώς κάθε φλέβα του αίματός τους χτυπά για τον Χριστό, τόσο που ακόμη και στον ύπνο τους η ψυχοσωματική τους υπόσταση είναι δοσμένη στην προσευχή.

Το μεγαλύτερο ανθρώπινο έργο έχει μάλιστα σχέση με το σώμα. Πρόκειται για το μαρτύριο των αγίων Μαρτύρων και Νεομαρτύρων του εκκλησιαστικού βίου. Το σώμα τους έγινε αληθινή Αγία Τράπεζα- γι’ αυτό κάποιος άγιος, που επρόκειτο σε λίγο να μαρτυρήσει, μην έχοντας αγία Τράπεζα στην φυλακή, έκανε την κλάση του άρτου επάνω στο τίμιο σώμα του. Το σημαντικό εδώ είναι να ρωτήσουμε πώς γίνεται το σώμα να αποτελεί προνομιακό τόπο της άσκησης για την χριστιανική ζωή. Ο σωματικός κόπος, αν γίνεται για τον Χριστό, συνεπαίρνει τον προσευχόμενο. Τον ανακαινίζει, τον ενδυναμώνει, τον ανδρώνει, τον ετοιμάζει τέλος για την ύστατη αγιαστική χάρη του μαρτυρίου. Υπήρξαν βεβαια και μάρτυρες που την τελευταία στιγμή βάδισαν προς το μαρτύριο- όπως κάποιοι δήμιοι, ωστόσο, αν διαβάσουμε κυρίως τους βίους των Νεομαρτύρων, θα δούμε ότι προετοιμάστηκαν πνευματικά από τους αγίους αλείπτες τους, τους πνευματικούς τους καθοδηγητές, οι οποίοι και τους δίδαξαν την αρετή της νηστείας και την χάρη της προσευχής, κι έπειτα τους έστειλαν στο μαρτύριο, όπως ποθούσε η ψυχή τους.

Είναι μάλιστα σημαντικό να μιλήσουμε και για την σημασία της ανθρώπινης «καρδίας» στο σημείο αυτό. Η πνευματική ζωή δεν λαμβάνει χώρα σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του ανθρωπίνου σώματος, ας πούμε στον εγκέφαλο, αλλά στην καρδιά. Βέβαια, οι ασκητές, όταν μιλούν για «καρδία», έχουν υπόψη το νοερό ανθρώπινο κέντρο της πνευματικής ζωής, ωστόσο ακόμη και το ίδιο το σωματικό όργανο παίζει μεγάλο ρόλο, καθώς εκεί είναι που επισυμβαίνουν οι μυστικοί γάμοι του Νυμφίου Χριστού με την ψυχή. Ακόμη και στην καθημερινή ζωή των λαϊκών φαίνεται η σημασία της καρδιάς με την πνευματική έννοια. Όταν αγκαλιάζει κανείς το παιδί του που έλειψε καιρό μακριά, τότε όλη η πνευματική ζωή συγκεντρώνεται στην καρδιά του-και τα όποια λόγια βγαίνουν, πηγάζουν από την καρδιά. Οσον αφορά τους ασκητές, επαναλαμβάνουν ότι η ασκητική προσευχή είναι καρδιακή, γιατί έχουν ζώσα πείρα ότι δεν είναι ο εγκέφαλος το κέντρο της ευσέβειας και της λατρείας, αλλά η καρδιά. Σε προχωρημένα στάδια, συμβαίνει μάλιστα στους ασκητές να «κατεβαίνει ο νους στην καρδιά», που αποτελεί το κατεξοχήν κέντρο δεξίωσης του άλλου και υποδοχής- πόσο μάλλον αν πρόκειται για τον Σωτήρα Χριστό.

Το σώμα έτσι αποδεικνύεται ένα όργανο της ψυχής που δεν απλά αδιαφόρετο σε κάθε του σημείο, αλλά γνωρίζει μυστικά κέντρα, τα οποία υποβοηθούν στην προσευχή- και ο εγκέφαλος, ως έδρα της λογικής και της αλληλουχίας των εννοιών προκειμένου να σχηματιστεί επιχείρημα, είναι και αυτός ένα διαφορετικό κέντρο απ’ ό,τι η καρδιά στον ανθρώπινο ψυχισμό. Μέσω του εγκεφάλου επιτυγχάνονται και ελέγχονται διάφορες κρίσεις, κατανοείται από την πρώιμη παιδική ηλικία ο γύρω κόσμος και οι άνθρωποι ως διακριτά όντα, σχηματίζονται έννοιες, διεκπεραιώνονται διάφοροι συλλογισμοί.

Οι μετάνοιες των μοναχών, ειδικά οι «μεγάλες», οι «εδαφιαίες» καθιστούν έκδηλο το γεγονός ότι η πνευματική ζωή έχει ψυχικές αλλά και σωματικές εκφάνσεις. Θυμάμαι κάποιον ασκητή που αναλωνόταν σε αυτές, τόσο που το σώμα του είχε αλλάξει και αυτό, και η μέση του είχε πάρει το σχήμα που απαιτούν οι μετάνοιες. Ο άγιος Πορφύριος πήρε το προορατικό χάρισμα από τον γερο-Δημά, έναν καλόγερο στο άγιο Ορος, κρυφό άγιο, που έπεσε κάτω, στην εικόνα του Χριστού και άρχισε να κάνει μετάνοιες. Σύντομα περιέπεσε σε έκσταση, άρχισε να φωνάζει με επιφωνήματα ανεκλάτητου θείου έρωτος, και η χάρη που τον περιέλουσε ήταν τόσο πολλή, ώστε έπεσε και πάνω στον άγιο Πορφύριο, και του μετέδωσε τα διάφορα χαρίσματα. Μπορεί κανείς να ρωτήσει τι χρειάζονται όλες αυτές οι μετάνοιες, αλλά το σώμα ξυπνά και το πνεύμα στην προσευχή. «Πρέπει να προσευχόμαστε και με την τελευταία φλέβα του σώματός μας», διδάσκει ο άγιος Θεοφάνης ο έγκλειστος, να δίδεται όλη η ψυχοσωματική μας υπόσταση στον Χριστό. Μόνο τότε, αν συμμετέχει και το σώμα, προσευχόμαστε αληθινά. Ειδικά οι μετάνοιες ταπεινώνουν το σώμα, μαζί και την ψυχή, η οποία πρέπει να φθάσει στην συντριβή. Και το μυστήριο της εξομολόγησης, που απαιτεί μετάνοια για άφεση αμαρτιών, έχει ως προαπαιτούμενο – κατά την κρίση του πνευματικού πάντα- την άσκηση των μετανοιών, γιατί γίνεται αιτία να φύγει η πνευματική αναισθησία, και να έλθει η χάρη του Αγίου Πνεύματος. «Ουδείς ανήλθε εις τον Ουρανόν μετά ανέσεως», λέγει ο Αββάς Ισαάκ.

Περιγράψαμε στο μέτρο του δυνατού την μετοχή του σώματος στην πνευματική ζωή. Το σώμα δεν είναι τάφος της ψυχής, αλλά συνεργός και πολύτιμος βοηθός της. Δεν νοείται χριστιανική ζωή χωρίς την ενέργεια του σώματος. Ούτε το σώμα, ούτε η ψυχή μπορούν να δεξιωθούν μόνα τους τον Θεό, αλλά σύνολη η ψυχοσωματική ύπαρξη. Η χριστιανική εγκράτεια σκοπό δεν έχει να αρνηθεί το ανθρώπινο σώμα, αλλά να αποβάλει την ραθυμία και την οκνηρία που το μεταπτωτικό σώμα κουβαλά μαζί του. Σύνολος ο άνθρωπος, σώμα και ψυχή, περιμένουν την κοινή ανάσταση. Η ψυχή δεν πεθαίνει, χάρη στη δωρεά του Θεού, ενώ η φύση της είναι στην πραγματικότητα θνητή-  ως κτιστή. Γι’ αυτό και στην εκκλησία τιμάμε τα άγια λείψανα, γιατί έχουν και αυτά εντός τους τη θεία χάρη, που μεταμορφώνει τον όλο άνθρωπο. Ο όλος άνθρωπος θα σωθεί, και όχι μόνο η ψυχή. Το σώμα λοιπόν είναι πολύτιμος συνεργός της ψυχής, και όχι εχθρός της. Οι κατηγορίες ότι ο χριστιανισμός υποβιβάζει το ανθρώπινο σώμα δεν ευσταθούν, πράγμα που καταδεικνύουν όλα όσα είπαμε. Η ανάσταση σωμάτων ήταν και είναι «σκάνδαλον» για τους ακούοντες το χριστιανικό κήρυγμα, δεν παύει όμως να αποτελεί μια αλήθεια που περιλαμβάνεται και στο Σύμβολο της Πίστεως: «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών», λέμε, ως γνωστόν, σε κάθε θεία Λειτουργία.

antifono.gr

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *