Σάββας Καλεντερίδης: Το ελληνικό κράτος ενθάρρυνε τη Γενοκτονία των Ποντίων

Μετά την ίδρυση του ελλαδικού κράτους ακολούθησαν δυο ιστορικά φαινόμενα. Το ένα ήταν η επέκταση των συνόρων του κράτους από τη Μελούνα στον Έβρο και το Καστελόριζο και το άλλο η εξάλειψη των ελληνικών κοινοτήτων από διάφορες περιοχές της Βαλκανικής, του Εύξεινου Πόντου, της Θράκης, της Μικράς Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Αυτό το δεύτερο ιστορικό φαινόμενο αποκαλείται και συρρίκνωση του ελληνισμού.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όσο μεγάλωνε το ελληνικό κράτος, τόσο συρρικνωνόταν ο οικουμενικός ελληνισμός.

Υπάρχουν αρκετές ερμηνείες για το δεύτερο φαινόμενο, θα σταθούμε σε δύο που θεωρούμε τις κυριότερες. Η μία είναι το ότι η δημιουργία εθνικών κρατών οδήγησε στην εξάλειψη των εθνικών μειονοτήτων, ανάμεσα στις οποίες και οι Έλληνες που ζούσαν στα κράτη αυτά.

Η άλλη είναι η διαπίστωση ότι το ελληνικό κράτος, από τότε που ιδρύθηκε και δυστυχώς μέχρι σήμερα, δεν έχει ως κύριο συστατικό στο υπαρξιακό εθνικό του δόγμα την υποχρέωση να υποστηρίζει πάση θυσία όχι μόνο τον οικουμενικό ελληνισμό, αλλά και τον τελευταίο Έλληνα, όπου κι αν ζει, όπου κι αν βρίσκεται. Και αυτό το έλλειμμα είναι που καθορίζει και επηρεάζει την εμπιστοσύνη που έχει ο ελληνισμός γενικά, και ο Έλληνας ειδικά, σε αυτό που λέγεται ελληνικό κράτος.

Και αν δεν αποκτήσει το ελληνικό κράτος, που λογίζεται εθνικό κέντρο του ελληνισμού, ένα υπαρξιακό εθνικό δόγμα, στον πυρήνα του οποίου να βρίσκεται η υποχρέωση προστασίας των ανά των κόσμο ελληνικών κοινοτήτων, τότε το κράτος θα παραμείνει θνησιγενές και αντί για προστάτης θα καταλήξει νεκροθάφτης του ελληνισμού.

Από το 1908 μέχρι το 1911 το Κομιτάτο «Ένωσις και Πρόοδος» πραγματοποίησε τέσσερα μυστικά συνέδρια στην υπό οθωμανική κατοχή Θεσσαλονίκη. Οι Νεότουρκοι στα συνέδρια αυτά πήραν τις τελικές αποφάσεις για τη δημιουργία του εθνικού κράτους «Τουρκία», το οποίο θα στηριζόταν σε τέσσερις πυλώνες: «Ένα έθνος, ένα κράτος, μία γλώσσα, μία θρησκεία». Μπορεί τα συνέδρια να ήταν μυστικά, όμως αυτό δεν εμπόδισε την εφημερίδα The Times του Λονδίνου, σε άρθρο που δημοσίευσε στις 3 Οκτωβρίου 1911, με τίτλο «The Salonika Congress. Young Turks and their programme», να γράψει ότι στο συνέδριο των Νεότουρκων αποφασίστηκε η εξόντωση των χριστιανικών λαών της Ανατολής, που ήταν προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας «καθαρής» Τουρκίας.

Και αφού το είδαν οι Άγγλοι και το δημοσίευσαν, είναι απίθανο να μην το είδαν οι ελληνικές υπηρεσίες και να μην ενημερώθηκε το ελληνικό κράτος και η κυβέρνηση.

Όμως, όπως αποδείχτηκε από τις εξελίξεις, το ελληνικό κράτος και οι κυβερνήσεις έμειναν απαθείς παρατηρητές του εγκλήματος της Γενοκτονίας και συνεργοί του ξεριζωμού του ελληνισμού της Θράκης, του Πόντου και της Ανατολής, που ήταν πιο ακμαίος και πιο ισχυρός από πολλές απόψεις από τον ελληνισμό της Ελλάδας.

Το σχέδιο της Γενοκτονίας, που το «εμπνεύστηκαν» και το αποφάσισαν οι Νεότουρκοι το 1911, άρχισαν να το εφαρμόζουν από τα τέλη του 1913, έχοντας ως συμβούλους τους Γερμανούς αξιωματικούς που είχαν αναλάβει το έργο του εκσυγχρονισμού του οθωμανικού στρατού, με αρχιστράτηγο τον Ότο Λίμαν φον Σάντερς.

Στις 30 Οκτωβρίου 1918, με την υπογραφή της Συνθήκης Ανακωχής του Μούδρου, πάνω σε ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο, αποφασίστηκε η διάλυση του οθωμανικού στρατού και η παρουσία συμμαχικών στρατευμάτων, κυρίως αγγλικών, στην Κωνσταντινούπολη.

Τότε περατώθηκε η πρώτη φάση της Γενοκτονίας.

Μόλις δύο εβδομάδες μετά την αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη, οι Άγγλοι έδιναν στον Μουσταφά Κεμάλ και σε 34 αξιωματικούς βίζα να μεταβούν από την Κωνσταντινούπολη στην μαρτυρική Αμισό, με αποστολή «να αποκαταστήσει την τάξη στην περιοχή που δρούσαν ομάδες ατάκτων και να προστατέψει τους Έλληνες της περιοχής».

Ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στην Αμισό στις 19 Μαΐου, και αντί να αποκαταστήσει την τάξη, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο της Γενοκτονίας που είχε διακοπεί με τη συνθήκη Ανακωχής του Μούδρου, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1924. Ήταν τότε που έφυγε και ο τελευταίος Έλληνας από τη Μικρά Ασία, και αναφώνησε ο Κεμάλ το «επιτέλους τους ξεριζώσαμε».

Όμως τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια το ελληνικό κράτος που ο ελληνισμός δεινοπαθούσε και έπεσε θύμα του καλοστημένου σχεδίου γενοκτονίας των Τούρκων;

Όχι μόνο δεν έπραξε τίποτα, αλλά με τις κινήσεις των πολιτικών και των κυβερνήσεων, ίσως και να διευκόλυνε το έργο των Νεότουρκων και των κεμαλικών.

Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ακόμα και μετά τη Γενοκτονία ακολούθησε και εξακολουθεί να υιοθετεί μια πολιτική που ενθαρρύνει την Τουρκία να συνεχίσει να στρέφεται εναντίον της Ελλάδας και του ελληνισμού.

Κάτι κάνουμε λάθος εμείς οι Έλληνες…

Έχε γεια – πάντα γεια, τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε…

Αυτός είναι ένας λαϊκός στίχος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, που καθιερώθηκε αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ανακωχής του Μούδρου, στις 30 Οκτωβρίου 1918, με την οποία οι δυνάμεις της Αντάντ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, αναλάμβαναν στην ουσία τον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά την ήττα της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης, μέσα σε μια εβδομάδα, ακολούθησαν συλλήψεις και προσαγωγές στο Δικαστήριο Πολέμου της Κωνσταντινούπολης υπουργών, νομαρχών και αξιωματικών προσκείμενων στο Κομιτάτο «Ένωσις και Πρόοδος» των Νεότουρκων, όπου δικάστηκαν για τη συμμετοχή τους στη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915.

Αυτό δεν έγινε αυτόματα ούτε αυτεπάγγελτα, αλλά μετά από απαίτηση των Αρμενίων, που είχαν συλλέξει στοιχεία και είχαν επηρεάσει τους συμμάχους που κατείχαν την Κωνσταντινούπολη και κυρίως τους Άγγλους.

Εμείς οι Έλληνες, πολίτες και κράτος, αντί να απαιτήσουμε την καταδίκη των ανθρωπόμορφων τεράτων που διέπραξαν τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Θράκης, του Πόντου και της Μικράς Ασίας, τραγουδούσαμε το «Έχε γεια – πάντα γεια, τα μιλήσαμε / όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε…».

Αμέσως μετά, το ελληνικό κράτος, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες μιας τέτοιας πράξης, συμμετείχε με επίλεκτες στρατιωτικές δυνάμεις στη γαλλική εκστρατεία της Κριμαίας, και έναν μήνα αργότερα ακολούθησε η αποστολή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Μικρά Ασία (Σμύρνη).

Δηλαδή, αντί το ελληνικό κράτος και οι ελληνικές κοινότητες της Ανατολής να συνεννοηθούμε και να προκύψει μια εθνική συνεννόηση, ένα εθνικό σχέδιο για τη διαχείριση της κατάστασης, κυρίαρχο στοιχείο του οποίου θα έπρεπε να ήταν η καταδίκη των υπευθύνων της Γενοκτονίας και το μέλλον των ελληνικών κοινοτήτων, εμείς κάναμε ακριβώς τα αντίθετα, για να ακολουθήσει η δεύτερη φάση της Γενοκτονίας από τον Μουσταφά Κεμάλ, από τις 19 Μαΐου 1919 μέχρι το 1924.

Όμως το κορυφαίο λάθος ήταν αυτό που έγινε στη Συνθήκη της Λοζάνης, που λίγοι έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ήταν η συνθήκη ειρήνης που υπέγραψαν οι νικητές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου με την ηττηθείσα Τουρκία, ανεξαρτήτως αν αυτή μας είχε νικήσει στον Μικρασιατικό Πόλεμο.

Εκεί, εξίσου σημαντικό με τον καθορισμό των συνόρων ήταν να απαιτήσουμε να μπει ο όρος της αναγνώρισης της Γενοκτονίας από πλευράς της Τουρκίας, όπως ακριβώς απαίτησαν οι νικητές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου από τη Γερμανία, στη Συνθήκη του Πότσδαμ. Απόρροια των προβλέψεων της συνθήκης αυτής ήταν –εκτός των άλλων– ο έλεγχος των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, ούτως ώστε να μην επαναληφθούν στο μέλλον τα εγκλήματα που διέπραξε η Γερμανία στη διάρκεια του Β΄ ΠΠ.

Και αυτή η δέσμευση ισχύει μέχρι σήμερα, με το Κοινοβούλιο να ελέγχει το στρατό και όχι τη γερμανική κυβέρνηση!

Εμείς, αντί να διεκδικήσουμε ανάλογες ρυθμίσεις, με πρωταρχικό όρο την αναγνώριση της Γενοκτονίας στο πρώτο άρθρο της Συνθήκης της Λοζάνης, ακολουθήσαμε πολιτικές λονδρέζικης έμπνευσης, που προσδιόρισαν και προσδιορίζουν την καταστροφική πορεία που είχαν τα εθνικά μας θέματα τον 20ό αιώνα, με τη θυσία της ανταλλάξιμης περιουσίας, που τη δώσαμε πεσκέσι για να εξευμενίσουμε τον θύτη, με τη λεηλασία των περιουσιών των Ελλήνων της Πόλης το 1942, με τις βαρβαρότητες των Σεπτεμβριανών του 1955, τις απελάσεις του 1964, την εισβολή στην Κύπρο το 1974, τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και τον εκτουρκισμό των Πομάκων και των Ρομά στην ελληνική Θράκη.

Η ρίζα του κακού είναι μία και αυτήν πρέπει να αλλάξουμε. Πρέπει να αλλάξουμε την αντίληψη του ελληνικού κράτους περί κατευνασμού του θηρίου, δίνοντάς του κάθε λίγο και ένα θύμα να το καταβροχθίσει, μέχρι να έλθει η σειρά του άλλου.

Πρέπει να αντιληφθούμε ότι αν δεν αποτελέσει το ζήτημα της διεθνοποίησης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Θράκης, του Πόντου και της Μικράς Ασίας θεμέλιο λίθο του εθνικού μας δόγματος και της εξωτερικής μας πολιτικής, πολύ απλά το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να προετοιμαζόμαστε για να προσφέρουμε το επόμενο θύμα, όπως έκανε ο Αιγαίας με την αποστολή εφτά νέων αγοριών και κοριτσιών βορά στον Μινώταυρο.

Ο σύγχρονος Θησέας που θα σκοτώσει τον Μινώταυρο δεν μπορεί να είναι κανείς άλλος από όλους εμάς, υπό την προϋπόθεση να ενωθούμε και να προωθήσουμε τη διεθνοποίηση της Γενοκτονίας, με τελικό στόχο την αναγνώρισή της από την ίδια την Τουρκία.

Υπό την έννοια αυτή, το συγκεκριμένο ζήτημα, ο αγώνας για τη διεθνοποίηση και αναγνώριση της Γενοκτονίας, είναι η πιο προοδευτική, φιλειρηνική και δημοκρατική πράξη που μπορεί να κάνει ο πολίτης της Ελλάδας και οι πολίτες του κόσμου.

Ας ενωθούμε όλοι οι Έλληνες, στην Ελλάδα και την οικουμένη, να σκοτώσουμε τον Μινώταυρο που λεηλατεί τον ελληνισμό!

 

ΠΗΓΗ: Pontos News

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *