Το ναζιστικό Euthanasie-Programm: η ακρότατη έκφανση της νεωτερικής βιοπολιτικής

Κείμενο: Giorgio Agamben, Homo Sacer (μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας), Αθήνα: Scripta, 2005, σ. 219-24.

Κατά τη διάρκεια της δίκης των ιατρών στη Νυρεμβέργη, ένας μάρτυρας, ο δόκτωρ Fritz Mennecke, ανέφερε ότι άκου-σε, στη διάρκεια μιας εμπιστευτικής συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο τον Φεβρουάριο του 1940, τους δόκτορες Hevelmann, Bahnen και Brack να γνωστοποιούν ότι η κυβέρνηση του Ράιχ μόλις είχε εκδώσει μια απόφαση με την οποία εξουσιοδοτούσε «την εξάλειψη της ζωής που είναι ανάξια να βιωθεί», κάνοντας μάλιστα ξεχωριστή μνεία στους ανίατους νοητικώς υστερούντες. Η πληροφορία δεν ήταν απολύτως ακριβής, γιατί ο Hitler είχε επιλέξει, για ποικίλους λόγους, να μη δώσει ρητή νομική μορφή στο πρόγραμμα ευθανασίας που προ-ωθούσε· ωστόσο είναι βέβαιο ότι η επανεμφάνιση της φόρμουλας που είχε πλάσει ο Binding για να περιβληθεί με δικαιικό κύρος «ο ελεήμων θάνατος» ή «ο θάνατος από έλεος» {Gnadentod, σύμφωνα με τον τρέχοντα ευφημισμό των υγειονομικών λειτουργών του καθεστώτος) συμπίπτει με μια αποφασιστικής σημασίας καμπή στη βιοπολιτική του εθνικοσοσιαλισμού.


Δεν υπάρχει αιτία που να μας κάνει να αμφιβάλλουμε ότι οι «ανθρωπιστικοί» λόγοι που ώθησαν τον Hitler και τον Himmler να επεξεργαστούν αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας ένα πρόγραμμα ευθανασίας ήταν καλοπροαίρετοι, όπως με καλή πίστη ενεργούσαν ασφαλώς από τη δική τους άποψη ο Binding και ο Hocke, όταν πρότειναν την έννοια μιας «ζωής ανάξιας να βιωθεί». Για ποικίλους λόγους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η δεδομένη αντίθεση των εκκλησιαστικών κύκλων, το πρόγραμμα είχε ελλιπή εφαρμογή, και μόνο στις αρχές του 1940 ο Hitler έκρινε ότι δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο. Η υλοποίηση του Euthanasie-Programm für unheil-baren Kranken^ συντελέστηκε λοιπόν σε συνθήκες -όπως η οικονομία πολέμου και ο πολλαπλασιασμός των στρατοπέδων συγκέντρωσης για Εβραίους και άλλους ανεπιθύμητους- οι οποίες θα μπορούσαν να ευνοήσουν λάθη και αυθαιρεσίες· εντούτοις η άμεση μεταμόρφωση (στο διάστημα των δεκαπέντε μηνών που αυτό διήρκεσε, μέχρι τον Αύγουστο του 1941, όταν ο Hitler αποφάσισε να το εγκαταλείψει, εξαιτίας των αυξανόμενων δια-μαρτυριών των επισκόπων και των οικείων) ενός θεωρητικώς ανθρωπιστικού προγράμματος σε μια επιχείρηση μαζικής εξόντωσης ουδόλως εξαρτήθηκε μόνον από τις περιστάσεις. Το όνο-μα του Γκράφενεκ, της μικρής πόλης της Βυρτεμβέργης όπου είχε δραστηριοποιηθεί ένα από τα κυριότερα κέντρα, συνδέθηκε δυστυχώς με αυτή τη θλιβερή ιστορία· ωστόσο ανάλογα ιδρύματα υπήρχαν στο Χάνταμερ (Έσση), στο Χάρτχεϊμ (κοντά στο Λιντς της Αυστρίας) και σε άλλες τοποθεσίες του Ράιχ.

Οι καταθέσεις των κατηγορουμένων και των μαρτύρων στη δίκη της Νυρεμβέργης μάς παρέχουν επαρκείς και ακριβείς πληροφορίες γύρω από την οργάνωση του προγράμματος στο Γκρά-φενεκ. Το ίδρυμα δεχόταν καθημερινώς περίπου 70 άτομα (η ηλικία τους κυμαινόταν μεταξύ των 6 και των 93 ετών), τα οποία είχαν επιλεγεί μεταξύ των ανίατων νοητικώς υστερούντων που ήταν διασκορπισμένοι στα διάφορα γερμανικά ψυχιατρεία. Οι δόκτορες Schumann και Baumhardt, οι υπεύθυνοι του προ-γράμματος στο Γκράφενεκ, υπέβαλλαν τους ασθενείς σε συνοπτική εξέταση και στη συνέχεια αποφάσιζαν αν παρουσίαζαν τα χαρακτηριστικά και τις προϋποθέσεις που απαιτούσε το πρόγραμμα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι ασθενείς θανατώνονταν εντός του πρώτου εικοσιτετραώρου από την άφιξή τους στο Γκράφενεκ* πρώτα τούς χορηγούνταν μια δόση 2 εκ. μορφίνης-σκοπολαμίνης και στη συνέχεια εισάγονταν σε έναν θάλαμο αερίων. Σε άλλα ιδρύματα (για παράδειγμα, στο Χάνταμερ), οι ασθενείς θανατώνονταν με μια ισχυρή δόση λουμινάλης, βερονάλ και μορφίνης. Υπολογίζεται πως με αυτόν τον τρόπο εξολοθρεύτηκαν περίπου 60.000 άνθρωποι.

Ορισμένοι κατέφυγαν στις ευγονικές αρχές που καθοδηγούσαν την εθνικοσοσιαλιστική βιοπολιτική για να εξηγήσουν το πείσμα με το οποίο ο Hitler επιδίωξε την υλοποίηση του δικού του Euthanasie-Programm’ σε μια τόσο δυσμενή συγκυρία. Εντούτοις από καθαρά ευγονική άποψη, η ευθανασία δεν ήταν απολύτως απαραίτητη: όχι μόνο γιατί οι νόμοι για την πρόληψη των κληρονομικών ασθενειών και την προστασία της κληρονομικής ευεξίας του γερμανικού λαού αντιπροσώπευαν ήδη έναν επαρκή όρο άμυνας εναντίον των γενετικών ψυχικών νοσημάτων, αλλά πρωτίστως γιατί οι ανίατοι ασθενείς που υποβάλλονταν στο πρόγραμμα, κυρίως παιδιά και γέροι, δεν ήταν ούτως ή άλλως σε θέση να αναπαραχθούν (από ευγονική άποψη, σημαντική δεν είναι προφανώς η εξάλειψη του φαινοτύπου, αλλά μόνο εκείνη του γενετικού υλικού που κληρονομείται).

Από την άλλη, δεν υπάρχουν αποδείξεις πως το πρόγραμμα συνδεόταν με οικονομικούς λόγους και παράγοντες· απεναντίας, αποτέλεσε ένα όχι αμελητέο οργανωτικό βάρος και μάλιστα σε μια στιγμή που όλος ο δημόσιος και κρατικός μηχανισμός ήταν εξ ολοκλήρου στραμμένος στην ικανοποίηση των απαιτήσεων του πολέμου. Γιατί, λοιπόν, ο Hitler, μολονότι είχε απόλυτη επίγνωση της αντιδημοτικότητας του προγράμματος, επιδίωξε πάση θυσία την υλοποίησή του;


Δεν απομένει άλλη εξήγηση παρά εκείνη σύμφωνα με την οποία, κάτω από την επίφαση ενός ανθρωπιστικού προβλήματος, στο πλαίσιο του προγράμματος, στοίχημα και ζητούμενο ταυτοχρόνως ήταν η δυνατότητα, στον ορίζοντα της νέας βιο-πολιτικής τάσης του εθνικοσοσιαλιστικού κράτους, της κυρίαρχης εξουσίας να αποφασίζει περί της γυμνής ζωής. Είναι προφανές ότι η «ζωή ανάξια να βιωθεί» δεν είναι μια ηθική έννοια που αφορά τις προσδοκίες και τις εύλογες επιθυμίες του ατόμου στην ενικότητά του· απεναντίας, είναι μια πολιτική έννοια, όπου τίθεται υπό συζήτηση η ακραία μεταμόρφωση της φονεύσιμης και άθυτης ζωής τού homo sacer^ επί του οποίου θεμελιώνεται η κυρίαρχη εξουσία. Αν η ευθανασία προσφέρεται σε αυτή την ανταλλαγή, τούτο συμβαίνει γιατί σε αυτήν ο άνθρω-πος υποχρεώνεται να διαχωρίσει σε έναν άλλο άνθρωπο τη ζω:^ από τον βο και να απομονώσει σε αυτόν ένα είδος γυμνής ζωής, μια φονεύσιμη ζωή. Αλλά, στην προοπτική της νεωτερικής βιοπολιτικής, η ευθανασία τοποθετείται στο σημείο συνάντησης ανάμεσα στην κυρίαρχη απόφαση επί της φονεύσιμης ζωής και την ανάληψη της μέριμνας του βιολογικού σώματος του έθνους, και οριοθετεί το σημείο στο οποίο η βιοπολιτική αντιστρέφεται υποχρεωτικώς σε θανατοπολιτική.

Στο σημείο αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό πώς το εγχείρημα του Binding να μεταμορφώσει την ευθανασία σε μια δικαιικο-πολιτική έννοια (στη «ζωή ανάξια να βιωθεί») έθιγε ένα κρίσιμης σημασίας ζήτημα. Αν σε κάθε εποχή εναπόκειται στον κυρίαρχο, στον βαθμό που αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης, να αποφασίζει ποια ζωή μπορεί να θανατωθεί δίχως να διαπράττεται ανθρωποκτονία, στην εποχή της βιοπολιτικής αυτή η εξουσία τείνει να χειραφετηθεί από την κατάσταση εξαίρεσης για να μεταμορφωθεί σε εξουσία απόφασης περί του σημείου στο οποίο η ζωή παύει να είναι πολιτικώς υπολογίσιμη. Όταν η ζωή καθίσταται η υπέρτατη πολιτική αξία, δεν τίθεται μόνο το ζήτημα της μη αξίας της ζωής, όπως υποδεικνύει ο Schmitt, αλλά επιπροσθέτως τα πάντα συντελούνται ως εάν σε τούτη την απόφαση να διακυβευόταν το ύστατο έρεισμα της κυρίαρχης εξουσίας.

Στη νεωτερική βιοπολιτική κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για την αξία ή τη μη αξία της ζω-ής ως τέτοιας, δηλαδή για το αν η ζωή ως τέτοια έχει ή δεν έχει αξία. Η ζωή, η οποία με τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων είχε περιβληθεί ως τέτοια την αρχή της κυριαρχίας, καθίσταται τώρα αυτή η ίδια ο τόπος της κυρίαρχης απόφασης. Ο Führer αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτή καθαυτή τη ζωή, στο μέτρο που αποφασίζει για την αληθινή βιοπολιτική βαρύτητα και πληρότητα της ζωής. Για τούτο και ο λόγος του, σύμφωνα με μια θεωρία ιδιαιτέρως προσφιλή στους ναζιστές νομικούς, στην οποία θα έχουμε την ευκαιρία να επιστρέψουμε, ανυψώνεται αμέσως στο επίπεδο του νόμου, είναι αμέσως νόμος. Για τον ίδιο λόγο και το ζήτημα της ευθανασίας συνιστά ένα απολύτως νεωτερικό ζήτημα, το οποίο ο ναζισμός, ως πρώτο εκ βάθρων βιοπολιτικό κράτος, δεν μπορούσε να μη θέσει* και γι’ αυτό επίσης ορισμένες φαινομενικές συγχύσεις και παρεκτροπές και αντιφάσεις του Euthanasie-Programm μπορούν να εξηγηθούν μόνο στο βιοπολιτικό συγκείμενο εντός του οποίου το τελευταίο εντασσόταν.

Οι ιατροί Karl Brand και Viktor Brack, οι οποίοι, ως υπεύθυνοι του προγράμματος, καταδικάστηκαν σε θάνατο στη Νυρεμβέργη, δήλωσαν μετά την καταδίκη τους πως δεν αισθάνονταν καθόλου ένοχοι, διότι το ζήτημα της ευθανασίας θα επανερχόταν στο προσκήνιο. Η ακρίβεια της πρόβλεψης ήταν προ-εξοφλημένη· εντούτοις το σημαντικότερο είναι να διερωτηθούμε για ποιο λόγο, όταν οι επίσκοποι γνωστοποίησαν το πρόγραμμα στην κοινή γνώμη, δεν υπήρξαν διαμαρτυρίες από την πλευρά των ιατρικών οργανώσεων. Και όμως, το πρόγραμμα όχι μό-νο ήταν αντίθετο προς εκείνο το απόσπασμα του όρκου του Ιπποκράτη που αναφέρει «ού δώσω δέ ούδέ φάρμακον ούδενι αι-τηθείς θανάσιμον» («ούτε θα δίνω θανατηφόρο φάρμακο σε κά-ποιον που θα μου το ζητήσει»), αλλά, καθώς δεν είχε εκδοθεί κάποιο νομοθετικό μέτρο που να διασφαλίζει την ατιμωρησία, οι ιατροί που συμμετείχαν μπορούσαν να βρεθούν σε λεπτή νο-μική θέση (πράγματι, αυτό έδωσε την αφορμή για διαμαρτυρίες εκ μέρους των νομικών και των δικηγόρων).

Το γεγονός είναι πως το εθνικοσοσιαλιστικό Ράιχ σηματοδοτεί τη στιγμή στην οποία η ενοποίηση ιατρικής και πολιτικής, που αποτελεί ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της νεωτερικής βιοπολιτικής, αρχίζει να προσλαμβάνει την ολοκληρωμένη μορφή της. Το στοιχείο αυτό συνεπάγεται ότι η κυρίαρχη απόφαση περί γυμνής ζωής μετατοπίζεται από στενά πολιτικές επιταγές και σφαίρες σε ένα περισσότερο ασαφές πεδίο, όπου ο ιατρός και ο κυρίαρχος φαίνεται να ανταλλάσσουν ρόλους.

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *