Δ. Τριανταφυλλόπουλος: Οἰκουμενικότητα καί Βυζαντινή Τέχνη. Μιὰ Ἀνάγνωση

Ἀπό «Τό Βυζάντιο ὡς Οἰκουμένη», ἐκδ. Ἐθνικό Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, Διεθνῆ Συμπόσια 16, Ἀθήνα 2005.

Κεφάλαιο 1

Ἀναστασίῳ, Ἀρχιεπισκόπῳ Τιράνων καί Ἀλβανίας,
υἱϊκῶς

Ἡ τελευταία δεκαετία τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ἀνέτρεψε παγιωμένες ἀντιλήψεις περὶ ἱστορίας. Ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς θεωρήθηκε ὅτι τελειώνει στά σύνορα ἑνὸς εἰκονικοῦ ὀρθοδόξου τόξου, ὅτι ὀρθόδοξη χριστιανοσύνη καὶ Ἰσλάμ, μὲ ἐνδογενή τάχα τάση πρὸς ὁλοκληρωτισμὸ καὶ φονταμενταλισμό, εἶναι ‘βάρβαροι’ ἐχθροὶ γιὰ τὴ χριστιανικὴ (ρωμαιοκαθολικὴ καὶ προτεσταντική) ‘πολιτισμένη’ Εὐρώπη(1). Σὲ τέτοια περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τί σημαίνει τὸ παρὸν συνέδριο καὶ ἡ ὁμότιτλη ἒκθεση(2); Οἰκουμένη στὸ Βυζάντιο σήμαινε μόνο κυριαρχία σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο;

Ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ ὁρατοῦ σημείου ἑνότητας τῆς οἰκουμένης στὸ πρόσωπο τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα μέ τή στέψη τοῦ Καρλομάγνου (800 μ.Χ.) στή Δύση κατέληξε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σχίσμα τοῦ 867. Στὴν ἐπιστολὴ του πρὸς τὰ πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς ὁ πατριάρχης Φώτιος ἐπάγεται: […]καὶ πληρωθήσεται τὸ εἰρημένον, ὅτι ‘εἰδήσουσί με πάντες ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου αὐτῶν’ καὶ ‘εἰς πᾱσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος’ τῶν ἀποστολικῶν διδαγμάτων, ‘καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν'(3). Ἡ οἰκουμενικότητα συνδέεται μέ τόπο ἀλλὰ καὶ τρόπο, μὲ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὴν ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια(4). Ἔτσι ὁ ὅρος, παράλληλα μὲ τὴν ἔννοια τῆς παγκοσμιότητας(5), ἀποδίδεται ὄχι μόνο σὲ τοπικὴ Ἐκκλησία(6) ἀλλὰ καὶ σὲ ἄτομα ὡς φορεῖς τῆς ἀλήθειας(7). Αὐτὴ ἡ καθολικότητα δὲν ὁδηγεῖ σὲ ὁμοιομορφία (ὁμογενοποίηση τῆς παγκοσμιοποίησης), διότι διαφυλάσσει τὴν ποικιλία τῶν μορφῶν καὶ τῶν προσωπικῶν χαρισμάτων(8). Ἡ καθολικότης, τὸ πλήρωμα τῆς ἀλήθειας, εἶναι κριτήριο γιὰ τὴν ὀρθοδοξία, ὄχι ἀντιστρόφως(9).

Ὁ ὅρος οἰκουμενικὸς μαρτυρεῖται καταρχὴν γιὰ τὸν πάπα Ρώμης τὸ 518 (patriarcha universae orbis terrae)• τὸ ἴδιο διάστημα καὶ ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης Β’ (518-520) ἀποκαλεῖται ἐπίσης οἰκουμενικὸς πατριάρχης χωρὶς προστριβές(10). Στὰ τέλη τοῦ 6ου αἰώνα ὁ πάπας ἀρχίζει νὰ συγχέει τὰ πρωτεῖα τιμῆς μὲ τὰ πρωτεῖα ἐξουσίας καὶ ἀρχίζουν οἱ διαμάχες. Στὴ Δύση θὰ καταλήξουν στὸν παποκαισαρισμὸ καὶ τὶς τάσεις θεοκρατίας(11)• στὴν Ἀνατολὴ διαμορφώνεται ἡ συναλληλία τῶν δύο ἐξουσιῶν, ποὺ διακονοῦν κατὰ μίμησιν τῆς θείας φιλανθρωπίας(12).

Ἡ ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητας ἀφορᾶ ἐπίσης ὁλόκληρη τὴ φύση καὶ τὴν κτίση, διαστελλόμενη ἕως τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἐμπεριέχουσα τὴν ἱστορία (πρβλ. Ἀποκάλυψη)• ἐκφράζει τέλος τὴν ἑνότητα στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἄρα σὲ ἱστορικὸ ἐπίπεδο τὴν ἑνότητα τοῦ πολιτισμικοῦ κοσμοειδώλου. Ἡ ἀπουσία φυλετισμοῦ ἢ ἐθνικισμοῦ στὸ Βυζάντιο ἔχει συνεπῶς καὶ θεολογικὲς καταβολές(13).

Ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατεξοχὴν πρόσωπο, ὅταν ἑνωθεῖ κατὰ χάριν μὲ τὸν Θεὸ μέσω τῶν ἄκτιστων ἐνεργειῶν του, δηλαδὴ διὰ τῆς θεώσεως. Ἡ μετοχὴ στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ συνεχή ἄσκηση καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ• ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ κατ’ εἰκόνα, ὅπως ἐπλάσθη καὶ ποὺ δὲν χάνεται ποτέ, φθάνει στὸ καθ’ ὁμοίωσιν, γιὰ τὸ ὁποῖο προορίστηκε(14). Καταλήγουμε στὸν ἅγιο, πρότυπο τοῦ βυζαντινοῦ ἀνθρώπου: κατορθώθηκε ἡ δημιουργία ἑνὸς νέου τύπου ἀνθρώπου, ἡ ἁγιοποίηση κάθε γωνίας τοῦ βυζαντινοῦ ἐδάφους(15). Ὁ ὀρθόδοξος πολιτισμὸς εἶναι συνεπῶς καὶ ἁγιοκεντρικός: τὸ Βυζάντιο παλεύει συνεχῶς μὲ τὸ δίλημμα «αὐτοκρατορία ἢ ἔρημος»(16); καὶ ἐπιλέγει σὲ κρίσιμες στιγμὲς (εἰκονομαχία, ἡσυχαστικὸ κίνημα) τὴν ἄσκηση ἀντὶ τῆς ἐξουσίας. Στὴ Δύση ὁ σχολαστικισμός, ἀπορρίπτοντας τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες -τὸ δείχνει ἀνάγλυφα ὁ ἀγώνας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐναντίον τοῦ Βαρλαάμ(17), θεωρητικὰ ἀπέκλειε τὴν κατὰ χάρη μετοχὴ στὸ θεῖο καὶ πρακτικὰ ὁδηγοῦσε σὲ μία ἁγιότητα ὡς κατόρθωμα ἀτομικῶν προσπαθειῶν(18).

Θεμελιακὲς διαφορὲς μὲ τὴ Δύση, μὲ προεκτάσεις στὴν τέχνη, σηματοδοτοῦν καὶ ἄλλες ἀντιλήψεις στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ πρακτική. Τὸ κακὸ λ.χ. δὲν ὑφίσταται ὡς ἀνεξάρτητη ὀντότητα ἀλλὰ ὡς μὴ ἀγαθόν(19)• ἡ ἁμαρτία ἀντιμετωπίζεται λιγότερο ὡς παράβαση θείου δικαίου καὶ περισσότερο ὡς ἀσθένεια χρήζουσα θεραπείας(20)• τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα δὲν συγκροτεῖ τὸ κέντρο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, δὲν κληρονομεῖται ὡς ἐνοχή, ἀλλὰ ἰσχύουν οἱ συνέπειές του, ὁ θάνατος(21). Κόλαση γιὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία δὲν εἶναι κτιστὸς τόπος μαρτυρίων (ἀντιπαράβαλε τὴν περιγραφὴ τῆς κόλασης σὲ Αὐγουστίνο, Δάντη, Milton κλπ.)• εἶναι τρόπος, ποθουμένου στέρησις, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς αὐτόβουλης ἄρνησης τοῦ ἀνθρώπου νὰ πραγματώσει τὸ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ, αὐτοεγκάθειρξη στὴν ἀκοινωνησία. Ὁ σατανάς, ὂν δίχως αὐθυπαρξία, εἶναι ὁ ἀντι-κείμενος, ὁ πειραστής, αὐτοτραυματισμένο νοσοῦν πλάσμα ἄξιο οἴκτου. Στὴ Δύση μετατράπηκε σὲ τιμωρὸ ὄργανο τῆς θείας δικαιοσύνης, συνεργὸς τρόπον τινὰ στὸν κολασμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό(22) ἕναν Θεὸ ὄχι πηγὴ ἀέναου ἀγαθότητας καὶ ἔρωτα μανικοῦ γιὰ τὸ πλάσμα Του, ἀλλὰ σαδιστή, ἐκδικητικό, ἀκόρεστο στὴν ἀπονομὴ δικαιοσύνης, Θεὸ καθ’ ὁμοίωση ἀνθρώπου, ποὺ τελικὰ ἀπορρίπτει ἕναν τέτοιο τύραννο.

Μὲ τὴν ἑκούσια κάθοδο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ πλάσμα Του, ὡς πλήρωμα τῆς αὐτοθυσιαστικῆς ἀγάπης Του, τοῦτο καλεῖται νὰ ἀνέλθει πρὸς ἐκεῖνον(23). Ὁ ἄνθρωπος ὁδεύει πρὸς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν, πρὸς τὸ ἄκτιστον φῶς καὶ τὸ ἀμήχανον, ἐράσμιον κάλλος τῆς Ἁγίας Τριάδος(24), συμμεταμορφώνοντας τὴν κτίση. Ἡ διάκριση ἀνάμεσα σὲ κτιστὸ (κτίση, ἄνθρωπος) καὶ ἄκτιστο (Θεός) εἶναι θεμελιακή, ὅπως καὶ ἡ ἄρνηση τῶν Πατέρων νὰ δεχθοῦν μανιχαϊστικὲς ἀπόψεις περὶ σώματος καὶ ψυχῆς, παρούσας καὶ μέλλουσας ζωῆς, ὅπως στὴ Δύση(25). Ἐντεῦθεν καὶ ἡ εὐλογία τῆς ὕλης ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία(26), ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος, μάλιστα μὲ τὴ νεοπαγανιστική μορφή του, ὡς ζητήματος κατεξοχὴν θεολογικοῦ, ποὺ ἀφορᾶ παρὸν καὶ ἔσχατα(27). Ἔτσι στὸ Βυζάντιο καὶ τὴν Τουρκοκρατία (καὶ μέχρι σήμερα στὸν μοναχισμὸ ἢ στὸν λαϊκὸ βίο) δὲν ὑπῆρξε διαφοροποίηση ἀνάμεσα σὲ ‘πνευματικό πολιτισμό’ (civilisation) καὶ στὸν τεχνικὸ (culture): ὁ πολιτισμὸς εἶναι ἑνιαῖος, ὅπως ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος(28).

Κεφάλαιο 2

Ὅ,τι εἰπώθηκε ἕως τώρα τί σχέση ἒχει μὲ τὴ βυζαντινὴ τέχνη; Ὁ λόγος ἐδῶ γιὰ μιὰ τέχνη λειτουργικὴ-ἐκκλησιαστική(29), δηλαδὴ ‘στρατευμένη’, ποὺ ἀναπόδραστα ἐφαρμόζει τὶς ἀρχὲς κάθε χρηστικῆς τέχνης(30). Ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (787) ἐπεφύλαξε στὴν Ἐκκλησία τὸν ρόλο τοῦ ὑπευθύνου γιὰ τὸ νόημα τῶν εἰκαστικῶν παραστάσεων (τὸ τί), ἐνῶ ἀναγνώρισε στὸν ζωγράφο τὴ σημασία τοῦ ταλέντου γιὰ τὸν τρόπο ἀναπαράστασης (τὸ πῶς): Οὐ ζωγράφων ἐφεύρεσις ἡ τῶν εἰκόνων ποίησις, ἀλλὰ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἔγκριτος θεσμοθεσία καὶ παράδοσις […]. Μενοῦν γε τῶν πατέρων ἡ ἐπίνοια καὶ ἡ παράδοσις καὶ οὐ τοῦ ζωγράφου τοῦ γὰρ ζωγράφου ἡ τέχνη μόνον• ἡ δὲ διάταξις πρόδηλον τῶν δειμαμένων ἁγίων πατέρων(31).

Ὁ ἐν Χριστῷ μεταμορφωμένος ἅγιος εἶναι τὸ κοσμοείδωλο τοῦ μέσου βυζαντινοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀντίστοιχη τέχνη μιλάει γιὰ τὴ δυνατότητα μεταμόρφωσης κάθε ἀνθρώπου. Ἡ γλώσσα τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς εἰκονιστικῆς παράδοσης τῆς Ὄψιμης Ἀρχαιότητας, μὲ τὴν ἀφαίρεση, τὴν ἐπιπεδικότητα, τὸν ἐκγεωμετρισμό, τὴν ἐκφρασιοθηρία, τὴν ἐσωστρέφεια καὶ ἐσωτερίκευσή της, μεταβάλλεται βαθμιαῖα σὲ ἔκφραση τοῦ ὑψηλοῦ, τοῦ ὑπερβατικοῦ(32).

Τὸ νέο ποὺ εἰσκομίζει ὁ Χριστιανισμὸς στὴν παλαιὰ τέχνη εἶναι ὁ ρόλος τοῦ φωτός(33), ἡ καινούργια ἔκφραση τῶν προσώπων ὡς πνευματικὸ κάλλος καὶ ὁ ρόλος τοῦ σώματος(34), ἡ ἑνότητα φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ, ἡ γλώσσα τῶν νέων συμβόλων, κ.ἄ. Τὸ νέο κρασὶ χύνεται σὲ παλαιοὺς ἀσκούς• σὲ τί ὀφείλεται ὅμως ἡ διαφορετικὴ γεύση του σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση; Ἂς δοῦμε μερικὲς ‘παραδειγματικές’ περιπτώσεις.

Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, Θεὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν(35)• στὴ Δύση ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρος αἰτιολογήθηκε κυρίως ὡς τὸ ἀποτέλεσμα τῆς Πτώσης καὶ τῆς ἁμαρτίας ὑπὸ δικανικὴ ἔννοια καὶ συνδέθηκε ἀπὸ τὸν Ἄνσελμο Καντερβουρίας (1033-1109) μὲ τὴ θεωρία περὶ ἱκανοποιήσεως τοῦ Θεοῦ Πατρὸς (Cur Deus homo)(36). Στὴ βυζαντινὴ τέχνη ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ διατήρησε τὸν χαρακτήρα ἑνὸς μυστηρίου ξένου καὶ παραδόξου(37), στὴ Δύση βαθμιαῖα τὸ καθαυτὸ γεγονὸς ὑποχώρησε ἐπ’ ὠφελείᾳ τῆς προσκύνησης τῶν μάγων ὡς αὐλικῆς ἐπίδειξης(38).

Στὴ Σταύρωση σημειώνεται ἄλλη βασικὴ διαφορὰ ἑρμηνείας. Στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία αὐτὴ ἒχει σταυραναστάσιμο χαρακτήρα, μὲ ἐπίκεντρο τὴν Ἀνάσταση ὡς ἐκνίκηση τοῦ θανάτου• ἡ εἰκαστικὴ ἀπόδοση τῆς Σταύρωσης ἀποφεύγει τὸν τονισμὸ τῆς φρίκης τοῦ θανάτου. Στὴ Δύση ἡ Σταύρωση, κέντρο τῆς θεολογίας της, ἐκφράζει μιὰ δικανικὴ ἀντίληψη, τὴν ὑπέρτατη ἐκδίκηση-ἐξιλέωση τοῦ Θεοῦ Πατρὸς στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ Του γιὰ τὴν ὕβρι τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τὴν παραβίαση τῆς τάξης τοῦ θείου δικαίου(39). Ἀπὸ ἐδῶ ἐκπηγάζει ὁ ἀνθρωποπαθὴς ρεαλισμὸς τῶν συναφῶν παραστάσεων, ποὺ προκάλεσε ἀντίδραση τῶν ὀρθοδόξων(40).

Δὲν θὰ ὑπεισέλθω στὰ πολλαπλὰ προβλήματα τῆς ἀναστάσιμης εἰκονογραφίας σὲ Βυζάντιο καὶ Δύση, ὅπου ὀρθὰ ἔχουν τονιστεῖ οἱ διαφορές, ἔχουν ὅμως παραβλεφθεῖ οἱ παραλληλίες καὶ οἱ αἰτίες τους(41). Ἀλλὰ ἡ Ἀνάσταση, συνδέοντας ἱστορία μὲ ἐσχατολογία, ὁδηγεῖ στὴ Δευτέρα Παρουσία.

Ἡ παράσταση τῆς Ἔσχατης Κρίσης καταλαμβάνει ἐξέχουσα θέση ἀπὸ τὴ μεσοβυζαντινὴ ἐποχὴ στὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα τῶν ναῶν• κορυφώνεται στὴ μεταβυζαντινὴ μὲ πρόσθετες συνδηλώσεις(42). Ἡ περίοπτη θέση της στὸ νάρθηκα ἢ στὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν κυρίως ναὸ δηλώνει τὴ σημασία της ὡς φρονηματιστικῆς ἀπεικόνισης τῆς τελικῆς ἀποκατάστασης τῶν πάντων. Παρὰ ταῦτα ἡ Ἔσχατη Κρίση δὲν κατέληξε κύριο θέμα τοῦ ναοῦ, ὅπως συνέβη στὴ Δύση. Οἱ λόγοι ποὺ ὁδήγησαν ἐκεῖ στὴν ἔμφαση αὐτή, συνδεδεμένοι συχνὰ μὲ χιλιαστικὲς δοξασίες (L’an mil) καὶ συνεκδοχικὰ μὲ τὴν Ἀποκάλυψη, διαφέρουν οὐσιωδῶς ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη σύλληψη στὸ Βυζάντιο(43). Ὁ Χριστὸς στὴν ὀρθόδοξη τέχνη εἶναι περισσότερο ὁ Φιλάνθρωπος, ὁ πάντας θέλων σωθῆναι, καὶ λιγότερο ὁ ἀμείλικτος δικαστής-κριτής-ἐκδικητής, ὁ ὁποῖος, δείχνοντας ἡμίγυμνος τὶς πληγὲς καὶ τὰ ὄργανα τοῦ Πάθους Του στὴ δυτικὴ τέχνη ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα, ἀπαιτεῖ παραδειγματικὴ τιμωρία τῶν ἐνόχων, ποὺ συχνὰ βασανίζονται σαδιστικὰ ἀπὸ τὸ instrumentum Dei, τὸν ἀρχιτύραννο διάβολο(44).

Θεολογούμενο τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ (ἀπασχόλησε καὶ βυζαντινούς) ἦταν ἡ ἔριδα γιὰ τὴ φύση τῆς μεταβολῆς τῶν τιμίων δώρων κατὰ τὴ θεία εὐχαριστία, ποὺ κατέληξε στὸ δόγμα τῆς μετουσιώσεως (transsubstantiatio)(45). Tὸ Βυζάντιο περιορίστηκε νὰ τονίσει τὴ σημασία τῆς ἐπίκλησης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἡ Ρώμη τὴν εἶχε παραθεωρήσει(46). Στὴ δυτικὴ εἰκονογραφία καλλιεργήθηκε ἕνας μυστικισμὸς μὲ ἰσχυρὲς εὐσεβιστικὲς τάσεις (π.χ. σύνδεση Χριστοῦ καὶ Ἰωάννη στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο –Johannesminne(47)-, γονυκλισία, ἐμφαντικὲς χειρονομίες, ἀναθρώσκοντα σὲ ἔκσταση βλέμματα, ἀντικατάσταση τοῦ ἄρτου μὲ ὄστια, περιορισμὸς τῆς μετάληψης οἴνου στοὺς ἱερεῖς, ἀτομικὲς μεταλήψεις ὡς Andachtsbilder(48), ἄγνωστος στὴν Ἀνατολὴ παρὰ τὴ σποραδικὴ εἰσαγωγὴ δυτικῶν μοτίβων.

Στὸν μοναστικὸ βίο(49) ἡ θεοπτία συνιστᾶ βασικὸ γνώρισμα(50). Ἀπὸ τὸ ἀμέσως μεταϊουστινιάνειο Σινᾶ προέρχεται κείμενο ἀποφασιστικῆς σημασίας, ἡ Κλῖμαξ τοῦ Ἰωάννου (πρὸ τοῦ 579 – περ. 650), ποὺ ἀργότερα μεταφράστηκε στὴ Δύση(51). Ἡ εἰκαστικὴ ἀπόδοση τῆς Οὐρανοδρόμου Κλίμακος βρῆκε μικρὴ ἀπήχηση στὴ Δύση(52), ὅπου προτιμήθηκαν ἄλλοι συμβολισμοί(53). Ὡστόσο οἱ θεοφάνειες μποροῦσαν νὰ ἀπεικονισθοῦν μὲ ποικίλες ἄλλες μορφές: στὸ ἴδιο τὸ Σινᾶ τὴν ἁψίδα τοῦ κυρίως ναοῦ κοσμεῖ ἰουστινιάνειο ψηφιδωτό τῆς Μεταμορφώσεως, θέμα ἀσυνήθιστο γιὰ τὴ θέση αὐτή, ἀφοῦ μάλιστα τὸ καθολικὸ ἦταν ἀρχικὰ ἀφιερωμένο στὴ Θεοτόκο-Ἄφλεκτο Βάτο(54). Κατὰ τὴ γνώμη μου, ἡ Μεταμόρφωση ἐπελέγη ὄχι μόνο λόγω τῆς ἀντιτυπικῆς σχέσης Σινᾶ καὶ Θαβώρ(55), ἀλλὰ καὶ διότι ἐδῶ ἀσκοῦνται μοναχοὶ στὴν ἱερὰ ἡσυχία καὶ τὴ νοερὰ προσευχή, ὅπως μαρτυρεῖ τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ ἡγούμενός τους Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Παρουσιάζεται δηλονότι ὑπὸ ἡσυχαστικὸ πρίσμα ἕνα πρώιμο παράδειγμα τῆς Μεταμορφώσεως (ἀργότερα ἐτιμήθη ἐπ’ ὀνόματί της τὸ καθολικό): ἀσφαλῶς ὄχι τυχαῖα, ἄμεσος πρόδρομος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης(56). Ἀπὸ τὰ ἐνδιαφέροντα δείγματα τῆς εἰκονογράφησης τῆς Μεταμορφώσεως στὸ Σινᾶ ἕνα ὄψιμο
(16ος αἰ.) εἶναι ἀρκούντως εὔγλωττο. Πρόκειται γιὰ εἰκόνα τοῦ μεγάλου κρητικοῦ ζωγράφου Γεωργίου Κλόντζα(57): μὲ τρόπο πρωτότυπο ἀποδίδεται ἕνα ἡσυχαστικὸ περιβάλλον, ὅπου οἱ μοναχοὶ μὲ τὴν ἄσκηση ἀξιώνονται νὰ γίνουν θεόπτες συμμετέχοντας στὴ Μεταμόρφωση, δηλαδὴ νὰ μεταμορφωθοῦν κατὰ χάριν αὐτοὶ καὶ ἡ φύση(58). Στὴ Δύση οἱ παραστάσεις θεοφανειῶν ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ ὕφος τῶν βυζαντινῶν, μετατρεπόμενες βαθμιαῖα σὲ ὁράματα ἔκστασης μὲ γονυκλισίες, δάκρυα, ἐπίταση ἐν γένει τῶν συναισθηματικῶν στοιχείων(59).

Τὴ μετοχὴ στὸ θεῖο κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τὴν προγεύεται ὁ μοναχὸς/ἅγιος στὴν ἐδῶ ζωή• πλήρως τὴ γεύεται μετὰ θάνατον, ἕνα ἀναγκαῖο στάδιο μετάβασης ὀδυνηρὸ καὶ τρομερό, ἀλλὰ ὄχι ἀποτρόπαιο. Ἡ Δύση τόνισε τὸν θάνατο κατεξοχὴν δικανικά, ὡς θεϊκὴ τιμωρία γιὰ τὴν παράβαση, ὅπως εἴδαμε• ἀναπτύσσει ἔτσι συστηματικά, ἰδιαίτερα μετὰ τὴν πανώλη τοῦ 1348-1349(60), μιὰν ἀνατριχιαστικὴ ‘νεκρική εἰκονογραφία’, συχνὰ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴ vanitas(61). Tὸ Βυζάντιο θὰ τὴν ἀγνοήσει, ἂν καὶ ἐπλήγη ἐπίσης ἀπὸ τὸν ‘μαῦρο θάνατο’• ἴσως κάτω ἀπὸ δυτικὴ ἐπίδραση θὰ συναντήσουμε κατ’ ἐξαίρεση ἀνάλογες σκηνές, πάντως δίχως ἐμφανή terrorem mortis(62). Ἡ παραδείσια γαλήνη ποὺ ἀποπνέει ἡ παράσταση τῆς κοίμησης ἑνὸς βυζαντινοῦ ὁσίου εἶναι ἐπαρκὴς ἀπόδειξη(63): ἀντὶ τῆς ἐφιαλτικῆς ἀτμόσφαιρας τῶν δυτικῶν memento mori συναντᾶμε τὴ γαλήνη ἑνὸς καθαγιασμένου θανάτου/ὕπνου, κέντρου πραγματικοῦ καὶ μεταφορικοῦ τῆς σύνθεσης, ποὺ διαποτίζει ζωηφόρα ὅλο τὸν περίγυρο, δίνει τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν-ἀσκητῶν. Ἡ καταλλαγὴ δίνεται καὶ μὲ τὴ λεπτομέρεια τῆς συμφιλίωσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ θηρία, δηλαδὴ τῆς ἐπιστροφῆς στὴν προπτωτικὴ ἀθωότητα – στὴν τρέχουσα γλώσσα: τοῦ ἀνθρώπου ὡς χρήστη καὶ ὄχι ὡς καταχραστῆ καὶ διαφθορέα τῆς φύσης(64).

Θεός, ἄνθρωπος καὶ κτίση συνδέονται ὀργανικὰ μεταξὺ τους στὴ θεολογικὴ σκέψη καὶ στὴν καλλιτεχνικὴ ἔκφραση τοῦ Βυζαντίου. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο συνιστᾶ μιὰ διαρκὴ θεοφάνεια, αἰσθητὴ κατεξοχὴν στοὺς ἁγίους καὶ προσλήψιμη ὡς ἄπλετη, ἄκτιστη φωτοχυσία καὶ ἀνέκφραστη ψυχοσωματικὴ ἡδονή, ὡς πρόγευση Παραδείσου(65)• θεώνεται ἔτσι κατὰ χάριν ὁ ἄνθρωπος ψυχῇ τε καὶ σώματι, ἐφέλκοντας πρὸς καλὴν ἀλλοίωσιν καὶ τὴν κτίση. Ἡ Δύση ἀνέπτυξε κοσμοθεωρία διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη, ὅπως ἄλλη κατεύθυνση ἀκολούθησε καὶ ἡ τέχνη της(66). Τὴν ἀλλαγὴ πλεύσης τῆς δυτικῆς μεσαιωνικῆς τέχνης ἀπὸ τὴν ἀντισυμβατικὴ-ὑπερβατικὴ γλώσσα στὴ φυσιοκρατικὴ-ἐνδοκοσμικὴ ἔκφραση ἀπὸ τὸν 13ο αἰώνα, δηλαδὴ τὴ μεταβολὴ ἀπὸ λατρευτικὴ σὲ ἁπλὴ θρησκευτική, τὴ διαισθάνθηκαν οἱ Βυζαντινοὶ τὸν 15ο αἰώνα• στάθηκαν μπροστὰ της διχασμένοι, θαυμάζοντάς την σὲ κοσμικὰ ἔργα, ἀπορρίπτοντάς την ὅμως προκειμένου γιὰ ἐκκλησιαστικά(67).

Κεφάλαιο 3

Οἱ ἐνδεικτικὲς μνεῖες διαφορῶν ἀνάμεσα σὲ Βυζάντιο καὶ Δύση ἀντιστρατεύονται βέβαια τὴν παρότρυνση γιὰ ἐντοπισμὸ τῶν ὁμοιοτήτων καὶ τῶν κοινῶν ἀποδοχῶν, μάλιστα στὸ κατώφλι τοῦ 21ου αἰώνα, μὲ τὴν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ἤδη στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση. Ἀσφαλῶς τὰ πρωτεῖα τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, ἀλήθειας καὶ δικαιοσύνης ἀκυρώνουν τὶς ὅποιες σκοπιμότητες. Ἀλλὰ καὶ προκατειλημμένη ἑρμηνεία τοῦ παρελθόντος, ἐγκλωβισμὸς στὴν καυχησιολογία καὶ ταύτιση Ἐκκλησίας καὶ κράτους/ἔθνους εἶναι σοβαρὰ ἐμπόδια, ποὺ πρέπει νὰ ὑπερπηδηθοῦν ἀπὸ τὴ σύγχρονη ὀρθοδοξία. Ἀρκετὰ μποροῦν νὰ γίνουν καὶ στὸ πεδίο τῆς τέχνης.

Σὲ πρῶτο ἐπίπεδο, τὴ διαφορὰ τοῦ πνευματικοῦ ὑπόβαθρου πίσω ἀπὸ τὶς καλλιτεχνικὲς ἐκφάνσεις τὴ συλλαμβάνουμε ἐναργέστερα στοὺς τόπους αἰχμῆς, ἐκεῖ δηλαδὴ ὅπου συζοῦν οἱ δύο κόσμοι καὶ ὁ πολιτιστικὸς συγκρητισμὸς (acculturation) εἶναι ἀναπόφευκτος. Εὔγλωττο παράδειγμα προσφέρουν τὰ λατινοκρατούμενα ὀρθόδοξα ἐδάφη(68) Σὲ δεύτερο ἐπίπεδο, τὸ ‘βυζαντινό πρόβλημα’ στὴν τέχνη, δηλαδὴ οἱ ἀλληλεπιδράσεις ἀνάμεσα σὲ Βυζάντιο, Δύση, Ἰσλὰμ κλπ., ἀπασχολεῖ παραπάνω ἀπὸ ἕναν αἰώνα τοὺς τεχνοϊστορικοὺς μὲ ἐπιβλητικὲς ἐπιστημονικὲς συμβολές(69). Ὡστόσο μελλοντικὰ θὰ πρέπει νὰ καταπιαστοῦμε μὲ τὰ ἐκεῖθεν τῶν τεχνοτροπικῶν καὶ εἰκονογραφικῶν συγκλίσεων ἢ ἀποκλίσεων, διότι τὸ πρόβλημα εἶναι, κατὰ πόσο οἱ παραλληλίες ξεκινοῦν ἀπὸ σύμπτωση, ἀντιγραφὴ ἢ κοινὴ ἀφετηρία(70).

Ἡ τέχνη στὸν Μεσαίωνα ὑπέκειτο, ὅπως εἴδαμε, στὴν Ἐκκλησία, καὶ τὸ πρόβλημα τῆς καλλιτεχνικῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀναζήτησης τῆς πρωτοτυπίας, ἐν γένει τῆς καλλιτεχνικῆς βούλησης (Kunstwollen) ἀπαντήθηκε στὸ Βυζάντιο μὲ τὴν ἀπόφανση τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας(71). Ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκοπιὰ ὀφείλουμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὰ ὅρια μίας ἐνδεχόμενης ἢ μὴ οἰκουμενικότητάς της.

Εἴδαμε τὴν ἄποψη τῶν Βυζαντινῶν σχετικὰ μὲ τὴ δυτικὴ τέχνη• προφανῶς διαισθάνθηκαν τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν καθολικὰ ἀποδεκτὴ ἀλήθεια ποὺ ἐκφράζει μία λατρευτικὴ εἰκόνα καὶ στὴν ὑποκειμενικὴ ἄποψη ἑνὸς θρησκευτικοῦ πίνακα μὲ περιεχόμενο ὄχι αὐστηρὰ δογματικὸ (Andachtsbild, devotional icon, εἰκόνα ἰδιωτικῆς εὐλάβειας)(72). Ἡ ἄλλη πλευρά: ὁ Δάντης (1265-1321) ἐγκωμιάζει τὴ ‘φυσικότητα’ τοῦ Giotto (περ. 1266-1337), τὸ dolce stil nuovo ἀντιπαρατίθεται πρὸς τὴ maniera greca(73). Ἡ subtilitas Graecorum, ὅπως διασώθηκε μέσω τῆς βυζαντινῆς τέχνης(74), ἀφήνει ἀδιάφορη πλέον τὴ Δύση, ποὺ ἀπὸ τὸν 15ο αἰώνα ἀνατρέχει ἀπευθείας στὴν κλασικὴ (ἑλληνορωμαϊκή) τέχνη. Ὅ,τι θὰ χαρακτηρίζαμε ὡς οἰκουμενικότητα τῆς βυζαντινῆς τέχνης σὲ σχέση μὲ τὴ δυτική, ἀπὸ τὸν 12ο αἰώνα καὶ ἑξῆς -τὸ ὁριστικὸ σχίσμα εἶχε ἐπέλθει στὰ μέσα του 11ου αἰώνα (1054)- ἀφορᾶ κατὰ κύριο λόγο τεχνοτροπικὰ δάνεια καὶ ὄχι μεταφύτευση ἀντίστοιχου πνεύματος. Στὶς ὁμόδοξες χῶρες ἀντίθετα, ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτὲς ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ ‘βυζαντινό στὺλ’ (λ.χ. περίπτωση τοῦ Ἀντρέϊ Ρουμπλιώφ(75), τοῦτο εἶχε ἤδη ἀφομοιωθεῖ ὀργανικὰ καὶ ἡ παρουσία τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας εἶναι ἀπαραγνώριστη.

Ὑπολείπεται ἡ ἀνάστροφη πλευρὰ τοῦ νομίσματος, δηλαδὴ τὰ δάνεια τῆς βυζαντινῆς ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη. Πιστεύω πὼς αὐτὰ καθορίζονται ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ δόγματος: ὅ,τι δὲν τὰ θίγει προσλαμβάνεται καὶ ἀφομοιώνεται, εἴτε αὐτὸ λέγεται νεωτερισμὸς στὸ στὺλ εἴτε ἐμπλουτισμὸς σὲ λεπτομέρειες. Ἔτσι ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ λιγότερο ‘δογματική’ ἔκφραση σὲ μία θρησκευτικὴ τέχνη, μπορεῖ νὰ ἐπηρεασθεῖ ἐμφανέστερα ἀπ’ ὅ,τι ἡ ζωγραφική.

Κεφάλαιο 4

Κατὰ ἐπίμονη παρότρυνση τοῦ ἀοίδιμου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ καὶ ἄλλων συγχρόνων θεολόγων, εἶναι καιρὸς ν’ ἀνακαλύψουμε καὶ τὰ κοινὰ στοιχεῖα τῆς παράδοσης μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν(76). Ἕνας ὀρθόδοξος θεολόγος ἀφουγκράστηκε πίσω ἀπὸ τὴ ζωγραφικὴ στὴ Μονὴ τῆς Χώρας τὴ μουσική τοῦ Μότσαρτ(77). Καὶ ἀντίστροφα, ἕνας δυτικὸς τεχνοϊστορικὸς βλέπει τὴν τελευταία φάση τοῦ ἔργου τοῦ Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, πιστοῦ ὑπηρέτη τῆς τέχνης τῆς ρωμαιοκαθολικῆς Ἀντιμεταρρύθμισης, νὰ τὴ διαπερνᾶ τὸ φῶς ἐκεῖνο, ποὺ δίχασε ἡσυχαστὲς καὶ Βαρλααμιστές, Ἀνατολὴ καὶ Δύση(78).

Οἱ Βυζαντινοί, προσφέροντας πάντα τὸν ἑαυτὸ τους(79), δημιούργησαν αὐτὸ ποὺ ἀποκλήθηκε «συνταίριασμα πολιτισμοῦ καὶ ἀποκάλυψης»(80). Ἡ Δύση, μὲ πρωταγωνιστὴ σήμερα τὴν Ἀμερική(81), ἐνδεχομένως ὀνειρεύεται μιὰ παγκόσμια τάξη ἐν ὀνόματι τῆς αὐτονομημένης, αὐθαίρετης δικαιοσύνης. Διεκδικεῖ τὴ μονοκρατορία στὸ σύγχρονο, ἐκκοσμικευμένο ἀξιακὸ σύστημα(82), ἀκόμη καὶ βυθίζοντας τὴν ὑφήλιο στὴ φρίκη μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς καταστροφῆς, μιᾶς διάστροφης, παραμορφωτικῆς ‘αποκάλυψης'(83). Εἶναι οἱ συνέπειες ἑνὸς ‘πολιτισμοῦ’, ποὺ προβάλλει ρητορικὰ τὸν ‘χριστιανισμό’ του ἀλλὰ ἔχει ἀπολέσει τὸν χριστοκεντρικὸ του χαρακτήρα, καταδυόμενος στὴν κόλαση τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ) μὲ ἐντονότατο τὸ αἴσθημα τῆς ἀπώλειας, τῆς μὴ ἰσορρόπησης(84).

Τὸ Βυζάντιο, ποὺ διανύουμε τὴν πεντακοσιοστὴ πέμπτη ἐπέτειο ἀπὸ τὴν τραγική του πτώση -τὸ μεγαλύτερο ἴσως γεγονὸς στὴ μεσαιωνικὴ καὶ πρώιμη νεώτερη εὐρωπαϊκὴ ἱστορία-, ἀπέναντι σὲ αὐτὴ τὴν ἐφιαλτικὴ προοπτικὴ προσέφερε τὴν ὑπαρξιακὴ ἐλπίδα μιᾶς ἐν Χριστῷ μεταμόρφωσης, μὲ ἀκλινὴ τὴ βεβαιότητα μιᾶς οἰκουμενικῆς ἀνάστασης στὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς τρισηλίου θεότητος. Ἡ λατρευτικὴ βυζαντινὴ τέχνη δείχνει καθαρὰ τὸν δρόμο αὐτό, ὡς διαρκὴ ὑπόμνηση πὼς «δὲν μποροῦμε νὰ ξεφύγουμε τὸ ἄτεγκτο δίλημμα κάθε λεπτοῦ τῆς ὕπαρξής μας: εἴτε ν’ αὐτοκτονήσουμε εἴτε ν’ ἀναστηθοῦμε ἐκ νεκρῶν»(85).

ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σημειώσεις

  1. Θεωρία τοῦ S. Huntington, Ἡ σύγκρουση τῶν πολιτισμῶν καὶ ὁ ἀνασχηματισμὸς τῆς παγκόσμιας τάξης, μτφρ. Σ. Ριζοθανάση, Ἀθήνα 1998 (πρώτη ἔκδοση στὴν Ἀμερική: 1996), χάρτης σελ. 179. Δύο παρεμφερῆ ἄρθρα του στὸν Γ. Καραμπελιὰ (ἐπιμ.), Ἡ σύγκρουση Ἀνατολῆς – Δύσης καὶ ἡ πρόκληση Χάντινγκτον, Ἀθήνα 1998, 29 κ.ἑξ., 83 κ.ἑξ., ὅπου καὶ ἀναιρετικά ἄρθρα Ἑλλήνων διανοητῶν. Ἰσλὰμ καὶ Χριστιανισμός: Ἀν. Γιαννουλάτος, Ἰσλάμ, Ἀθήνα 1975- Ἀστ. Ἀργυρίου, Κοράνιο καὶ Ἱστορία, Ἀθήνα 1992.
  2. Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ (ἐκδ.), Τὸ Βυζάντιο ὡς Οἰκουμένη, κατάλογος ἔκθεσης (Βυζαντινὸ καὶ Χριστιανικὸ Μουσεῖο, Ὀκτώβριος 2001 -Ἀπρίλιος 2002), Ἀθήνα 2001.
  3. Τὸ κείμενο πρόχειρα στὸν Ἰ. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς ‘Ορθοδόξου ‘Εκκλησίας, τόμ. Α’, Ἀθῆναι 1952, 276 κ.ἑξ., ἐδῶ 283 (§ 36). Εὐχαριστῶ τὴν κ. Εἰρήνη Μπαλκογιαννοπούλου γιὰ ὁρισμένες πηγὲς σὲ ἠλεκτρονικὴ μορφή.
  4. Πρβλ. τὰ βαπτισματικὰ σύμβολα καὶ ἀργότερα τὰ σύμβολα τῆς πίστεως: Καρμίρης, ὅ.π., 34 κ.ἑξ. (ὅπου καὶ τὰ κείμενα)• Βλ. Φειδάς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀθήνα 21994, τόμ. Α’, 182 κ.ἐξ., 459 κ.ἐξ. καὶ σποραδικά.
  5. Πρβλ. τῆς ἀπὸ περάτων γῆς ἕως περάτων καθολικῆς τοῦ θεοῦ ἐκκλησίας (Εὐσέβιος Καισαρείας, Κατὰ Μαρκέλλου, Ι.Ι = PG 24,708).
  6. Λ.χ. τῆς ἐν Σμύρνῃ καθολικῆς ἐκκλησίας (Μαρτύριον Πολυκάρπου, 16.2 = PG 24,1001).
  7. Εὐσέβιος Καισαρείας, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, 7.30.16: Ἄνδρα τὸ γοῦν φρόνημα καθολικὸν ἔχοντα.
  8. Γιὰ τὴν οὐσιώδη διαφορὰ μεταξὺ ἐκκλησιαστικῆς παγκοσμιότητας (πνευματικὴ ἑνότητα καὶ διατήρηση τῆς ἑτερότητας) καὶ κρατικῆς παγκοσμιοποίησης (ἐξουσιαστικὴ ἑνοποίηση) πρβλ. Ἀναστάσιος (Ἀρχιεπ. Τιράνων καὶ πάσης Ἀλβανίας), Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία, Ἀθήνα 22001,54′ Γ. Μαντζαρίδης, Παγκοσμιοποίηση καὶ παγκοσμιότητα, Θεσσαλονίκη 2001,29 κ.ἐξ.
  9. Βλ. π. J. Meyendorff, Ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας: Μία εἰσαγωγή, Στ. Φωτίου (ἐπιμ.), Ἰησοῦς Χριστὸς ἡ τοῦ κόσμου ζωή, Λευκωσία 2000,243 κ.ἑξ.• V. Lossky, Ἡ συνείδηση τῆς καθολικότητας. Οἱ ἀνθρωπολογικὲς συνέπειες τοῦ περὶ Ἐκκλησίας δόγματος, αὐτόθι, 493 κ.ἑξ.
  10. Σύνοψη στὸν Φειδά, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Ἀ’, 845 κ.ἑξ., τόμ. Β’, 189 κ.ἕξ.
  11. Πρβλ. Κ. Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικὸς δυτικὸς πολιτισμὸς καὶ οἱ κόσμοι τοῦ Βυζαντίου καὶ τοῦ Ἰσλάμ, μτφρ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1993,60• Ν. Ματσούκας, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τόμ. Β’, Θεσσαλονίκη 41996, 438 κ.ἕξ. Γιὰ τὸν ρόλο τοῦ Αὐγουστίνου γενικὰ πρβλ. Ἠ. Πάπαγιαννόπουλος, Ἔξοδος θεάτρου, Ἀθήνα 2000, σποραδικά.
  12. ‘Καισαροπαπισμός’ στὸ Βυζάντιο: St. Runciman, Ἡ βυζαντινὴ θεοκρατία, μτφρ. Ἰωσ. Ροηλίδης, Ἀθήνα 1982• H.-G. Beck, Ἡ βυζαντινὴ χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, Ἀθήνα 1990, 119 κ.ἕξ,• G. Dagron, Empereur et prêtre. Εtude sur le “césaropapisme” byzantin, Paris 1996.
  13. Γιὰ τὴ διάκριση ἔθνους, ἐθνισμοῦ), ἐθνικισμοῦ καὶ τὴ σχέση τους πρὸς τὴν οἰκουμενικότητα καὶ τὸν διεθνισμὸ πρβλ. Β. Κοροβίνης – Θ. Ζιάκας, Ἀναζητῶντας μία θεωρία γιὰ τὸ Ἔθνος, Ἀθήνα 1988• Θ. Ζιάκας, Ἐθνισμὸς καὶ Ἀριστερά, Θεσσαλονίκη 1988• τοῦ ἰδίου, Ἔθνος καὶ παράδοση, Λευκωσία 1993• Θ. Βερέμης (ἐπιμ.), Ἐθνικὴ ταυτότητα καὶ ἐθνικισμὸς στὴ Νεότερη Ἑλλάδα, Ἀθήνα 1997• ἀφιέρωμα περιοδ. Σύναξη 79, (2001), κ.ἄ.
  14. Πρβλ. Ματσούκας, Δογματική, τόμ. Β’, 195 κ.ἑξ., τόμ. Γ’, Θεσσαλονίκη 1997,448 κ.ἕξ.
  15. Ἑλ. Ἀρβελέρ, Μοντερνισμὸς καὶ Βυζάντιο, Ἀθήνα 1992,12, 27.
  16. Βλ. π. G. Florovsky, Οἱ βυζαντινοὶ ἀσκητικοὶ καὶ πνευματικοὶ Πατέρες, μτφρ. Π. Πάλλης, Θεσσαλονίκη 1992, καὶ σὲ ἄλλα ἒργά του.
  17. Γιὰ τὸν Ἡσυχασμὸ καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ βλ. Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ (Θεσσαλονίκη 1984), Θεσσαλονίκη 1986• Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου (ἐκδ.), Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν ἱστορία καὶ τὸ παρόν. Πρακτικὰ διεθνῶν ἐπιστημονικῶν συνεδρίων Ἀθηνῶν (13-15.11.1998) καὶ Λεμεσοὺ (5-7.11.1999), Ἅγιον Ὅρος 2000, ὅπου καὶ ἡ παλαιότερη βασικὴ βιβλιογραφία. Συνοπτικὸ πίνακα διαφορῶν Ἡσυχαστῶν καὶ Βαρλαὰμ βλ. στὸν Ν. Ματσούκα, Ὁ Σατανᾶς (= Δογματικὴ καίΣυμβολικὴ Θεολογία, Δ’), Θεσσαλονίκη 1999,21.
  18. Τὴ συνάφεια τοῦ ἠθικισμοῦ μὲ τὸν καπιταλισμὸ καὶ τὸν πουριτανισμὸ κατέδειξε ὁ Μ. Weber, Ἡ προτεσταντικὴ ἠθικὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ, μτφρ. Μ. Κυπραῖος, Ἀθήνα 1984. Ἀντίκρουση τῆς δυτικῆς θεολογίας καὶ φιλοσοφίας βλ. καὶ στὸν Ph. Sherrard, The Greek East and the Latin West. A Study in the Christian Tradition, Limni/Evia 21992• τοῦ ἰδίου, Human Image: World Image. The Dealh and Resurrection of Sacred Cosmology, Ipswich 1992.
  19. Ματσούκας, ὅπ.παρ., 61 κ.ἑξ. καὶ συχνάκις• τοῦ ἰδίου, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Φιλοσοφίας, Θεσσαλονίκη 1994, 240 κ.ἕξ.
  20. Συγγνωστὸν γάρ, οὐ τιμωρητόν, ἡ ἀσθένεια (Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Μυσταγωγία, κέφ. κδ’ [PG91.716C]).
  21. Ματσούκας, Σατανᾶς, π. Ἰ. Ρωμανίδης, Τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, Ἀθῆναι 21989.
  22. Τὰ ἀνωτέρω διεξοδικὰ στὸν Ματσούκα, ὅπ.πάρ., πρβλ. Χρ. Γιανναρᾶς, Τὸ ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, Ἀθήνα 91994, 115 κ.ἑξ.
  23. Πρβλ. Κανόνα Χριστουγέννων: Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε […].
  24. Πρβλ. τροπάριο Αἴνων τῆς Κυριακῆς της Τυρινῆς: Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου διώκεται […] πρὸς τὴν ἄνω πορείαν μετίωμεν […] καθορᾶν τὸ ἀμήχανον κάλλος καὶ δεσποτικὸν […], ἢ χωρίο ἀπὸ τὸ Συνοδικὸν τῆς ‘Ορθοδοξίας: Τῶν ὁμολογούντων τὸ ἐκλάμψαν ἀπορρήτως φῶς ἐπὶ τοῦ ὄρους τῆς τοῦ Κυρίου μεταμορφώσεως, φῶς ἀπρόσιτον εἶναι […] καὶ κάλλος ἀληθινὸν καὶ ἐράσμιον περὶ τὴν θείαν καὶ μακαρὶαν φύσιν […] (ἒκδ. J. Gouillard, TM 2 (1967), 91, στ. 735-739). ἡ λατρεία τῶν βυζαντινῶν στὴν ὀμορφιὰ ἦταν καὶ ἀποτέλεσμα τῆς πίστης ὅτι τὸ κάλλος εἶναι μέρος τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ (πρβλ. St. Runciman, Βυζαντινὸς πολιτισμός, μτφρ. Δέσπ. Δετζώρτζη, Ἀθήνα 1969, 248 κ.ἑξ., D. Obolensky, Ἡ βυζαντινὴ Κοινοπολιτεία. Ἡ Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, 500-1453, μτφρ. Γ. Τσεβρεμές, Θεσσαλονίκη 1991, τόμ. Β’, 471 κ.ἑξ.• Ἀρχιμ. Βασίλειος Σταυρονικητιανός, Θεολογικὸ σχόλιο• Μ. Χατζηδάκης, Ὁ κρητικὸς ζωγράφος Θεοφάνης, Ἱ. Μονὴ Σταυρονικήτα 1986,13,15).
  25. Ματσούκας, Βυζαντινὴ Φιλοσοφία, 195 καὶ σποραδικά, Σατανᾶς, σποραδικά.
  26. Οὐ προσκυνῶ τῇ ὕλῃ, προσκυνῶ δὲ τὸν τῆς ὕλης δημιουργόν, τὸν ὕλην δι’ ἐμὲ γενόμενον καὶ ἐν ὕλῃ τὴν κατοίκησιν θέμενον καὶ δι’ ὕλης τὴν σωτηρίαν μου ἐργασάμενον: Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας, λόγος Β’, 14 (ἒκδ. Ν. Ματσούκα, Θεσσαλονίκη 1988, 276).
  27. Βιβλιογραφία σχετικὴ εἰς Θ. Νάντσου-Μ. Κουρουζίδης (ἐπιμ.), Οἰκολογία καὶ Ἐκκλησία. Κείμενα καὶ βιβλιογραφία, Ἀθήνα 1999,117 κ.ἑξ. Πρβλ. καὶ π. Γ. Μεταλληνός, Οἰκολογικὲς ἀντιστοιχίες καὶ ἀναντιστοιχίες Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ, Κοινωνία 18 (1985), 496 κ.ἑξ.• Ἀ. Νικολαΐδης, Ἡ κοσμολογία τῆς ἄσκησης καὶ τῆς παραίτησης, Κατερίνη 1990• Σ. Μπαλατσούκας, Οἱ ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον, Θεσσαλονίκη 1996• Κ. Ζορμπάς, Ἐκκλησία καὶ φυσικὸ περιβάλλον, Κατερίνη 1998• Σ. Τρωιάνος – Κ. Γ. Πιτσάκης, Φυσικὸ καὶ δομημένο περιβάλλον στὶς βυζαντινὲς νομικὲς πηγές, Ἀθήνα 1998• ἀφιέρωμα περιοδ. Σύναξη 69, (1999)• π. Ἰ. Χρυσαυγής, «Ὡραῖος κάλλει» (Ψάλμ. 44:2). Ἡ ὡραιότητα καὶ ἱερότητα τῆς κτίσεως, Ἐπισκοπὴ Κιτίου. Τόμος τιμητικὸς γιὰ τὰ εἴκοσι πέντε χρόνια ἀρχιερατικῆς διακονίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κιτίου κ.κ. Χρυσοστόμου, Λάρνακα 1998, 159 κ.ἑξ.• Δήμ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Ἄνθρωπος καὶ περιβάλλον στὴ βυζαντινὴ τέχνη, ‘Ορθοδοξία καὶ Οἰκουμένη. Χαριστήριος τόμος εἰς τὴν Α. Θ. Παναγιότητα τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην ΒαρθολομαῖονΑ’, Ἀθήνα 2000,641 κ.ἑξ., κ.ἄ.
  28. Ἀναστάσιος, Παγκοσμιότητα, 112,129.
  1. “Beliefs, theology, cult, piety […] are in the heart of the problem. Without them the forms have no value” [G. Galavaris, βιβλιοκρισία, ΒΖ 91 (1998), 546],
  2. Πρβλ. Ἰωάννης Χρυσόστομος, PG 51, 253: Οὕτω καὶ σκεῦος ἕκαστον λέγομεν καλὸν καὶ ζῶον καὶ φυτὸν οὐκ ἀπὸ τῆς διαπλάσεως, οὐδ’ ἀπὸ τοῦ χρώματος, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς διανοίας.
  3. Mansi 13,252 B-C. Γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ χωρίου βλ. Β. Γιαννόπουλος, Αἱ περὶ τέχνης ἰδέαι τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἐπιστ. Ἐπετ. Θεολ. Σχολ. Πανεπ. Ἀθηνῶν 24 (1979-1980), 609 κ.ἑξ.• J. J. Yiannias, A Reexamination of the “art statute” in the Acts of Nicaea II, BZ 80 (1987), 348 κ.ἑξ.
  4. Γιὰ τὰ γνωρίσματα τῆς βυζαντινῆς τέχνης βλ. ἐγχειρίδια τῆς ἱστορίας της• ἐπίσης μελέτες αἰσθητικῆς, ὅπως: Π. Μιχελῆς, Αἰσθητικὴ θεώρηση τῆς βυζαντινῆς τέχνης, Ἀθήνα 51990• G. Mathew, Byzantine Aesthetics, London 1963• V. Bychkov, Βυζαντινὴ αἰσθητική, μτφρ. Κ. Χαραλαμπίδης, Ἀθήνα 1999, κλπ.
  5. Στὰ ψηφιδωτὰ λ.χ. ὁ ‘ἀόρατος’ φωτισμὸς τους μοιάζει νὰ πηγάζει ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό τους: Ο. Demus, Byzantine Mosaic Decoration, London 1947• Δ. Πάλλας, Ψηφιδωτά, ΘΗΕ, IB’, Ἀθῆναι 1968, στ. 1234 κ.ἑξ.• πρβλ. Βασίλειος (Ἀρχιμ. Σταυρονικήτα), Εἰσοδικόν, Ἀθῆναι 1974, 130 κ.ἑξ.• Ματσούκας, Δογματική, Β’, 424• τοῦ ἰδίου Βυζαντινὴ Φιλοσοφία, 276 κ.ἑξ.• Στ. Ράμφος, Ἱλαρὸν φῶς τοῦ κόσμου, Ἀθῆναι 1990• Χρ. Σταμούλης, Περὶ φωτός, Θεσσαλονίκη 1999• Bychkov, Βυζαντινὴ αἰσθητική, 96 κ.ἑξ. Ὁ ρόλος τοῦ φωτὸς ἔχει ἐξεταστεῖ κυρίως σὲ σχέση μὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ ἡσύχαστικοῦ κινήματος τοῦ 14ου αἰώνα: βλ. ὑποσ. 17, κυρίως δὲ Κ. Καλοκύρης, Ἡ θεολογία τοῦ φωτὸς καὶ ἡ παλαιολόγεια ζωγραφική. Ὁ παλαμισμὸς στὴ βυζαντινὴ τέχνη, KB’Δημήτρια. Ἐπιστημονικὸ Συμπόσιο Χριστιανικῆς Θεσσαλονίκης – παλαιολόγειος ἐποχή, Θεσσαλονίκη 1989,343 κ.ἑξ.
  6. Γιὰ τὸν ρόλο τοῦ κάλλους περιορίζομαι στοὺς Bychkov, ὅπ.πάρ., 67 κ.ἑξ.• A. Schmemann, Γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος, μτφρ. Ζ. Λορεντζάτος, Ἀθήνα 1970,46 κ.ἑξ.• P. Evdokimov, Ἡ τέχνη τῆς εἰκόνας, Θεολογία τῆς ὡραιότητας, μτφρ. Κ. Χαραλαμπίδης, Θεσσαλονίκη 1980• Στ. Ράμφος, Φιλόσοφος καὶ θεῖος ἔρως, Ἀθῆναι 1989• Ματσούκας, Σατανᾶς, 205 καὶ σποραδικά• Φιλοσοφία, ὅπ,παρ.• St. Runciman, A Western View of Byzantium, London 1984,14• Obolensky, Κοινοπολιτεία, τόμος Β’,471 κ.ἑξ.• Γ. Γαλάβαρης, Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων. Εἰκονογραφημένα χειρόγραφα, Ἅγιον Ὅρος 2000,111 κ.ἑξ. Γιὰ τὴν κατάφαση τοῦ σώματος στὸ Βυζάντιο: Χρ. Γιανναρᾶς, Ἡ μεταφυσικὴ τοῦ σώματος, Ἀθήνα 1971• τοῦ ἰδίου, Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, Ἀθήνα 31987• Ματσούκας, Φιλοσοφία, 272 κ.ἑξ.• π. Στ. Σκλήρης, Ἐν ἐσόπτρῳ. Εἰκονολογικὰ μελετήματα, Ἀθήνα 1991, 92 κ.ἑξ., 214 κ.ἑξ.• Ἀν. Κεσελόπουλος, Ἄνθρωπος καὶ φυσικὸ περιβάλλον, Ἀθήνα 1989• τοῦ ἰδίου, Ἡ σημασία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος στὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση, Ἐπισκοπὴ Κιτίου. Τόμος τιμητικός, 601 κ.ἑξ.• Γ. Πατρῶνος, Ἡ θέωοη τοῦ ἀνθρώπου, Ἀθήνα 1995. Ἔμφαση ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ: ἀναφορὲς στοὺς τόμους τῶν συναφῶν συνεδρίων (ὑποσ. 17)• J. Meyendorff, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ἡ ὀρθόδοξη μυστικὴ παράδοση, μτφρ. Ἐλ. Μάϊνας, Ἀθήνα 1983,133 κ.ἑξ.• Γ. Μαντζαρίδης, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 31998, σποραδικά• Ράμφος, Ἱλαρὸν φῶς, 346 κ.ἕξ. Ἐντεῦθεν ἀναπτύχθηκε ἡ ἄποψη ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ θεμελιώσει τὴ γένεση τοῦ ‘στὺλ Πανσέληνου’ (volume style) τοῦ τέλους τοῦ 13ου αἰώνα καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 14ου στὴν ἡσυχαστικὴ διδασκαλία• βλ. γιὰ τὸ πρόβλημα Δήμ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Τέχνη καὶ λατρεία, Ἀθήνα 2001,39 κ.ἑξ.• τοῦ ἰδίου, Ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφικὴ καὶ Ἡσυχασμός. Τὸ δίλημμα ἀνάμεσα στὴν ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση καὶ στὶς οὐμανιστικὲς “ἀναγεννήσεις” κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν ἱστορία καὶ τὸ παρόν, 167 κ.ἑξ. Γιὰ τὴν ἐν γένει ἐπίδραση τοῦ Ἡσυχασμοῦ στὴν τέχνη βλ. ἐπίσης R. Samardžiç? (ἐπιμ.), L’art de Thessalonique et des pays balkaniques et les courants spirituels au XlVe siècle. Recueil des rapports du IVe colloque serbo-grec (Belgrade 1985), Belgrade 1987. – Γιὰ τὴ μακραίωνη ἐχθρικὴ στάση τῆς Δύσης ἀπέναντι στὸ σῶμα πρβλ. Γιανναράς, Μεταφυσικὴ σώματος, σποραδικά• Μ. Μπέγζος, Ἐλευθερία ἤ θρησκεία; Ἀθήνα 1991,141 κ.ἑξ.
  7. Μ. Ἀθανασίου, Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, 54 (PG 25,192Β).
  8. Ρωμανίδης, Προπατορικὸν ἁμάρτημα• Δ. Τσελεγγίδης, Ἡ ἱκανοποίηση τῆς Θείας Δικαιοσύνης κατὰ τὸν Ἄνσελμο Καντερβουρίας, Θεσσαλονίκη 1995.
  9. Κανόνας Ὄρθρου Χριστουγέννων.
  10. Δημ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Εἰκόνα καὶ λόγος στὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία τοῦ 16ου αἰώνα. Θέματα εἰκονογραφίας, Πρακτικὰ 4ου Διεθνοῦς Συνεδρίου “Neograeca Medii Aevi” (Λευκωσία 1997), Ἠράκλειον 2002,617 κ.ἑξ.
  11. Πρβλ. τὴ θεωρία τοῦ Ἀνσελμου (ὑποσ. 36).
  12. Εἶναι γνωστὸ τὸ χωρίο τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης (+1429)• βλ. Τριανταφυλλόπουλος, ὅπ.π., 625 κ.ἑξ.
  13. Ὅπ.παρ., 629 κ.ἑξ., καὶ ὑπὸ ἐπεξεργασία αὐτοτελὴς μελέτη.
  14. Βυζαντινὴ εἰκονογραφία: Κ. Papadopoulos, Die Wandmalereien des 11. Jahrhunderts in der Kirche Panagia ton Chalkeon in Thessaloniki, Graz – Koln -Wien 1966, 57 κ.ἑξ.• Β. Brenk, Tradition und Neuerung in der christlichen Kunst des ersten Jahrtausends, Wien 1966• G. Games, Byzance et la peinture romane de Germanie, Paris 1966, συχνάκις• Υ. Christe, La vision du Matthieu (Matth. XXIV-XXV), Paris 1973• τοῦ ἰδίου, Das Jüngste Gericht, übrs. von M. Lauble, Darmstadt 2001. Μεταβυζαντινή: Μ. Garidis, Études sur le Jugement dernier post-byzantin du XVe à la fin du XIXe siècle, Thessalonique 1985• Dem. D. Triantaphyllopοulos, Die nachbyzantinische Wandmalerei auf Kerkyra und den anderen Ionischen Inseln, τόμ. I, München 1985,214 κ.ἑξ.• τοῦ ἰδίου, Μελέτες γιὰ τὴ μεταβυζαντινὴ ζωγραφική, Ἀθῆναι 2002,36,105 ὑποσ. 15, 204.
  15. Γιὰ τὶς διαφορές: Brenk, ὅπ.παρ.• Games, ὅπ.παρ.• Christe, Das Jüngste Gericht. Γιὰ τὴν Ἀποκάλυψη στὸ Βυζάντιο καὶ τὶς διαφορὲς πρὸς τὴ Δύση πρβλ. Δήμ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος,Ἀπoκαλύψεως ὁράματα στὴν Κύπρο. Ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ ἐσχατολογικὴ προοπτική, Κυπρολογία, Ἀφιέρωμα στὸν Θεόδωρο Παπαδόπουλο (Κυπρ. Σπουδ. 64/65 [2000-2001], 385 κ.ἑξ.).
  16. Ἡ Δύση, στοιχώντας στὸ ρωμαϊκὸ πνεῦμα, ἔδωσε πρωτεῖα στὴ δικαιοσύνη, ἡ Ἀνατολὴ στὴν ἀγάπη• πρβλ. Brenk, 103. Γιὰ τὸν Χριστό-Κριτὴ στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Δύση πρβλ. Τριανταφυλλόπουλος, Μελέτες, 203 κ.ἑξ.• τοῦ ἰδίου, Ἀποκαλύψεως ὁράματα (μὲ τὴν παλαιότερη βιβλιογραφία). Ἡ δαιμονολογία ἀποτελεῖ βασικὸ στοιχεῖο τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως φανερώνει καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ντοστογιέφσκυ• βλ. καὶ Ματσούκας, Σατανάς• π. Β. Καλλιακμάνης, Ἀπὸ τὸ φόβο στὴν ἀγάπη, Θεσσαλονίκη 1993,22 κ.ἑξ.• γιὰ τὴν τέχνη Η. Sedlmayr, Der Tod des Lichtes, Salzburg 1964,18 κ.ἕξ.
  17. Ν. Τζιράκης, Ἡ περὶ μετουσιώσεως (Transsubstantiatio) εὐχαριστιακὴ ἔρις, Ἀθῆναι 1977• G.Podskalsky, Griechische Theologie in der Zeit der Türkenherrschaft, 1453-1821, München 1988, συχνάκις, ἰδιαίτερα 392 κ.ἑξ.• γιὰ τὴ μεταβυζαντινὴ εἰκαστική της ἀπόδοση Τριανταφυλλόπουλος, Μελέτες, 245 κ.ἑξ.
  18. Πρβλ. H.-G. Beck, Kirche und theologische Literatur in Byzanz, München 1959,320 κ.ἑξ. Π. Τρεμπέλας, Αἱ τρεῖς λειτουργίαι κατὰ τοὺς ἐν Ἀθήναις κώδικας, Ἀθῆναι 21982, 111 κ.ἑξ.• π. Γ. Μεταλληνός, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, Ἀθήνα 1995, 225 κ.ἑξ.• Ἰ. Φουντούλης, Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, τόμ. Γ’, Ἀθῆναι 21991, 64 κ.ἑξ., τόμ. Δ’, Ἀθῆναι 1994, 253 κ.ἑξ. Συνολικὲς μελέτες γιὰ τὴ βυζαντινὴ καὶ τὰ νέα θέματα τῆς μεταβυζαντινῆς εὐχαριστιακῆς εἰκονογραφίας ἀπουσιάζουν, πρβλ. Τριανταφυλλόπουλος, Μελέτες, 157 κ.ἑξ., 218 κ.ἑξ., 220 κ.ἑξ, 245 κ.ἑξ., 267 κ.ἑξ.
  19. Δυτικὰ καὶ μερικὰ μεταβυζαντινὰ παραδείγματα: G. Schiller, Ikonographie der christlichen Kunst, 4/1: Die Kirche, Gütersloh 21988,98• Triantaphyllopοulos, Wandmalerei, 1,225.
  20. Βλ. περὶ αὐτῶν κατωτέρω, ὑποσ. 72.
  21. Beck, Kirche, 120 κ.ἑξ. καὶ συχνάκις• τοῦ ἰδίου, Βυζαντινὴ χιλιετία, 285 κ.ἑξ.• Florovsky) Ἀσκητικοὶ πατέρες• Δ. Παπαχρυσάνθου, Ἀθωνικὸς μοναχισμός, Ἀθήνα 1992• Pl. Deseille (Ἄρχιμ.) Ὁ παχωμιακός μοναχισμός, Ἀθήνα 1992, τοῦ ἰδίου, Τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ἔρημο, μτφρ. Ἱερομ. Νικ. Μπαρούσης, Ἀθήνα ἄ.ἔ.• τοῦ ἰδίου, Φιλοκαλία. Ἡ νηπτικὴ παράδοση τῆς ‘Ορθοδοξίας, μτφρ. Ἄ. Κωστάκου-Μαρίνη, Ἀθήνα 1999,19 κ.ἑξ.• Φειδᾶς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Α’, 935 κ.ἑξ., Β’, 717 κ.ἑξ.. Ἐθνικὸ Ἵδρυμα Ἔρευνῶν/Ἰνστιτοῦτο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν (ἐκδ.), Τάσεις τοῦ Ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ (Πρακτικὰ Διεθνοῦς Συμποσίου), Ἀθήνα 1996• Σ. Ἀγουρίδης, Μοναχισμός, Ἀθήνα 1997.
  22. Ὅπ.παρ. Γιὰ τὴν ἔμφαση τῆς ἡσυχαστικῆς κίνησης τοῦ 14ου αἰώνα στὸ θέμα τῆς θεοπτίας πρβλ. ὑποσ. 17• μία ἄλλη ἐνδιαφέρουσα πλευρὰ ἐξετάζει ὁ Β. Ψευτόγκας, Θεοφάνια καὶ θεοπτία στὰ ἀρχαῖα καὶ τὰ νέα μαρτυρολόγια, Κληρονομία 24 (1992), 291 κ.ἑξ. Γιὰ τὴ σύγχρονη ὀρθόδοξη ἐμπειρία πρβλ. Κ. Ware (Ἐπίσκοπος Διοκλείας), Ἡ δύναμις τοῦ ὀνόματος, μτφρ. Δ. Χουλιάρας, Ἀθήνα 1980• τοῦ ἰδίου, Ἡ ἐντὸς ἡμῶν Βασιλεία, μτφρ. Ἰωσ. Ροηλίδης, Ἀθήνα 1994• Lev Gillet, The Jesus Prayer, New York 21995• Th. Nikolaou, Askese, Möchtum und Mystik in der Orthodoxen Kirche, Erzabtei St. Ottilien 1995• Στ. Φωτίου (ἐπιμ.), Ὀρθόδοξος μοναχισμός, Ἀθήνα 1997, τὰ ἒργὰ τοῦ Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, κ.ἅ.
  23. Τὸ κείμενο: PG 88,632-1209. Γιὰ τὸν συγγραφέα βλ. Florovsky, Ἀσκητικοὶ πατέρες, 395 κ.ἑξ: Π. Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Γ ‘, Θεσσαλονίκη 1988, 180 κ.ἑξ.• Γιανναρᾶς, Μεταφυσικὴ σώματος• γιὰ τὴν ἐπίδραση στὴ Δύση πρβλ. W. Berschin, Ἑλληνικὰ γράμματα καὶ λατινικὸς Μεσαίωνας, μτφρ. Δ. Νικήτας, Θεσσαλονίκη 1998,394.
  24. Βυζάντιο: J.R. Martin, The Illustration of the Heavenly Ladder of John Climacus, Princeton N.J. 1954• L. Kretzenbacher, Die “Himmelsleiter” zur Sozialismus-Sonne, Südost Forschungen 40 (1981), 224 κ.ἑξ. Δύση: λῆμμα Himmelsleiter, LCI 2,283 κ.ἑξ.• Chr. Helck, L’échelle céleste dans l’art du Moyen Age, Paris 1997 (δὲν τὸ εἶδα).
  25. Παράδειγμα ἡ τοιχογραφία τοῦ Andrea Bonaiuti (Andrea da Firenze στὴ Santa Maria Novella Φλωρεντίας (1365-67) γιὰ τοὺς Δομηνικανοὺς μοναχοὺς (ἀπεικόνιση: R. Toman [ἐκδ.], The Art of Gothic, Cologne 1998,451). Ἡ εἰκόνα-ἅπαξ στὴν Κέρκυρα (περὶ τὸ 1500), ποὺ ἔχει ἑρμηνευθεῖ ὡς ἀλληγορία τῆς Ἄνω Ἱερουσαλὴμ (Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες τῆς Κέρκυρας, Ἀθήνα 1990, ἀρ. 9), πιθανὸν ἔχει συντεθεῖ μὲ βάση τὴ σύνθεση στὴ Φλωρεντία ἢ κάτι παρεμφερὲς (πρβλ. Τριανταφυλλόπουλος, Μελέτες, 158,236 ὑποσ. 20, ἐπίσης τοῦ ἰδίου, Ἀποκαλύψεως ὁράματα στὴν Κύπρο, ὅπ.πάρ.).
  26. Περὶ Μονῆς Σινᾶ γενικὰ βλ. Πανηγυρικὸς τόμος ἐπὶ τὴ 1400ῇ ἀμφιετηρίδι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Σινᾶ, Ἀθῆναι 1971• G. Forsyth – Κ. Weitzmann, The Monastery of St. Catherine at Mt. Sinai, Ann Arbor, Mich. 1973• Σινᾶ Ἐκδοτικὴ ‘Αθηνών (ἐκδ.), Οἱ θησαυροὶ τῆς Μονῆς, Ἀθήνα 1990. Γιὰ τὸ ψηφιδωτὸ βλ. καὶ Πάλλας, Ψηφιδωτά, 1158 κ.ἑξ.• Ν. Χατζηδάκη, Βυζαντινὰ ψηφιδωτά, Ἀθῆναι 1994, 5 κ.ἑξ.• J. Elsner, The Viewer and the Vision: The case of the Sinai Apse, Art History 17/1 (1994), 81 κ.ἑξ.
  27. Γιὰ τὰ δύο ὄρη ὡς τόπους θεοφανείας βλ. τὴν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως (6 Αὐγούστου) καὶ τὴ συναφὴ πατερικὴ φιλολογία• πρβλ. G. Habra, La Transfiguration selon les pères grecs, Paris 1974• Ἱ Μονὴ Κουτλουμουσίου (ἐκδ.), Πανηγυρικόν. Ὁ πατερικὸς λόγος στὴν Μεταμόρφωση, Ἅγ.Ὄρος 1995.
  28. Ἐνδιαφέρουσες εἶναι οἱ πτυχὲς γιὰ τὸ ἡσυχαστικὸ πνεῦμα στὸ Σινᾶ καὶ τὴ σχέση του μὲ τὸ ἀντίστοιχο στὸν Ἄθω κατὰ τὴν παλαιολόγεια ἐποχή• ἐνδεικτικά: Gillet, The Jesus Prayer, 35 κ.ἑξ, 53 κ.ἑξ.• Φειδᾶς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Β’, 484 κ.ἑξ.• Deseille, Φιλοκαλία, 41 κ.ἑξ., 60 κ.ἑξ.
  29. Γιὰ τὴν εἰκόνα: Μ. Χατζηδάκης – Ε. Δρακοπούλου, Ἕλληνες ζωγράφοι μετὰ τὴν Ἅλωση (1450-1830), τόμ. 2, Ἀθήνα 1997, 88.
  30. Τριανταφυλλόπουλος, Ἄνθρωπος καὶ περιβάλλον, 647 κ.ἑξ. Τὸ περιφανέστερο κυπριακὸ παράδειγμα ἀπεικόνισης τέτοιας Μεταμόρφωσης, ἐκεῖνο τοῦ ἁγίου Νεοφύτου (1134-1219) στὴν Ἐγκλείστρα του, ἔχει προκαλέσει σωρεία παρανοήσεων πρβλ. συνοπτικὰ Dem. D. Triantaphyllopoulos, On Saint Neophytos Enkleistos and his alleged “self-sanctification”, XXe Congrès International des Études Byzantines (Paris 2001), Préactes, III. Communications libres, Paris 2001,148.
  31. Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ γοτθικὴ τέχνη, φθάνουν στὸ ἔπακρο κατὰ τὸ Μπαρόκ• βλ. π.χ. εἰκονογραφία ἁγίου Φραγκίσκου, φλαμανδικὰ ἔργα τοῦ 15ου αἰώνα, ἔργα τῶν Θεοτοκόπουλου, Rubens, Rembrandt, Bernini κλπ. Διάκριση μεταξὺ θεοφανειῶν (Βυζάντιον) καὶ ἐκστάσεων (Δύση): Γιανναράς, Μεταφυσικὴ σώματος, 211.
  32. Μ. Dols, The Black Death in the Middle Ages, Princeton 1977.
  33. Γιὰ τὸν θάνατο στὴ Δύση: Ph. Ariès, Ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ θανάτου, 2 τόμοι, μτφρ. Θ. Νικολαΐδης, Ἀθήνα 1997-1999• Μ. Vovelle, Ὁ θάνατος καὶ ἡ Δύση. Ἀπὸ τὸ 1300 ὥς τὶς μέρες μας, 2 τόμοι, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, Ἀθήνα 2000. Ἐνδεικτικὰ γιὰ τὴν εἰκονογραφία: P. Vigo, Le danze macabre in Italia, Bergamo 21978• H. Braet – W. Verbeke (ἐκδ.), Death in the Middle Ages, Leuven 1983• Memento mori. Der Tod als Thema der Kunst vom Mittelalter bis zur Gegenwart, κατάλογος ἔκθεσης, Darmstadt 1984• F. W. Kasten (ἐκδ.), Totentanz, κατάλογος ἔκθεσης, Mannheim 1986• Immagini della danza macabra nella cultura occidentale dal Medioevo al Novecento, κατάλογος ἔκθεσης, Firenze 1995, Como 1995.
  34. Γιὰ τὴ διαφορὰ ἀντίληψης τοῦ θανάτου ἀνάμεσα σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση πρβλ. Ματσούκας, Σατανάς, 128 κ.ἑξ., 159 κ.ἑξ. Γιὰ συναφεῖς παραστάσεις στὸ Βυζάντιο πρβλ. R. Stichel, Studien zum Verhältnis von Text und Bild spät.- und nachbyzantinischer Vergänglichkeitsdarstellungen, Wien 1971• C.Walter, Death in Byzantine Iconography, ECR 8 (1976), 113 κ.ἑξ. Ἀπουσιάζει συνολικὴ ἐξέταση τῆς νεκρικῆς εἰκονογραφίας στὴ μεταβυζαντινὴ ἐποχή.
  35. Θεολογία τοῦ θανάτου καὶ τῆς κοιμήσεως τῶν ὁσίων: Μητροπ. Ναυπακτίας καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱερόθεος, Τὸ πρόσωπο στὴν ὀρθόδοξη παράδοση, Ἱ. Μονὴ Γενεσίου Θεοτόκου (Πελαγίας) 31997,304 κ.ἑξ.• Εἰκονογραφία κοιμήσεως ὁσίων: Λῆμμα Koimesis, RbK 4,177 κ.ἑξ., Εὐ. Ἰωαννιδάκη-Ντόστογλου, Παραστάσεις κοιμήσεως ὁσίων καὶ ἀσκητῶν τοῦ 14ου-15ου αἰ., ΑΔ 42 (1987): Μελέτες, 99 κ.ἕξ.• Τ. Τανούλας, «Θηβαΐς»: Αὐτὴ ἡ πλευρὰ τοῦ Παραδείσου, ΔΧΑΕ, περίοδ. Δ’, 20 (1997-1998), 317 κ.ἑξ.
  36. Πρβλ. Ἀναστάσιος, Παγκοσμιότητα, 51. Ἡ ἀσκητικὴ φιλολογία βρίθει παραδειγμάτων ἐξημέρωσης ἄγριων ζώων καὶ ἑρπετῶν πρβλ. καὶ τὴν παράσταση τοῦ ἁγίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου ποὺ δαμάζει λιοντάρι (λ.χ. Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Δύο παλαιολόγειες εἰκόνες στὰ Ἱεροσόλυμα, ΔΧΑΕ, περίοδ. Δ’, 20 [1998-1999] 291 κ.ἑξ.): εἴμαστε μακριὰ ἀπὸ τὸ ἐκκοσμικευμένο οὑμανιστικὸ πνεῦμα τοῦ ἁγίου Ἱερωνύμου στὸν πίνακα τοῦ Albrecht Dürer (1513/14).
  37. Βλ. ἀνωτέρω, ὑποσ. 24. Ὁ Παράδεισος (παραστάσεις Δημιουργίας τοῦ κόσμου, Κρίσεως ἢ Ἁγίων Πάντων) ἀποδίδεται συχνὰ ὡς λευκὸ χρῶμα, ἐπιγραφόμενο ἐνίοτε ὡς ἀνέσπερον φῶς (πρβλ. Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς στὸν Ὄρθρο τῆς Ἀναστάσεως• ἐν τῆ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου στὸν ἀναστάσιμο Κανόνα, ὠδὴ θ’, τροπάριο β’).
  38. Ὁ ἄνθρωπος στὴ Δύση μετὰ τὴν Ἀναγέννηση ἐπιθυμεῖ ὄχι νὰ μεταμορφώσει, ἀλλὰ νὰ τροποποιήσει τὴ φύση μέσῳ τῆς τέχνης (Eco, Τέχνη καὶ κάλλος στὴν αἰσθητική του Μεσαίωνα, μτφρ. Ἐ. Καλλιφατίδη, Ἀθήνα 1992,221 κ.ἑξ.). Τοῦτο φέρεται νὰ ἀρχίζει σχεδὸν ταυτόχρονα μὲ τὸν ἐξορθολογισμὸ τοῦ δόγματος ἀπὸ τὸν Σχολαστικισμὸ (11ος αἰώνας καὶ ἑξῆς), μὲ συνέπεια μία διαφορετικὴ ἀνάπτυξη τῆς τεχνικῆς καὶ κοινωνικὴ διάρθρωση- πρβλ. G. Duby, Μεσαιωνικὴ Δύση: Κοινωνία καὶ Ἰδεολογία, μτφρ. Ο. Βαρὠν – Ρ. Μπενβενίστε, Ἀθήνα 1988, 33 κ.ἑξ.• τοῦ ἰδίου, Τέχνη καὶ κοινωνία του Μεσαίωνα, μτφρ. Ἐ. Ζέη, Ἀθήνα 2000, 35 κ.ἑξ• τοῦ ἰδίου, Die Zeit der Kathedralen. Kunst und Gesellschaft 980-1420, μτφρ. G. Osterwald, Frankfurt a.M. 1997,13 κ.ἑξ.• Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικὸς πολιτισμός, 218 κ.ἑξ.•J.le Goff, Ὁ πολιτισμὸς τῆς μεσαιωνικῆς Δύσης, μτφρ. Ρ. Μπενβενίστε, Θεσσαλονίκη 1993, 87 κ.ἑξ.• D. Nicholas, Ἡ ἐξέλιξη τοῦ μεσαιωνικοῦ κόσμου (312-1500), μτφρ. Μ. Τζιαντζῆ, Ἀθήνα 1999,415 κ.ἑξ.• F. Braudel, Γραμματικὴ τῶν πολιτισμῶν, μτφρ. Ά. Ἄλεξακης, Ἀθήνα 2001, 436 κ.ἑξ. Ὑπενθυμίζεται καὶ ἡ θεωρία γιὰ τὴν παραλληλία ἤ καὶ σύνδεση τοῦ ἀναλυτικοῦ πνεύματος –σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ συνθετικό, ‘κρυπτικό’ τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ- τῆς γοτθικῆς ἀρχιτεκτονικῆς (μέσα 12ου αἰώνα καὶ ἑξης) ἀφενὸς καὶ Σχολαστικισμοῦ ἀφετέρου• βλ. κυρίως Ε. Panofsky, Gothic Architecture and Scholasticism, Latrobe 1951• ἐπιφυλάξεις διατυπώθηκαν ἀρκετές, λ.χ. Η. Sedlmayr, Die Entstehung der Kathedrale, Freiburg – Basel – Wien 21996,321 κ.ἑξ., 613′ Ο.v. Simson, Die gotische Kathedrale, Darmstadt 51992,5 ὑποσ. 3, κ.ἅ.
  39. Δ. Πάλλας, Αἱ αἰσθητικαὶ ἰδέαι τῶν Βυζαντινῶν πρὸ τῆς Ἁλώσεως (1453), ΕΕΒΣ34 (1965), 313 κ.ἑξ. (ἀνατύπωση: τοῦ ἰδίου, Συναγωγὴ Μελετῶν Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας, Ἀθήνα 1987-1988, Τόμ. Β’, 464 κ.ἑξ.). Πρβλ. καὶ Triantaphylopοulos, Wandmalerei, Ι, 387 κ.ἑξ.• τοῦ ἰδίου, Τὸ Βυζάντιο συναντάει τὴ Δύση: Ἡ ζωγραφική της Ὁδηγήτριας στὴν Ἀπόλπενα Λευκάδας στὰ μέσα του 15ου αἰώνα, Βυζαντινὸ καὶ Χριστιανικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν (ἐκδ.), Ζωγραφικῆς ἐγκώμιον. Τοιχογραφίες ἀπὸ τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς Ὁδηγήτριας στήν Ἀπόλπενα Λευκάδας. Κατάλογος ἔκθεσης «Τὸ ἔκθεμα τοῦ μηνὸς» (20.12.2000 – 28.2.2001), Ἀθήνα 2000,42 κ.ἑξ. Γιὰ τὴ διαφορὰ στὸν τρόπο ὅρασης βυζαντινοῦ καὶ ἀναγεννησιακοῦ καλλιτέχνη πρβλ. καὶ Ch. Delvoye, Βυζαντινὴ τέχνη, μτφρ. Μ. Παπαδάκη, Ἀθήνα 51994,519 κ.ἑξ.
  1. Πρβλ.”Trianlaphyllopοulos, Wandmalerei, συχνάκις• τοῦ ἰδίου, Τὸ Βυζάντιο συναντάει τὴ Δύση• τοῦ ἰδίου, Μελέτες, συχνάκις• τοῦ ἰδίου, Ἡ τέχνη στὴν Κύπρο ἀπὸ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) ἕως τὴν ἔναρξη τῆς Τουρκοκρατίας (1571): Βυζαντινή/μεσαιωνικὴ ἤ μεταβυζαντινή:, Πρακτικὰ Γ’Διεθνοῦς Κυπρολογικοῦ Συνεδρίου (Λευκωσία 1996), τόμ. Β’, Λευκωσία 2001,621 κ.ἑξ.
  2. Ἐνδεικτικὰ ὀνόματα μελετητῶν γιὰ τὶς σχέσεις Βυζαντίου-Δύσης: J. Beckwith, H. Belting, Η. Buchthal, Ο. Demus, A. Grabar, E. Kitzinger, K. Weitzmann κλπ.
  3. Παραδείγματος χάριν, πῶς ἑρμηνεύθηκαν σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση οἱ ψευδοαρεοπαγιτικὲς συγγραφὲς καὶ πῶς κατέληξαν σὲ δύο ἐκφάνσεις ἀντίθετες ὡς πρὸς τὴ χρησιμοποίηση τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ κάλλους, δηλαδὴ στὴν Ἁγία Σοφία καὶ στὸν γοτθικὸ καθεδρικὸ ναό; Πρβλ. τὶς παρατηρήσεις τοῦ Sedlmayr, Entstehung der Kathedrale, 314 κ.ἑξ.• τοῦ ἰδίου, Epochen und Werke, τόμ. III, Mittenwald 1982,155.
  4. Βλ. παραπάνω, ὑποσ. 31• ἐπίσης Δημ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος». Ἀρχαιολογικὰ στὸν Παπαδιαμάντη, Ἀθήνα 22002, συχνάκις• Τέχνη καὶ λατρεία, συχνάκις τοῦ ἰδίου, Ὑπάρχουν κανόνες στὴν τέχνη τῆς Ὀρθοδοξίας; Ἀπὸ τὶς κατακόμβες στὴν παγκοσμιοποίηση, Σύναξη 85 (2003), 6 κ.ἑξ. Τὴ βυζαντινὴ τέχνη ὡς ‘πειθαρχημένη ἀναρχία’ χαρακτήρισε ἡ Ντ. Μουρίκη, Ὁ Greco καὶ τὸ Βυζάντιο, περιοδ. Εὐθύνη (ἐκδ.),Δομήνικος Θεοτοκόπουλος Κρὴς ἐποίει, Ἀθήνα 1991,25, Γιὰ τὸ θέμα τῆς πρωτοτυπίας στὴ μεσαιωνικὴ δυτικὴ τέχνη πρβλ. Eco, Τέχνη καὶ κάλλος, 15 κ.ἕξ.
  5. Τὶς διαφορὲς ἀνέλυσε ὀξυδερκῶς ὁ Ρωμαιοκαθολικὸς Romano Guardini, Kultbild und Andachtsbild, Würzburg 1939. Νεώτερη ἐπισκόπηση: Κ. Schade, Andachtsbild. Die Geschichte eines kunstgeschichtlichen Begriffs, Weimar 1996. Στὸν ἑλληνικὸ χῶρο τὸν ὅρο εἰσάγει πρῶτος ὁ D. Pallas, Die Passion und Bestattung Christi. Der Ritus – das Bild, München 1965,101• ἐπεξεργασία τοῦ ὅρου γιὰ τὴ μεταβυζαντινὴ ζωγραφική: Triantaphyllopοulos, Wandmalerei, Ι, σποραδικά• τοῦ ἰδίου, Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος, 61 ὑποσ. 19• τοῦ ἰδίου, Μελέτες, συχνάκις• τοῦ ἰδίου, “Byzance aprés Byzance”. Post-Byzantine Art (1453-1830) in the Greek Orthodox World, Hellenic Ministry of Culture/Byzantine & Christian Museum – Alexander S. Onassis Public Benefit Foundation (USA) (ἐκδ.), Post-Byzantium: The Greek Renaissance, κατάλογος ἔκθεσης (New York, November 2002• February 2003), Athens 2002,24.
  6. Πρβλ. Η. Belting, Bild und Kult, München 21993, 414 κ.ἑξ.• Η. Belting – D. Blume (ἐκδ.), Malerei und Stadtkultur in der Dantezeit, München 1989, σποραδικά• A. Chastel, L’Italie et Byzance, Paris 1999, συχνάκις, ἰδιαίτερα 51 κ.ἕξ.
  7. Τὴν ἔννοια διασαφηνίζει ὁ Ο. Demus, Byzantine Art and the West, London 1970,7 κ.ἑξ.
  8. Βλ. πρόσφατα V. Serguiev, A. Rublev, Paris 1994. Ἡ προσπάθεια μαρξιστῶν ἱστορικῶν νὰ ἀποσυνδέσουν τὸν Ρουμπλιὼφ ἀπὸ τὸν Ἡσυχασμὸ (λ.χ. ὁ V.Ν. Lazarev, Die russische Ikone, ἐκδ. G.I.Vzdornov, Darmstadt 1997,90 κ.ἑξ.) δὲν εἶναι πειστική• τὸν σύνδεσμό του μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, κυρίως μέσω τοῦ δασκάλου του Θεοφάνη τοῦ Ἕλληνα, τονίζουν οἱ Ο. Clément, P. Evdokimov, J. Meyendorff, Κ. Ware κ.ἄ, πρόσφατη σύνοψη στὴν Ο. Popova, Ascesi e Trasfigurazione, Milano 1996,81 κ.ἕξ. Τοῦτο δὲν καταργεῖ τὶς διαφορὲς τοῦ Ρουμπλιὼφ ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ τέχνη, πάντως ὁ Obolensky, Κοινοπολιτεία, Β’, 564, ὑποστηρίζει ὅτὶ οἱ διαφορὲς τῆς τεχνοτροπίας ἀνάμεσα στοὺς ὀρθοδόξους λαοὺς ἴσως νὰ φανερώνουν λιγότερο ἕναν συνειδητὸ ‘ἐθνικό’ προσανατολισμὸ καὶ περισσότερο διαφορὰ ἐργαστηρίων.
  1. Πρβλ. μαρτυρίες του στὸ τχ. 64 τοῦ περιοδ. Σύναξη (Ἀθήνα, 1997)• τὸ αἴτημα γιὰ συγκλίσεις θέτουν καὶ ἄλλοι: Μητροπ. Περγάμου Ί. Ζηζιούλας, Τί ἐλπίζει ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ Θεολογία, Ἐκκλησιαστικὸς Κήρυκας 7 (Λάρνακα 1995), 181 κ.ἑξ.• Μ. Μπέγζος, Ἡ πορεία τῆς δυτικῆς θεολογίας. Ἕνα πανόραμα τῆς ἑτερόδοξης Εὐρώπης Φωτίου• Ἰησοῦς Χριστός, 520 κ.ἑξ., ἰδιαίτερα 543 κ.ἑξ.
  2. Ο. Clément, Βυζάντιο καὶ Χριστιανισμός, μτφρ. Θ. Μάϊνα, Ἀθήνα 1985, 73 κ.ἑξ. Τὰ γνωρίσματα τοῦ καλλιεργημένου ἀνθρώπου, ὅπως συνοψίζονται ἀπὸ τὸν λόγιο Πατριάρχη Κων/πόλεως Γεώργιο (Γρηγόριο) Κύπριο (β’ ἥμισυ 13ου αἰώνα) ὡς ἀποτέλεσμα τῆς κλασικῆς παιδείας (τὸ χαρίεν, τὸ ἀστικόν, τὸ σεμνὸν καὶ τὸ ὄντως ἑλληνικόν: βλ. Beck, Βυζαντινὴ χιλιετία, 185), ἐφαρμόζονται ἰδεωδῶς στὸ ὕφος τῶν ἔργων τοῦ ἴδιου μνημείου, μὲ χορηγό τους τὸν ἀνθρωπιστὴ Θεόδωρο Μετοχίτη.
  3. D. Davies, El Greco, Oxford 1976• τοῦ ἰδίου, Ἡ ἀνύψωση τοῦ νοῦ πρὸς τὸν Θεό: Ἡ θρησκευτικὴ εἰκονογραφία τοῦ Γκρέκο καὶ ἡ πνευματικὴ ἀναμόρφωση στὴν Ἰσπανία, J. A. Lopera (ἐπιμ.), El Greco. Ταυτότητα καὶ μεταμόρφωση κατάλογος ἔκθεσης, Ἀθήνα 1999-2000, Milano 1999, 201 κ.ἑξ., ὅπου καὶ μνεία ἄλλων ἐργασιῶν του. Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος κινεῖται καὶ ἡ Ντ. Μουρίκη, Greco καὶ Βυζάντιο, σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλους ξένους καὶ ἕλληνες μελετητές. Ἀποτίμηση τῆς ἑλληνικῆς βιβλιογραφίας: Δημ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ὁ Ἕλληνας, ΔΧΑΕ, περίοδ. Δ’, 17 (1993-1994), 375 κ.ἑξ.• τοῦ ἰδίου, ‘Ἑλληνικότητα’ καὶ ‘βυζαντινότητα’ στὸ ἔργο τοῦ Θεοτοκόπουλου, Εl Greco of Crete. Proceedings of the International Symposium (Ἡράκλειον 1990), Ἡράκλειον 1995, 447 κ.ἑξ. Γιὰ τὸ φῶς καὶ τὸν ρόλο του γενικὰ στὴ δυτικοευρωπαϊκὴ τέχνη πρβλ. Η. Sedlmayr, Das Licht in seinen künstlerischen Manifestationen, Mittenwald 21979• W. Schöne, Über das Licht in der Malerei, Berlin 71989.
  4. «Tὸ Βυζάντιο ἦταν δότης, ἡ Δύση δέκτης», συνόψισε ἔγκυρα τὴν ὑπερχιλιετὴ προσφορὰ ὁ G. Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, μτφρ. Ἰ. Παναγόπουλος, τόμ. Γ’, Ἀθήνα 1981, 277.

80 . Γ. Τσαρούχης, Ἀγαθὸν τὸ ἐξομολογεῖσθαι, Ἀθήνα 1986, 92.

  1. Δικαιώνονται σὲ βαθμὸ ἀνατριχιαστικὸ οἱ ἐπισημάνσεις τοῦ Ν. Chomsky (βλ. πρόσφατα Ὁ νέος στρατιωτικὸς ἀνθρωπισμός. Μαθήματα ἀπὸ τὸ Κοσσυφοπέδιο, μτφρ. Κατ. Σχινᾶ, Ἀθήνα 2001), ἢ ἡ ἀνάλυση τῆς γένεσης τοῦ ἀμερικανικοῦ τρόπου σκέψης ποὺ ἔχει κάνει ὁ G. Steiner, Τὰ ἀρχεῖα τῆς Ἐδέμ, στὸ βιβλίο του Ἀξόδευτα πάθη, μτφρ. Κάτ. Σχίνδ, Ἀθήνα 2001, 222 κ.ἑξ.
  2. Ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ ἐπανειλημμένα, τὴν Ἀνατολὴ ἀπασχολοῦσε ἡ σωτηριολογική, τὴ Δύση ἡ δικανικὴ καὶ ἠθικὴ πλευρὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ• πρβλ. Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικὸς πολιτισμός, 56• Ματσούκας, Βυζαντινὴ Φιλοσοφία, 307 κ.ἕξ. καὶ σποραδικά. Γιὰ τὸν ἀνεστραμμένο, νεώτερο μεσσιανισμὸ πρβλ. συνοπτικὴ ἀνάλυση στὸν Θ. Ζιάκα, Ὁ νεωτερικὸς μεσσιανισμός, Ἄρδην 35 (2002), 65 κ.ἑξ.
  3. Δαιμονικὴ διαστροφὴ τοῦ ἀμερικανικοῦ ‘χριστιανισμοῦ’: Διάλεξε τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως, γιὰ νὰ στείλει στὴν κόλαση τῆς πυρηνικῆς βόμβας χιλιάδες ἀμάχων τῆς Χιροσίμα (6.8.1945), τρεῖς μέρες ἀργότερα καὶ τοῦ Ναγκασάκι. Ἡ ἰωάννεια Ἀποκάλυψη, πηγὴ ἐνθάρρυνσης καὶ ἐλπίδας, τείνει νὰ ταυτιστεῖ στὴ Δύση μὲ τὸν ὁλοκληρωτικὰ καταστροφικὸ Ἄρμαγεδδώνα.
  4. Ἀπὸ τὸν χαμένο δρόμο, μὲ τὸν ὁποῖο ἀνοίγει ἡ δαντικὴ Θεία κωμωδία, φτάνουμε στὰ ποικίλα σύγχρονα ἀδιέξοδα• σὲ σχέση μὲ τὴ νεώτερη τέχνη βλ. Η. Sedlmayr, Der Tod des Lichtes• τοῦ ἰδίου, Verlust der Mitte, Frankfurt-Berlin- Wien 1973 (ἐπανέκδοση)• Ἀντρέϊ Ταρκόφσκυ, Σμιλεύοντας τὸ χρόνο, μτφρ. Σ. Βελέντζας, Ἀθήνα 1987, συχνάκις.
  5. Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰγνάτιος Δ’, Ἀνάσταση καὶ σύγχρονος ἄνθρωπος, Ἐκκλησιαστικὸς Κήρυκας 5 (Λάρνακα 1993), 87.
, , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *