Η απελευθέρωση της Καρύστου (1830-33)

Το Καστέλο Ρόσσο (Castel Rosso επί Ενετοκρατίας ή κατά το ελληνικότερο Κοκκινόκαστρο) της Καρύστου παρέμεινε απόρθητο επί τουρκοκρατίας και παραδόθηκε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος στις 21 Απριλίου 1833.

Στις παρυφές της ελευθερίας.

Πηγή: Square History

Η διαβίωση των Ελλήνων στη νότια Εύβοια τα χρόνια πριν την απελευθέρωσή της ήταν εξαιρετικά δύσκολη.

Το 1830[1] υπογράφηκε η πρώτη συνθήκη η οποία αναγνώριζε επίσημα το νέο Ελληνικό κράτος, με την Εύβοια να συμπεριλαμβάνεται σε αυτό (βλ. αναλυτικά εδώ). Όταν οι -συνηθισμένοι στις αρπαγές- Οθωμανοί της Καρύστου αντιλήφθηκαν ότι προοιωνίζεται άσχημο μέλλον για εκείνους ξεκίνησαν νέο κύκλο καταπίεσης του χριστιανικού πληθυσμού που είχε γλυτώσει από τους διωγμούς και τις σφαγές της επανάστασης. Με αυτήν τη δυσάρεστη εξέλιξη, οι Καρυστινοί ζήτησαν την προστασία του Ιωάννη Καποδίστρια, δια μέσου του επιτρόπου τους -και αξιωματικού της επανάστασης- Αναγνώστου Χαρακή. Ο Κυβερνήτης αντέδρασε άμεσα και, σε συνεννόηση με τους ναυάρχους των τριών δυνάμεων, έστειλε στην πολύπαθη περιοχή 300 στρατιώτες με ρωσικό πολεμικό πλοίο που είχε δύναμη πυρός 16 τηλεβόλων.

Το πλοίο έφτασε στην Κάρυστο το Σεπτέμβριο του 1830, μαζί με τον Καρυστινό επίτροπο. Από τις πρώτες ενέργειες του πλοιάρχου ήταν να στείλει πρόσκληση για συνάντηση στο διοικητή Μεχμέτ Αλή μπέη και το φρούραρχο της πόλης Μουσταφά Αγαζαδέ, την οποία αποδέχτηκαν από φόβο. Έτσι, συνοδεία δέκα Τουρκαλβανών στρατιωτών, μετέβησαν στο πλοίο όπου ο πλοίαρχος τους υποδέχθηκε αναφέροντάς τους το σκοπό της αφίξεώς τους. Στη συνέχεια ζήτησε δώδεκα άλογα, ώστε το επόμενο πρωινό να ανεβεί στο φρούριο. Η επιθυμία του έγινε δεκτή και έτσι πράγματι την άλλη μέρα ανηφόρισε στο Καστέλο Ρόσσο της Καρύστου, συνοδευόμενος από τους αξιωματικούς του. Όταν ο πλοίαρχος έφτασε μπροστά από την πόρτα του διοικητηρίου, παρέταξε τους Ρώσους στρατιώτες του και ζήτησε από τους Οθωμανούς πρόκριτους, απειλώντας μάλιστα φρούραρχο και διοικητή, να σταματήσουν τις βιαιοπραγίες κατά των Ελλήνων. Τις επόμενες μέρες ο πλοίαρχος υποδέχθηκε στο πλοίο και τους χριστιανούς πρόκριτους, διατεθειμένος να ακούσει τα παράπονά τους. Αφού τους άκουσε, τους καθησύχασε, δίνοντάς τους τρόφιμα και χρήματα. Έπειτα, το πολεμικό απέπλευσε από τον κόλπο της Καρύστου, όπου και είχε μείνει συνολικά 15 ημέρες.

Για κάποιο διάστημα οι Τούρκοι φάνηκαν πως ηρέμησαν, αφήνοντας τις αρπαγές, αλλά όχι για πολύ. Με τη νέα εκτροπή των πραγμάτων, ο επίτροπος των δεινοπαθούντων, που εκείνο το διάστημα διέμενε στην Άνδρο, πήγε πάλι στο Ναύπλιο, πήρε νέο έγγραφο από τον Καποδίστρια και επέστρεψε στην Κάρυστο, όπου συνοδεία τριών δημογερόντων ανέβηκε πάλι στο φρουραρχείο του Καστέλο Ρόσσο. Εκεί, συγκεντρώθηκαν πάλι οι Οθωμανοί πρόκριτοι και τους άκουσαν προσεκτικά. Έκτοτε και ως την απελευθέρωση της πόλης οι βιαιοπραγίες ελαττώθηκαν κατά μία πηγή[2], κατ’ άλλη μαρτυρία όμως[3], την οποία θα δούμε παρακάτω, συνεχίστηκαν και μάλιστα αυξήθηκαν με το καιρό.

Search-icons-for-images-white
1-Σκίτσο-του-Γεώργιου-Ψύλλα

Σκίτσο του πρώτου διοικητή Εύβοιας Γεώργιου Ψύλλα, από το περιοδικό «Ποικίλη Στοά», 1881.

Οι παραμονές της απελευθέρωσης της Καρύστου μέσα από τις αναμνήσεις του Γ. Ψύλλα.

Μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1821 στην Εύβοια χρειάστηκαν έξι συνθήκες[4] σε διάστημα πέντε ετών, ώστε να επιτευχθεί η απελευθέρωση του νησιού δια μέσου της διπλωματίας και η ελληνική σημαία να κυματίσει ελεύθερη στο Κάστρο της Χαλκίδας στις 7 Απριλίου 1833 (βλ. αναλυτικά εδώ). Όπως θα δούμε παρακάτω, λίγες μέρες μετά απελευθερώθηκε και η Κάρυστος από τα Οθωμανικά της δεσμά, στις 21 Απριλίου 1833[5].

Ο πρώτος Διοικητής της Εύβοιας Γεώργιος Ψύλλας[6], μέσα από τα απομνημονεύματά του μας διέσωσε σημαντικές πληροφορίες για όσα προηγήθηκαν της εκστρατείας στη νότια Εύβοια. Όπως περιγράφει, όταν ήρθε στην μόλις απελευθερωμένη Χαλκίδα: «ο Πρέσβης Ντόουκιν και ο Ναύαρχος Λάιονς[7] δεν έπαυαν να με βλέπουν συνεχώς και να μου δίνουν τις όποιες θεωρούσαν αναγκαίες για τις περιστάσεις εκείνες συμβουλές, και μάλιστα να με προτρέπουν να στείλω να καταλάβω το φρούριο της Καρύστου μια ώρα αρχύτερα, γιατί πίστευαν, εξαιτίας της παρουσίας δύο απεσταλμένων μπέηδων από την Κάρυστο[8], ότι είχαν σκοπό να φέρουν προσκόμματα. […] Τη Μεγάλη Πέμπτη, αμέσως μετά την αναχώρηση των πλοίων των τριών Δυνάμεων (από τη Χαλκίδα), κάλεσα τους δύο μπέηδες […]· τους ρώτησα αν τα λεγόμενα είναι αληθή και τι οι ίδιοι φρονούν γι’ αυτά, και για ποιον σκοπό ήρθαν εδώ και διαμένουν στη Χαλκίδα». Οι Οθωμανοί άρχοντες απάντησαν πως δίσταζαν να παραδώσουν το φρούριο της Καρύστου λόγω του χρόνιου αλληλοσπαραγμού μουσουλμάνων και χριστιανών και φοβούνταν αντίποινα. Έτσι, του πρότειναν «να σταλεί εκεί στρατός βαυαρικός για την κατάληψη του φρουρίου», ώστε να αποφευχθούν έκτροπα.

Ο Ψύλλας όμως, γνωρίζοντας πως το μικρό εκστρατευτικό Βαυαρικό στράτευμα που βρισκόταν στη Χαλκίδα για την απελευθέρωσή της δεν μπορούσε να διασπαστεί είπε στους μπέηδες: «αν είναι αυτή η αιτία των δισταγμών σας, εγώ εγγυώμαι ακόμη και για την τρίχα από το κεφάλι ενός Οθωμανού με το κεφάλι μου. Αν είναι όμως άλλος ο σκοπός σας, τότε θα στείλω πέντε μόνον άνδρες με την σημαία του Βασιλιά μου, κι αν θέλετε, ας εναντιωθείτε». Κατανοώντας το μάταιο οποιασδήποτε αντίρρησης οι μπέηδες, σκύβοντας το κεφάλι, ζήτησαν την άδεια να επιστρέψουν στην Κάρυστο για τις απαραίτητες προετοιμασίες της παράδοσης. Ο δε Ψύλλας, όπως αναφέρει, αμέσως μετά το Πάσχα όρισε ως αντιπρόσωπο του τον Αδάμ Δούκα[9], δίνοντας του εντολή να καταλάβει την πόλη «χωρίς να ματώσει η μύτη κανενός». Ολοκληρώνοντας την αναφορά του στα της Καρύστου ο Ψύλλας γράφει πως τα παραπάνω τα έκανε χωρίς να έχει στα χέρια του «το έγγραφο κανενός διορισμού παρά μόνο την προσωπική σύσταση του Ρίζου[10] και την καθίδρυσή μου ενώπιον της Δημογεροντίας της Χαλκίδας»[11].

Search-icons-for-images-white
4-Gendarmerie-und-Marine-auf-Negroponte-1835

Χωροφυλακή και ναυτικό στη Χαλκίδα κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Όθωνα. Υδατογραφία του Ludwig Köllnberger, βαυαρού λοχαγού στο εκστρατευτικό σώμα της Εύβοιας και κατόπιν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Αρχικός τίτλος: Gendarmerie und Marine auf Negroponte, 1835.

Η εκστρατεία στην Κάρυστο – τα απομνημονεύματα του Μπρονζέττι.

Τη συνέχεια της ιστορίας την πληροφορούμαστε μέσα από τα απομνημονεύματα του ιταλοβαυαρού αξιωματικού Κ. Μπροντζέττι[12].

Ο λοχαγός αυτός ήταν διοικητής του Βαυαρικού λόχου που εστάλη στην Κάρυστο, για να βοηθήσει στρατιωτικά τον Αδάμ Δούκα στην αποστολή που του ανατέθηκε από το Διοικητή της Εύβοιας. Σύμφωνα με τον Γ. Ψύλλα, η δύναμη του εκστρατευτικού λόχου ήταν 50 στρατιώτες. Ο αριθμός αυτός όμως αμφισβητείται από τη μαρτυρία του Μπρονζέττι, ο οποίος κάνει λόγο για 80 πεζικάριους, 22 πυροβόλα και 2 κανόνια[13].

Σύμφωνα με τον Μπρονζέττι, την 21 Απριλίου 1833, στις πέντε το πρωί, ο Αδάμ Δούκας και τμήμα του Βαυαρικού στρατού με επικεφαλής τον Ιταλοβαυαρό λοχαγό ξεκίνησαν πορεία από τα Στύρα για την Κάρυστο, φτάνοντας μετά από λίγες ώρες στα περίχωρα της. Όπως κατέγραψε, οι Έλληνες κάτοικοι τους υποδέχτηκαν «στην είσοδο ενός μικρού δάσους που βρισκόταν μπροστά από την πόλη». Ο επίσκοπος Κέας Nικόδημος Pούσσος[14], φορώντας την επίσημη αρχιερατική στολή του, τους προσφώνησε, ευλογώντας τα Βαυαρικά στρατεύματα. Αμέσως μετά, κλήρος, στρατός και λαός ξεκίνησαν για την Κάρυστο, ζητωκραυγάζοντας υπέρ του Βασιλιά Όθωνα.

Ο Μπρονζέττι ήταν επιφυλακτικός απέναντι στις διαθέσεις του φρούραρχου της Καρύστου, αγά Τζιαούς Γιαγγιά, καθώς δεν  γνώριζε αν ήταν φιλικές ή εχθρικές. Γι’ αυτό το λόγο θεώρησε καλό να παρατάξει το μικρό απόσπασμά του μεταξύ της πόλης και του πυροβολικού του αγά, που βρισκόταν στο λιμάνι της Καρύστου, καλώντας κατόπιν εγγράφως να παραδώσει την πόλη. Ο Γιαγγιά αποκρίθηκε ζητώντας συνάντηση με τον αρχηγό τού Βαυαρικού λόχου, στο λόφο ανάμεσα στην Κάρυστο και το εκστρατευτικό στρατόπεδο. Εκεί, μετά από δύο ώρες, υπό την παρουσία και δύο άλλων προσώπων, του Αδάμ Δούκα και ενός Οθωμανού αξιωματικού, ο Γιαγγιά δήλωσε πως είναι πρόθυμος να παραδώσει την πόλη και το Φρούριο της, υπό μία προϋπόθεση: να ισχύσουν για τους Μωαμεθανούς Καρυστινούς οι ίδιοι όροι που εξασφαλίσθηκαν για την Τουρκική Φρουρά και τους ομοεθνείς τους στη Χαλκίδα. Χωρίς κανένα δισταγμό ο Αδάμ Δούκας αποδέχθηκε τους όρους του αγά λέγοντάς του να καθησυχάσει τους μουσουλμάνους που φοβούνταν αντίποινα. Έτσι, κατέστη δυνατό να παραδοθεί το Καστέλο Ρόσσο χωρίς εχθροπραξίες, το απόγευμα της 21ης Απριλίου 1833, στο Βαυαρό ανθυπολοχαγό Κόμπλερ, ο οποίος είχε υπό τις διαταγές του μόνο 40 άνδρες.

Search-icons-for-images-white
Christopher-Wordsworth,-Greece-pictorial,-discriptive-and-historical,-1839-final-square-logo

Θέα της Εύβοιας από τις ακτές της Αττικής. Christopher Wordsworth, Greece pictorial, discriptive and historical, 1839. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».

Οι αντιδράσεις των Χριστιανών Καρυστινών

«Από αιώνων -γράφει ο Μπρονζέττι- οι Καρυστινοί ήταν υπό τη φανατική καταπίεση των μουσουλμάνων και το μίσος αυτών κατά των χριστιανών επί της διοικήσεως του Τζιαούς Γιαγγιά όχι μόνο δεν μετριάστηκε, αλλά αυξήθηκε. Επομένως η χαρά των Ελλήνων (για την απελευθέρωση τους) ήταν απεριόριστη».

Ο ενθουσιασμός τους ήταν διάχυτος και με θερμές εκδηλώσεις αναφέρονταν στους Βαυαρούς ως «αδελφούς και ελευθερωτές από τον τουρκικό ζυγό», πιστεύοντας πως έφτασε η ώρα να εκδικηθούν τους «αλλοτινούς τυράννους των χριστιανών της Εύβοιας». Όμως, ο Μπρονζέττι, τηρώντας τους όρους παράδοσης, απαγόρευσε τις αντεκδικήσεις λέγοντας στους προύχοντες της Καρύστου πως Έλληνες και Οθωμανοί είχαν τα ίδια αδιακρίτως δικαιώματα, πως οι τούρκοι προστατεύονται και πως μόνο εκείνος που δεν παραβαίνει τους νόμους μπορεί να τους επικαλεσθεί. Παρόλα αυτά, ήταν φανερό πως οι τούρκοι μισούσαν τη νέα πλέον κατάσταση πραγμάτων,  καθώς έχασαν την ηγεμονία τους.

Κάποια στιγμή ο Μπρονζέττι επισκέφθηκε την κατοικία του Τζιαούς Γιαγγιά. Εκεί ο αγάς τον ρώτησε αν έχει διαταγές να εμποδίσει τη τέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων των μουσουλμάνων. Ο αξιωματικός δεν είχε λάβει σχετικές απαγορευτικές διαταγές από την Ελληνική Κυβέρνηση και ως εκ τούτου επέτρεψε τη λατρεία στο κοράνι χωρίς κανένα περιορισμό. Έτσι, ο Xότζας[15] της πόλης εξακολούθησε να έχει το δικαίωμα να προσκαλεί από το μιναρέ του Καρυστινού τεμένους τους πιστούς για προσευχή. Μια μέρα μάλιστα, κατόπιν προσκλήσεως του Γιαγγιά, επισκέφθηκε το τζαμί γράφοντας πως «είχε λίγα στοιχεία Βυζαντινά ως προς τον αρχιτεκτονικό ρυθμό, οι τοίχοι του ήταν με άνθη στολισμένοι και το έδαφος σκεπαζόταν με ψάθες. Επειδή ο Τούρκος μόνο κατόπιν καθαρισμού των ποδιών του και ανυπόδητος επιτρέπεται να μπει στο Ιερό τέμενος του Αλλάχ, το πάτωμα του τζαμιού που θα πατούσα καλύφθηκε από ιδιαίτερες ψάθες, ώστε να μη βεβηλωθεί το έδαφος από τα βήματα ενός άπιστου». Ο Μπρονζέττι περιέγραψε διεξοδικά όσα τελετουργικά είδε κατά την επίσκεψή του στο τέμενος, όπως και τους χορευτικούς τύπους λατρείας του τάγματος των δερβίσηδων.

Search-icons-for-images-white
Kastello_rosso_evlahos

Η Κάρυστος, η οποία από τους Βενετούς και τους υπόλοιπους Φράγκους λεγόταν Καστέλο Ρόσσο (Κοκκινόκαστρο), είχε έξι πύλες και βρισκόταν σε απόσταση 3/4 της ώρας από την θάλασσα. Το Κάστρο είχε χτιστεί  από τους Λομβαρδούς. Στα 1833 βρισκόταν σε τόσο κακή κατάσταση που κινδύνευε να καταρρεύσει.

Περιγραφή της Καρύστου από τον Μπρονζέττι

Ο πληθυσμός της νοτίου Εύβοιας εκείνη την περίοδο πλησίαζε αυτόν της Χαλκίδας[16]. Όπως σε όλες τις πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έτσι και στην Κάρυστο επί τουρκοκρατίας δεν κατοικούσαν Έλληνες εντός των τειχών και κανένας τους δεν επιτρεπόταν να μπει μέσα τη νύχτα ή σε μουσουλμανικές γιορτινές μέρες.

Όπως αναφέρει ο Μπρονζέττι «η πόλη της Καρύστου λόγω της θέσεως της σε βουνό έχει χτιστεί ελαφρά ακανόνιστα, είναι λαβύρινθος στενωπών και δύσκολα διακρίνεις πού βρίσκεσαι. Τα σπίτια έχουν ανεγερθεί σε απόλυτη ακαταστασία πάνω σε βράχους που εξείχαν. Αν τα δεις από πάνω μοιάζουν με σωρούς από πέτρες, καθ’ όσον έχουν ισόπεδες στέγες όπου φυτρώνει φασκόμηλο και χαμομήλι. Οι Έλληνες κατοικούν σε ένα χωριό κοντινό μέσα στην κοιλάδα, που σκιάζουν καστανόδεντρα και πλατάνια ψηλά.

Οι διάσπαρτες κατοικίες του χωρίου αυτού περιβάλλονται τόσο πολύ από δενδρολίβανα και μυρτιές, ώστε κάθε μία ξεχωριστά έμοιαζε με οχυρωμένο καταφύγιο. To βρώμικο και κατεστραμμένο εξωτερικό των οικιών ανταποκρινόταν -με λίγες εξαιρέσεις- απόλυτα στη φτώχεια του εσωτερικού τους». Στα σπίτια αυτά «μικρή ετοιμόρροπη σκάλα οδηγεί σε μικρή χαμηλή πόρτα, η οποία είναι σχεδόν το μοναδικό άνοιγμα του σκοτεινού δωματίου· αυτό κατά κανόνα καταλαμβάνει όλο το βάθος και το πλάτος της οικίας, της οποίας όλα τα έπιπλα είναι από ψάθες πλεκτές και τάπητες. Έλληνες και Τούρκοι την ημέρα κάθονταν στα χαλιά με τις κνήμες σταυρωμένες και κάπνιζαν χρησιμοποιώντας τσιμπούκια και τη νύκτα πάλι σε χαλιά ξάπλωναν και κοιμόντουσαν».

Η Κάρυστος, η οποία από τους Βενετούς και τους υπόλοιπους Φράγκους λεγόταν Καστέλο Ρόσσο (Κοκκινόκαστρο), είχε έξι πύλες και βρισκόταν σε απόσταση 3/4 της ώρας από την θάλασσα. Το Κάστρο είχε χτιστεί  από τους Λομβαρδούς. Στα 1833 βρισκόταν σε τόσο κακή κατάσταση που κινδύνευε να καταρρεύσει. Ο πύργος που χτίστηκε δίπλα στη θάλασσα ήταν Ενετικός, προς υπεράσπιση του λιμανιού. Πάνω σε αυτόν, με διαταγή του Μπρονζέττι, τοποθετήθηκαν τα πυροβόλα του βαυαρικού στρατιωτικού σώματος τα όποια δεν ήταν δυνατό να μεταφερθούν στο Φρούριο.

Ο εορτασμός της απελευθέρωσης και η αποχώρηση των Μπρονζέττι και Δούκα από την Κάρυστο

Λίγες μέρες μετά την παράδοση, ο Μπρονζέττι έκανε σύντομη εκδρομή στην Κέα, απ’ όπου επέστρεψε στην Κάρυστο για τις  προετοιμασίες του εορτασμού της πρώτης Μαΐου.

Οι Καρυστινοί εκείνη τη χρονιά ήθελαν η πατροπαράδοτη γιορτή των λουλουδιών να γιορταστεί σε πανηγυρικό κλίμα διττής χαράς, καθώς ήταν η πρώτη που τη χαίρονταν ελεύθεροι. Στο πανηγύρι προσκεκλημένοι ήταν και αξιωματικοί της Βαυαρικής φρουράς. Ο Μπρονζέττι περιέγραψε λεπτομερώς την ημέρα αυτή, αναφέροντας πως χιλιάδες άνθρωποι από την Κάρυστο και τα περίχωρά της συνέτρεξαν στα χαλάσματα ενός μοναστηριού, που είχε καταστραφεί από τους Τούρκους στην Επανάσταση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «κοντά στα ερείπια της άλλοτε μοναστηριακής εκκλησίας κάτω από έναν γιγαντιαίο πλάτανο ο ιερέας, σύμφωνα με παλαιό και σεβαστό έθιμο τέλεσε τη θεία λειτουργία, την όποιαν όλο το ευλαβές πλήθος συνόδευσε με ψαλμωδίες». Απ’ το πανηγύρι αυτό οι Βαυαροί δεν έμειναν ευχαριστημένοι ούτε με τον τρόπο με τον όποιο έτρωγαν οι Έλληνες πανηγυριστές  ούτε με τις μουσικές τους επιλογές.

Λίγο μετά τη 12η Μαΐου 1833 ο Μπρονζέττι έλαβε υπηρεσιακή είδηση πως θα αντικατασταθεί στην Κάρυστο από λόχο Βαυαρών, ο οποίος κατέφθανε από την Αθήνα. Στις 3 Ιουνίου 1833 ο λοχαγός Σπίτζελ έφθασε μέσω θαλάσσης στην Κάρυστο μαζί με τους άντρες του. Ο Μπρονζέττι τότε φόρτωσε το πυροβολικό του στο πλοίο που ήρθε ο Σπίτζελ στην Κάρυστο και την επομένη μέρα ξεκίνησε με το λόχο του την πορεία προς τη Χαλκίδα, όπου έφθασε μετά από τέσσερις ημέρες χωρίς κανείς από τους άνδρες του να αρρωστήσει κατά τη διάρκεια της μακρινής διαδρομής. Ο Αδάμ Δούκας παρέμεινε στην Κάρυστο μέχρι την ημέρα που όρκισε τους δημογέροντες της πόλης και στη συνέχεια επέστρεψε και εκείνος στη Χαλκίδα.

Η επαρχία Καρυστίας συγκροτήθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 15ης Ιουλίου 1833[17], με πρωτεύουσα αρχικά την Κάρυστο και μετά την Κύμη (Κούμη), ως μία εκ των τριών επαρχιών της Εύβοιας. Οι υπόλοιπες δύο ήταν της Χαλκίδας, με πρωτεύουσα τη Χαλκίδα και των Βορείων Σποράδων, με πρωτεύουσα τη Σκόπελο.

Παραπομπές

[1] Το περιστατικό περιγράφει ο Γουναρόπουλος («Ιστορία της νήσου Εύβοιας», Κ. Α. Γουναρόπουλος. Έκδοση Προοδευτικής Εύβοιας, Χαλκίδα 1979).

[2] «Ιστορία της νήσου Εύβοιας», Κ. Α. Γουναρόπουλος. Έκδοση Προοδευτικής Εύβοιας, Χαλκίδα 1979.

[3] «Ελληνικαί αναμνήσεις βαυαρού ταγματάρχου», Νίκου Α. Βέη (Bees), της Ακαδημίας Αθηνών, εφημερίδα «Η Πρωία», Αθήνα, 17 – 24 Ιανουαρίου, 7-14-21 και 28 Φεβρουαρίου και 7 Μαρτίου 1943.

[4] Οκτώ συνθήκες, αν υπολογιστούν και οι δύο δευτερεύουσες.

[5] Διάφορες πηγές (ανάμεσά τους η «Ιστορία της Εύβοιας». Επαμ. Α. Βρανόπουλος, Δρ. Ιστορικός – Αρχαιολόγος, εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 1995) αναφέρουν ως ημέρα απελευθέρωσης της Εύβοιας την 9η Απριλίου 1833, δηλαδή δύο ημέρες μετά την απελευθέρωση της Χαλκίδας. Κάτι τέτοιο όμως, όπως βλέπουμε, στο παρόν άρθρο δεν εξάγεται από τα απομνημονεύματα των Ψύλλα και Μπρονζέττι, οπότε και θεωρώ την αναφορά εσφαλμένη και άγνωστο πώς αυτή εξήχθη. Ως σωστή ημερομηνία δέχομαι την 21η Απριλίου 1833, καθώς αυτή αναφέρουν οι Ψύλλας και Μπρονζέττι, αλλά και οι κατοπινοί μελετητές τους Φουσάρας και Βέης.

[6] Τα σχετικά αποσπάσματα δημοσιεύονται για πρώτη φορά στη δημοτική, για ευκολότερη κατανόηση του κειμένου. Ευχαριστώ τη φιλόλογο Λένια Τζαλλήλα για τη μεταφορά του κειμένου από την καθαρεύουσα.

[7] Και οι δύο αυτοί άντρες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην απελευθέρωση της Χαλκίδας. Περισσότερα στοιχεία μπορείτε να αναζητήσετε στο άρθρο «η απελευθέρωση της Χαλκίδας στα 1833».

[8] Ο Ψύλλας δεν κάνει αναφορά των ονομάτων των Οθωμανών αρχόντων. Από τα καταμαρτυρούντα στο παρόν άρθρο, κάνω την ασφαλή υπόθεση πως οι δύο αυτοί απεσταλμένοι ήταν ο διοικητής της Καρύστου Μεχμέτ Αλή μπέης και ο φρούραρχος αγάς Τζιαούς Γιαγγιά, τον οποίο κατονομάζει ο Μπρονζέττι στα απομνημονεύματά του.

[9] Η θέση του Αδάμ Δούκα κοντά στον Ψύλλα, ήταν αντίστοιχη με τη σημερινή του Διευθυντή Νομαρχίας. Ο Αδάμ Δούκας, πολιτικός και αγωνιστής, γεννήθηκε στα 1790 στην Πρεμετή. Αρχοντογεννημένος και αρκετά μορφωμένος, έπαιξε σημαντικό ρόλο στον Αγώνα και πρόσφερε για τις ανάγκες του και 7000 γρόσια. Στάλθηκε πληρεξούσιος της Θήβας στις Συνελεύσεις των Σαλώνων και της Επιδαύρου και, στα 1828, πληρεξούσιος της Εύβοιας στην Δ’ Εθνοσυνέλευση. Στα 1825 έγινε Υπουργός του Πολέμου και στην Οθωνική περίοδο στάθηκε από τα 1850 ως τα 1860, που πέθανε στην Εύβοια, γερουσιαστής.

[10] Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός. Ο Υπουργός Επικρατείας των Αντιβασιλέων του Όθωνα που παρέλαβε τα κλειδιά της Χαλκίδας «επί αργυρού δίσκου».

[11] Συνεχίζοντας στο συγκεκριμένο σημείο τα απομνημονεύματά του ο Γ. Ψύλλας αναφέρει: «Με έγγραφο διορισμό μου ανέθεσε το αξίωμα ο τότε υπουργός των Εσωτερικών Χρηστίδης (Δημήτριος Χρηστίδης, 1795 – 1879. Αγωνιστής και πολιτικός, έγινε με τον ερχομό του Όθωνα πολλές φορές Υπουργός Εσωτερικών, Εξωτερικών, Οικονομικών και τέλος Πρωθυπουργός στην περίοδο 1841 – 1843) και με εφοδίασε και με γραμματέα, τον Δημήτριο Καλλιφρονά (1805 – 1897. Αγωνιστής και πολιτικός, έγινε αργότερα Δήμαρχος Αθηναίων, τρεις φορές Υπουργός, κι απ’ τους πρωτεργάτες της έξωσης του Όθωνα στα 1843), και μου έστειλε και τον διορισμό του. Τον διορισμό αυτό τον έστειλα αμέσως στον Δημ. Καλλιφρονά στην Αθήνα, με προσωπική επιστολή συνοδευόμενη (sic), στην οποία τον προσκαλούσα αδελφικά και πατρικά να έρθει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, για να πράξουμε μαζί ό,τι θεωρούσαμε καλό για τον τόπο και για προς ευαρέστηση της Βασιλικής Κυβερνήσεως. Το έγγραφο αυτό και την επιστολή μου μού είπε ύστερα ο Καλλιφρονάς ότι δεν τα έλαβε, αλλά μου το  είπε αυτό, όταν ως διορισμένος υπουργός τών Εσωτερικών πέρασα από εκεί (εννοεί απ’ την Αθήνα) επιστρέφοντας στο Ναύπλιο, όταν και πρόσθεσε αποχωρώντας «να θυμάσαι κι εμάς». Δεν πέρασε λοιπόν ούτε μήνας, αφότου έφυγα για την Εύβοια ως Διοικητής, με μηνιαίο μισθό διακόσιες δραχμές, και λαμβάνω Διάταγμα Βασιλικό για τον διορισμό μου ως Γραμματέα της Επικράτειας επί των Εσωτερικών…» Ο Φουσάρας στο «Η μετεπαναστατική Χαλκίδα στα ανέκδοτα απομνημονεύματα του Γεώργιου Ψύλλα» αναφέρει: «δεν είμαι σίγουρος πως ο ψύλλας θυμόταν καλά, όταν έγραφε τ’ απομνημονεύματά του, πόσο μισθό έπαιρνε σαν Διοικητής της Εύβοιας, γιατί, λίγες μέρες ύστερα απ’ την υπουργοποίησή του, δημοσιεύτηκε στον αριθμό 17, σελ. 123, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 4 Μαίου 1833 το Βασιλικό Διάταγμα του Υπουργείου Οικονομικών, που καθόριζε το μηνιαίο μισθό του υπουργού σε 1.000 δρχ., του Νομάρχη σε 500 δρχ., του Διευθυντή της Νομαρχίας σε 300 δρχ και του έπαρχου σε 200 δρχ και είναι απίθανο να έγινε μονομιάς τόσο μεγάλη αύξηση στους δημοσιουπαλληλικούς μισθούς». Όσο δε αφορά το Βασιλικό Διάταγμα ο Φουσάρας πάλι αναφέρει: «το διάταγμα αυτό δεν τυπώθηκε στην “Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”, όπως άλλωστε και παρα πολλά άλλα εκείνου του καιρού. Ο ίδιος, σαν Υπουργός πια των Εσωτερικών, υπόγραψε το από 23 Απριλίου (5 Μαΐου) 1833 Βασιλικό Διάταγμα που διόριζε Νομάρχη Εύβοιας τον ως τότε Διοικητή Αρκαδίας Γ. Αινιάνα και που δημοσιεύτηκε στον αριθμό 16, σελ. 108, της “Εφημερίδας της Κυβερνήσεως” της 28 Απριλίου 1833. Ο Γ. Αινιάν (1788—1847), που το πραγματικό του επώνυμο ήταν Αναγνωστόπουλος και που καταγόταν από αρχοντική γενιά της Υπάτης, γεννήθηκε στο Μαυρίλο του Τυμφρηστού και μεγάλωσε στην Πόλη. Στα 1821 κατέβηκε στην Ελλάδα, όπου πήρε μέρος στον Αγώνα, και έγινε μέλος του Αρείου Πάγου της Ανατ. Ελλάδας, πληρεξούσιος στη Συνέλευση του Άστρους, Υπουργός της Αστυνομίας και Γενικός Εφορος του Στρατού της Στερεάς. Ο Καποδίστριας τον διόρισε Γερουσιαστή. Στον καιρό τού Όθωνα έγινε Διοικητής Αρκαδίας, Νομάρχης της Εύβοιας, Σύμβουλος της Επικράτειας και Γερουσιαστής».

[12] Ο ιταλοβαυαρός Κ. Μπροντσέττι (C. J. Bronzetti) ήταν ένας απ’ τους λοχαγούς του Γερμανού Συνταγματάρχη Φόν Μπάλιγκραντ που εστάλη από τους αντιβασιλείς του Όθωνα στην Εύβοια για να την απελευθερώσουν από τους Οθωμανούς, το Πάσχα του 1833. Όταν αργότερα είχε λάβει το τιμητικό αξίωμα του ταγματάρχη έγραψε τα απομνημονεύματά του, που αποτελούσαν μία κατάθεση ψυχής όσον αφορά τις εμπειρίες και τα βιώματά του κατά τη διάρκεια παραμονής του στον ελλαδικό χώρο. Σε αυτά, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την κατάληψη της Χαλκίδας, της Καρύστου, αλλά και όσα είδε και έζησε στην Εύβοια, από τις 5 Απριλίου 1833 έως και τις 27 Σεπτεμβρίου 1833.

[13] Σύμφωνα με τη μετάφραση των απομνημονευμάτων του Μπρονζέττι από τον Σταμάτη Παπαμιχαήλ.

[14] Ο Μπρονζέττι δεν αναφέρει το όνομα του επίσκοπου Κέας που υποδέχθηκε το Βαυαρικό απόσπασμα στην Κάρυστο. Την απορία ποιος ήταν, έλυσε ο γιατρός και χαλκιδολάτρης Αλέξανδρος Μακαρώνας, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά για την βοήθεια. Όπως ανέφερε σε σχετική μας συζήτηση στο γκρουπ του Facebook «Φίλοι Ιστορίας Χαλκίδας»: 1. «σε ιστότοπο ιστορίας της Κέας βρήκα τη φράση: «Πρώτος ο μητροπολίτης Kέας Nικόδημος Pούσσος ευλόγησε την κήρυξη της Eπανάστασης και τον Aλέξανδρο Yψηλάντη, στη Mολδοβλαχία”. 2. Σύμφωνα με τη βιογραφία του Nικόδημου Pούσσου, που δημοσίευσε ο βυζαντινολόγος Δημήτριος Π. Πασχάλης στο περιοδικό Θεολογία το 1925 (τόμος Γ΄, τεύχος 2) γεννήθηκε στην Άνδρο, διετέλεσε αρχιδιάκονος του Γρηγορίου Ε’, που τον χειροτόνησε Αρχιεπίσκοπο «Τζίας και Θερμίων» το 1797, κατά την πρώτη του πατριαρχία. Το 1819 λόγω της ευσέβειας και της αρετής του προήχθη σε “Μητροπολίτη Κείας και Θερμίων” κατά την τρίτη και τελευταία πατριαρχία του Γρηγορίου Ε΄. Από το 1820 βρισκόταν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες για να μαζέψει χρήματα προς ενίσχυση της Σχολής Ελληνικών Γραμμάτων που είχε ιδρύσει στην Κέα κι έτσι στο Ιάσιο ευλόγησε και κοινώνησε τους πρώτους επαναστάτες, περιέζωσε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη το ξίφος του και απηύθυνε προς τους συγκεντρωμένους μαχητές ενθουσιώδη προσφώνηση. Κοιμήθηκε στην Κέα το 1842. Τα νησιά Κέα και Κύθνος (Θερμιά), όπως και η Άνδρος, είχαν πάντοτε δεσμούς με την Κάρυστο κι έτσι εξηγείται –αν λάβουμε υπ’ όψιν και τον ενθουσιασμό του για την Επανάσταση- η παρουσία του εκεί κατά την παράδοσή της στις Ελληνικές αρχές. Οι εκκλησιαστικοί τίτλοι Αρχιεπίσκοπος και Μητροπολίτης μας ξενίζουν σήμερα ως προς τη ιεραρχία τους, αλλά ο Μητροπολίτης ήταν ανώτερος τίτλος την εποχή εκείνη».

[15] Ως Χότζας αναφέρεται συνήθως ο μουσουλμάνος Τούρκος ιεροδιδάσκαλος, (τουρκικά «Χότζα» Hoca). Σύμφωνα με τη μουσουλμανική θρησκεία, ο χότζας είναι γνώστης του ισλαμικού νόμου. Wikipedia.

[16] Συγκεκριμένα το 1839 η επαρχία Καρυστίας μετρούσε 18.840 κατοίκους.

[17] ΦΕΚ 12 «Περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του».

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *