Η Βυζαντινή Διπλωματία ως πρότυπο Πολιτιστικής Διπλωματίας Α’ Μέρος

Βασιλείου Παῒπαη – Διεθνολόγου            

H βυζαντινή διπλωματία, ένας μοναδικός συνδυασμός, συντηρητισμού και ευελιξίας, υπερχειλίζουσας υπεροψίας και εξαιρετικής οξυδέρκειας, επιθετικού ιμπεριαλισμού και πολιτικής γενναιοδωρίας, έπραξε ό,τι ήταν δυνατό για να παρατείνει το βίο της αυτοκρατορίας, ακόμα και σε περιόδους που η οικονομική και στρατιωτική εξαθλίωσή της καθιστούσε την αποτελεσματικότητά της αμφίβολη. Σε μεγάλο βαθμό πέτυχε τους στόχους της. Ασφαλώς κανείς δε μπορεί να μεμφθεί τους βυζαντινούς διπλωμάτες επειδή σε τελευταία ανάλυση δε διαδραμάτισαν σπουδαιότερο ρόλο οι περίτεχνοι λόγοι των πρέσβεων και των διπλωματών αλλά ο κρότος των κανονιών που γκρέμισαν τα τείχη της Πόλης …            

Η Ανατολική ρωμαική αυτοκρατορία καθ΄ όλη τη διάρκεια της υπερχιλιετούς ιστορίας της ήταν υποχρεωμένη να επιβιώνει σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Η άμυνα και η αντιμετώπιση των εχθρών είχε ανατεθεί στον οργανωμένο στρατό και στόλο. Όμως οι Βυζαντινοί ακόμα και στις περιόδους που αισθάνονταν ισχυροί, προτιμούσαν να χρησιμοποιούν τον πόλεμο με φειδώ. Οι πόλεμοι ήταν και τότε εξαιρετικά δαπανηροί, αμφίβολοι ως προς το αποτέλεσμα και δεν εξασφάλιζαν πάντα τις παραμεθόριες (τουλάχιστον) επαρχίες του κράτους από τη λεηλασία και την καταστροφή.               

Η αυτοκρατορία ήταν υποχρεωμένη να καταφεύγει σε έμμεσους τρόπους αντιμετώπισης των απειλών που πολλές φορές την έπλητταν συγχρόνως από όλες τις πλευρές, ενώ όσο μειωνόταν η δύναμή της τόσο αναβαθμιζόταν ο ρόλος της διπλωματίας σε σύγκριση με τις στρατιωτικές μεθόδους στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Το Βυζάντιο λειτούργησε κατά καιρούς σαν κυματοθραύστης για την ανάσχεση της μουσουλμανικής εξόρμησης, σαν ανάχωμα της καθόδου των λαών της στέππας, ενώ είχε να αντιμετωπίσει την προσπάθεια της οικειοποίησης της ρωμαϊκής κληρονομιάς από τους Φράγκους. Η αναγκαιότητα λοιπόν της έμμεσης προσέγγισης που θα εξοικονομούσε πόρους θα προσέθετε νίκες χωρίς μάχη και θα αναιρούσε την πιθανότητα διμέτωπου αγώνα κατέστη επιτακτική. Αυτό η Αυτοκρατορία το πετύχαινε με την ανάπτυξη ενός εξαιρετικά ευφυούς διπλωματικού συστήματος, που ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας του Βυζαντίου, όταν πιεζόταν από παντού από εχθρούς, δεν εξουδετέρωνε απλά τις εχθρικές επιβουλές, αλλά παρέμενε το σημαντικότερο μέσο ενίσχυσης της επίδρασης του στο μεσαιωνικό κόσμο. 

Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας              

H βυζαντινή αυτοκρατορία παρέμεινε μέχρι το 13ο αιώνα ένα σύστημα που είχε την καλύτερη οργάνωση, τη μεγαλύτερη επιρροή και τις πιο εκλεπτυσμένες μεθόδους, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Εγγύς Ανατολή. Χαρακτηριστική του ιδιαιτερότητα αποτελούσε η στενή  σχέση του πολιτικού δόγματος της μοναδικότητας της <<χριστιανικής αυτοκρατορίας>> με τη θέση του περί του μοιραίου ρόλου της στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η βυζαντινή διπλωματία είχε οργανική σχέση με το πολιτικό δόγμα της κρατικής εξουσίας σύμφωνα με το οποίο η ειδωλολατρική περιφέρεια των βαρβάρων ερχόταν σε αντίθεση με την <<pax christianitas>> των Ρωμαίων, που ήταν η ενσάρκωση του πολιτισμού και καθόριζε τα όρια της << οικουμένης>>, δηλαδή της πολιτισμένης.               

Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τον εαυτό τους το νέο << περιούσιο>> λαό, ο οποίος βρισκόταν υπό την προστασία του Θεού. Ως συνέχεια της Ρώμης θεωρούσαν τους εαυτούς τους αποκλειστικούς κληρονόμους του υπέροχου εκείνου ελληνορωμαικόυ κόσμου. Σύμφωνα με το οικουμενικό δόγμα ο αυτοκράτορας ήταν << κυρίαρχος όλης της γης>> και διάδοχος των Ρωμαίων Αυγούστων. Ταυτόχρονα ως διάδοχος του πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα, ο βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν η επίγεια εικόνα του Θεού και προστάτης όλης της χριστιανικής εκκλησίας.               

Ήταν τόσο ισχυρά εμπεδωμένη αυτή η αντίληψη της  οικουμενικής αυτοκρατορίας με κέντρο την Κων/πολη, ώστε και οι πιο άσπονδοι εχθροί του Βυζαντίου στην Ανατολική Ευρώπη την αποδέχονταν ρητά:  διαμόρφωσε π.χ. τις αυτοκρατορικές βλέψεις του Συμεών της Βουλγαρίας ο οποίος αυτοπρασαγορεύτηκε <<αυτοκράτωρ Βούλγαρων και Ρωμαίων>>, ενώ ο ανάλογος τίτλος << αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας>>, τον οποίο σφετερίστηκε ο Στέφανος, βασιζόταν στο ίδιο αξίωμα ότι δε θα μπορούσε να υπάρχει παρά μόνο μια ορθόδοξη αυτοκρατορία στον κόσμο.                

Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ο αυτοκρατορικός τίτλος που οικειοποιήθηκαν οι Γερμανοί αυτοκράτορες αντιμετωπίστηκε από το Βυζάντιο με οργή και περιφρόνηση. Το 968, σύμφωνα με το Λιουπράνδο της Κρεμόνας, όταν οι παπικοί απεσταλμένοι έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη φέρνοντας μια επιστολή που απευθυνόταν στον <<αυτοκράτορα των Ελλήνων>> και στην οποία ο πάπας αναφερόταν στον Όθωνα Α΄ ως το << σεπτό αυτοκράτορα των Ρωμαίων>>, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να συγρατήσουν την αγανάκτησή τους: ” Tι θρασύτητα>>, κραύγασαν, <<να αποκαλείται ο οικουμενικός αυτοκράτορας των Ρωμαίων, ο ένας και μοναδικός Νικηφόρος, ο μεγάλος, ο μεγαλοπρεπής <<ως αυτοκράτωρ των Ελλήνων>>  και να πρασαγορεύεται ένα αξιολύπητο βαρβαρικό πλάσμα ως << Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων>>! Ω ουρανέ! Ω θάλασσα! Ω γη! Τι θα κάνουμε με αυτούς τους παλιανθρώπους και τους εγκληματίες.”              

Aυτοί οι δυο άξονες ωστόσο, γύρω από τους οποίους περιστρεφόταν η βυζαντινή διπλωματία, η ενίσχυση του κύρους του αυτοκράτορα, ως του μόνου χριστιανού αυτοκράτορα, και της οικουμενικότητας της αυτοκρατορίας, ως μοναδικού φορέα της αληθινής πίστης και του πολιτισμού, βρισκόταν σε διπλή διάσταση με την πραγματικότητα: πρώτον η χριαστιανοσύνη δεν κάλυπτε την οικουμένη και δεύτερον η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν περιλάμβανε όλες τις χριστιανικές χώρες. Το χάσμα μεταξύ ιδεατού και πραγματικού γεφυρωνόταν μέσω πρακτικών που αναδείκνυαν το Βυζάντιο ως την προεξέχουσα χριστιανική εξουσία στο πλαίσιο μιας ιεραρχημένης εξουσίας αντίληψης του κόσμου, η οποία τοποθετούσε τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα στην κορυφή της ιεραρχίας και τους υπόλοιπους ηγεμόνες σε συγκεκριμένες βαθμιδες <<οικογενειακής>> εξάρτησης από τον αυτοκράτορα.               

H εξάπλωση του βυζαντινού πολιτισμού και η εδραίωση ενός διεθνούς καθεστώτος νομιμοποίησης με επίκεντρο το Βυζάντιο, διεργασίες τις οποίες ο ιστορικός Ομπολένσκυ συνόψισε με το όρο <<βυζαντινή κοινοπολιτεία>>, είχαν δύο μορφές. Η πρώτη βασιζόταν στην εσωτερική βυζαντινή ιεραρχία και στηριζόταν διεθνώς, στην απονομή από τον αυτοκράτορα, βυζαντινών τίτλων σε ανεξάρτητους ηγεμόνες.  Η δεύτερη ανταποκρινόταν στην έννοια μιας νοητής οικογένειας ηγεμόνων με τον αυτοκράτορα στην θέση του <<πνευματικού πατέρα>> και τους υπόλοιπους ανεξάρτητους ηγεμόνες σε κατώτερες θέσεις. Έτσι π.χ. οι ηγεμόνες της Αρμενίας και της Βουλγαρίας ήταν τα <<πνευματικά τέκνα>> του, οι ηγεμόνες των Φράγκων <<πνευματικοί αδελφοί >> του, ο εμίρης της Αιγύπτου, οι ηγεμόνες της Αγγλίας, της Ινδίας, της Γένοβας, της Βενετίας <<φίλοι>> του, και οι διάφοροι τοπικοί άρχοντες ή ηγέτες απολίτιστων βαρβαρικών φύλων  <<δούλοι>> του. 

Μέθοδοι και αρχές της βυζαντινής διπλωματίας               

Για την προώθηση του διεθνούς καθεστώτος νομιμοποίησης με το βυζαντινό αυτοκράτορα στην κορυφή, το βυζάντιο ανέπτυξε τελετουργίες, εθιμοτυπία, συμβολισμούς, συνειδητά κατασκευασμένους μύθους και προπαγανδιστικές πρακτικές που αποσκοπούσαν στην ανύψωση του αυτοκράτορα υπεράνω των υπολοίπων ηγεμόνων. Όλα αυτά έβρισκαν την έκφρασή τους στους τίτλους, στα αξιώματα, στους επαίνους και σε κάθε λογής τιμητικές διακρίσεις. Πολιτικοί συμβολισμοί δεν καθόριζαν μόνο το βυζαντινό τυπικό της αυλής, αλλά και τη σειρά της επικοινωνίας με τα ξένα κράτη, τη σειρά υποδοχής των ξένων κυβερνητών και των πρεσβευτών. Ο βυζαντινολόγος Οστρογκόρσκι ονόμασε πολύ εύστοχα τη θεωρία της εξουσίας και το σχετιζόμενο με αυτήν εθιμοτυπικό <<ιδιόμορφη βυζαντινή πολιτική θρησκεία>>.              

Ο κύριος σκοπός οποιαδήποτε συνάντησης του βυζαντινού αυτοκράτορα ήταν να τονίσει με ακρίβεια την απόσταση που τον χώριζε με τον επισκέπτη του. Η περίτεχνη τελετουργία του παλατιού  είχε ως σκοπό οι επισκεπτόμενοι ξένοι πρεσβευτές και ηγεμόνες να εμπεδώσουν  την αρχαιότητα, τη σταθερότητα και το μεγαλείο της αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας Κων/νος ο Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος τονίζει ρητά την εικόνα που πρέπει να δημιουργεί η παλατιανή διπλωματία στα μάτια των ξένων πρέσβεων για την αυτοκρατορία ως απείκασμα της ουράνιας βασιλείας με την ευχή << Είθε η αυτοκρατορική εξουσία, ασκούμενη με τάξη και αξιοπρέπεια να αναπαράγει την κίνηση και την αρμονία που δίνει ο δημιουργός σε όλο το σύμπαν>>.                

Από την στιγμή της εισόδου των πρέσβεων στο έδαφος της αυτοκρατορίας οι αξιωματούχοι του παλατιού που ήταν επιφορτισμένοι με το καθήκον της υποδοχής των ξένων διπλωματών- στην αρχή ο Μάγιστρος των Οφικίων και αργότερα ο Λογοθέτης του Δρόμου- φρόντιζαν να μη δουν οι απεσταλμένοι τίποτα παραπάνω από όσα είχε την πρόθεση να τους δείξει η αυτοκρατορική κυβέρνηση. Οι πρέσβεις βρίσκονταν υπό συνεχή επιτήρηση, ενώ από τα σύνορα μέχρι την πρωτεύουσα οι βυζαντινοί διπλωμάτες φρόντιζαν να τους επιδεικνύουν συνεχώς το μεγαλείο και τον πλούτο της αυτοκρατορίας. Στην Πόλη τους παραχωρούνταν ειδικό ανάκτορο και τους απαγορευόταν να έλθουν σε επαφή με πρόσωπα μη εντεταλμένα και να δουν οτιδήποτε χωρίς την έγκριση των αρχών.            

Οι Βυζαντινοί πολύ συχνά προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν τους διπλωμάτες ξεναγώντας τους σε εκκλησίες, ανάκτορα, δημόσια κτίρια, λουτρά, τους καλούσαν σε γιορτές που τις διοργάνωναν ειδικά γι’  αυτούς. Ο Ομπολένσκι παραθέτει μια χαρακτηριστική περίπτωση Αφρικανών πρέσβεων που μόλις αντίκρισαν το κάλος και το μεγαλείο του ναού της Αγίας Σοφίας δέχθηκαν να υπαχθούν οικειοθελώς στην εξουσία του αυτοκράτορα και της Εκκλησίας του. Στους ξένους επιδείκνυαν επίσης την στρατιωτική ισχύ και το απόρθητο των οχυρώσεών της.           

H πιο σημαντική στιγμή ήταν η τελετουργική ακρόαση από τον αυτοκράτορα. Κατά της διάρκεια της πρώτης επίσημης ακρόασης ο αυτοκράτορας παρέμεινε σιωπηλός, ένα είδος Θεού, και οι διπλωμάτες απλώς του παρέδιδαν τα διαπιστευτήρια και τα δώρα τους. Ο πρέσβης έπρεπε να σκύψει μέχρι το πάτωμα  και να τον προσκυνήσει. Εκείνη την ώρα ο θρόνος του αυτοκράτορα ανυψωνόταν μέχρι την οροφή για να τονίσει την απόσταση που τον χώριζε από τους κοινούς θνητούς, ενώ στο μεταξύ ο αυτοκράτορας είχε φορέσει μια πιο πλούσια ενδυμασία. Συγχρόνως ετίθεντο σε λειτουργία τα μηχανικά <<παιχνίδια>> του παλατιού: μπροστά στο θρόνο του βασιλέα ορθωνόταν ένα ορειχάλκινο επιχρυσωμένο δέντρο, πάνω στο οποίο κελαηδούσαν και  φτερούγιζαν μηχανικά και χρυσά πουλιά. Στα δύο άκρα του θρόνου βρίσκονταν χρυσοί λέοντες, οι οποίοι κινούσαν τις ουρές τους και έβγαζαν βρυχηθμούς.               Έτσι τονίζεται η μεγάλη απόσταση που χώριζε την Αυτοκρατορία από τους ξένους. Αργότερα ακολουθούσε δεύτερη πιο ουσιαστική ακρόαση ή κάποιο συμπόσιο στο οποίο ο πρέσβης θα μπορούσε να έλθει σε προσωπική επαφή με τον αυτοκράτορα. Η φιλοφρόνηση προς τους πιο σημαντικούς πρέσβεις ήταν να τους δείξουν τους θησαυρούς ή τα άγια λείψανα του παλατιού – μια επίδειξη αντικειμένων ανεκτίμητης αξίας που έκοβε την ανάσα – ή να οργανώσουν ακροβατικές επιδείξεις, όπως αυτή που προκάλεσε τον παιδικό θαυμασμό του Λιουπράνδου της Κρεμόνας και το τρανταχτό γέλιο των συνδαιτημόνων του.           

Η αυτοκρατορία προσπαθούσε να εξαναγκάσει καθέναν από τους βαρβαρικούς λαούς να υπηρετήσει τα ιδιοτελή της συμφέροντα. Γι΄ αυτό τον λόγο και παρά την υπεροψία της, η βυζαντινή διπλωματία έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον κόσμο που την περιέβαλλε, καθοδηγούμενη από την αρχή <<για να διοικήσεις τους λαούς, πρέπει να τους μάθεις>>. Με τον σκοπό αυτό συγκέντρωναν επιμελώς πληροφορίες για τους συγκεκριμένους λαούς, μελετούσαν με πολλή προσοχή την ιστορία, τα ήθη και έθιμα τους, τους οικονομικούς πόρους, την οργάνωση της εξουσίας, τη στρατιωτική τους κατάρτιση, τις σχέσεις τους με τους γειτονικούς λαούς.          

Η μεγάλη δυσπιστία προς τους συμμάχους και η φβερή επιφυλακτικότητα ήταν τα μόνιμα χαρακτηριστικά της βυζαντινής διπλωματίας. Αυτή η διπροσωπία στη σχέση τους με τους βάρβαρους λαούς πολλές φορές υπονόμευε την οικουμενική τάξη που προσπαθούσαν να προωθήσουν, καθώς οι συνεχείς παρακινήσεις ενός έθνους  εναντίον του άλλου και η καιροσκοπική πολιτική της συχνής εναλλαγής συμμαχιών προκαλούσαν πλήγματα στην αξιοπιστία και στην φερεγγυότητα της. Τελικά η ισορροπία αποκαθίστατo λόγω της σταθερής προσήλωσης της,
             

Ένας από του τρόπους συναλλαγής αυτών των βαρβάρων με την αυτοκρατορία ήταν ο φόρος. Η παροχή χρημάτων σε βάρβαρους ηγεμόνες ήταν για τους βυζαντινούς μια συνήθης πρακτική που αποσοβούσε την στρατιωτική αναμέτρηση. Σε πολλές περιπτώσεις αυτά τα χρήματα ήταν πράγματι πολεμικοί φόροι που αποσπούσαν οι βάρβαροι με τη δύναμη του ξίφους. Οι Βυζαντινοί επιδιώκοντας να ξορκίσουν αυτήν την ταπείνωση, προτιμούσαν να θεωρούν αυτές τις εισφορές ως μια μορφή  αυτοκρατορικού <<δώρου>> που δίνονταν ως ανταμοιβή για υπηρεσίες που είχαν προσφέρει ή που θα πρόσφεραν οι αποδέκτες του στην αυτοκρατορία. Για τον αυτοκράτορα ήταν μια συνετή επένδυση. Όταν όμως θα ήταν έτοιμος να πολεμήσει η πληρωμή θα σταματούσε.                

Η συμμετοχή κρατών στη βυζαντινή ιεραρχία εκφράστηκε επίσης με την απονομή στους βάρβαρους ηγεμόνες τίτλων προερχόμενων από την ιεραρχία της αυτοκρατορικής αυλής. Έτσι ο ηγεμόνας της Αρμενίας απέκτησε τον τίτλο του <<πρώτου>>, ο Γεωργιανός τσάρος Γεώργιος ο Β΄ του κουροπλάστη και αργότερα του νοβελίσσιμου, ο Βενετός δόγης τον τίτλο του πρωτοσεβαστοκράτορα και ο Βοημούνδος, ηγεμόνας της Αντιόχειας, τον τίτλο του σεβαστοκράτορα. Αυτή η πολιτκή είχε τρεις βασικούς στόχους: να κολακέψει τη ματαιοδοξία των δορυφόρων της αυτοκρατορίας, να τους προσδέσει στο άρμα της και να καθορίσει, προς όφελος των ενδιαφερόμενων για το πρωτόκολλο Βυζαντινών, τη θέση που κατείχε ο κάθε ηγεμόνας και ο λαός στη βυζαντινή κοινοπολιτεία.           

Ένα από τα αποτελεσματικότερα διπλωματικά μέσα που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί ήταν η προσφορά τους προς τους ξένους ηγέτες αυτοκρατορικών στεμμάτων. Τα στέμματα αυτά, υπέροχα δείγματα της βυζαντινής αργυροχρυσοχοΐας, διακοσμημένα με σμάλτο και πολύτιμες πέτρες, ήταν ένδειξη μεγάλης εύνοιας του βυζαντινού αυτοκράτορα, ο οποίος προσπαθούσε μέσω του δώρου αυτού να ενισχύσει τις συμμαχικές σχέσεις με τα  ξένα κράτη και να τονίσει στο ξένο ηγεμόνα τη προέλευση της νομιμοποίησης και της ένταξής του στην ιεραρχία της χριστιανικής οικομένης. Ο Βασίλειος ο Α΄ έστειλε στέμμα στον Ασωτιο Β΄ δούκα της Μεγάλης Αρμενίας  (885) και ο Κωνσταντίνος Μονομάχος στον Ούγγρο βασιλιά Ανδρέα Α΄ ( 1047-1061).           

Σημαντικό διπλωματικό χαρτί των βυζαντινών ήταν επίσης η μεγάλη φήμη των πριγκιπισσών τους. Η πολιτική της σύναψης γάμων με ξένους ηγεμόνες είχε αρχικά περιορισμένο χαρακτήρα. Οι αυτοκράτορες προτιμούσαν να αποφεύγουν τους γάμους με πορφυρογέννητες πριγκίπισσες και να δίνουν στους ξένους ηγεμόνες ως συζύγους κάποιες αριστοκράτισσες μακρινές συγγένισσές τους. Ο Κων/νος ο Πορφυρογέννητος υποστήριζε ότι  τρία πράγματα δεν μπορούσε να δώσει ένας αυτοκράτορας: το στέμμα, το μυστικό του υγρού πυρός και το χέρι μιας πορφυρογέννητης  πριγκίπισσας. Γι΄αυτό θεώρησε τρομερή υποτίμηση της αξίας των βυζαντινών νυφών την κίνηση του Ρωμανού Α΄ να δώσει την εγγονή του Μαρία στον τσάρο των Βουλγάρων Πέτρο. Βεβαίως αργότερα έκτατες διπλωματικές ανάγκες ανάγκασαν αυτοκράτορες όπως ο Ιωάννης Τσιμισκής και ο Βασίλειος ο Β΄  να παντρέψουν  ο μεν πρώτος την ανιψιά του Θεοφανώ με τον Γερμανό διάδοχο  Όθωνα, ο δε δεύτερος την αδελφή του Άννα με τον άξεστο ηγεμόνα του Κιέβου Βλαδίμηρο. Οι βυζαντινές πριγκίπισσες αποτέλεσαν παράγοντα εκπολιτισμού στους τόπους όπου απεστάλησαν και επηρέαζαν τους συζύγους τους ευμενώς προς το Βυζάντιο. Με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή μέσω της σύναψης γάμων,  συσφίχτηκαν οι σχέσεις του Βυζαντίου με την αρμενική  και την καυκασιανή δυναστεία, οι οποίες άρχισαν σιγά σιγά να <<βυζαντινοποιούνται>>.  

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Β’ ΜΕΡΟΣ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

, , , ,

2 thoughts on “Η Βυζαντινή Διπλωματία ως πρότυπο Πολιτιστικής Διπλωματίας Α’ Μέρος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *