Η διαμάχη μεταξύ παπών και αυτοκρατόρων και οι θεωρίες των Βυζαντινών

Λαΐου-Θωμαδάκη Αγγελική, Θησαυρίσματα 15, 1978, σελ. 106-118.

Η διαμάχη μεταξύ Πάπων και Γερμανών Αυτοκρατόρων, που άρχισε σε οξεία μορφή στα τέλη του 11ου αιώνα, και που συνεχίστηκε, με μεγαλύτερη ή μικρότερη οξύτητα, ως τα τέλη του 14ου αι., είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους εκφράστηκαν οι ιδεολογικές αντιθέσεις μιας Ευρώπης όπου συντελούνταν μεγάλες κοινωνικές αλλαγές και πολιτικές ανακατατάξεις. Για το Βυζάντιο, η διαμάχη είχε ιδιάζουσα σημασία για δυο λόγους: στο πολιτικό επίπεδο, συντέλεσε στη δημιουργία καινούριων συσχετισμών δυνάμεων στην Ιταλία, ενώ στο επίπεδο της ιδεολογίας έθεσε πάλι, άμεσα και με νέους όρους, το πρόβλημα της ανώτατης εξουσίας στη χριστιανική κοινωνία. Η πιο ενδιαφέρουσα αντίδραση των Βυζαντινών, και στα δύο επίπεδα, παρουσιάζεται στην εποχή των Κομνηνών.

Η πολιτική των Κομνηνών σε σχέση με το διπλωματικό και πολιτικό ζήτημα της Ιταλίας είναι, γενικά, γνωστή. Οι τρεις πρώτοι Αυτοκράτορες της δυναστείας εκμεταλλεύθηκαν τη ρευστή κατάσταση που είχε δημιουργηθή και έθεσαν σ’ εφαρμογή μια πολιτική επεκτατική, με σκοπό την επανάκτηση της Ιταλίας ή με διπλωματικά μέσα, ή ακόμη και με τη δύναμη των όπλων. Η ανάμιξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα ιταλικά πράγματα, ιδιαίτερα έντονη στην εποχή του Μανουήλ Α’, αποτελούσε ένα σημαντικό άξονα της εξωτερικής πολιτικής των Κομνηνών. Ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τις αυτοκρατορικές προσπάθειες για την ένωση των εκκλησιών, και στηριζόταν σ’ ένα σοβαρό θεωρητικό υπόβαθρο, που αναπτύχθηκε στη διάρκεια του 12ου αιώνα (1).

Μέσα στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, διατυπώνονται, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία του 12ου αιώνα, πολιτικό – ιδεολογικά επιχειρήματα που, με σημείο αναφοράς τη διαμάχη στη Δύση, εκφράζουν τη βυζαντινή θέση απέναντι στο πρόβλημα της σχέσης μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας που είχε τεθή στη Δυτική Ευρώπη. Η βυζαντινή θέση είναι απάντηση στα επιχειρήματα και της Παπικής αλλά και της Αυτοκρατορικής πολεμικής· συγχρόνως, έχει τη δική της εσωτερική συνέπεια, και λειτουργεί σα σημαντικό κομμάτι της γενικώτερης Βυζαντινής επεκτατικής ιδεολογίας.

Η βυζαντινή πολιτική ιδεολογία του 12ου αι. είναι, στις γενικές της γραμμές, παραδοσιακή. Δεν αμφισβητείται, αντίθετα, τονίζεται, η οικουμενικότητα του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Οι αυτοκράτορες της Δύσης θεωρούνται σφετεριστές, η translation imperii από την Παλαιά στη Νέα Ρώμη εξακολουθεί ν’ αποτελή τη βάση για τη θεωρία της αυτοκρατορικής εξουσίας(2). Παρ’ όλα αυτά, στο βαθμό που οι Βυζαντινοί ασχολούνται με το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ εκκλησίας και πολιτείας, και ειδικώτερα της σχέσης μεταξύ του Πάπα και του Βυζαντινού αυτοκράτορα, κινούνται σ’ ένα χώρο όπου την ίδια εποχή γίνονται οξύτατες συζητήσεις και συγκρούσεις στη Δύση. Σκοπός μου είναι να εξετάσω, πρώτο, τις Βυζαντινές απόψεις για το πρόβλημα των δύο εξουσιών, όπως αυτό είχε τεθή στη Δύση, και, δεύτερο, σε ποιο βαθμό υπήρξε, και με ποιο τρόπο εκφράστηκε η Δυτική επίδραση πάνω στη διαμόρφωση της Βυζαντινής πολιτικής ιδεολογίας. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζεται εδώ η αυτοκρατορική ιδεολογία, που σε ορισμένα σημεία διαφέρει απ’ την εκκλησιαστική.

Η συμμετοχή των Βυζαντινών στις ιδεολογικές διαμάχες της Δύσης ήταν, στην αρχή τουλάχιστο, σε στενή συνάρτηση με τα πολιτικά γεγονότα στην Ιταλία. Ήταν, ακόμη, εστιασμένη πάνω στο θέμα της νόμιμης εξουσίας και, κατ’ επέκταση, στο πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στ’ αξιώματα του Πάπα, του Βυζαντινού Αυτοκράτορα και του «ρηγός της Αλαμανίας», όπως αποκαλούν το Γερμανό Αυτοκράτορα. Αυτό διαφαίνεται και από το είδος των πληροφοριών που μεταδίδουν οι Βυζαντινοί ιστορικοί για τη Δύση. Ενώ η πληροφόρηση είναι αρκετά λεπτομερής σε ό,τι αφορά την πολιτική κατάσταση στην Ιταλία, είναι ελλιπής και εκλεκτική στο επίπεδο της πολιτικής ιδεολογίας. Έτσι, η ’ννα Κομνηνή θεωρεί σα βασικά αίτια της διαμάχης ανάμεσα στον Ερρίκο Δ΄ αι στον Γρηγόριο Ζ΄ τα προβλήμα της σιμωνίας και της ανάθεσης επισκοπών σε ανάξια πρόσωπα (3). Πιθανώτατα, αναφέρεται στη Ρωμαϊκή σύνοδο του Φεβρουαρίου 1075, που καταδίκασε τη σιμωνία, το γάμο των κληρικών και το διορισμό επισκόπων από λαϊκούς (4). Λέγει επίσης η ’ννη Κομνηνή ότι ο Ερρίκος Δ΄ απαίτησε την παραίτηση του Πάπα, θεωρώντας άκυρη την εκλογή του. Έχουμε εδώ αναφορά στη Σύνοδο των Γερμανών επισκόπων στο Worms, τον Ιανουάριο του 1076, και στο γράμμα του Ερρίκου Δ΄ προς τον Πάπα. Είναι, μάλιστα, καλά πληροφορημένη η Βυζαντινή ιστορικός για τον υβριστικό τόνο του γράμματος (5). Όμως, δραματικά γεγονότα όπως ὁ αφορισμός του Γερμανού αυτοκράτορα, ή η συνάντηση του Ερρίκου Δ΄ και του Γρηγορίου Ζ΄ στο φρούριο Canossa δεν αναφέρονται καθόλου῎ Επίσης δεν αναφέρεται ένα από τα βασικά σημεία της διαμάχης, δηλαδή η απονομή των συμβόλων της πνευματικής εξουσίας από τους δυτικούς αυτοκράτορες (και γενικώτερα από λαϊκούς) στους κληρικούς (6). Ο Ιωάννης Κίνναμος, που δίνει πολλές και σωστές πληροφορίες για τις πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Βυζαντινών αυτοκρατόρων, Γερμανών αυτοκρατόρων, Παπωσύνης, Νορμανδών, και Ιταλικών πόλεων, όταν αναφέρεται στην ιδεολογική πλευρά της διαμάχης μεταξύ του Φρειδερίκου Α΄ Barbarossa και των Παπών, την αποδίδει χωρίς πολλές λεπτομέρειες, και πάντα σε σχέση με τις επιπτώσεις που είχε για το Βυζάντιο (7). Τέλος, ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρεται με κάποια γενικότητα στην προσπάθεια του Μανουήλ Α’ να αποτρέψη τη συμφιλίωση του Barbarossa με τον Πάπα Αλέξανδρο Γ’ (8).

Στη διάρκεια του 12ου αιώνα, και ενώ συνεχώς εντείνεται το ενδιαφέρον των Βυζαντινών για την Ιταλία, παρατηρείται και μία εξέλιξη στον τρόπο που διατύπωναν τις απόψεις τους για τις σχέσεις κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, και για το σχετικό πρόβλημα όπως διατυπωνόταν στη Δύση. Η ’ννα Κομνηνή δείχνει περιορισμένο ενδιαφέρον για το γενικό θέμα. Τονίζει κυρίως, και με περιφρονητικό τρόπο, την πολιτική και στρατιωτική δύναμη των Παπών που, σαν επίσκοποι, θα έπρεπε να έχουν πνευματική και μόνο εξουσία (9). Όσον αφορά το θεωρητικό μέρος της διαμάχης, προσπαθεί κυρίως να αποκρούση τα Παπικά επιχειρήματα για τα πρωτεία της εκκλησίας της Ρώμης, χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό τη θεωρία της translation imperii, η οποία, κατά την ’ννα Κομνηνή, επέφερε αλλαγή και στην ιεραρχία των Πατριαρχικών θρόνων. Παραχαράσσει, μάλιστα, τον 28ο κανόνα της Συνόδου της Χαλκηδόνος για να δώση τα πρωτεία στον Πατριάρχη της Κωσταντινουπόλεως (10). Γενικά, η στάση της ’ννας Κομνηνής πρέπει να θεωρηθή σαν εχθρική προς τον Πάπα, και μάλλον φιλική προς τον Ερρίκο Δ’, τον οποίον όμως, φυσικά, δεν αποκαλεί ποτέ αυτοκράτορα, των Ρωμαίων. Ίσως εδώ να εκφράζη τη θέση του ίδιου του Αλεξίου Α’, που έβλεπε τον Ερρίκο Δ’ κυρίως σαν ένα πιθανό σύμμαχο κατά των Νορμανδών (11).

Τέλος, το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ του αυτοκρατορικού και του παπικού αξιώματος, ή της σχέσης μεταξύ κοσμικής και πνευματικής εξουσίας, δεν απασχολεί καθόλου την ’ννα.

Λίγα χρόνια αργότερα, εμφανίζεται στις Βυζαντινές πηγές μια πιο επεξεργασμένη θεώρηση του προβλήματος των δύο εξουσιών. Στα 1124 -26 (ή, ίσως, 1139 – 41), ο Ιωάννης Β’ Κομνηνός έστειλε δύο επιστολές στον Πάπα (12). Σε μία απ’ αυτές, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας αναφέρεται στις δύο εξουσίες, την κοσμική και την πνευματική. Η ορολογία είναι ανάλογη με αυτή που χρησιμοποιείται στη Δύση, όπου, από τον καιρό ακόμη του Γρηγορίου Ζ’, οι Πάπες, αλλά και οι Γερμανοί αυτοκράτορες, είχαν επεξεργαστή τη θεωρία του Γελασίου Α’ για τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο εξουσίες (13). Τα θεωρητικά πλαίσια, όμως, μέσα στα οποία κινείται ο Ιωάννης, διαφέρουν ριζικά απ’ αυτά που περιβάλλουν την παπική θεωρία. Για τον Ιωάννη Β’, η πνευματική εξουσία δόθηκε σε όλους τους αποστόλους, και όχι κατά πρώτο λόγο στον Πέτρο και τους διαδόχους του (14) . Η κοσμική εξουσία, εγκαθιδρυμένη από το Θεό, έχει και αυτή «θείω νόμω καί διατάγματι τό κῦρος» (15). Αντίθετα, στη Δύση, ενώ οι Γερμανοί αυτοκράτορες τόνιζαν ότι η ανώτατη κοσμική εξουσία έχει θεία προέλευση, η πιο ριζοσπαστική Παπική θέση θεωρούσε την κοσμική εξουσία ανθρώπινο και μόνο δημιούργημα. Πιο διαδεδομένο ήταν το λιγώτερο ακραίο επιχείρημα ότι η κοσμική εξουσία δεν είναι αυτόνομη, και ότι το αυτοκρατορικό αξίωμα μεταβιβάζεται από τον Πάπα στον αυτοκράτορα με την πράξη της στέψης (16). Τέλος, ο Ιωάννης Β’, θεωρώντας ολέθρια τη διάσπαση μεταξύ της εκκλησιαστικής εξουσίας και της νόμιμης (δηλαδή της Βυζαντινής) αυτοκρατορίας, προτείνει, όχι μόνο την ένωση των εκκλησιών, άλλα και τη «σωματική», όπως την αποκαλεί, ένωση. Οραματίζεται, δηλαδή, μιαν ενιαία Χριστιανική κοινωνία, με ενωμένη εκκλησία και με μια μόνο νόμιμη κοσμική αρχή, το Βυζαντινό αυτοκράτορα, και αυτό προτείνει στον Πάπα (17) . Χαρακτηριστικό της Βυζαντινής θεώρησης του προβλήματος των δύο εξουσιών είναι ότι ο ρόλος του Πάπα εμφανίζεται σαν καθαρά πνευματικός. Η υλοποίηση των προτάσεων του Ιωάννη θα είχε σαν προϋπόθεση τη ριζική αλλαγή των εξουσιών και της δύναμης του Πάπα, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί ιστορικά. ’λλωστε, οι ίδιοι οι Βυζαντινοί γνώριζαν καλά την πολιτική δύναμη της εκκλησίας της Ρώμης : το 1137, ένας απεσταλμένος του Ιωάννη Β’ στο Γερμανό αυτοκράτορα Λοθάριο Β’ κατηγόρησε τον Πάπα ότι ήταν αυτοκράτορας και όχι επίσκοπος (18). Οι απόψεις που εκφράζει το κείμενο αυτό του Ιωάννη Β’ λίγο διαφέρουν από τις θέσεις που παρουσιάζονται στα κεφάλαια «περί βασιλείας» και «περί Πατριάρχου» της Επαναγωγής (19). Είναι πολύ απομακρυσμένες απ’ τις Παπικές θεωρίες που διαμορφώνονται ήδη στη Δύση, και που τείνουν να εμφανίζουν την κοσμική εξουσία σαν κατώτερη απ’ την πνευματική. Η Βυζαντινή στάση προσεγγίζει τις απόψεις των Γερμανών αυτοκρατόρων, με μία, όμως, ριζική διαφορά : ότι, πιστοί στην παράδοση τους, θεωρούν το Βυζαντινό και όχι το Γερμανό αυτοκράτορα σαν την μόνη ενσάρκωση της νόμιμης εξουσίας. Θα έπρεπε, ίσως, να υπενθύμιση κανείς εδώ ότι υπάρχουν και στο Βυζάντιο ορισμένες τάσεις υποβάθμισης της κοσμικής εξουσίας. Η πλησιέστερη χρονικά είναι η γνωστή θέση του Μιχαήλ Κηρουλαρίου, ο όποιος «ἱερωσύνης γάρ καί βασιλείας το διάφορον οὐδέν ἤ καί ὁλίγον εἶναι ἔλεγεν, ἐν δέ γε τοῖς τιμιωτέροις καί τό πλέον τάχα καί ἐρίτιμον». Στα τέλη του 12ου αιώνα, ο Θεόδωρος Βαλσαμών, σχολιάζοντας το Ελληνικό κείμενο της «Δωρεάς του Κωνσταντίνου», έγραφε ότι ορισμένοι πατριάρχες, όπως ο Κηρουλάριος, προσπάθησαν, χωρίς επιτυχία, να εφαρμόσουν τα προνόμια που η «Δωρεά» είχε χαρίσει στους Πάπες. Πράγματι, η θέση που αποδίδεται στον Κηρουλάριο ελάχιστα διαφέρει από το σχετικό χωρίο του «Constitutum Constantini»: «sacrosanctam romanam ecclesiam decreuimus ueneranter honorare, et amplius quam nostrum imperium» (20). Είναι, όμως, εξ ίσου γνωστό, ότι μια τέτοια χρήση της «Δωρεάς» στο Βυζάντιο παρέμεινε περιθωριακή.

Η πληρέστερη έκφραση της Βυζαντινής επιχειρηματολογίας σχετικά με τη διαμάχη στη Δύση εμφανίζεται στο γνωστό κείμενο του Ιωάννη Κιννάμου, που αναφέρεται στη στέψη του Βλαδισλαύου Β’ της Βοημίας από το Γερμανό αυτοκράτορα Κορράδο Γ’, στη στέψη του Φρειδερίκου Barbarossa από τον Πάπα Αδριανό Δ’ ( 18 Ιουνίου 11 55) και στη συνάντηση των δύο ανδρών στο Sutri λίγες μέρες νωρίτερα. Είναι κείμενο που έχει συχνά αναλυθή (21) . Θα θυμίσω μόνο μερικά σημεία που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικά, παραθέτοντας και το ίδιο το κείμενο (22) . Είναι προφανές ότι ο Κίνναμος ανα γ νωρίζει πως, στον τομέα της πολιτικής ιδεολογίας, η διαμάχη Παπών και Γερμανών αυτοκρατόρων εστιαζόταν πάνω στη σχέση των δύο εξουσιών και αξιωμάτων. Από την άποψη της πληροφόρησης, το κείμενο είναι πολύ πιο πλήρες από τ’ αντίστοιχα της ’ννας Κομνηνής. Ο Κίνναμος γνωρίζει καλά τα γεγονότα του Sutri όπου ο Φρειδερίκος αναγκάστηκε να παίξη το ρόλο του ιπποκόμου του Πάπα· τα γνωρίζει, και τα καταδικάζει. Ας σημειωθεί ότι ο σύγχρονος του Βαλσαμών φαίνεται ν’ αποδέχεται τη «Δωρεά του Κωνσταντίνου» και συγκεκριμένα την παράδοση κατά την οποία ο αυτοκράτορας κρατά τα ηνία του αλόγου του Πάπα : «καί κρατοῦντες τόν χαλινόν τοῦ ἵππου αὐτοῦ, διά τήν προσκύνησιν καί τόν φόβον τοῦ Ἁγίου Πέτρου, στράτωρος ὀφφίκιον ἐποιήσαμεν» (23).

Ξέρει, επίσης, ο Κίνναμος ότι ο Πάπας είχε αρχικά αρνηθεί να στέψη το Φρειδερίκο· επικροτεί την άρνηση, και στηλιτεύει τον Πάπα επειδή τελικά άλλαξε στάση. Ο Βυζαντινός Ιστορικός τονίζει ότι ούτε ο Πάπας έχει το δικαίωμα να στέφη αυτοκράτορες, ούτε ο Φρειδερίκος να σφετερίζεται την εξουσία. Σε μιαν ακραία θέση, αποκαλεί και τον Πάπα και το δυτικό αυτοκράτορα παράνομους σφετεριστές της εξουσίας : «οὔτε ἀρχιερέως αὐτῇ [τῇ ‘Ρώμῃ)] μέτεστιν οὔτε πολλῷ δήπουθεν ἄρχοντος». Τα επιχειρήματα του στηρίζονται στη θεωρία της translation imperii. Γράφει ότι ακέραια η αυτοκρατορική εξουσία μεταφέρθηκε από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Γνωρίζει, όμως, και χρησιμοποιεί και τη «Δωρεά του Κωνσταντίνου», για να απόδειξη ότι ο Πάπας δεν έχει το δικαίωμα να μεταβίβαση και πάλι το αυτοκρατορικό αξίωμα, από τον αυτοκράτορα που εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη, σε οποιονδήποτε άλλο. Ο ίδιος ο Πάπας αντλεί τα δικαιώματα του από τη δωρεά του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και, στο βαθμό που θεωρεί νόμιμη τη δική του εξουσία, είναι συγχρόνως αναγκασμένος να δεχτή ότι ο μόνος νόμιμος αυτοκράτορας είναι ο διάδοχος του Κωνσταντίνου, που μετέφερε την έδρα της βασιλείας στη Νέα Ρώμη (24).

Το κείμενο αυτό του Κιννάμου αποτελεί την πληρέστερη και την πιο επιθετική όψη της Βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδεολογίας απέναντι στο πρόβλημα των δύο εξουσιών, καθώς και των δύο αυτοκρατόρων. Ιδιαίτερα προκλητική, σε σχέση με τις πραγματικότητες που είχαν διαμορφωθεί στη Δύση, είναι η αμφισβήτηση της νομιμότητας της Παπικής εξουσίας. Έτσι, σ’ ένα σημείο υποστηρίζει ο Κίνναμος ότι είναι κύριο χαρακτηριστικό του αυτοκρατορικού αξιώματος το δικαίωμα να διορίζη ο αυτοκράτορας τον επίσκοπο της Ρώμης· αυτό το δικαίωμα το κατέχουν ακόμη οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, αν και δεν το έχουν ασκήσει για πολύν καιρό. Τόση σημασία δίνει σ’ αυτό το επιχείρημα ο ιστορικός, ώστε νομίζει ότι ο κύριος λόγος για τον οποίο ο Φρειδερίκος Α’ δημιούργησε αντι – Πάπα στη Ρώμη ήταν για να εδραίωση, με την πράξη αυτή, τις αξιώσεις του πάνω στην αυτοκρατορική εξουσία (25).

Στα δύο αυτά κείμενα, τον Κίνναμο και την επιστολή του Ιωάννη Β’, μπορεί κανείς να δη σαφή την επίδραση των ιδεολογικών αντιμαχιών της Δύσης, πάνω στη διαμόρφωση των Βυζαντινών θέσεων. Πρέπει κατ’ αρχή να τονισθή ότι τα ιδεολογικά προβλήματα που είχαν εμφανισθεί στη Δύση δεν είχαν αντίκτυπο εσωτερικά στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Με εξαίρεση, ίσως, την πολιτική του Κηρουλαρίου, οι σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας στο Βυζάντιο δεν διαμορφώθηκαν κάτω από την επίδραση των διαμαχών στη Δύση. Η Δυτική επίδραση είναι καταφανής μόνο στη Βυζαντινή θεωρία για τη σχέση μεταξύ του Πάπα και του αυτοκράτορα, κυρίως του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Η επιστολή του Ιωάννη Β’ χρησιμοποιεί όρους και εικόνες (τις δύο μάχαιρες σα σύμβολο των δύο εξουσιών) που είναι πολύ διαδεδομένες στη Δύση του 11 ου και 12 ου αιώνα. Αλλά, ενώ στις παπικές θεωρίες η πνευματική εξουσία εμφανίζεται ανώτερη από την κοσμική, όπως η ψυχή είναι ανώτερη απ’ το σώμα, ο Ιωάννης εμμένει στη Βυζαντινή άποψη, που θεωρεί τις δύο εξουσίες εξ ίσου σημαντικές και απαραίτητες. Ο Κίνναμος, όπως και οι Πάπες, χρησιμοποιεί τη «Δωρεά του Κωνσταντίνου», αλλά για να στηρίξη τη Βυζαντινή άποψη. Ο Μανουήλ Α’, που πρέπει και αυτός να γνώριζε το κείμενο τούτο, γνωστό στο Βυζάντιο τουλάχιστο απ’ το 1053, ενσωμάτωσε στον ίδιο τον αυτοκρατορικό του τίτλο τη θεωρία ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν ο μοναδικός διάδοχος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και ο ανώτατος άρχοντας, δυνάμει και θεωρητικά, όλων των εδαφών της αυτοκρατορίας του Κωνσταντίνου : «Μανουήλ ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός βασιλεύς ὁ Πορφυρογέννητος… θεοκυβέρνητος κληρονόμος τοῦ στέμματος τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου καί ψυχῇ νεμόμενος πάντα τά τούτου δίκαια ὡς τίνων ἀποστησάντων τοῦ κράτους ἡμῶν…» (26). Οι Βυζαντινοί του 12 ου αι. ενώ δανείστηκαν επιχειρήματα από τη Δύση, τα ενσωμάτωσαν στη δική τους κοσμοθεωρία, τα χρησιμοποίησαν για να εμπεδώσουν και ν’ αναπτύξουν πληρέστερα την πολιτική τους ιδεολογία, και τελικά τα έστρεψαν εναντίον της Δύσης.

Οι θέσεις που αναλύθηκαν εδώ αποτελούν μέρος της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, όπως αυτή εκφράστηκε από την ’ννα Κομνηνή, τον Κίνναμο και τον Ιωάννη Β’. Υπήρξαν, στο Βυζάντιο του 12 ου αι., και απόψεις διαφορετικές. Ο Βαλσαμών στο σχόλιο του που περιέχει μετάφραση της «Δωρεάς του Κωνσταντίνου», θεωρεί ότι οι εξουσίες που αναφέρει το κείμενο αυτό πραγματικά δόθηκαν στον Πάπα. Όμως, δεν αποτελούν προνόμια αποκλειστικά του Πάπα· μετά τη σύνοδο της Χαλκηδόνος, οι πατριάρχες Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως έχουν ακριβώς τα ίδια προνόμια, παρ’ όλο που οι δεύτεροι δεν είναι σε θέση να τα εξασκήσουν. Είναι ενδιαφέρουσα η αντιπαράθεση της θέσης αυτής με τη χρήση της «Δωρεάς» που γίνεται από τον Κίνναμο.

Οι διαφορές ανάμεσα στις αυτοκρατορικές ιδεολογίες Βυζαντίου και Δύσης γίνονται σαφείς στην επιστολή του Barbarossa προς το Μανουήλ Κομνηνό· το κείμενο αυτό, γραμμένο λίγο μετά τη μάχη του Μυριοκεφάλου, δείχνει με τρόπο γλαφυρό πως φαινομενικά όμοια επιχειρήματα και ορολογίες ωδηγούσαν σε διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα. Ο Φρειδερίκος, όπως κι ο Ιωάννης Β’, αναφέρει δύο μάχαιρες και δύο εξουσίες: την κοσμική, δηλαδή τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και την πνευματική. Και οι δύο εξουσίες έχουν θεία την προέλευση (27). Αλλά εδώ, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι η Δυτική Αυτοκρατορία, και η πνευματική εξουσία είναι η εκκλησία της Ρώμης. Ο Ιωάννης Β’, αντίθετα, θεωρούσε ολόκληρη την εκκλησία σαν την πνευματική εξουσία, και το δικό του θρόνο σαν τη νόμιμη κοσμική εξουσία. Το συμπέρασμα του Φρειδερίκου Barbarossa ήταν ότι, για να αποκατασταθή η σωστή τάξη πραγμάτων, έπρεπε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ν’ αποδώση φόρο τιμής στη Ρώμη (δηλαδή, στη Γερμανική Αυτοκρατορία), και να ενώση τις εκκλησίες, μια διαδικασία αντίστροφη απ’ αυτήν που είχε προτείνει ο Ιωάννης Β’ στον Πάπα.

Η εμμονή των Βυζαντινών στην οικουμενικότητα και, θάλεγε κανείς, στην αυτονομία της αυτοκρατορικής εξουσίας, έδινε νομιμότητα και σε πολιτικά γεγονότα, όπως οι προσπάθειες να προσαρτηθή η Ιταλία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η αυτοκρατορική ιδεολογία του 12 αι. θεωρούσε την Ιταλία αναπόσπαστο κομμάτι του Βυζαντινού κράτους. Χαρακτηριστικά, ο Μανασσής, αναφερόμενος στη μεταφορά της αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, αποκαλεί το Μανουήλ Α’ «Αὐσονάνακτα»· τίτλος που από μόνος του συνδέει άμεσα το βασιλέα των Ρωμαίων με την Ιταλία (28).

Η εκστρατεία του Μανουήλ Α’ στην Ιταλία παρουσιάζεται, στις πηγές σαν προσπάθεια για την επανάκτηση, και όχι για την κατάκτηση της. Με περηφάνεια ο Κίνναμος αναφέρει ότι οι Ρωμαίοι πολεμούσαν και πάλι στην Ιταλία, μετά από πολλούς αιώνες, και ότι δε θα έφευγαν πριν αποκτήσουν, όπως και στο παρελθόν, την Ιταλία και τη Σικελία (29).

Μέσα στο ίδιο ιδεολογικό πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθούν οι προσπάθειες για την αποκατάσταση κάποιου είδους ενότητας με τη Δύση, πέρα από την εκκλησιαστική ενότητα. Ορισμένες Δυτικές πηγές αναφέρουν ότι ο Αλέξιος Α’ και ο Μανουήλ Α’ ζήτησαν, ή πρόθυμα δέχτηκαν να στεφθούν από τον Πάπα με το στέμμα της Δυτικής Αυτοκρατορίας. Κατά τον Πέτρο Διάκονο, όταν ο Αλέξιος Α’ έστειλε πρεσβεία στους κατοίκους της Ρώμης (1112), τους έγραψε ότι, αν οι Ρωμαίοι τον προσκαλούσαν, θα πήγαινε στη Ρώμη ο ίδιος, ή ο γιος και διάδοχος του Ιωάννης, και εκεί θα δεχόταν το στέμμα από τον Πάπα, «κατά τα έθιμα των παλαιών πιστών βασιλέων» (30). Από Δυτικές πάλι πηγές μαθαίνουμε ότι το 1167, και σε συνάρτηση με τις διαπραγματεύσεις για την ένωση των εκκλησιών, ο Μανουήλ Α’ ζήτησε να του αποδοθή από τον Πάπα το στέμμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στο οποίο θεωρούσε ότι είχε περισσότερα δικαιώματα απ’ ό,τι π Barbarossa (31). Οι πληροφορίες αυτές έρχονται σε πλήρη αντίθεση με όσα έχουν ήδη λεχθή για τη Βυζαντινή πολιτική ιδεολογία τον 12 ο αι., ιδεολογία σαφή και συνεπή. Οι Βυζαντινές πηγές δεν αναφέρουν καμμία προσπάθεια Βυζαντινού Αυτοκράτορα να στεφθή από τον Πάπα. Το πιθανώτερο είναι ότι οι Δυτικές πηγές, βλέποντας τα πράγματα από τη δική τους σκοπιά, παρερμήνευσαν τις διαπραγματεύσεις και τις προθέσεις των Κομνηνών. Οι διπλωματικές ενέργειες κυρίως του Ιωάννη Β’ και του Μανουήλ Α’ σκοπό είχαν τη συνένωση της Ιταλίας με την Αυτοκρατορία. Σε άλλο επίπεδο, και οι δύο αυτοί αυτοκράτορες προσπάθησαν να πετύχουν μια παλινόρθωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας όπως ήταν πριν το έτος 800, να ανατρέψουν δηλαδή την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μετά τη στέψη του Καρλομάγνου. Στις προσπάθειες τους αυτές, ήθελαν να πετύχουν τη μεσολάβηση και τον ενεργό ρόλο του Πάπα : ο Ιωάννης Β’ μιλά για κοσμική και εκκλησιαστική αποκατάσταση, ενώ ο Μανουήλ παρεμβάλλει στις διαπραγματεύσεις για την ένωση των εκκλησιών προτάσεις για μια συμφιλίωση της Αυτοκρατορίας με τον Πάπα (32). Ίσως κατά τη διάρκεια τέτοιων συνομιλιών να δέχτηκε ή και να πρότεινε ο αυτοκράτορας να τον ευλογήση ο επίσκοπος της Ρώμης. Κάτι τέτοιο δεν αντιτίθεται στη Βυζαντινή θεωρία, όπως φαίνεται από ένα χωρίο του Κιννάμου. Ο ιστορικός κάνει ένα σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στο δικαίωμα του επισκόπου να ευλογή και να καθαγιάζη τον αυτοκράτορα, και στο δικαίωμα που δεν αναγνωρίζει στον Πάπα να δημιουργή αυτοκράτορες, δηλαδή να μεταβιβάζη το ίδιο το αυτοκρατορικό αξίωμα (33).

Είναι γνωστό, και έχει υπογραμμιστή τελευταία (31), ότι οι επεκτατικές τάσεις των Κομνηνών συμβαδίζουν με μια Αυτοκρατορική ιδεολογία, που τονίζει περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν την οικουμενικότητα του Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Προσπάθησα εδώ να εξετάσω ένα μέρος αυτής της ιδεολογίας, όπως διαμορφώθηκε σε συνάρτηση με τα πολύ σημαντικά γεγονότα που στη Δυτική Ευρώπη άλλαζαν τις σχέσεις μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας.

Μετά το θάνατο του Μανουήλ Α’, η στάση των Βυζαντινών προς τη Δύση αλλάζει. Γίνεται αμυντική και στην πράξη και στην ιδεολογία. Από τότε και μέχρι και το 14 ο αι. ορισμένοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες θα προσπαθήσουν να επωφεληθούν από τους ανταγωνισμούς Παπών, αυτοκρατόρων και άλλων φορέων της κοσμικής εξουσίας στη Δύση, αλλά πάντα για αμυντικούς σκοπούς. Δεν θα δούμε πια μια ιδεολογία επιθετική, όπως στο 12 ο αιώνα. Και οι διαπραγματεύσεις με τους Πάπες θα περιστρέφωνται κυρίως γύρω από το πρόβλημα της ένωσης των εκκλησιών, ή θα είναι εκκλήσεις για στρατιωτική βοήθεια, χωρίς τις προεκτάσεις που κατά καιρούς πήραν στο 12 ο αιώνα. Η επιθετική πολιτική του Βυζαντίου σε σχέση με τη Δύση τελείωσε με τον Μανουήλ Α’· στο μέλλον, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία θα είναι ο χώρος της επέκτασης των Δυτικών (35).

  • Ανακοίνωση στο ΙΕ’ Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών (Αθήνα 1976).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Για την πολιτική των Κομνηνών είναι ακόμη χρήσιμοι οι δύο τόμοι του F. Chalandon, Essai sur le rθgne d’Alexis Comnθn e (1081 – 1118), Paris 1900, και Les Comnθnes II; Jean Comnθne (1118 – 1143) et Manuel Comnθne (1143 – 1180), Ρaris, 1912. Βλ. επίσης, Ρ. Lamma, Comneni e Staufer. Ricerche sui rapporti fra Bisanyio e l’Occidente nel secolo XII, Roma, 1955 – 57. W. Ohnsorge, Die Legaten Alexanders III im ersten Jahrzehnt seines Pontifikats (1159-1169), Ηistorische Studien, Βerlin, 1928. Οηνsοrgε, Abendland und Byzanz : Gesammelte Aufsδtze zur Geschichte der byzantinisch – abendlandischen Beziehungen und des Kaisertums, Darmstadt, 1958. H. Ahrwieler, Byzance et la mer. La marine de guerre, la politique et les institutions maritimes de Byuance aux VIIe- XV siθcles, Paris 1966, P. Glassen , La politica di Manuele Comneno tra Frederico Barbarossa e le cittΰ italiane, Popolo e stato in Italia nell’ etΰ di Frederico Barbarossa, Alessandria, 1970, 265- 279.

  1. Ρ. Dφlger, Rom in der Gedankenwelt der Byzantiner, Byzanz und die europδische Staatenwelt, Ettal, 1953, 70 – 115. Η. Αhrweiler, L’idιologie politique de l’empire byzantin, Paris 1975, 37 – 87. Ε. Βαcη, Ιmperium Romanum, ιtude sur l’idιologie politique du XIIe siθcle, Classica et Mediaevalia, 7 (1945), 138 -145.
  2. B. Leib, Anne Comnθne, Alιxiade 1, 13.
  3. K. Hampe, Deutche Kaisergeschichte in der Zeit der Salien und Staufer Heidelberg, 1968, 55- 57. A. Filsche, La rιforme grιgorienne et la reconquκte chrιtienne, Paris, 1946, 76-79.
  4. Flische, Rιforme, 133-134. Το γράμμα του Ερρίκου Δ΄ προς τον Πάπα αρχίζει: « Heinricus, non usurpative sed pia Dei ordinatione rex, Hildebrando, iam non apostolico sed falso monacho », και τελειώνει: « Ego enim Heinricus rex Dei gratia, cum omnibus episcopis nostris tibi dicimus: Descende, descende»: Brunonis Liber de Bello Saxonico . G. H. Pertz, Monumenta Germaniae Historica, Scriptores, V. Hannover, 1844, 352- 353. Η ’ννα Κομνηνή περιγράφει το γράμμα με τα εξής λόγια: «Ὁ δέ γε ρήξ Ἀλαμανίας τυραννίδος τόν πάπαν ἐγράφετο, ὡς ἄτερ γνώμης αὐτοῦ τόν ἀποστολικόν ἐξαρπάσειε θρόνον. Καί που καί ἀπηναισχυντήκει πρός τοῦτον καί ἰταμωτέροις ἐχρήσαντο λόγοις, ὡς, εἰ μη ἐκσταίη τῆς αὐθαιρέτου προεδρίας, μεθ’ ὕβρεως ἐκεῖθεν ἀπελαθήσεται» (Ι, 13).
  5. Για το θέμα αυτό, βλ. Z. N. Brooke, Lay Investiture and its Relation to the Conflict of Empire and Papacy . “Proceedings of the British Academy” 25 (1939). Το πρόβλημα των πηγών που χρησιμοποιεί η ’ννα Κομνηνή σχετικά με τη διένεξη Ερρίκου Δ΄ και Γρηγορίου Ζ΄ δεν έχει αρκετά μελετηθή. Οι πληροφορίες που μεταδίδει έ.χουν κάποια συγγένεια με τα γραφόμενα σε αντιπαπικούς λίβελλους του τέλους του 11 ου αιώνα. Ο ευνουχισμός των απεσταλμένων του Ερίκκου Δ΄ (’ννα Κομνηνή Ι, 13) δεν αναφέρεται σε καμμία δυτική πηγή.
  6. Βλ. για παράδειγμα, Ιoannis Cinnami, Epitome rerum ab Ioanne et Alexio Comnenis gestarum, Bonn, 1836, 170-175, 218-220.
  7. NICETAE CHONIATAE, Historia, Βοnn, 1835. VII, 1.
  8. ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ, 1, 13, σ. 47 : «Ὁ γάρ τοι πάπας τῆς ‘Ρώμης (γενναία δέ αὕτη ἀρχή καί στρατεύμασι παντοδαποῖς περιφραττομένη)…» και σ. 49 : «ὁ δέ κατάπτυστος οὗτος πάπας… μετά πνευματικῆς χάριτος καί εὐαγγελικῆς εἰρήνης ἐπί τόν πόλεμον ὁ δεσπότης ἐχώρει ὅλῃ τῇ γνώμῃ καί ὅλαις χερσί τόν ἐμφύλιον, ὁ εἰρηνικός ταῦτα καί τοῦ εἰρηνικοῦ μαθητής». Για παρόμοιες απόψεις, βλ. J. Darrouzθs, Les documents du XIIe siθcle sur la primautι romaine, REB, 23 (1965), 53 – 57.
  9. ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ, Ι, 13 : «Καί δεδώκασιν οἱ ἀνέκαθεν βασιλεῖς τά πρεσβεῖα τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως, καί μάλιστα ἡ ἐν Χαλκηδόνι σύνοδος εἰς περιωπήν πρωτίστην τόν Κωνσταντινουπόλεως ἀναβιβασαμένη….». Η υποτιθέμενη αλλαγή στην εκκλησιαστική ιεραρχία μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού κράτους αναφέρεται και σε άλλες πηγές. Βλ., για παράδειγμα, Chr. Loparev, Ob uniatstsv Imperatora Manuila Comnina, «Vizantiiskii Vremennik», 14 (1909), 334 – 357, και G. Ραrτηευ, Hieroclis Synecdemus et Notitae Graecae Episcopatum. Accedunt Nili Doxapatrii Notitia Patriarchatum et locorum nomina immutata (Αmsterdam, 1967), 289 – 292.
  10. Βλ. το γράμμα του Αλεξίου Α’ που αποκαλεί τον Ερρίκο Δ’ «Χριστιανικώτατο αδελφό» : Αννα Κομνηνη, III, 10, και F. DΦlger, Regesten der Kaiserurkunden des Ostrφmischern Reiches, 1077 (1082).
  11. Σπ. Λαμπρου, Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου χρυσόβουλλα και χρυσά γράμματα αναφερόμενα εις την ένωσιν των εκκλησιών, «Νέος Ελληνομνήμων» 11 (1914), σσ. 109 – 11. Το πρόβλημα της χρονολόγησης δεν έχει λυθή πειστικά. Πρβλ. τον W. Οhnsorge, Das Zweikaiser Problem im frόhern Mittelalter (Hildersheim, 1947), 89-90, που τοποθετεί τα γράμματα στα έτη 1139 – 1141, και τον Ρ. L αμμα, Comneni e Staufer, Ι (Ρώμη, 1955), σσ. 28 – 30.
  12. Βλ. το γράμμα του Γρηγορίου Ζ’ στον επίσκοπο του Μetz. Ε. Caspar, Das Register Gregors VII, ΜGΗ, Εpistolae, II, 546 – 562.
  13. «Ἡ πνευματική εξουσία … ὑπό τοῦ μεγάλου καί πρώτου τῆς οἰκουμένης ἀρχιερέως τοῦ εἰρηνικοῦ βασιλέως Χριστοῦ τοῖς ἱεροῖς αὐτοῦ μαθηταῖς καί ἀποστόλοις ἐδόθη…» : ΛΑΜΠΡΟΥ, Αυτοκρατόρων… 109. Πρβλ. το γράμμα του Γρηγορίου Ζ’ : «Quis ignorat vocem domini ac salvatoris nostril Iesu Christi dicentis in evangelio : Tu es Petrus, et super hanc petram edificabo ecclesiam meam…. Nunquid sunt hic reges excepti, aut non sunt de ovibus, quas filius Dei beato Petro commisit» Register Gregors VII, 548.
  14. ΛΑΜΠΡΟΥ, Αυτοκρατόρων…, 110.
  15. Το γράμμα του Φρειδερίκου Α’ στους Γερμανούς επισκόπους (1158) δείχνει την αυτοκρατορική άποψη : «Cum divina potential, a qua omnis potestas in coelo et in terra nobis Christo eius regnum et imperium regendum comisserit…»: Gesta Friderici I Imperatoris auctoribus Ottone et Ragewino praeposito Frisingensibus, MGH SS, XX (Hannover, 1868), 422. Για τις δύο παπικές θέσεις, βλ. Register Gregors VII, 552 : «Itane dignitas a secularibus etiam Deum ignorantibus inventa non subisietur ei dignitati, quam omnipotentis Dei providential ad honorem suum invenit…? Qui nesciat reges et duces ab iis habuisse principium, qui Deum ignorantes superbia rapinis perfidia homicidiis postremo universes pene sceleribus…hominess, dominari ceca cupidine et intollerabili presumptione affectaverunt?” : και 554: «ΑΙius item Romanus pontifex regem Francorum…a regno deposuit et Pipinum Caroli Magnio imperatoris patrem in eius loco substituit…” .
  16. Ο Ιωάννης Β’ αναφέρεται στις δύο μάχαιρες, σύμβολα της κοσμικής και πνευματικής εξουσίας (Λουκ. 22, 38).
  17. Ρetrus Diakonus, ΜGΗ, 88, 833. Βλ. επίσης το κείμενο του Κίνναμου, οπού θεωρεί ότι η αποτυχία των διαπραγματεύσεων Μανουήλ Α’ και Αλεξάνδρου Γ’ οφείλεται στην επιμονή του Πάπα να ασκή αυτοκρατορική εξουσία στη Ρώμη : «ἅτε…βασιλέως μέν ἐπί Βυζάντιον τῆν ‘Ρώμης καί αὖθις μεῖναι ἰχσυριζομένου βασιλείαν, τοῦ δέ πάπα τοῦτο μέν οὐ καταδεχομένου ἐν ‘Ρώμη δέ βασιλεύειν αὐτόν ἀξιοῦντος.,.». ΚΙΝΝΑΜΟΣ, σ. 262.
  18. Βλ. Ἐπαναγωγή, Γ’, 8 : «Τῆς πολιτείας ἐκ μερῶν καί μορίων ἀναλόγως τῷ ἀνθρώπῳ ἀννιστάμενης, τά μέγιστα καί ἀναγκαιότατα μέρη βασιλεύς ἐστί καί πατριάρχης- διό καί ἡ κατά ψυχήν καί σῶμα τῶν ὑπηκόων εἰρήνη καί εὐδαιμονία βασιλείας ἐστί καί ἀρχιερωσύνης ἐν πᾶσιν ὁμοφροσύνη καί συμφωνία». J. Ζepos, Ρ. Ζepos, Jus Graecoromanum, Scienta Αalen, 1962, 242.
  19. ΣΚΥΛΙΤΣΗΣ – ΚΕΔΡΗΝΟΣ, II, 643. ΖΩΝΑΡΑΣ, II 668. Γ. Α. ΡΑΛΛΗΣ, Μ. ΠΟΤΛΗΣ Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων Ι (Αθήναι, 1852), 114-149. S. Williams, The Oldest Text of the Constitutum Constantini, ” Traditio”, 20 (1964), 457. Για μιαν απεικόνιση της θεωρίας του Κηρουλαρίου, βλ. R. J. Jenkins, Α Cross of the Patriarch Michael Cerularius, “Dumbarton Oaks Papers”, 21 (1967), 233-242. Βλ. επίσης, W. Οηνsorge, Das Constitutum Constantini und seine Enstehung, Konstantinopel und der Okzident, (Darmastandt, 1966), 93-162.
  20. ΚΙΝΝΑΜΟΣ, 218-20. Οι πληρέστερες αναλύσεις είναι του G. Ostrogorsky, Zum Statordienst des Herschers in der Byzantinisch – Slavischen Welt, «Seminarium Kondakovianum» 7 (1935), 187 -204, και του Ρaul Alexander, The Donation of Constantine at Byzantium and its Earliest Use against The Western Empire, «Zbornik radova vizantoloskog instituta», 8 (1963), 11 – 26. Πρβλ. Βαch , Imperium Romanum, 138 – 45.
  21. ΚΙΝΝΑΜΟΣ 218 – 220 : ἦν δε οὖτος ὁ Κορράδῳ πάλαι τῶν Ἀλαμανῶν συστρατεύσας ρηγί, ὁπήνικα ὥσπερ μοι δεδιήγηται ἐπί Ἀσίαν ἐκεῖνος ἐστέλλετο, ρήξ τε διά ταῦτα ὑπ’ ἐκείνου γενόμενος. Καίτοι ἐψεύσαντο ἄμφω, ὁ μέν τήν κλῆσιν, ἅτερος δε τήν χάριν ὁ διδούς. Μακρός γάρ οὗ χρόνος τό τῆς βασιλείας ὄνομα ἐν Ρώμῃ ἀπώλετο, ἐξ ὅτου μετά Αὔγουστον, ὅν καί Αὐγουστοῦλον ἐκάλουν τό τῆς ἡλικίας αἰνιττόμενοι νέον καθ’ ἥν ἐπελάβετο τῆς ἀρχῆς, ἐπί Ὀδόακρον καί Θευδέριχον ἑξῆς τόν Γότθων ἡγεμόνα τυράννους ἄμφω μετέβη τά τῆς ἡγεμονίας. Ρήξ γάρ Θευδέριχος καί οὐ βασιλεύς διεβίω καλούμενος καθάπερ Προκόπιος ἱστορεῖ. Ρώμη μέντοι ἀπό Θευδερίχου καί ὁλίγῳ πρότερον ἄχρι καί νῦν στασιαζομένη διαγέγονε, πολλάκις μέν πρός Βελισαρίου καί Ναρσοῦ τῶν Ρωμαίων στρατηγῶν ἐπί τῶν Ἰουστινιανοῦ Ρωμαίοις ἀνασωθεῖσα χρόνων, αὖθις δε οὐδέν ἧττον τυράννοις βαρβάροις δουλεύουσα, οἷ καί ρῆγες κατά Θευδερίχου τοῦ πρώτου καί ρηγός ἅμα καί τυράννου κέκληνατι ζῆλον. Οἷς δέ μή τοῦ τῆς βασιλείας μέτεστιν ὕψους, πόθεν οὖτοι τηλίκας προβεβλήσονται ἀρχάς, αἱ καθάπερ ἤδη ἔφην οἷόν τινες διαιρέσεις ἐκ τοῦ τῆς βασιλείας καθίενται κράτους; τοῖς δέ οὐκ ἀπόχρη μόνον, εἰ τοῦ τῆς βασιλείας …
  22. Βάλσαμων, σ. 147.
  23. Πρβλ. Αlexander, Donation, 18 – 22. Gaudenzi, Il constituto di Constantino, «Βulletino del Instituto Storico Italiano, 39 (1919), και R. – J. Loenertz, En marge du Constitutum Constantini. Contributiuon a l-histoire du texte, «Revue Scientifique, Philosophique et Thιologique», 59 (1975), 289 – 294. Δεν μπόρεσα να δω το άρθρο του Ν. Ηuyghebaert, La donation de Constantin ramenιe ΰ ses vιritables dimensions, «Revue d’Histoire ecclιsiastique» 71 (1976), 45-69.
  24. ΚΙΝΝΑΜΟΣ, 292 : «Φρεδερίκος δέ ‘Ρώμης ἤδη περιγεγονώς…. Ἀλέξανδρον τοῦ θρόνου κατασπάσας Ὀκταβιανόν ἀντισῆξεν, ἐντεῦθεν οἶμαι τοῦ ‘Ρωμαίων αὐτοκράτορος προσαρμόσειν αὑτῷ τό ἀξίωμα οἰηθείς· οὐδενί γάρ ἄλλῳ ὅτι μή βασιλεῖ ‘Ρωμαίων ἀρχιερέα προβεβλῆσθαι τῇ ‘Ρώμη ἐφεῖται».
  25. Μigne, Ρatrologia Graeca, 133. 773.
  26. Αnnales Stadenses ΜGΗ, 88, anno 1179 : «Sicut ille Rex regum, a quo omni potestas, Romanum imperium caput totius orbis constituit, ita etiam sedem Romanae ecclesiae omnium ecclesiarum unicam matrem, dominam magistramque ordinavit, quod utique duorum gladiorum numero praefiguravit, quos quidem sufficere perhibuit ipse auctor fidei christianae. Quapropter tuam prudentiam commonemus, quatenus nobis et Romano imperio honorem debitum recognoscas, et summon pontifici, quem nominee tenus sanctum appeals, debitan obedientiam exhibeas et honorem “.
  27. CONSTANTINI MANASSIS, Breviarum Historiae Metricum, Bonn, 1837, 2546 – 2552 : «Καί ταῦτα μέν συμβέβηκε τῇ πρεσβυτέρα Ρώμῃ· ἡ δ’ ἡμετέρα τέθηλεν, αὔξει, κρατεῖ, νεάζει, καί μέχρι τέλους αὔξοιτο, ναι, βασιλεῦ παντάναξ, τοιοῦτον σχοῦσα τηλαυγῆ φώσφωρον βασιλέα, μέγιστον Αὐσονάνακτα, μυριονικηφόρον, Κομνηνιάδην Μανουήλ, πορφύρας χρυσοῦν ρόδον, οὖπερ τό κράτος ἥλιοι μετρήσαιεν μύριοι».
  28. ΚΙΝΝΑΜΟΣ, 173, 151.
  29. «secundum morem antiquorum fidelium videlicet imperatorum a summon pontifice Romae coronam accipere»: ΜGΗ, 88, VII (Hanover, 1866), 785.
  30. «… petebat ut quia occasion iusta et tempus oportunum atque acceptabile se obtulerat, Romani corona inperii a sede apostolica sibi redderetur, quoniam non ad Frederici Alamanni set ad suum ius asserit pertinere »: Βοson, Vita Alexandri III, L.. .Duchesne, Le Liber Pontificalis II, Paris 1955, 415· Classen, La politica…, 268 – 269.
  31. Α. Dondaine, Ηugues Ethιrien et Lιon de Toscane, «Αrchives d’histoire doctrinale et littιraire du Mozen Age», 19 (1952), 126-127.
  32. ΚIΝΝΑΜΟΣ, σ. 220.
  33. Αhrweiller, Idιologie politique, 67 – 87.
  34. Δραματική είναι, η αντίθεση ανάμεσα στο παρακάτω χωρίο του Νικήτα Χωνιάτη για το Μανουήλ Α’ : «τῷ βασιλεῖ… χλευασμοί παρά ‘Ρωμαίων ἐπετρίβοντο ὡς ύπερορίους δῆθεν ἐπιθυμίας διά τό φίλαυτον τρέφοντι καί ὀφθαλμούς ἐπ’ ἄκρα γῆς ἐκτείνοντι» (NICHETAE CHONIATAE, Historia, I. Α. V αν Dιετεν, 203) και του Νικηφόρου Γρηγορά για τον Κάρολο του Αnjou : «τήν ὅλην, ὡς εἰπεῖν, Ἰουλίου Καίσαρος καί Αὐγούστου μοναρχίαν ὠνειροπόλει, Κωνσταντινουπόλεως εἰ ἐγένετο ἐγκρατής» (NICEPHORE GREGORAE, Βyzantina Historica, Ι, Βοnn, 1829, 123).

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ

, , , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *