Η εθνική στρατηγική και το Βυζάντιο ως πνευματικό μέγεθος

Γράφει ο Ευάγγελος Κοροβίνης

Α. Οι δυο αντίπαλες στρατηγικές 

Στην διάρκεια του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αντιπαρατίθενται δυο εθνικές στρατηγικές. Η πρώτη, η εθνοκρατική, απέβλεπε στην απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό όλων των αλύτρωτων Ελλήνων και την ένταξη τους σε ένα, ομοιογενές εθνικά, ελλαδικό κράτος. Η δεύτερη στόχευε στην ανασύσταση του πολυεθνικού Βυζαντίου υπό ελληνική ή έστω ελληνοτουρκική ηγεμονία.

Η εθνοκρατική στρατηγική ήταν προσαρμοσμένη στην αρχή των εθνοτήτων, στην επιδίωξη δηλαδή για την συγκέντρωση όλων των ομοεθνών σε ένα κράτος. Η αρχή των εθνοτήτων κατίσχυσε κάθε άλλου τρόπου κρατικής οικοδόμησης, επειδή αποτελούσε την πεμπτουσία του μοντέλου των διεθνών σχέσεων της θριαμβεύουσας τότε νεωτερικότητας.

Στα πλαίσια του περιρρέοντος εθνοκρατισμού και της αρχής των εθνοτήτων, ο άλλος τύπος εθνικής στρατηγικής, το ιδεώδες της αναβίωσης της Μεγάλης Ανατολής, ήταν ανεφάρμοστος και ουτοπικός. Φαίνεται, βέβαια, ότι αντανακλούσε μια πραγματικότητα της ύστερης τουρκοκρατίας, τα ισχυρά δηλαδή ελληνόγλωσσα δίκτυα κληρικών, λογίων και εμπόρων, που ενοποιούσαν την Βαλκανική, τις ακτές της Ιωνίας και την Αλεξάνδρεια με τις παροικίες της Κεντρικής Ευρώπης, της Ρωσίας και της Ιταλίας. Η άνοδος των εθνικισμών τον δέκατο ένατο αιώνα κατέστρεψε σταδιακά τις δικτυώσεις αυτές και κατέστησε το όραμα ανασύστασης του Βυζαντίου εντελώς ανεδαφικό.

Ο εθνοκρατισμός, αν και ρεαλιστικός και προσγειωμένος από μιαν άποψη, ήταν συνυφασμένος εκ γενετής με μιαν άνευ προηγουμένου αρχαιολατρεία.  Στην προγονολατρεία αυτή υπήρχε έντονος εθνικισμός αλλά χωρίς καμία γνήσια ελληνικότητα. Ο ελληνικός λόγος, στην περίπτωσή της, ήταν διηθημένος μέσα από τα δυτικά φίλτρα του ουμανισμού, του ρασιοναλισμού και του ρομαντισμού, ενώ το βυζαντινό παρελθόν έμπαινε στο περιθώριο, όχι μόνον σαν έναυσμα διαμόρφωσης μιας αντίπαλης στρατηγικής, αλλά και σαν πνευματικό μέγεθος.

Ο εθνοκρατισμός χρησιμοποιώντας, συνειδητά ή ασυνείδητα, σαν άλλοθι και πρόσχημα την αρχαιομανία, απέβλεπε στον ολοκληρωτικό εξευρωπαϊσμό της χώρας και όχι μόνον και κυρίως στον αναγκαίο για την επιβίωση της εξαστισμό.

Στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, τώρα, η εθνοκρατική στρατηγική καλούσε σε δορυφοριοποιηση γύρω από την εκάστοτε δεσπόζουσα δυτική δύναμη, με άμεσο προσδοκώμενο όφελος την «προστασία» έναντι της Τουρκίας και με απώτερο στόχο την ένταξη στην κλειστή λέσχη των «πολιτισμένων ευρωπαϊκών λαών».

Η στρατηγική αυτή απέδωσε αρχικά υπολογίσιμους καρπούς αλλά, μετά τις μεγάλες στρατηγικές ήττες του Ελληνισμού στην Μικρά Ασία και στην Κύπρο καθώς και την δουλοχρεωτική εκποίηση της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες, γνωρίζει ήδη τα όρια της. Στα πλαίσια μιας διπλής, πλέον, δορυφοριοποίησης γύρω από την Τουρκία και την Δύση, η Τουρκία διατηρεί συνήθως την πρωτοβουλία των κινήσεων, εμπλουτίζοντας συνεχώς την φαρέτρα των εις βάρος μας διεκδικήσεων, ενώ το ελλαδικό κράτος έχει καταστεί παρασιτική παραφυάδα της Δύσης. Οι εξελίξεις αυτές, των τελευταίων δεκαετιών, συνοδεύονται από την αποκαθήλωση της αρχαιολατρείας και την προσχώρηση σε έναν απροκάλυπτο εθνομηδενισμό.

Β. Η απουσία σύνθεσης των δυο στρατηγικών και οι συνέπειες της

Ποιά θα ήταν τα χαρακτηριστικά μιας σύνθεσης των δυο στρατηγικών, που θα συνάρθρωνε τα ισχυρά τους σημεία και θα περιθωριοποιούσε τα προβληματικά τους; Το ερώτημα είναι θεωρητικό αλλά αναδεικνύει το υποκρυπτόμενο βαθύτερο πρόβλημα.

Στα πλαίσια μιας τέτοιας σύνθεσης, ο εθνοκρατισμός θα ήταν ένας μεγάλης διάρκειας και αναγκαίος τακτικός ελιγμός, που θα επέτρεπε την εθνική επιβίωση στις αφιλόξενες συνθήκες της νεωτερικότητας. Θα ήταν ένας εθνοκρατισμός που, απαλλαγμένος από την προγονοπληξία, θα αξιοποιούσε δημιουργικά και την αρχαία ελληνική κληρονομιά και το βυζαντινό παρελθόν. Όχι πλέον ως τροφοδότη απατηλών ονείρων ανασύστασης του Βυζαντίου, αλλά ως ζωντανό και ακέραιο πνευματικό μέγεθος, ενσωματωμένο κυρίως στην Κοινοτική εκκλησιαστική και πολιτική κουλτούρα του ελληνικού λαού.

Ένα πνευματικό μέγεθος και μια παρακαταθήκη, δηλαδή, που θα μπορούσε να γονιμοποιεί το εκάστοτε παρόν, χωρίς εν πολλοίς τις σημαντικές αλλοιώσεις και παραφθορές που σημειώθηκαν στην εκκλησιαστική και πολιτική ταυτότητά μας. Αλλοιώσεις και παραφθορές που συνδέθηκαν  με ένα ολοένα διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στην διαλυόμενη παραδοσιακή κουλτούρα και στην εισαγόμενη εκ των άνω εθνοκρατική. Ένα χάσμα από το οποίο ξεφύτρωσε, στα ξέφτια της Μεταπολίτευσης, η μεταμοντέρνα ανθρωπολογική αποσύνθεση και ο αυτοκτονικός εθνομηδενισμός. Ο μηδενισμός αυτός απειλεί να αναιρέσει το εθνοκρατικό κεκτημένο των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του 21.  Η ιστορία μας κινδυνεύει να καταγραφεί, όπως ευστόχως έχει επισημανθεί, σαν μια νεωτερική εκδοχή  του μεσαιωνικού-φραγκικού «Δουκάτου των Αθηνών».

Εάν ο ελληνισμός, εν πάση περιπτώσει, κατόρθωνε να λύσει την αντίθεση ανάμεσα στην παραδοσιακή  πολιτισμική του ταυτότητα και στην εισαγόμενη εθνοκρατική, δεν θα κατέληγε σήμερα να είναι εντελώς μετέωρος, χωρίς ταυτότητα και στρατηγικό προσανατολισμό. Αν έλυνε την αντίθεση μεταξύ επείσακτων και εγχώριων πλευρών της εθνικής ζωής, θα διατηρούσε σοβαρές πνευματικές εφεδρείες και θα ήταν σε θέση  να καταθέσει μια υπολογίσιμη συμβολή στην υπέρβαση της κρίσης της δυτικής εξατομίκευσης.

Ανθρωπολογικός πυρήνας του βυζαντινού πολιτισμικού παραδείγματος ήταν το πρόσωπο. Το πρόσωπο είναι «γεγονός σχέσης» και όχι νησίδα, όπως το άτομο. Πρόσωπο, όχι απλώς σαν δυνατότητα αλλά ως  υπόσταση καθολικότητας, είναι ο άνθρωπος ο διατεθειμένος να αναλάβει την ηθική και πολιτική ευθύνη για την Ολότητα. Είναι εκείνος, δηλαδή, που έχει κάνει την αγάπη, την αλήθεια και την δικαιοσύνη σκοπό και κίνητρο της παρουσίας του στον κόσμο. Η θεολογία και η ανθρωπολογία του προσώπου, όπως έδωσε διέξοδο στην παρακμή της ελληνιστικής περιόδου, θα μπορούσε και σήμερα να βοηθήσει στην ανάταξη της δυτικής παρακμής.

Με το βυζαντινό πολιτισμικό παράδειγμα να έχει  τεθεί στο περιθώριο της εθνικής ζωής, το μόνο ίσως που μπορεί να αναμένει κανείς από τον υπαρκτό ελληνισμό σήμερα  είναι να κατορθώσει -κουτσά στραβά- να επιβιώσει μέσα στις αντίξοες συνθήκες της διπλής δορυφοριοποίησής του, ώστε να γίνει δέκτης, έστω, λύσεων που θα παραχθούν ερήμην του.

Γ. Γενικότερα

Σε ότι αφορά, τώρα, τις τύχες της Δύσης, θα πρέπει να τονισθεί ότι οι πολιτισμοί μπορούν να ανασχηματισθούν και να ανανεωθούν. Το πραγματικό στοίχημα για την Δύση είναι αν, ανεξάρτητα από τις όποιες εξωτερικές πιέσεις και προκλήσεις, θα μπορέσει να αντιστρέψει τις ισχυρές εσωτερικές διεργασίες παρακμής και σήψης. Οι πιθανότητες να επιτύχει κάτι τέτοιο και να αποφύγει μια κολεκτιβιστική τεχνοφεουδαρχική υποστροφή είναι υπαρκτές, αν και εκ πρώτης όψεως πολύ περιορισμένες.

Όμως πέραν των δυτικών χωρών υπάρχουν και άλλοι  δρώντες στο διεθνές σύστημα, μεγάλοι (όπως η Ρωσία και η Κίνα) αλλά και άλλοι μικρότεροι, που ήδη αναστοχάζονται την μέχρι τώρα διαδρομή τους και το πού πατούν και πού πηγαίνουν, Οι δρώντες αυτοί προσπαθούν συνειδητά να αποφύγουν την έλξη της «μαύρης τρύπας» του εθνομηδενισμού και της μεταμοντέρνας ανθρωπολογικής αποσύνθεσης, που απειλεί να καταβροχθίσει την Δύση και τους δορυφόρους της. Ο Ελληνισμός, αν θέλει να αποσείσει την ιστορική του έκλειψη, πρέπει να μιμηθεί τους λαούς που αγωνίζονται να μην απορροφηθούν από την δίνη του ανθρωπολογικού και εθνικού μηδενισμού.

ΑΝΤΙΦΩΝΟ

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *