Η πτώση της Τενοχτιτλάν – Ο Κορτέζ αφανίζει στους Αζτέκους

Η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου από τον Χριστόφορο Κολόμβο, το 1492, προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στην Ευρώπη. Ιστορίες για πολιτισμούς με μεγάλα πλούτη ενθάρρυναν πολλούς νέους και άπορους άνδρες από την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία να διασχίσουν τον Ατλαντικό, αναζητώντας μία καλύτερη τύχη. Ο Ερνάν Κορτέζ και ο Φρανθίσκο Πιζάρο ήταν, ίσως, οι δύο πιο τυχεροί, από χιλιάδες τέτοιους φιλόδοξους «κονκισταδόρες» (κατακτητές), αδίστακτους στρατιώτες και εξερευνητές, που ήρθαν στην Νότια και Κεντρική Αμερική, αναζητώντας χρυσό και κατακτήσεις, προετοιμάζοντας το έδαφος για τους ιερείς και τους εμπόρους.

Μέσα σε 50 χρόνια από τη δημιουργία του πρώτου προγεφυρώματος στο Νέο Κόσμο, οι Ισπανοί είχαν ήδη ξεκινήσει να επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε ολόκληρη την ήπειρο. Επιπλέον, ο πλούτος από τα ορυχεία χρυσού και ασημιού του Μεξικού και του Περού, που έστελναν πίσω στην Ευρώπη, προκάλεσε τέτοια άνοδο στις τιμές, ώστε σχεδόν κατέρρευσε το πρωτόγονο οικονομικό σύστημα του 16ου αιώνα. Υπολογίζεται πως ο Κορτέζ απέσπασε από τους Αζτέκους χρυσό αξίας 6.300.000 δολαρίων (υπολογισμός της δεκαετίας του ΄50) και πως μέσα σε 40 χρόνια από τη νίκη του στην Τενοχτιτλάν, η Ισπανία είχε λάβει από τις νέες κτήσεις της 100 τόνους χρυσού, ποσότητα διπλάσια απ’ όση είχε μαζί όλη η υπόλοιπη Ευρώπη. Την ίδια περίοδο, 6.785 τόνοι ασήμι πέρασαν τον Ατλαντικό για την Ισπανία.

Από τις νέες χώρες τους, οι Ισπανοί εξήγαγαν πλούτο με τη μορφή των διαμαντιών, φτερών, πολύτιμων αντικειμένων, εξωτικής ξυλείας, μπαχαρικών, εδεσμάτων (συμπεριλαμβανομένης της σοκολάτας) και δερμάτων. Όλα αυτά ήταν αρκετά, ώστε να υποστηρίξουν οικονομικά τους πολέμους του Καρόλου Ε΄ και του Φιλίππου Β΄ και την Αντιμεταρρύθμιση και μετέτρεψαν τον 16ο αιώνα, στον αιώνα της Ισπανίας.

Οι φοβεροί Αζτέκοι

Οι Ατζέκοι ήταν εκείνοι που αποτέλεσαν το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ισπανική κυριαρχία. Αν και από μία άποψη, ήταν ένας λαός της Λίθινης Εποχής – αφού δεν είχαν ανακαλύψει τον τροχό – οι Αζτέκοι είχαν δημιουργήσει ένα εντυπωσιακό πολιτισμό. Είχαν οικοδομήσει στο μέσο της λίμνης Τεξκόκο (στην τοποθεσία της σημερινής Πόλης του Μεξικού), όχι μόνο μία από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου την εποχή εκείνη, αλλά και μία από τις πιο όμορφες. Η Τενοχτιτλάν είχε πληθυσμό τουλάχιστον 250.000 κατοίκων και ήταν μία μόνο από τις πόλεις της εκτεταμένης επικράτειας των Αζτέκων. Ο Αζτέκος ηγεμόνας είχε τεράστια δύναμη και μπορούσε να συγκεντρώσει στρατό 250.000 πολεμιστών, με μεγάλη ευκολία.

Ωστόσο, για τους Ισπανούς στρατιώτες και τους ιερείς, που τους συνόδευαν, το κόκκινο πανί ήταν η θρησκεία των Αζτέκων, ιδίως ο θεός τους Χουτζιλοποχτλί, ο οποίος απαιτούσε διαρκώς ανθρώπινες καρδιές, τις οποίες ξερίζωναν από τα θύματα, στους μεγάλους πυραμιοδοειδείς ναούς τους. Έτσι, οι Αζτέκοι βρίσκονταν διαρκώς σε πόλεμο με τους γείτονές τους, ώστε να βρίσκουν αιχμαλώτους για να τους παίρνουν τις καρδιές. Κατά περίεργο τρόπο, αυτή η συνήθεια των Αζτέκων, να αιχμαλωτίζουν τους αντιπάλους για να τους θυσιάσουν, αντί να τους σκοτώνουν στη μάχη, έσωσε τους Ισπανούς.

Η προφητεία

Οι Αζτέκοι πίστευαν σε μία προφητεία ότι ένας από τους θεούς τους ο Κετζάλ Κοάτλ -που είχε τολτεκική καταγωγή και ήταν αντίθετος στις ανθρωποθυσίες- είχε εκδιωχθεί και ταξιδεύσει στα ανατολικά. Η προφητεία έλεγε πως θα επέστρεφε μία ημέρα του πρώτου Έτους της Μίας Καλαμιάς, όπως αναφερόταν στο αζτεκικό ημερολόγιο. Αυτό το έτος προέκυπτε κάθε 52 χρόνια και οι Αζτέκοι φοβούνταν, πως ο εκδικητικός Κετζάλ Κοάτλ (Φτερωτό Ερπετό), θα επέστρεφε να τους τιμωρήσει. Ο Κετζάλ Κοάτλ εικονιζόταν πάντα με λευκό πρόσωπο, μαύρα ρούχα και ένα φτερό στην καλύπτρα του.

Το επόμενο Έτος της Μίας Καλαμιάς ήταν το 1519, και ακριβώς την ημέρα που προφητευόταν -στις 22 Απριλίου- ο Ισπανός Ερνάν Κορτέζ, ανυποψίαστα ενδεδυμένος όπως ο Κετζάλ Κοάτλ, αποβιβάσθηκε στο Μεξικό, στη Βέρα Κρουζ. Τον συνόδευε ένα κορίτσι της φυλής Ταμπάσκο, με το όνομα Μαλίνχε, ή Δόνα Μαρία, που μιλούσε Ναχουάτλ, τη γλώσσα των Αζτέκων και ήταν σύμβουλος και μεταφράστριά του. Μαζί του ήταν επίσης 550 Ισπανοί στρατιώτες με σάρισες, τοξοβαλλίστρες και αρκεβούζια, επίσης 16 ιππείς και πλήθος άγριων πολεμικών σκύλων.

Όταν οι Αζτέκοι τους είδαν στην παραλία, έμειναν έκπληκτοι και αμέσως υπέθεσαν πως ο Κορτέζ είναι ο Κετζάλ Κοάτλ, που επέστρεψε. Τα άλογα των Ισπανών κατέπληξαν τους Αζτέκους -δεν υπήρχαν μέχρι τότε άλογα στην αμερικανική ήπειρο- που πίστεψαν, πως οι αναβάτες τους ήταν ενωμένοι μαζί τους και ανήκαν σ’ ένα διαφορετικό είδος του ζωικού βασιλείου. Οι Αζτέκοι είχαν σκυλιά, αλλά ήταν μικρά και τα εξέτρεφαν για τροφή, και γι’ αυτό εντυπωσιάστηκαν από τα μεγαλόσωμα ισπανικά. Ωστόσο, τα ισπανικά όπλα ήταν τα πιο φοβερά. Απέναντι στα αζτεκικά ξίφη με ξύλινη λαβή και οψιδιανό λίθο, οι Ισπανοί αντιπαρέτασσαν σπάθες, σάρισες και θώρακες από ατσάλι, ενώ τα όπλα και τα πυροβόλα τους έμοιαζαν να επιβεβαιώνουν τη θεϊκή φύση του Κορτέζ.

"Ο βασανισμός του Κουαχουτεμόκ", πίνακας του 19ου αιώνα από τον Leandro Izaguirre

Η συνάντηση του Μοντεζούμα

Όταν οι απεσταλμένοι του Αζτέκου ηγεμόνα, Μοντεζούμα Β΄, συνάντησαν τον Κορτέζ, του έκαναν δώρα, ανάμεσά τους κι ένα τεράστιο ηλιακό δίσκο από ατόφιο χρυσό. Οι Αζτέκοι ευελπιστούσαν, πως ο θεός θα έπαιρνε τα δώρα και θα έφευγε, αλλά αυτά τον έκαναν να πράξει ακριβώς το αντίθετο! Στην πραγματικότητα, ο χρυσός ήταν η καταστροφή των Αζτέκων. Ο Κορτέζ έγραφε στο βασιλιά Κάρολο της Ισπανίας: «Προτίθεμαι να προχωρήσω και να δω (τον Μοντεζούμα) εκεί που βρίσκεται και να τον φέρω αλυσοδεμένο ή νεκρό, αν δεν υποταχθεί στο στέμμα σας».

Ξεκίνησε τότε την πορεία του προς την πρωτεύουσα των Αζτέκων, Τενοχτιτλάν, αφού κατέστρεψε όλο σχεδόν το στόλο του, ώστε να δείξει στους άνδρες του, πως δεν υπήρχε επιστροφή χωρίς να νικήσουν. Όταν τα νέα της άφιξης του θεού διαδόθηκαν, οι φυλές που μισούσαν τους Αζτέκους παρουσιάστηκαν στους Ισπανούς για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Όταν οι εισβολείς έφθασαν στην ισχυρή Τλάξκαλα, δέχθηκαν επίθεση από το στρατό της και τότε για πρώτη φορά οι Ινδιάνοι είδαν σε δράση τις ευρωπαϊκές τακτικές και τα όπλα. Αν και μειονεκτούσε αριθμητικά 50 προς ένας, ο Κορτέζ υπερίσχυε, αφού τα πυροβόλα του τρομοκράτησαν τους ιθαγενείς όπως και το ιππικό του. Οι νικημένοι κάτοικοι της Τλάξκαλα υποσχέθηκαν να τον υπηρετήσουν εναντίον των μισητών Αζτέκων.

Όταν ο Κορτέζ έφθασε στη Χολούλα, πράκτορες του Μοντεζούμα επιχείρησαν να τον δηλητηριάσουν. Σε αντίποινα, αυτός έσφαξε τον πληθυσμό της πόλης. Φθάνοντας στην Τενοχτιτλάν, ο Κορτέζ υποκρίθηκε προς τον Μοντεζούμα, πως ήλθε με φιλικές προθέσεις και στη συνέχεια τον συνέλαβε και τον κράτησε ως όμηρο, για να εξασφαλίσει τη συμπεριφορά του λαού του, καθώς γνώριζε άριστα, πόσο επισφαλής ήταν η θέση του, περικυκλωμένος όπως ήταν από 250.000 Αζτέκους.

Τελικά, ο Μοντεζούμα σκοτώθηκε από τον ίδιο το λαό του, που επέλεξε νέο ηγέτη, ένα δυνατό πολεμιστή με το όνομα Κουατεμόκ. Ο Κορτέζ και οι άνδρες του πολιορκήθηκαν στην Τενοχτιτλάν και στις 30 Ιουνίου 1520 -που από τότε ονομάσθηκε από τους Ισπανούς La Noche Triste (Η Νύχτα των Στεναγμών)- επιχείρησαν έξοδο, για να φύγουν από την πόλη και να διασχίσουν τη λίμνη προς την ενδοχώρα μέσω μίας υπερυψωμένης διαβάθρας. Κατά τη διάρκεια της εξόδου, δέχθηκαν επίθεση από χιλιάδες Αζτέκους. Οι μισοί Ισπανοί αιχμαλωτίσθηκαν και θυσιάστηκαν, τα κρανία αυτών και των αλόγων τους εναποτέθηκαν μαζί στις προθήκες της μεγάλης πλατείας της Τενοχτιτλάν. Ο Κορτέζ κατόρθωσε με μεγάλη δυσκολία να γλιτώσει. Καταδιωκόμενοι από χιλιάδες Αζτέκους οι Ισπανοί έκαναν αναστροφή στην Οτούμπα και σε μία απίστευτη μάχη, τους έτρεψαν σε φυγή.

Ο Κορτέζ επιστρέφει στην Τενοχτιτλάν

Ο Κορτέζ ετοιμάσθηκε τώρα να επιστρέψει στην Τενοχτιτλάν, με σκοπό να εγκαθιδρύσει την ισπανική κυριαρχία στο Μεξικό. Έλαβε νέες ενισχύσεις ενώ ετοίμαζε ένα στολίσκο από μπριγκαντίνια, για να ελέγχει τη λίμνη κατά την πολιορκία της πόλης. Τον Απρίλιο του 1521 διέθετε 86 ιππείς, 118 τοξοβαλλιστροφόρους και αρκεβουζιοφόρους, 700 σπαθιστές και σαρισοφόρους καθώς και 18 πυροβόλα. Επιπλέον, είχε τουλάχιστον 75.000 συμμάχους από την Τλάξκαλα. Εντούτοις, η κατάληψη της Τενοχτιτλάν ήταν ακόμη δύσκολη, επειδή οι Αζτέκοι διέθεταν τουλάχιστον 250.000 άνδρες και αυτή τη φορά ο Κορτέζ δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις θρησκευτικές προκαταλήψεις τους.

Παραταγμένη εναντίον του βρισκόταν η αφρόκρεμα του Μεξικού. Πολεμιστές των Ταγμάτων του Αετού και του Ιαγουάρου, που φορούσαν τα δέρματα των ζώων και το κεφάλι τους ως κράνος, καθώς και Πολεμιστές του Τάγματος του Βέλους. Υπό την καθοδήγησή τους, βρίσκονταν χιλιάδες εμπειροπόλεμοι άνδρες, έτοιμοι να πολεμήσουν τους Ισπανούς σε κάθε βήμα που θα έκαναν, γύρω και μέσα στην πόλη. Τα κύρια όπλα των Αζτέκων ήταν το σπαθί «Μακαχουίτλ», με λεπίδες οψιδιανού λίθου, το απελατίκι «Μακάνα», η λόγχη «Τεπουζτοπιλί» και ο πέλεκυς «Κουαουχολιλί».

Η πολιορκία της πόλης

Υπό τον ήχο των ισπανικών κραυγών «Καστίλη» και «Σαντιάγο» και ιθαγενών μουσικών οργάνων, ο Κορτέζ καθέλκυσε τα μπριγκαντίνια στη λίμνη και ξεκίνησε την πολιορκία. Διαίρεσε τις δυνάμεις του σε τρία σώματα. Ο υπαρχηγός του, Πέδρο ντε Αλβαράδο, με 30 ιππείς, 18 τοξοβαλλιστροφόρους, 150 πεζικάριους και 25.000 ιθαγενείς, ακολούθησαν την υπερυψωμένη διαβάθρα, που ένωνε την Τενοχτιτλάν με την Τακούμπα στα βορειοδυτικά. Ο Κριστομπάλ ντε Ολίντ, με 33 ιππείς, 18 τοξοβαλλιστροφόρους, 150 πεζικάριους και 25.000 ιθαγενείς, ακολούθησε τη διαβάθρα από το Κογιοακάν στα νοτιοδυτικά και ο Γκονζάλο ντε Σαντοβάλ με 24 ιππείς, 4 αρκεβουζιοφόρους, 13 τοξοβαλλιστροφόρους, 150 πεζικάριους και 30.000 ιθαγενείς προέλασαν από τη διαβάθρα της Ιτζαπαλάπα από τα νοτιοανατολικά.

Ο ίδιος ο Κορτέζ διοικούσε τα μπριγκαντίνια, στα οποία είχαν επιβιβαστεί οι υπόλοιποι Ισπανοί τοξοβαλλιστροφόροι και αρκεβουζιοφόροι. Ήταν μία προσεκτικά σχεδιασμένη διάταξη μάχης, που έδειχνε μία ακριβή εκτίμηση των δυνατοτήτων και των αδυναμιών των Αζτέκων. Ο Κορτέζ άφησε ακόμη μία διαβάθρα ελεύθερη, ώστε οι Αζτέκοι να μπορούν να διαφύγουν και να μην πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Τελικώς, λίγοι το έσκασαν και οι περισσότεροι επέλεξαν να πεθάνουν με την πόλη τους.

Στην αρχή της πολιορκίας, ο Αλβαράδο και ο Ολίντ κατέστρεψαν το υδραγωγείο, που τροφοδοτούσε την πόλη με καθαρό νερό. Οι Αζτέκοι απάντησαν πετώντας στους Ισπανούς τα χέρια, πόδια και κεφάλια των συμπολεμιστών τους, που είχαν θυσιάσει, φωνάζοντας «Κακοί άνθρωποι, το αίμα σας θα ησυχάσει τους θεούς μας και θα το πιουν τα φίδια». Είχαν πια συνειδητοποιήσει τον τρόμο που προκαλούσαν στους Ισπανούς οι ανθρωποθυσίες και χρησιμοποίησαν το όπλο αυτό, καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας.

Η μάχη της εξόντωσης

Όταν τα μπριγκαντίνια εμφανίσθηκαν στη λίμνη, οι Αζτέκοι τους επιτέθηκαν με τουλάχιστον 500 κανό, αλλά η δύναμη πυρός των Ισπανών απέκρουσε τα ευάλωτα σκάφη τους. Οι Αζτέκοι όμως τοποθέτησαν με δύτες στον πυθμένα της ρηχής λίμνης πασσάλους, ώστε να κρατούν τα μπριγκαντίνια μακριά από τις διαβάθρες. Άλλοι Αζτέκοι επιχείρησαν να πλαγιοκοπήσουν τους Ισπανούς, κολυμπώντας στα μετόπισθεν τους, αλλά λίγοι το κατάφεραν.

Ήδη από τις 9 Ιουνίου, η προέλαση του Αλβαράδο είχε σημειώσει καλή πρόοδο. Κάθε 600 μέτρα περίπου της διαβάθρας, οι Ισπανοί έπρεπε να την επισκευάζουν, αφού οι Αζτέκοι υποχωρώντας την είχαν καταστρέψει. Επρόκειτο για μια σκληρή δουλειά και συχνά, κατά τη νύχτα, οι Αζτέκοι κατέστρεφαν ό,τι οι Ισπανοί και οι σύμμαχοί τους επισκεύαζαν όλη την ημέρα.

Οι μάχες στις διαβάθρες ήταν άγριες και οι Αζτέκοι έπρεπε να απωθηθούν βήμα προς βήμα. Ο Κορτέζ αδίστακτα κατέστρεφε κάθε κατοικία που καταλάμβανε και χρησιμοποιούσε τα χαλάσματά της για την επισκευή των γεφυρών.

Την ίδια ώρα, τα μπριγκαντίνια κατέστρεφαν κάθε κανό των Αζτέκων και οι ναύτες κρεμούσαν τους αιχμαλώτους από τα κατάρτια. Ήταν ένας σκληρός και ανελέητος πόλεμος, πρωτόγνωρος για τους Ινδιάνους του Μεξικού, που ήταν συνηθισμένοι στους «πολέμους των ανθέων», στους οποίους αιχμαλώτιζαν εχθρούς για θυσίες, και δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τον πόλεμο εξόντωσης που έκαναν οι Ισπανοί. Οι Αζτέκοι, όμως, έμαθαν γρήγορα, και το μίσος τους για τους Ισπανούς φαινόταν στην ευχαρίστηση με την οποία θυσίαζαν όποιον από αυτούς αιχμαλώτιζαν. Οι Ισπανοί έτρεμαν όποτε άκουγαν το τεράστιο τύμπανο, που σήμαινε σε κάθε θυσία, γνωρίζοντας πως εκείνη την ώρα οι Αζτέκοι ιερείς έβγαζαν από κάποιο σύντροφό τους την καρδιά του. Ο Μπερνάλ Ντίαζ περιέγραψε:

«Είδαμε να φορούν λοφία σε πολλούς από αυτούς και τους έκαναν να χορέψουν μπροστά στον Χουιτζιλοποχτλί. Κατόπιν οι ιερείς τους ξάπλωσαν στους θυσιαστικούς βωμούς, άνοιξαν τα στήθη τους και ξερίζωσαν τις πάλλουσες καρδιές τους, τις οποίες προσέφεραν στα είδωλα. Τότε κλώτσησαν τα σώματα, ώστε να πέσουν από τα σκαλιά της πυραμίδας και οι Ινδιάνοι χασάπηδες, που ανέμεναν στη βάση της, έκοψαν τα χέρια και τα πόδια και έγδαραν τα πρόσωπά τους, τα οποία ετοίμασαν αργότερα σαν δέρματα για γάντια με τις γενειάδες τους απάνω, και τα κράτησαν για τις γιορτές μεταμφίεσης. Κατόπιν έτρωγαν το κρέας τους με μία σάλτσα από πιπέρι και τομάτες».

"Οι τελευταίες μέρες της Τενοχτιτλάν - Η κατάκτηση του Μεξικού από τον Κορτές".  Πίνακας του William de Leftwich Dodge, Βλιοθήκη του Ηοward Tilton, Πανεπιστήμιο Tulana, Νέα Ορλεάνη

Η καταστροφή της πόλης

Σε μία περίπτωση, οι Αζτέκοι παραλίγο να αιχμαλωτίσουν τον Κορτέζ. Πολλοί άνδρες του σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν, αλλά ο ίδιος σώθηκε από τον Ολίντ, που έκοψε το χέρι ενός Αζτέκου αρχηγού που τον τραβούσε προς ένα κανό. Ο Κορτέζ παρέμεινε όμως ακλόνητος και αποφασισμένος. Βήμα προς βήμα κατέστρεφε την πόλη και ανάγκαζε τους υπερασπιστές της να συνωθούνται προς το κέντρο της. Πολλοί Αζτέκοι πολεμιστές είχαν λόγω της έλλειψης τροφίμων μετατραπεί σε σκελετούς, αν και το φρόνημά τους ήταν ακλόνητο και μάχονταν μέχρι θανάτου. Χιλιάδες άνθρωποι σε όλη την πόλη πέθαιναν από την πείνα και τις ασθένειες – ειδικά την ευλογιά που έφεραν οι Ισπανοί. Χωρίς επαρκές αποχετευτικό σύστημα η πόλη είχε γίνει κάτι ανάμεσα σε αποχωρητήριο και νεκροταφείο, με τα πτώματα να σαπίζουν άταφα.

Όταν η τεράστια πυραμίδα του Χουιτζιλοποχτλί έπεσε στους Ισπανούς, βρήκαν στην κορυφή της μία μάζα ξεραμένου αίματος και γδαρμένων ανθρώπινων μελών, καθώς και τα κεφάλια των θυσιασμένων συντρόφων τους, πολλά από τα οποία αναγνώρισαν. Ήταν τόσο σκληρή η εικόνα, ώστε ακόμη και η σκληρή καρδιά του Κορτέζ ράγισε και προσπάθησε να πείσει τον βασιλιά Κουατεμόκ να παραδοθεί. Αυτός όμως απείλησε με θάνατο όποιον μιλούσε για ειρήνη και μόνο όταν τα 9/10 της πόλης είχαν καταληφθεί, προσπάθησε να δραπετεύσει με ένα κανό αλλά αιχμαλωτίστηκε. Ο Κορτέζ τον βασάνισε, ώστε να αποκαλύψει την κρυψώνα των τεράστιων ποσοτήτων χρυσού, που είχαν συγκεντρώσει οι Ισπανοί, πριν αναγκασθούν σε φυγή, κατά την Νύχτα των Στεναγμών. Στις 13 Αυγούστου 1521, ο Κορτέζ εξαπέλυσε την τελική επίθεση εναντίον των τελευταίων υπερασπιστών και η πόλη έπεσε, οι Αζτέκοι είχαν ηττηθεί.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ

Ο Κορτέζ κατέλυσε τη μεγαλύτερη ινδιάνικη δύναμη του Δυτικού Ημισφαιρίου και ενέπνευσε μία σειρά κονκισταδόρων για να εξαπλώσουν την ισπανική κυριαρχία στα βόρια και τα νότια.

Τρία χρόνια αργότερα, οι Μάγιας του Γιουκατάν έπεσαν στον Αλβαράδο, και μεταξύ 1531 και 1533 ο Πιζάρο κατέκτησε την αυτοκρατορία των Ίνκας στο Περού. Ήταν το κύκνειο άσμα των μεγάλων προκολομβιανών πολιτισμών. Με τους κονκισταδόρες ήλθαν οι μάστιγες των ασθενειών, της σκλαβιάς, του βίαιου προσηλυτισμού και της καταστροφής των πολιτισμών.

historical-quest.com

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *