Η στρατηγική της Τουρκίας στα Βαλκάνια

του Θεόδωρου Μπατρακούλη*

Η συνολική ερμηνεία των προβλημάτων του γεωπολιτικού συστήματος Μέση Ανατολή-Ανατολική Μεσόγειος-Βαλκάνια-Καύκασος κρίνεται σε τρία βασικά πεδία: α) Στη γνώση της ιστορίας των λαών της περιοχής, ιδιαίτερα του Ανατολικού Ζητήματος (αποδεσμευμένη από ευρωκεντρικές οπτικές, εθνικο-σοβινιστικά άλλοθι και μυωπίες, ιδιοτελείς ιστορικούς αναθεωρητισμούς). β) Στην κατανόηση των όρων λειτουργίας και εξέλιξης του συστήματος, αλλά και των υποσυστημάτων του: ιδιαίτερα των Βαλκανίων και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Το σύστημα αυτό πρέπει να εξεταστεί και από την άποψη των εστιών αποσταθεροποίησής του. γ) Στον αναπροσδιορισμό της αντίληψης της δημοκρατίας και την ανασύνθεση της έννοιάς της ως πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και οικολογικής δημοκρατίας.

Στα Βαλκάνια (ένα από τα θέατρα του Ανατολικού Ζητήματος[1], τμήμα της «ημιπεριφέρειας της οικονομίας-κόσμος» ή της «ενδιάμεσης περιοχής»), οι διαδικασίες σχηματισμού Εθνών-Κρατών προχώρησαν με καθυστερήσεις, συγκριτικά με τον χώρο της Δυτικής Ευρώπης, και έφεραν τη σφραγίδα του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Ο παράγοντας αυτός, καθώς και οι κατά κανόνα προβληματικές διμερείς σχέσεις μεταξύ των όμορων κρατών, εμπόδισαν μέχρι πολύ πρόσφατα την θετική και αμερόληπτη αντιμετώπιση των μειονοτικών ζητημάτων. Το 1989, στην Ευρώπη άρχιζαν να ξανατοποθετούνται στο προσκήνιο οι εθνο-θρησκευτικές μειονότητες, αφού επί μισό περίπου αιώνα τα προβλήματά τους είχαν υποβαθμιστεί στο πλαίσιο του διπολικού διεθνούς συστήματος.

Αρκετοί αναλυτές έχουν αναφερθεί στις ανησυχίες για τις ευκαιρίες ανάμειξης στις υποθέσεις της περιοχής που προσέφεραν στις εξωβαλκανικές Δυνάμεις και στην Τουρκία[2] οι γεωπολιτικές μεταβολές, μετά το 1989-1991, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια. Είναι αναμφισβήτητες οι συγγένειες που υφίστανται ανάμεσα στην Αλβανία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και την Τουρκία. Η απόλυτη πλειονότητα των Αλβανών, η σχετική των Βοσνίων και σχεδόν η ολότητα των Τούρκων είναι «κοινωνιολογικοί» μουσουλμάνοι. Η σαφής ένταξη στο Ισλάμ οδήγησε αυτές τις χώρες να προσχωρήσουν στον Οργανισμό της Ισλαμικής Διάσκεψης (ICO, ΟΙΔ). Επιπλέον, οι λαοί των συγκεκριμένων περιοχών γνώρισαν μια κοινή μοίρα, στους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια αρκετών αιώνων. Οι Αλβανοί και οι Βόσνιοι μοιράστηκαν πράγματι αυτή την κοινή μοίρα: μετά την κατάκτησή τους και τον προσηλυτισμό τους στο Ισλάμ, υπηρέτησαν πιστά την Αυτοκρατορία, στην οποία προσέφεραν πολλά από τα ηγετικά στελέχη της, μέχρι το 1878[3].

Με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το τουρκικό ενδιαφέρον για ορισμένες περιοχές –εντός ή εκτός της Αυτοκρατορίας– ορίστηκε από τους σκοπούς της τελευταίας φάσης του «τουρκικού εθνικού ιδεώδους (Turancilik = Τουρανισμός[4]). Aυτό αποσκοπούσε στην υλοποίηση της πολιτικής ένωσης όλων των τουρκικών και «τουρκόφωνων» πληθυσμών και ομάδων, από τα Βαλκάνια και τις ακτές της Μεσογείου μέχρι την Κασπία και τα σύνορα της Κίνας. Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησε στην εγκατάλειψη αυτών των ελπίδων. Η νέα εξουσία, υπό τον Μουσταφά Κεμάλ, έστρεψε την πλάτη σε κάθε έννοια του «Τουράν» ή σχέδιο (άμεσης) επέκτασης πέραν του μικρασιατικού πυρήνα (ο οποίος ορίστηκε εφεξής ως το αδιαίρετο έδαφος «του τουρκικού έθνους»). Ποιοι συνιστούσαν αυτό το «τουρκικό έθνος»; Ύστερα από μια περίοδο ταλαντεύσεων και ασάφειας, ο Κεμάλ όρισε ότι το τουρκικό έθνος κατά βάση περιλάμβανε τους μουσουλμάνους της χερσονήσου[5].

Ωστόσο, οι προαναφερόμενες επιδιώξεις φάνηκε ότι δεν ήταν και τόσο παροδικές. Το όνειρο της πολιτικής ενοποίησης των τουρκικών και «τουρκόφωνων» πληθυσμών, από τη Μεσόγειο μέχρι την Κασπία και την Κίνα, επανεμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο στην Τουρκία μετά τις γεωπολιτικές μεταβολές της περιόδου 1989-1991. Ο στόχος αυτός θεωρήθηκε αρχικά ότι μπορεί να προωθηθεί με τη βοήθεια ενός ενιαίου τουρκικού πολιτισμού και μιας ενιαίας τουρκικής γραφής (Büyük Emel ή Büyük Mefküre=Μεγάλο Ιδανικό). Όσον αφορά τη Χερσόνησο του Αίμου, από τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, η Άγκυρα δημιούργησε ένα πλαίσιο επανασύνδεσης με το οθωμανικό παρελθόν, με τους τουρκικούς πληθυσμούς και τις ισλαμικές κοινότητες της περιοχής. Μπορεί να γίνει λόγος για ένα γεωπολιτικό φαινόμενο προσηλωσικού αταβισμού.

Κατά τον Alexandre del Valle, δεν θα έπρεπε να θεωρούνται ανταγωνιστικές οι δύο φαινομενικά αντιθετικές έννοιες του παντουρκισμού και του ισλαμισμού[6]. Εστιάζοντας στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, μπορεί να τεθεί το ζήτημα του επανισλαμισμού ή της επανοθωμανοποίησης. Ενώ εξελισσόταν ο πόλεμος στη Βοσνία, ο Γιουγκοσλάβος ισλαμολόγος, Miroljub Jevtic, επισήμαινε σχετικά με τις προτεραιότητες των βλέψεων των παντουρκιστικών κύκλων:

Οι σκοποί του παντουρκισμού συνάγονται από τον «χάρτη της Τουρκίας του 21ου αιώνα» που δημοσιεύθηκε από Τούρκους διανοουμένους. Σε αυτόν η Boσνία-Ερζεγοβίνη, η Aλβανία, τμήματα της Συρίας και του Ιράν, εμφανίζονται ως εδαφικά μέρη της Τουρκίας. Απεναντίας, αποκλείονται κεντροασιατικές χώρες όπως το Kαζακστάν και το Oυζμπεκιστάν. Αυτό σημαίνει ότι οι παντουρκιστικές επιδιώξεις απέβλεπαν πρώτα στην ενοποίηση όλων των λαών που προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ υπό την επιρροή των Οθωμανών, είτε είναι τουρκικής καταγωγής, είτε όχι. Υπό τη μορφή που έχει λοιπόν στις μέρες μας ο παντουρκισμός, θα μπορούσε να οριστεί ως νεο-οθωμανισμός[7].

Είναι κοινή διαπίστωση ότι, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η Τουρκία στρέφεται προς έναν επανισλαμισμό, o oποίος συνεχίζεται σύμφωνα με την οθωμανική παράδοση. Επιπλέον, μπορεί να παίξει ένα ρόλο συμπληρωματικό αυτoύ των δυτικών κρατών στα Βαλκάνια, κυρίως λόγω των σημαντικών μουσουλμανικών πληθυσμών τους[8].

Το «στρατηγικό βάθος»

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Τουρκία κατέβαλλε μεθοδική προσπάθεια να συγκροτήσει ένα ευνοïκό προς αυτήν «μουσουλμανικό τόξο», το οποίο να ξεκινά από την τουρκική και μουσουλμανική μειονότητα της Βουλγαρίας και της ελληνικής Θράκης και, διερχόμενο από την ΠΓΔΜ και το Κοσσυφοπέδιο, να ολοκληρώνεται στην Αλβανία. Στις κινήσεις αυτές της Άγκυρας, εντασσόταν και η δημιουργία πολύπλευρων σχέσεων με την Αλβανία και τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου. Τη δεκαετία του 1990, η Αλβανία και, κυρίως, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, έχοντας συνείδηση αυτών των συγγενειών, προσδοκούσαν πολλά από την Τουρκία. Ωστόσο, έλαβαν περιορισμένη πολιτική και στρατιωτική βοήθεια (αφορούσε κυρίως τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη). Βεβαίως, η Τουρκία παρενέβη διπλωματικά κατά τον βοσνιακό πόλεμο, με σκοπό την καταδίκη των Σέρβων και το σταμάτημα των επιθέσεών τους[9]. Προσέφερε στρατιωτική εκπαίδευση στον βοσνιο-μουσουλμανικό στρατό και, αργότερα, σε στρατόπεδα στην ΠΓΔΜ, σε μέλη της πολιτοφυλακής του Ιμπραήμ Ρουγκόβα (αντίπαλης προς τον UÇK)[10].

Πάντως, συνολικά, η ενεργός εμπλοκή της Τουρκίας στα Βαλκάνια υπήρξε περιορισμένη. Και μετά τις γεωπολιτικές μεταβολές της δεκαετίας του 1990, η Μέση Ανατολή και η Κεντρική Ασία παρέμειναν τα δύο κατεξοχήν περιφερειακά υποσυστήματα, των οποίων η Τουρκία αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα. Στην αναβάθμιση της Τουρκίας, μετά τις γεωπολιτικές αναστατώσεις των 1990-1992[11], σπουδαίο παράγοντα αποτελεί η ανάδυση των άλλοτε υπό ρωσική –μετέπειτα σοβιετική– κυριαρχία τουρκόφωνων, ισλαμικών κεντροασιατικών κρατών[12]. Στη στρατηγική ανοίγματος προς Ανατολάς, η Τουρκία ιεράρχησε τους στόχους της, θέτοντας, αρχικά, σε δεύτερη μοίρα τις βαλκανικές επιδιώξεις της. Ωστόσο, η πρόσκρουση στις δυσκολίες του κεντροασιατικού εγχειρήματος[13] και η φιλοδοξία ένταξης στην Ε.Ε. θα επανέφεραν στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντός της τα Βαλκάνια[14].

Μετά το 1991 οι μητροπολιτικές δυνάμεις, κυρίως οι Η.Π.Α. και η Μεγάλη Βρετανία, συνέχισαν την προσπάθεια εφαρμογής ενός «νεομακιντεριανού γεωπολιτικού υποδείγματος διεθνούς σταθερότητας και τάξεως»[15]. Σημαντική για τον γεωστρατηγικό σχεδιασμό της Τουρκίας (από το 2003) είναι η σκέψη του καθηγητή της Γεωπολιτικής Αχμέτ Νταβούτογλου. Αφ’ ότου έγινε επικεφαλής σύμβουλος του πρωθυπουργού Ρετζέπ Τ. Ερντογάν επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής[16], ο Νταβούτογλου χρησιμοποίησε την έννοια του «στρατηγικού βάθους» (Stratejik Derinlik) στη διατύπωση των κατευθυντήριων γραμμών της νέας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής[17]. Ουσιώδη θέση αυτού του δόγματος συνιστά το ότι το «στρατηγικό βάθος» προϋποθέτει «γεωγραφικό» και «ιστορικό βάθος». Η Τουρκία έχει, ως ιστορικός κληρονόμος της Οσμανικής Αυτοκρατορίας, και σπουδαίο γεωγραφικό βάθος. Κατά τον Τούρκο γεωπολιτικό, «αυτό το γεωγραφικό βάθος τοποθετεί την Τουρκία στο επίκεντρο πολλών γεωπολιτικών πεδίων επιρροής», και το δόγμα του «στρατηγικού βάθους» συνεπάγεται ενεργό δράση σε όλα τα γειτονικά προς την Τουρκία περιφερειακά (υπο)συστήματα[18]. Στο εμβριθές βιβλίο του, ο Νταβούτογλου εξετάζει το σύστημα Βαλκάνια-Μέση Ανατολή-Καύκασος, το οποίο ορίζει ως «Εγγύς Χερσαίο Σύστημα (λεκάνη)» (Υakin Kara Havzasi). Εκτιμά ότι: «Το οθωμανικό υπόλειμμα, που συνίσταται στις μουσουλμανικές κοινότητες των Βαλκανίων, αποτελεί παράγοντα με θεμελιώδη επιρροή στη βαλκανική πολιτική της Τουρκίας» και ότι, σήμερα, έχει αποκαλυφθεί ότι ήταν πολιτικό σφάλμα η εκκένωση περιοχών των Βαλκανίων δια μέσου των μεταναστεύσεων αυτών των κοινοτήτων, που στο παρελθόν θεωρήθηκαν βάρη για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Προσθέτει ότι, τώρα, η Τουρκία έχει σημαντικές δυνατότητες να γίνει κύριος των στοιχείων της οθωμανικής κληρονομιάς, που κατοχυρώθηκαν από την ιστορική συσσώρευση[19].

Βουλγαρία

Η αποχώρηση των Οθωμανών από τα Βαλκάνια συνοδεύθηκε από ευρείας κλίμακας μετανάστευση Τούρκων και άλλων μουσουλμάνων, η οποία, στη Βουλγαρία, άρχισε μετά την έκρηξη του ρωσο-τουρκικού πολέμου του 1877, που οδήγησε στον σχηματισμό του βουλγαρικού κράτους. Ανακόπηκε μόνον όταν οι πόλεμοι απέτρεψαν τη μαζική μετανάστευση και όταν οι κομμουνιστές απαγόρευσαν την απεριόριστη μετανάστευση, μετά το 1945[20]. Ωστόσο, παρά τα μεγάλα αυτά μεταναστευτικά ρεύματα, ο αριθμός των τουρκικών/ μουσουλμανικών πληθυσμιακών ομάδων της χώρας παρέμεινε πολύ σημαντικός[21]. Κατά την απογραφή του 1992, οι μουσουλμάνοι ανέρχονταν σε 1.026.000 άτομα (12% του συνολικού πληθυσμού της χώρας)[22]. Οι μουσουλμάνοι της Βουλγαρίας –σχεδόν όλοι Σουνίτες– διακρίνονται σε διάφορες εθνοτικές-γλωσσικές ομάδες, με κύριες τους «τουρκικής εθνοτικής καταγωγής» («Τούρκοι» ή «τουρκογενείς»), τους Ρομά (Τσιγγάνοι, κυρίως μουσουλμάνοι) και τους Πομάκους (γνωστοί στη Βουλγαρία επίσημα ως «Βούλγαροι μουσουλμάνοι»)[23]. Η παραπάνω κατηγοριοποίηση υφίσταται και ως επίσημη (κρατική) πρακτική. «Τουρκογενείς» και Πομάκοι είναι μαζικά εγκατεστημένοι στις νότιες περιοχές της χώρας, με παραδοσιακά κύριες βιοποριστικές δραστηριότητες τις γεωργικές.

Οι Βούλγαροι κομμουνιστές στην εξουσία αρχικά δημιούργησαν ή τουλάχιστον ενίσχυσαν σημαντικά την τουρκική εθνική συνείδηση ανάμεσα στον τουρκομουσουλμανικό πληθυσμό. Ωστόσο, από τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1950, αποπειράθηκαν σταδιακά να μειώσουν την εθνική τουρκική ταυτότητα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, επιχείρησαν να την εξαλείψουν εντελώς. Στα τέλη του 1984, το κόμμα εξαπέλυσε εκστρατεία αποτουρκοποίησης του μουσουλμανικού πληθυσμού. Επέβαλε δια νόμου την αλλαγή των τουρκικών/μουσουλμανικών ονομάτων σε βουλγαρικά, απαγόρευσε τη δημόσια χρήση της τουρκικής γλώσσας και ύψωσε περαιτέρω εμπόδια στην άσκηση των θρησκευτικών πράξεων. Το καθεστώς του Τοντόρ Ζίβκωφ ονόμασε «διαδικασία αναγέννησης» την κίνηση (1972-1989) που αφορούσε όλη τη μάζα αυτών που θα μπορούσαν να αποκληθούν «προβληματικές» μειονότητες της Βουλγαρίας, καθώς και τις μικρότερες, υπό εξαφάνιση, ομάδες (Τάταροι, Τσερκέζοι, Αλεβίτες)[24].

Στην περίοδο Δεκέμβριος 1990-Οκτώβριος 1991, η χώρα κυβερνήθηκε από συνασπισμό της Saiuz na demokratichnite sili [Ένωση Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDS, ΕΔΔ), με εξαρχής έντονα αντικομμουνιστική υφή], του Bălgarska Socialističeska Partija [Βουλγαρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (BSP, BΣΚ, μετονομασία του αναδιοργανωμένου πρώην Κομμουνιστικού Κόμματος] και του Αγροτικού Κόμματος (πρώην συμμάχου του Κομμουνιστικού Κόμματος)[25]. Στη χώρα ιδρύθηκε και το Dviženie za Prava i Svobodi [Κίνημα Δικαιωμάτων και Ελευθεριών (DPS)], πολιτικός εκφραστής της μουσουλμανικής-τουρκικής μειονότητας, το οποίο, το 1991, αναδείχτηκε τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη. Στην επόμενη περίοδο, σημειώθηκε εναλλαγή στην κυβέρνηση των δύο ισχυρότερων κομμάτων, της SDS και του BSP. Ωστόσο, και τα δύο δεν μπόρεσαν να προσφέρουν ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης στη χώρα, τουλάχιστον, στα πρώτα χρόνια της μετάβασης[26]. Εξάλλου, οι προσπάθειες της Βουλγαρίας να προσεγγίσει την Ε.Ε. και το ΝΑΤO προκάλεσαν σθεναρές επιφυλάξεις του πρώην μεγάλου συμμάχου, της μετα-σοβιετικής Ρωσίας, που γνώριζε ότι αυτή η χώρα θα μπορούσε να έχει επίζηλη θέση στις διαδρομές μεταφοράς ενέργειας[27]. Το μειονοτικό DPS, σε σύντομο διάστημα, έγινε ρυθμιστική δύναμη για τον σχηματισμό κυβέρνησης[28]. Συσπείρωσε εξαρχής τo συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα της μουσουλμανικής-τουρκόφωνης μειονότητας, επωφελούμενο και των καταπιεστικών μέτρων που είχε λάβει εναντίον της τελευταίας το καθεστώς Ζίβκωφ. H συσπείρωση του μειονοτικού στοιχείου ευνοήθηκε και από την ιδιωτικοποίηση των κρατικών γαιών και την αναδιανομή τους, μέτρα τα οποία προώθησε και τα οποία θεωρήθηκαν πλήγματα κατά του μουσουλμανικού πληθυσμού (η εκλογική πελατεία του, κατά μεγάλο μέρος, κάτοικοι αγροτικών και ημιαστικών περιοχών). Η Βουλγαρία αναγνωρίζει τη μουσουλμανική μειονότητα ως τουρκική μειονότητα. Μετά την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. (από 1ης Ιανουαρίου 2007), στις ευρωεκλογές της 21ης Μαΐου 2007, στο σύνολο των εκλεγμένων 18 ευρωβουλευτών, οι δύο ανήκουν στο DPS όντας μουσουλμάνοι[29]. Ο ρυθμιστικός ρόλος της πολιτικής αυτής δύναμης στο βουλγαρικό πολιτικό σύστημα και οι στενές σχέσεις της με τη νεο-οθωμανική Τουρκία μπορούν να αποτελέσουν πειρασμό για άσκηση φιλοτουρκικής ή έστω εξισορροπητικής (έναντι της Άγκυρας) πολιτικής από τις ηγεσίες των δύο κύριων κομμάτων που εναλλάσσονται στην κυβέρνηση.

Αλβανία-Μαυροβούνιο-Κόσοβο

Η Τουρκία επιδεικνύει έντονο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στην Αλβανία. Επιχειρεί, μέσω αυτής, διείσδυση στα Βαλκάνια, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Η Αλβανία έλαβε, μετά το 1989, ενισχύσεις με σκοπό την αναθέρμανση του ενδιαφέροντος των κατοίκων της για το Ισλάμ, δια μέσου της επισκευής και ανακατασκευής χώρων λατρείας, που θα υπενθύμιζαν την οθωμανική κληρονομιά. Μετά από προτροπή της Τουρκίας, η χώρα προσχώρησε στην «Οργάνωση Ισλαμικής Διάσκεψης» (ΙCΟ). Υλοποιήθηκαν προγράμματα οικονομικής (οι τουρκικές επενδύσεις στην Αλβανία φθάνουν τα 860 εκατ. δολάρια), στρατιωτικής και πολιτιστικής συνεργασίας. Ορισμένοι κύκλοι στα Τίρανα αντιμετώπιζαν ευμενώς μια αλβανοτουρκική συμμαχία. Από τον πόλεμο του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία και μετά, η τουρκική παρουσία στην Αλβανία ενισχύθηκε: α) Τουρκικές ναυτικές δυνάμεις απέκτησαν δικαιώματα ελλιμενισμού στη βάση της Αυλώνας – στο νησί Σάσων παραχωρήθηκαν διευκολύνσεις στην Ιταλία. β) Δημιουργήθηκε ναυτική βάση και στο Πόρτο Παλέρμο (Πάνορμος), μεταξύ των Αγίων Σαράντα και της Χιμάρας. γ) Τέθηκε σε λειτουργία βάση με ραντάρ στην περιοχή της Κορυτσάς. Η αλβανο-τουρκική προσέγγιση μπορεί να εξηγηθεί από σειρά κοινών θέσεων σε ζητήματα που αφορούν στις εξελίξεις στα Βαλκάνια: H κοινή θέση στο θέμα του Κοσόβου, η ιστορική αντιπαλότητα με Ελλάδα και Σερβία και οι θρησκευτικοί δεσμοί μεταξύ δύο μουσουλμανικών κρατών. Η Άγκυρα υποστηρίζει την ύπαρξη μειονότητας στο Κόσοβο τουλάχιστον 60.000 τουρκόφωνων μέσω της Δημοκρατικής Ένωσης Τούρκων του Κοσσυφοπεδίου, η οποία διεκδικεί την αναγνώριση της τουρκικής ως τρίτης επίσημης γλώσσας στην περιοχή.

Η τρέχουσα γεωπολιτική αντιπαράθεση Ρωσίας-ΗΠΑ, στην οποία έχουν εμπλακεί τα Βαλκάνια, διακυβεύει την ανάπτυξη και σταθεροποίηση. Υφίστανται μόνιμες αιτίες για την εκδήλωση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ και άλλων δυνάμεων για την περιοχή. Οι ενεργειακοί αγωγοί που θα διασχίζουν την περιοχή, τα πετρελαïκά κοιτάσματα του βορείου Ιονίου και των παραλίων της Αδριατικής, τα υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων του Αιγαίου, ο μεγάλος ορυκτός πλούτος της ελληνικής –κυρίως– Μακεδονίας και της Θράκης[30], τα χρωμιούχα μεταλλεύματα, οι σιδηρονικελιούχοι λατερίτες και τα χαλκούχα κοιτάσματα της Αλβανίας. Ο έλεγχος του υπεδάφους του Κοσσυφοπεδίου (κρύβει πολύ πλούσια κοιτάσματα μετάλλων, μόλυβδο, ψευδάργυρο, κάδμιο, άλλα μη σιδηρούχα μεταλλεύματα, άργυρο και χρυσό)[31].

Στο Μαυροβούνιο, στο δημοψήφισμα του Μαΐου 2006, υπέρ της ανεξαρτησίας από την Ομοσπονδία με τη Σερβία, ψήφισε το 55,5% των ψηφισάντων, μισή ποσοστιαία μονάδα πάνω από το όριο που όρισε η Ε.Ε. και δέχτηκε η κυβέρνηση της Ποντγκόριτσα. Βασικές προτεραιότητες της τελευταίας είναι η επανέναρξη των συνομιλιών για υπογραφή της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης με την Ε.Ε.[32] και η προοπτική ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ. Όμως εκκρεμεί το κλείσιμο των πληγών από τις πολιτικές διαιρέσεις. Από την ανεξαρτητοποίηση του Μαυροβουνίου ευνοήθηκαν οι ΗΠΑ. Την 1η Μαΐου 2007, υπογράφηκε διμερής συμφωνία ΗΠΑ-Μαυροβουνίου, με την οποία η Ουάσιγκτον αποκτούσε το δικαίωμα να αναπτύξει στρατιωτικές δυνάμεις στο Μαυροβούνιο[33]. Η μικρή δημοκρατία έχει έκταση 14.000 τετρ. χλμ. (περίπου ίση με τη Θεσσαλία) και πληθυσμό 650.000 κατοίκους (σημαντικά μικρότερο της Θεσσαλίας, περίπου το ένα έκτο της ιταλικής Πούλιας).

Στη λεγόμενη μεταδιπολική περίοδο, επιβιώνουν εθνικές αντιλήψεις της ιστορίας (ή γεω-ιστορίας) και προσηλώσεις που επενδύουν με ιδεολογικό μανδύα, και τα γεωοικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα, που φέρνουν σε αντιπαράθεση τα δύο παρόχθια στο Αιγαίο κράτη. Η διαφορά ανάμεσα στο γεωπολιτικό δυναμικό[34] των δύο χωρών και τις αντίστοιχες δυναμικές τους φαίνεται να εξελίσσεται σε ευνοϊκή για την Τουρκία κατεύθυνση[35]. Η παρατηρούμενη στην Τουρκία πληθυσμιακή έκρηξη αντιπαρατίθεται σε μια δημογραφική απίσχνανση στην Ελλάδα, η οποία καθίσταται ενδημικό φαινόμενο με αισθητές συνέπειες στα πεδία της οικονομίας και της άμυνας. Μακροπρόθεσμα και ενδεχομένως μεσοπρόθεσμα η τουρκική δημογραφική υπεροχή και υπεροπλία[36] τείνουν να γίνουν αφόρητα πιεστικές για την Ελλάδα.

Η αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου αποτελούσε σπουδαία καμπή στις μετά το 1991 γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Η «Κοσόβα» θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για άλλες περιοχές με αποσχιστικές τάσεις. Ερωτηματικά δημιουργούνταν και αναφορικά με την εθνική/κρατική υπόσταση της Σερβίας. Η ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου επέδρασε και στις εκκρεμότητες της αποσύνθεσης της ΕΣΣΔ, με τον πόλεμο της υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ Γεωργίας με τη Ρωσία. Ανησυχίες για αντίστοιχες εξελίξεις όσον αφορά την εδαφική ακεραιότητα –τηρουμένων των αναλογιών– πλανιόνταν πάνω από τα κατεχόμενα της Κύπρου. Και μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν και την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., η Άγκυρα συνέχιζε την προσπάθεια να συνδέει τη συμμόρφωσή της προς τα ευρωπαϊκά κριτήρια με τη διεθνή αναγνώριση των κατεχομένων ως ανεξάρτητου κράτους[37]. Λονδίνο και Ουάσιγκτον προωθούσαν συστηματικά την πάγια θέση τους για ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ταυτόχρονα υποστήριζαν την κοινή δέσμευση των Χριστόφια-Ταλαάτ (23 Μαΐου 2008) για λύση στο Κυπριακό, που βασιζόταν σε σύσταση διζωνικής ομοσπονδίας με δύο συνιστώντα ισότιμα κράτη[38].

Ο αναθεωρητισμός

Από τα Ίμια και την παράδοση Οτσαλάν, το δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι ουσιαστικά «ό,τι θέλει η Τουρκία», ενώ η τελευταία προβάλλει διαρκώς και συστηματικά τις πάγιες διεκδικήσεις της εις βάρος της Ελλάδας. Ο στόχος για πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. έχει εξασθενήσει σοβαρά. Ωστόσο, η Τουρκία έχει, όπως εκθέσαμε, έναν νεο-οθωμανικό γεωστρατηγικό σχεδιασμό. Η Άγκυρα επιδιώκει στρατηγική περικύκλωση της Ελλάδας, από την Κύπρο μέχρι τα Βαλκάνια, ώστε να πετύχει την πλήρη υποταγή της. Τα Σκόπια αποτελούν σπουδαίο τμήμα της τουρκικής στρατηγικής. Συνεχίζοντας μια εχθρική έναντι της Ελλάδας στάση, συνιστούν χρήσιμο στην Άγκυρα αντιπερισπασμό. Γι’ αυτό η τελευταία κάνει προς τα Σκόπια σειρά μεθοδικών κινήσεων[39], και υλοποιεί τη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας που έχουν υπογράψει οι δύο χώρες. Την πολιτική υπόθαλψης/ποδηγέτησης των Σκοπίων επανεπιβεβαίωσε η επίσκεψη του Αμπντουλάχ Γκιουλ στα Σκόπια, τον Απρίλιο.

Η Θράκη αποτελεί στόχο της αναθεωρητικής/επεκτατικής πολιτικής του τουρκικού κατεστημένου, στο πλαίσιο του οποίου υφίσταται μια ιδιότυπη συνύπαρξη ισλαμοδημοκρατών-κεμαλιστών-στρατού. Τον Δεκέμβριο του 2007 (στην επέτειο της οθωμανικής κατάκτησης της Ρόδου, 1522), το τουρκικό Γενικό Επιτελείο Στρατού ανακινούσε θέμα τουρκικής μειονότητας στα Δωδεκάνησα[40]. Στο ελληνοτουρκικό οικονομικό φόρουμ της Κωνσταντινούπολης, ο Ερντογάν έθεσε και πάλι, δημόσια, θέμα τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα, παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού[41]. Η πρόκληση επαναπροβάλλεται με αδιαμφισβήτητα επίσημο τρόπο (στην ανανεωμένη ιστοσελίδα του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, Μάιος 2008)[42]. Η Άγκυρα επιχειρεί με την προπαγάνδα της να πείσει τους διεθνείς δρώντες ότι, στην ελληνική Θράκη, κατοικεί μια συμπαγής τουρκική κοινότητα, που καταπιέζεται από το ελληνικό κράτος, και να εγείρει εδαφικό ζήτημα. Η Τουρκία αξιοποιεί και τη δυσαρέσκεια των Αμερικανών για την ελληνο-ρωσική ενεργειακή συμφωνία.

Η βαθιά θεσμική και πολιτική κρίση που σοβεί σε βαλκανικές χώρες ήρθε επανειλημμένα στο προσκήνιο την τελευταία δεκαπενταετία. Εξάλλου, οι αναταράξεις στο ευρύτερο γεωπολιτικό σύστημα Βαλκάνια-Καύκασος-Ανατολική Μεσόγειος-Μέση Ανατολή δημιουργούσαν νέα μεταναστευτικά κύματα. Εγγενές χαρακτηριστικό του συγχρόνου διεθνούς συστήματος συνιστά η άνιση ανάπτυξη λόγω της «δημιουργίας πολλών κρατών άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος, άνισων πόρων, άνισων τεχνολογικών δυνατοτήτων, διαφορετικών πολιτισμικών περιεχομένων και διαφορετικών γεωπολιτικών δεδομένων»[43]. Ο ανασχηματισμός της εθνικής-κρατικής δομής των Βαλκανίων διευκολύνει την εισβολή των πολυεθνικών, ώστε να θέσουν αυτές υπό πλήρη έλεγχο το σύνολο των κοινωνικών/οικονομικών δραστηριοτήτων στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο κατακερματισμός και ο έλεγχος του ευρύτερου χώρου από τις ηγεμονικές δυνάμεις και τους πολυεθνικούς επιχειρηματικούς ομίλους επιτρέπουν την αναπαραγωγή του συστήματος της άνισης ανάπτυξης[44]. Έτσι αποτρέπεται η μετατροπή της περιοχής από χώρο στρεβλής και παρασιτικής ανάπτυξης (ανάπτυξη της υπανάπτυξης[45]) σε σχετικά αυτόνομο-αυτοδύναμο αναπτυξιακό πόλο, στα πλαίσια της συσσώρευσης κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα και κυριαρχίας των υπερεθνικών μονοπωλίων.

Η διάλυση της ενιαίας Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας συνιστούσε πλήγμα για μια αυτόνομη πορεία της Ε.Ε. Ήταν ενδεχόμενο τη θέση που κατείχε η Γιουγκοσλαβία να καταλάβει ένας συνασπισμός δυνάμεων, μεταξύ των οποίων μια ισχυρή αυτοκρατορική Τουρκία. Οι θεσμοί της Ε.Ε. και η Ελλάδα δεν μπορούν να εξακολουθούν να αγνοούν επικίνδυνα τα βαθύτερα αίτια των προβλημάτων της Βαλκανικής, αφήνοντας να εξελίσσεται η διαμόρφωση όρων ευνοϊκών για μια επόμενη εκρηκτική κρίση. Οι κυβερνήσεις των βαλκανικών κρατών θα έπρεπε να επιδιώκουν μια πολυεπίπεδη διαβαλκανική συνεργασία, με συγκεκριμένους θεσμούς και ιδρύματα[46]. Στον δρόμο για την υλοποίηση μιας τέτοιας συνεργασίας των βαλκανικών λαών και κρατών, αυτοτελώς και στο πλαίσιο της Ε.Ε., υφίστανται ορισμένα προαπαιτούμενα και πρέπει, δια μέσου τελεσφόρων πολιτικών, να αντιμετωπισθούν και να εξουδετερωθούν ορισμένοι κίνδυνοι.

O Θεόδωρος Μπατρακούλης ήταν διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου των Παρισίων

Απόσπασμα από το συλλογικό έργο Νεοθωμανισμός, Εναλλακτικές Εκδόσεις (2010) σσ. 69-87.

Neoothoman1-e1405002078720

[1] E. Driault, La Question d’Οrient, Παρίσι, F. Alcan, 1898, στα ελληνικά Το Ανατολικό Ζήτημα – Α΄, Κάτοπτρο/Ιστορητής, Αθήνα 1997.

[2] Αναφορικά με τον ρόλο της Τουρκίας, πρβλ. P. Hidiroglou, Les liens de la Turquie avec la crise balkanique, Αθήνα: Fondation Goulandris-Horn, 1994. A. del Valle, Islamisme et Etats-Unis; Une alliance contre l’ Europe, L’ Age d’ Homme (Mobiles Géopolitiques), Λοζάννη 1999. Ι. Θ. Μάζης, «Το τουρκικό ισλαμοφανές μυστικιστικό ταγματικό φαινόμενο: οι δυνατότητες του πολιτισμικού συγκρητισμού στη γεωπολιτική προοπτική της διεθνούς αλληλοκατανοήσεως», στο ιδίου, Γεωπολιτική – Η Θεωρία και η Πράξη, Παπαζήσης, Αθήνα 2002, σσ. 271-288.

[3] Το 1878 είναι η χρονολογία που η Βοσνία-Ερζεγοβίνη πέρασε υπό αυστροουγγρική κατοχή και οι Αλβανοί δημιούργησαν τον Σύνδεσμο του Πριζρέν.

[4] Ο όρος «Τουράν» προσδιορίζει γεωγραφικά τη χώρα από την οποία κατάγονται οι τουρανικοί λαοί. Ο όρος αναφέρεται για πρώτη φορά στην περσική Αβέστα, ως Τουρά ή Τούρια, σε αντιδιαστολή με τον όρο Άρια (Ιράν). Βλ. Ζαρεβάντ, Παντουρανισμός ή Περί του ενωμένου και ανεξάρτητου Τουράν, Αθήνα, Ρήσος, 1991, σσ. 6-7. Οι όροι Τουράν και τουρανισμός αρχικά παρέπεμπαν σε ένωση όλων των «τουρανικών» λαών – συμπεριλαμβάνοντας Ούγγρους, Φίννους και Εσθονούς. Ωστόσο, με τη συνεχή κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναπτύχθηκε σ’ αυτή ένα εθνικιστικό τουρκικό κίνημα και έγινε η καθοδηγητική δύναμη κατά την περίοδο των νεοτουρκικών καθεστώτων (1908-1918). Σταδιακά οι όροι Τουράν και τουρανισμός έφτασαν να χρησιμοποιούνται για το παντουρκιστικό όνειρο της ενοποίησης μόνο των τουρκικών λαών.

[5] Αυτός ο ορισμός καθόρισε και την επιλογή του Κεμάλ να προχωρήσει στη μαζική εκδίωξη των ορθόδοξων Ελλήνων και στην ανταλλαγή τους με τους μουσουλμάνους που κατοικούσαν έως το 1923 στην Ελλάδα. Αναφερόμενος στην Τουρκία της δεκαετίας του 1980, ο Μπ. Λιούις επισημαίνει: «Ακόμα και σήμερα, στην κοσμική Δημοκρατία της Τουρκίας, η ονομασία Τούρκος χρησιμοποιείται, σύμφωνα με μια κοινώς αποδεκτή σύμβαση, για να προσδιορίσει μόνο τους μουσουλμάνους. Η ταύτιση ανάμεσα στον Τούρκο και τον μουσουλμάνο παραμένει συνεπώς πλήρης. Ας σημειωθεί ότι, αν ο μη μουσουλμάνος κάτοικος δεν θεωρείται Τούρκος, ο μη Τούρκος αλλά μουσουλμάνος μετανάστης, είτε κατάγεται από τις παλιές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είτε από άλλη χώρα, αποκτά πολύ γρήγορα τουρκική ταυτότητα». Bernard Lewis, Le retour de l’ Islam. Folio, Παρίσι 1985, σσ. 458-459.

[6] Alexandre del Valle, ό. π., σ. 276.

[7] M. Jevtic, Le Panturquisme et son rôle dans la crise yougoslave, Tanjug,  Βελιγράδι 1994, σ. 1.

[8] Σ. Κωνσταντινίδης, «Η ανάδυση ενός νέου οθωμανικού μοντέλου: η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας», Π. Σιούσουρας (επιμ.)/κ.ά., Τα Νέα Βαλκάνια – Από την κρατική αποσύνθεση στην ευρωπαïκή ολοκλήρωση, Ηρόδοτος, Αθήνα 2006, σ. 477.

[9] E. Copeaux/S. Yerasimos, ‘La Bosnie vue du Bosphore’, Hérodote, No 67, 1992, σσ. 157-159.

[10] Christophe Chiclet, ‘La Macédoine en danger d’éclatement’, Le Monde diplomatique, Ιανουάριος 1999, σ. 9.

[11] Kemal Kirisci, The End of the Cold War and Changes in Turkish Foreign Policy Behaviour, Bogaziçi Universitesi, , Research Paper ISS/Pols 92-1, Κωνσταντινούπολη 1992, σ. 1.

[12] Βλ. και Hélène Carrère d’Encausse, Victorieuse Russie, Fayard, Παρίσι 1992, σσ. 292-293.

[13] Αφενός εξαιτίας της απάντησης της σταδιακά αναδιοργανούμενης Ρωσίας και αφετέρου λόγω της επιβίωσης των δεσμών που οι ελίτ και οι απλοί άνθρωποι των χωρών αυτών είχαν εγκαθιδρύσει με τους Ρώσους κατά τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου.

[14] Βλ. Σ. Κωνσταντινίδης, «Η ανάδυση ενός…» ό.π., σ. 480.

[15] «Οι ΗΠΑ φαίνεται να αποδέχονται μια ισλαμική λύση στο τουρκικό πρόβλημα για τον απλούστατο λόγο ότι με αυτόν τον τρόπο η Τουρκία αποκτά αξιοπιστία απέναντι στους τουρκοφώνους και μουσουλμανικούς βαλκανικούς θύλακες, την προστασία των οποίων δύναται να ισχυρισθεί ότι θα αναλάβει ενώπιον της “διεθνούς κοινότητας”». Ι. Θ. Μάζης, Μυστικά Ισλαμικά Τάγματα και Πολιτικό-Οικονομικό Ισλάμ στη σύγχρονη Τουρκία, Προσκήνιο Εκδόσεις Α. Σιδεράτος, Αθήνα 2000, σ. 21.

[16] Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, μια από τις ηγετικές προσωπικότητες της τουρκικής ισλαμιστικής διανοητικής ελίτ, θεωρείται ο αρχιτέκτονας της από το 2003 τουρκικής αντιλήψεως περί εξωτερικής πολιτικής. ‘Τurkey expects to obtain an important trump card relating to Cyprus after talks between Erdoğan and President Bush’. Βλ. Ι. Θ. Μάζης, Η Γεωπολιτική της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και η Τουρκία, Α. Α. Λιβάνης, Αθήνα 2008, σ. 59.

[17] A. Davutoğlu, Stratejik Derinlik. Türkiye’nin Uluslurarasι, Konumu (Στρατηγικό βάθος. Η Διεθνής θέση της Τουρκίας), Küre Yayinlari, Κωνσταντινούπολη 2008 (24η έκδ.).

[18] A. Davutoğlu, Stratejik Derinlik, ό. π, σσ. 102 κ.εξ., 119 κ.εξ., 151 κ.εξ, 183 κ.εξ.

[19] A. Davutoğlu, Stratejik Derinlik., ό. π, σσ. 122-123.

[20] Βλ. Wolfgang Höpken, Die Ungeliebte Minderheit. Die Türken Bulgariens, 1878-1993, Μόναχο 1994. Bilal Simşir, Bulgaristan Türkleri, 1878-1985, Άγκυρα 1986, ιδιαίτ. σσ. 198-229.

[21] W. Höpken, ‘From Religious Identity to Ethnic Mobilisation: The Turks of Bulgaria before, under and since Communism’, in Hugh Poulton/Suha Taji-Farouki, Muslim identity and the Balkan State, Hurst and Co (από κοινού με το Islamic Council), Λονδίνο 1997, σ. 55.

[22] Rezoultati ot prebroyavaneto na naselenieto: Demografski harakteristiki, vol. 1, Republika Bulgaria, Nationalen Statisticheski Institout, 1994, Σόφια σσ. 341-344. Ο Γ. Κωνσταντίνωφ δέχεται ως ρεαλιστικό αριθμό για τους «Τούρκους» 500.000, για τους «Τούρκους» Τσιγγάνους περίπου 300.000 και εκτιμά ότι οι Πομάκοι ανέρχονταν σε περίπου 220.000. Y. Konstantinov, ‘Strategies for sustaining a vulnerable identity: The case of the Bulgarian Pomaks’, in H. Poulton/S. Taji-Farouki, Muslim identity, ό.π., σ. 33.

[23] Οι Πομάκοι θεωρούνται στη Βουλγαρία σλαβικής καταγωγής πληθυσμός, που, εκούσια ή δια της βίας, εξισλαμίσθηκε υπό την οσμανική κυριαρχία. Βλ. και C. Georgieva, «Pomatsi-Bulgari myusulmani» (Πομάκοι-Βούλγαροι Μουσουλμάνοι), στο A. Krasteva (Ed.), Obshnosti I identichnosti v Bulgaria (Κοινότητες και Ταυτότητες στη Βουλγαρία), τόμ. 2, Σόφια, σσ. 286-308.

[24] W. Höpken, ‘‘From Religious Identity to Ethnic Mobilisation: The Turks …’’, στο H. Poulton/S. Taji-Farouki, Muslim identity and the Balkan State, 1997, ό.π.., σσ. 64, 70-71. Y. Konstantinov, ‘‘Strategies …, ό.π. σ. 35.

[25] Kiriakos Kentrotis, «Parteien und Gewerkschaften in Bulgarien nach dem Sturz Zivkovs (1989-1991)», Balkan Studies, τόμ. 33, Instit. for Balkan Studies, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 155-166.

[26] Bλ. Robert Frank, ‘Bulgaria, the poorest country in Europe’, The Wall Street Journal, 2.3.1997. Attila Agh (επιμ.), Emerging Democracies in East Central Europe and the Balkans, Edward Elgar, Cheltenham (UK) / Northhampton, (MA, USA) 1998, σ. 234.

[27] Yann Gayet, «Bulgarie 1993», Repères, no 175, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1993, σσ. 23-24.

[28] Βλ. και Θ. Μπατρακούλης, «Η Βουλγαρία και οι μουσουλμάνοι της στα Βαλκάνια της Νέας Τάξης», Ρήξη, φ. 32, 5.4.2008, σ. 10.

[29] «Ces Turcs qui siègent à Strasbourg», Courrier International, No 865 (31.5.-6.6.2007), σ. 20-21.

[30] Βλ. Φ. Περγάμαλης, «Η έρευνα των ραδιενεργών ορυκτών και τα αποτελέσματά της τα τελευταία 40 χρόνια στον ελλαδικό χώρο», Πρακτικά Συμποσίου Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, Αθήνα 1993. Ανανίας Τσιραμπίδης, Ο ορυκτός πλούτος της Ελλάδας, Εκδ. Γιαχούδη, 2005, Θεσσαλονίκη σ. 391. Ιωάννης Παπαζήσης, Ο άγνωστος ορυκτός πλούτος της Ελλάδας, Κάδμος, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 22.

[31] Paul Stuart, ‘‘The Trepca mining complex: How Kosovo’s spoils were distributed’’, 28.6.2002, http://www.wsws.org/articles/2002/jun2002/trep-j28.shtml.

[32] Οι συνομιλίες είχαν διακοπεί μετά την αποτυχία του Βελιγραδίου να συλλάβει και να εκδώσει τον Ράτκο Μλάντιτς.

[33] Tommaso Di Francesco, Comment le Monténégro devient une base étasunienne, http://www.legrandsoir.info/article.php3?id_article=5049

[34] Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου, Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σσ. 383-384 κ.εξ.

[35] Κονδύλης, ό.π. παρ., σσ. 381 κ.εξ.

[36] Βλ. την αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Θ. Μπατρακούλης, Géopolitique des rapports gréco-turcs dans l’après-guerre froide; Thèse de Doctorat, Πανεπιστήμιο Paris 8, 2000, κεφ. 1.14. ‘La fonction des armements dans les rapports gréco-turcs’, σσ. 88-93. Θ. Ντόκος/Ν. Πρωτονοτάριος, Η Στρατιωτική ισχύς της Τουρκίας, Toυρίκης, Αθήνα 21996, passim.

[37] Το Μάιο του 2008 το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας αναφερόταν σε λύση δύο κρατών, στην ανάγκη συνεργασίας μεταξύ τους, καθώς και σε παρθενογένεση του νέου κράτους.

[38] Βλ. και Θ. Μπατρακούλης: «Κύπρος 2008: Δημογραφική ανατροπή και διζωνική ομοσπονδία», Ελευθερία, 20.7.2008.

[39] Το 13ο Παγκόσμιο Συνέδριο της Τουρκικής Νεολαίας, από ολόκληρο τον κόσμο και συνολικά 36 χώρες, δεν έγινε φέτος στην Τουρκία, αλλά στην Αχρίδα των Σκοπίων!!! Ακόμη, είναι πρόσφατη και η δημόσια προκλητική διακήρυξη του Ερντογάν μέσα στην Τουρκία, για το δικαίωμα του ονόματος Μακεδονία υπέρ των Σκοπίων!!! Πρόσφατη και η επιδεικτική και αλαζονική επίσκεψη σκοπιανής αντιπροσωπείας στην αυτοαποκαλούμενη παράνομη Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου!!! Η Τουρκία ήταν και είναι η μοναδική χώρα του ΝΑΤΟ που επιμένει εξαρχής, σε κάθε έγγραφο, ακόμη σε ιστοσελίδα της «συμμαχίας», να μπαίνει υποχρεωτικά αστερίσκος με τη σημείωση ότι «Η Τουρκία αναγνωρίζει τη FYROM με το όνομα Μακεδονία!!!» «Σκόπια Η κερκόπορτα των Τούρκων», http://www.noiazomai.net/kerkoporta.html.

[40] ‘‘Rodos’ un fethi (20 aralik 1522)’’, http://www.genelkurmay.org/. Το κείμενο από την ιστοσελίδα του τουρκικού ΓΕΕΘΑ αναδημοσιεύεται από αναρίθμητες άλλες τουρκικές ιστοσελίδες.

[41] Κύρα Αδάμ: «Ερντογάν για μειονότητες, Καραμανλής για συνεργασία, Ελευθεροτυπία 26.01.2008, www.enet.gr/online_text/c=110,dt=26.01.2008,id=64106576. Δ. Μπεκιάρης: «Η Τουρκία “ανοίγει” το θέμα της Δυτικής Θράκης-Με Δούρειο Ίππο made in USA», http://www.diplomatia.gr/ main.php?issueID=46&articleID=1055.

[42] www.mfa.gov.tr/greek-turkish-rela­tions.

[43] Παναγιώτης Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό, Ποιότητα, Αθήνα 2003, σσ. 208 κ.εξ.

[44] Βλ. Arghiri Emmanuel, L’échange inégal. Essai sur les antagonismes dans les rapports économiques inter­nationaux, Maspero, Παρίσι 1969. Sa­mir Amin, Le Développement inégal, Editions de Minuit, Παρίσι 1973. Immanuel Wallerstein, The Politics of the World Economy, Maison de sciences de l’homme, Γενεύη – Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1984.

[45] Βλ. Αndre Gunder Frank, στο Capitalism and Underdevelopment in Latin America, αναθεωρημένη έκδ. Penguin Books, Λονδίνο 1971.

[46] Βλ. και Μ. Μάρκοβιτς: «Βαλκανική συνεργασία και ιμπεριαλιστική ενοποίηση», Άρδην, τ. 71, Σεπτ.-Οκτ. 2008.

ΑΡΔΗΝ ΡΗΞΗ

, , , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *