Κασσιανή: Ανθολογία Βυζαντινής ποίησης

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης  εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή  για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτίσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό.  Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.

Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ – ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

~.~ 

ΚΑΣΣΙΑΝΗ, ΚΑΣΙΑ ή ΕΙΚΑΣΙΑ

Η παρουσίαση αυτών των ποιητικών μεταφράσεων της βυζαντινής ποίησης στα νεοελληνικά αρχίζει από τις μεταφράσεις του πασίγνωστου Ιδιόμελου Τροπαρίου της Κασσιανής, από τον όρθρο της Μεγάλης Τετάρτης. Η επιλογή δεν γίνεται τυχαία μα ούτε και προς άγραν εντυπώσεων. Το τροπάριο αυτό (κι ο άρρηκτα γύρω απ’ αυτό συναρμοσμένος μύθος του βίου της δημιουργού του) έχει καταφέρει επί έναν και πλέον αιώνα να τραβήξει την προσοχή σχεδόν κάθε μορφής τέχνης. Μυθιστορήθηκε πολλάκις (ίσαμε τις μέρες μας), μεταπλάστηκε ποιητικά, έγινε όπερα, μελοποιήθηκε από τον Μάντζαρο, τον Πολυκράτη, τον Μητρόπουλο και τον Θεοδωράκη, αποτυπώθηκε στην κινηματογραφική οθόνη, έγινε κόμικ πρόσφατα. Προπάντων όμως μνημειώθηκε ποιητικά, με μεταφράσεις κι αποδόσεις στη νεοελληνική πάμπολλες˙ παροξυσμός σχεδόν.

Το συγκεκριμένο τροπάριο αποτελεί το πλέον μεταφρασμένο βυζαντινό ποίημα στα νεοελληνικά, με τις πολυάριθμες μεταφράσεις του να εκτείνονται από το 1899 έως τις ημέρες μας. Χωρίς υπερβολή αποτελεί το μεταφραστικό μπεστ σέλλερ της βυζαντινής ποίησης στα νεοελληνικά. Εύλογη η διερώτηση λοιπόν για το τι είν’ αυτό που προσέλκυσε το ακατασίγαστο ενδιαφέρον κοινού και καλλιτεχνών, τις αιτίες μιας τέτοιας ξέφρενης λατρείας. Το λαϊκό ανάγνωσμα του Αριστείδη Κυριακού Κασσιανή από το 1905 ως το 1952 γνώρισε παραπάνω από δεκαπέντε εκδόσεις (εκδόθηκε μάλιστα και στη Νέα Υόρκη για τους ομογενείς!)˙ και κάθε άλλο παρά το μόνο του είδους του ήταν. Τα χνάρια των μυθιστορηματικών εκδοχών του παρελθόντος ακολούθησε κι η Κασσιανή του Αλέξη Σολομού το 1998.

Ποιες οι αιτίες λοιπόν; Ήδη θαρρώ γνωστές, εν πολλοίς διεγνωσμένες, μα κι ευεξήγητες κι ευνόητες. Σημαντικό ρόλο σίγουρα έπαιξε η ανάμνηση κι η επάνοδος η μυθιστορηματική του βίου της που ακολούθησε την ανάδυση των έργων της εκεί γύρω στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα. Πρωτίστως λοιπόν και κυρίως ο θρύλος του βίου της: τα «καλλιστεία» για την ανάδειξη της αυτοκρατορικής συζύγου, το –χρυσό– μήλο της εκλογής, η παρρησία και η ελευθεροφροσύνη της ενώπιον του αυτοκράτορα, η εν συνεχεία απόρριψή της ως αυτοκρατορικής συμβίας και η εγκαταβίωσή της σε μοναστήρι, το θρυλούμενο τέλος περιστατικό της επίσκεψης του Θεόφιλου στη μονή της μετανοίας της και η συμπλήρωση των δύο στίχων του τροπαρίου, που δηλώνουν έναν υποτιθέμενο άσβηστο έρωτα που κρυφοκαίει ακόμη ανάμεσα στον αυτοκράτορα και την μοναχή, παρέχουν όλο το υλικό μιας ακυρωμένης ρομαντικής ιστορίας πάθους και έρωτα που ιδιαίτερα συγκινεί τη νεωτερική ψυχή.

Η προσοχή του κοινού είχε προ πολλού ήδη στραφεί στον βίο της Κασίας, προτού ακόμη ο Κωστής Παλαμάς μιλήσει περί Κασσιανισμού και παρουσιάσει την περίφημη διασκευή του τροπαρίου. Ήταν έτοιμο ενδεχομένως να υποδεχτεί τέτοιου είδους ερμηνευτικές προσεγγίσεις και να νιώσει παρόμοιο συγκινησιακό ρίγος. Γι’ αυτό και πριν ακόμη από την ποιητική εκδίπλωση του Κασσιανισμού και την παλαμική μετάφραση υπήρξε μία έμμετρη αφήγηση του βίου της συνάμα με το γνωστό τροπάριο και μάλιστα σε βιβλίο εκκλησιαστικό (είκοσι χρόνια νωρίτερα, το 1893), αλλά και η πρώτη έμμετρη απόδοση του Ιδιόμελου που συνόδεψε μια μουσικοφιλολογική συναυλία στην Κωνσταντινούπολη, τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1899.

Σε ό,τι αφορά όμως τη μελλοντική ποιητική απόδοση του τροπαρίου, ισχυρότερη μάλλον ώθηση για την στροφή της προσοχής δόθηκε από τον Κωστή Παλαμά, με τα όσα περί Κασσιανισμού διακήρυξε, και βεβαίως την ίδια τη διασκευή του τροπαρίου. Κι ο Κασσιανισμός μα κι η διαμάχη του Κωστή Παλαμά με τον Νικόλαο Πολίτη είναι ήδη γνωστά και μελετημένα θέματα.[1] Εδώ θα ήθελα να μεταφέρω μονάχα την απαξιωτική κριτική του Πολίτη και την θερμή υπεράσπιση του Παλαμά.

Έγραφε ο Πολίτης: «Δὲν μοι φαίνεται πιθανόν, ὅτι καὶ κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους τὸ μέτριον ἐκεῖνο ποιητικὸν κατασκεύασμα τῆς Κασίας, τὸ εἰς τὴν πόρνην ἰδιόμελον, προεκάλει τὸν ἀκατανόητον θαυμασμόν, ποῦ κινεῖ σήμερον», «Βυζαντιναί παραδόσεις: Γ, Κασία», Λαογραφία, τ. 6 (1918), 366, κι εν συνεχεία σε Λαογραφικά Σύμμεικτα, τ. Β´, Αθήνα 1921, σ. 31.

Κι ανταπάντησε ο Παλαμάς: «ὁ Πο­λί­της ὁ­μι­λῶν πε­ρὶ τοῦ τρο­πα­ρί­ου τῆς Κασ­σι­α­νῆς, ἐν πα­ρό­δω καὶ εἰς τὸ τέ­λος τῆς σο­φῆς πραγ­μα­τεί­ας του, τὸ κα­τα­δι­κά­ζει, χω­ρὶς πολ­λὰ λό­για, εἰς θά­να­τον. “Δὲν μοὶ φαί­νε­ται, γρά­φει, πι­θα­νόν, ὅ­τι καὶ κα­τὰ τοὺς βυ­ζαν­τι­νοὺς χρό­νους τὸ μέ­τρι­ον ἐ­κεῖ­νο ποι­η­τι­κὸν κα­τα­σκεύ­α­σμα τῆς Κα­σί­ας, τὸ εἰς τὴν πόρ­νην ἰ­δι­ό­με­λον, προ­ε­κά­λει τὸν ἀ­κα­τα­νό­η­τον θαυ­μα­σμόν, ποὺ κι­νεῖ σή­με­ρο­ν”. Καὶ κα­τω­τέ­ρω τοὺς στί­χους “ὧν ἐν τῷ πα­ρα­δεί­σω Εὔ­α τὸ δει­λι­νὸν κρό­τον τοῖς ὠ­σὶ ἠ­χη­θεῖ­σα τῷ φό­βω ἐ­κρύ­βη”, χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς οὐ­δὲν ἀ­ναγ­καῖ­ον λέ­γον­τας, ὡς ἀ­τέ­χνως προ­σηρ­μο­σμέ­νους εἰς τὸ ἄλ­λο ἆσμα, καί, τὸ χει­ρό­τε­ρον, ὡς λη­ρώ­δεις. Οἱ δύ­ο αὐ­τοὶ στί­χοι δυ­να­τὸν νὰ μὴ συ­νά­πτων­ται ἀ­βι­ά­στως καὶ ἀ­πα­ραι­τή­τως πρὸς τὸ ὅ­λον ποί­η­μα, καὶ ἡ δι­αύ­γει­α ἴ­σως δὲν εἶ­νε τὸ γνώ­ρι­σμά του. Ἀλ­λὰ  λ η ρ ῶ δ ε ς ; Ἀ­δυ­να­τῶ νὰ στιγ­μα­τί­σω μὲ τὸν κα­τα­φρο­νη­τι­κὸν τοῦ­τον σί­δη­ρον τὸ ἀ­να­παλ­λό­με­νον ἀ­πὸ μυ­στι­κὴν κα­τά­νυ­ξιν τρα­γού­δι, πο­λὺ δ’ ἐν­το­νώ­τε­ρον ἡ συ­νεί­δη­σίς μου ἀ­πο­κρού­ει τὸν χα­ρα­κτη­ρι­σμόν του ὡς  μ ε τ ρ ί ο υ. Εἰς τὴν πραγ­μα­τεί­αν του πε­ρὶ τοῦ μή­λου τῆς Κα­σι­α­νῆς, ὁ Ψυ­χά­ρης ση­μει­ώ­νει: “Ὄν­τως θὰ ἠ­δύ­να­τό τις νὰ ἐ­ρω­τή­σῃ, ποῦ δι­έ­τρι­βε καὶ τί ἀ­πέ­γι­νεν ἡ πλου­σί­α φαν­τα­σί­α τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς φυ­λῆς κα­τὰ τὴν παν­τε­λῆ ποι­η­τι­κὴν ξη­ρό­τη­τα τῆς βυ­ζαν­τι­νῆς λο­γο­τε­χνί­ας; Ἡ φαν­τα­σί­α ἐ­κεί­νη ἐ­κοι­μᾶτο, καὶ μό­νον κά­πο­τε δει­λῶς ἀ­φύ­πνωτ­τε, καὶ κά­πως ἀ­πε­ζη­μι­ώ­νε­το, εἰς τὰς συν­θέ­σεις τοῦ εἴ­δους αὐ­τοῦ” […] Καὶ μὲ ὅ­λον το ἐ­ξαι­ρε­τι­κὸν σέ­βας πρὸς τὴν κρι­τι­κὴν ἑ­δραι­ό­τη­τα τῶν γνω­μῶν τοῦ Πο­λί­του, νο­μί­ζω ὅ­τι δὲν εἶ­νε ἀ­κα­τα­νό­η­τος ὁ θαυ­μα­σμὸς τὸν ὁ­ποῖ­ον ἐ­ξε­γεί­ρει ὁ πα­λαι­ός, ἀλλ’ ἀ­εί­πο­τε νε­ά­ζων ψαλ­μός. Μᾶς συγ­κι­νεῖ, του­λά­χι­στον πο­λυ­ά­ριθ­μον τά­ξιν ἐκ τῶν ἀ­γα­πών­των τὴν ποί­η­σιν καὶ πα­ρα­κο­λου­θούν­των ὁ­πωσ­δή­πο­τε τὴν δι­ὰ τῶν αἰ­ώ­νων ἐ­ξέ­λι­ξίν της, ἡ ὅ­λως νε­ω­τε­ρί­ζου­σα χά­ρις τοῦ ποι­ή­μα­τος. Τὸ πά­θος του καὶ ὁ λυ­ρι­σμός του. Γνω­ρί­σμα­τα, πό­σον ἀν­τί­θε­τα πρὸς τὴν ἐ­πί­ση­μον ἀ­πά­θει­αν ὡς ἐ­πὶ τὸ πο­λὺ καὶ τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κό­τη­τα τῆς ποι­η­τι­κῆς τέ­χνης τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν, καὶ πρὸς τὴν ἔλ­λει­ψιν τῆς προ­σω­πι­κῆς ἐ­κεί­νης δι­α­χύ­σε­ως, ὡς πλημ­μυ­ροῦν­τος, τοῦ αἰ­σθή­μα­τος, ποὺ μᾶς προ­σφέ­ρε­ται καὶ μᾶς ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται. Μᾶς συγ­κι­νεῖ ἡ τολ­μη­ρὰ εἰ­κο­νι­κό­της τοῦ ποι­ή­μα­τος, καὶ σφο­δρό­τε­ρον ἀ­κό­μη, ὁ “ζο­φώ­δης καὶ ἀ­σέ­λη­νος ἔ­ρως τῆς ἁ­μαρ­τί­α­ς”˙ ἐ­νω­τι­ζό­με­θα τὴν φρι­κί­α­σιν τῶν μαύ­ρων πτε­ρύ­γων τοῦ θε­οῦ, με­θύ­ο­μεν ἀ­πὸ τὸ βα­ρὺ θα­νά­σι­μον ἄ­ρω­μά του. Ἐν­θυ­μού­με­θα τὸ πε­ρι­λά­λη­τον σο­νέτ­τον τῆς ἁ­γί­ας Θη­ρε­σί­ας˙ μᾶς ἔρ­χον­ται εἰς τὸν νοῦν οἱ στί­χοι τοῦ Ἄ­ϊ­νε ἢ τοῦ Βερ­λαίν, συν­τα­ρατ­τό­με­θα ὡς ἀ­πὸ τὴν ἀ­πή­χη­σιν τῶν Ἀν­θέ­ων τοῦ Κα­κοῦ τοῦ Βω­δε­λαίρ […]», Ἐμ­πρός, 9 Μα­ΐ­ου 1918.

Σίγουρα η εικόνα της πόρνης που σπαράσσεται από τον ασέληνο έρωτα της αμαρτίας κι η «αυθαίρετη» παλαμική διασύνδεση του τροπαρίου με τη μπωντλαιρική εξεγερμένη αμαρτία ανανεώνουν την ανάγνωση του ποιήματος  με τρόπο απρόσμενα σύγχρονο και κινητοποιούν το αισθητικό ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ας σημειωθεί το παράδοξο πάντως –κι αισθητικά και χρονικά ανακόλουθο– της οικείωσης ενός νεορομαντικού ευρωπαϊκού αισθήματος δια της επανερμηνείας ενός βυζαντινού εκκλησιαστικού ύμνου. Ακόμη περαιτέρω ενίσχυσε μια τέτοια ανάγνωση και μια ιδιότυπη και ρομαντική άρρητη συνταύτιση της ίδιας της Κασίας με την πόρνη ή της πόρνης με τη Μαγδαληνή, διαμέσου του κοινού στοιχείου που τις ενώνει: του έρωτα του αφέγγαρου και της μανίας της ερωτικής που τις οιστρηλατεί κι η οποία όμως –προσοχή!– βιώνεται ως ενοχή επίμονη, ακατάπαυτη κι ηδονική. Επιπλέον δε, με το να στρέφεται προς τον παντοδύναμο Κύριο της κτίσης, ζητώντας του να καμφεί προς τους στεναγμούς της καρδίας της, επιδιώκει τη δική του υπόρρητη συγκαταβατική κατανόηση (σιωπηρή σχεδόν αποδοχή) του ζοφώδους και ασέληνου έρωτα της αμαρτίας. Η ηδονή της ενοχής, που ζητά εξιλέωση μα κι αναγνώριση συνάμα για το βαθύρριζο έρεισμα του πάθους της. Ο ενοχικός έρως της αμαρτίας και ο έρως-πάθος σχεδόν της νεωτερικότητας, όπως ορθά το συνέλαβε ο Παλαμάς, ακόμη κι αν έκανε προβολή των δικών του παθημάτων πάνω στο Ιδιόμελο της Κασσιανής. Διάχυτη η γοητεία λοιπόν των υπαινιγμών ερωτισμού που συνδέουν το πρόσωπο της πόρνης με τη Μαγδαληνή και της υποτιθέμενης σχέσης της με τον Ιησού Χριστό (με την ιδιότητα του Θεού υποψιάζομαι να υπολανθάνει ενίοτε σκανδαλωδώς διεγερτικά, πίσω από ανατρεπτικές φαντασιώσεις), αλλά και του ερωτικού μύθου που περιβλήθηκε η ζωή της Κασσιανής κι η κρυπτική σύνδεσή του με τα σημαινόμενα του τροπαρίου. Ας προστεθεί τέλος πως μεγάλη και υποσυνείδητη συμβολή στη σαγηνευτική έλξη και γοητεία του ύμνου φαίνεται να έπαιξε και το γεγονός πως η Κασία –εκτός του να είναι η σημαντικότερη– κρατά και την αρίζηλο θέση της μόνης βυζαντινής ποιήτριας.

Από τις πολυάριθμες λοιπόν μεταφράσεις που αξιώθηκε στη νεοελληνική το τροπάριο της μοναχής Κασίας, διάλεξα και συγκεντρώνω εδώ τις επόμενες, μαζί με κάποιες ποιητικές αποδόσεις κι ορισμένων εν πολλοίς άγνωστων, αλλά ιδιαίτερων, έργων της. Σε όλες τις αποδόσεις, ακολουθείται η ορθογραφία των αρχικών δημοσιεύσεών τους.

Σε μια περίοδο όπου οι βιβλιοθήκες είναι κλειστές, δύσκολα προσβάσιμες ή υπολειτουργούν, η ευγνωμοσύνη σε όσους συνεισέφεραν στην υλοποίηση αυτής της ανθολόγησης είναι αυτονόητα μεγάλη και βαθιά. Ευχαριστίες θερμές λοιπόν στο προσωπικό της Δημοτικής  Βιβλιοθήκης Πατρών, στον Γιάννη Πατίλη που διέθεσε με εγκάρδια προθυμία και γενναιοδωρία περισσή το προσωπικό του αρχείο, και στους φίλους Κώστα Τακιρτάκογλου, Γιώργο Μάλφα και Στέφανο Φύσκιλη για την αφειδώλευτη συνδρομή τους.

[1] Ενδεικτικά αναφέρω τα όσα γράφει στην πρόσφατη παλαμική ανθολογία του ο Παντ. Βουτουρής,  Ο ερωτικός Παλαμάς, Μελάνι 2018, σ. 44-48˙ και  Κ. Γ. Κασίνης, «Ν. Γ. Πολίτης – Κωστής Παλαμάς», Λαογραφία 33 (1982-1984), σ. 337.

~·~

ΙΔΙΟΜΕΛΟΝ ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ ΤΟΥ ΟΡΘΡΟΥ ΤΗΣ Μ. ΤΕΤΑΡΤΗΣ

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα Γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι, ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει· καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις, ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους, τίς ἐξιχνιάσει ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

~·~

ΙΔΙΟΜΕΛΟΝ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ

Ἔμμετρος μετάφρασις

Χριστέ, γυναῖκα ποὺ ἔπεσε σὲ χίλιαις ἁμαρτίαις,
σὰν ἄκουσε, σὰν ἔννοιωσε τὴν θεϊκή σου χάρη,
μὲ Μυροφόρας φόρεμα, ᾽ς τὰ δάκρυα πνιγμένη
πρὶν νὰ σὲ θάψουνε ᾽ς τὴ γῆ, μῦρα γλυκὰ σοῦ φέρνει.
Ὤϊμε! φωνάζει, ὁλόγυρα νύκτα εἶναι, νύκτα μαύρη,
νύκτα ποὺ ἀνοίγει καὶ κεντᾷ τοὺς σαρκικούς μου πόθους,
καὶ σκοτεινὴ κι ἀσέληνος, τῆς ἁμαρτίας ἔρως.
Δέξου, Χριστέ, τὰ δάκρυα, τὰ δάκρυα ποὺ χύνω·
Σὺ ποὺ τραβᾷς ᾽ς τὰ σύννεφα τῆς θάλασσας τὸ κῦμα,
λυγίσου, γῦρε τὴν καρδιὰ ᾽ς τοὺς ἀναστεναγμούς μου,
Σὺ πού ᾽γυρες τοὺς Οὐρανοὺς ᾽ς τὴ γέννησί σου ἐπάνω,
τ᾿ ἀνέγγικτα τὰ πόδια σου ἄφες με νὰ φιλήσω
καὶ νὰ σφογγίσω τὰ φιλιὰ μὲ τὰ πλεχτὰ μαλλιά μου˙
τὰ πόδια, ποὺ ὅταν ἤκουσε τὸν κρότον τους ἡ Εὔα
τὸ δειλινὸ μέσ᾽ τὴν Ἐδέμ, ἐκρύφτηκε ἀπὸ φόβο.
Ταῖς τόσαις ἁμαρτίαις μου, τὴ φοβερή σου κρίσι,
ποιὸς νὰ μετρήσῃ δύναται, Σωτήρ μου, ψυχοσῶστα;
Μή με θωρῇς ἀδιάφορος τὴν ταπεινή σου δούλη
Σὺ ποὺ ἔχῃς σὰν Θεὸς ἀμέτρητη εὐσπλαγχνία.

(Αποδόθηκε στον Ιωάννη Πολέμη και κυκλοφορεί ευρέως στο διαδίκτυο ‘πειραγμένη’ και διορθωμένη. Όπως φαίνεται όμως η συγκεκριμένη απόδοση πρωτοδημοσιεύθηκε ανωνύμως στην εφημερίδα Ταχυδρόμος (3-4-1899) της Κωνσταντινούπολης. Εκεί αναγγέλλεται η «μουσικοφιλολογική» συναυλία του Γ. Δ. Παχτίκου, μέρος της οποίας ήταν και το μελοποιημένο τροπάριο της Κασσιανής από τον Νικόλαο Μάντζαρο και παρατίθεται το πρωτότυπο κείμενο του τροπαρίου, μαζί με τη συγκεκριμένη μετάφραση.)

~·~

ΚΑΣΣΙΑΝΗ

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις…

Κύριε, γυναίκα ἁμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριὰ τὰ κρίματά μου.
Μά, ὦ Κύριε, πῶς ἡ θεότη Σου μιλᾶ
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου!

Κύριε, προτοῦ Σὲ κρύψ᾿ ἡ ἐντάφια γῆ
ἀπὸ τὴ δροσαυγὴ λουλούδια πῆρα
κι ἀπ᾿ τῆς λατρείας τὴν τρίσβαθη πηγὴ
Σοῦ φέρνω μῦρα.

Οἶστρος μὲ σέρνε ἀκολασίας… Νυχτιά,
σκοτάδι ἀφέγγαρο, ἄναστρο μὲ ζώνει,
τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας· φωτιὰ
μὲ καίει, μὲ λιώνει.

Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ τὰ πέλαα τὰ νερὰ
τὰ ὑψώνεις νέφη, πάρε τα, Ἔρωτά μου,
κυλᾶνε, εἶναι ποτάμια φλογερὰ
τὰ δάκρυά μου.

Γύρε σ᾿ ἐμέ. Ἡ ψυχὴ πῶς πονεῖ!
Δέξου με Ἐσὺ ποὺ δέχτηκες καὶ γείραν
ἄφραστα ὡς ἐδῶ κάτου οἱ οὐρανοί.
καὶ σάρκα ἐπήραν.

Στ᾿ ἄχραντά Σου τὰ πόδια, βασιλιά
μου Ἐσὺ θὰ πέσω καὶ θὰ στὰ φιλήσω,
καὶ μὲ τῆς κεφαλῆς μου τὰ μαλλιὰ
θὰ στὰ σφουγγίσω.

Τ᾿ ἄκουσεν ἡ Εὔα μέσ᾿ στὸ ἀποσπερνὸ
τῆς παράδεισος φῶς ν᾿ ἀντιχτυπᾶνε,
κι ἀλαφιασμένη κρύφτηκε… Πονῶ,
σῶσε, ἔλεος κάνε.

Ψυχοσῶστ᾿, οἱ ἁμαρτίες μου λαός˙
τὰ ξεδιάλυτα ποιὸς θὰ ξεδιαλύσῃ;
Ἀμέτρητό Σου τὸ ἔλεος, ὁ Θεός!
Ἄβυσσο ἡ κρίση.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
(Βωμοί, Βιβλίο Τέταρτο, 1915˙ Άπαντα, Γκοβόστης τ. 7ος, σ. 105-106).

~·~

ΚΑΣΣΙΑΝΗ

Κύ­ρι­ε, τὰ κρί­μα­τά μου, ξαί­ρω, εἶ­ναι πολ­λά.
Μὰ ὡς τό­σο ἐ­γώ, πρὶν σ’ ἐν­τα­φι­ά­σουν, Θε­έ μου, πῆ­ρα,
πῆ­ρα καὶ σοὔ­φε­ρα τὸ δά­κρυ­ο ποὺ κυ­λᾶ
καὶ τῆς λα­τρεί­ας μου ἡ­λι­ο­στά­λα­χτα τὰ μύ­ρα.

Τὸ ξαί­ρω, ἀ­λί­μο­νο, μὲ ζώ­νει σκο­τει­νὴ
μιὰ νύ­χτα κι ἔμειν’ ἡ ζω­ή μου ἄ­χα­ρη, ἄ­δει­α.
Ἀ­κο­λα­σί­ας μὲ σέρ­νει ὁ οἶ­στρος καὶ πο­νεῖ,
πο­νεῖ ἡ ψυ­χή μου μὲς στ’ ἀ­φέγ­γα­ρα σκο­τά­δια.

Σύ, ποὺ ἀπ’ τὸ πέ­λα­ο τὰ νε­ρὰ κι ἀπ’ τὶς αὐ­γὲς
τὶς δρο­σο­στά­λες ἀ­νυ­ψώ­νεις σύν­νε­φά σου,
δέ­ξου μου, δέ­ξου τῶν δα­κρύ­ων τὶς πη­γὲς
καὶ τῆς καρ­διᾶς μου τὸ ἀ­να­στέ­ναγ­μα ἀ­φουγ­κρά­σου.

Γο­να­τι­στὴ θὰ σοῦ γε­μί­σω μὲ φι­λιὰ
τ’ ἄ­χραν­τα πό­δια, ἡ συν­τρι­βή μου εἶ­ναι με­γά­λη.
Καὶ μὲ τῆς κε­φα­λῆς μου πά­λι τὰ μαλ­λιὰ
ἡ ἁ­μαρ­τω­λὴ θὰ σ’ τὰ σκου­πί­σω ἀ­γά­λι ἀ­γά­λι.

Τὰ πό­δια σου, ὅ­ταν ἡ Εὕ­α τ’ ἄ­κου­σεν ἀρ­γὰ
στὴ σι­γα­λιὰ ν’ ἀν­τι­χτυ­ποῦν τοῦ Πα­ρα­δεί­σου,
σὰν ξαφ­νι­α­σμέ­νο ἐ­λά­φι, κρύ­φτη­κε γορ­γά,
μὴν ἀν­τι­κρύ­ση, Βα­σι­λιά μου, τὴ μορ­φή σου.

Τὰ κρί­μα­τά μου, Ψυ­χο­σώ­στη, εἶ­ναι πολ­λὰ
κι ἄ­δη­λη ἡ κρί­ση σου, βα­θει­ά. Τά­χα ποιὰ νἆ­ναι;
Τα­πει­νω­μέ­νη ὅ­μως στὰ δά­κρυ­α τὰ θο­λά,
σῶ­σε με κι ἄ­με­τρη συμ­πό­νια κι ἔ­λε­ος κά­νε!

30-10-29

ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ
(από το λιμπρέτο της ομώνυμης όπερας του Γεωργίου Σκλάβου).

ΚΑΣΣΙΑΝΗ
Κύριε, ἡ γυναίκα, ποὺ ἔπεσε
σὲ πλῆθος ἁμαρτίες,
τὴ θεότητά Σου ὡς ἔννοιωσε
στὴν ἄθλια της ψυχή,
μιὰ Μυροφόρα ἐγίνη,
καὶ μῦρα φέρνει Σου, προτοῦ
στὸν τάφο Σ’ ἀποθέσουν,
καὶ κλαίει καὶ δέρνεται ἡ φτωχή.
Ὠϊμέ, λέει, ἡ νύχτα μέσα μου,
μὲ δέρνει ἡ ἀκολασία
κι’ ἡ ἁμαρτία,
σκοταδερὴ κι’ ἀφέγγαρη!
Δέξου τὰ δάκρυά μου, Ἐσύ,
ποὺ κάνεις νέφη τὸ ἁλμυρὸ
τῆς θάλασσας νερό.
Στοὺς στεναγμούς μου τῆς καρδιᾶς
κάμψου Ἐσύ, ποὺ ἔχεις κάνει
μὲ τὴν ἐνσάρκωσή Σου τὴν ἄφραστη
νὰ γείρη ὁ οὐρανὸς στὴ γῆ.
Τὰ πόδια τὰ ἄχραντα
φιλιά θὰ Σοῦ γεμίσω,
καὶ μὲ τὰ πλούσια μου ὕστερα μαλλιὰ
θὰ τὰ σκουπίσω,
τὰ πόδια, ποὺ ἡ Εὔα, ὡς ἄκουσε
τὸ δεῖλι νὰ σιμώνουν
μέσ’ στὸν Παράδεισο, ἡ φτωχὴ
ἀπὸ τὸ φόβο ἐκρύφτη.
Σωτήρα, ψυχοσώστη μου,
ποιὸς τῶν ἁμαρτιῶν μου
τὸ πλῆθος θὰ μετρήση,
καὶ θὰ βυθοσκοπήση
τὴν ἄβυσσο τῆς κρίσης σου;
Μὴ μ’ ἀποδιώξης τὴ φτωχὴ
τὴ δούλη σου Ἐσύ,
ποὺ ἄμετρο ἔχεις τὸ ἔλεος.

ΑΡΓΗΣ ΚΟΡΑΚΑΣ (Α. Άργης)
(Θρακικά, τ. 22ος, Ανθολογία Θρακών ποιητών, 1936, σ. 103-104).

~•~

ΚΑΣΣΙΑΝΗ
Τὴ θεϊκή σου δύναμη σὰν ἔνοιωσεν ἐκείνη,
ποὺ σὲ ἁμαρτίαις ἄπειραις ἤτανε βυθισμένη,
ἐπῆρε μύρα, Κύριε, λίγο πρὸ τῆς ταφῆς σου
καὶ ἔπεσε ἐμπρὸς σ’ τὰ πόδια σου σ’ τὰ δάκρυα πνιγμένη.

Ἄχ! Θεέ μου, ἔλεγε μὲ λυγμούς, νύκτα μὲ τριγυρίζει,
ἄγρια μανία τῆς ψυχῆς, οἶστρος ἀκολασίας·
σὲ μύρια μύρια κρίματα μὲ ἐβύθισεν ὁ πλάνος
ὁ σκοτεινὸς καὶ ἀφώτιστος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.

Σὺ τὰ θερμά μου δάκρυα δέξου, ποὺ τῆς θαλάσσης
γνωρίζεις τἄπειρα νερὰ σὲ σύννεφα νὰ ὑψώσῃς·
λυπήσου, θεέ μου, μιὰ καρδιά, ποὺ ἀπὸ βαθειὰ στενάζει,
Σύ, ποὺ σ’ τὴ γῆ κατέβασες τὰ οὐράνια νὰ μᾶς σώσῃς.

Τὰ πόδια, Κύριε τἄχραντα θέλω νὰ σοῦ φιλήσω·
μὲ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς νὰ τὰ σκουπίσω πάλι·
τὰ πόδια, ποὺ σὰν τἄκουσε τὸ δειλινὸν ἡ Εὔα,
ἐκρύφθη ἀπὸ τὸ φόβο τῆς μέσ’ σ’ τῆς Ἐδὲμ τὴ ζάλη.

Τὰ πλήθη τῶν ἁμαρτιῶν μου, ἂχ Θεέ μου, ψυχοσώστη,
ποιὸς θὰ μετρήσῃ; Ποιὸς θὰ βρῇ τῆς θείας κρίσεώς σου
τὴν ἄβυσσο; Τὴ δούλη σου, μὴ μὲ καταφρονήσῃς,
Σύ, ποὺ γιὰ μᾶς ἀμέτρητο ἔχεις τὸ ἔλεος σου.

ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΒΟΡΕΑΣ
(Ρυθμοὶ ἀθανάτων, τ. 3ος, Αθήνα 1937, σ. 77-78).

~•~

ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
Γροικῶντας τὴ Θεότητά σου, Κύριε,
γυναῖκα ἐγώ, ἡ χιλιοκολασμένη,
σὰν ἄλλη Μυροφόρα, δέρνομαι,
καὶ μῦρα ἐντάφια, φέρνω Σου προώρας.

Ἀλλοίμονό μου, καὶ νυχτιὰ σκοταδερή,
στὰ βάθεια τῆς ψυχῆς μου βασιλεύει,
κι᾽ Ἔρωτας μὲ φλογίζει ἁμαρτωλός,
κι’ ἀκολασίας δέρνει με μανία.

Τῆς θάλασσας σὺ ποὺ ἀνασέρνεις τὰ νερά,
καὶ τὶς πηγές μου δέξου τῶν δακρύων.
Συμπόνα τῆς καρδιᾶς μου τοὺς καϋμοὺς
σὺ ποὔγειρες τὰ Οὐράνια σὰ γεννιώσουν.

Τὰ πόδια σου θὲ νὰ φιλήσω τ’ ἄχραντα,
κι εὐθὺς μὲ τὰ μαλλιά μου θὰ σφουγγίσω.
Στὸν κρότο τους ποὺ κάποιο δειλινό,
λαφιάστηκε τοῦ Παραδείσου ἡ Εὔα.

Πολλὲς οἱ ἁμαρτίες μου, Σωτῆρα μου,
Κι᾽ ἀπύθμενο τῆς κρίσης σου τὸ βάθος.
Μὰ μὴν περιφρονῇς τὴ δούλη σου,
ἀμέτρητο μιὰ κ᾽ εἶνε τὸ ἔλεός σου.

GIRGA 1944
ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΓΝΗΣ
(Τὰ Ἅπαντα, Αλεξάνδρεια, 1944, τ. 1ος, σ. 175).

[Σημειώνεται στα Ἅπαντα, τ. 1, σ. κγ΄: «Λίγο πρὶν κυκλοφορήσουνε οἱ Πασχαλιὲς καὶ Χειμωνάνθια, ὁ Π. Μάγνης τύπωσε σ’ ἕνα δισέλιδο φυλλάδιο “Τὸ τροπάρι τῆς Κασσιανῆς”, μεταφρασμένο ἔμμετρα στὴν νεοελληνική. Ὑπάρχει μαζὶ μὲ τὴ μετάφραση καὶ τ’ ἀρχαῖο κείμενο. Εἶναι μιὰ σοβαρὴ ἐργασία ποὺ ἀποδίδει τὸ πρωτότυπο μὲ συνέπεια».]

~•~

ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
Κύριε, ἡ γυναίκα ποὺ ἔπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες,
σὰν ἔνοιωσε τὴ θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
καὶ σὲ ἄλειψε μὲ μυρουδικὰ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό σου
κι ἔλεγε ὀδυρόμενη. Ἀλλοίμονο σὲ μένα,
γιατὶ μέσα μου εἶναι νύχτα κατασκότεινη
καὶ δίχως φεγγάρι, ἡ μανία τῆς ἀσωτείας κι ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας.
Δέξου ἀπὸ μένα τὶς πηγὲς τῶν δακρύων,
ἐσὺ ποὺ μεταλλάζεις μὲ τὰ σύννεφα τὸ νερὸ τῆς θάλασσας.
Λύγισε στ᾽ ἀναστενάγματα τῆς καρδιᾶς μου,
ἐσὺ ποὺ ἔγειρες τὸν οὐρανὸ καὶ κατέβηκες στὴ γῆς.
Θὰ καταφιλήσω τὰ ἄχραντα ποδάρια σου,
καὶ θὰ τὰ σφουγγίσω πάλι μὲ τὰ πλοκάμια τῆς κεφαλῆς μου•
αὐτὰ τὰ ποδάρια, ποὺ σὰν τ᾽ ἄκουσε ἡ Εὔα νὰ περπατᾶνε
κατὰ τὸ δειλινό, ἀπὸ τὸ φόβο της κρύφτηκε.
Τῶν ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ τῶν κριμάτων σου τὴν ἄβυσσο,
ποιὸς μπορεῖ νὰ τὰ ἐξιχνιάσει, ψυχοσώστη Σωτῆρα μου;
Μὴν καταφρονέσῃς τὴ δούλη σου, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τ᾽ ἀμέτρητο ἔλεος.

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(Ελευθερία, 28/4/1948).

~•~

ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
Κύριε, ἡ γυναῖκα σ’ ἁμαρτίες πολλὲς ὁπούειχα περιπέσει,
τώρα, τὴ θεότη Σου ποὺ νοιώθω, μιᾶς μυροφόρας πῆρα θέση.
Καὶ μὲ τὸ σπαραγμό, τὸ θρῆνο, τὴν πλάση ὅλη ξυπνόντας γύρα,
Σοῦ φέρνω, Κύριε, πρὶν σὲ θάψουν, ἡ πόρνη ἐγώ, τὰ ἐντάφια μῦρα!

Κι’ ὠϊμέ! Μιὰ νύχτα εἶναι γιὰ μένα μουγγή, βαθειά, χωρὶς φεγγάρι.
Οἶστρος ἀκολασίας! ὁ ἔρως τῆς ἁμαρτίας! Μὰ κάμε χάρη·
Καὶ δέξου τῶν δακρύων τὶς βρύσες, πηγὲς ποὺ ὁ πόνος μου τὶς τρέφει,
Σύ, ποὺ ἀπ’ τὴ θάλασσα ἀνεβάζεις καὶ τὸ νερὸ ψηλὰ σὲ νέφη.

Γεῖρε ἐδῶ πάνω στῆς καρδιᾶς μου τοὺς στεναγμούς, ποὺ Σὲ καλοῦνε,
Σύ, ποὺ ἔκλεινες στὴ γῆ τὰ Οὐράνια καὶ σάρκα πῆραν καὶ μιλοῦνε.
Κι᾽ ἄσε μὲ τ’ ἄχραντά Σου πόδια νὰ τὰ γεμίσω ἀπ’ τὰ φιλιά μου.
Νὰ τὰ σφουγγίσω ἐγὼ καὶ πάλι, τὰ πόδια αὐτά, μὲ τὰ μαλλιά μου.

Ποὺ στὸν Παράδεισο ἕνα δεῖλι ξάφνιασε, ἀχός, τὸ πέρασμά τους
τὸ αὐτὶ τῆς Εὔας κι’ ἄπ’ τὸ φόβο, πουλάκι κρύφτηκε στοὺς βάτους.

Τὶς ἁμαρτίες μου ποιός –τὸ πλήθος– Κύριε, μπορεῖ νὰ τὶς μετρήσῃ;
Ποιὸς θὰ ἐξιχνιάσῃ, Ψυχοσώστη, τὴν ἄβυσσο, δική Σου κρίση;

Ὅμως, μὴ μοῦ καταφρονέψῃς σκλάβα Σου, Κύριε, τὴν ψυχή!
Κύριε! ποὺ τ’ ἄπειρο ἔλεός Σου δὲν ἔχει τέλος, μήτε ἀρχή!…

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ

[Ακολουθώ το κείμενο της μετάφρασης όπως το δημοσίευσε ο Δημ. Παντελοδήμος στο άρθρο του «Τὸ τροπάριον τῆς Κασίας εἰς τὴν νεοελληνικὴν ποίησιν», Ἡπειρωτικὴ Ἑστία, τ. 241-242 (Μάϊ.-Ιουν. 1972), σ. 340-341, στο οποίο όμως δεν αναφέρει πού βρήκε τη συγκεκριμένη μετάφραση. Το σωζόμενο στα κατάλοιπα τού ποιητή –ανέκδοτο– κείμενο φαίνεται να παρουσιάζει διαφορές αλλά δεν στάθηκε εφικτό να το ελέγξω μέχρι τώρα.]

~•~

ΙΔΙΟΜΕΛΟ ΣΤΗ Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ*
Κύριε,
μὲς σὲ πολλὲς ἁμαρτίες
αὐτὴ ποὺ εἶχε συρθῆ,
καθὼς τὴ θεότη σου αἰστάνθηκε,
μυροφόρας
ἦρθε νὰ πάρη θέση
καὶ μ᾽ ὀδυρμὸ μῦρα γιὰ σὲ
πρὶν τὸν ἐνταφιασμὸ προσφέρει·
ὠιμέ, λέγοντας,
γιὰ μὲ νύχτα ὑπάρχει,
ἔξαψη ἀσωτίας,
θεοσκότεινος καὶ άφέγγαρος
ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξου
τὶς πηγὲς τῶν δακρύων μου
σὺ ποὺ φέρνεις σὲ νεφέλες
τὸ νερὸ τοῦ πελάγου.
Σκύψε, Θέ μου,
πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδιᾶς μου,
σὺ ποὺ ἔγειρες τοὺς οὐρανοὺς
μὲ τὴν ἐνανθρώπισή σου.
Θὰ καταφιλήσω τ’ ἄχραντά σου πόδια,
θὰ τ’ ἀποστεγνώσω καὶ πάλι
μὲ τῶν μαλλιῶν μου τὶς πλεξίδες,
πού, μὲς στοῦ Παραδείσου
ἡ Εὔα τὸ δειλινό,
τὸν κρότο τους σὰν ἄκουσε στ’ αὐτιά της
ἐκρύφτηκε ἀπὸ φόβο.
Οἱ ἁμαρτίες μου πλήθη
καὶ οἱ κρίσεις μου ἄβυσσοι·
ποιὸς τὰ ξεδιαλύνει
ψυχοσώστη, Σωτήρα μου;
Τὴ δούλη σου ἐμὲ μὴν παραβλέψης
σὺ ποὺ ἔχεις ἀμέτρητο ἔλεος.

Π. Α. ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
(Νέα Εστία, τ. 931, 15 Απριλίου 1966, σ. 576).

(*) Η μετάφραση έγινε στο μέτρο του πρωτότυπου, για να μπορεί να ψέλνεται. Σχετικά κοίτ.: Π. Α. Σινόπουλου, «Το μεταφραστικό πρόβλημα στους Βυζαντινούς ύμνους», περιοδ. Ακτίνες, Ιανουάριος 1966.

[Η μεταφραστική απόπειρα του Π. Α. Σινόπουλου συμπεριλήφθηκε σε αυτή την ανθολόγηση κυρίως και πρωτίστως γιατί συνιστά μία από τις ελάχιστες –παρότι επίμονες– προσπάθειες νεοελληνικής απόδοσης των εκκλησιαστικών ύμνων, κρατώντας το ρυθμικό ύφος τους, ώστε να μπορούν να ψέλνονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες (προσπάθειες που εντέλει δεν τελεσφόρησαν).]

~•~

ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ
Κύριε
Έγὼ ἡ γυναίκα
ἡ μολυσμένη τῶν ἁμαρτιῶν

στὰ σπλάχνα μου αἰσθάνθηκα τὴν θεότητά σου
κι ἔγινα μυροφόρος
Μὲ ὀδυρμοὺς μῦρα
ἀκουμπῶ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν τάφο σου

Τὰ σπλάχνα μου ἡ νύχτα τὰ κατέχει
Μανία ἡ ἀκολασία μου
Σκοτάδι καὶ θάνατος τῆς σελήνης
ὁ ἔρως μου τῆς ἁμαρτίας

Πάρε τὰ μάτια μου μαζὶ μὲ τὰ δάκρυά τους εσὺ
ποὺ ὅρισες ἡ θάλασσα νὰ κατάγεται ἀπὸ τὰ σύννεφα

Κλίνε πάνω ἀπὸ τὸν ἀναστεναγμὸ
τὸν πιὸ βαθὺ τῆς καρδιᾶς μου
Ἐσὺ ποὺ ἔκαμψες τοὺς οὺρανοὺς
γιὰ νὰ χωρέσει τὸ ἄφατο

Θέλω νὰ φιλήσω τὰ πόδια σου τὰ ἀνέγγιχτα
καὶ νὰ τὰ προστατεύω
μέσα στὶς θηλειὲς τῶν μαλλιῶν μου

Στὸ σούρουπο τοῦ παραδείσου ἡ Εὔα
τοὺς κρότους ἐκούει καὶ ταράζεται
τρόμαξε καὶ ἐκρύφτη

Σωτῆρα μου καὶ τῶν ψυχῶν σωτῆρα
Ποιὸς τὸ κουβάρι τῶν ἁμαρτιῶν μου
θὰ ἔρθει νὰ ξετυλίξει
Στῆς τιμωρίας σου τὴν ἄβυσσο
ποιὸς πῶς νὰ κρατηθεῖ

Μὴν ἀποστρέφεις τὸ βλέμμα σου ἀπὸ πάνω μου
Βλέπε με. Τὴν δούλη σου

Ἐσὺ ποὺ εἶσαι τὸ ἔλεος

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ
(χάρτης, Αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη, τ. 21,22,23, Νοέμβριος 1986, σ. 475).

~•~

ΤΡΟΠΑΡΙΟ
Κύριε, αυτή που έριξε το θηλυκό σκαρί της
στην ξέρα της αποτυχίας,
σε είδε Θεό και τράπηκε
με κλάματα να ενταχθεί
στη μυρωμένη τάξη της ταφής σου.

Νύχτωσα μέσα μου, η τρελή.
Πού πάω, δίχως φεγγάρι,
μες στα σκοτάδια του έρωτα
τρεκλίζοντας μανία;

Δέξου το δάκρυ μου: πηγή
-δεν λέω- κι εσύ τα πέλαγα
στα σύννεφα μαζεύεις.
Μα γείρε πάνω στην καρδιά
που αναστενάζει· έγειρες
τους ουρανούς κι ήρθες εδώ…
πώς να το πω, δεν λέγεται.

Άσε με να φιλήσω
τα πόδια σου τ’ ατίμητα,
άσε με να φωτίσω
με των μαλλιών μου την πλοκή
τα πόδια αυτά τα δειλινά,
που άκουσε η Εύα κάποτε
στον Παράδεισο και τρόμαξε
και κρύφτηκε απ’ τον τρόμο.

Πόσες φορές απέτυχα και πόσες
η άβυσσός σου μ’ έκρινε,
ποιος θα μετρήσει και θα βρει,
ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μην προσπερνάς τη δούλη σου
με το αμέτρητο έλεός σου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
(Αναρτήθηκε στο ιστολόγιό του, στις 19/4/2008, 3:31 μ.μ. Σήμερα συμπεριλαμβάνεται στο: Γιώργος Μπλάνας (επιλογή-μετάφραση), Δύστηνος έγκειμαι πόθω: Ένα ανθολόγιο ερωτικής ποίησης, Βακχικόν, 2014).

, , , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *