Οι μάχες Αγίας Μαρίνας – Υπάτης. Οι ανεπιτυχείς προσπάθειες απόκρουσης του Δράμαλη στη Φθιώτιδα τον Απρίλιο-Ιούνιο του 1822


του Χρόνη Βάρσου

Φιλολόγου – Ιστορικού ερευνητή

 Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία (τεύχος 268, Ιουλίου 2019)

Πρόλογος

Η πτώση του Αλή πασά στις αρχές του 1822 διαμόρφωσε νέα δεδομένα για την Ελληνική Επανάσταση καθώς αποδέσμευσε χιλιάδες σουλτανικού στρατού για επιχειρήσεις στη νότια Ελλάδα. Η περιοχή της Λαμίας, αποτέλεσε την προωθημένη βάση συγκέντρωσής τους πριν την κάθοδο στην Πελοπόννησο. Η αναχαίτιση της εκστρατείας του Δράμαλη, εκτός από δύσκολο στρατιωτικό εγχείρημα, υπονομεύτηκε έντονα και από τα ακραία πολιτικά πάθη που εκδηλώθηκαν.

 Εισαγωγή

 Το τέλος του 1821, σημαδεύτηκε από τη σταθεροποίηση της επανάστασης στη Ρούμελη, τον Μοριά και το συντριπτικό τμήμα της νησιωτικής Ελλάδας, αν εξαιρέσει κανείς τα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Όλες οι προσπάθειες του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ (1808-1839), ναυτικές και χερσαίες, είχαν αποτύχει παταγωδώς. Με στραμμένη την προσοχή της στο μέτωπο της Ηπείρου εναντίον του Αλή πασά που είχε εμπλέξει, ήδη από τον Ιούλιο του 1820, δεκάδες χιλιάδες οθωμανικού στρατού, την πολεμική εμπλοκή στα ανατολικά σύνορα με τη σιϊτική Περσία και τον φόβο ενός ακόμη ρωσο-τουρκικού πολέμου λόγω της διακοπής των διπλωματικών σχέσεων με την Πετρούπολη από τον Ιούλιο του 1821, η οθωμανική ηγεσία αδυνατούσε να επιφέρει ένα βαρύ πλήγμα στους Έλληνες. Αν εξαιρέσει κανείς το τραγικό τέλος με την κατάπνιξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία τον Σεπτέμβριο του 1821 και την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης στη Χαλκιδική τον Οκτώβριο, σε όλα τα άλλα μέτωπα οι επαναστάτες είχαν επικρατήσει. Με την έναρξη του 1822 οι προοπτικές μιας ανέλπιστης νίκης απέναντι στην αποδυναμωμένη αλλά πάντα ισχυρότατη Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρά τη σφοδρή αντίδραση της Ιεράς Συμμαχίας, διαγράφονταν λαμπρές. Ήδη το επαναστατημένο έθνος είχε συγκροτηθεί και πολιτειακά στα μέσα Ιανουαρίου 1822 με την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και τη δημιουργία της πρώτης επαναστατικής κυβέρνησης με πρόεδρο του Εκτελεστικού τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και του Βουλευτικού τον Δημήτριο Υψηλάντη.

 Στην Πελοπόννησο, η πτώση της Τρίπολης τον Σεπτέμβριο του 1821 έδωσε στην ελληνική πλευρά την απαραίτητη αυτοπεποίθηση και την ώθηση για τη συνέχιση του αγώνα. Η Μονεμβασιά και το Νιόκαστρο βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, ενώ στις 14 Ιανουαρίου του 1822 παραδόθηκε και ο Ακροκόρινθος ενώ η Κόρινθος κατέστη έδρα της ελληνικής επαναστατικής κυβέρνησης. Το Ναύπλιο και η Πάτρα βρισκόταν υπό στενή πολιορκία ενώ τα σημαντικότατα κάστρα της Μεθώνης και Κορώνης θεωρήθηκαν – εσφαλμένα όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια – από την ελληνική πλευρά ήσσονος σημασίας.

Στο μέτωπο όμως της Πάτρας, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Μετά τις 6 Φεβρουαρίου ο οθωμανικός στόλος αποβίβασε εκεί 4.000 Τούρκους (ή 8-9.000 σύμφωνα με τον Φωτάκο) με 20 πυροβόλα, υπό τον Καρά Μεχμέτ (Κακλαμάν), μόλις αφιχθέντα από τα Ιωάννινα. Έτσι η εκ 3.000 φρουρά της Πάτρας υπό τον Γιουσούφ Σελίμ πασά (Σερεσλή) ανήλθε στις 7.000 άνδρες που όχι μόνο εξασφάλιζαν την άμυνα της πόλης αλλά και απειλούσαν όλη την Πελοπόννησο (!) Ο ελληνικός στόλος, με νέο ναύαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη, κατάφερε με τη νίκη του στον Πατραϊκό κόλπο στις 20 Φεβρουαρίου http://www.varsos1821.gr/2021/04/20-1822.html να εξαναγκάσει την τουρκική αρμάδα να αποχωρήσει από την περιοχή για τα Στενά. Για την αντιμετώπιση της νέας κατάστασης στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, έφτασε αρχές Μαρτίου έξω από την Πάτρα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με 6.300 άνδρες και ξεκίνησε οργανωμένα πλέον την πολιορκία της πόλης.

Στη Στερεά, οι μεγάλες νίκες του προηγούμενου έτους επέτρεψαν τη μεταβολή του στρατηγικότατου αυτού γεωγραφικού διαμερίσματος σε σημαντικό ανάχωμα κάθε πιθανής μελλοντικής τουρκικής εισβολής στην καρδιά της Πελοποννήσου και η νέα πολιορκία της Ακρόπολης από τον Νοέμβριο, διαγραφόταν ευοίωνη. Στην Εύβοια όμως οι επιχειρήσεις εναντίον της Χαλκίδας και ιδίως της Καρύστου, παρά τις άοκνες προσπάθειες του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του Νεόφυτου Καρυστίας και των Μαυρομιχαλαίων (Ηλία και Κυριακούλη) δεν καρποφόρησαν ιδίως μετά τον θάνατο του Ηλία Μαυρομιχάλη στα Στύρα (12 Ιανουαρίου 1822) και μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου η πολιορκία της Καρύστου εγκαταλείφθηκε.

Στο Αιγαίο ο ελληνικός (τρινήσιος) στόλος κυριαρχούσε και δεν επέτρεψε στη σουλτανική αρμάδα σε καμιά φάση του αγώνα να αμφισβητήσει την κυριαρχία του στα θάλασσα. Ήδη κατά το 1821 και οι τρεις έξοδοι του εχθρικού στόλου απέτυχαν (ανατίναξη του δικρότου στην Ερεσσό τον Μάιο και απόκρουση απόβασης στη Σάμο τον Ιούλιο) με εξαίρεση την καταστροφή του Γαλαξιδίου τον Σεπτέμβριο. Το οθωμανικό ναυτικό περιορίστηκε αισθητά, η ενίσχυση των πολιορκημένων τουρκικών κάστρων δεν απέδωσε και κάθε πιθανή απόβαση στον Μοριά απετράπη.

Στην Κρήτη ο αγώνας συνεχιζόταν έντονος, με τους Τούρκους να ελέγχουν τα μεγάλα κάστρα της μεγαλονήσου αλλά να αδυνατούν να καταπνίξουν την επανάσταση στο νησί. Στις 20 Μαρτίου 1822 αποβιβάστηκε στο Λουτρό Σφακίων ο κορσικανικής καταγωγής φιλέλληνας, συνταγματάρχης Ιωσήφ Βαλέστ, επικεφαλής τμήματος πολλών φιλελλήνων, επικεντρώνοντας την προσπάθειά του στην κατάληψη της σημαντικής πόλης του Ρεθύμνου.

  Η πτώση του Αλή πασά, οι εξελίξεις στη Μακεδονία και η καταστροφή της Χίου

 To 1822 ξεκινούσε με ένα μεγίστης σημασίας γεγονός που θα αποτελούσε τον καταλύτη δραματικών εξελίξεων καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του έτους: την πτώση και δολοφονία του Αλή πασά στις 16 Ιανουαρίου 1822 (αναφορά Λάμπρου Κουτσονίκα) ή μεταξύ 17-24 του μήνα σύμφωνα με άλλες πηγές (Μοσχόπουλος, Finley). Η σοβαρότατη αυτή εξέλιξη αποδέσμευε για δράση στη νότια Ελλάδα χιλιάδες σουλτανικού στρατού που ήταν εγκλωβισμένος στο μέτωπο της Ηπείρου καθώς και τον ίδιο τον αρχισερασκέρη και Μόρα-βαλεσή, Χουρσίτ Αχμέτ πασά, τον πιο ικανό στρατιωτικό που διέθετε η Πύλη εκείνη την εποχή. Η απειλή για το Σούλι, τον πλέον προωθημένο προμαχώνα στα βορειοδυτικά, ήταν τεράστια. Στις 16 Φεβρουαρίου οι Σουλιώτες ζήτησαν άμεσα ενισχύσεις από την κυβέρνηση και  απέστειλαν τέλη Μαρτίου στην Κόρινθο τον Μάρκο Μπότσαρη για διαπραγματεύσεις.

 Ήδη από αρχές Φεβρουαρίου 1822, ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης, σαντζάκμπεης των Τρικάλων, αφού περιόρισε την επανάσταση στη Θεσσαλία αποκλειστικά στο Τρίκερι, έφτασε στη Λαμία, όπου ήδη βρισκόταν από το Φθινόπωρο του 1821 ο νέος σερασκέρης του Μοριά, Σεγίντ Αλής (1756-1826), πρώην Μεγάλος Βεζύρης. Αποστολή των δύο ανδρών ήταν η προετοιμασία εκεί ενός μεγάλου  στρατοπέδου, η έναρξη στρατολόγησης και η συγκέντρωση εφοδίων για τη μεγάλη εξόρμηση προς την καρδιά της Πελοποννήσου με στόχο την ανακατάληψη της Τρίπολης και την κατάπνιξη της επανάστασης.

Την ίδια περίοδο η δυτική Μακεδονία ξεσηκώθηκε με τους οπλαρχηγούς Αγγελή Γάτσο, Αναστάσιο Καρατάσο και τον πρόκριτο της Νάουσας Ζαφειράκη Θεοδοσίου. Στις 19 Φεβρουαρίου, στη Νάουσα, κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση ενώ επεκτάθηκε και στον Όλυμπο και την περιοχή της Πιερίας από τις 8 Μαρτίου. Για την αντιμετώπισή της άρχισαν να καταφθάνουν σταδιακά τμήματα τουρκικού στρατού από τα Τρίκαλα και τη Θεσσαλονίκη. Μέχρι τις 30 Μαρτίου η επανάσταση στον Όλυμπο κατεστάλη, ενώ πάνω από 20.000 στρατός υπό τον ίδιο τον βαλή της Θεσσαλονίκης, Μεχμέτ Εμίν (Εμπού Λουμπούτ) πασά έφτασε στη Βέροια και ξεκίνησε 24 Μαρτίου την πολιορκία της Νάουσας όπου είχαν συγκεντρωθεί 4-5.000 ελληνικά σώματα. Ήταν φανερό ότι χωρίς βοήθεια η επανάσταση στη δυτική Μακεδονία γρήγορα θα είχε την αιματηρή τύχη της Χαλκιδικής 6 μήνες πριν.

 Παράλληλα στη μαρτυρική Χίο, η επανάσταση που ξέσπασε 11 Μαρτίου 1822 με την άφιξη στο νησί 2.500 Σαμίων επαναστατών υπό τον Λυκούργο Λογοθέτη, δεν μπόρεσε να ευοδωθεί. Η επίθεση του τουρκικού στόλου (62-74 πλοία και 15.000 στρατός) υπό τον νέο καπουδάν πασά, Νασούχ Ζααντέ Καρά Αλή, μετέτρεψε το νησί σε ένα απέραντο σφαγείο. Η άσχημα συντονισμένη άμυνα κάμφθηκε αμέσως και σύντομα η οργή του Αλβανού ναυάρχου ξέσπασε στους αμάχους. Στο διάστημα 31 Μαρτίου – 9 Απριλίου, ανάλογα με τις πηγές, περίπου 23-42.000 Χιώτες εσφάγησαν, 48-50.000 αιχμαλωτίστηκαν και 23-40.000 προσφυγοποιήθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Λιγότεροι από 10.000 άνθρωποι απέμειναν στο ερειπωμένο νησί.

 Όλες αυτές οι δυσμενείς εξελίξεις – ιδίως στα βόρεια της Ρούμελης – αποτελούσαν θανάσιμο κίνδυνο συνολικά για το επαναστατικό εγχείρημα, γεγονός που απαιτούσε άμεση κινητοποίηση, σχεδιασμό και ταχεία δράση.

 Τα σχέδια της κυβέρνησης και οι εσωτερικές διενέξεις πολιτικών και οπλαρχηγών

 Προτεραιότητα πλέον για την ελληνική επαναστατική κυβέρνηση αποτελούσε η βοήθεια στο πολιορκημένο Σούλι, η ενίσχυση της επανάστασης στη δυτική Μακεδονία και η αναχαίτιση  της επικείμενης τουρκικής καθόδου στον Μοριά με σημείο εκκίνησης τη Λαμία, όπου άρχισαν σταδιακά να συγκεντρώνονται πολυάριθμες εχθρικές δυνάμεις.

Αρχές Φεβρουαρίου, η έκκληση του Δ. Υψηλάντη, προέδρου του Βουλευτικού, για μια εκστρατεία ενίσχυσης της ανατολικής Στερεάς με πελοποννησιακά στρατεύματα συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση του Αρείου Πάγου («Νομική Διάταξη Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος»). Η 12μελής αυτή τοπική διοίκηση της ανατολικής Στερεάς, είχε συγκροτηθεί στα Σάλωνα (Άμφισσα) υπό την προεδρία του φαναριώτη Θεόδωρου Νέγρη και ισχυρά μέλη τον Γρηγόριο Κωνσταντά, τον Νεόφυτο Ταλαντίου και τον Άνθιμο Γαζή από τις 19 Νοεμβρίου 1821. Την ίδια άποψη είχε και ο στενός φίλος του Νέγρη, Αλ. Μαυροκορδάτος, πρόεδρος του Εκτελεστικού, που επιθυμούσε βέβαια την «έξωση» του Υψηλάντη και του Νικηταρά (λόγω της φιλίας τους με τον Θ. Κολοκοτρώνη) από την Πελοπόννησο, αλλά όχι στην ανατολική Στερεά όπου θα αποκτούσαν επαφές με τον άλλο «ύποπτο» για την κυβέρνηση, Οδ. Ανδρούτσο. Στόχος ήταν η αποστολή τους στη δυτική Στερεά όπου υπήρχε πλήθος οπλαρχηγών ελεγχόμενων από τον Μαυροκορδάτο και άρα σιωπηλός «περιορισμός» τους. Κατόπιν όμως διαμαρτυριών του Υψηλάντη, αποφασίστηκε τελικά στις 7 Φεβρουαρίου η αποστολή τους στην ανατολική Στερεά, παρά τη διαφωνία του Μαυροκορδάτου. Την ίδια περίοδο (μέσα Φεβρουαρίου), ο Άρειος Πάγος όξυνε τη σύγκρουση και με τον Ανδρούτσο που φτάνοντας στο Καπανδρίτι από την Εύβοια, κατηγορήθηκε ότι τάχα δωροδοκήθηκε από τον Ομέρ μπέη της Καρύστου για να εγκαταλείψει την πολιορκία αυτού του τόσου σημαντικού εχθρικού κάστρου στο νησί. 

    Παρά τις εσωτερικές διχόνοιες, ο Υψηλάντης, παραιτούμενος από πρόεδρος του Βουλευτικού, ξεκίνησε στις 20 Φεβρουαρίου, μαζί με τον Νικηταρά με μόλις 700-800 άνδρες για την ανατολική Ρούμελη (παρά τις υποσχέσεις για εκστρατευτικό σώμα 3.000 ανδρών). Η εχθρότητα του Αρείου Πάγου στο πρόσωπό του ήταν εμφανής, αφού  μέχρι τα μέσα Μαρτίου με συνεχείς επιστολές στο Εκτελεστικό, από τη μια ζητούσε την άμεση στρατιωτική ενίσχυση της περιοχής και από την άλλη την ταυτόχρονη ανάκληση του Υψηλάντη, κατηγορώντας τον ποικιλοτρόπως (!). Στις 27 του μήνα μάλιστα, ο Ανδρούτσος, ενώ βρισκόταν στο Δίστομο, δέχτηκε επιστολή από ανθρώπους του Αρείου Πάγου με φήμες ότι τάχα οι Υψηλάντης – Νικηταράς έρχονταν στη Ρούμελη για να τον αντικαταστήσουν – και ίσως να τον σκοτώσουν (!) 

Την ίδια περίοδο (6 Μαρτίου) ο γερο-Πανουργιάς με επιστολή του προειδοποιούσε τον Άρειο Πάγο για τη διαρκή ενίσχυση των Τούρκων της Λαμίας και τον κίνδυνο καθόδου του Χουρσίτ από τα Γιάννενα στον Μοριά. Πρότεινε μάλιστα την ενίσχυση της Ρούμελης με Πελοποννησιακά στρατεύματα και την αιφνίδια κατάληψη της Λαμίας και της Υπάτης με παράλληλη ενίσχυση των επαναστατών στον Όλυμπο, τη δυτική Μακεδονία και τη Μαγνησία. Το ίδιο έκαναν και οι Έφοροι των Σαλώνων προειδοποιώντας στις 11 Μαρτίου για την παρουσία εμπροσθοφυλακής 800 Τούρκων στην Αλαμάνα. Ταυτόχρονα ο Άρειος Πάγος ενώ ζητούσε την παρουσία ελληνικού στόλου στον Μαλιακό κόλπο υποβάθμιζε την εχθρική δύναμη στη Λαμία κάνοντας λόγο για μόλις 1.500 Τούρκους ενόπλους στην πόλη (!). Παρά τις εμφανέστατες αδυναμίες και το πνεύμα εμπάθειας εναντίον των οπλαρχηγών που τον χαρακτήριζαν, το υπουργείο Εσωτερικών του έδωσε πλήρη αρμοδιότητα στη διεύθυνση και τον σχεδιασμό των μελλοντικών επιχειρήσεων.

Στο μεταξύ, ο Υψηλάντης με τον Νικηταρά έφτασαν στο Δίστομο στις 13 Μαρτίου και συναντήθηκαν με τους ντόπιους οπλαρχηγούς γερο-Πανουργιά, Σκαλτσοδήμο και Σαφάκα, αναμένοντας πλέον τον Ανδρούτσο. Μετά από 3 μέρες συναντήθηκαν στο Κάζνεσι (Μαυρονέρι Δαύλειας), αρχικά μέσα σε πνεύμα καχυποψίας, λόγω των όσων προηγήθηκαν από τις συκοφαντίες του Αρείου Πάγου. Γρήγορα τα νέφη στις σχέσεις των 3 αρχηγών διαλύθηκαν, δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις και μια βαθιά φιλία αναπτύχθηκε στο εξής. Ο χρόνος πλέον ήταν κρίσιμος παράγοντας. Με επιστολές τους στον Άρειο Πάγο ζητούσαν ενισχύσεις σε εφόδια και τρόφιμα για τους περίπου 4.000 άνδρες που είχαν ήδη συγκεντρωθεί.

ο Οδυσσέας Ανδρούτσος (1788-1825)

Η σύσκεψη του Μπράλου και το σχέδιο μάχης των οπλαρχηγών

 Στις 24-26 Μαρτίου, στον Μπράλο Φθιώτιδας συγκεντρώθηκαν οι οπλαρχηγοί της περιοχής, υπό την ηγεσία των Ανδρούτσου – Υψηλάντη – Νικηταρά, για να συζητήσουν τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων και τον τρόπο δράσης για την αντιμετώπιση των δυνάμεων του Δράμαλη, που με κέντρο τη Λαμία και την ευρύτερη περιοχή από Υπάτη μέχρι Στυλίδα είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται. Στη σύσκεψη συμμετείχαν πολλοί επώνυμοι αρχηγοί: ο γερο-Δυοβουνιώτης και ο γιός του Γιώργος (πρώην όμηρος του Χουρσίτ στα Γιάννενα), ο γερο-Πανουργιάς και ο γιός του Νάκος, ο Σιαφάκας, ο Μήτσος Κοντογιάννης, ο Σκαλτσοδήμος, ο Βασίλης Μπούσγος, οι Γιολδασαίοι, ο Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος καθώς και ο Δρόσος Μανσόλας ως εκπρόσωπος του Αρείου Πάγου.

Το σχέδιο που συμφωνήθηκε και υπογράφτηκε από όλους στις 26 του μήνα, προέβλεπε την προώθηση των ελληνικών δυνάμεων προς τη Λαμία από δύο κύριους άξονες επιθέσεως: δυτικά από την Υπάτη και ανατολικά από τη Στυλίδα. Αφού θα καταλαμβανόταν αυτές οι δύο ισχυρές κωμοπόλεις θα επιχειρούνταν η επίθεση στη Λαμία. Αντικειμενικός σκοπός ήταν η περικύκλωση της πόλης (απέχουσα περίπου 20 χλμ εκατέρωθεν των δύο κωμοπόλεων-στόχων), η τελική άλωση του μεγάλου αυτού κέντρου ανεφοδιασμού και επιμελητείας των Τούρκων και η καταστροφή των εκεί ευρισκόμενων εχθρικών δυνάμεων. Σκέψεις για παράλληλη περικύκλωση της πόλης και από τον βορρά μέσω των στενών Δερβέν-Φούρκα (σημερινό χωριό Καλαμάκι στο 16ο χλμ Λαμίας-Δομοκού), ώστε η αποκοπή της να είναι ολοκληρωτική, δεν υλοποιήθηκαν προφανώς λόγω ανεπάρκειας δυνάμεων.

Συγκεκριμένα περίπου 2.500 άνδρες (ή 5.000 σύμφωνα με τον Διονύσιο Κόκκινο), υπό τους Κοντογιάννη, Σιαφάκα, Σκαλτσοδήμο και Γιολδασαίους, θα επιχειρούσαν εναντίον των περίπου 800-1.500 Τούρκων της Υπάτης με στόχο την κατάληψή της και πορεία ανατολικά προς Λαμία (στην οχυρή κωμόπολη βρισκόταν εκείνες τις μέρες και ο ίδιος ο Δράμαλης ενώ ο Σεγίντ Αλής παρέμενε στη Λαμία). Ταυτόχρονα σώμα 3-4.000 ανδρών (ή 2.500 σύμφωνα με τον Δ. Κόκκινο ή 3.000 κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη), υπό τους Ανδρούτσο, Νικηταρά, Ζαφειρόπουλο και Γεώργιο Δυοβουνιώτη, αφού αποβιβαζόταν στη Στυλίδα, κινούμενο δυτικά προς την Αγ. Μαρίνα θα προσέγγιζε από ανατολικά τη Λαμία. Ένα τρίτο τμήμα με 1.500-1.800 άνδρες υπό τον Νάκο Πανουργιά θα παρέμενε στο χωριό Κομποτάδες, μεταξύ Υπάτης-Λαμίας, ως εφεδρεία και δύναμη παρακώλυσης των επικοινωνιών των Τούρκων της Υπάτης με αυτούς της Λαμίας. Στη Δρακοσπηλιά Μώλου θα παρέμεναν οι Υψηλάντης και ο γερο-Πανουργιάς για τον ευρύτερο συντονισμό της όλης επιχείρησης, ενώ ο Άρειος Πάγος από τις Λιχάδες νήσους, στον βόρειο Ευβοϊκό, θα ήταν υπεύθυνος για την επιμελητεία και τον γενικό ανεφοδιασμό των σωμάτων εισβολής. Την αποστολή μεταφοράς και απόβασης των τμημάτων που θα επιχειρούσαν προς Στυλίδα – Αγ. Μαρίνα, ανέλαβε ένας στολίσκος από 30 πλοία που συγκεντρώθηκαν στον Μαλιακό κόλπο. Ως χρόνος υλοποίησης ορίστηκε το απόγευμα προς βράδυ της Μ. Πέμπτης 30 Μαρτίου και ώρα έναρξης της ταυτόχρονης επίθεσης το πρωί της Μ. Παρασκευής 31 Μαρτίου. Τα ελληνικά σώματα άρχισαν από τις 29 Μαρτίου να αναχωρούν για τους ορισμένους, σύμφωνα με το σχέδιο, τόπους συγκέντρωσης και εξόρμησης για την 30η του μήνα. Τα προοριζόμενα για απόβαση τμήματα κινήθηκαν από Μπράλο μέσω Μενδενίτσας στην παραλιακή περιοχή Μώλου – Σκάρφειας αναμένοντας τον στόλο, ενώ εκείνα που επρόκειτο να χτυπήσουν την Υπάτη κατευθύνθηκαν στα ορεινά της Οίτης πάνω από την κωμόπολη. Τελικά η επιχείρηση καθυστέρησε μια μέρα λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπισαν τα μεγάλα πλοία του στολίσκου να προσεγγίσουν την ακτή του Μώλου, γεγονός που επέβαλε την αντικατάστασή τους με μικρότερα πλοιάρια.

Από τουρκικής πλευράς, παρά την στρατολόγηση περίπου 7-10.000 ανδρών στην περιοχή της Λαμίας για την επικείμενη κάθοδο στον Μοριά, ο Σεγίντ Αλής, κατηγορούνταν από το Χουρσίτ για ανικανότητα και αδράνεια ενώ στη θέση του προωθούνταν σταδιακά ο Δράμαλης. Ο τελευταίος διέθετε μέσω της μητέρας του μεγάλες προσβάσεις στο σουλτανικό περιβάλλον και θεωρούνταν ευνοούμενος του πανίσχυρου γραμματέα του Διβανίου, Μεχμέτ Σαϊντ Χαλέντ εφέντη. Εξάλλου η Πύλη έβλεπε πλέον καχύποπτα τον Χουρσίτ πασά, θριαμβευτή παλαιότερα εναντίον των Σέρβων επαναστατών και πρόσφατα στον πόλεμο εναντίον του Αλή πασά, όχι μόνο λόγω των μεγάλων του φιλοδοξιών να καταπνίξει και την ελληνική επανάσταση αλλά και ως πιθανό καταχραστή του αμύθητου θησαυρού του Αλή. Έτσι κέρδιζε έδαφος με κάθε τρόπο η επιλογή του Δράμαλη ως αντίβαρο στο κύρος και την ισχύ του Χουρσίτ.

Η έναρξη των επιχειρήσεων εναντίον Αχινού- Στυλίδας-Αγ.Μαρίνας-Υπάτης

 Η απόβαση των ελληνικών σωμάτων (3-4.000 άνδρες) υπό τη γενική αρχηγία του Ανδρούτσου, του Νικηταρά και του Δυοβουνιώτη ξεκίνησε το βράδυ της Μ. Παρασκευής 31 Μαρτίου από την θαλάσσια περιοχή Μώλου-Σκάρφειας στην απέναντι ακτή του Μαλιακού, στην παραλία του χωριού Αχινός, 12 χλμ ανατολικά της Στυλίδας. Η εκεί τουρκική φρουρά αφού προέβαλε μικρή αντίσταση υποχώρησε το πρωί του Μ. Σαββάτου (1η Απριλίου) στη Στυλίδα. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας περίπου 1.000 Τούρκοι από τη Στυλίδα επιτέθηκαν στα ελληνικά τμήματα του Αχινού αλλά αναχαιτίστηκαν και υποχώρησαν πάλι στη Στυλίδα με απώλειες περίπου 50 νεκρούς και τραυματίες. Ο Νικηταράς και ο Δυοβουνιώτης, εκμεταλλευόμενοι τον αιφνιδιασμό και τη σύγχυση στην τουρκική πλευρά, προωθήθηκαν προς Στυλίδα με στόχο την κατάληψή της, σύμφωνα με το σχέδιο. Μέσα στην πόλη άρχισαν να διεξάγονται σφοδρές μάχες ενώ ακολούθησε και ο μερικός εμπρησμός της. Οι τουρκικές απώλειες έφτασαν τους 200 άνδρες (150 από τον εμπρησμό, 20 από τις μάχες ενώ υπήρξαν και 12 αιχμάλωτοι).

Παράλληλα, ο Ανδρούτσος με 150 άνδρες, αφού μεταφέρθηκαν με πλοιάρια από τον Αχινό, διενήργησαν απόβαση στο παραλιακό χωριό της Αγίας Μαρίνας, 5 χλμ δυτικότερα, με σκοπό να περικυκλώσουν τους αντιπάλους. Η εκεί τουρκική φρουρά (800 άνδρες) υποχώρησε 3 χλμ δυτικότερα στο χωριό Αυλάκι, όπου οχυρώθηκε, αναμένοντας ενισχύσεις από τη Λαμία. Πριν όμως ενισχυθεί επαρκώς, διενήργησε αιφνιδιαστική επίθεση στις ελληνικές θέσεις της Αγίας Μαρίνας και αφού αναχαιτίστηκε υποχώρησε πάλι στο Αυλάκι.

Το πρωί της επόμενης μέρας, Κυριακής του Πάσχα, 2α Απριλίου, οι Τούρκοι του Αυλακίου ενισχυόμενοι από 4.000 άλλους από τη Λαμία επιτέθηκαν ξανά στην Αγία Μαρίνα αλλά αποκρούστηκαν για άλλη μια φορά. Το βράδυ η εχθρική δύναμη των 5.000 ανδρών από το Αυλάκι, κινήθηκε προς Στυλίδα και κατάφερε παρά τις απώλειες (500 νεκροί και τραυματίες έναντι περίπου 25 των Ελλήνων) να απεγκλωβίσει την τουρκική φρουρά της πόλης που κινδύνευε με ολοκληρωτική καταστροφή και να επιστρέψει στο Αυλάκι. Την ίδια νύχτα οι ελληνικές δυνάμεις στη Στυλίδα, με δεδομένο ότι δεν είχε πλέον νόημα να παραμένουν στην πόλη ενώ το μικρό ελληνικό σώμα βρισκόταν πολιορκούμενο στην Αγ. Μαρίνα, αποχώρησαν με τα πλοιάρια για το διπλανό χωριό. Εκεί ενώθηκαν με τους 150 υπερασπιστές και οχυρώθηκαν αναμένοντας τις νέες πρωινές επιθέσεις των Τούρκων που ενισχύονταν διαρκώς από τη Λαμία.

Στις 3 Απριλίου, Δευτέρα του Πάσχα, όλα τα ελληνικά σώματα (περίπου 3.000) υπό την ηγεσία του Ανδρούτσου ήταν συγκεντρωμένα σε αμυντικές θέσεις στην Αγ. Μαρίνα. Προφανέστατα το στοιχείο του αιφνιδιασμού είχε οριστικά χαθεί, κάθε  δυνατότητα προέλασης δυτικά προς τη Λαμία φαινόταν αδύνατη, ενώ οι τουρκικές δυνάμεις ήταν τουλάχιστον διπλάσιες από όσες είχαν αρχικά εκτιμηθεί. Το πρωί εκείνης της ημέρας ένα εντυπωσιακό στράτευμα Τούρκων από το διπλανό Αυλάκι (5.000 άνδρες με 4 κανόνια) συνεπικουρούμενο από άλλες περίπου 8.000 από τη Λαμία εξαπέλυσε σφοδρές επιθέσεις εναντίον των αμυνόμενων Ελλήνων στην Αγία Μαρίνα υφιστάμενο όμως βαριές απώλειες της τάξεως των 400 ανδρών.

 Στο μεταξύ, ο άξονας προέλασης από την πλευρά της Υπάτης δεν είχε εκδηλώσει καμία επιθετική πρωτοβουλία και αδρανούσε επικίνδυνα. Κατόπιν πιέσεων του Υψηλάντη, που έβλεπε το μέτωπο στην Αγία Μαρίνα να ασφυκτιά από τις αλλεπάλληλες εχθρικές κρούσεις, ξεκίνησαν στις 3 του μήνα, με καθυστέρηση 3 ημερών, οι πολεμικές ενέργειες. Αρχικά σώμα 600 ανδρών υπό τον Ν. Πανουργιά από τις Κομποτάδες που σύντομα ενισχύθηκε από άλλους περίπου 2.000 υπό τους Σκαλτσοδήμο, Σαφάκα και Γιολδασαίους (ο Κοντογιάννης συντάχθηκε μαζί τους αργότερα) κινήθηκε δυτικά προς το χωριό Αργυροχώρι (Βογομίλ) και την Υπάτη. Οι περίπου 800-1.500 οχυρωμένοι Τούρκοι δέχτηκαν επίθεση που σύντομα εξελίχθηκε σε σκληρές οδομαχίες μέσα στο Αργυροχώρι, που κάηκε από τους Έλληνες, και την Υπάτη που υπέστη μερικό εμπρησμό. Ο ίδιος ο Δράμαλης κινδύνευσε μάλιστα να αιχμαλωτισθεί ενώ τα ελληνικά σώματα έχασαν 11 άνδρες.

 Η αποτελμάτωση της επιχείρησης  και η αποχώρηση των ελληνικών σωμάτων

 Στην Αγία Μαρίνα οι περίπου 3.000 οχυρωμένοι Έλληνες υπέφεραν από την παντελή έλλειψη εφοδίων. Ο Ανδρούτσος έγραψε στις 4 Απριλίου σχετικά στον Άρειο Πάγο, υπεύθυνο για την επιμελητειακή υποστήριξη της όλης επιχείρησης, ζητώντας προμήθειες, πυρομαχικά, τρόφιμα, οπλοδιορθωτές και γιατρούς. Επιπλέον, περιμετρικά του χωριού οι Έλληνες δημιούργησαν ένα αμυντικό χαντάκι με τα νώτα τους στη θάλασσα, για να αντιμετωπίσουν τα τουρκικά στρατεύματα από την κατεύθυνση Αυλάκι-Λαμία που πλέον ανέρχονταν σε 18.000 άνδρες. Και ενώ ο Άρειος Πάγος διαβεβαίωνε στις 5 Απριλίου ότι θα προνοήσει για τον τακτικό εφοδιασμό των μαχητών, την επόμενη μέρα ενημέρωνε το υπουργείο οικονομικών για την αδυναμία του να ενισχύσει το προγεφύρωμα της Αγίας Μαρίνας κατηγορώντας τους οπλαρχηγούς για αδράνεια!

Στο μέτωπο της Υπάτης οι συγκρούσεις κράτησαν 6 μέρες, μέχρι τις 8 Απριλίου, όταν κατέφτασαν εχθρικές ενισχύσεις από τη Λαμία και τα ελληνικά σώματα αποσύρθηκαν στα ορεινά για να αποφύγουν τον εγκλωβισμό και την ήττα. Ο Δράμαλης επέστρεψε στη  Λαμία από όπου θα συντόνιζε τη δράση των τουρκικών δυνάμεων απέναντι στην αμυντική θέση της Αγίας Μαρίνας, που για 8 μέρες τώρα δεχόταν την πίεση υπέρτερων δυνάμεων. Ήταν φανερό ότι η θέση των ελληνικών σωμάτων εκεί ήταν πλέον επισφαλής. Με δεδομένη την αδυναμία προώθησής τους μέχρι τη Λαμία αλλά και του εμφανούς κινδύνου εγκλωβισμού και καταστροφής τους στην περίπτωση παραμονής, έπρεπε να παρθεί η απόφαση άμεσης απόσυρσης.

Το τολμηρό σχέδιο των οπλαρχηγών για μια νυχτερινή επίθεση τα μεσάνυχτα 13 προς 14 Απριλίου ενάντια στις τουρκικές δυνάμεις στο Αυλάκι γρήγορα απορρίφθηκε μπροστά στο φάσμα της βέβαιης ήττας. Δεν έμενε παρά ο σχεδιασμός μιας ασφαλούς αποχώρησης των ανδρών δια θαλάσσης στην απέναντι ακτή του Μώλου, κάτι που όμως έβρισκε σφόδρα αντίθετο τον Άρειο Πάγο, που επέμενε σε παραμονή στην Αγία Μαρίνα για να υποστηριχθεί η επανάσταση στη δυτική Μακεδονία. Το σκεπτικό ήταν εντελώς άτοπο, αφού η ηρωική Νάουσα είχε ήδη πέσει στα χέρια του Μεχμέτ Εμίν Εμπού Λουμπούτ και η ήττα εξελίχθηκε σε μαζική σφαγή (περίπου 4.000 ένοπλοι και 2.000 άμαχοι νεκροί) και εξανδραποδισμό του άμαχου πληθυσμού (περίπου 10.000 αιχμάλωτοι από την πόλη και την ευρύτερη περιοχή).

Ο κρίσιμος χρόνος τελείωνε και σε συνδυασμό με την ανικανότητα του Αρείου Πάγου να συντονίσει στοιχειωδώς την επιχείρηση, πάρθηκε η απόφαση από τον Ανδρούτσο και τον Νικηταρά για μια κατ’ ιδίαν συνάντηση με την πολιτική διοίκηση. Αυτή βρισκόταν στον Μαλιακό κόλπο, πάνω στο μπρίκι «Καλομοίρα» του Χατζηαντώνη Βισβίζη από τον Αίνο της Θράκης, αγνού αγωνιστή που προσέφερε πολλά στον Αγώνα. Με στόχο να μεταπείσουν τα μέλη του Αρείου Πάγου από την καταστροφική εμμονή τους για παραμονή στην Αγία Μαρίνα, οι δύο οπλαρχηγοί (έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη του Υψηλάντη), εξέθεσαν όλα τα δυσμενή δεδομένα από μια τέτοια εξέλιξη λογομαχώντας έντονα, ιδίως με τον Γρ. Κωνσταντά και τον Δρόσο Μανσόλα. Πολλά έχουν γραφεί για την απόπειρα δολοφονίας (!) του Ανδρούτσου κατ’ εντολήν του Αρείου Πάγου, είτε πυροβολώντας τον στη βάρκα που τον μετέφερε είτε πάνω στο πλοίο όταν θα ανέβαινε, μέσω δωροδοκίας του Βισβίζη, που φυσικά αρνήθηκε (ίσως σ’ αυτή του την άρνηση αποδόθηκε και η δολοφονία του στη Χαλκίδα 3 μήνες μετά από ανθρώπους του Μαυροκορδάτου). Και ενώ μια ξαφνική νυχτερινή επίθεση των Τούρκων στο στρατόπεδο της Αγίας Μαρίνας αναχαιτίστηκε μετά βίας από τα κανόνια του ελληνικού στολίσκου του Μαλιακού, νέες διαφωνίες ξέσπασαν σχετικά με τον τρόπο αποχώρησης των ενόπλων σωμάτων. Ο Άρειος Πάγος αρνήθηκε τη μεταφορά με πλοία στην απέναντι παραλία του Μώλου αντιπροτείνοντας τη χερσαία οδό διαφυγής προς Μενδενίτσα, μέσω Αλαμάνας (!) παρά τους πασιφανείς κινδύνους από την ύπαρξη ελών στις εκβολές του Σπερχειού και τα πολλαπλά τουρκικά φυλάκια στην περιοχή. Τελικά μετά από σοβαρές αντιπαραθέσεις πάρθηκε η απόφαση αναχώρησης δια θαλάσσης τη νύχτα 14 προς 15 Απριλίου. Οι καταπονημένες ελληνικές δυνάμεις διεπεραιώθηκαν στον Μώλο το πρωί και από εκεί κατευθύνθηκαν στη Μενδενίτσα για ανάπαυση και ανασυγκρότηση μετά από σκληρές μάχες 15 ημερών.

Στις συγκρούσεις Αχινού – Στυλίδας – Αγίας Μαρίνας χάθηκαν πάνω από 1.500 Τούρκοι ενώ μια επιδημία πανώλης έπληξε αμέσως μετά το οθωμανικό στρατόπεδο. Από την ελληνική πλευρά 65 άνδρες σκοτώθηκαν και 75 τραυματίστηκαν. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο 23χρονος Δανός φιλέλληνας, υπίλαρχος κόμης Κρίστιαν Καρλ Όττο Βαλντεμάρ φον Κουάλεν.

ο πρόεδρος του Εκτελεστικού Αλεξάνδρος Μαυροκορδάτος (1791-1865)

Οι συνέπειες της αποτυχίας και το εμφυλιοπολεμικό εσωτερικό μέτωπο

 Όταν τα ελληνικά τμήματα έφτασαν στην Μενδενίτσα, ο Ανδρούτσος με 1.500 άνδρες έφυγε για την Τιθορέα την επόμενη μέρα, 16 Απριλίου, ακολουθούμενος από τον Υψηλάντη και τον Νικηταρά. Με επιστολή του στον Άρειο Πάγο, που υποτιμητικά τον έκανε χιλίαρχο (!) υπέβαλε την παραίτησή του από την αρχηγία της ανατολικής Ρούμελης πικραμένος και αηδιασμένος από την υπονομευτική στάση της διοίκησης. Τελικά κάτω από την πίεση των άλλων δύο ηγετών ανακάλεσε την παραίτηση για να μην αποδυναμωθεί εντελώς η άμυνα. Για να διασπαστεί όμως το μέτωπο των οπλαρχηγών, ο Άρειος Πάγος προσέφερε 3 φορές μεταξύ 17-26 Απριλίου στον Νικηταρά την αρχηγία και όταν αυτός αρνήθηκε επανειλημμένα, επικρίνοντάς τη διοίκηση για την στάση της στις επιχειρήσεις του Απριλίου, τον κατηγόρησε για τη φιλία του με τον Ανδρούτσο. Πρότεινε μάλιστα στο Εκτελεστικό νέους αρχηγούς τον Χρήστο Παλάσκα και τον Παναγιώτη Γιατράκο ενώ απαίτησε την ανάκληση από την Στερεά του Υψηλάντη και του Νικηταρά, κατηγορώντας συλλήβδην τη στρατιωτική ηγεσία για αδράνεια στη μάχη της Αγίας Μαρίνας.

ο Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς) (1781-1849)

 Στο μεταξύ οι Νικηταράς και Γ. Δυοβουνιώτης κατευθύνθηκαν προς την Υπάτη για να ενωθούν με τα εκεί ένοπλα σώματα που 8 μέρες πριν είχαν διακόψει την πολιορκία της κωμόπολης και είχαν αποσυρθεί για ασφάλεια στην Οίτη. Στις 17 Απριλίου ξεκίνησαν μαζί με τους οπλαρχηγούς Ν. Πανουργιά, Σκαλτσοδήμο, Σιαφάκα, Γκούρα, Κοντογιάννη, Γιολδασαίους, Μακρυγιάννη (σχεδόν 3.000 ένοπλοι) μια νέα πολιορκία του ισχυρού αυτού εχθρικού φρουρίου που κράτησε 5 μέρες μέχρι τις 22 του μήνα. Οι τουρκικές ενισχύσεις όμως από τη Λαμία οδήγησαν πάλι σε αναδίπλωση τους Έλληνες στην ορεινή Καστανιά.

Μέσα στον Απρίλιο διεξήχθησαν, παράλληλα με τις κύριες μάχες Υπάτης – Αγ. Μαρίνας – Στυλίδας, και πολλαπλές μεμονωμένες συγκρούσεις σε όλη την κοιλάδα του Σπερχειού (Κομποτάδες, Κωσταλέξι, Ροδίτσα, Αλαμάνα) με πενιχρά αποτελέσματα. Τον Μάιο, και ενώ πολλοί Πελοποννήσιοι του σώματος του Υψηλάντη από τις 6 του μήνα είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στην Κόρινθο, οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και στη δυτική Φθιώτιδα, όταν την ηγεσία των εκεί τουρκικών δυνάμεων ανέλαβαν ο Αχμέτ Πρεβίστα, κεχαγιάμπεης του Δράμαλη, και ο Τελεχάμπεης, ικανότατος διοικητής του ιππικού στην εκστρατεία του Ομέρ Βρυώνη ένα χρόνο πριν. Συγκρούσεις διεξήχθησαν σε Μακρακώμη, Πλατύστομο, Κλωνί, Άνω Καλλιθέα, Σπερχειάδα, Παλαιόκαστρο, Ασβέστη, Τσούκα, Γιαννιτσού, Μαυρίλο και Νεοχωράκι. Στις 11 Μαΐου μια νέα προσπάθεια κατάληψης της Υπάτης οδήγησε εκ νέου σε αποτυχία μετά από διήμερη πολιορκία από 3.000 ενόπλους υπό τους γερο-Πανουργιά, Γκούρα και Μακρυγιάννη. Την επόμενη μέρα στην περιοχή Λυχνό – Ι.Μ Αγάθωνος, οι οπλαρχηγοί Κοντογιάννης, Πανουργιάς, Σκαλτσοδήμος και Γιολδασαίοι, πολιορκήθηκαν από ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Η μάχη, παρά τις απώλειες των Τούρκων (50 νεκροί), κατέληξε σε ήττα και στην ολοσχερή καταστροφή του ιστορικού μοναστηριού με 32 νεκρούς μοναχούς. Οι μάχες συνεχίστηκαν και μέσα στον Ιούνιο με αποκορύφωμα την 8μερη μάχη στη Σέλιανη (σημερινό χωριό Μάρμαρα), όπου αμύνθηκαν ηρωικά οι Σαφάκας και Σκαλτσοδήμος εναντίον του Αχμέτ Πρεβίστα, που παρά την ήττα, επέφεραν στους Τούρκους απώλειες 300 ανδρών.

Ως μόνη θετική εξέλιξη θα μπορούσε να θεωρηθεί, στα μέσα Μαΐου, η μυστική διαπραγμάτευση του Ανδρούτσου με τους Αλβανούς αρχηγούς Σούλτσε Κόρτσα, Μουστάμπεη και Μεχμέτ Τσαπάρη να αποσυρθούν από την εκστρατεία στον Μοριά μαζί με τους περίπου 6.000 άνδρες τους. Έτσι η αναχώρησή τους για τη Θεσσαλία προσέφερε πολύτιμο χρόνο στην ελληνική πλευρά, αφού χρειάστηκε άλλος ένας μήνας για την αναπλήρωσή τους. Την ίδια περίοδο, ένα νέο ελληνικό στρατόπεδο (περίπου 650 άνδρες) σχηματιζόταν στην Τιθορέα από τους Νικηταρά και γερο-Πανουργιά που σύντομα μετακινήθηκε 35 χλμ βορειότερα στο Ελευθεροχώρι Καλλιδρόμου και συγκέντρωσε στα τέλη του μήνα περίπου 2.300 ενόπλους.

Παρόλα ταύτα, ήταν φανερό πια ότι οι εχθρικές συγκεντρώσεις στον ευρύτερο χώρο της Λαμίας καθίσταντο ολοένα και πιο πολυπληθείς και η κάθοδος ενός τεράστιου εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο σχεδόν βέβαιη. Ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν οφθαλμοφανής και οι προειδοποιήσεις των οπλαρχηγών της Ρούμελης, μέσω επιστολών στο Εκτελεστικό και το Βουλευτικό, σχετικά με το μέγεθος του στρατού που συγκεντρωνόταν και την επικείμενη κάθοδο του Χουρσίτ από τα Γιάννενα στη Λαμία, διαδέχονταν η μια την άλλη.

 Η οξύτατη σύγκρουση Αρείου Πάγου – Οδ. Ανδρούτσου

 Στα μέσα Μαΐου οι εξελίξεις σε όλα τα μέτωπα ήταν ραγδαίες. Στη Ήπειρο ξεκίνησαν ευρείας κλίμακας επιθέσεις εναντίον του Σουλίου από 15.000 Τουρκαλβανούς υπό τον Ομέρ Βρυώνη. Με στόχο την ενίσχυση των δοκιμαζόμενων Σουλιωτών, το Βουλευτικό εξουσιοδότησε στις 11 Μαΐου τον Μαυροκορδάτο να οργανώσει μια ιδιαίτερα φιλόδοξη εκστρατεία στην Ήπειρο διαμέσου της δυτικής Στερεάς. Ένοπλα σώματα 2.700 ανδρών έφτασαν στις 10 Ιουνίου στο Κομπότι Άρτας ενώ άλλο τμήμα από 600 Μανιάτες και Μεσολογγίτες υπό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, μεταφέρθηκαν με πλοία στον όρμο Φαναρίου Πρεβέζης για ενωθούν με περίπου 200 Σουλιώτες που τους ανέμεναν.

Στην Κρήτη, οι επιχειρήσεις είχαν τελματώσει μετά την ήττα έξω από το Ρέθυμνο, τη διάλυση της πολιορκίας του κάστρου και τον θάνατο του Βαλέστ στις 14 Απριλίου, ενώ η κατάσταση έφτασε σε πλήρες αδιέξοδο όταν στις 28 Μαΐου αποβιβάστηκαν στη Σούδα 10.500 Αιγύπτιοι υπό τον Χασάν πασά.

Η εμμονή του Αρείου Πάγου να ανακληθεί ο Υψηλάντης από την ανατολική Στερεά έφερε αποτελέσματα μετά τη σχετική έγγραφη διαταγή του Βουλευτικού στις 14 Μαΐου. Την ίδια ημέρα το Εκτελεστικό υπέγραφε και το διάταγμα διορισμού του Αλέξανδρου Νούτσου, πρώην συμβούλου του Αλή πασά, ως Γενικού Επιθεωρητή Ανατολικής Στερεάς και του Χρ. Παλάσκα, πρώην συνεργάτη του Ομέρ Βρυώνη, ως στρατιωτικού αρχηγού Ανατολικής Στερεάς, στη θέση του Ανδρούτσου, με μυστική εντολή να τον συλλάβουν ή και να τον θανατώσουν. Στις 25 Μαΐου, στην προσπάθειά τους να τον συναντήσουν στη σπηλιά της Τιθορέας, πολιορκήθηκαν στον Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου, αιχμαλωτίστηκαν και εκτελέστηκαν από τους άνδρες του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού. Ο Άρειος Πάγος έξαλλος, απαίτησε τη σύλληψή του, την ανάκληση του Νικηταρά από τη Στερεά, ενώ θεώρησε συνωμότη και τον Υψηλάντη. Πρότεινε μάλιστα τον Γκούρα στη θέση του αρχηγού που όμως αρνήθηκε (του προτάθηκε μάλιστα, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος, και η δολοφονία του Ανδρούτσου!). Στις 3 Ιουνίου ο Ανδρούτσος καθαιρέθηκε από κάθε αξίωμα, καταδικάστηκε εις θάνατον, αφορίστηκε από το υπουργείο Θρησκείας και επικηρύχθηκε με 5.000 γρόσια ως ληστής!

Μετά από αυτές τις εξελίξεις, κάθε έννοια συγκροτημένης άμυνας στην ανατολική Στερεά σχεδόν διαλύθηκε. Παρά τις εκκλήσεις των οπλαρχηγών για την ενίσχυση του στρατοπέδου του Ελευθεροχωρίου με άνδρες και εφόδια, το Υπουργείο Πολέμου ανακοίνωσε στις 8 Ιουνίου το άκρως ουτοπικό σχέδιο αποστολής 6.350 Πελοποννησίων στην ανατολική Στερεά. Το σχέδιο αποδυνάμωνε την πολιορκίας της Πάτρας (διαλύθηκε οριστικά στις 23 Ιουνίου) με κρυφό στόχο τη μείωση του κύρους του Θ. Κολοκοτρώνη μέσα από την υπονόμευση των προσπαθειών του και την αντικατάστασή του από τον Π. Γιατράκο. Ο Γέρος του Μοριά έξαλλος κατευθύνθηκε με 2.000 άνδρες στην Τρίπολη αρχίζοντας επαφές με τον Ανδρούτσο μέσω του Νικηταρά για μια κυβέρνηση στρατιωτικών (governo militare) που θα έβαζε ένα τέλος στο χάος.

Στο μεταξύ ο Άρειος Πάγος με επιστολή του στο Εκτελεστικό έκρινε υπερβολικές τις προειδοποιήσεις των οπλαρχηγών της Στερεάς και των Εφόρων των Σαλώνων σχετικά με το μέγεθος του τουρκικού στρατού που συγκεντρωνόταν στη Φθιώτιδα, θεωρώντας τες προϊόν προπαγάνδας του Ανδρούτσου που κατηγορούνταν επιπλέον για μυστικές επαφές με τους πασάδες στη Λαμία ώστε να περάσουν ανενόχλητοι προς τον Ισθμό! Οι γραπτές εκκλήσεις όμως επώνυμων στρατιωτικών ηγετών (Μπότσαρη, Βαρνακιώτη, Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Υψηλάντη, Γκούρα, Πανουργιά, Δυοβουνιώτη) υπέρ του Ανδρούτσου και οι προτάσεις για συμβιβασμό εν όψει της τουρκικής εισβολής, οδήγησαν στις 24 Ιουνίου σε ανάκληση της απόφασης καταδίκης του και στην παραχώρηση αμνηστίας.

 Οι εξελίξεις στα τέλη Ιουνίου 1822

 Στις 9 του μήνα οι πολιορκημένοι Τούρκοι της Ακρόπολης, υπέγραψαν συμφωνία και την επόμενη μέρα το φρούριο, μαζί με τους εναπομείναντες 180 ενόπλους και 980 αμάχους, παραδόθηκε στην ελληνική διοίκηση. Παράλληλα και οι Τούρκοι του Ναυπλίου (1.000 ένοπλοι και 6.000 άμαχοι) υπέγραψαν, 9 μέρες μετά, παρόμοια συνθήκη, που ακυρώθηκε όμως λόγω της επικείμενης καθόδου του Δράμαλη. Στις 18 Ιουνίου, ο Χουρσίτ έφτασε από τα Γιάννενα στη Λάρισα, συνοδευόμενος από 4.000 ιππείς. Στην Ήπειρο άφησε τους Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή εναντίον των Σουλιωτών και του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος του Μαυροκορδάτου, που πλησίαζε. Στη Λάρισα συναντήθηκε στις 20 του μήνα με τον Δράμαλη καταστρώνοντας από κοινού το σχέδιο δράσης και ανέμενε την επίσημη διαταγή της Πύλης για την εκστρατεία στην Πελοπόννησο. Έχοντας όμως ήδη πέσει σε δυσμένεια, η εντολή τελικά δόθηκε στον ευνοούμενο του σουλτάνου, Μαχμούτ πασά Δράμαλη, ως νέου σερασκέρη και Μόρα-Βαλεσή στη θέση του αποπεμφθέντος Σεγίντ Αλή. Ο Χουρσίτ θα παρέμενε στη Θεσσαλία ως υπεύθυνος του ανεφοδιασμού της τεράστιας στρατιάς. Στις 25 Ιουνίου οι δύο πασάδες έφτασαν στη Λαμία για την επιθεώρηση και καταμέτρηση του στρατεύματος, που θα εκκινούσε, συνεπικουρούμενο από τον ενωμένο τουρκο-αιγυπτιακό στόλο (84-87 πολεμικά πλοία), που παρά την πυρπόληση της ναυαρχίδας από τον Κανάρη στη Χίο και τον θάνατο του καπουδάν πασά, Καρά Αλή, στις 6 Ιουνίου, ήταν έτοιμος για νέο απόπλου από την Κωνσταντινούπολη και τη Σούδα.

ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης (1780-1822)

 Σύμφωνα με τον Λ. Κουτσονίκα η στρατιά αποτελούνταν από 36.000 άνδρες ενώ κατά τον Σπ. Τρικούπη από 30.000 (18.000 ιππείς, 6.000 πεζοί και 6.000 Αλβανοί βοηθητικοί υπό τον Ζεκέρια Ντίπρα) με 6 πυροβόλα και περίπου 30.000 υποζύγια και 500 καμήλες). Ο Τούρκος ιστορικός Τζεβντέτ πασάς αναφέρει 25.000 και ο Άγγλος Φίνλεϋ 20.000 (οι 8.000 ιππείς). Ο Γάλλος Ρεμπώ μιλάει για 30.000 (οι 10.000 ιππείς) με 15 πυροβόλα ενώ οι Πουκεβίλ και Σπηλιάδης την υπολογίζουν σε 35.000. Τέλος ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει 30.000 (οι 24.000 ιππείς). Το τουρκικό επιτελείο αποτελούνταν εκτός από τον Δράμαλη και από άλλους 8 επιφανείς πασάδες, πολλούς μπέηδες και αγάδες: τον Σεγίντ Αλή, τον Τοπάλ Αλή πασά (πρώην αρχιβεζύρη), τον  Μαχμούτ πασά Ζίχναλη (ως υπαρχηγό), τον Ερήπ Αχμέτ πασά (πρώην υπουργό Εσωτερικών), τον Χασάν πασά Κασάμπαση, τον Τσαρκατζή Αλή πασά (νέο φρούραρχο Χαλκίδας), τον Ντελή Αχμέτ Ντελήμπαση, τον Αλή Ναμίκ πασά Αλήμπεη (αδελφό του Κιαμίλμπεη της Κορίνθου και πρώην μπέη του Άργους), τον Μεχμέτ μπέη της Καστοριάς, τον Εμίρ μπέη της Ξάνθης, τον Γιουσούφ μπέη του Νευροκοπίου, τον Γιουσούφ μπέη Ανασελίτσας (Νεάπολης Κοζάνης), τον Βελή αγά των Γρεβενών, τον  Μεχμέτ αγά Βέτζα, τον Εμίν αγά Γιουπρουλή, τον Ταβασλί Οσμάν αγά, τον Τσελεμπή αγά του Κιουστεντήλ, τον Ναουμάν αγά Παλάγκα, τον Ντεστάν μπέη Πετριτσίου και τον Γιακούμπ αγά Καραοσμάνογλου Μαγνησίας.

Δεδομένης της προφανούς αδυναμίας ανάσχεσης της γιγαντιαίας στρατιάς μέσω μιας μετωπικής αντιπαράθεσης, η σύσκεψη των οπλαρχηγών που έγινε στην Αράχωβα (26 Ιουνίου), επικεντρώθηκε στον τρόπο υπονόμευσης της πορείας της προς την Πελοπόννησο. Σ’ αυτή συμμετείχαν οι Ανδρούτσος, Νικηταράς, γερο-Πανουργιάς, Γκούρας, Δυοβουνιώτης και Κοντογιάννης. Συζητήθηκαν πολλές προτάσεις, όπως η οχύρωση του περάσματος των Βασιλικών, αλλά και το σχέδιο του Ανδρούτσου για παρακώλυση των οδών ανεφοδιασμού του Δράμαλη καθώς θα κινούνταν νότια, μέσω της κατάληψης των Θερμοπυλών, των Γερανίων και του Κιθαιρώνα. Ο γερο-Πανουργιάς πρότεινε με τη σειρά του την ολική καταστροφή των χωριών στην πορεία καθόδου της στρατιάς, από Θερμοπύλες μέχρι Ελευσίνα με την ταυτόχρονη απόσυρση αμάχων, ποιμνίων και τροφίμων στα ορεινά.

 Συμπεράσματα και αξιολόγηση των επιχειρήσεων

 Αξιολογώντας κανείς τις προσπάθειες των Ελλήνων να αναχαιτίσουν στον χώρο της Φθιώτιδας την τουρκική κάθοδο στην Πελοπόννησο, θα μπορούσε να βγάλει αβίαστα το συμπέρασμα ότι κάτω από τις ακραίες συνθήκες διχασμού και όξυνσης των πολιτικών παθών, αυτό ήταν πρακτικά αδύνατο. Το εσωτερικό μέτωπο ήταν εξαιρετικά ασθενές από τη διαρκώς κλιμακούμενη ένταση μεταξύ των οπλαρχηγών και του Αρείου Πάγου και το επίπεδο συνεννόησης και συνεργασίας της πολιτικής με τη στρατιωτική ηγεσία στην ανατολική Στερεά ανύπαρκτο. Η εκχώρηση από το Εκτελεστικό υπερβολικών αρμοδιοτήτων στον Άρειο Πάγο στα θέματα σχεδιασμού των επιχειρήσεων και ανεφοδιασμού των μάχιμων τμημάτων, όπως προέκυψε εκ του αποτελέσματος, ήταν μια καταστροφική απόφαση.

Όσον αφορά τις σοβαρότερες επιχειρήσεις σε Στυλίδα – Αγία Μαρίνα και Υπάτη, αυτές χαρακτηρίστηκαν από πλήρη έλλειψη συντονισμού. Μια μικρή ομάδα 150 ανδρών υπό τον Ανδρούτσο στην Αγία Μαρίνα σήκωσε για δύο μέρες το βάρος των επιθέσεων απέναντι σε υπεράριθμες εχθρικές δυνάμεις με κίνδυνο να καταστραφεί ολοσχερώς. Αλλά και όταν το σύνολο των ελληνικών δυνάμεων του ανατολικού άξονα επίθεσης, συγκεντρώθηκε στο μικρό αυτό παραλιακό χωριό, ο ανεφοδιασμός των 3.000 και πλέον ανδρών ήταν ανεπαρκέστατος με πιθανότητα ολικής κατάρρευσης. Ταυτόχρονα οι δυνάμεις στην Υπάτη άργησαν τουλάχιστον 3 μέρες να εκδηλώσουν την επίθεση από τα δυτικά, ώστε να ανακουφίσουν το ανατολικό πλευρό. Παρά την ισχυρή προσωπικότητα του Ανδρούτσου, η πληθώρα – ικανότατων κατά τα άλλα – στρατιωτικών ηγετών, εμπόδιζε την ταχεία λήψη αποφάσεων. Αντίθετα το τουρκικό στρατόπεδο διέθετε ενιαία διοίκηση υπό τον Δράμαλη και στο κέντρο των αξόνων επίθεσης βρισκόταν το προστατευμένο κάστρο της Λαμίας που απείχε εξίσου από Υπάτη και Αγία Μαρίνα, ώστε να αποστέλλονται ταυτόχρονα δυνάμεις και προς τις δύο κατευθύνσεις. Επιπλέον η ναυτική δύναμη που συγκεντρώθηκε στον Μαλιακό κόλπο είχε περισσότερο επικουρικό χαρακτήρα (μεταφορά και ανεφοδιασμός) και δεν έπαιξε ουσιαστικό ρόλο σε επιχειρήσεις συστηματικού βομβαρδισμού των εχθρικών θέσεων για να πλήξει επαρκώς τις επιτιθέμενες δυνάμεις. Παράλληλα δεν προβλεπόταν ικανή εφεδρική δύναμη που θα αποβιβαζόταν σε μια δεύτερη φάση στην παραλιακή ζώνη, βορείως των εκβολών του Σπερχειού, ενισχύοντας τις υπάρχουσες ελληνικές δυνάμεις. Το εγχείρημα προώθησης προς Λαμία από δύο τμήματα προσανατολισμένα διαμετρικά αντίθετα, που απείχαν μεταξύ τους σχεδόν 40 χλμ – παρά το σωστό σκεπτικό να διασπαστούν οι τουρκικές δυνάμεις – ήταν καταδικασμένο να αποτύχει και λόγω της αριθμητικής διαφοράς των εμπολέμων. Η επιχείρηση σχεδιάστηκε με επιτιθέμενη δύναμη 7-8.000 άνδρες απέναντι σε περίπου 10.000 Τούρκους στον άξονα Υπάτη-Λαμία-Στυλίδα, όταν στην πραγματικότητα ο Δράμαλης διέθετε τουλάχιστον 18.000 στρατό βόρεια του Σπερχειού. Εξάλλου, ακόμη κι αν έφταναν οι επιτιθέμενοι μέχρι τη Λαμία και από τις δύο κατευθύνσεις, θα ήταν αδύνατον να αλώσουν το ισχυρότατο κάστρο της λόγω έλλειψης επαρκών δυνάμεων αλλά και παντελούς απουσίας πυροβολικού. Ταυτόχρονα θα ήταν απολύτως εκτεθειμένοι απέναντι στις πολυάριθμες εχθρικές δυνάμεις, που θα έστελνε εναντίον τους ο Χουρσίτ από τη Λάρισα ή τα Γιάννενα. Η 15νθήμερη διάρκεια του αγώνα, οφείλεται καθαρά στα σωματικά και ψυχικά αποθέματα των Ελλήνων μαχητών και της φυσικής τους ηγεσίας στο πεδίο της μάχης. Η αναχαίτιση τόσο ισχυρών τουρκικών δυνάμεων για τόσες μέρες αποδεικνύει περίτρανα ότι με καλύτερο σχεδιασμό, συντονισμό και επιμελητεία, υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η σοβαρή κόντρα των στρατιωτικών με τη διοίκηση του Αρείου Πάγου και κατ΄ επέκταση με το Εκτελεστικό δεν επέτρεψαν ούτε μια στιγμή στην ελληνική πλευρά να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να διεκδικήσει μια αποφασιστική νίκη ή τουλάχιστον να προβάλλει μια επιτυχή άμυνα, που αν δεν αναχαίτιζε, τουλάχιστον θα καθυστερούσε τον αντίπαλο.

Έτσι μετά από 5 μήνες προετοιμασιών, στις 29 Ιουνίου 1822, η τεράστια σουλτανική στρατιά, που όμοιά της δεν είχε ξανασταλεί στην Ελλάδα από το 1770, με επικεφαλής τον φιλόδοξο και υπερφίαλο Δράμαλη, ξεκίνησε από την Αλαμάνα για την Πελοπόννησο με μοναδικό στόχο να καταπνίξει την επανάσταση στο κέντρο της. Ο Αγώνας έμπαινε πλέον σε μια από τις πιο κρίσιμες φάσεις του.

 * όλες οι ημερομηνίες που αναφέρονται αφορούν το παλαιό ιουλιανό ημερολόγιο

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 (1) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Τόμος ΙΒ, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1979.

(2) Απόστολου Βακαλόπουλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, τόμοι Ε-Η, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1980-88.

(3) Διονυσίου Κόκκινου, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1957.

(4) Σπυρίδωνα Τρικούπη, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα, 1993.

(5) Λάμπρου Κουτσονίκα, ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, Αθήνα, 1863.

(6) Νικολάου Σπηλιάδη, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, εκδόσεις Χ. Ν. Φιλαδέλφεως, Αθήνα, 1851.

(7) Χριστόφορου Περραιβού, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ 1820-1829, Αθήνα, 1836.

(8) Πανουργιά Πανουργιά, ΠΑΝΟΥΡΓΙΑΔΕΣ, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2012.

(9) Ιωάννη Μακρυγιάννη, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ, εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα, 1964.

(10) Νικηφόρου Μοσχόπουλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, εκδόσεις Εύτυπον, Αθήνα 2003

varsos1821.gr

, , , , , , , ,

1 thought on “Οι μάχες Αγίας Μαρίνας – Υπάτης. Οι ανεπιτυχείς προσπάθειες απόκρουσης του Δράμαλη στη Φθιώτιδα τον Απρίλιο-Ιούνιο του 1822

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *