Οι περιοδείες του Πατροκοσμά στην Χειμάρρα

Γράφει ο Αθανάσιος Α. Κάρμαλης, στο Περιοδικό Ελλοπία, τ. 54, Μάιος 2001, σελ. 57-61

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός γεννήθηκε στό χωριό Μέγα Δένδρο, κοντά στό Θέρμο (ἤ στόν Τοξιάρχη κατ᾽ ἄλλη ἄποψη) τό ἔτος 1714. Ὁ ἴδιος συνήθιζε νά λέει: «Ἡ πατρίδα μου εἶναι.. ἀπό τό Ἀπόκουρο». Τά πρῶτα Ιδάμματα τά ἔμαθε ἀπό τόν Ἱεροδιάκονο Τεράσιμο Λύτσικα στήν Σιγδίτσα Παρνασσίδας και τήν ἐγκύκλιο μόρφωση ἀπό τόν Ἱεροδιάκονο Ἄνανία, ἐνῶ συγχρόνως δίδασκε ὡς «ὑποδιδάσκαλος»”.

Κατόπιν ἔφυγε γιά τήν ᾿Αθωνιάδα (λίγο μετά το 1750), ὅπου καί σπούδασε Λογική. Κοντά στόν Ἵερομόναχο ἀδελφό του Χρύσανθο, στήν Βασιλεύουσα, διδάχθηκε «τήν ρητορική τέχνη». Προηγουμένως εἶχε καρεῖ μοναχός στήν Ἱερά Μονή Φιλοθέου (στο Ἅγιο Ὄρος), σύμφωνα μέ πληροφορίες πού μᾶς παρέχει ὁ «αὐτήκοος» Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ἔχοντας ζωηρό πόθο νά ἀποτραβήξει ἀπό τήν ἀμάθεια τόν λαό, ὥστε διά τῆς Παιδείας νά δημιουργοῦνται χρηστοί ἄνθρωποι καί καλοί Ἕλληνες, ἀπεφάσισε νά ἀναλάδει ἀποστολική δράση (1760-1779). Σύνθημά του μοναδικό, ὁ φωτισμός τοῦ Ἔθνους.

Ἔτσι, ἔλαδε σχετική ἄδεια ἀπό τόν Πατριάρχη Σεραφείμ τόν Β΄ (τόν ἐκ Δελόίνου) καί ἄρχισε να κηρύττει στά προάστια τῆς Βασιλεύουσας. Ἀργότερα μετεκινήθη πρός Θράκη, Μακεδονία, Αἰτωλία, Βραχώρι (Ἀγρίνιο), Ναύπακτο, Βάλτο, Ἄγραφα (Α΄ περιοδεία 1760-63).

Ἐν συνεχείᾳ ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη καί πῆρε νέα ἄδεια ἀπό τόν Πατριάρχη Σαμουήλ (Β΄ περιοδεία 1763-73). Δι᾿ αὐτῆς ἐφρόντισε για τόν ἐξελληνισμό τῶν διγλώσσων τῆς Κεντρικῆς Ἐλλάδος”.

Συνέχισε τόν δρόμο του πρός τήν Θράκη, Ἄνατ. Μακεδονία, Σκόπελο, Σκιάθο, Μαγνησία, Θεσσαλία, Ὄλυμπο, Κίσσαόο, Πίνδο, Μέτσοόδο, Ζίτσα, Συρρᾶχο, Καλλαρύτες, Σοῦλι, Ἄγραφα, Βάλτο, Αἰτωλία, Σάλωνα (Ἄμφισσα), Μεσολόγγι, Ἅγ. Ὅρος, Ναύπακτο, Ἀχαϊαῦ. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἔδειξε στα Βλαχόφωνα χωριά πέριξ τῶν Ἰωαννίνων”.

Μετά τή νέα ἄδεια (τρίτη) ἀπό τόν Πατριάρχη Σωφρόνιο Β΄ -καί τήν γενική ἀμνηστία τοῦ Κιουτσούκ-Καϊναρτζῆ (1774}– φεύγει τό 1775 γιά τά «Δουχάνησα» (Κυκχλάδες) (Πάρο, Νάξο, Μύκονο, Σέριφο, Μῆλο) καί Ρόδο, Ἀστυπάλαια καί Κρήτη, με ἀποστολή (κατά τόν Δ. Τσάχωνα) νά ἠρεμήσει τά πνεύματα μετά τήν ἀποτυχία τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ὁρλώφ. Ἀπό ἐκεῖ ἐπιστρέφει στό Ἅγιο Ὄρος (Γ περιοδεία).

Κατόπιν, μέσω Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη, Βέροια, Σιάτιστα –Ἰούλιος 1775) ἀρχίζει ἡ νέα του περιοδεία στήν Ἠπειρωτική Ἑλλάδα καί στά νησιά τοῦ Ἰονίου. Στά χωριά τῆς Πίνδου (βλαχοχώρια) ἱδρύει σχολεῖα (Γρεβενά, Περιβόλι, Ἀβδέλλα, Μαλακάσι).

Μεταβαίνει στήν Καστοριά, Κορυτσά καί Μοσχόπολη. Στήν Μοσχόπολη «εἰς πολλάς κοινότητας διατηρησάσας τόν Χριστιανισμόν καίτοι ὑφίσταντο πολλάς δεινάς καταπιέσεις, ἱκαναί οἰκογένειαι, ἐλλείψει διδασκαλίας, ἀπηρνοῦντο τό πατρῶον θρήσκευμα, καί το ὀλέθριον αὐτῶν παράδειγμα ἐμιμοῦντο τυφλῶς οἱ οἰκεῖοι αὐτῶν καί φίλοι. Ὁ χείμαρρος τῆς ἐξωμόσεως ἠπείλει νά κατακλύση ὁλόκληρον τήν Ἤπειρον» (Ἀραβαντινοῦ «Ἱστορία τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ», σελ. 29 (1894).

Αὐτή τήν φορά ὄασικοί στόχοι του ἧταν: α) ἡ ἀναχαίτιση τοῦ ἐξισλαμισμοῦ, ἐφ᾽ ὅσον οἱ ἀλλαξοπιστίες στόν χῶρο τῆς Ἠπείρου ἧταν συχνές (τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Ἑλλήνων τοῦ Μπερατίου εἶχε ἀλλαξοπιστήσει, καί ἐπίσης 30 χωριά τοῦ Πωγωνίου), καί β) ἡ καθιέρωση τῆς Ἑλληνικῆς, ἀνάμεσα σέ ἀλβανόφωνους καί βλαχόφωνους πληθυσμούς, μέ τήν ἐμμονή του στήν σύσταση Ἑλληνικῶν σχολείων. Δίδαξε:

«ἐσύ ὅπου κάμνεις παιδιά, νά τά παιδεύῃς και γά τά μανθάνῃς γράμματα καί ἐξόχως Ἑλληνικά, διότι ἐκκλησία μας εἶναι εἰς τήν Ἑλληνικήν γλῶσσαν… Ὅποιος Χριστιανός ἄνδρας ἤ γυναῖκα ὑπόσχεται μέσα εἰς τό σπίτι του νά μήν κουβεντιάξἀρβανίτικα, ἄς σηκωθεἐπάνω νά μοῦ τό εἴπῃ και ἐγώ νά πάρω ὅλα του τά ἁμαρτήματα εἰς τόν λαιμό μου, ἀπό τόν καιρό ὅπου ἐγεννήθη ἕως τώρα…».

Τά κηρύγματα τοῦ Κοσμᾶ ἦταν σέ γλῶσσα λιτή, σχεδόν ἁπλοϊκή -ὅπως ἁπλοῖκός καί ἀσκητικός ἦταν καί ὁ ἴδιος–, μειλίχια, εἰρηνυκή, τό δέ ὕφος του ζωηρό. Τά κηρύγματα διανθίζονταν μέ ἀπροσδόκητες παρομοιώσεις, μέ τόνο προφητικό καί ἀπόδοση λαϊκοῦ χρησμοῦ, καί χάρις στήν λαϊκή εὐσέδεια ἀναδεικνύουν τό θρησκευτικό, ἐθνικό καί κοινωνικό περιεχόμενο τῶν Διδαχῶν του. Ἰδού καί ὁ ἀπολογισμός τοῦ ἔργου του, συμφώνως μέ τά γραφόμενα τοῦ ἰδίου, σέ ἐπιστολή τοῦ στόν ἀδελφό του Χρύσανθο:

«Ἕως τριάκοντα Ἐπαρχίας περιῆλθον, δέκα Ἐλληνικά Σχολεῖα ἐποίησα, διακόσια διά τά κοινά γράμματα, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος.» (2 Μαρτίου 1779).

Τό κοινωνικό περιεχόμενο τῶν Διδαχῶν του μαρτυρεῖ ἡ πολεμική του χατά τοῦ ἀδίκου πλουτισμοῦ, γεγονός πού θά «βαρύνει τό κλῖμα» ἐναντίον του. Οἱ Διδαχές τοῦ Κοσμᾶ, ἕνεκα μεγάλης συρροῆς λαοῦ, ἐγίνοντο στό ὕπαιθρο΄. Ἔφθανε νύκτα σέ κάθε μέρος πού θά ἐκήρυττε. Καί στό μέρος ἐκεῖνο ἐστήνετο σταυρός ξύλινος, διατηρούμενος καί μετέπειτα, ὡς ἐνθύμιο τῆς διαδάσεως τοῦ Ἁγίου τῶν σκχλάδων. Δεν ἔρχονταν νά ἀχούσουν τόν λόγο του μόνο Χριστιανοί, ἀλλά καί πολλοί Μουσουλμάνοι καί Τοῦρκοι ἀξιωματοῦχοι. Ἀκόμη καί αὐτός ὁ Κούρτ Πασάς εἶχε γοητευτεῖ ἀπό τούς λόγους του.

Γιά τήν ἀγάπη τῶν Τούρκων ἀπέναντί του γράφει στόν ἀδελφό του Χρύσανθο: «Χίλιοι Τοῦρκοι με ἀγαποῦν, ἕνας ὄχι τόσο» (24 Αὐγούστου 1779). (Στόν Λοῦρο ἵδρυσε σχολεῖο μέ δωρεά 50 γρόσια παρά τοῦ Τούρκου Ἀγᾶ!).

Οἱ περιοδεῖες τοῦ καλύπτονται μέ τήν ἀχλύ τοῦ θρύλου. Λίγα μόνο ἱστορικά γεγονότα ἔχουμε, ἰδίως ὅσον ἀφορᾶ τό ποῦ δίδαξε καί τί. Τά περισσότερα εἶναι γνωστά ἀπό τήν Παράδοση, πού σημάδεψε λόγους, προφητεῖες καί τοποθεσίες καί τίς ταύτισε μέ τόν Ἅγιο καί τό θεόπνευστο πέρασμά Του.

ΤἹνωρίζουμε ὅτι ἡ Γ΄ Διδαχή τοῦ χειρογράφου 12 τῆς Μονῆς Λευχοπηγῆς (κατά τόν ἐρευνητή Ι. Μενοῦνο) κηρύχθηκε στήν Καδάγια (Δυρραχίου).

Στήν Περίβλεπτο (Ἰωαννίνων) κηρύχθηκε ἡ διδαχή τοῦ χειρογράφου (Κ 946 τῶν Γενικῶν Ἀρχείων, κατά Ἰ. Μενοῦνο).

Στά χωριά πού ἧσαν ἐπηρεασμένα ἀπό τήν Ἀρβανίτικη διάλεκτο εἶναι σίγουρο ὅτι διδάχθηκε το χειρόγραφο 128στ (τῆς Βουλῆς), ὅπου ὁ Κοσμᾶς συνιστᾶ στούς πιστούς νά ἀντικαταστήσουν τά Ἀρβανίτικα μέ τά Ἑλληνικά. (Ἀναφέρεται στήν Ἱστορία Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἀνωτέρω σημ. 3).

Ἡ ἐπανάσταση τῶν Ὀρλώφ, μέ τούς ὁποίους οἱ Χειμαρριῶτες ἦταν ἀπό τό 1769 σέ ἐπαφή καί ἐδέχθησαν κατόπιν καί ἐπιστολή τοῦ Α. Ὁρλώφ, βρῆκε τόν Κοσμᾶ θερμό κήρυκα καί ὑποστηρικτή της. Ἐπίσης λέγεται ὅτι μύησε πολλούς κλέφτες καί ἀνάμεσά τοὺς τόν Κατσαντώνη (Φ. Μιχαλόπουλος), δίχως ὅμως νά ὑπάρχουν γι᾿ αὐτό ἱστορικές μαρτυρίες.

Τό 1775 ὁ Ἅγιος ἐπεσχέφθη τό Δέλβινο, ὅπου ἕδρευε ὁ Ἐπίσκοπος Χειμάρρας Ἰωαννίκιος. Ἤδη, ἐπί Ἐπισκόπου Χειμάρρας Ζαχαρίου, εἶχε ἀρχίσει στήν Ἐπαρχία ὁμαδικός ἐξισλαμισμός τῶν Χριστιανῶν. (Τό 1730 εἶχαν ἐξισλαμισθεῖ τά χωριά τοῦ Κουρβελεσίου καί τό 1745 20 χωριά τῆς παλαιᾶς Ἐπαρχίας). Ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπος «βλέποντας την Ἐπαρχία του νά δαδίξῃ εἰς τήν νεωτέραν θρησκείαν τῶν Ὀθωμανῶν, τούτου ἕνεκα ἐκατήντησεν εἰς μεγίστην ἀσθένεια καί ἐτελεύτησεν ὁ τρισμακάριστος εἰς τήν Χειμάρραν, καί ἐκεἐτάφη εἰς τόν ναόν τῶν Ἁγίων Μαρτύρων εἴκοσιν ἔτη ἀρχιερατεύσας (ἔτος 1682) καί αἰωνία ἡ μνήμη αὐτο».

Ὁ Ἰωαννίκιος ὑπεδέχθη τόν Κοσμᾶ μέ χαρά και ἀγαλλίαση. Ὁ Ἅγιος ἐκήρυξε ἐπί τρεῖς ἡμέρες τον Λόγο τοῦ Θεοῦ στό Δέλόινο. Κατόπιν ἐδάδισε μέ τον Ἐπίσκοπο ἀπό τούς Συραχάτες μέχρι Δρυμάδες Χειμάρρας. Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Παπακυριακοῦ γράφει στό ὀιόλίο του «Συμβολή στόν βίο τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ» (σελ. 42-43): «Σχεδόν ἐπάτησαν ὅλα τά χωρία τῆς ἐπαρχίας μας. Καί συμφώνως ἔκαμαν τά ψυχάς τῶν χριστιανῶν νά γνωρίσουν καθαρά τήν ἀμώμητον πίστιν τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί Θεοἡμῶν. Ἀπό ἐδῶ φεύγων ὁ ἅγιος ἐπέρασεν εἰς Φιλιάτες. Ὁ δέ Ἰωαννίκιος ἐρχόμενος εἰς τήν Ἐπισκοπήν του ἐκάθησε μερικόν καιρόν μελετῶν τάς θείας γραφάς ἡμέρας καί νυκτός. Διά τῆς διδαχῆς τοῦ Κοσμᾶ τό κακόν τῆς ἀποστασίας πολύ ἐμετριάσθη. Τὲνική δέ πεποίθησις εἶναι, ὅτι, ἄν μή ὁ Κοσμᾶς ἐδίδασκεν ἐν Ἠπείρῳ καί Ἀλβανίᾳ, Χριστιανός δέν θά ὑπῆρχεν σήμερον εἰς τά μέρη ταῦτα. ἐκ Πάργης Χρύσανθος Κωνοφάος, το πρῶτον χρηματίσας ἀρχιδιάκονος τοῦ Μητροπολίτου Ἰωαννίνων Γαβριήλ Γιάγκα, λόγιος κληρικός, καί εἶτα “Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, διορισθείς τοιοῦτος τῷ 1833 ὑπό τῆς Κυβερνήσεως, ἐν χειρογράφῳ βιβλίῳ του ἀναφέρει, ὅτι, ἄν μή ἀνεφαίνετο Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ χριστιανικός πληθυσμός τῆς Ἠπείρου καί Ἀλβανίας θα ἐτούρκευεν. Ἐν τοῖς ἀρχείοις τῆς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας σώζονται εἰσέτι πολλά ἔγγραφα συντεταγμένα ὑπ᾽ αὐτοῦ» (Κώδικας Δελβίνου, και «Ἠπειρωτικά Χρονικά» τ. Ε΄ (1930), σελ. 60).

Ἡ περιοχή Δρυϊνουπόλεως (Δρόπολις) γνώρισε τό κήρυγμά του, καί ἰδιαίτερα οἱ Βουλιαράτες, Δερβιτσάνη καί Ἀργυρόκαστρο, «ὅπερ εἶχε τουρκέψη πρό ἐτῶν, καί ὅπου ἐκήρυξεν εἰς τόπον ἐκτός τῆς πόλεως παρά τά σημερινά βυρσοδεψεῖα τῶν ἀδελφῶν Φείδη συγκεντρώσας εἰς τό κήρυγμά του Τούρκους καί Χριστιανούς». Ἡ ὁμιλία προκάλεσε ἰσχυρές ἀντιδράσεις στούς προύχοντες καί τόν Δεσπότη Δοσίθεο. Ἀχολουθεῖ ἡ Μουζίνα, Κονίσπολη, Λιμπόχοβο, Δερμίσι (σχολεῖα καί θαύματα).

Τό 1776 διδάσκει στά χωριά Γρεβενῶν, Σουλίου, Πάργας καί Αἰτωλοαχαρνανίας. Τό 1777 τόν εὑρίσκουμε στήν Θεσσαλία, στά χωριά τῆς Πίνδου και ἀργότερα στήν Πρέβεζα. Τόν Μάϊο μετέβη μέ πλοῖο στήν Λευχάδα, ὅπου ἐκήρυξε, καί κατόπιν στήν Κεφαλλονιά (ὅπου πραγματοποίησε καί θαύματα). Οἱ ἄρχοντες τῆς Ζακύνθου καί ὁ Μητροπολίτης δεν τοῦ ἐπέτρεψαν νά κηρύξει, διότι μέ τά κηρύγματά τοῦ ἐξῆπτε τά πάθη μεταξύ τοῦ λαοῦ καί τῶν ἀρχόντων. Ἔτσι, ἐπέστρεψε στήν Κεφαλλονιά, ἀπ᾿ ὅπου γιά τόν ἴδιο λόγο ἀνεχώρησε γιά τήν Κέρκυρα (Ἰούλιος 1777).

Ἐδῶ ἔλαβε ἄδεια ἀπό τόν Γενικό Προβλεπτή (Βενετσιάνο) καί μίλησε στό Μαντούκι. Ἐπειδή μετά τό κήρυγμα ἀπειλήθηχε «διατάραξη τῆς τάξεως», ὁ Γεν. Προβλεπτής τόν παρεκάλεσε νά ἀναχωρήσει. Ἔτσι, πέρασε μέ πλοῖο στούς Ἁγ. Σαράντα.

«Ἐκεῖθεν προχωρῶν ἐπισκέπτεται τήν ἐπαρχίαν Χειμάρρας τό δεύτερον, καί δή τήν Νίβιτσαν, Ἅγιον Βασίλειον, Πικέρνιον, Κηπαρόν, Χειμάρραν, Βοῦνον, ἐν ἔθετο τά θεμέλια τοῦ ναοῦ τοἁγίου Σπυρίδωνος ἐν ᾧ τόπἐδίδαξε, διά τῆς ράβδου του χαράξας τό μῆκος καί πλάτος αὐτοῦ. Μάλιστα προς ἀποπεράτωσιν τούτου καί ἴδιος συνεισέφερε και ἐρανιστική ἐπιτροπήν συνέστησεν. Ἐπειδή ὅμως αἱ συνδρομαί δέν ἐπήρκεσαν πρός ἐπιστέγασιν τοῦ οἱκοδομήματος, οἐπίτροποι μετέδησαν εἰς συνάντησίν του, ὅν εὗρον κηρύσσοντα κατά τά μέρη τοῦ Βερατίου, καί τόν παρεκάλεσαν γά συνεργήσῃ πρός ἀποπεράτωσιν τοἔργου. ἅγιος συνέστησεν εἰς αὐτούς νά ἐπιστρέψωσιν οἴκαδε ἐπειπών, ὅτι ἀπαιτουμένη ξυλεία ἀπεστάλη διά πλοίου. Καί ὄντως ἐπιστρέψαντες εἰς Βοῦνον εὗρον ἐν τῷ λιμένι αὐτοῦ πλοῖα ἐκφορτώνοντα τήν ξυλείαν. Ὁ ναός φέρει χρονολογίαν 1778 ὡς ἀποπερατωθείς τότε.

Ἐκεῖθεν μεταβαίνει εἰς Δρυμάδες, Παλάσσαν, Δουκάτες, Κάννινα, Αὐλῶνα, δέκα ὥρας ἀπέχοντα ἀπό Παλάσσης, Παλαιάν Ἄρταν, ἐν ἐλαλεῖτο ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, καί Βεράτιον. Ὁ Κούρτ-Πασᾶς τῆς ἐπαρχίας τόν ὑπεδέχθη φιλοφρόνως, τῷ παρέσχε ἄδειαν, ἵνα ἐν τῇ περιφερείᾳ του ἐλευθέρως κηρύξῃ καί μάλιστα ἐδωρήσατο αὐτῷ καί θρόνιον ἐνδεδυμένον διά μεταξωτοὑφάσματος (κατηφέ) διά να ἀνέρχηται ἐπ᾿ αὐτοῦ καί διδάσκῃ τόν λαόν. Τό θρονίον δέ τοῦτο μετά τό κήρυγμα διέλυεν ὁ Κοσμᾶς καί παρελάμβανεν αὐτό μαζί του. Ὅλοι οἱεροκήρυκες διά νά φαίνωνται καί ἀκούωνται ὑπό τῶν ἀκροατῶν των ἀνέρχονται εἰς περίοπτα μέρη, ἀμβωνας, βήματα κιτιλ. Ἐξαιρέτως δέ ὁ Κοσμᾶς, διότι ἧτο κοντός εἰς τό ἀνάστημα». (Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Παπακχυριακοῦ «Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ Διδαχαί..», σελ. 46-47).

Γιά τήν δράση του στήν Χειμάρρα ὁ Κ.Σ. Κώνστας γράφει στήν «Ἠπειρωτική Ἑστία» (1959):

«Στή Χειμάρρα πρότρεψε τή σύσταση σχολείου, πού ὅμως πραγματοποιήθηκε ἀργότερα. Ὅταν οἱ Χειμαρριῶτες τοῦ προφασίστηκαν πώς γιά τό σκοπό τοῦτον τούς ἔλειπαν οἱ χρηματικοί πόροι, ὁ Πάτερ-Κοσμᾶς τούς ὑπόδειξε νά γκρεμίσουν τίς πολλές ἐκκλησίες τους καί νά ἀρκεσθοῦν σέ μιά μονάχα, στους Ἅγιους Πάντες, ὥστε μέ τήν περιουσία τῶν ἄλλων νά ἱδρυθῇ καί νά σταδιοδρομήσῃ τό σχολεῖο”10. Ἐπειδή ὅμως κανείς δέν φαίνονταν νά ἀσπάζεται τήν γνώμὴ του, ἔκαμε τό ἑξῆς τόλμημα: ἅρπαξε ἕνα τσεκούρι καί σάν ἀητός ὀρέθηκε στή σκεπή κάποιου κοντινοῦ ναοῦ καί κεῖ, μπρός στά μάτια τῶν κατάπληκτων Χειμαρριωτῶν, δάλθηκε νά γκρεμίζει τόν τροῦλλο κηρύττοντας συγχρόνως ἀπό τό ὕψος ἐκεῖνο τό ἄνοιγμα τοῦ σχολείου μέ τούς πόρους τῆς ἀργῆς ἐκείνης ἐκκλησίας, γιατί ἀπό τήν ἔρμη καί ἀλειτούργητη ἐκκλησία τό σχολεῖο ἧταν πιό θεάρεστο, ἐπειδή “το σχολεῖον ἀνοίγει τάς ἐκκλησίας” τό σχολεῖον ἀνοίγει τά μοναστήρια”. Σιγά-σιγά ξεθάρρεψαν καί οἱ Χειμαρριῶτες, κάμποσοι ἀνέβηκαν κιόλας βοηθοί κοντά του καί σέ λίγο ἐκκλησία εἶχε ἰσοπεδωθῆ. Ἔτσι μέ την ἁμαρτωλή τούτη ἐπιμονή τοῦ συνειδητοῦ χριστιανοῦ “Πάτερ-Κοσμᾶ συστήθηκε τό σχολεῖον τῆς Χειμάρρας, πού σώζονταν ἀκόμα ὧς τώρα καί τόσες ὑπηρεσίες προσέφερε στόν Ἑλληνισμό τῆς περιφέρειας ἐκείνης».

Καί λίγο πρίν τήν θυσία του γράφει στούς Χειμαρριῶτες ἀπό τήν Κάργιανη καί τό Λέκλι καί ὕστερα ἀπό τήν τελευταία ἐπίσχεψή Του (Αὔγουστος 1779}

«Εὐγενέστατοι ἀγαπητοί ἀδελφοί, οἱ κατοικοῦντες τήν χώραν Χειμάρραν, σᾶς ἀσπάζομαι καί παρακαλῶ τόν Ἅγιον Θεόν διά τήν ψυχική καί σωματικήν σας ὑγείαν. Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ὡς δοῦλος ἀνάξιος Χριστοῦ τοῦ Θεοἡμῶν περιερχόμενος καί διδάσκων τούς χριστιανούς τό κατά δύναμιν μέ ἄδειαν τῶν κατά τόπους ἀρχιερέων ἦλθον καί ἐδῶ εἰς τήν χώραν σας καί ὄλέπω ὅτι δέν ἔχετε σχολεῖον νά διαδάζουν τά παιδιά σας χωρίς πληρωμήν” ἐπαρακίνησα τούς χριστιανούς καί ἔδωκαν τό κατά δύναμιν καί προαίρεσιν διά τό σχολεῖον ἐξ ἰδίων πηγῶν ἤ κοινῶς ἀπό τήν χώραν ἀπό βακούφια, διά νά λάβητε παρά Θεοῦ τόν μισθόν καί τιμήν παρά τῶν ἀνθρώπων᾽ εἶμαι δέ χρεώστης νά παρακαλῶ τόν Ἅγιον Θεόν, τόν εὐλογοῦντα τά πάντα, νά εὐλογήσῃ καί τήν χώραν σας καί τό σχολεῖον καί τά παιδία σας καί νά σᾶς ἀξιώσῃ νά ζήσετε καί ἐδῶ καλά καί θεάρεστα καί νά σᾶς βάλῃ καί εἰς τον Παράδεισον νά χαίρεσθε καί νά ἐφραίνεσθε καί να δοξάζετε τήν Ἁγίαν Τριάδα. Ἔβαλα δέ ἐπίτροπον μέ τήν γνώμην πάντων τόν παπᾶ κυρ- “Μιχαήλ και ἐπιστάτας καί βοηθούς αὐτοὅλην τήν χώραν, μάλιστα δέ τόν Κυρ- Ζάχον, τόν παπᾶ Σπῦρον, τόν Ἠλία Δημητρίου νά κυβερνήσουν τό σχολεῖον, καθώς τούς φωτίσει ὁ Κύριος, 1779. Μήν Αὔγουστος

† Κοσμᾶς Ἱερομόναχος, εὐχέτης σας».

Ἀργότερα ἐκήρυξε στά χωριά τῶν Γρεβενῶν και κατόπιν στό Μέτσοβο, Καλαρρύτες, τήν Ζίτσα, Πάργα, Συρράκο καί Τεπελένι.

Τό 1778 ἱδρύει, στήν Σταυροπηγιακή Μονή Δίβρεως, Ἀνωτέρα Σχολή. Ἀνάλογη Σχολή ἱδρύει στη Μονή Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Οἱ Σχολές συνετηροῦντο ἀπό τά ἔσοδα τῶν Μονῶν, καί ἐκ τῶν τόκων τῶν συνδρομῶν πού ἐμάζευε ἐμισθοδοτεῖτο ὁ διδάσκαλος. Τά μαθήματα γιά τά τέκνα τῶν ἀγροτῶν ἦταν δωρεάν.

«Στό πέρασμά του ἐξεσηκώνοντο. Συναγερμός ἐγίνετο. Οἱ Βορειοηπειρῶτες ἔνοιωσαν τήν ἀγάπη του καί ἀνταποχρίθηκαν. Ὅλοι παραληροῦσαν. Παρατοῦσαν τίς δουλειές τους καί ἔτρεχαν κοντά του (.) Καί ὅταν “μπράβοι᾽ τῶν Ἑβραίων καί τῶν Κοτσαμπάσηδων ἐπιχειροῦσαν νά χτυπήσουν τόν Ἄγιο, οἱ γενναῖοι Ἠπειρῶτες ἔπεφταν μέ τά μοῦτρα ἐπάνω, καί μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους τόν ἔδγαζαν ἀπό τά χέρια τους».

Ὁ Ἅγιος κατά τό ἔτος 1779 ἔμεινε στήν Ἐπαρχία 3 μῆνες (κατά τόν Χρ. Δέδε) (σημ.: ὁ χρόνος φαίνεται πολύς). Ἵδρυσε σχολεῖο στό Κηπαρό καί κατόπιν ἦλθε στήν Χειμάρρα. (Τότε κατά πολλούς σημειώνεται το περιστατικό μέ τήν καταστροφή τῶν ἐκκλησιῶν για τήν κατασχευή σχολείου, διότι οἱ Χειμαρριῶτες εἶχαν ἀδιαφορήσει καί δέν εἶχαν κτίσει σχολεῖο, πού τους εἶχε συστήσει σέ προηγούμενη περιοδεία του).

Ἀχολούθησε ἣ δημιουργία σχολείου στόν Βοῦνο. Στό Κηπαρό μίλησε στήν πλατεία καί στούς Δρυμάδες στό Στρογγλί. Ἐδῶ ἐκτίσθη ἐκκλησία στήν μνήμη τοῦ ἀμέσως μετά τήν θυσία του. Ἡ ἐκκλησία αὐτή χατεστράφη στά χρόνια τῆς ἀθεΐας καί ξαναχτίσθηκε στό ἴδιο μέρος. Λέγεται ὅτι στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου προσχυνοῦσαν οἱ Δημογέροντες τῶν Δρυμάδων πρίν τήν συγκέντρωσή τους, γιά νά τούς βοηθήσει νά ἀποφασίσουν δίκαια καί γιά τό καλό τοῦ τόπου.

Στούς Δρυμάδες ἐπίσης, λέει ἣ παράδοση, ἄφησε χειρόγραφα στούς Ζουππαίους.

Στήν Παλάσσα μίλησε κάτω ἀπό τόν μεγάλο πλάτανο τῆς πλατείας. Ἐνῶ στούς Λιάτες (κατά την παράδοσῃ), ἐπειδή δέν τοῦ ἔδωσαν νερό, ξέσπασε μέ τά λόγια: «Τόσα σπίτια, τόσα νά μείνετε», και πράγματι… ὁ οἰκισμός δέν μεγάλωσε…

Στήν Χειμάρρα (ὅπου κατά τήν Παράδοση δίδαξε στήν Καμπή) εὐχήθηκε προκοπή καί πρόοδο στίς οἰκογένειες Λικόκα καί Δήμα.

Γυρνώντας πρός τά Ἀκχροχεραύνια εἶπε: «Εὐλογημένο βουνό, πόσες ψυχές γυναικόπαιδα θα σώσῃς», καί πράγματι στίς σπηλιές καί στίς δύσβατες περιοχές τους κατέφυγαν πολλοί καί γλύτωσαν ἐπί Τουρκοκρατίας.

Στήν Χειμάρρα λέγεται ὅτι εἶπε τά λόγια: «Ἡ θάλασσα πού βλέπετε, θά γεμίσει μέ καράβια πολλά, πού θά μπορεῖ ὁ πετεινός ἀπό τό ἕνα καράβι στο ἄλλο, νά φθάσει στήν Κέρκυρα καί στήν Ἰταλία».

Στόν Βοῦνο προφήτευσε γιά τόν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο: «Ὁ γυιός τῆς χήρας θά γίνει ἀφορμή ὁ κό σμος νά κακοπαθήσει» (γυιός τῆς χήρας – Χίτλερ).

Στήν Χειμάρρα, γράφει ὁ Αὐγουστῖνος Καντιώτης (Μητροπολίτης Φλωρίνης), προφητεύει τό «ποθούμενο», ἡ δέ ἀνάμνηση τοῦ περάσματός του, καί το προφητικό του χάρισμα πλανᾶται ἀκόμη καί σήμερα στήν Ἤπειρο (Βόρειο καί Νότιο)11.

Ὁ Σπυρίδων Λάμπρος στόν «Ν. Ἑλληνομνήμονα» γράφει σχετικά μέ τήν ἵδρυση σχολείου τῆς Χειμάρρας ἀπό τόν Ἅγιο: «Οἱ Χειμαρριῶται προσεχώρῆσαν μετ᾽ ἐνθουσιασμοῦ εἰς τάς πολιτικάς προσπαθείας τοῦ ἀποστόλου ἐκείνου τῆς ἐθνικῆς Ἰδέας, ὅν ἐθεώρησαν ὡς συμπατριώτην. Καί αὐταί δ᾽ αἱ γυναῖκες τῶν χωρίων τῆς Χειμάρρας προσηνέχθησαν καθ᾽ ὅν τρόπον αἱ τῶν χωρίων Κάργιαννη καί Λέκλα τῶν διαμερισμάτων Ἀργυροκάστρου καί Τεπελενίου, θυσιάσασαι χάριν τῆς ἱδρύσεως τῶν σχολείων αὐτῶν τό προῖόν τῆς πωλήσεως τῶν ἰδίων κειμηλίων και ἁπάντων τῶν πολυτίμων αὐτῶν ἐνδυμάτων. Πολλαί δε τῶν μονῶν τῆς Χειμάρρας ἀφιεροῦσι μέχρι τοῦδ᾽ ἐνιαυσίως ἄξια λόγου ποσά ἐκ τῶν οἰκείων προσόδων εἰς τήν διατήρησιν τῶν Ἑλληνικῶν σχολείων τῆς ἰδίας περιοχῆς καί ἄλλων ἠπειρωτικῶν χωρῶν».

Ὁ Κοομᾶς ὁ Αἰτωλός ὑπῆρξε σφοδρός ἐπικριτής τῆς πολυτέλειας καί τοῦ ἀδίκου πλουτισμοῦ. Ἡ καθεστηκυῖα τάξη ἔχει διαφορετικά συμφέροντα και ἀντιμάχεται σφοδρῶς τό ἀταξικό ἰδανικό τοῦ Ἁγίου, γι αὐτό, ὅπως εἴδαμε, δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ὁ Ἅγιος ἐμποδίστηκε νά εἰσέλθει σέ πολλές πόλεις (π.χ. Ζάκυνθος, Ἰωάννινα), ἐνῶ φυγαδεύτηκε ἀπό ἄλλες.

Στρέφεται κατά τοῦ Τούρκου κατακτητῆ. Ἡ πορεία του ἔχει ἐπίκεντρο τήν Ἑλληνική Παιδεία και τήν Ὀρθοδοξία. Στέκεται κυματοθραύστης στην ἀγραμματοσύνη, τόν σκοταδισμό, τόν ἐξισλαμισμό.

Οἱ Δυτικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑπό τήν κατοχή τοὺς τά Ἰόνια νησιά, ἀνησυχοῦσαν γιά τά κηρύγματά του χαί τόν παρακολουθοῦσαν: πχ. ὁ Κόμης Μαμωνάς, κατάσκοπος τῆς Ἑνετίας, στό Μαῦρο Μανδήλι (περιοχή Λούρου) (18-4-1779).

Ἀρχάς τοῦ 1779 ἐπισχέπεται καί πάλι τά Ἰωάννινα. Ἔρχεται σέ ρήξη μέ τούς Ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι τόν ἐσυκοφάντησαν στόν Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων ὡς ὄργανο τῆς Ρωσσικῆς προπαγάνδας και φιλοπόλεμο 12. Ἐπεθύμουν τήν ἐξόντωσή του, διότι καλοῦσε τούς Ἑδραίους νά δώσουν «τό ἄδικον ὀπίσω» (165 Γ΄ Διδαχή, Ἰ. Μενούνου, σελ. 227). «Χίλιοι Τοῦρκοι μέ ἀγαπῶσι καί ἕνας ὄχι τόσον. Χιλιάδες Ἑβραῖοι θέλουν τόν θάνατόν μου καί ἕνας ὄχι», γράφει στόν ἀδελφό του Χρύσανθο τήν 2-3-1779.21, Ἡ ἐναντίον τῶν Ἑβραίων πολεμική του εἶχεν ὡς ἐπακόλουθο νά νεκρώσει τήν ἀγορά τους. Ἡ τακτική τοῦ κατευθύνετο ἐπίσης καί κατά τῶν πλουσίων, ἐμπόρων καί κοτσαμπάσηδων (γιά τους λόγους πού προείπαμε).

Οἱ Τουρκικές ἀρχές δέν τοῦ ἐπιτρέπουν νά μιλήσει μέσα στήν πόλη τῶν Ἰωαννίνων καί ὁμιλεῖ στήν Περίβλεπτο. Κατόπιν μεταβαίνει στό Ζάλογγο, τήν Παραμυθιά καί τό Μαργαρίτι.

Τόν Μάρτιο τοῦ 1779 ἵδρυσε σχολεῖα στούς Βαριάδες καί τούς Παπαδάτες. Τόν Ἀπρίλιο ἔρχεται στήν Πρέβεζα καί διδάσκει ἐκτός πόλεως, ἱδρύοντας σχολεῖο μέ ἔρανο (ἐντός τριῶν ἡμερῶν συγκέντρωσε 10.000 γρόσια!).

Συνεχίζει τήν πορεία πρός Λοῦρο καί τήν 18-4-1779 μιλᾶ στό Μαῦρο Μανδήλι ἐνώπιον ἕξ χιλιάδων ἀτόμων”.

Κατόπιν ἐπισχέπτεται τό Φανάρι καί τήν Σαγιάδα, γιά νά φθάσει τήν 3θή Ἀπριλίου στήν Πάργα, ὅπου ἢ ὑποδοχή ἦταν «σύν γυναιξί καί τέκνοις» καί μέ κωδωνοκρουσίες, ἀλλά ἐκτός πόλεως…

Ἀπό ἐκεῖ μετέδη εἰς Ἄρτα (κήρυξε εἰς Κακοσιούς, ἐκτός πόλεως), Πωγώνι, Φιλιάτες, Δρόδιανη (15-7-1779), Σενίτσα (28-7-1779) καί στίς 4-8-1779 ἔρχεται καί πάλι στά Ἰωάννινα14, ὅπου κηρύττει πάλι στήν Περίβλεπτο.

Ἐπιτίθεται ἐναντίον τῶν Ἑβραίων καί πείθει τούς Χριστιανούς νά μεταφέρουν τήν ἀγορά (παζάρι) ἀπό τήν Κυριακή στό Σάββατο, «τό ὁποῖον ἐπροξένησε εἰς τούς Ἑβραίους μεγίστην φθοράν»15 καί τόν πολέμησαν ὅπου καί ὅπως μποροῦσαν20. Ἔπεισε τούς Χριστιανούς νά μήν ἐμπορεύονται μέ τους Ἑβραίους, διότι τά ὑπ᾽ αὐτῶν πωλούμενα προϊόντα εἶναι ἀκάθαρτα. (Χρησιμοποιοῦσε λαϊκές διαδόσεις ὅτι «φτύνουν καί οὐροῦν στά προϊόντα πού πωλοῦν στούς Χριστιανούς». (Ἰ. Μενούνου, Διδαχές Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ, σελ. 85)).

Ἀποχολεῖ τούς Εβραίους «παράνομους» (74 Διδαχή Δ’, «θεοκτόνους» (930 Διδαχή Α2), «τέκνα τοῦ διαδόλου» (193 Διδαχή Γ΄ καί 82 Διδαχή Δ) «ἔλαβον τόν Διάδολον εἰς τήν καρδία τους, καθώς τόν ἔχουν ἕως τήν σήμερον, καί ἔβαλαν σκοπόν να σταυρώσουν τόν Χριστό μας» (47 Διδαχή Β1), «φαρμάκι καί σπαθί δίστομον εἰς τήν καρδίαν τῶν Ἑβραίων καί μάλιστα τοῦ Διαδόλου» (48 Διδαχή Β1, 185 Διδαχή Γ΄ καί 873 Διδαχή Δ, «χιλιάδες φορές ἄφησαν τόν Θεόν καί ἐπροσκύνησαν τόν Διάὄολον» (195 Διδαχή Γ), «ἐθανάτωσαν ὅλους τους καλούς» (201 Διδαχή Γ).

Ὅμως καλεῖ τούς Χριστιανούς νά «κλαῖνε τους Ἑβραίους πώς ἄφησαν τόν Θεόν καί ἐπῆγαν μέ τον Διάβολο» (202 Διδαχή Γ).

Ζητοῦσε δοήθεια ἀπό τόν Θεό «γιά νά τόν φυλάγει ἀπό τούς Ἑβραίους, ὅπου ἐφοδιάζουν χιλιάδες πουγγιά διά νά μέ θανατώσουν» (144 Διδαχή Ε).

Τόν Ἰούλιο τοῦ 1779 ἔφθασε στήν Μοιζίνα, ὅπου ἵδρυσε Σχολή, καί «ἐκεῖθεν εἰς Χειμάρραν τό τέταρτον καί τελευταῖο, ἔνθα ὡσαύτως ἵδρυσε σχολήν κατά Αὔγουστον 1779»17. Ἐκεῖθεν πορευόμενος ἔφθασε στό Βεράτι καί κηρύσσων ἀφίκετο στό Καλικόντασι, ὅπου δημιούργησε τό τελευταῖο σχολεῖο.

Οἱ Ἑβραῖοι ἐξηγόρασαν τόν Κούρτ Πασᾶ τοῦ Μπερατιοῦ μέ «πενῆντα σακκοῦλες ἄσπρα».

«Οἱ Ἑβραῖοι προσέφερον 20.000 γρόσια στον Κούρτ διά νά φονεύσῃ τόν Κοσμᾶν καί ἐκ τούτου πέμψας Ἀλβανούς τινας εἰς τά χωρία, ὅπου ἐδίδασκε καί ἐνεδρεύσαντες τόν ἐφόνευσαν».

Κατ᾽ ἄλλους (Ν. Μαρτυρολόγιο) εἶχε ζητήσει την ἄδεια ἀπό τόν Χότζα γιά νά κηρύξει στήν περιοχή καί αὐτός τόν παρέδωσε σέ Τούρκους στρατιῶτες”, πού τόν ἐκρέμασαν σέ ἕνα δέντρο ἔξω ἀπό τό Καλικόντασι, κοντά στόν Ἄψο. Ὁ Ἀραβαντινός ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἀπαγχονισμός ἔγινε ἄνευ θελήσεως τοῦ Κούρτ Πασᾶ, ἐνῶ ὁ Κ. Φαλτάϊτς δέχεται ὅτι οἱ στρατιῶτες τοῦ Κούρτ Πασᾶ ἔδειξαν ὑπερβάλλοντα ζῆλο (θάνατο ἀντί συλλήψεως).

Ἐμαρτύρησε στίς 24 Αὐγούστου 1779.

Ὁ Δημ. Τσάκωνας σημειώνει: «Πλέον ἐμπνευσμένη καί κοινωνικῶς πλέον ἐπαναστατική Μορφή Καλογήρου δέν εἶχε προόληθῆ κατά τήν ἐποχή ταύτην, ἴσως δέ καί μετέπειτα».

Τό 1961 ἐπί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα ἀνεχηρύχθη Ἅγιος.

Ἀμέσως μετά τόν ἀπαγχονισμό Του χτίσθηκαν στήν μνήμη του στήν Ἐπαρχία καί στήν Βόρ. Ἤπειρο μοναστήρια, εἰκονοστάσια, ἐκκλησίες (Χειμάρρα, Δρυμάδες), γιά νά τόν κρατήσουν ὁλοζώντανο μέσα στίς μνῆμες τοῦ λαοῦ, περισσότερο ἀπό κάθε Ἅγιο. Τό 1812 ὁ Ἀλῆ Πασᾶς (ὅταν ἔγινε κύριος τοῦ Βερατίου) ἔκτισε μεγαλοπρεπή ναό στο Καλικόντασι στήν μνήμη του. Ἔδωσε μάλιστα εὐρύτατο λαϊκό χαραχτήρα στό ἔργο. Μέ τήν προτροπή τοῦ συνέτρεξαν τό ἔργο Χριστιανοί ἀλλά καί Μουσουλμάνοι.

Σημειώσεις

1. Στοιχεῖα ἀπό τήν ἀρίστη μελέτη τοῦ Ἰ. Μενούνου, «Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ – Διδαχές καί διογραφία» Ἐκδόσεις Τῆνος.

2 Κ.Σ. Κώνστα, «Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (σελ. 62-63-64), Ἀθῆναι 1973.

3. Ἱστορία Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τ. ΙΑ΄ (σελ. 124.

4. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἰ. Μενοῦνος, ὁ Νικόδημος γράφει ὅτι «τοὐλάχιστο 6.000 ἄτομα τῆς ἀκολουθίας του» εἶδε, στό Μαῦρο Μανδήλι Πρεβέζης, ὁ Κερκυραῖος Κόμης Μαμωνᾶς.

4. Κῶδιξ Δελβίνου, καί Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Παπακυριακοῦ «Συμβολή στόν βίον τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ» (σελ. 40)

6. Μέ τήν σημερινή χωρονομασία.

7. Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Παπακυριακοῦ, «Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ Διδαχαί..» (σελ. 173.

8. Χαρ. Βασιλόπουλου, «Ἅγ. Κοσμᾶς καί τό ἔργο του» (σελ. 36-37), Ἀθῆναι 1955.

9. Δρ. Δημ. Τσάκωνα, «Ἡ Κοινωνιολογία τοῦ Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ», «Ἠπειρωτική Ἑστία» (σελ. 556), 1959.

10. Πολλοί ἀμφισδητοῦν ὅτι ἡ πρότασή του ἀφορᾶ τους Ἂγ. Πάντες, διότι ἱστορεῖται ἡ κατασκευή αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας τό 1827 (ἐπί Παϊσίου), ὁπότε δέν ὑπῆρχε το 1777. (Σωφρονίου Παπακυριακοῦ «Συμβολή στόν βίον τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ», σελ. 42 (Ἀθῆναι 1953) Πιθανότατα πρόκειται γιά τόν ναό τῶν Ἁγίων μαρτύρων Σεργίου καί Βάκχου.

11. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (σελ. 105}

12. Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Παπακυριακοῦ, «Συμβολή στόν βίον τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ» (σελ. 48}

13. Δημ. Σαλαμάγκα, «Ὁ γνωστός Καλόγηρος Κοομᾶς».

14. Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Παπακυριακοῦ, «Συμβολή στόν βίον τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ» (σελ. 50)

15. Σάπφειρου Χριστοδουλίδη, «Ἀκολουθία καί βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ», Βενετία.

16. Το. Εὐαγγελίδης, «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», 1912 (σελ. 13}

17. Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Παπακυριακοῦ, «Συμβολή στόν βίον τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ» (σελ. 51}

18. Φ. Μιχαλόπουλου, «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (σελ. 122.

19. «Ἠπειρωτική Ἑστία», 1959 (σελ. 561}

20. Ἰ. Μενούνου, «Κοομᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ – Διδαχές καί βιογραφία» (σελ. 28}

21. «Ἐπιστολαί τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ», ἐπιμέλεια Ἀρχιμανδρίτου Τίτου Καράντζαλη, Παραμυθιά 1963.

22. Κ. Φαλτάϊτς, «Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς εἰς τό στόμα τοῦ Ἠπειρωτικοῦ Λαοῦ» (σελ. 9, 10), Ἀθῆναι 1929.

, , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *