του Νικολάου Π. Παππά, πολιτικού επιστήμονος
Ο θάνατος του Αλέξιου Κομνηνού το έτος 1118 βρήκε την Βυζαντινή αυτοκρατορία ξανά στο παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων. Ύστερα από σκληρούς πολεμικούς και διπλωματικούς αγώνες, ο αυτοκράτορας κατόρθωσε να σταθεροποιήσει τις δυνάμεις του κράτους, να ανακαταλάβει μεγάλες περιοχές της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους, να αποκρούσει τους Νορμανδούς της Ιταλίας και να εκμεταλλευτεί προς όφελός του την Α’ Σταυροφορία.
Στην επιθανάτια κλίνη του ο αυτοκράτορας έδωσε την ευχή του και το δικαίωμα διαδοχής στο 31 ετών γιο του, Ιωάννη Κομνηνό, παρά τις πιέσεις της συζύγου του Ειρήνης Δούκαινας, που ήθελε το στέμμα για την πρωτότοκη κόρη Άννα. Ο Ιωάννης χρειάστηκε να κινηθεί κεραυνοβόλα για να ματαιώσει τα σχέδια των δύο γυναικών, περιορίζοντας την Άννα, την μετέπειτα διάσημη ιστορικό, σε μοναστήρι.
Οι πηγές της εποχής περιγράφουν τον Ιωάννη ως ένα πρότυπο ανθρώπου και αυτοκράτορα, ικανό, θεοφοβούμενο, φιλάνθρωπο και ασκητικό. Από το 1104 είχε παντρευτεί την πριγκίπισσα Πιρόσκα της Ουγγαρίας, η οποία έλαβε το ελληνικό όνομα Ειρήνη. Απέκτησαν 8 παιδιά. Η Ειρήνη έμεινε γνωστή για την ευσέβεια και την φροντίδα της για τους φτωχούς, μάλιστα τιμάται σαν Αγία από την Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι σήμερα. Σημαντικότερο δημιούργημα του ζεύγους ήταν το μεγάλο νοσοκομείο της Μονής του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη. Πάνω από όλα όμως, ο Ιωάννης ήταν στρατιώτης. Στόχο είχε, μαρτυρεί ο Γάλλος βυζαντινολόγος Ferdinand Chalandon,
«να πάρει πίσω από τους γείτονές του τις χαμένες ελληνικές επαρχίες οραματιζόμενος να αποκαταστήσει το παλιό μεγαλείο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας».
Ο Ιωάννης πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του στο πεδίο της μάχης, καθώς η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε κινδύνους από παντού. Οι Τούρκοι ακόμα ρήμαζαν τη Μικρά Ασία, τα Σταυροφορικά κράτη της Συρίας και της Παλαιστίνης δεν αναγνώριζαν την βυζαντινή επικυριαρχία, ενώ βόρειοι επιδρομείς απειλούσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες.
Στο ανατολικό μέτωπο ο αυτοκράτορας έδωσε σκληρούς αγώνες εναντίον των Σελτζούκων και των Δανισμενδιδών, τουρκικής δυναστείας της Καππαδοκίας και του Πόντου. Οι εκστρατείες αυτές κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος των δεκαετιών του 1120 και του 1130. Εκπόρθησε πολλές πόλεις και οχυρά, κτυπώντας τους Τούρκους από βορρά, δύση και νότο. Ταυτόχρονα εξανάγκασε τους Αρμένιους της Κιλικίας και Φράγκους της Αντιόχειας να δηλώσουν υποταγή. Οι απόπειρες όμως για κοινή εκστρατεία εναντίον των μουσουλμάνων στη Συρία δεν υπήρξαν επιτυχημένες, καθώς οι Σταυροφόροι δεν έδειχναν μαχητική διάθεση. Στα Βαλκάνια ο Ιωάννης κατέστειλε την εξέγερση των Σέρβων, ενώ απέκρουσε και μία μεγάλη ουγγρική εισβολή. Συμμαχώντας με τους Γερμανούς και άλλες ιταλικές δυνάμεις, μπόρεσε να ματαιώσει τα σχέδια επίθεσης των Νορμανδών. Η μεγαλύτερη ίσως επιτυχία του ήταν η συντριβή της νομαδικής φυλής των Πετσενέγκων, την οποία είχε νωρίτερα νικήσει και ο πατέρας του Αλέξιος.
Όπως γράφει ο Ανθούλλης Δημοσθένους στη ΔΟΜΗ:
«Στο μυαλό του Ιωάννη υπήρχε ο εξής βασικός κανόνας στρατηγικής: ποτέ μην κάνεις διμέτωπο ή πολυμέτωπο αγώνα και αντίθετα να δημιουργείς τις συνθήκες ώστε να αναγκάζεις τους άλλους να κάνουν διμέτωπο αγώνα, αν θα πρέπει να τους αντιμετωπίσεις».
Ο Ιωάννης αναγνώρισε πως τα εμπορικά προνόμια που είχε δώσει ο Αλέξιος και νωρίτερα από εκείνον ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος στους Βενετούς ήταν καταστροφικά για το Βυζάντιο, έτσι αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας τα αφαίρεσε. Οι Βενετοί όμως απάντησαν άμεσα κουρσεύοντας τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου, αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα να υποχωρήσει. Η αδυναμία του βυζαντινού στόλου ήταν μόνιμο πρόβλημα της εποχής. Ο αυτοκράτορας εγκαινίασε την ακόμη πιο καταστροφική πολιτική να δίνονται προνόμια και σε άλλες ιταλικές πόλεις, ώστε να μην μονοπωλεί τα ωφέλη η Βενετία.
Το 1142 ο Ιωάννης, επιστρέφοντας από μία εκστρατεία κατά των Τούρκων, βρήκε τις πύλες της Αντιόχειας κλειστές και τους Σταυροφόρους να έχουν πάλι στραφεί εναντίον του. Ο αυτοκράτορας αποσύρθηκε στην Κιλικία και άρχισε να ετοιμάζει εκστρατεία αντιποίνων, ομως ενώ μία μέρα κυνηγούσε, τον τραυμάτισε ένα δηλητηριασμένο βέλος. Νιώθωντας τον θάνατο να πλησιάζει, ο Ιωάννης όρισε διάδοχό του τον γιο του Μανουήλ, ο οποίος βρισκόταν μαζί του στον πόλεμο. Πέθανε στις 8 Απριλίου του 1143.