“Σεροτονίνη”: Η έφεση προς τη δυστυχία – Νέο βιβλίο

Γράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης

Ο ήρωας του τελευταίου μυθιστορήματος του Ουελμπέκ, με τον σαρκαστικό τίτλο «Σεροτονίνη» (Εστία, 2019), είναι 46 χρόνων, πρόωρα ξοφλημένος σεξουαλικά και, συνεπώς, ερειπωμένος ψυχικά (ή μήπως το αντίστροφο;), χωρίς σχέδια ή πραγματικά ενδιαφέροντα, «χωρίς κατά βάθος λόγους να ζει ή λόγους να πεθάνει» (σ. 81). Κρατιέται ακόμη στη ζωή με το (μυθοπλαστικό) χαπάκι Captorix, τσιγάρο και ποτό. Οδεύει προς την αυτοκτονία, χωρίς λόγο, έτσι απλώς επειδή θα έχουν σωθεί τα λεφτά του (σ. 311-314). Το θέμα του μυθιστορήματος «είμαι εγώ» (σ. 166), λέει ο ήρωας. Ποιος δηλαδή; Ο Φλοράν-Κλωντ Λαμπρούστ είναι κυρίως ένας άνθρωπος με ισχυρή έφεση στη δυστυχία, που έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να χτίσει την κόλασή του. Στη σχέση του με δύο γυναίκες, την Κέιτ και, περισσότερο, την Καμίγ, έχει γνωρίσει την ευτυχία στη ζωή του, ξέρει τι είναι αυτό και πού βρίσκεται: στη σχέση αγάπης, ψυχικής και σωματικής, με μια γυναίκα. Ενας άλλος ωστόσο μηχανισμός μέσα του, ακατανόητος και ακατανίκητος, τον οδηγεί να καταστρέφει κάθε φορά την ευτυχία του. «Οι άνθρωποι φτιάχνουν μόνοι τους τον μηχανισμό της δυστυχίας τους, ανοίγουν τον διακόπτη και μετά ο μηχανισμός γυρίζει και γυρίζει, ασταμάτητα» (σ. 203, βλ. και 276). Γι’ αυτό και κανείς δεν μπορεί τελικά να βοηθήσει κανέναν. Εγκαταλείπει την Κέιτ για μια πρόστυχη Βραζιλιάνα, χωρίς αυταπάτες για το τι είναι αυτό που τον περιμένει: «Θα τελειώσω τη ζωή μου δυστυχισμένος, δύσθυμος και μόνος, και θα μου αξίζει. Πώς ένας άντρας που είχε γνωρίσει την Κέιτ μπορούσε να της γυρίσει την πλάτη; Είναι ακατανόητο» (σ. 93-94). Και ακατανίκητο. Μετά την αυτοκτονία του φίλου του Αιμερίκ θα αναζητήσει την Καμίγ και, όταν ανακαλύψει το σπίτι όπου ζει μόνη μαζί με τον γιο της, θα την παρατηρεί από την κορυφή ενός υψώματος με τα κιάλια. Κοιτάζει με τα κιάλια από μακριά τη γυναίκα με την οποία θα μπορούσε να ζει μαζί ευτυχισμένος (σ. 283)!

Ο Φλοράν-Κλωντ Λαμπρούστ είναι καλοπληρωμένο μεσαίο στέλεχος επιχειρήσεων και οργανισμών και ζει στη Γαλλία του εγγύς μέλλοντος. Αναγνωρίζουμε την κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα της χώρας: καταστροφή του αγροτικού τομέα, ανασυντεθειμένες οικογένειες (σ. 284), ευθανασία (σ. 289) αλλά και μονάδες παρηγορητικής φροντίδας (σ. 172), σεξουαλική αποχαλίνωση, παιδοφιλία (σ. 193-199), συνήθης κατάθλιψη κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, που αντιμετωπίζεται ισότιμα είτε με επίσκεψη σε αρχαία μοναστήρια ή στις πόρνες της Ταϊλάνδης (σ. 142). Η δύναμη του μυθιστορήματος όμως δεν βρίσκεται στην κοινωνιολογική οξυδέρκειά του, αλλά στο πλάσιμο αυτού του παντοτινού ανθρώπινου χαρακτήρα που θέλει να ευτυχήσει μα δεν μπορεί, που κρατάει την ευτυχία στα χέρια και την πετάει, για να την ατενίζει αργότερα από μακριά.

Ο μηχανισμός της δυστυχίας βρίσκεται σε κίνηση μέσα στον καθένα μας, αλλά δεν κινείται σε όλους με την ίδια ταχύτητα ούτε έχει την ίδια δύναμη. Τον αυτοκαταστροφικό αυτό μηχανισμό μόνο μία δύναμη μπορεί να τον σταματήσει ή έστω να τον επιβραδύνει, πιστεύει το υπό συζήτηση μυθιστόρημα, εκείνη που φέρει το κοινότοπο όνομα της αγάπης. Η αγάπη είναι η άμμος στα γρανάζια του φρικτού εσωτερικού μηχανισμού της αυτοκαταστροφής και της δυστυχίας. Τούτο το απελπισμένο μυθιστόρημα είναι μια κραυγή για την ανάγκη της αγάπης – και ταυτόχρονα για την τρομερή δυσκολία της, στα όρια της αδυνατότητας. «Είχα ανάγκη από αγάπη, και δη αγάπη με πολύ συγκεκριμένη μορφή» (σ. 145), δηλαδή ανάγκη αγάπης από μια γυναίκα και για μια γυναίκα, για την ψυχή και το σώμα της. Αυτή η αγάπη μπορεί να εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, αλλά είναι τελικά μία και ενιαία, πιστεύει ο συγγραφέας, είναι η άνευ όρων αγάπη, εκείνη που δεν μπορεί να διανοηθεί τον θάνατο του άλλου, γιατί δεν μπορεί να διανοηθεί τον κόσμο και τη ζωή χωρίς αυτόν τον άλλο. «Στην άνευ όρων αγάπη το αγαπημένο ον δεν μπορεί να πεθάνει, είναι εξ ορισμού αθάνατο» (σ. 70).

Αν όμως η αγάπη είναι το μόνο που αξίζει και αν, επιπλέον, είναι «το μόνο πράγμα στο οποίο θα μπορούσε, ίσως, κανείς να πιστεύει ακόμα» (σ. 165), τι είναι εκείνο που εμποδίζει τον ήρωα να αγαπήσει τον εαυτό του και τους άλλους (και να μειώσει έτσι την ισχύ του μηχανισμού της δυστυχίας μέσα του); Δεν μπορεί να αγαπήσει, επειδή δεν μπορεί να πιστέψει στον Θεό. Η άνευ όρων αγάπη έχει ανάγκη μια υπερφυσική πηγή. Χωρίς αυτήν την πηγή είναι το πιο παράλογο πράγμα στον κόσμο. Υπάρχουν και άλλες απαντήσεις στο ερώτημα για τη δυνατότητα της αγάπης, αυτή πάντως είναι η απάντηση του Ουελμπέκ, όπως διατυπώνεται με μεγάλη εκφραστική δύναμη στις τελευταίες αράδες του μυθιστορήματος: «Ο Θεός ασχολείται μαζί μας στην πραγματικότητα, μας σκέφτεται κάθε ώρα και στιγμή, και μας δίνει οδηγίες εξαιρετικά ακριβείς, μερικές φορές. Αυτά τα ξεσπάσματα αγάπης που φουσκώνουν στα στήθη μας μέχρι που μας κόβουν την ανάσα, αυτές οι στιγμές φώτισης, αυτές οι στιγμές έκστασης, οι ανεξήγητες βάσει της βιολογικής μας φύσης ως απλών πρωτευόντων, είναι εξόχως πρόδηλα σημάδια. Και καταλαβαίνω σήμερα την οπτική του Χριστού, την επανειλημμένη δυσαρέσκειά του μπροστά στη σκληρότητα των καρδιών: έχουν όλα τα σημάδια και δεν τα λαμβάνουν υπόψη. Πρέπει στ’ αλήθεια να δώσω τη ζωή μου κι από πάνω γι’ αυτούς τους βρομιάρηδες; Πρέπει στ’ αλήθεια να γίνω τόσο ξεκάθαρος; Φαίνεται πως ναι».

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *