Τακτικές του Βυζαντινού στρατού ενάντια στους νομάδες και τους Σλάβους

Οι Βυζαντινοί αντιμετώπισαν αρκετούς νομαδικούς λαούς των ευρασιατικών στεπών, Αλταϊκούς και λίγους Βορειοϊρανούς, ήδη από την Πρωτοβυζαντινή Περίοδο και σε όλη τη Μεσοβυζαντινή. Στα ευρωπαϊκά σύνορα τους αντιμετώπισαν Μαύρους Ούννους, Υστερες σαρματικές φυλές (Πρωτοσέρβους, ομάδες Αλανών κ.α.), Άβαρους, Υστερες ουννικές φυλές (Πρωτοβούλγαρους, Κουτρίγουρους, Ουτίγουρους, Σαράγουρους κ.α.), Πετσενέγκους (Πατζινάκες κατά τους Βυζαντινούς), Ούζους, Κουμάνους (Κιπτσάκ, Πολόβτσι) κ.α.. Στη Μικρά Ασία αντιμετώπισαν στο τέλος της περιόδου υπό εξέταση, τους Σελτζούκους και άλλες τουρκομανικές/ογουζικές φυλές. Από την άλλη πλευρά, ο βυζαντινός στρατός περιελάμβανε αρκετούς μισθοφόρους, κυρίως ιπποτοξότες, από όλους σχεδόν τους προαναφερόμενους λαούς συμπεριλαμβανομένων των Μαγυάρων (Πρωτο-Ούγγρων), των Καβάρων (επίσης Πρωτο-Ούγγρων), των Χαζάρων και των Αλανών.

Γράφει ο Περικλής Δεληγιάννης

Οι τακτικές μάχης των νομάδων ήταν πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθούν από τον βυζαντινό και οποιονδήποτε άλλον αυτοκρατορικό στρατό ο οποίος επιχειρούσε να τους αποκρούσει. Οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Πέρσες, οι Κινέζοι, οι Ινδοί, οι Χωρασμιανοί (Χοβαρεσμιανοί Ιρανοί) και άλλοι εγκατεστημένοι γεωργικοί λαοί, υπέστησαν κατά καιρούς συντριπτικές ήττες από τους δαιμόνιους ιππείς της στέπας. Η ανωτερότητα των τακτικών των νομαδικών λαών οφείλετο στη χρήση ταχύτατων ιππέων οι οποίοι ήταν επιπρόσθετα δεινοί τοξότες, καθώς και βαριά θωρακισμένου ιππικού, προστατευμένου ενίοτε με ολόσωμη πανοπλία (συμπεριλαμβανομένου του αλόγου) και εξοπλισμένου με κόντος (μακρά λόγχη ιππικού). Οι νομάδες, παρότι γενικά ολιγάριθμοι, ήταν εξαίρετοι τοξότες και ιππείς, ολιγαρκείς και ακατάβλητοι, ταχύτατοι στους ελιγμούς τους και δεξιοτέχνες του αιφνιδιασμού. Κατά τις πολεμικές συγκρούσεις οι ιπποτοξότες σάρωναν τους μαχίμους του εχθρού με καταιγισμό τοξευμάτων, διατηρώντας πάντοτε απόσταση ασφαλείας. Επιτίθεντο μετωπικά με ξίφος (ή με κεφαλοθραύστη), μόνο όταν διαπίστωναν ότι η αντίπαλη παράταξη είχε αποσαρθρωθεί από τα τοξεύματα τους. Οι νομάδες ήταν δεξιοτέχνες της πανάρχαιας τακτικής των λαών της στέπας, της «προσποιητής υποχώρησης» την οποία ακολουθούσαν συνήθως όταν αντιμετώπιζαν ισχυρότερα στρατεύματα. Κατά την εφαρμογή της, προσποιούντο ότι ηττήθηκαν και ότι υποχωρούσαν άτακτα παρασύροντας τον εχθρικό στρατό σε ταχεία προέλαση, η οποία επέφερε την αποδιοργάνωση των τάξεων του. Έτσι οι αποδιοργανωμένοι εχθροί καθίσταντο «εύκολη λεία» για τους νομάδες ιππείς (ιπποτοξότες και λογχοφόρους), οι οποίοι διέκοπταν απότομα την οπισθοχώρηση τους ακολουθώντας τη σχετική διαταγή του αρχηγού τους, έκαναν επιτόπια μεταβολή και αντεπιτίθεντο συντρίβοντας τους αιφνιδιασμένους αντιπάλους. Η προσποιητή υποχώρηση τους μπορούσε να διαρκέσει για λίγα λεπτά της ώρας ή να συνεχισθεί επί πολλές ημέρες.

Η Βυζαντινή αυτοκρατορία στις αρχές της Μακεδονικής Δυναστείας

Συχνά οι νομάδες, ενώ κάλπαζαν με την πλάτη εστραμμένη προς τον εχθρό, έστρεφαν αιφνίδια τον κορμό τους κατά 180ο και εξαπέλυαν μία «βροχή» τοξευμάτων εναντίον των ανύποπτων διωκτών τους. Η εν λόγω τακτική αποκαλείτο «πάρθιο βέλος» από τους Ελληνες και τους Ρωμαίους, ωστόσο πριν από την εμφάνιση των Πάρθων αποκαλείτο «σκυθικό βέλος», μάλλον επειδή οι Σκύθες/Σάκες ήταν οι επινοητές της. Πιθανώς οι τελευταίοι ήταν οι επινοητές και της τακτικής της «προσποιητής υποχώρησης».

Στην περίπτωση της Μικράς Ασίας η οποία δέχθηκε τις επιδρομές των Σελτζούκων και άλλων Τουρκομάνων, όταν οι βυζαντινές δυνάμεις απωθούσαν κάποιες ομάδες τους, άλλες ορδές τους εμφανίζονταν αιφνίδια σε άλλα σημεία της μεγάλης χερσονήσου δηώνοντας οικισμούς και αιχμαλωτίζοντας πολίτες. Οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να πετύχουν κάποια συντριπτική νίκη επί των Σελτζούκων, οι οποίοι ακολουθούσαν μία χαρακτηριστική νομαδική στρατηγική: όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν υπέρτερες δυνάμεις, διέφευγαν καλπάζοντας για να εμφανιστούν λίγο αργότερα σε κάποιο άλλο σημείο των αυτοκρατορικών εδαφών. Ο μελετητής Ρόμπερτ Ίργουιν σημειώνει την ακόλουθη εύστοχη παρατήρηση του για τους Τούρκους ιππείς, η οποία χαρακτηρίζει σχεδόν όλους τους έφιππους πολεμιστές της στέπας: «(δρούσαν) όπως οι μύγες που μπορείς να τις διώξεις, αλλά δεν μπορείς να τις καταστρέψεις». Ειδικά οι νομαδικοί ιπποτοξότες κάλπαζαν με ταχύτητα επειδή δεν έφεραν θώρακα, συχνά ούτε κράνος, ενώ τα βραχύσωμα άλογα τους ήταν σκληραγωγημένα λόγω της διαρκούς εκπαίδευσης και των συνεχών πορειών και συρράξεων. Η βασική τακτική των ιπποτοξοτών συνίστατο στο να καλπάζουν κάνοντας κύκλους γύρω από τον αντίπαλο στρατό, σφυροκοπώντας τον από απόσταση ασφαλείας με καταιγισμό βελών. Το αναφερόμενο σφυροκόπημα επέφερε μεγάλες απώλειες σε στρατεύματα που δεν έφεραν θώρακα ή κράνος, όμως δεν έβλαπταν ικανώς τους μαχίμους που έφεραν θωράκιση, όπως οι περισσότεροι Βυζαντινοί. Ωστόσο τους προκαλούσε νευρικότητα, η οποία είτε εξελισσόταν σε πανικό, είτε τους εξωθούσε σε ασύνετη έφοδο. Όταν οι ιπποτοξότες απειλούντο υποχωρούσαν καλπάζοντας και τοξεύοντας τον εχθρό με την τακτική του «πάρθιου/σκυθικού βέλους», ενώ σε λίγο ανασυντάσσονταν και επαναλάμβαναν την επίθεση τους. Συχνά διενεργούσαν την προσωρινή υποχώρηση τους σε σχηματισμό ημισελήνου με την κοίλη πλευρά της να αντικρίζει το αντίπαλο στράτευμα. Σύμφωνα με αυτή την τακτική, το κέντρο της ημισελήνου υποχωρούσε σταθερά και τα «κέρατα» της ακολουθούσαν την υποχώρηση με την ίδια ταχύτητα, σφυροκοπώντας από απόσταση τις εχθρικές πλαγιοφυλακές με τοξεύματα.

Ο βυζαντινός στρατός αντιμετώπιζε τις νομαδικές επιθέσεις με σχηματισμό που θύμιζε «κινούμενο φρούριο». Όταν επιτίθετο σε νομαδικό ιππικό, διενεργούσε την επίθεση με τους θωρακισμένους λογχοφόρους ιππείς του. Οι τελευταίοι έπρεπε να προφθάσουν τους αντίπαλους ιππείς και να τους καταβάλουν με τις λόγχες και τον βαρύτερο εξοπλισμό τους, μία δύσκολη αποστολή λόγω της ταχύτητας καλπασμού των νομάδων. Το βυζαντινό ιππικό δεν έπρεπε να εμπλακεί σε απλή ανταλλαγή τοξευμάτων με τους νομάδες, επειδή αυτή η τακτική θα ευνοούσε κατά πολύ τους τελευταίους, οι οποίοι ήταν ικανότεροι ιπποτοξότες.

Γενικά το σημαντικότερο για τους Βυζαντινούς διοικητές οι οποίοι αντιμετώπιζαν νομαδικό ιππικό, ήταν να μην πέσουν στην τακτική παγίδα της «προσποιητής υποχώρησης», η οποία είχε συνήθως καταστροφικά αποτελέσματα για τον προελαύοντα στρατό. Γι’ αυτό η καταδίωξη νομαδικού ιππικού το οποίο φαινόταν ότι είχε ηττηθεί, έπρεπε να γίνεται με μεγάλη προσοχή και κυρίως χωρίς να διαρραγούν οι τάξεις του βυζαντινού στρατεύματος. Σχετικά με τη μάχη του Μαντζικέρτ, η άποψη ότι ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ΄ έπεσε στην παγίδα της προσποιητής υποχώρησης των Σελτζούκων από απειρία, είναι μάλλον εσφαλμένη. Ο Ρωμανός γνώριζε πολύ καλά τις τακτικές τους, αντιμετωπίζοντας τους επί αρκετά χρόνια ως στρατηγός και ως αυτοκράτορας. Πολιτικοί παράγοντες οι οποίοι δεν αφορούσαν τόσο τον ίδιο τον αυτοκράτορα ή την «εσκεμμένη υστέρηση» του διοικητή της οπισθοφυλακής Ανδρόνικου Δούκα κατά τη μάχη, αλλά την αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης η οποία «απαιτούσε» μία μεγάλη νίκη επί των Σελτζούκων, οδήγησαν στη διάρρηξη της βυζαντινής παράταξης και την καταστροφή της. Ο Ρωμανός θεωρείτο σφετεριστής από μεγάλο μέρος της βυζαντινής αριστοκρατίας και αντιμετώπιζε την επίμονη αντιπολίτευση και αμφισβήτηση της παράταξης των Δουκών. Ο αυτοκράτορας θα σταθεροποιούσε τη θέση του στην εξουσία, μόνο αν πετύχαινε μία ταχεία και συντριπτική νίκη σε βάρος των Τούρκων. Γι’ αυτό υποχρεώθηκε να διατάξει τη ριψοκίνδυνη καταδίωξη του σελτζουκικού ιππικού σε ανοικτό πεδίο, παρά τον μεγάλο κίνδυνο αυτής της τακτικής. Επιπλέον, ο Ρωμανός δεν μπορούσε να διατηρήσει για μεγάλο διάστημα τον στρατό του λόγω των μεγάλων εξόδων συντήρησης του. Τέλος, ο πολυεθνικός χαρακτήρας του στρατεύματος του, η χαμηλή μαχητική αξία και η αυξανόμενη απειθαρχία του, απειλούσαν διαρκώς τη συνοχή του και δεν επέτρεπαν στον αυτοκράτορα να καθυστερεί την τελική αναμέτρηση.

Η καταλληλότερη εποχή του έτους για τη διενέργεια εκστρατείας εναντίον νομαδικών λαών, ήταν εκείνη του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου, όταν τα εχθρικά άλογα δεν βρίσκονταν σε καλή φυσική κατάσταση λόγω της καταπόνησης τους από τις καιρικές συνθήκες του χειμώνα.

Όταν ένας βυζαντινός στρατός αμυνόταν έναντι της επίθεσης των νομάδων, ήταν προτιμότερο για τον διοικητή του να καλύψει την πίσω πλευρά του η οποία μπορούσε να υπερκερασθεί γοργά από τους ταχείς ιπποτοξότες, έχοντας στα νώτα του ένα δύσβατο για άλογα γεωφυσικό εμπόδιο (δύσβατο έδαφος, ποταμός, έλος κ.α.). Επίσης κατά την άμυνα, ήταν προτιμότερο η πρώτη γραμμή του να αποτελείται από πεζούς λογχοφόρους, οι οποίοι στήριζαν το «τυφλό» άκρο των λογχών τους στο έδαφος και πρότειναν τις αιχμές τους στα εχθρικά άλογα. Γενικά το βυζαντινό πεζικό μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τους νομάδες από ότι το ιππικό, γι’ αυτό τα δύο αναφερόμενα Οπλα του βυζαντινού στρατού δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να αποκοπούν κατά τη διάρκεια της μάχης εναντίον τους. Επίσης, οι νομαδικοί ιπποτοξότες φοβούντο τους Βυζαντινούς πεζούς τοξότες, επειδή τα τόξα τους είχαν συνήθως μεγαλύτερο βεληνεκές από τα δικά τους. Η τακτική της συνδυασμένης δράσης της βυζαντινής πρώτης γραμμής (πεζοί λογχοφόροι) με τους τοξότες (μεσαίες γραμμές της παράταξης) οι οποίοι εκτόξευαν τοξεύματα πάνω από τους λογχοφόρους, ήταν σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπισθεί από τους εχθρικούς ιπποτοξότες. Γενικά οι νομάδες δύσκολα μπορούσαν να διασπάσουν έναν αμυντικό σχηματισμό αυτού του τύπου, ακόμη και αν χρησιμοποιούσαν τους κατάφρακτους ή γενικά όποιο βαρύ ιππικό διέθεταν (το οποίο θα αντιμετωπιζόταν αμέσως από το αντίπαλο βαρύ ιππικό, Βυζαντινό ή όποιο άλλο αυτοκρατορικό).

Από τον 6ο αι., το Βυζάντιο αντιμετώπισε την εισβολή των Σλάβων στα εδάφη του. Οι Σλάβοι οδηγούντο αρχικά από αλταϊκές και σαρματικές νομαδικές φυλές και δυναστείες οι οποίες τους είχαν επιβληθεί ως επικυρίαρχες, γι’ αυτό η αντιμετώπιση τους από τους Βυζαντινούς διερευνάται στο παρόν μελέτημα μαζί με τους ευρασιατικούς νομάδες.

Κατ’ εξαίρεση οι Ρώσοι δεν οδηγούντο από κάποια νομαδική αριστοκρατία, εντούτοις οι επιθέσεις τους εναντίον της Αυτοκρατορίας ήταν κυρίως θαλάσσιες διαμέσου του Εύξεινου Πόντου. Οι Αλταϊκοί Αβαροι και Βούλγαροι (Πρώιμοι) και οι Σαρματικοί Πρώιμοι Σέρβοι (ή Σέρβλοι, Σόρβοι), Χρωβάτες (Πρώιμοι Κροάτες) και Αλανοί οδήγησαν μεγάλους σλαβικούς πληθυσμούς εναντίον της βυζαντινής επικράτειας. Οι Σλάβοι πλειοψηφούσαν συντριπτικά έναντι των επικυρίαρχων τους, γι’ αυτό στην περίπτωση των Βουλγάρων, των Σέρβων και των Κροατών, τους αφομοίωσαν και τους εκσλάβισαν, θεμελιώνοντας έτσι τα σύγχρονα αντίστοιχα σλαβικά έθνη. Από την άλλη πλευρά, οι Μαγυάροι της Παννονικής στέπας αφομοίωσαν μεγάλους αριθμούς Σλάβων, με αποτέλεσμα ο τυπικότερος σλαβικός ανθρωπολογικός τύπος (ο ανατολικός βαλτικός) να είναι συνηθέστατος μεταξύ των σύγχρονων Ούγγρων. Όμως η μαγυαρική γλώσσα επιβλήθηκε της σλαβικής, με αποτέλεσμα οι σύγχρονοι Ούγγροι να μη μιλούν σλαβικά.

Σύγχρονη αναπαράσταση νομάδος ιπποτοξότη

Οι Σλάβοι μάχονταν κυρίως ως ελαφρύ πεζικό με υποτυπώδη οργάνωση. Όταν συνεργάζονταν με τους νομάδες επικυρίαρχους τους εναντίον του βυζαντινού στρατού σε ανοικτή μάχη, δεν ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι και αντιμετωπίζονταν εύκολα με επιθέσεις ιππικού ή πεζικού. Οι Σλάβοι γίνονταν απειλητικοί όταν δρούσαν σε δασώδη, ημιορεινά και ορεινά εδάφη. Τότε συνήθιζαν να καταπονούν τις πλαγιοφυλακές και την οπισθοφυλακή των βυζαντινών στρατευμάτων με βέλη, ακόντια και άλλα βλήματα και συχνά έστηναν ενέδρες σε στενωπούς. Γι’ αυτό η κατάληψη των περασμάτων από αυτοκρατορικές προφυλακές ήταν αναγκαία, όταν οι Βυζαντινοί επιχειρούσαν εναντίον τους. Όταν ο αυτοκρατορικός στρατός εκστράτευε εναντίον τους, η προτιμότερη εποχή για δράση ήταν ο χειμώνας. Κατά τη διάρκεια του οι Σλάβοι δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν αποτελεσματικά ή να στήσουν ενέδρες, επειδή προδίδοντο από τα αποτυπώματα τους στο χιόνι. Επιπρόσθετα το φύλλωμα των θάμνων και των δένδρων, το οποίο συνήθιζαν να χρησιμοποιούν ως προκάλυψη, ήταν ισχνό. Επίσης τον χειμώνα τα βυζαντινά στρατεύματα, ιδίως το ιππικό, μπορούσαν να διασχίσουν τα έλη πίσω από τα οποία εγκαθιστούσαν τους οικισμούς τους μερικές σλαβικές φυλές για προστασία (επειδή τα άλογα δεν μπορούσαν να δράσουν σε αυτά). Τα νερά των ελών πάγωναν καθιστώντας δυνατή τη διάβαση τους, ενώ ο πάγος απάλειφε τον κίνδυνο της ελονοσίας. Έτσι οι Σλάβοι έχαναν το αμυντικό πλεονέκτημα και δεν μπορούσαν να καταφύγουν ούτε ανάμεσα στις καλαμιές των ελών. Τέλος, η υποτυπώδης πολιτειακή οργάνωση των Σλάβων καθιστούσε αποτελεσματικότατη τη χρήση της βυζαντινής διπλωματίας και δωροδοκίας προς αποδυνάμωση τους. Οι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι προσεταιρίζονταν ορισμένους Σλάβους φυλάρχους, εξασφαλίζοντας την ουδετερότητα τους ή στρέφοντας τους εναντίον άλλων σλαβικών φυλών. Επρόκειτο για μία συνήθη πρακτική της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής έναντι όλων των εχθρών, ένα κληροδότημα της ρωμαϊκής παράδοσης.

ΠΗΓΗ

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *