Το Μακεδονικό παιχνίδι του στέμματος: Η άνοδος του Φιλίππου (Β’ Μέρος)

Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης

Mόλις πέθανε ο Περδίκκας Γ’, αφήνοντας ως μόνο νόμιμο τέκνο τον ανήλικο υιό του Αμύντα, πέντε διεκδικητές έριξαν στην κονίστρα τα στέμματά τους. Ο ένας ήταν ο Παυσανίας, o Λυγκηστής πρίγκιπας που είχε προσπαθήσει να καταλάβει τον θρόνο λίγα χρόνια νωρίτερα και είχε αναχαιτιστεί από τον Ιφικράτη. Αυτή την φορά είχε εξασφαλίσει την θρακική υποστήριξη. Ο δεύτερος ήταν ο Αργαίος, επίσης από τον Οίκο των Λυγκηστών, που είχε αρπάξει ήδη μια φορά την εξουσία για σύντομο διάστημα ως Αργαίος Β’ τη δεκαετία του 390. Είχε την βοήθεια της Αθήνας και συγκέντρωνε μισθοφορική δύναμη στην Μεθώνη, ενώ μπορούσε να υπολογίζει και στην βοήθεια των 3.000 Αθηναίων κληρούχων (στρατιωτικών αποίκων) που ήταν εγκατεστημένοι εκεί. Σε αντάλλαγμα ο Αργαίος, σε περίπτωση επιτυχίας, θα παραχωρούσε στους Αθηναίους την σημαντική πόλη του Στρυμόνα Αμφίπολη, που αποτελούσε μήλο της Έριδος μεταξύ Αθήνας και Μακεδονίας για δεκαετίες. Τέλος υπήρχαν και οι τρεις νόθοι ετεροθαλείς αδελφοί του Φιλίππου, ο Αρχέλαος, ο Αρριδαίος και ο Μενέλαος.

Ο Φίλιππος έδρασε αστραπιαία. Συνέλαβε και εκτέλεσε τον Αρχέλαο, ενώ οι άλλοι δύο αδερφοί του εγκατέλειψαν την χώρα και κατέφυγαν στην Όλυνθο, στην Χαλκιδική. Έπειτα ο Φίλιππος δωροδόκησε τον βασιλιά της Θράκης, ο οποίος συνέλαβε και δολοφόνησε τον Παυσανία. Όσο για τον Αργαίο, η Αθήνα απέσυρε την στήριξή της προς αυτόν όταν ο Φίλιππος ανακάλεσε την φρουρά του από την Αμφίπολη και έκλεισε με τους Αθηναίους μυστική συμφωνία με βάση την οποία η πόλη θα τους επιστρεφόταν. Ο Αργαίος κατέλαβε πρόσκαιρα τις Αιγές με την βοήθεια των μισθοφόρων του, δεν κατάφερε όμως να πάρει τους πολίτες με το μέρος του και αναγκάστηκε να αποχωρήσει προς την Μεθώνη. Ο Φίλιππος ανέκοψε την πορεία του και τον εξανάγκασε σε ατιμωτική παράδοση.

Έχοντας βγάλει εκτός μάχης όλους τους διεκδικητές, ο αντιβασιλιάς Φίλιππος στράφηκε κατά των Δαρδάνων που είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους τις δυτικές περιοχές της χώρας. Σε μεγάλη μάχη που έγινε κοντά στην λίμνη Οχρίδα ο Φίλιππος τους κατανίκησε. Με συνθήκη που έκλεισε με τον βασιλιά τους Βάρδυλι ανέκτησε τα χαμένα εδάφη και το κύρος του ενισχύθηκε ανυπολόγιστα. Η συμφωνία για ειρήνη με τους Δαρδάνους επισφραγίστηκε με ένα βασιλικό συνοικέσιο, όπου ο Φίλιππος νυμφεύτηκε την κόρη του Βάρδυλι, Αυδάτα.

Μετά από αυτές τις επιτυχίες, και έχοντας την στήριξη του στρατού, παραμέρισε τον ανήλικο ανιψιό του Αμύντα Δ’, και ανακηρύχθηκε ο ίδιος βασιλιάς με το όνομα Φίλιππος Β’. Ατύχησε όμως, καθώς η Αυδάτα πέθανε στην γέννα έχοντας γεννήσει ένα κορίτσι, την πριγκίπισσα Κυνάνη.

Ένας δεύτερος γάμος του με την πριγκίπισσα Φίλα, κόρη του υποτελή ηγεμόνα Δέρδα των Ελιμιωτών της Άνω Μακεδονίας, επίσης δεν είχε ευτυχή κατάληξη, καθώς η Φίλα πέθανε λίγο μετά τον γάμο. Μετά από μια εκστρατεία του στην Θεσσαλία, ο Φίλιππος απέκτησε έναν διανοητικά καθυστερημένο νόθο γιο, τον Αρριδαίο, από μια χορεύτρια ονόματι Φιλίνα, από τη Λάρισα.

Την ίδια περίπου περίοδο σημαντικά γεγονότα διαδραματίζονταν στην γειτονική Μολοσσία. Μετά το θάνατο του Αλκέτα Α΄, βασιλιάς επρόκειτο να επιλεγεί ανάμεσα στους δύο γιους του, τον Νεοπτόλεμο Β´ και τον Αρύββα. Μετά από σφοδρή διαμάχη δεν βρέθηκε λύση στο ζήτημα και έτσι οι δυο τους συμφώνησαν να συμβασιλέψουν. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας που εγκαταστάθηκε διπλή βασιλεία. Από όσο γνωρίζουμε δεν υπήρχαν κάποιες περαιτέρω προστριβές ως προς αυτό και η συμφωνία τους κράτησε μέχρι το θάνατο του Νεοπτόλεμου περίπου στο 360 π.Χ., όταν το θρόνο ανέλαβε εξ ολοκλήρου ο Αρύββας. Ο Αρύββας νυμφεύτηκε την κόρη του αδερφού του Νεοπτόλεμου Β´, Τρωάδα, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Αιακίδη, πατέρα του γνωστού για την εκστρατεία του στην Ιταλία βασιλιά Πύρρου.

Θέλοντας να συνάψει συμμαχία με τον δυτικό του γείτονα, αλλά και να εξασφαλίσει τον πολυπόθητο άρρενα διάδοχο, ο Φίλιππος απευθύνθηκε στον Αρρύβα για την σύναψη βασιλικού συνοικεσίου. Η κουνιάδα και ανιψιά του Μυρτάλη ήταν διαθέσιμη και έτσι ο Αρρύβας έδωσε την συγκατάθεσή του. Την Ηπειρώτισσα πριγκίπισσα ακολούθησε στην Μακεδονία και ανήλικος αδελφός της, ο Αλέξανδρος ο Μολοσσός.

Η νέα βασίλισσα, που μετά από μια μεγάλη νίκη του Φιλίππου στους Ολυμπιακούς αγώνες στο άθλημα του τεθρίππου πήρε το όνομα Ολυμπιάδα, ήταν μια δυναμική προσωπικότητα με μεγάλη ευφυία. Ήταν μυημένη στα Καβείρια μυστήρια και είχε μεγαλύτερη μόρφωση από τους περισσότερους Μακεδόνες ευγενείς. Ένθερμα αφοσιωμένη στις οργιαστικές τελετουργίες του Διονύσου, διέθετε μια εκρηκτική ιδιοσυγκρασία που σίγουρα δεν μπορούσε να συνεισφέρει σε έναν ηρεμο οικογενειακό βίο. Ενώ όλες οι πηγές παραδέχονται την ομορφιά της, την περιγράφουν ως σκυθρωπή, ζηλόφθονη, δύστροπη, υπεροπτική, ισχυρογνώμονα, παρεμβατική και με άμετρη πολιτική φιλοδοξία. Σίγουρα δεν θα ανεχόταν να είναι μόνο κατ’όνομα βασίλισσα, πράγμα που την έκανε αντιπαθή στους Μακεδόνες ευγενείς. Σύντομα πάντως χάρισε στον βασιλιά τον πρώτο του άρρενα διάδοχο, τον Αλέξανδρο, ενώ και ο ίδιος ο Φίλιππος τής εμπιστευόταν την διοίκηση του κράτους όταν έλειπε στις μακρινές του εκστρατείες.

Συχνά η ένταση στη σχέση της Ολυμπιάδας με τον Φίλιππο αποδίδεται το γεγονός πως ο Φίλιππος είχε πάρει πολλές γυναίκες. Το 344 π.Χ ενώ ο Φίλιππος βρισκόταν στη Θεσσαλία, την οποία είχε εντάξει στο μακεδονικό στέμμα κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Γ’ Ιερού πολέμου, απέκτησε άλλη μια ερωμένη, την Νικησίπολη. Φήμες έφτασαν στην Ολυμπιάδα πως αυτή η γυναίκα χρησιμοποίησε ξόρκια για να ξελογιάσει τον βασιλιά. Θέλοντας να ικανοποιήσει την περιέργειά της έστειλε να της φέρουν την Νικησίπολη και την βρήκε όχι μόνο όμορφη, αλλά και πνευματώδη και καλοαναθρεμένη. Οι δύο γυναίκες φαίνεται πως δημιούργησαν μία διαρκή φιλία, ενώ όταν η Νικησίπολη πέθανε, η Ολυμπιάδα μεγάλωσε σαν δικό της παιδί την κόρη της από τον Φίλιππο, τη Θεσσαλονίκη. Η ιστορία αυτή διαλύει τον μύθο που παρουσιάζει την Ολυμπιάδα ως ζηλιάρα μονογαμική και αποδεικνύει πως εφόσον η θέση η δική της και του γιου της δεν απειλούνταν, ο Φίλιππος μπορούσε να έχει όσες ερωμένες ήθελε. Αντιθέτως, φαίνεται πως και οι δύο ασχολούνταν πολύ με την ανατροφή του νεαρού Αλέξανδρου και μάλιστα σε αρκετά φιλικό κλίμα.

Μέχρι το 340 π.Χ ο Φίλιππος, τόσο με τις εκστρατείες του όσο και με την διπλωματία και την εξαπάτηση, είχε καταφέρει να δημιουργήσει το ισχυρότερο ευρωπαϊκό κράτος, με ανθρώπινο δυναμικό και πόρους αδιανόητα έως τότε για βασίλειο εκτός της Ασίας. Στο μεταξύ ο νεαρός διάδοχος εκπαιδευόταν εντατικά για τα βασιλικά καθήκοντα που αναμενόταν να αναλάβει. Η πρώτη ευκαιρία να αναλάβει σοβαρές ευθύνες τού δόθηκε όταν ο Φίλιππος εκστράτευσε κατά της Περίνθου και του Βυζαντίου, οπότε ο δεκαεξάχρονος Αλέξανδρος ορίστηκε επίσημα αντιβασιλιάς και φύλακας της Βασιλικής Σφραγίδας, με τον έμπειρο στρατηγό Αντίπατρο ως σύμβουλό του. Ο Αλέξανδρος απέδειξε την αξία του καταπνίγοντας μια εξέγερση των Μαιδών Θρακών, έδειξε όμως και τα πρώτα δείγματα του λανθάνοντα ανταγωνισμού του προς τον πατέρα του, όταν κατέλαβε τον κύριο οικισμό των Μαιδών και τον ονόμασε Αλεξανδρόπολη. Η πράξη ισοδυναμούσε με προδοσία, αλλά παρόλα αυτά η σχέση πατέρα και γιου παρέμεινε στενή και φιλική. Δύο χρόνια μετά στην μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ, ανέλαβε στρατηγός του ιππικού των Εταίρων, συμβάλλοντας καίρια στην μακεδονική νίκη και στην εμπέδωση της μακεδονικής ηγεμονίας στον ελληνικό χώρο.

Κανείς έως τότε δεν αμφέβαλλε πως ο Αλέξανδρος εν ευθέτω χρόνω θα διαδεχόταν τον βασιλιά. Κι όμως, μόλις δύο μήνες μετά τη Χαιρώνεια, ο βασιλιάς θα αποκήρυσσε την Ολυμπιάδα ως μοιχό, θα νυμφευόταν ως πέμπτη σύζυγό του μια γαλαζοαίματη αριστοκράτισσα της Μακεδονίας με ξεκάθαρο στόχο τη γέννηση νέου άρρενα διαδόχου, ενώ θα κυκλοφορούσαν στην Αυλή φήμες σχετικά με την γνησιότητα του Αλέξανδρου ως νόμιμου τέκνου του. Τι συνέβη εκείνο το φθινόπωρο και προκάλεσε μια τόσο ξαφνική και βίαιη αλλαγή στις από μακρόν ώριμες προθέσεις του Φιλίππου για το θέμα της διαδοχής;

Πηγή: Ελληνική και Παγκόσμια Στρατιωτική Ιστορία

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *