100 χρόνια από τότε. Αθανάσιος Συροπλάκης: Η μάχη του Σκρα στο πλαίσιο των πολεμικών σχεδιασμών στο Δυτικό μέτωπο

Αθανάσιος Συροπλάκης

Η μάχη του Σκρα στο πλαίσιο των πολεμικών σχεδιασμών στο Δυτικό μέτωπο

Το Μακεδονικό μέτωπο, ένα από τα θέατρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, παρέμεινε αδρανές κατά το μεγαλύτερο μέρος του 1916 και 1917. Η κατάσταση  μεταβλήθηκε την άνοιξη του 1918, όταν ανέλαβε την ηγεσία της Συμμαχικής Στρατιάς Ανατολής ο Γάλλος στρατηγός Guillaumat, ο οποίος πραγματοποίησε επιθετικές επιχειρήσεις  κατά τον μήνα Μάιο σε ολόκληρο το μήκος του μετώπου, μετά την οργάνωση της άμυνας των συμμαχικών δυνάμεων. Οι ραγδαίες εξελίξεις στο Δυτικό μέτωπο αποτέλεσαν τον κυριότερο λόγο για την κινητοποίηση των στρατευμάτων της Αντάντ στο Μακεδονικό μέτωπο, αναγκάζοντας τα τελευταία να υιοθετήσουν μία περισσότερο επιθετική στρατηγική. Η μάχη του Σκρα υπήρξε ενδεικτικό παράδειγμα της νέας στρατηγικής των Συμμάχων, καθώς διεξήχθη σε μία χρονική στιγμή, κατά την οποία η Αντάντ βρισκόταν σε υποχώρηση στο Δυτικό μέτωπο. Παράλληλα, οι Γερμανοί απέσυραν συνεχώς στρατεύματα από άλλα επιχειρησιακά θέατρα για την ενίσχυση των επιθέσεών τους στο κυρίως μέτωπο. Η ανάγκη για καθήλωση των Γερμανών και των συμμάχων τους στη Μακεδονία, από κοινού με την επιδίωξη για βελτίωση της συμμαχικής θέσης στο ίδιο μέτωπο, οδήγησαν στην πραγματοποίηση της επίθεσης στην τοποθεσία Σκρα ντι Λέγκεν. Η επιτυχής έκβαση της μάχης καθόρισε σε μεγάλο ποσοστό τις επιχειρήσεις του φθινοπώρου του 1918, οπότε και επετεύχθη η ολική διάσπαση του βουλγαρικού μετώπου[1].

Σκοπός του άρθρου είναι να αναλύσει την κατάσταση που επικρατούσε στο Δυτικό μέτωπο την άνοιξη του 1918 και τον τρόπο, με τον οποίο αυτή επηρέασε την λήψη της απόφασης για τον νέο γύρο επιθετικών πρωτοβουλιών της Στρατιάς Ανατολής κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαΐου. Ακόμη, γίνεται προσπάθεια να αναδειχθεί η σημασία της μάχης του Σκρα, η νικηφόρα έκβαση της οποίας είχε θετικό αντίκτυπο στα συμμαχικά στρατεύματα της Στρατιάς Ανατολής.

Στις αρχές του 1918, οι εξελίξεις του πολέμου για τις δυνάμεις της Αντάντ δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές. Η Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία άλλαξε πλήρως την πορεία των πραγμάτων, καθώς οι Μπολσεβίκοι, ευρισκόμενοι στην εξουσία υπό τον Λένιν, φάνηκαν διαλλακτικότεροι από την προηγούμενη ρωσική κυβέρνηση για μία συνεννόηση με τις Κεντρικές Δυνάμεις, η οποία και έμελλε  να οδηγήσει στην υπογραφή ανακωχής. Η ανακωχή του είδους αυτού, όμως, σήμανε και την κατάρρευση του Ανατολικού μετώπου, πυροδοτώντας συνάμα μία αλυσίδα αρνητικών εξελίξεων για την Αντάντ. Το πλήγμα για τους Συμμάχους ενισχύθηκε, όταν οι Μπολσεβίκοι έδωσαν στη δημοσιότητα κάποιες μυστικές συμφωνίες της συμμαχίας, όπου αποκαλύπτονταν οι προθέσεις  για προσάρτηση εδαφών μετά το πέρας του πολέμου. Απόρροια αυτής της πράξης ήταν να μειωθεί το κύρος της συμμαχίας[2].

Άμεση συνέπεια της ανακωχής ανάμεσα στη Γερμανία και τη Ρωσία υπήρξε, μεταξύ άλλων, και η πλήρης κατάρρευση του Ρουμανικού μετώπου. Η Ρουμανία είχε εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ τον Αύγουστο του 1916, ενδυναμώνοντας την ανατολική πτέρυγα της συμμαχίας. Μετά από τον αρχικό ενθουσιασμό, ο ρουμανικός στρατός φάνηκε κατώτερος των περιστάσεων, με αποτέλεσμα το μέτωπο να καταρρεύσει σχετικά γρήγορα, όταν οι γερμανικές δυνάμεις και οι σύμμαχοί τους στα Βαλκάνια εξαπέλυσαν αντεπίθεση κατά της χώρας[3]. Η πρωτεύουσα, το Βουκουρέστι, και η επαρχία της Βλαχίας καταλήφθηκαν. Ωστόσο, η Ρουμανία δεν κατέρρευσε πλήρως μετά την ήττα της στα τέλη του 1916. Ο βασιλιάς Φερδινάνδος, η κυβέρνηση Μπρατιάνου, η Βουλή και μέρος του ρουμανικού στρατού διέφυγαν από το Βουκουρέστι και κατευθύνθηκαν στο Ιάσι, από όπου οργανώθηκε η άμυνα κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Η επαρχία της Μολδαβίας τέθηκε υπό τον έλεγχο της Αντάντ, ενώ Γάλλοι αξιωματικοί, με τη συνδρομή Ρώσων συναδέλφων τους, ανέλαβαν το έργο της ανασυγκρότησης του ρουμανικού στρατού. Τα αποτελέσματα της ανασυγκρότησης αυτής φάνηκαν όταν οι Ρουμάνοι κατάφεραν να αποκρούσουν συντονισμένη επίθεση Αυστροούγγρων και Γερμανών τον Αύγουστο του 1917. Τις ημέρες πριν από την κατάρρευση του Ανατολικού μετώπου το ηθικό των Ρουμάνων στρατιωτών βρισκόταν σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Η Ρουμανία, όμως, χάνοντας τη ρωσική κάλυψη και συνδρομή μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, απέμεινε μόνη, αποκομμένη από τους συμμάχους της. Μη έχοντας πολλές επιλογές διαθέσιμες, η ρουμανική κυβέρνηση ζήτησε ανακωχή στις 9 Δεκεμβρίου του 1917[4].

Το Ανατολικό μέτωπο είχε μεγάλη σημασία για την Συμμαχία της Αντάντ. Αφενός, η ύπαρξη αυτού του μετώπου παρεμπόδιζε την πρόσβαση των Γερμανών στον Καύκασο και στα πλούσια εδάφη (κυρίως τον ορυκτό πλούτο) της Ουκρανίας. Αφετέρου, έχοντας επωμισθεί τον ρόλο ενός μετώπου αντιπερισπασμού, κρατούσε καθηλωμένες επιτόπου εβδομήντα πέντε, περίπου, γερμανικές και αυστροουγγρικές μεραρχίες αποτρέποντας τη μεταφορά τους στο Δυτικό μέτωπο, το οποίο ήταν και το κυριότερο πεδίο πολεμικών συγκρούσεων[5]. Οι διαπραγματεύσεις για τη συνθηκολόγηση της Ρωσίας ξεκίνησαν στις 3 Δεκεμβρίου 1917 στο Brest-Litovsk. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας των Μπολσεβίκων τέθηκε ο Λέων Τρότσκι. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων φάνηκαν οι αντιρρήσεις του Τρότσκι στους όρους που προσπαθούσε να επιβάλει η Γερμανία, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις στις 9 Φεβρουαρίου 1918.

Η άφιξη της αντιπροσωπείας των Μπολσεβίκων στο Brest-Litovsk.

Υπό τον φόβο νέου κύκλου εκτεταμένων εχθροπραξιών, ο Λένιν αποδέχθηκε, τελικά, τους δυσμενείς όρους των Κεντρικών Δυνάμεων. Σύμφωνα με αυτούς, η άλλοτε κραταιά Ρωσία έχανε το 1/3 περίπου του πληθυσμού της, μεγάλο μέρος της βιομηχανίας και των σιδηροδρόμων της, καθώς αποχωριζόταν τις περιοχές της Βαλτικής, τη Φινλανδία, την Πολωνία, την Ουκρανία και κάποια εδάφη του Καυκάσου, τα οποία κατείχε από την εποχή του Συνεδρίου του Βερολίνου του 1878. Ο Λένιν, εφαρμόζοντας μία πολιτική ρεαλισμού έδωσε εντολή στους απεσταλμένους του να επανέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να υπογράψουν το τελικό κείμενο της συνθήκης στις 3 Μαρτίου του 1918[6]. Θεώρησε ότι περεταίρω συζητήσεις ήταν ανούσιες, γιατί δεν διέθετε ικανό στρατό και συνεπώς δεν είχε τη δυνατότητα αντίδρασης σε περίπτωση επανάληψης των συγκρούσεων. Προτίμησε να υποστεί τους όρους της συνθήκης προκειμένου να σωθεί η «παγκόσμια επανάσταση», με την ελπίδα ότι η εξάπλωσή της τελευταίας θα ανέτρεπε μελλοντικά από μόνη της το καθεστώς του Brest-Litovsk.

Για πρώτη φορά μετά τον Φεβρουάριο του 1916 (μάχη του Verdun), τα ανώτερα κλιμάκια του γερμανικού επιτελείου προετοίμαζαν μία επίθεση μεγάλης κλίμακας. Στις αρχές του 1918, μία επίθεση αυτού του είδους αποτελούσε ιδανική ευκαιρία για τις Κεντρικές Δυνάμεις να επιτύχουν μία ολοκληρωτική ρήξη στο Δυτικό μέτωπο, το οποίο θεωρείτο, ήδη από το 1914, ότι θα καθόριζε την έκβαση του πολέμου. Κύριος σκοπός ήταν η κατάρρευση της Γαλλίας και η υπογραφή ειρήνης, σύμφωνα με τους όρους της Γερμανίας. Μετά τις νέες εξελίξεις, οι Γερμανοί προώθησαν σαράντα περίπου μεραρχίες από το Ανατολικό μέτωπο στο Δυτικό, ενώ τριάντα έως σαράντα μεραρχίες παρέμειναν στο Ανατολικό για την επιτήρηση της τάξης στην περιοχή[7]. Η σχετική αδράνεια που επικρατούσε στο Μακεδονικό μέτωπο τους προσέφερε τη δυνατότητα να αποσπάσουν, από εκεί, επιπρόσθετες στρατιωτικές δυνάμεις και να τις μεταφέρουν στο Δυτικό μέτωπο.

Τα οφέλη της Γερμανίας από μία επιτυχημένη επιχείρηση στο Δυτικό μέτωπο, εκτός από –το προφανές– τη λήξη του πολέμου, ήταν αρκετά. Αν οι πρώτες επιχειρήσεις της επικείμενης επίθεσης στέφονταν με επιτυχία, θα επερχόταν μία ψυχολογική ανάταση των στρατιωτών και θα αυξανόταν η αυτοπεποίθησή τους για την τελική νίκη. Από την άλλη πλευρά, το κύρος του στρατού θα ανυψωνόταν στα μάτια της κοινής γνώμης, όπως είχε συμβεί σε προηγούμενες μεγάλες νικηφόρες επιχειρήσεις με κύριο παράδειγμα την μάχη του Tannenberg τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Το γερμανικό επιτελείο θεώρησε αναγκαίο να επιτευχθεί η ρήξη στο Δυτικό μέτωπο, προτού οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εισέλθουν περισσότερο δυναμικά στον πόλεμο, με αποτέλεσμα να γείρει η πλάστιγγα σε βάρος των Κεντρικών Δυνάμεων[8]. Βέβαια, υπήρχαν φωνές στο γερμανικό επιτελείο που θεωρούσαν λανθασμένη την επιλογή των αρχιστράτηγων Ludendorff και Hindenburg για μεγάλης εμβέλειας επίθεση, προτείνοντας είτε μία σύμπτυξη των γερμανικών δυνάμεων είτε επιθετικές επιχειρήσεις περιορισμένου βεληνεκούς στο Δυτικό μέτωπο[9].

Ωστόσο, δύο από τους συμμάχους της Γερμανίας, η Αυστρο-Ουγγαρία και η Βουλγαρία, δεν φαίνονταν να συμμερίζονται τα σχέδια για επίθεση μέσα στο 1918. Η Αυστρο-Ουγγαρία αντιμετώπιζε σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, τα οποία καθιστούσαν δυσχερή την απρόσκοπτη συμμετοχή της σε επιθετικές επιχειρήσεις[10]. Συγκεκριμένα, στις αρχές του 1918 είχε να αντιμετωπίσει το μεγάλο πρόβλημα των εργατικών απεργιών και τη γενικότερη δυσαρέσκεια στο εσωτερικό, η οποία δεν περιοριζόταν μόνο στις διάφορες εθνικές μειονότητες της Αυτοκρατορίας. Μάλιστα, αυτές οι απεργίες ενθάρρυναν τους Γερμανούς εργάτες να προβούν και εκείνοι σε ανάλογες κινητοποιήσεις περί το τέλος Ιανουαρίου του 1918. Επίσης, η κυβέρνηση της Βιέννης αντιμετώπιζε προβλήματα ως προς τον επισιτισμό των κατοίκων της Αυτοκρατορίας. Η Βουλγαρία, από τη δική της πλευρά, είχε επιτύχει τους στόχους, που εξαρχής είχε θέσει, δηλαδή την κατάληψη της σερβικής και Ανατολικής Μακεδονίας σε βάρος, αντίστοιχα, τη Σερβίας και της Ελλάδας, καθώς και εκείνη της Νοτίου Δοβρουτσάς σε βάρος της Ρουμανίας[11]. Συνεπώς, ο πόλεμος είχε ουσιαστικά λήξει για αυτήν ήδη από το 1916. Η σχετική στασιμότητα που παρατηρούταν στο Μακεδονικό μέτωπο μετά την επίτευξη των στόχων της Βουλγαρίας είχαν αρνητικές συνέπειες στους κόλπους του βουλγαρικού στρατού. Σύνηθες ήταν το φαινόμενο των λιποταξιών, κυρίως ατόμων που προέρχονταν από την ευρύτερη ζώνη της Μακεδονίας και είχαν ρευστή εθνική συνείδηση, ενώ το ηθικό των Βουλγάρων στρατιωτών μειωνόταν συνεχώς[12]. Επιπλέον, στα τέλη του 1917 είχαν διαδοθεί φήμες ότι οι Σύμμαχοι, συγκεκριμένα η Βρετανία, βολιδοσκοπούσαν τη Βουλγαρία για την σύναψη μίας ξεχωριστής ειρήνης. Όπως φαίνεται, η βρετανική διπλωματία δεν είχε εγκαταλείψει την ιδέα για μια προσέγγιση με τη Σόφια (ιδέα που ίσχυε από την αρχή του πολέμου). Μια πιθανή υπογραφή ειρήνης με τη χώρα αυτή, θα ενίσχυε, αναπόφευκτα, τη θέση τους στο Δυτικό μέτωπο [13].

Ενόψει της επερχόμενης μεγάλης επίθεσης, τον χειμώνα του 1917-1918 αποσύρθηκαν προσωρινά από την πρώτη γραμμή του μετώπου πενήντα έξι γερμανικές μεραρχίες. Στην εκπαίδευση των στρατιωτών δόθηκε έμφαση στις νέες επιθετικές τακτικές και κυρίως στην ανύψωση του ηθικού, το οποίο είχε εκπέσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα[14]. Στο πλαίσιο της  «Kaiserschlacht» ή αλλιώς της «εαρινής επίθεσης του Ludendorff» εξαπολύθηκαν πέντε μεγάλες επιθέσεις από τον Μάρτιο έως τον Ιούλιο του 1918. Η πρώτη, με κωδική ονομασία «MICHAEL», η οποία διήρκεσε από την 21η Μαρτίου έως την 5ηΑπριλίου,  προκάλεσε σύγχυση στις τάξεις των Βρετανών, οι οποίοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες και υποχώρησαν αρκετά. Κατά την διάρκεια της επίθεσης «BLÜCHER» (27 Μαΐου–4 Ιουνίου) διασπάστηκαν οι γραμμές των γαλλικών στρατευμάτων, με αποτέλεσμα οι γερμανικές δυνάμεις να φτάσουν ως το Château-Thierry στο ύψος του ποταμού Μάρνη, δηλαδή μόλις 93 χλμ. από το Παρίσι. Οι Σύμμαχοι περιήλθαν σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς μια ενδεχόμενη κατάληψη του Παρισιού από τον γερμανικό στρατό συνεπαγόταν και την ήττα τους στον πόλεμο. Οι κυβερνήσεις της Αντάντ αναζήτησαν εφεδρείες από τα υπόλοιπα μέτωπα του πολέμου, προκειμένου να ενισχύσουν την άμυνά τους και να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στην πίεση, την οποία υφίσταντο. Παρόλα αυτά, τα συμμαχικά στρατεύματα κατάφεραν να διατηρήσουν τις θέσεις τους και η τελευταία επίθεση «GNEISENAU», η οποία έλαβε χώρα στην Καμπανία (15-17 Ιουλίου), εξελίχθηκε σε ήττα για τους Γερμανούς.

Στη μεγάλη «εαρινή Επίθεση του Ludendorff», μπορεί ο γερμανικός στρατός να διείσδυσε αρκετά βαθιά στις θέσεις των αντιπάλων, απειλώντας μάλιστα και το Παρίσι, όμως ο κύριος σκοπός της τελευταίας, δηλαδή η ολική διάσπαση του μετώπου, δεν επιτεύχθηκε. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της εαρινής επίθεσης, βρήκαν τον θάνατο στο πεδίο της μάχης περίπου οχτακόσιες χιλιάδες Γερμανοί στρατιώτες, οι περισσότεροι των οποίων ανήκαν στα επίλεκτα γερμανικά στρατιωτικά σώματα (Stormtroopers ή Sturmmann στα γερμανικά)[15]. Ως το καλοκαίρι του 1918 έγιναν εμφανή τα όρια της γερμανικής επέκτασης και δοκιμάστηκαν οι αντοχές του γερμανικού στρατού.

Επίλεκτες μονάδες του γερμανικού στρατού κατά τη μεγάλη εαρινή επίθεση στο Δυτικό Μέτωπο.

Τον ρόλο του Ανατολικού μετώπου, ως πεδίο καθήλωσης και εν γένει διασποράς των γερμανικών δυνάμεων, ανέλαβε μέσα στο 1918 το Μακεδονικό μέτωπο[16]. Η Συμμαχική Στρατιά Ανατολής  ήταν αναγκαίο να αναδιοργανωθεί, προκειμένου να μπορέσει να ανταπεξέλθει στο νέα σημαντική αποστολή, που της είχε ανατεθεί. Μέχρι την άνοιξη του 1918 οι στρατιώτες του μετώπου, οι «Κηπουροί της Θεσσαλονίκης» όπως ονομάστηκαν, είχαν να αντιμετωπίσουν κυρίως ακραίες καιρικές συνθήκες και διάφορες ασθένειες κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην Μακεδονία. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους, για τους οποίους στα μάτια των ιδίων των Συμμάχων, το συγκεκριμένο ήταν ένα μέτωπο ελάσσονος σημασίας.

Η κατάσταση άλλαξε, όταν ο στρατηγός Adolphe Guillaumat έφθασε στη Θεσσαλονίκη στις 22 Δεκεμβρίου του 1917, ως αντικαταστάτης του μέχρι πρότινος αρχιστράτηγου της Συμμαχικής Στρατιάς της Ανατολής, Maurice Sarrail. Ο Guillaumat ήταν ένας μετριοπαθής στρατηγός, με μεγάλη εμπειρία προ του πολέμου. Είχε συμμετάσχει σε πολλές εκστρατείες και η γνωριμία του με τα αποικιακά γαλλικά στρατεύματα ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς οι τρεις από τις συνολικά οχτώ γαλλικές μεραρχίες ήταν αποικιακής προέλευσης. Ένα ακόμα θετικό στοιχείο για τη νέα διοίκηση ήταν το γεγονός ότι οι νέο-αφιχθέντες αξιωματικοί του επιτελείου του Guillaumat δεν πρόλαβαν να ενημερωθούν για την κατάσταση του μετώπου από εκείνους του Sarrail, με αποτέλεσμα να μην επηρεαστεί η νέα διοίκηση από τις εκτιμήσεις τους για το μέτωπο. Ο Guillaumat διόρισε στη θέση του Επιτελάρχη τον Γάλλο στρατηγό Charpy, έναν αξιωματικό πολύ ικανό για τα δεδομένα του μετώπου[17]. Σημαντική προσθήκη στο επιτελείο του Guillaumat ήταν ο στρατηγός Bordeaux, ο οποίος ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανασύνταξης του ελληνικού στρατού ως γενικός επιθεωρητής του τελευταίου[18].

Τελετή παρασημοφόρησης από τον στρατηγό Guillaumat στη Θεσσαλονίκη την άνοιξη του 1918.

Ο στρατηγός Guillaumat έλαβε από το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο, συγκεκριμένες οδηγίες για το ρόλο της Στρατιάς Ανατολής[19]. Κύρια αποστολή της τελευταίας ήταν, πρωτίστως, να μην επιτρέψει την κατάληψη της Ελλάδας από τις εχθρικές δυνάμεις. Βάση των συμμαχικών στρατευμάτων θα ήταν ολόκληρη η χώρα και όχι μόνο το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αφού από τον Ιούνιο του 1917 η Ελλάδα ήταν και επισήμως εμπόλεμο κράτος. Ιδιαίτερη σημασία είχε η αποτροπή κατάληψης της Πελοποννήσου από τις Κεντρικές Δυνάμεις, πραγματική απειλή για τις θαλάσσιες επικοινωνίες των δυνάμεων με τη Μέση ή, ακόμα, και με Άπω Ανατολή μέσω της διώρυγας του Σουέζ. Η συμμαχική άμυνα έπρεπε να εκτείνεται από το Αιγαίο Πέλαγος (Κόλπος Ορφανού) έως τις λίμνες των Πρεσπών και Αχρίδας. Ο τομέας έως την Αδριατική και την Κέρκυρα θα οργανωνόταν από κοινού με τα ιταλικά στρατεύματα[20].

Για την αποτελεσματικότερη άμυνας του μετώπου, ήταν αναγκαίο να αποπερατωθούν κάποια έργα για την βελτίωση των υποδομών των λιμανιών και του συγκοινωνιακού δικτύου της χώρας και ειδικά της Μακεδονίας. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα πραγματοποιήθηκαν παρεμβάσεις στα λιμάνια του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, του Βόλου και της Ιτέας, βελτιώθηκε το συγκοινωνιακό δίκτυο Θεσσαλονίκης–Θεσσαλίας και το δίκτυο εντός της Μακεδονίας[21]. Μέχρι τον Απρίλιο του 1918 είχαν προχωρήσει σε ικανοποιητικό βαθμό τα έργα σε ολόκληρο το μήκος του μετώπου, ενώ παράλληλα είχε επιτευχθεί η συγκρότηση εφεδρειών. Στα έργα αυτά εργάστηκαν ντόπιοι, και ξένοι στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και Ρώσοι, που ο Guillaumat είχε αποσύρει από την πρώτη γραμμή και μεταφέρει στα μετόπισθεν[22]. Σε ένα δεύτερο στάδιο, εξετάσθηκε η αναδιοργάνωση του περιχαρακωμένου στρατοπέδου της Θεσσαλονίκης, την άμυνα του οποίου θα αναλάμβαναν βρετανικά και ελληνικά στρατεύματα. Ο Guillaumat, σύμφωνα με τις οδηγίες που έλαβε από το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο, μπορούσε να μελετήσει επιθετικά σχέδια μικρής κλίμακας μετά την ολοκλήρωση των προαναφερθέντων αμυντικών έργων.

Στις αρμοδιότητες του Guillaumat συμπεριλαμβανόταν και η μέριμνα για την πλήρη συμμετοχή του ελληνικού στρατού στον πόλεμο. Αρχικά, η Ελλάδα για τη χρηματοδότηση της συμμετοχής της, συνήψε ένα δάνειο ύψους 750 εκατομμυρίων φράγκων από τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ στις 10 Φεβρουαρίου του 1918, με το όριο της  εκταμίευσης  να καθορίζεται από τις τρεις Δυνάμεις[23]. Μέχρι τις αρχές του 1918, συμμετείχαν στον πόλεμο ήδη τέσσερις ελληνικές μεραρχίες –από τα τέλη του 1916 το Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης υπό τον αντιστράτηγο Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη με τρεις μεραρχίες, ενώ μετά την επίσημη έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, στάλθηκε στο μέτωπο η Ιη Μεραρχία. Ο στρατηγός Bordeaux αντιμετώπισε δύσκολες καταστάσεις ως προς την ανασυγκρότηση του ελληνικού στρατού[24]. Το έργο του δυσχέραιναν, αφενός οι ελλείψεις σε αξιωματικούς, οπλίτες, μεταφορικά μέσα και ιματισμό, και αφετέρου η ένταση του Εθνικού Διχασμού, ο οποίος ευρισκόμενος στο αποκορύφωμά του, μετακύλησε και στις τάξεις του στρατεύματος. Οι εκκαθαρίσεις στους κόλπους του τελευταίου καθώς και στον κρατικό μηχανισμό από την κυβέρνηση Βενιζέλου θεωρούνταν αναγκαίες για την απρόσκοπτη συμμετοχή της Ελλάδος στον πόλεμο, καθώς οι αντιβενιζελικές δυνάμεις φαίνεται πως είχαν κάποια επιρροή στο στράτευμα, όπως φαίνεται από την εκδήλωση μίας στάσης τμημάτων της ΙΙΙ Μεραρχίας κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους προς το μέτωπο[25].

Η επιμονή του στρατηγού Bordeaux και η στήριξη προς αυτόν από τον βασιλιά Αλέξανδρο και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, κατέστησαν, τελικά, εφικτή την ανασυγκρότηση του ελληνικού στρατού[26]. Όμως, η Στρατιά Ανατολής ενισχύθηκε εντελώς απρόσμενα και από την πλευρά της Σερβίας. Επρόκειτο για  6 χιλιάδες στρατιώτες της σερβικής αποστολής στη Ρωσία, οι οποίοι μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, πέρασαν από ένα μακρύ ταξίδι και πολλές ταλαιπωρίες προτού φτάσουν στη Θεσσαλονίκη την άνοιξη του 1918[27]. Ο Guillaumat στο έργο της αναδιοργάνωσης της Στρατιάς της Ανατολής προχώρησε και σε δομικές μεταρρυθμίσεις, με πιο σημαντικές τη δημιουργία εφεδρειών πυροβολικού για όλο το μέτωπο και την αυτονόμηση της γαλλικής στρατιάς υπό τον Στρατηγό Henrys, πράξη η οποία αποσκοπούσε στη καλύτερη απόδοση και στην αποφυγή παρεξηγήσεων σε επίπεδο ηγεσίας[28].

Τον Απρίλιο προέκυψε ένα μείζον ζήτημα, όταν οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας ζήτησαν την απόσυρση 2 γαλλικών μεραρχιών και 12 βρετανικών ταγμάτων από το Μακεδονικό μέτωπο, προκειμένου να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στο Δυτικό. Την αρμοδιότητα να αποφασίζει την μεταφορά δυνάμεων από και προς το Μακεδονικό μέτωπο είχε μόνο το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο των Συμμάχων, το οποίο διευθέτησε το ζήτημα σχετικά γρήγορα, αποφασίζοντας την αντικατάσταση των αποσυρομένων μονάδων από ελληνικές δυνάμεις και αποικιακά στρατεύματα. Παράλληλα, ανακατάταξη στην σύνθεση των στρατευμάτων παρατηρήθηκε και στις Κεντρικές Δυνάμεις, όταν οι γερμανικές μονάδες που αποχωρούσαν για τη Γαλλία αντικαταστάθηκαν μερικώς από δύο βουλγαρικές μεραρχίες, προερχόμενες από το μέτωπο της Ρουμανίας. Παρά την άφιξη των δύο μεραρχιών, οι βουλγαρικές μονάδες δεν συγκρίνονταν σε καμία περίπτωση με τις αντίστοιχες γερμανικές σε ποιότητα αλλά και σε μέγεθος[29].

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιθεωρεί μονάδες του στρατού της Εθνικής Άμυνας.

Καθοριστικός παράγοντας για την ανάληψη επιθετικών ενεργειών στο Μακεδονικό μέτωπο ήταν οι επιτυχίες των Γερμανών στο Δυτικό. Η «εαρινή επίθεση του Ludendorff» ανάγκασε τη γαλλική κυβέρνηση να διατάξει τον στρατηγό Guillaumat να επιδιώξει την καθήλωση του συνόλου των εχθρικών δυνάμεων, που βρίσκονταν στη Μακεδονία[30]. Η παραπάνω καθήλωση θα πραγματοποιούνταν με επιθετικές ενέργειες και αντιπερισπασμούς κατά μήκος του συνόλου του μετώπου[31]. Τα στρατεύματα της Στρατιάς της Ανατολής όφειλαν «να εντείνωσι την δράσιν των προς παρενόχλησιν του εχθρού, δέσμευσιν της ελευθερίας ενεργείας του, έλεγχον της εν τω μετώπω διατάξεως αυτού και εξιχνίασιν των κινήσεών του. Τα αποτελέσματα ταύτα έδει να επιζητηθώσι διά τοπικών επιθετικών επιχειρήσεων επιμελώς προπαρασκευαζομένων, εναντίον αντικειμενικών σκοπών καταλλήλως εκλεγομένων, διά της συμμετοχής περιωρισμένων δυνάμεων πεζικού, υποστηριζομένων όμως διά συγκεντρώσεως όσον το δυνατόν πολυαριθμωτέρου πυροβολικού»[32].

Ο Guillaumat, ήδη από τις αρχές Μαρτίου, είχε σκιαγραφήσει ένα σχέδιο για επιθετικές επιχειρήσεις στους τομείς των ποταμών Αξιού και Στρυμόνα. Όμως, το εν λόγω σχέδιο απαιτούσε μεγάλη προετοιμασία και ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί πριν από το φθινόπωρο του 1918. Οι νέες διαταγές από τη Γαλλία μετέβαλαν τις προτεραιότητες του Guillaumat. Ο τελευταίος εξέδωσε διαταγές από τις 4 έως τις 11 Απριλίου προς τους διοικητές των τομέων του μετώπου για προπαρασκευή ισχυρών τοπικών επιθέσεων. Στις επιθέσεις αυτές, ο Guillaumat φρόντιζε να συμπεριλαμβάνονται και όσες ελληνικές μεραρχίες είχαν προωθηθεί στο μέτωπο, διότι θα ήταν καλή ευκαιρία να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους και να ανυψωθεί το ηθικό των στρατιωτών.

Σύμφωνα με τα νέα σχέδια, ελληνικά και βρετανικά σώματα υπό τον Βρετανό στρατηγό Briggs πραγματοποίησαν επιθετικές επιχειρήσεις στο μέτωπο του Κάτω Στρυμόνα από τις 15 έως τις 20 Απριλίου, οι οποίες επέφεραν θετικά αποτελέσματα[33]. Στον αλβανικό τομέα διεξήχθησαν επιχειρήσεις από γαλλικά και ιταλικά στρατεύματα, τα οποία κατέλαβαν σχετικά εύκολα περίπου 120 τετραγωνικά μίλια, δίχως, ωστόσο, τα αποτελέσματα να έχουν μεγάλη στρατηγική αξία εξαιτίας της ορεινής μορφολογίας του εδάφους[34]. Από τις μεγάλες τοπικές επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν εκείνη την άνοιξη, ξεχώρισε η επίθεση για την κατάληψη της τοποθεσίας του Σκρα ντι Λέγκεν, στην οποία συμμετείχαν κυρίως ελληνικές δυνάμεις του Σώματος Στρατού Εθνικής Αμύνης[35]. Το Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης υπαγόταν στην Πρώτη Ομάδα Μεραρχιών, υπό τον στρατηγό Gérôme και περιελάμβανε τις μεραρχίες Αρχιπελάγους υπό τον υποστράτηγο Δημήτριο Ιωάννου, Κρήτης υπό τον υποστράτηγο Παναγιώτη Σπηλιάδη και Σερρών υπό τον υποστράτηγο Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη. Το Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης αριθμούσε στα τέλη της άνοιξης του 1918 53.740 άνδρες [36].

Το Σκρα ντι Λέγκεν βρισκόταν νότια του χωριού Χούμα, στα δυτικά του Αξιού και αποτελούσε «απότομη και βραχώδη «εξέχουσα» του βουλγαρικού μετώπου και παρατηρητήριο μεγάλης αξίας»[37]. Η τοποθεσία ήταν οχυρωμένη ισχυρότατα, με πλήθος φυσικών και τεχνητών έργων, με λαβύρινθο χαρακωμάτων και ορυγμάτων επικοινωνίας καθώς και με πλήθος πυροβολείων καταταγμένων σε βαθμίδες, τα οποία μπορούσαν να βάλουν προς όλες τις πλευρές[38]. Υπήρχαν δύο γραμμές άμυνας και οι οχυρώσεις εκτείνονταν επί 3,2 χιλιόμετρα. Η πρόσβαση προς την τοποθεσία γινόταν αποκλειστικά από δύσβατους «ημιονικούς» δρόμους[39].

Η επίθεση εναντίον του Σκρα ντι Λέγκεν προετοιμάστηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια. Σύμφωνα με το σχέδιο του Στρατηγού Gérôme, το βάρος της επίθεσης αναλάμβανε η μεραρχία Αρχιπελάγους, η οποία θα υποστηριζόταν από επιθέσεις στα ανατολικά από τη μεραρχία Κρήτης και την 122η γαλλική μεραρχία και στα δυτικά από τη μεραρχία Σερρών και τη σερβική μεραρχία Τιμόκ[40]. Αρχικά, θα καταλαμβανόταν το ύψωμα Σκρα ντι Λέγκεν και σε δεύτερο χρόνο η γραμμή των υψωμάτων Τουμουλούς – Σερφ Βολάν από τη μεραρχία Αρχιπελάγους. Παράλληλα, θα επιχειρούνταν αντιπερισπασμοί από τους Βρετανούς και τους Σέρβους στους τομείς που τους είχαν ανατεθεί, ενώ η συμμαχική αεροπορία θα βομβάρδιζε τα εχθρικά μετόπισθεν. Απέναντι από τις συμμαχικές δυνάμεις, βρίσκονταν παραταγμένα σε κοντινή απόσταση πέντε βουλγαρικά συντάγματα, ενώ αλλά τρία προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν ως εφεδρεία[41].

Αξιωματικοί της μεραρχίας Αρχιπελάγους απέναντι από το ύψωμα του Σκρα ντι Λέγκεν.

Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαΐου, συμμαχικά και ελληνικά πυροβόλα μεταφέρθηκαν από άλλα σημεία του μετώπου και τοποθετήθηκαν στην περιοχή γύρω από το Σκρα ντι Λέγκεν, απέναντι ακριβώς από τις γραμμές του αντιπάλου[42]. Οι Βούλγαροι παρατηρητές είχαν εντοπίσει την αύξηση της δραστηριότητας και την κινητικότητα, όμως δεν μπορούσαν να αποκρυπτογραφήσουν τις προθέσεις του Guillaumat, καθώς εκείνος προσπαθούσε με τις ενέργειές του να τους αφήσει να διερωτώνται συνεχώς προς τα πού θα κατευθυνόταν η κύρια επίθεση. Από τις 28 Μαΐου εκδηλώθηκε σειρά επιθέσεων για αντιπερισπασμό και ειδικά στον τομέα του Αξιού. Την επομένη, το συμμαχικό πυροβολικό έπληξε τους αντικειμενικούς στόχους της επικείμενης επίθεσης, ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας ο βομβαρδισμός συνεχίστηκε αραιότερος[43].

Στις 30 Μαΐου είχαν ολοκληρωθεί όλες οι απαραίτητες προετοιμασίες και το πεζικό ήταν έτοιμο για την επίθεση. Από τις 4.30 το πρωί, εντάθηκαν οι ρυθμοί των βομβαρδισμών και από τις 4.55 ξεκίνησε η βολή κινητού φραγμού για την προστασία της μεραρχίας Αρχιπελάγους, οι στρατιώτες της οποίας εξόρμησαν εναντίον του υψώματος Σκρα ντι Λέγκεν[44]. Οι δυσχέρειες της επίθεσης ήταν αρκετές, με κυριότερες την ισχυρά οχυρωμένη εχθρική τοποθεσία, το απόκρημνο έδαφος και την αρκετά μεγάλη απόσταση από τις εχθρικές γραμμές άμυνας. Η αντίδραση των αμυνόμενων ήταν άμεση, αλλά ανεπιτυχής. Η μεραρχία Αρχιπελάγους μέσα σε μιάμιση ώρα από τη στιγμή της έναρξη της επίθεσης κατάφερε να καταλάβει τα υψώματα Σκρα ντι Λέγκεν, Τουμουλούς και Σερφ Βολάν, δίνοντας σκληρές μάχες[45]. Την ίδια ώρα εξόρμησε η μεραρχία Κρήτης εναντίον των υψωμάτων στα ανατολικά του Σκρα ντι Λέγκεν και μέχρι το μεσημέρι κατελήφθησαν όλες οι προβλεπόμενες θέσεις. Η μεραρχία Σερρών ανταποκρίθηκε εξίσου καλά στα σχέδια και κατέλαβε τα υψώματα Λαγκαδιά–Σαγράδα–Μπλοκ Ροσέ, χωρίς να συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση. Επιπλέον, προσέφερε βοήθεια στην μεραρχία Αρχιπελάγους, όταν εκείνη αντιμετώπιζε δυσκολίες στην κατάληψη του υψώματος Τουμουλούς[46]. Συνολικά, τα κέρδη της επίθεσης ήταν η προώθηση του συμμαχικού μετώπου σε βάθος 2 χλμ. και σε πλάτος 13χλμ.. Οι βουλγαρικές αντεπιθέσεις, που διεξήχθησαν το απόγευμα και κατά τη διάρκεια της νύχτας, αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από τα συμμαχικά στρατεύματα.

Οι απώλειες της μάχης ήταν 2.204 τραυματίες, 164 αγνοούμενοι και 441 νεκροί, μεταξύ των οποίων και ο ταγματάρχης του πρώτου τάγματος του πέμπτου συντάγματος της μεραρχίας Αρχιπελάγους, Βασίλειος Παπαγιάννης. Το μεγαλύτερο φόρο αίματος πλήρωσε η Μεραρχία Αρχιπελάγους, η οποία, όπως αναφέρθηκε, είχε αναλάβει το κύριο μέρος της επίθεσης. Οι νεκροί για τους αντιπάλους υπολογίζονται σε περίπου πεντακόσιους άνδρες. Κυριεύτηκε σημαντικός αριθμός βουλγαρικού στρατιωτικού υλικού και πυρομαχικών, ενώ συνελήφθησαν και 2.063 αιχμάλωτοι. Μάλιστα, το 49ο βουλγαρικό σύνταγμα πεζικού, εξαντλημένο από την πείνα και τις κακουχίες του μετώπου, αιχμαλωτίστηκε από τις ελληνικές μεραρχίες μετά το πέρας της μάχης[47]. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, ο καιρός ήταν νεφελώδης και βροχερός, κάτι το οποίο ευνοούσε την επίθεση, διότι δεν επέτρεπε στα εχθρικά παρατηρητήρια να έχουν καλή ορατότητα, ενώ και οι επικοινωνίες ήταν αρκετά καλές[48].

Λυκούργος Κογεβίνας (1887 – 1940), Η Μάχη του Σκρα, 1918 Λάδι σε μουσαμά., Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα.

Η οργάνωση της τοποθεσίας άρχισε αμέσως μετά την κατάληψή της, με αμυντικά έργα και γραμμές επικοινωνίας, στα οποία εργάστηκαν όλες οι ελληνικές μονάδες, τμήματα του μηχανικού και ειδικά εκπαιδευμένα σώματα των γαλλικών δυνάμεων[49]. Η άμυνα των Συμμάχων οργανώθηκε σε δύο τοποθεσίες, με την πρώτη να ακολουθεί τη γραμμή Σερφ Βολάν–Τουμουλούς και την δεύτερη να περιλαμβάνει το Σκρα ντι Λέγκεν μαζί με την ήδη υπάρχουσα γραμμή άμυνας, προ της επίθεσης[50]. Στις 2 Ιουνίου, ο Guillaumat διέταξε την αντικατάσταση των μονάδων που συμμετείχαν στην επιχείρηση και την ανάπαυσή τους. Το συμμαχικό πυροβολικό, που είχε διατεθεί για την επίθεση επανήλθε στους τομείς του μετώπου, από όπου είχε αποσπαστεί. Ακόμη, ο ανώτατος διοικητής του θεάτρου της Θεσσαλονίκης τόνισε στις διαταγές του την ανάγκη συνεχούς παρενόχλησης του εχθρού για τη διατήρηση του υψηλού ηθικού των στρατιωτών μετά την μάχη.

Η επιτυχία των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στη μάχη του Σκρα, εκθειάστηκε από τους Συμμάχους και την ελληνική κοινή γνώμη. Επρόκειτο για μία καθαρά ελληνική νίκη, χάρη στην οποία αναγνωρίστηκε η συμβολή του ελληνικού στρατού και ενισχύθηκε η εμπιστοσύνη για την μελλοντική του δράση[51]. Ο ίδιος ο στρατηγός Guillaumat σε διαταγή του μίλησε με εγκωμιαστικά λόγια για την επιτυχία, χαρακτηρίζοντας τον ελληνικό στρατό «ανδρείο» και με «υπέροχη ορμητικότητα»[52]. Η νίκη προκάλεσε αισθήματα ενθουσιασμού σε ολόκληρη τη χώρα, παραπέμποντας στις «ένδοξες» στιγμές των Βαλκανικών Πολέμων[53]. Παράλληλα, επιταχύνθηκαν οι ρυθμοί της επιστράτευσης των υπό συγκρότηση ελληνικών μεραρχιών [54]. Η μάχη είχε τέτοιο θετικό αντίκτυπο στους κόλπους της Στρατιάς της Ανατολής, ώστε προκάλεσε στους Σέρβους τη θέληση να πετύχουν και εκείνοι μια νίκη, όπως οι Έλληνες[55]. Ο τύπος της εποχής περιέγραφε αναλυτικά τα συμβάντα της μάχης, περιλαμβάνοντας μαρτυρίες των στρατιωτών αλλά και αιχμαλώτων[56]. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι και ο αντιβενιζελικός τύπος περιγράφει με θερμά λόγια την επιτυχία των ελληνικών δυνάμεων, ονομάζοντας την «ωραία ελληνική νίκη»[57]. Αφηγήσεις των συμμετεχόντων καταλάμβαναν χώρο, δίπλα από τα νέα για το Δυτικό μέτωπο, ενώ και τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων στρατιωτών στο Σκρα ήταν από τα κύρια θέματα συζήτησης στη δημόσια ζωή της χώρας, αντικαθιστώντας εκείνα του Verdun και του Somme[58].

Η μάχη του Σκρα αποτέλεσε το προοίμιο της νίκης των Συμμάχων στο Μακεδονικό μέτωπο το φθινόπωρο του 1918. Στο πεδίο της μάχης φάνηκε το χαμηλό ηθικό και η αδυναμία των βουλγαρικών δυνάμεων να διατηρήσουν τις θέσεις τους, γεγονός που εξηγεί και το ότι δεν επιχείρησαν μεγάλη αντεπίθεση μετά το πέρας της τελευταίας[59]. Στην αδυναμία αντίδρασης του βουλγαρικού στρατού είναι βέβαιο πως  συνέβαλε και η απομάκρυνση της πλειονότητας των γερμανικών δυνάμεων από το Μακεδονικό μέτωπο. Οι εφεδρείες που οι Βούλγαροι παρέταξαν ήταν κατώτερης ποιότητας, ενώ πολλοί στρατιώτες τράπηκαν σε φυγή μετά την μάχη[60]. Ο πόλεμος, ωστόσο, δεν κρίθηκε από τη μάχη του Σκρα ούτε από την κατάρρευση του βουλγαρικού μετώπου, το φθινόπωρο του 1918. Η μάχη του Σκρα αποτέλεσε μία τοπική επιτυχία, σε ένα μέτωπο με δευτερεύοντα ρόλο. Μία ολική ρήξη του Δυτικού μετώπου θα ανέτρεπε οποιαδήποτε επιτυχία της Στρατιάς της Ανατολής στο Μακεδονικό μέτωπο. Δεν αποτελεί τροχοπέδη, όμως, στο να θεωρείται ως μία από τις ενδοξότερες επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού και γενικότερα της Στρατιάς της Ανατολής στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Οι επιχειρήσεις, οι οποίες διεξήχθησαν επί της διοίκησης του στρατηγού Guillaumat, θεωρούνται επιτυχημένες και ως προς τον αρχικό τους στόχο, καθώς αρκετά στρατεύματα των Κεντρικών Δυνάμεων καθηλώθηκαν στη Μακεδονία. Το καλοκαίρι του 1918 οι Δυνάμεις της Αντάντ    σταθεροποιούσαν την κατάσταση στο Δυτικό μέτωπο και άρχισαν να σχεδιάζουν την αντεπίθεση τους.

Το μνημείο των πεσόντων στην είσοδο του χωριού του Σκρα.

Το Σκρα συνετέλεσε στην αποβολή μετριοπαθούς τακτικής για τις επιχειρήσεις στο Μακεδονικό μέτωπο από τον στρατηγό Guillaumat. Στις αρχές Ιουνίου άρχισε να προετοιμάζει με το επιτελείο του ευρύτερης κλίμακας επιθέσεις. Οι ικανότητες του Guillaumat θεωρήθηκε από την ηγεσία των Συμμάχων ότι χαραμίζονταν στο δευτερεύον επιχειρησιακό θέατρο της Θεσσαλονίκης. Κυβερνητικές διαταγές από το Παρίσι ανακάλεσαν τον Guillaumat στο Δυτικό μέτωπο, προκειμένου να αναλάβει την κομβική θέση του στρατιωτικού διοικητή της γαλλικής πρωτεύουσας[61]. Στις 9 Ιουνίου, όταν ο Guillaumat αναχώρησε από τη Θεσσαλονίκη, το σχέδιο του δεν είχε διατυπωθεί ακόμη επίσημα, όμως έμελλε να το διεκπεραιώσει ο διάδοχος του, στρατηγός Louis Franchet d’Espèrey, τρεις μήνες αργότερα.

  Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΚΡΑ 17 Μαΐου 1918

Η μάχη του Σκρα! Η νίκη που εξέπληξε τις συμμαχικές δυνάμεις… [17 Μαΐου from Τράπεζα Ἰδεῶν on Vimeo.

O Αθανάσιος Συροπλάκης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας των Χωρών της Χερσονήσου του Αίμου και Τουρκολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ

Υποσημειώσεις


[1]
 Κωστόπουλος, Φώτης, Συμπολεμιστές στο Μακεδονικό Μέτωπο (1916 – 1918). Οι επιτυχίες του ελληνικού στρατού και τα πολιτικά παρασκήνια της εποχής, Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, 2002, 28–30.
O Αθανάσιος Συροπλάκης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας των Χωρών της Χερσονήσου του Αίμου και Τουρκολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ

[2] Gardikas-Katsiadakis, Helen, «Greek Diplomatic Planning, 1917-1918» στον συλλογικό τόμο «The Salonica Theatre of Operations and the Outcome of the Great War, Thessaloniki , 16- 18 April 2002. Proceedings of the International Conference organized by the Institute for Balkan Studies and the National Research Foundation Eleftherios Venizelos», Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 2005, 113· Strachan, Hew, Α‘ Παγκόσμιος Πόλεμος (μτφρ. Νικόλαος Λαζαρίδης), Αθήνα: Γκοβόστη, 2013, 332.

[3] Σφέτας, Σπυρίδων, «Τα Βαλκάνια στη δίνη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου» στο Ελλήνων Ιστορικά, 100 χρόνια από τον Β’ Βαλκανικό: Ο πόλεμος των 30 ημερών που διπλασίασε την Ελλάδα (Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος, 2013), 124.

[4] Strachan, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, 335–336· Σφέτας, Σπυρίδων, «Τα Βαλκάνια στη δίνη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου», 125· Ferro, Marc, Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918 (μτφρ. Τζίνα Κατσιλιέρη), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1997, 169.

[5] Γενικό Επιτελείο Στρατού (στο εξής: ΓΕΣ), Η συμμετοχή της Ελλάδος στον πόλεμο 1918, τόμος Β’, Αθήνα: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, 1961, 1· Dowling, Timothy C., «Eastern Front» στο International Encyclopedia of the First World War (20 Νοεμβρίου 2015), http://encyclopedia.1914-1918-online.net/article/eastern_front, 16.

[6] Strachan, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, 335.

[7] Dowling, «Eastern Front», 16. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι η επιτήρηση των Γερμανών στην Ανατολική Ευρώπη κόστισε στη Γερμανία πολύτιμες δυνάμεις, οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη μεγάλη «εαρινή επίθεση του Ludendorff», το 1918.

[8] Afflerbach, Holger, «Greece and the Balkan Area in German Strategy, 1914-1918» στον συλλογικό τόμο «The Salonica Theatre of Operations and the Outcome of the Great War, Thessaloniki, 16- 18 April 2002. Proceedings of the International Conference organized by the Institute for Balkan Studies and the National Research Foundation Eleftherios Venizelos», Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 2005, 63. Οι αμερικανικές δυνάμεις αποτέλεσαν σημαντική προσθήκη σε αυτές της Αντάντ, καθώς ο αριθμός τους κατά τους τελευταίους 6 μήνες του πολέμου ανήλθε στο 1,5 εκατομμύριο στρατιώτες.

[9] Afflerbach, «Greece and the Balkan», 63.

[10] Strachan, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, 358, 360. Οι ταραχές αυτές στο εσωτερικό της Αυστρο-Ουγγαρίας αποτυπώνονται και στον ελληνικό Τύπο. Συγκεκριμένα, η εφημερίδα «Νέα Ελλάς» αναφέρει στο φύλλο της 30ης Μαΐου 1918 (νέο ημερολόγιο) ότι στην συνάντηση του με Σλοβένους αντιπροσώπους, ο Αψβούργος Αυτοκράτορας Κάρολος Α’ δήλωσε ότι θα καταπολεμήσει με οποιονδήποτε τρόπο τα κινήματα που απειλούν την εσωτερική συνοχή του κράτους.

[11]  Sfetas, Spyridon, «From Expectation to Disappointment: Bulgaria’s Capitulation in Salonica» στον συλλογικό τόμο «The Salonica Theatre of Operations and the Outcome of the Great War, Thessaloniki, 16- 18 April 2002. Proceedings of the International Conference organized by the Institute for Balkan Studies and the National Research Foundation Eleftherios Venizelos», Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 2005, 357.

[12] Hall, Richard C., Balkan Breakthrough: The Battle of Dobro Pole 1918, Indiana: Indiana University Studio Press, 2010, 101.

[13] Gardikas-Katsiadakis, «Greek Diplomatic Planning», 113. Τους ίδιους φόβους με την Ελλάδα για την προοπτική μίας προσέγγισης της Βρετανίας με την Βουλγαρία είχε και η Σερβία. Χασιώτης, Λουκιανός, Διπλωματικά διλήμματα μιας πενταετίας: οι ελληνοσερβικές σχέσεις (1913–1918), Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1998, 260.

[14] Strachan, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, 368. Το γερμανικό επιτελείο, προκειμένου να ανυψώσει το ηθικό των στρατιωτών, εφάρμοσε σκληρή λογοκρισία στην αλληλογραφία, ώστε να μην μεταφέρονται αντιπολεμικά και δυσάρεστα μηνύματα στο μέτωπο, τα οποία θα εμπόδιζαν την απρόσκοπτη συγκέντρωση στη νέα επίθεση.

[15] Strachan, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, 370.

[16] Η μέθοδος των επιχειρήσεων-αντιπερισπασμών ήταν συνήθης τακτική του πολέμου και από τις δύο αντίπαλες συμμαχίες.

[17] Palmer, Alan, Το Μακεδονικόν Μέτωπον και ο Ελληνικός Διχασμός (μτφρ. Νικόλαος Παπαρρόδης), Αθήνα: Συμπληρωματικές εκδόσεις Διευθύνσεως Εκδόσεων Αρχηγείου Στρατού, 1977, 293-294.

[18] Palmer, Το Μακεδονικόν Μέτωπον, 294, 301.

[19] Το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο είχε δημιουργηθεί από τους συμμάχους της Αντάντ το φθινόπωρο του 1917.

[20] ΓΕΣ, Η συμμετοχή της Ελλάδος, 2–3.

[21] Κωστόπουλος, Συμπολεμιστές στο Μακεδονικό Μέτωπο, 36.

[22] Δεσποτόπουλος, Αλέξανδρος, «Η ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ’, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1978, 68. Η αξιοπιστία των Ρώσων στρατιωτών επλήγη μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, καθώς πολλοί από αυτούς διέδιδαν στους υπόλοιπους στρατιώτες επαναστατικά μηνύματα. Χασιώτης, Διπλωματικά διλήμματα, 261.

[23] Gardikas-Katsiadakis, «Greek Diplomatic Planning», 112-113.

[24] ΓΕΣ, Η συμμετοχή της Ελλάδος, 49-57.

[25] Εφημ. Νέα Ελλάς, 12. 2. 1918. Έτσι εξηγείται και η σκληρή στάση έναντι οποιασδήποτε ανοιχτής πρόκλησης κατά του βενιζελικού καθεστώτος. Εφημ. Νέα Ελλάς, 14. 2. 1918. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα αντιβενιζελικά αισθήματα εμφανίζονταν με αντιπολεμικά συνθήματα, καθώς η αντιβενιζελική αντιπολίτευση επέμενε στην ουδετερότητα της χώρας.

[26] Palmer, Το Μακεδονικόν Μέτωπον, 301–302.

[27] Palmer, Το Μακεδονικόν Μέτωπον, 304–307. Σύμφωνα με την εφημερίδα Σκριπ στο φύλλο της 9ης Μαρτίου 1918, νέοι γιουγκοσλάβοι προσέρχονταν συνεχώς για να επιστρατευθούν στον σερβικό στρατό ως εθελοντές.

[28] Palmer, Το Μακεδονικόν Μέτωπον, 297–298.

[29] ΓΕΣ, Η συμμετοχή της Ελλάδος, 18–19.

[30] Χασιώτης, Διπλωματικά διλήμματα, 261–262.

[31] Δεσποτόπουλος, «Η ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο», 68–69. Οι Γερμανοί, για την ισχυροποίηση των επιθέσεών τους στο Δυτικό μέτωπο, απέσυραν τόσες δυνάμεις από το Μακεδονικό, ώστε αριθμούσαν μόνο 33 χιλιάδες στρατιώτες, το καλοκαίρι του 1918. Afflerbach, «Greece and the Balkan», 62.

[32] ΓΕΣ, Η συμμετοχή της Ελλάδος, 15.

[33] ΓΕΣ, Η συμμετοχή της Ελλάδος, 23–25.

[34] Palmer, Το Μακεδονικόν Μέτωπον, 309.

[35] Η ονομασία Σκρα ντι Λέγκεν προέρχεται από την τοπική βλαχική διάλεκτο (Σίρκα ντι Λέγκεν), ενώ οι Βούλγαροι ονόμαζαν την τοποθεσία Γκολέμα Γιαραμπίτσα. Κωστόπουλος, Συμπολεμιστές στο Μακεδονικό Μέτωπο, 25. Σήμερα, η τοποθεσία του Σκρα ντι Λέγκεν και το χωριό Σκρα βρίσκονται στα βόρεια του νομού Κιλκίς, 18,5 χλμ. από την Ειδομένη.

[36] ΓΕΣ, Η συμμετοχή της Ελλάδος, 5.

[37] Δεσποτόπουλος, «Η ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο», 69.

[38] Οι αμυντικές θέσεις των Βουλγάρων ενισχύθηκαν περαιτέρω τον Δεκέμβριο του 1917, με επιπλέον καταφύγια και συρματοπλέγματα, κάτι το οποίο έκανε το Σκρα ντι Λέγκεν σχεδόν απροσπέλαστο. ΓΕΣ, Η συμμετοχή της Ελλάδος, 28.

[39] Palmer, Το Μακεδονικόν Μέτωπον, 310 και Spahidis, Prodromos, «The Greek Army in World War I» στον συλλογικό τόμο «The Salonica Theatre of Operations and the Outcome of the Great War, Thessaloniki, 16- 18 April 2002. Proceedings of the International Conference organized by the Institute for Balkan Studies and the National Research Foundation Eleftherios Venizelos» (Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 2005), 155.

[40] Spahidis, «The Greek Army in World War I», 156.

[41] ΓΕΣ, Η συμμετοχή της Ελλάδος, 28.

[42] Palmer, Το Μακεδονικόν Μέτωπον, 311.

[43] Σφέτας, «Τα Βαλκάνια στη δίνη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου», 134.

[44] ΓΕΣ, Η συμμετοχή της Ελλάδος, 36.

[45] Spahidis, «The Greek Army in World War I», 160.

[46] ΓΕΣ, Η συμμετοχή της Ελλάδος, 43.

[47] Sfetas, «From Expectation to Disappointment», 358.

[48] Για αναλυτική περιγραφή της μάχης του Σκρα: ΓΕΣ, Η συμμετοχή της Ελλάδος, 36–45.

[49] Κωστόπουλος, Συμπολεμιστές στο Μακεδονικό Μέτωπο, 60.

[50] ΓΕΣ, Η συμμετοχή της Ελλάδος, 46.

[51] Spahidis, «The Greek Army in World War I», 161.

[52] ΓΕΣ, Η συμμετοχή της Ελλάδος, 44–45.

[53] Hall, Balkan Breakthrough, 114.

[54] Palmer, Το Μακεδονικόν Μέτωπον, 312.

[55] Ε.Λ.Ι.Α., αρχείο Γ. Στρέιτ, φάκελος 14.7, «Μακεδονικό Μέτωπο 1916–1919», 2. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους, για τους οποίους οι Σέρβοι ζήτησαν να έχουν την «τιμή» της διάσπασης του βουλγαρικού μετώπου το φθινόπωρο του 1918.

[56] Εφημ. Νέα Ελλάς, 3. 6. 1918 και Νέα Αλήθεια, 31. 5. 1918Νέα Αλήθεια, 4. 6. 1918.

[57] Εφημ. Εμπρός, 1. 6. 1918.

[58] Palmer, Το Μακεδονικόν Μέτωπον, 313.

[59] Sfetas, «From Expectation to Disappointment», 358. Ο βουλγαρικός στρατός αντιμετώπιζε ελλείψεις σε τροφή και ιματισμό, ανεπαρκή ανεφοδιασμό, ενώ η αντιπολεμική προπαγάνδα δυσχέραιναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση στο βουλγαρικό στρατόπεδο.

[60] Hall, Balkan Breakthrough, 115. Το ηθικό των Βουλγάρων στρατιωτών έπεσε ακόμη περισσότερο μετά την αποτυχία των Γερμανών στις μάχες του Marne και της Amiens το καλοκαίρι του 1918.

[61] Palmer, Το Μακεδονικόν Μέτωπον, 316.

ΠΗΓΕΣ: http://clioturbata.com

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *