Η αβαροσλαβική πολιορκία της Θεσσαλονίκης (586 μ.Χ.): Τα γεγονότα και το πρόβλημα χρονολόγησης

Γράφει ο Χρυσόστομος Β. Σαμαράς

Ο ιστοριογράφος Προκόπιος αναφέρει ότι κατά το 15ο έτος των Γοτθικών Πολέμων, δηλαδή το 549/50, πολυπληθής «Σκλαβηνών όμιλος όσος ούπω πρότερον αφίκετο ες ῾Ρωμαίων την γην», δηλαδή εισέβαλε στα βαλκανικά εδάφη του Βυζαντίου. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Σλάβοι «ως Θεσσαλονίκην τε αυτήν και πόλεις τας αμφ’ αυτήν πολιορκία εξαιρήσοντες ήκοιεν». Κατά τα φαινόμενα, τα νοτιοσλαβικά φύλα αποτέλεσαν σημαντική απειλή για τη Θεσσαλονίκη ήδη από τις πρώτες διεισδύσεις και επιδρομές τους στη ρωμαική επικράτεια. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α´ (527-565), για να απαλλάξει τη μακεδονική μητρόπολη και τα περίχωρά της από το σλαβικό κλοιό, χρειάστηκε να στείλει ισχυρή στρατιωτική δύναμη με επικεφαλής τον στρατηγό Γερμανό «Θεσσαλονίκη δε και πόλεσι ταίς άλλαις αμύναι, και την Σκλαβηνών έφοδον όση δύναμις αποκρούσασθαι». Ο συγκεκριμένος αξιωματικός είχε νωρίτερα αντιμετωπίσει με επιτυχία ένα άλλο σλαβικό φύλο, τους λεγόμενους Άντες. Επειδή προφανώς το όνομά του ενέπνεε φόβο στους Σλάβους, οι ορδές τους, που είχαν τότε εισβάλει στον ελλαδικό χώρο,«οδού μεν ευθύς της επί Θεσσαλονίκην απέσχοντο, ες δε το πεδίον καταβήναι ουκέτι ετόλμων, αλλά ξύμπαντα τα όρη τα ᾿Ιλλυριών διαμείψαντες εν Δαλματία εγένοντο». Μπορεί λοιπόν οι Σλάβοι εισβολείς να δίστασαν τότε να επιτεθούν στη Θεσσαλονίκη, αλλά συνέχισαν την πορεία τους στρεφόμενοι δυτικά προς τη Δαλματία, χωρίς να επιστρέψουν στις εστίες τους πέρα από το Δούναβη1.

Σλαβικός μεσαιωνικός οικισμός (www.orientalreview.com, http://keywordsuggest.org/gallery/1356158.html)

Όταν ο Μαυρίκιος ανέβηκε στο θρόνο της αυτοκρατορίας το 582, η αβαρική ομοσπονδία (που περιελάμβανε και τα νοτιοσλαβικά φύλα) υπό την ισχυρή κεντρική εξουσία του Αβάρου χαγάνου Βαϊανού, κατείχε πλέον τον μέχρι πρότινος ρωμαϊκό αμυντικό προμαχώνα του Σιρμίου. Οι Άβαροι πολιόρκησαν επί τρία χρόνια το Σίρμιο (579-582), ώστε να «ξεκλειδώσουν» τη βυζαντινή άμυνα στην περιοχή του Σαύου ποταμού και κατόπιν να χρησιμοποιήσουν τον προαναφερθέντα μεγάλο οχυρό οικισμό ως ορμητήριο για τη διευκόλυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεών τους σε νοτιότερα εδάφη2. Το 583 ο Βαϊανός, εκμεταλλευόμενος και τη δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει το Βυζάντιο στην Ανατολή λόγω του πολέμου με τους Πέρσες, αξίωσε μεγάλη αύξηση των χορηγιών (πάκτα) που πλήρωναν οι Βυζαντινοί στο πλαίσιο της συνθήκης ειρήνης με το Αβαρικό κράτος. Η αρχική άρνηση του Μαυρίκιου αποτέλεσε την αφορμή, ώστε να ακυρώσει ο χαγάνος τη συνθήκη με την αυτοκρατορία που είχε συναφθεί μετά την κατάληψη του Σιρμίου3.

Το Σίρμιο (Μακέτα στη σημερινή Σρέμσκα Μιτρόβιτσα, στη βόρεια Σερβία (https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=22094135)

Από το 583 οι Άβαροι και οι υποτελείς τους Σλάβοι εκμεταλλεύτηκαν την ευνοϊκή συγκυρία πραγματοποιώντας συνεχείς επιδρομές στα βόρεια βαλκανικά εδάφη της αυτοκρατορίας. Η συνήθης πορεία τους ήταν νοτιοανατολικά, κατά μήκος του Δούναβη προς τον Εύξεινο Πόντο. Για να διαχειμάσουν,  επέλεγαν την περιοχή της Αγχιάλου, καθώς εκεί υπήρχε πλούσια βοσκή για τα πολεμικά τους άλογα.

Από το δεύτερο κιόλας έτος των εκστρατειών, σημαντικές οχυρωμένες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως το Singidunum (Σιγγηδόνα κατά τον Σιμοκάττη), λεηλατήθηκαν από τις αβαροσλαβικές δυνάμεις4. Τα στρατιωτικά μέσα στο βόρειο σύνορο δεν επαρκούσαν για το Βυζάντιο εκείνη τη δύσκολη περίοδο και έτσι η διπλωματική οδός αποτέλεσε μονόδρομο για τον αυτοκράτορα, χωρίς όμως επαρκή ή μακροχρόνια αποτελέσματα5. Μάλιστα, το 585, και ενώ ο Μαυρίκιος είχε καταφέρει να συνθηκολογήσει με τους Αβάρους, μετά από μία ακόμη επιδρομή των τελευταίων στα βυζαντινά εδάφη, πολλοί Σλάβοι δεν ακολούθησαν τον αβαρικό στρατό κατά την αποχώρησή του και εμφανίστηκαν μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο Μαυρίκιος τέθηκε τότε επικεφαλής της αυτοκρατορικής φρουράς και επιθεώρησε τα τείχη6. Προφανώς εκείνη τη στιγμή ο αυτοκράτορας αντιλήφθηκε ότι το πρόβλημα της διείσδυσης των Νοτιοσλάβων στην περιοχή των Βαλκανίων ήταν σοβαρό και έτσι δημιούργησε μια στρατιωτική μονάδα με πυρήνα πιθανόν την αυτοκρατορική φρουρά και επικεφαλής τον Κομεντίολο. Η τελευταία απώθησε επιτυχώς πέρα από τη Θράκη τους εισβολείς7.

Το σύνορο του Δούναβη τον 6ο αιώνα (thehistoryofbyzantium.com – Maps)

Ωστόσο, παρόλο που η σλαβική ορδή απομακρύνθηκε από τη Θράκη, δεν κατευθύνθηκε βόρεια προς το Δούναβη, αλλά έπληξε τις λιγότερο προστατευμένες περιοχές, όπως τη Μακεδονία8. Ο Μαυρίκιος, σε μια προσπάθεια αντιπερισπασμού, δωροδόκησε τους Άντες για να επιτεθούν στις κύριες περιοχές των Νοτιοσλάβων, στις βόρειες όχθες του Δούναβη («Σκλαβηνία»). Το μόνο που κατάφερε, ωστόσο, ήταν να πείσει τους Σλάβους ότι ήταν ασφαλέστερο να παραμείνουν νότια του μεγάλου ποταμού. Με βασικό κριτήριο την προστασία της πρωτεύουσας, ο Μαυρίκιος διέταξε επίσης την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων στην περιοχή της Αδριανούπολης, με το σκάψιμο μιας μεγάλης τάφρου9.

Οι αβαροσλαβικές επιδρομές συνεχίστηκαν και κατά το 586. Από τη συγκεκριμένη εκστρατεία ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατάληψη της Αππιάρειας. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της ένας Βυζαντινός αιχμάλωτος των Αβάρων, ο λεγόμενος Βουσάς, δίδαξε στους «᾿Αβάρους … συμπήγνυσθαι πολιορκητικόν τι μηχάνημα ἔτι τῶν τοιούτων ὀργάνων ἀμαθεστάτους ὑπάρχοντας, ἀκροβολίζειν τε παρεσκεύαζε τὴν ἑλέπολιν». Σύμφωνα με αυτή τη μαρτυρία, ο αβαροσλαβικός στρατός για πρώτη φορά κατασκεύασε και χρησιμοποίησε έναν πολιορκητικό πύργο (ελέπολη) και με τη βοήθεια αυτών των μηχανών κατέλαβε την οχυρωμένη Αππιάρεια το 586 ή το 587, ενώ κατόπιν, το ίδιο έτος, χρησιμοποίησε τη συγκεκριμένη πολεμική τεχνολογία για να πολιορκήσει και άλλες μεγάλες βυζαντινές πόλεις, όπως τη Διοκλητιανούπολη, τη Φιλιππούπολη και την Αδριανούπολη, χωρίς όμως επιτυχία. Σε αυτό το σημείο πρέπει επίσης να τονιστεί ότι το 586 μαρτυρείται εισβολή σλαβικών φύλων μέχρι και στην Πελοπόννησο10.

Πολιορκητικός πύργος (Ελέπολη)(imgkid.com, forums.castlesiegegame.com, libriscrowe.com)

Η μεγάλη αβαροσλαβική επιδρομή του 586 ίσως όμως συνέπεσε και με την πρώτη πολιορκία της Θεσσαλονίκης, κατά την τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου. Η μοναδική αφηγηματική πηγή, που εξιστορεί το σημαντικό αυτό γεγονός, είναι η συμπιληματική συλλογή θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου (Διήγησις θαυματουργιών), πολιούχου (προστάτη) αγίου της Θεσσαλονίκης. Δημιουργός μέρους της τελευταίας παρουσιάζεται ο τότε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ιωάννης, αυτόπτης μάρτυρας της πολιορκίας11. Το αξιοπερίεργο βέβαια είναι ότι καμία άλλη βυζαντινή πηγή, σύγχρονη ή μεταγενέστερη, δεν αναφέρει τη συγκεκριμένη πολιορκία, γεγονός που ώθησε ορισμένους να εκφράσουν αμφιβολίες για τη σπουδαιότητά της ή ακόμη και για την πραγματοποίησή της στα τέλη του 6ου αιώνα. Ωστόσο, η γνησιότητα πολλών πληροφοριών που διασώζει αυτή η ταυτόχρονη με τα γεγονότα πηγή, έχει πλέον αποδειχθεί· οι αναφορές της χρησιμοποιούνται από τους σύγχρονους μελετητές για να συμπληρωθούν κάποια ιστορικά κενά.

Βυζαντινή Θεσσαλονίκη  (vizantinaistorika.blogspot.com)

Η μαρτυρία του Ιωάννη ότι η είδηση της πολιορκίας έγινε γνωστή στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης κατά την Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου, επί βασιλείας του αυτοκράτορα Μαυρίκιου, δίχασε τους σύγχρονους ιστορικούς ερευνητές, καθώς αποδείχθηκε ότι τα μόνα έτη μεταξύ 582-602 (περίοδος παραμονής του Μαυρικίου στον αυτοκρατορικό θρόνο) που μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, με βάση τη γνωστή ημερομηνία και ημέρα, ήταν το 586 ή το 59712. Μια πρώτη παρατήρηση που θα μπορούσε να γίνει εδώ είναι ότι η είδηση της επίθεσης έγινε γνωστή την Κυριακή και η λήξη της πολιορκίας συνέβη πάλι την Κυριακή13. Η «σύμπτωση» αυτή, σε συνδυασμό με τον αγιολογικό σκοπό της πηγής, δηλαδή την εξυπηρέτηση κυρίως του θρησκευτικού συναισθήματος και όχι της ιστορικής ακρίβειας, γεννούν ήδη από την αρχή αμφιβολίες για την αξιοπιστία των στοιχείων της, αμφιβολίες που επιτείνονται επίσης από τον συμπιληματικό χαρακτήρα της και την απουσία της συγκεκριμένης πολιορκίας του 6ουαιώνα από τις υπόλοιπες σύγχρονες και μεταγενέστερες ιστορικές πηγές εκείνης της περιόδου.

Ένα θεμελιώδες επιχείρημα των ερευνητών, που υποστηρίζουν ότι η πολιορκία έλαβε χώρα το 597, είναι ότι κατά το 586 ο αβαροσλαβικός στρατός δεν γνώριζε ακόμη τις απαραίτητες τεχνικές κατασκευής και χρήσης ελεπόλεων, οι οποίες αναφέρονται όμως στα «Θαύματα». Απεναντίας, τέτοιου είδους πολεμική τεχνολογία εμφανίζoνται να έχουν οι Άβαροι τόσο το 587 στην κατάληψη της Αππιάρειας, όσο και το 595 στην πολιορκία της Σιγγηδόνας14. Από τον Προκόπιο και το Στρατηγικόν του Ψευδο-Μαυρικίου αντλείται η πληροφορία ότι Άβαροι και Σλάβοι δεν κατείχαν αρχικά προηγμένες πολιορκητικές μηχανές, όπως «ελεπόλεις», ενώ από τον κατεξοχήν ιστορικό της περιόδου, τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, απομονώνεται ένα σχόλιο παρόμοιου περιεχομένου από την αβαροσλαβική πολιορκία της Αππιάρειας, που θεωρούν οι συγκεκριμένοι ερευνητές ότι έγινε το 587 και όχι το 586. Σύμφωνα με την πληροφορία του Σιμοκάττη, οι Άβαροι έως εκείνο το έτος εμφανίζονταν «αμαθέστατοι» από τέτοιου είδους πολιορκητικές κατασκευές15.

Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ίδιες σύγχρονες και μεταγενέστερες βυζαντινές πηγές αποσιωπούν ένα τόσο σημαντικό γεγονός στο τέλος του 6ου αιώνα, όπως η πολιορκία μιας εκ των μεγαλύτερων και πλουσιότερων εκείνη την εποχή βυζαντινών πόλεων. Οπότε έχουμε το εξής παράδοξο: αν λάβουμε υπόψη τις εγκυρότερες, σε σχέση με τα «Θαύματα», ιστορικές πηγές και αποδεχτούμε ότι Άβαροι και Σλάβοι δεν κατείχαν εξελιγμένες πολιορκητικές μηχανές έως το 587, τότε πρέπει να θεωρήσουμε ότι τον ίδιο αιώνα η Θεσσαλονίκη δεν πολιορκήθηκε από Αβάρους και Σλάβους. Αλλιώς, αν αποδεχτούμε την πληροφορία που μας δίνει η αγιολογική πηγή σχετικά με τον χρόνο της εν λόγω πολιορκίας, τότε οι πιθανότητες αυτή να συνέβη το 586 είναι πολλές.

Καταρχάς τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι όλες οι μεταγενέστερες πολιορκίες της Θεσσαλονίκης τον 7ο αιώνα16 πραγματοποιήθηκαν από τους Αβάρους και τους Σλάβους υποτελείς τους μόνο σε περιόδους που το Βυζάντιο βρισκόταν σε δύσκολη θέση, εξαιτίας κάποιας σοβαρής απειλής στο ανατολικό μέτωπο από τους Πέρσες ή τους Άραβες, και επομένως δεν διέθετε επαρκείς στρατιωτικές δυνάμεις για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα αβαροσλαβικά στρατεύματα. Όσο κι αν υπερτερούσε σε ποιότητα ο βυζαντινός στρατός, η αριθμητική υπεροχή του εχθρού δεν επέτρεπε την ανοιχτή σύγκρουση, όπως και το 548, σε μια από τις πρώτες μεγάλες εισβολές των Σλάβων στα εδάφη της αυτοκρατορίας, όταν οι βυζαντινές δυνάμεις απέφυγαν να εμπλακούν σε ανοιχτή μάχη με τις «βαρβαρικές» ορδές «τῷ πλήθει τῶν πολεμίων»17.

Επίσης, οι εκστρατείες Άβαρων και Σλάβων στη βόρεια βαλκανική βυζαντινή επικράτεια, φαίνεται πως κορυφώθηκαν κατά τη διετία από το 586 έως το 587, περίοδο, στην οποία καταγράφεται η προώθησή τους μέχρι την Πελοπόννησο. Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει αβίαστα είναι γιατί τη συγκεκριμένη διετία ο αβαροσλαβικός στρατός δεν ασχολήθηκε με τη Θεσσαλονίκη, όσο αποτρεπτικά και αν φάνταζαν τα επιβλητικά τείχη της, ενώ έκρινε σκόπιμο να επιτεθεί σε άλλες λιγότερο πλούσιες βυζαντινές πόλεις; Και αν μια επίθεση τόσο μεγάλης κλίμακας το 597 (από τον συγγραφέα των «Θαυμάτων» η στρατιά των «βαρβάρων» παρομοιάζεται με εκείνη του Ξέρξη, καθώς όπως αναφέρει αριθμούσε περίπου 100.000 πολεμιστές) είχε αποτύχει, πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η αιφνιδιαστική επίθεση του 604 από μία μικρή σχετικά αβαροσλαβική δύναμη 5.000 περίπου μαχητών;18 Ήταν τόσο προκλητική η εικόνα διάλυσης που εξέπεμπε η αυτοκρατορία την περίοδο βασιλείας του Φωκά; Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι υπάρχει μαρτυρία για απειλητική παρουσία Σλάβων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, ήδη από το 549.

Τα τείχη της Θεσσαλονίκης (https://www.scribd.com/document/368993126/Selanik-Saloniki-Saloniko-Saloniche-Soloun-Salonica-Salonique-Thessaloniki)

Το παράδοξο είναι, αν δεχθούμε ως έτος της πολιορκίας το 597, ότι ο χαγάνος, για να εξαπολύσει τη μεγάλη επίθεσή του εναντίον της Θεσσαλονίκης, όπως περιγράφεται στα «Θαύματα», δεν προτίμησε τα δύσκολα χρόνια που ταλάνισαν την αυτοκρατορία, λόγω του βυζαντινοπερσικού πολέμου στην Ανατολή έως το 591. Αντιθέτως, προτίμησε την περίοδο που τα βυζαντινά στρατεύματα στο βόρειο σύνορο είχαν ανασυνταχθεί και αποτελούσαν πια αξιόμαχο αντίπαλο για τις αβαροσλαβικές ορδές. Μια τέτοια επιλογή θα μπορούσε βέβαια να δικαιολογηθεί από κάποια προβλήματα που αντιμετώπισε στο εσωτερικό του κράτους του και δεν του επέτρεψαν να εκμεταλλευτεί τις περιόδους αδυναμίας των Βυζαντινών.

Ακόμη, αξίζει να σημειώσουμε ότι ο μικρός στρατός του Κομεντίολου, που συνδέθηκε με την κατασκευή της τάφρου στην περιοχή της Αδριανούπολης, ενισχύθηκε σημαντικά το 586 με εκτεταμένες στρατολογήσεις και απέκτησε στρατόπεδο στην Αγχίαλο, στον δυτικό Εύξεινο Πόντο, την περιοχή δηλαδή που επέλεγαν συνήθως οι Άβαροι για να διαχειμάσουν κατά την περίοδο των εκστρατειών τους στα Βαλκάνια από το 58319. Αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι από το 586 οι Αβαροσλάβοι στρέφουν το ενδιαφέρον τους προς τη νότια Ελλάδα, τότε προκύπτει το εύλογο συμπέρασμα ότι η τάφρος και ο αξιόμαχος στρατός του Κομεντίολου, που έδρασε επιτυχημένα στην περιοχή της Θράκης, εξέτρεψε προς νοτιότερα εδάφη τη συνήθη πορεία του αβαρικού στρατού προς τον Εύξεινο Πόντο. Ίσως μάλιστα η ενίσχυση εκείνη του βυζαντινού βαλκανικού στρατού να προκλήθηκε από την πολιορκία της Θεσσαλονίκης εκείνο το έτος. Επομένως, στο πλαίσιο της κορύφωσης των αβαροσλαβικών επιδρομών από το 586 έως το 587 και της εκτροπής τους προς τη Μακεδονία και τη νότια Ελλάδα, μια επίθεση εναντίον της Θεσσαλονίκης έμοιαζε αναπόφευκτη.

Μετά το 591 και τη σύναψη ειρήνης με τους Πέρσες, ο Μαυρίκιος έσπευσε να μεταθέσει πολλές στρατιωτικές μονάδες από την Ανατολή στο βόρειο σύνορο, ενισχύοντας την παραδουνάβια άμυνα της αυτοκρατορίας ενάντια στον αβαροσλαβικό κίνδυνο. Από το 598 ο βυζαντινός στρατός ήταν πλέον σε θέση να στρατοπεδεύει στη βόρεια όχθη του κάτω Δούναβη και να διεξαγάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις σε εχθρικό έδαφος20, γεγονός που προϋποθέτει τη σχετικά επιτυχημένη δράση του τα προηγούμενα χρόνια, ενάντια σε Άβαρους και Σλάβους εισβολείς. Ας εστιάσουμε όμως στο 597. Πραγματικά, εκείνο το έτος μαρτυρείται ακόμη μια αβαροσλαβική εκστρατεία στα βυζαντινά εδάφη. Ωστόσο, το φθινόπωρο του 597, που μπορεί να πραγματοποιήθηκε η πρώτη πολιορκία της Θεσσαλονίκης, αβαρικά στρατεύματα βρίσκονταν έξω από την πόλη Τόμις, στα δυτικά παράλια του Ευξείνου Πόντου21.

Το βέβαιο είναι ότι μια πολιορκία της Θεσσαλονίκης το 597 θα αποτελούσε δύσκολο εγχείρημα για τις αβαροσλαβικές δυνάμεις, καθώς οι τελευταίες θα έπρεπε να υπερκεράσουν αρχικά το βαλκανικό βυζαντινό στρατό και στη συνέχεια να τον έχουν στα νώτα τους, με κίνδυνο να περικυκλωθούν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Μια τέτοια επιχείρηση το 597 μπορεί να δικαιολογηθεί βέβαια, εάν αυτή έγινε από τους Σλάβους με την προτροπή και καθοδήγηση των Αβάρων και κύριος στόχος της ήταν να εκβιαστεί ο Μαυρίκιος, ώστε να τερματίσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο βόρειο σύνορο και να ενδώσει στις οικονομικές απαιτήσεις του χαγάνου. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από τη σχετικά γρήγορη λύση της πολιορκίας και την έλλειψη επιμονής των πολιορκητών. Μάλιστα προκαλεί εντύπωση που δεν αναφέρεται κάποια άλλη στρατιωτική επιχείρηση ενός τόσο μεγάλου στρατού. Ακόμη, με την κίνηση αυτή ο χαγάνος μπορούσε να τιμωρήσει το Βυζάντιο, επειδή είχε αρνηθεί να ενδώσει στις απαιτήσεις του, ενώ παράλληλα εκτόνωνε τις όποιες επαναστατικές τάσεις και την επιθετικότητα των Σλάβων υποτελών του, ιδιαίτερα σε περιόδους λιμού. Επίσης, υπάρχει και το ενδεχόμενο η πολιορκία να έγινε με πρωτοβουλία των Σλάβων, που δεν είχαν αποσυρθεί από τα εδάφη της Μακεδονίας, ύστερα από την πληροφορία ότι η πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν εξασθενημένη από πολύμηνη επιδημία. Ωστόσο, ο όρος μιας νέας αβαροβυζαντινής συνθήκης το 598, που έδινε το δικαίωμα στον βυζαντινό στρατό να περνάει τον «Ίστρο» για να επιτεθεί στους Σλάβους, φανερώνει ότι η αυτοκρατορία δεν βρέθηκε εκείνη την περίοδο σε δύσκολη θέση από μια προηγηθείσα αβαροσλαβική πολιορκία της Θεσσαλονίκης. Επίσης, αξιοσημείωτο είναι ότι ούτε με αφορμή τη νέα συνθήκη γίνεται κάποια αναφορά από τον Θεοφύλακτο στην πολιορκία αυτή22.

Άβαρος και Σλάβος πολεμιστής (www.pinterest.com)

Όσον αφορά τις «ελεπόλεις», μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η κατασκευή τους απείχε πολύ από την αποτελεσματική χρήση της συγκεκριμένης τεχνολογίας. Οι Άβαροι μπορεί να κατείχαν πολιορκητικές μηχανές μετά την κατάληψη του Σιρμίου ή και νωρίτερα, από διάφορους αιχμάλωτους τεχνίτες, Βυζαντινούς23, Κουτριγούρους, Ουτιγούρους, Λογγοβάρδους (με τους οποίους συνεργάστηκαν κατά το 567 για να καταλύσουν το κράτος των Γεπιδών), οι οποίοι γνώριζαν από τέτοιου είδους πολεμική τεχνολογία. Ωστόσο, ο αβαρικός στρατός ήταν μία κατεξοχήν ιππική δύναμη, η οποία στηριζόταν στην ταχύτητα και στη μαχητική ικανότητα των έφιππων πολεμιστών. Το ελαφρύ πεζικό τους ήταν κυρίως οι Σλάβοι υπήκοοί τους, ανεκπαίδευτοι σε τακτικές μαχών. Η μεταφορά δυσκίνητων πολιορκητικών μηχανών, ήταν εξάλλου έργο εξαιρετικά δύσκολο και γι’ αυτό το λόγο η κατασκευή τους γινόταν συνήθως κοντά στο πεδίο της πολιορκίας.

Μπορεί, λοιπόν, οι Άβαροι να γνώριζαν τη συγκεκριμένη πολιορκητική τεχνολογία μέχρι το 587, αλλά μάλλον δεν ήταν εξοικειωμένοι («αμαθέστατοι») με τη χρήση της και προτιμούσαν πιο «πρωτόγονα» αλλά λιγότερο δύσχρηστα μέσα πολιορκίας, όπως ψηλές σκάλες και πολιορκητικούς κριούς. Επίσης, οι αποτυχημένες πολιορκίες μεγάλων βυζαντινών πόλεων το 586 ή 587 με τη χρήση ελεπόλεων, ίσως αποθάρρυνε τους Αβάρους για την εκτεταμένη μελλοντική αξιοποίηση της συγκεκριμένης τεχνολογίας. Ακόμη, όμως, κι αν αποδεχτούμε την ορθότητα των πληροφοριών ότι οι Άβαροι δεν κατείχαν ή δεν εφάρμοσαν προηγμένη πολιορκητική τεχνολογία πριν το 587, τότε θα περιμέναμε την εκτεταμένη χρήση της από εκείνο το έτος και μετά, κάτι που θα συνεπαγόταν και περισσότερες αλώσεις βυζαντινών πόλεων. Ωστόσο, μέχρι το τέλος του 6ου αιώνα στις ιστορικές πηγές αναφέρεται μόνο η κατάληψη κάποιων βυζαντινών φρουρίων, όπως συνέβαινε και πριν το 587. Ακόμη και η μαρτυρία του Σιμοκάττη για την κατάληψη της Σιγγηδόνας το 595, είναι γενική και ασαφής ως προς τη χρήση τέτοιων πολιορκητικών κατασκευών, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Σιγγηδόνα είχε καταληφθεί από τους Αβάρους και το 584.

Μια ακόμη παράμετρος που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι στις περιγραφές πολιορκιών που παραθέτουν οι βυζαντινές πηγές, όπως και η αγιολογική πηγή των «Θαυμάτων», υπάρχουν πολλοί «κοινοί τόποι», λόγω της προσφιλούς τακτικής των συγγραφέων να αντιγράφουν κλασσικά ή παλαιότερα πρότυπα. Στον πρόλογό του ο ανώνυμος συντάκτης της δεύτερης συλλογής των «Θαυμάτων», εκτός του ότι αρχικά σημειώνει ότι θα μιμηθεί τους τρόπους και τα έργα του Αρχιεπισκόπου Ιωάννη, δηλαδή του συντάκτη της πρώτης συλλογής των «Θαυμάτων», στη συνέχεια αναφέρει ότι συγγραφικά πρότυπά του είναι και οι Ζοροβάβελ, Φίλων και Ιώσηπος που συνέγραψαν ιουδαϊκή ιστορία. Και οι τρείς ιστορικοί χρησιμοποίησαν ως πηγή τη Βίβλο ενώ ο τελευταίος αφηγήθηκε με γλαφυρό τρόπο την πολιορκία και άλωση της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους τον 1ο αιώνα (66-70 μ.Χ.). Πράγματι, στα κείμενα του Ανωνύμου συναντάμε πολλούς κοινούς τόπους με τα κείμενα του Αρχιεπισκόπου Ιωάννη, ενώ ανάλογους κοινούς τόπους ανακαλύπτουμε και στο ιστορικό έργο του Ιώσηπου. Έτσι, στην παράγραφο 135 του 14ου «θαύματος» αναφέρεται ότι «μόνος ο Χριστός […] μας έσωσε από τα έγκατα του Άδη» και όχι της Κόλασης. Επίσης, λίγο παρακάτω η παράγραφος 139, όπου περιγράφονται τα πολιορκητικά μηχανήματα των εχθρών (ελεπόλεις, σιδερένιοι κριοί, πετροβόλα και χελώνες), είναι γεμάτη από «κοινούς τόπους» (πέτρες – βουνά, βέλη – χιονονιφάδες κτλ.) ενώ γίνεται λόγος για «νεοσφαγμένα βόδια και καμήλες» παρόλο που καμήλες ήταν προφανώς αδύνατο να διαθέτει ο «βαρβαρικός» στρατός24.

David Roberts, The Siege and Destruction of Jerusalem by the Romans Under the Command of Titus, A.D. 70 , 1850 (http://www.preteristarchive.com/ARTchive/1850_roberts_destruction-jerusalem.html)

Άλλες πληροφορίες ή διαπιστώσεις που μπορούν να αξιοποιηθούν στο σχηματισμό κάποιων συμπερασμάτων είναι οι εξής:

α. Η πρώτη πολιορκία της Θεσσαλονίκης κράτησε μία εβδομάδα, όσο δηλαδή και η Γένεσις του Κόσμου στην Παλαιά Διαθήκη. Η Κυριακή αναφέρεται ως η σωτήρια ημέρα για τη Θεσσαλονίκη με τη λύση της πολιορκίας και μια τέτοια επιλογή δεν είναι συμπτωματική. Προφανώς εξυπηρετεί τον κατηχητικό χαρακτήρα του κειμένου. Ο στρατός των «απίστων» παρομοιάζεται σε μέγεθος με τον στρατό του Ξέρξη ή με τον στρατό των «Αιθιόπων και Λιβύων κατά Ιουδαίων»25. Ο αριθμός των 100.000 βαρβάρων στρατιωτών είναι «κοινός τόπος» όταν περιγράφεται ένας πολύ μεγάλος στρατός που προξενεί αίσθηση.

β. Το επίθετο «θηριώδης», που περιγράφει τη φυλή των «Σκλαβηνών» πολιορκητών, χρησιμοποιείται πολύ συχνά και στις υπόλοιπες πολιορκίες της Θεσσαλονίκης, όπως περιγράφονται στην αγιολογική πηγή, για να χαρακτηρίσει τον «βαρβαρικό» στρατό που προσπάθησε να κυριεύσει τη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα στην αβαροσλαβική πολιορκία του 618 όπως περιγράφεται στη συλλογή των «Θαυμάτων» του Ανωνύμου, γίνεται καθαρά λόγος για «επίλεκτους και σιδηρόφρακτους ιππείς», πράγμα φυσιολογικό αφού ο αβαρικός στρατός ήταν μία κατεξοχήν ιππική δύναμη. Μάλιστα η εύρεση βοσκής για τα άλογά του, προκαθόριζε τον χρόνο και την κατεύθυνση των κινήσεών του και κατ’ επέκταση τη μαχητική του ισχύ26. Ωστόσο, πουθενά στην περιγραφή της πρώτης πολιορκίας δεν γίνεται κάποια νύξη για τα περίφημα αβαρικά άλογα.

γ. Ο Ιωάννης επισημαίνει ότι αφότου έγινε την Κυριακή γνωστή η είδηση της επίθεσης εναντίον της Θεσσαλονίκης, οι «βάρβαροι» πολιορκητές αναμένονταν μετά από τέσσερις ή περισσότερες ημέρες μπροστά από τα τείχη της πόλης «και για το λόγο αυτόν δεν είχαν ληφθεί επείγοντα μέτρα για τη φρούρηση της πόλης». «Αλλά δεν είχε καλοξημερώσει η Δευτέρα κι εκείνοι έφτασαν αθόρυβοι μπροστά στα τείχη». Προξενεί εύλογα εντύπωση η παραπάνω μαρτυρία. Δηλαδή, ενώ οι Θεσσαλονικείς γνώριζαν πως ένας τεράστιος «βαρβαρικός» στρατός είχε εκστρατεύσει εναντίον τους, δεν επείγονταν να οργανώσουν την άμυνα της πόλης και είχαν επαναπαυτεί θεωρώντας αρκετές τις τέσσερις ημέρες για τις προετοιμασίες απόκρουσης του αντιπάλου. Εξίσου παράξενο είναι το γεγονός ότι η πολιορκία κράτησε μόλις μία εβδομάδα και λύθηκε μυστηριωδώς, παρά τις περιγραφές προηγμένων πολιορκητικών μηχανημάτων και αναρίθμητων πολεμιστών, δηλαδή παραγόντων που λογικά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι πολιορκητές είχαν ετοιμαστεί για μία μακροχρόνια επιχείρηση. Τέλος, η μαρτυρία ότι οι επιτιθέμενοι έφτασαν «αθόρυβοι» μπροστά στα τείχη, μάλλον σημαίνει ότι το θορυβώδες αβαρικό ιππικό απουσίαζε, ενώ οι πολιορκητές δεν έφερναν μαζί τους βαριά και επίσης θορυβώδη πολιορκητικά μηχανήματα. Ίσως στην «αθόρυβη» αυτή και αιφνιδιαστική άφιξη είχαν συμβάλει και τα σλαβικά μονόξυλα27.

Σλαβικό μονόξυλο (el.wiktionary.org , commons.wikimedia.org)

δ. Όπως είδαμε, ένα από τα θεμελιώδη επιχειρήματα για τη χρονολόγηση της πρώτης πολιορκίας της Θεσσαλονίκης το 597, είναι και η χρήση σχετικά προηγμένων πολιορκητικών μηχανημάτων, όπως ελεπόλεων, από τον αβαροσλαβικό στρατό. Ωστόσο, κατά την έναρξη της πολιορκίας οι εχθροί χρησιμοποιούν «προκατασκευασμένες σκάλες» ενώ πουθενά δεν αναφέρεται ουσιαστική χρήση ελεπόλεων. Αντίθετα, στην πολιορκία του 618, περιγράφεται από τον Ανώνυμο ένας τέτοιος ξυλόπυργος. Επιπρόσθετα, οι «χελώνες» δεν είχαν αποτέλεσμα ενώ τα πετροβόλα δεν έβρισκαν στόχο προφανώς λόγω της απειρίας των χρηστών τους. Μάλιστα, ο αρχιεπίσκοπος Ευσέβιος, του οποίου την μαρτυρία μας μεταφέρει ο διάδοχός του Ιωάννης, αποφεύγει εντέχνως να περιγράψει τις ελεπόλεις και τη χρήση τους, αναφέροντας ότι οι φοβερότερες από αυτές τις κατασκευές είχαν συγκεντρωθεί στα βόρεια και δυτικά τείχη της πόλης, όπου δεν είχε πρόσβαση ο ίδιος ως αυτόπτης μάρτυρας, ενώ παράλληλα δεν θα ήθελε να προσθέσει στην αφήγησή του κουραστικές λεπτομέρειες28. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αναφορές σε τέτοιου είδους πολιορκητικά μηχανήματα συναντάμε στην πολιορκία της Ιερουσαλήμ, όπως την κατέγραψε ο Ιώσηπος, ο οποίος αναφέρεται από τον Ανώνυμο ως ένα από τα πρότυπα για τη συγγραφή των «Θαυμάτων».

ε. Τις ίδιες περιγραφές και παρόμοιους αφηγηματικούς κοινούς τόπους σχετικά με τις κινήσεις των πολιορκητών συναντάμε σε όλες τις μεταγενέστερες πολιορκίες της Θεσσαλονίκης στη συλλογή του Ανωνύμου. Δηλαδή και στις πολιορκίες του 615 και 61829έχουμε αναρίθμητους και θηριώδεις εχθρούς, τόσο, που στο διάβα τους στερεύουν οι ποταμοί. Στην πολιορκία του 615, όπως και σε εκείνη του 586 ή 597, οι εχθροί από θεία παρέμβαση πολιορκούν λάθος περιοχή και στο τέλος στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου, ενώ κάποιοι βάρβαροι, που παραδίνονται, διηγούνται το θαύμα που τους έκανε να λύσουν την πολιορκία και να φύγουν. Ακόμη, σε όλες αυτές τις διηγήσεις επαναλαμβάνονται κάποια κοινότοπα σημεία: ο στενός αποκλεισμός που έμοιαζε με θανατηφόρο στεφάνι, οι πολιορκούμενοι που λιποψυχούν στην αρχή και έπειτα αναθαρρούν από θαύμα, οι πολιορκητικές μηχανές που είναι πάντα οι ίδιες, η κάλυψή τους με σανίδες και δέρματα, η εκτόξευση πελώριων λίθων προς τα τείχη χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα, η ρίψη βελών που έπεφταν σαν νιφάδες χιονιού.

στ. Στον πρόλογό του, ο Ανώνυμος γράφει για τον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη ότι «συνέγραψε […] τις τρομερές πολιορκίες που επί των ημερών του επιχείρησαν οι βάρβαροι εναντίον της πόλης μας ή δεν πρόλαβε να τις συντάξει διότι συνέβησαν όταν πλέον πλησίαζε η εις Κύριον αποδημία του»30. Πουθενά δεν αναφέρει τον αρχιεπίσκοπο Ευσέβιο και την πολιορκία που έλαβε χώρα επί των δικών του ημερών.

ζ. Στην παράγραφο 214, στο δεύτερο «θαύμα» της συλλογής του Ανωνύμου για την πολιορκία της Θεσσαλονίκης το 618, γίνεται το εξής σχόλιο για τις πολιορκητικές μηχανές του αβαροσλαβικού στρατού: «ενώ πολλές φορές πριν τις είχαν δοκιμάσει (οι Άβαροι) και τους είχαν φανεί κατάλληλες και χρήσιμες, στην πολιορκία της πόλης (το 618) αποδείχτηκαν ακατάλληλες και απρόσφορες λόγω της επιστασίας των αγίων»31. Ωστόσο, και στην πρώτη πολιορκία της Θεσσαλονίκης οι μηχανές αυτές είχαν φανεί ακατάλληλες και απρόσφορες για τον αβαροσλαβικό στρατό, πράγμα όμως που δεν έκρινε σκόπιμο να αναφέρει ο Ανώνυμος στη διήγησή του.

η. Το 586/7 καταγράφονται κάποια συμβάντα που ίσως συνδέονται με την πολιορκία της Θεσσαλονίκης: Η αναφορά στον Βουσά, που δίδαξε την κατασκευή και χρήση ελεπόλεων στους Αβάρους, η ενίσχυση του αμυντικού στρατού του Κομεντίολου το 586 με έδρα την Αγχίαλο και η κατασκευή οχυρωματικών έργων στην περιοχή της Αδριανούπολης και, τέλος, η εισβολή Σλάβων ακόμη και στην Πελοπόννησο.

Συνοψίζοντας, παρόλο που δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την αξιοπιστία όλων των πληροφοριών, που μας παρέχει η αγιολογική πηγή των «Θαυμάτων» και παρόλο που το 597, ως έτος της πρώτης πολιορκίας της Θεσσαλονίκης, δεν μπορεί να αποκλειστεί με βεβαιότητα, το συμπέρασμα που προκύπτει, ύστερα και από τη συνεξέταση όλων των παραπάνω στοιχείων και διαπιστώσεων, είναι ότι κατά τη διάρκεια της μεγάλης αβαροσλαβικής εκστρατείας του 586 έγινε η πρώτη ανεπιτυχής επίθεση Νοτιοσλάβων στη Θεσσαλονίκη, πιθανόν με την προτροπή και καθοδήγηση των Αβάρων.

O Χρυσόστομος Β. Σαμαράς είναι Εκπαιδευτικός (ΠΕ02 Φιλόλογος), Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας

Υποσημειώσεις

1 Προκόπιος (1962/3) 7.39.29.2 – 40.8.1.

Χρονικό Μονεμβασίας (1976) 6.53 κ.ε. Οι Βυζαντινοί έμοιαζαν ανήμποροι να εφαρμόσουν αυτό που γνώριζαν καλά, ότι δηλαδή «μετά το Θεό, θα έπρεπε να εναποθέσουν τις ελπίδες τους για ασφάλεια στα όπλα τους και όχι μόνο στις οχυρώσεις τους». Βλ. Στρατηγικόν Ψευδο-Μαυρικίου (1981) VIII. I. 38. 276. 118-9. Για τα χρονολογικά προβλήματα των αβαροσλαβικών επιδρομών αυτή την περίοδο βλ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου (1970) 145-182 (χρονολογικοί πίνακες 194-205). Γενικά για τις εισβολές των Αβαροσλάβων στα Βαλκάνια και τους δρόμους που ακολουθούσαν, βλ. Σαμαράς (2015) 81 κ.ε., 237 κ.ε. – Whitby (1988) 170-176.

3 Σιμοκάττης (1972) I.3.45.13-14, 3.46.12-14. Για τα δώρα που δίνονταν στους Αβάρους, βλ. Μένανδρος Προτήκτωρ (1903) 170–221, 442–477 και εν FHG IV 200-269, 1.422. 12-17, 2.442. 28 κ.ε. – Ιωάννης Εφέσου (1860) VI. 24. 428. – Θεοφάνης (1980) 252.31-2. – Χρονικό Μονεμβασίας (1976) 8. 60 κ.ε. Πρβλ. Σαμαράς (2015) 237.

4 Σιμοκάττης (1972) Ι.4.46.14 κ.ε. Πρβλ. Σαμαράς (2015) 238 (σημ. 385), 239. Άλλες τέτοιες πόλεις ήταν η Λιβιδινών και η Αππιάρεια. Βλ. Σιμοκάττης (1972) Ι.8.54.4-9, ΙΙ.15.101.10.

5 Σιμοκάττης (1972) Ι.4.47.3 κ.ε. – Χρονικό Μονεμβασίας (1976) 8-10.65 κ.ε.

6 Σιμοκάττης (1972) Ι. 6. 51. 17 – 7. 53. 11.Ι. – Ιωάννης Εφέσου (1860) VI.25.432-3. – Θεοφάνης (1980) 254.3-7. Πρβλ. Μ. Whitby, Theophanes’ Chronicle Source for the Reigns of Justin II, Tiberius and Maurice (AD 565-602), Βyzantion 53 (1983) 312-345, ειδικά 325-326.

7 Σιμοκάττης (1972) Ι.7.52.17 κ.ε.

8 Μιχαήλ Σύρος (1901) Χ.ΧΧΙ.362.380.

9 Μόνο ο Μιχαήλ Σύρος (1901) X. ΧΧΙ. 361. 379, αναφέρει αυτήν την τάφρο. Για την πιθανή θέση της, βλ. Whitby (1988) 144-145.

10 Σιμοκάττης (1972) ΙΙ.16.10.1-11.1.και 16.11-17.13.– Θεοφάνης (1980) 259. Πρβλ Vryonis (1981) 389 σημ. 33. – Καρδαράς (2008) 247. – Χρονικό Μονεμβασίας (1976) 12. 86 κ.ε. Σύμφωνα με την υπερβολική μαρτυρία του Χρονικού, οι Σλάβοι κατά το 6ο έτος της βασιλείας του Μαυρίκιου, δηλαδή το 587, απέσπασαν την Πελοπόννησο από το βυζαντινό έλεγχο.

11 Στην παρούσα έρευνα χρησιμοποιήθηκε το κείμενο από τον Μπακιρτζή (1997). Η εγκυρότερη πιο πρόσφατη κριτική έκδοση παραμένει αυτή του P. Lemerle, Les plusanciens recueils des miracles de Saint DémétriusI, Le Texte, Paris 1979.

12 Πρβλ. Vryonis (1981) 379 και σημ. 13, 14. Ο F. Barisic, Chuda Dimitrija Solunskog kao istoriski izvori, Beograd 1953, σ. 56-64, θεωρεί ότι η πολιορκία της Θεσσαλονίκης έγινε το 586 και καθώς οι επιδρομείς δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν συνέχισαν τη διείσδυσή τους στην Πελοπόννησο. Οι Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου (1970) 173. – P. Lemerle, La composition et la chronologie des deux premiers livres des Miracula S. Demetrii, Byzantinische Zeitschrift 46 (1953) 349-361, ειδικά 354. – Vryonis, ό.π. – Korres (1998) 171 κ.ε., θεωρούν ότι εκείνη η επίθεση στη Θεσσαλονική έγινε το 597, ενώ ο Καρδαράς δεν αναφέρει τη συγκεκριμένη πολιορκία.

13 Μπακιρτζής (1997) 214-5.157.

14 Σιμοκάττης (1972) VII.10.1.3-2.1: «τὰ τείχη καταβαλεῖν τῆς Σιγγηδόνος τὸν βάρβαρον». Ο Καρδαράς (2008) 245, θεωρεί ότι η κατάληψη της πόλης έγινε την άνοιξη του 586.

15 Σιμοκάττης (1972) ΙΙ.16.10.1-11.1Πρβλ Vryonis (1981) 384 κ.ε.

16 Τέσσερις πολιορκίες της Θεσσαλονίκης από Αβάρους και Σλάβους μαρτυρούνται τον 7οαιώνα. Η πρώτη και λιγότερο επικίνδυνη έγινε το 604, επί αυτοκράτορα Φωκά, η δεύτερη και η τρίτη το 615 και το 618 αντίστοιχα, επί Ηρακλείου και με το βυζαντινο-περσικό πόλεμο στο αποκορύφωμά του, και η τέταρτη και τελευταία κάπου μεταξύ 676-678, κατά την πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες και επί Κωνσταντίνου Δ΄. Πρβλ. Θ. Κορρές, Βυζαντινή Μακεδονία (324-1025), www.imma.edu.gr/imma/history/04.html.

17 Προκόπιος (1962/3) 7.29.1.1 – 6.1 και 8.25.10.1-11.1.

18 Μπακιρτζής (1997) 171.107-108.

19 Μιχαήλ Σύρος (1901) Χ.ΧΧΙ.362.380. Πρβλ. Σαμαράς (2015) 262 κ.ε.

20  Σαμαράς (2015) 276 κ.ε.

21  Σιμοκάττης (1972) VII.13.1-7. – Θεοφάνης (1980) 278. Πρβλ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου (1970) 172-175. – Καρδαράς (2008) 251-252.

22 Μπακιρτζής (1997) 180-1.117, 188-9.125. – Σιμοκάττης (1972) VII.15.272.22-273.11. Πρβλ. Σαμαράς (2015) 285-286.

23 Ο χαγάνος είχε αποσπάσει Βυζαντινούς τεχνίτες από τον Τιβέριο Β΄, δήθεν για την κατασκευή παλατιού και λουτρού, τους οποίους χρησιμοποίησε για την κατασκευή γεφυρών κατά την πολιορκία του Σιρμίου. Πρβλ. Σαμαράς (2015) 116.

24 Μπακιρτζής (1997) 176-177.232, 194-5.135 και 198-9.139. Πρβλ. Σαμαράς (2015) 256-257.

25 Μπακιρτζής (1997) 180.116 κ.ε., 198-9.140, 182-3.118.

26 Μπακιρτζής (1997) 180-3.117, 250-3.198 και 199. – Στρατηγικόν Ψευδο-Μαυρικίου(1981) VII.A.228.25 – 230.35.

27 Μπακιρτζής (1997) 182-3.119, 184-5.121, 188-9.125.

28 Μπακιρτζής (1997) 184-5.119, 258-9.211, 120, 206-7.147, 148, 212-3.153, 204-5.145.

29 Μπακιρτζής (1997) 236.179 κ.ε., 248.195 κ.ε.

30 Μπακιρτζής (1997) 232-3.176.

31 Μπακιρτζής (1997) 260-1.214.

CLIO TURBATA

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *