Η βυζαντινή τέχνη κατά τη λατινοκρατία

του Χρήστου Χατζηλία,

Κατά την τρομερή και καταστροφική αυτή περίοδο ,λόγω των λεηλασιών και των βανδαλισμών των λεγόμενων Σταυροφόρων, έχουμε την εντύπωση πως ο βυζαντινός πολιτισμός παρήκμασε.Όμως θα δούμε στο παρών άρθρο ότι, όχι μόνο δεν παρήκμασε αλλά αναπτύχθηκε σε τρία διαφορετικά μέρη (Δεσπ.Ηπείρου,Αυτ.Νίκαιας,Αυτά.Τραπεζούντας),στους βαλκανικούς λαούς(Σέρβους,Βούλγαρους) που η κατακερματισμένη αυτοκρατορία ακόμα επηρέαζε την τέχνη των Σλάβων και μερικά έργα τέχνης των Σταυροφόρων με μια ‘βυζαντινή πινελιά’.

Στην Κωνσταντινούπολη και στις άλλες μεγάλες πόλεις που πέρασαν οι ορδές των Σταυροφόρων δεν έμειναν παρά ελάχιστα κτήρια.Τα έργα τέχνης και τα λείψανα των Αγίων μεταφέρθηκαν με Ενετικά πλοία στην Δύση και διανεμήθηκαν σε όλους τους καθεδρικούς της Ευρώπης.Όμως οι εξόριστοι πρόσφυγες της Κωνσταντινούπολης δημιούργησαν καινούρια κέντρα πολιτισμού και παιδείας με το κάθε κέντρο να προσφέρει μια ξεχωριστή αρχιτεκτονική εμπλουτίζοντας έτσι τον βυζαντινό πολιτισμό.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΡΥΣΟΚΕΦΑΛΟΣ

Η «Μεγάλη Εκκλησία» της Τραπεζούντας και ίσως ο σημαντικότερος ναός της αυτοκρατορίας, η Παναγία Χρυσοκέφαλος, εντοπίζεται στη μέση πόλη, στο κέντρο ενός ευρύτερου κτηριακού συγκροτήματος. Η παράδοση αποδίδει την επωνυμία «Χρυσοκέφαλος» είτε στη χάλκινη κάλυψη των πλακών του τρούλου του ναού, που από μακριά φάνταζε χρυσός, είτε στην ύπαρξη σε αυτόν εικόνας της Θεοτόκου με ανάλογη χρυσή επένδυση. Επειδή όμως ο ναός αναφέρεται στις πηγές με την επωνυμία «Χρυσοκέφαλος» ήδη από τον 11ο αιώνα, ενώ ο τρούλος χρονολογείται στο 12ο ή ακόμα και στο 14ο αιώνα, η εκδοχή που αναφέρεται στην εικόνα πρέπει να θεωρηθεί πιο πιθανή. Πρόκειται για μια εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας που υπήρχε στο ναό προσαρτημένη ίσως σε έναν πεσσό. Γνωρίζουμε από φιλολογική πηγή του 14ου αιώνα ότι, μετά την επιτυχημένη αντιμετώπιση της τουρκικής επίθεσης στην πόλη το 1223, η εικόνα κοσμήθηκε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ Γίδωνα με «λίθους τιμίους και μαργάρους λαμπρούς», «θέλων απονείμαι τη Θεοτόκω […] τα εικότα». Ο ίδιος αυτοκράτορας δώρισε στο ναό και ένα πολυτελώς διακοσμημένο ευαγγέλιο. Μαρτυρείται μάλιστα ότι ο Ανδρόνικος είχε περάσει στη Χρυσοκέφαλο την αγωνιώδη νύχτα πριν από τη θετική έκβαση του αγώνα. Οι πηγές της εποχής με γλαφυρότητα περιγράφουν την κρισιμότητα της κατάστασης και την επίκληση της θεϊκής βοήθειας από τον αυτοκράτορα: «τον περικαλλή και θείον νεών της πανυμνήτου κόρης κατελάμβανε, παννυχίους ύμνους και αιτήσεις συν ολοφυρμοίς δακρύων αναπέμπων Θεώ και τη Θεομήτορι». Είναι κρίμα που σήμερα δεν έχει διασωθεί η εντυπωσιακή, όπως φαίνεται, εσωτερική διακόσμηση αυτού του εξαιρετικά σημαντικού ναού.

ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΘΕΟΣΚΕΠΑΣΤΟΣ

Ο λαξευτός ναός της Παναγίας Θεοσκεπάστου, ένα καθίδρυμα που συνδέθηκε στενά με την οικογένεια του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού(1349-1390), φέρει έντονη τη σφραγίδα της ταφικής λειτουργίας του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση άλλων σημαντικών εκκλησιαστικών ιδρυμάτων της Τραπεζούντας. Ο ναός ανήκει σε ένα ευρύτερο μοναστηριακό συγκρότημα, που εντοπίζεται στις πλαγιές του όρους Μίνθριον, στα μισά του δρόμου ανάμεσα στο λιμάνι και στην ακρόπολη της Τραπεζούντας. Ο τειχισμένος χώρος, εκτός από την κεντρική σπηλαιώδη εκκλησία, περιλαμβάνει κελιά και μικρότερους ναούς και στεγάζει χώρους ταφής.

Ο ρόλος της οικογένειας των Μεγάλων Κομνηνών και η σχέση της με το μνημείο είχε αποτυπωθεί και σε κτητορική παράσταση σε τοίχο του ναού που απεικόνιζε τον Αλέξιο Γ΄ Μεγάλο Κομνηνό, τη σύζυγό του Θεοδώρακαι τη μητέρα του Ειρήνη. Η τελευταία, μάλιστα, παριστανόταν ως η κύρια χορηγός, καθώς κρατούσε ομοίωμα του ναού, στοιχείο που συγκαταλέγεται ανάμεσα στα συνήθη εικονογραφικά χαρακτηριστικά των βυζαντινών κτητορικών απεικονίσεων.

Ο πιο ενδιαφέρων από τους τάφους είναι σίγουρα του δεσπότη Ανδρονίκου, νόθου γιου του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού, όχι λόγω της διαμόρφωσής του αλλά λόγω των συνθηκών θανάτου του. Όπως μας πληροφορούν πηγές της εποχής, ο Ανδρόνικος σκοτώθηκε πολύ νέος πέφτοντας από ένα παράθυρο του παλατιού στην Τραπεζούντα και ενταφιάστηκε στο νάρθηκα της Μονής Θεοσκεπάστου. Το γεγονός αυτό, καθώς και το νεαρό της ηλικίας του νεκρού, μνημονεύεται στην επιτύμβια επιγραφή της Θεοσκεπάστου:

“Αλλά τι πεπόνθαμεν δεινόν εντεύθεν;/ Των ανακτόρων κατακρημνισκόμενος/ εκθνήσκει, βαβαί, ο ταλαίπωρος δεσπότης/ […] / τον εικοστόν δεύτερον ανύων χρόνον”. Στην επιγραφή άλλωστε εξιδανικεύονται ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα του αδικοχαμένου νέου και τονίζεται η βασιλική καταγωγή του, ίσως σε μια προσπάθεια ένταξής του στην αυτοκρατορική δυναστεία: “Είπατε τόνδε τον σθεναρόν γεννάδαν/ ήρωα […]/ εκ βασιλικής οσφύος κατηγμένον/ Ούτος του κλεινού ην υιός Αλεξίου/ αυτοκράτορος φίλιος και χαρίεις/ παρ’ ου κυδρούται βαθμώ τω του δεσπότου/ […]/ ο Κομνηνανθής Ανδρόνικος ο μέγας”.

Η κτητορική παράσταση των Μεγάλων Κομνηνών στην Παναγία Θεοσκεπάστου, όπως αποτυπώθηκε από περιηγητές του 19ου αιώνα. Εικονίζονται ο Αλέξιος Γ΄ (1349-1390), η σύζυγός του Θεοδώρα Καντακουζηνή και η Ειρήνη, μητέρα του Αλεξίου Γ΄, η οποία κρατά ομοίωμα ναού.

Όλη αυτή η προσπάθεια θα μπορούσε να οφείλεται σε προσωπική πρωτοβουλία και δραστηριοποίηση του αυτοκράτορα, προκειμένου να εξασφαλίσει την υστεροφημία του αγαπημένου, όπως φαίνεται, γιου του. Στη μονή εξάλλου βρίσκονται και οι τάφοι των δύο νόμιμων παιδιών του Αλεξίου Γ΄, του Μανουήλ Γ΄ και του Αλεξίου Δ΄ Μεγάλου Κομνηνού, δε διαθέτουμε όμως στοιχεία για τις σχετικές ταφικές επιγραφές.
Δυστυχώς, όλα τα παραπάνω -προσωπογραφίες, συνοδευτικές επιγραφές ταύτισης των μορφών, επιτύμβια επιγραφή- αποτελούν υλικό οριστικά χαμένο για τη σύγχρονη έρευνα. Το 1843, στο πλαίσιο μιας ανακαίνισης του μνημείου, έγιναν εκτεταμένες επεμβάσεις: το έμμετρο ταφικό επίγραμμα του Ανδρονίκου αντικαταστάθηκε από ένα λογιότερο και ξαναζωγραφίστηκαν οι μορφές των κτητόρων, μεταξύ των οποίων “εμφανίστηκε” και ο Ανδρόνικος, ενώ αντίθετα “εξαφανίστηκε” η Ειρήνη.

Έτσι, η περιγραφή της πρώτης φάσης του μνημείου στηρίζεται σε μαρτυρίες -φωτογραφίες, σχέδια, αποτυπώσεις- μελετητών-περιηγητών του 19ου αιώνα.

Σε αυτή την αρχική φάση, που σύμφωνα με τα συνδεόμενα πρόσωπα χρονολογείται στο β΄ μισό του 14ου αιώνα, ανήκουν και οι τοιχογραφίες του ναού. Οι μελετητές τους, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, σημειώνουν την αυστηρότητα των μορφών και την απλοποιημένη απόδοση των αρχιτεκτονημάτων. Η κατάσταση των τοιχογραφιών σήμερα δεν επιτρέπει την εξέταση του εικαστικού αυτού συνόλου.

ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ

Χτισμένος έξω από τα τείχη της Τραπεζούντας, αλλά σε κοντινή τους απόσταση, ο ναός της Αγίας Σοφίας -σύνθετος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο, νάρθηκα και τρία εντυπωσιακά πρόπυλα- αποτελεί το κέντρο ενός ευρύτερου οχυρωμένου οικοδομικού συγκροτήματος. Πλαισιώνεται από έναν πύργο με παρεκκλήσι, καθώς και από κατάλοιπα μιας μικρότερης εκκλησίας, αλλά και άλλων κτισμάτων, κατά πάσα πιθανότητα μοναστηριακών. Φιλολογικές πηγές του 14ου αιώνα μνημονεύουν τη μονή “της του Θεού Λόγου Σοφίας”, αλλά και “την μονήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήγουν την Αγίαν Σοφίαν”. Επιπλέον, εντυπωσιακά εμφανής και κυρίαρχη στη διαμόρφωση της ταυτότητας του μνημείου είναι η ταφική λειτουργία του, η οποία τεκμαίρεται από τις νεκρικές κόγχες και τις επιτύμβιες επιγραφές που φιλοξενούνται στο ναό. Η λειτουργία πάντως του ναού ως κοιμητηριακού φαίνεται να περιλαμβάνεται στους στόχους της αυτοκρατορικής χορηγίας, όταν ιδρύθηκε είτε από το Μανουήλ Α΄ Μεγάλο Κομνηνό (1238-1263) είτε από τους άμεσους απογόνους του.

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΣΣΑΣ

Η εκκλησία της Παρηγορήτισσας, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, αναμφίβολα είναι από τα πιο σημαντικά μνημεία της Άρτας και κατέχει εξέχουσα θέση στην ιστορία της βυζαντινής τέχνης. Παλαιότερα υπήρξε καθολικό μεγάλου μοναστηριού, από το οποίο σώζονται επίσης η τράπεζα και 16 κελιά. Η σημερινή της μορφή οφείλεται στις εργασίες που έγιναν στο μνημείο από το Νικηφόρο Κομνηνό Δούκα και τη σύζυγό του Άννα Παλαιολογίνα στα τέλη του 13ου.

Ο πρωτότυπος αρχιτεκτονικός τύπος του ναού συνδυάζει τον οκταγωνικό στο ισόγειο με τον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου στον όροφο. Ο κυρίως ναός, τετράγωνης κάτοψης και πυργοειδούς μορφής απολήγει ανατολικά σε τρεις τρίπλευρες αψίδες. Δυτικά υπάρχει ορθογώνιος νάρθηκας, ενώ βόρεια και νότια το ναό πλαισιώνουν σε σχήμα Πι δύο συμμετρικά παρεκκλήσια, αφιερωμένα αντίστοιχα στους Ταξιάρχες και τον Αγίου Ιωάννη Πρόδρομο. Χαρακτηριστικό του ναού αποτελεί το πρωτότυπο σύστημα στήριξης του τρούλου, που δεν έχει εφαρμοσθεί σε άλλα μνημεία.

Στις οκτώ παραστάδες του ισογείου εδράζονται από δύο επάλληλες καθ΄ύψος σειρές κιόνων, που με τη χρήση προβόλων οι οποίοι είναι τοποθετημένοι κατά το εκφορικό σύστημα, στηρίζουν με τη βοήθεια τεσσάρων καμαρών τον κεντρικό τρούλο. Πάνω από το νάρθηκα και τα παρεκκλήσια υπάρχει γυναικωνίτης, που επίσης απολήγει ανατολικά σε δύο κόγχες. Περιβάλλει τον κυρίως ναό από τις τρεις πλευρές του και φέρει τρία μεγάλα δίλοβα παράθυρα, που επιτρέπουν την οπτική επαφή με το εσωτερικό του ναού. Σοβαρές ενδείξεις οδηγούν στην άποψη ότι ο γυναικωνίτης παρέμεινε ημιτελής. Ο ναός εκτός από τον κεντρικό τρούλο στεγάζεται με τέσσερις τρουλίσκους στις γωνίες ενώ στον υπόλοιπο χώρο εναλλάσσονται σταυροθόλια και φουρνικά.

Νεότερες έρευνες αποκάλυψαν ότι ο ναός αρχικά (α΄ φάση) ήταν μικρότερων διαστάσεων και κτισμένος στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού. Η ανέγερσή του συνδέεται με την οικοδομική δραστηριότητα του Μιχαήλ Β Κομνηνού Δούκα και χρονολογείται στα μέσα του 13ου αι. Ο ναός αυτός σωζόταν σε αρκετό ύψος και με διάφορες μετατροπές ενσωματώθηκε στη δομή του σημερινού κτιρίου που οφείλεται στο Νικηφόρο Α.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΠΡΥΩΝΗ

Σε μικρή απόσταση Ν.Α της Άρτας και ακριβώς πλάι στο δρόμο που οδηγεί στο Νεοχωράκι, βρίσκεται ένα γραφικό βυζαντινό εκκλησάκι, μοναδικό απομεινάρι ενός άλλοτε μεγάλου και ακμαίου μοναστηριού, του μοναστηριού της Παναγίας Μπρυώνη.

Η προσωνυμία «Μπρυώνη» δεν έχει εξακριβωμένη προέλευση. Ισως σχετίζεται με το όνομα του κτίτορα ή κάποιου ηγούμενου, ίσως θυμίζει τον Τούρκο της λαϊκής παράδοσης που έκανε μεγάλη αφιέρωση στη μονή, επειδή χάρη σε θαύμα της Παναγίας ξαναβρήκε το φως του.

Λιγότερο πιθανή είναι η εκδοχή που προβάλλει ο μητροπολίτης Σεραφείμ Ξενόπουλος στο «Δοκίμιο» του, σύμφωνα με την οποία η επωνυμία «Μπρυώνη» οφείλεται σε παραφθορά της λέξης «περιώνυμη» (περιώνυμος μονή) οπότε η σωστή ονομασία θα ήταν «Παναγία η Μπριώνη». Ο ναός τιμάται στη μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Με βάση πλίνθινη επιγραφή που υπάρχει στη νότια πλευρά του ναού, ο καθηγητής Παναγιώτης Βοκοτόπουλος – ο κυριότερος μελετητής του μνημείου μετά τον Ορλάνδο- τοποθετεί την ίδρυση του ναού στο 1238, όταν Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Γερμανός Β´.

Εξίσου όμως πιθανή είναι και η εκδοχή του Σεραφείμ, ο οποίος γράφει συγκεκριμένη χρονολογία ίδρυσης του ναού (1111) άποψη την οποία εμμέσως συμμερίζεται και ο Ορλάνδος υποστηρίζοντας ότι το 13ο αιώνα δεν έχουμε την ίδρυση του ναού αλλά τη μετασκευή της παλαιότερης ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής σε σταυροειδή με τρούλλο, και ότι σ’ αυτή τη μετασκευή έκανε τον αγιασμό ο Πατριάρχης Γερμανός Β´.

ΚΟΚΚΙΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ)

Ναός αφιερωμένος στο Γενέσιον της Θεοτόκου, η Κόκκινη Εκκλησιά στην Άρτα, στέκεται όρθια εδώ και αιώνες, μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο, στις νότιες πλαγιές των Τζουμέρκων. Είναι «Κόκκινη» Εκκλησιά, από τον κεραμοπλαστικό διάκοσμο που φέρει εξωτερικά, με έντονο το ερυθρό χρώμα των πλίνθων. Οι Βυζαντινολόγοι χαρακτηρίζουν τον ναό, «πλινθοπερίκλειστο».

Πρόκειται για σπουδαίο ιστορικό και θρησκευτικό μνημείο της Ηπείρου. Χτίστηκε το 1281 επί ηγεμονίας Δεσπότη Ηπείρου Νικηφόρου Α΄ Κομνηνού Δούκα και της συζύγου του Άννας Παλαιολογίνας, η οποίοι σύμφωνα με την επιγραφή «σκηπτροκρατούσαν τα δυτικά φρούρια».

Ο ναός οικοδομήθηκε με δαπάνη του Θεοδώρου Τσιμισκή, πρωτομάστορα της Βυζαντινής Αυλής.

Τις πρώτες πληροφορίες για το μνημείο, δίνει μία επιγραφή στη δυτική είσοδο του ναού.

«Από τις τοιχογραφίες και την κτητορική επιγραφή, συνάγεται ότι κτήτορες του Ναού ήταν ο πρωτομάστορας Θεόδωρος Τσιμισκής και η σύζυγός του Μαρία που αφιέρωσαν την Εκκλησία στα γενέθλια της Θεοτόκου. Η αγιογράφηση του Ναού έγινε το 1281 μ.χ. Με πιθανότητα όμως ο Ναός να κτίστηκε μέσα στην προηγούμενη 10ετία, πριν και επί “ Δεσποτίας” του Δεσπότη Θεσσαλίας Ιωάννη Τσιμισκή ( 1271-1287 μ.χ) Αδελφού του κτήτορα Θεόδωρου Τσιμισκή και αλάδερφο του Νικηφόρου Τσιμισκή “ Δεσπότη” Ηπείρου».

Γερμανός καθηγητής-ερευνητής, θεωρεί πως η αρχιτεκτονική της Κόκκινης Εκκλησιάς, αποτέλεσε πρότυπο για την οικοδόμηση του ναού του Αγίου Κλήμη στην Aχρίδα και αναφέρει πως πιθανόν κτίστηκαν από το ίδιο συνεργείο μαστόρων.

Το μνημείο της Βυζαντινής Άρτας, σύμφωνα με την παράδοση λέγεται και «Βασιλομονάστηρο», καθώς πιθανολογείται ότι στο μακρινό παρελθόν, ήταν βασιλική μονή, που κάποια στιγμή εγκαταλείφθηκε. Ίχνη του παλιού μοναστηριού δεν υπάρχουν, αλλά παραμένει ακέραιος ο Ναός.

Στο εσωτερικό του ναού, υπάρχουν φθαρμένες τοιχογραφίες, στις οποίες εικονίζονται άγιοι και λαϊκοί, οι οποίες χρονολογούνται από το 1295. Συναντάμε τους κτήτορες, Θεόδωρο Τσιμισκή και τη σύζυγό του Μαρία, τον Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρο Α΄ και την Άννα Παλαιολογίνα. Ξεχωρίζει η εικόνα της Παναγίας πάνω απ’ την είσοδο στον κυρίως ναό. Το παλιό γύψινο τέμπλο από το οποίο σώζονται λίγα κομμάτια έχει αντικατασταθεί με ένα λιτό ξύλινο .

Ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής είναι τα μεγάλα τοξωτά παράθυρα σε όλους τους τοίχους του ναού.

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ

Ο αρχικός ναός ιδρύθηκε προς τιμή του Αγίου Γεωργίου. Σήμερα όμως τιμά την Αγία Θεοδώρα της Άρτας, τη βασίλισσα και πολιούχο της, συνδέοντας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της πόλης.

Ο αρχικός ναός κτίστηκε το 11ο αι. σε μορφή τρίκλιτης βασιλικής. Το 1270 η βασίλισσα Θεοδώρα ανακαίνισε την εκκλησία, που λειτουργούσε σαν γυναικείο μοναστήρι, και πρόσθεσε τον νάρθηκα και τα δύο αετώματα. Το 13ο αι. προστέθηκε ο εξωνάρθηκας και οι δύο πεσσοστήρικτοι παρανάρθηκες.

Η βασίλισσα Θεοδώρα μετά τον θάνατο του συζύγου της μόνασε στην μονή μέχρι το τέλος της ζωής της. Ο Πυλώνας που οι ντόπιοι ονομάζουν Δόξα είναι ότι απέμεινε από τον παλιό περίβολο του ναού. Πρόκειται για τοξωτή πύλη, αψίδα εξ ολοκλήρου πλίνθινο και φέρει διακόσμηση. Ο ναός αποτελείται από νάρθηκα και εξωνάρθηκα. Επίσης τα παράθυρα του μεσαίου κλίτους σχηματίζουν ένα είδος υπερυψωμένου φωταγωγού, που καταλήγει σε δίκλινη στέγη.

Οι ανατολικοί και δυτικοί τοίχοι καταλήγουν σε πλίνθινα αετώματα που εξέχουν από το ύψος της στέγης για ποικιλία. Ανατολικά υπάρχουν 3 τρίπλευρες κόγχες με παράθυρα. Τοξωτά ανοίγματα, που στηρίζονται σε πεσσούς, υπάρχουν και στον παρανάρθηκα, καθώς και μονόλοβα παράθυρα στις πλάγιες κλιτές.

Ο νάρθηκας κάνει τον ναό ξεχωριστό με την ποικιλομορφία της στέγης. Φέρει πλίνθινη διακόσμηση και καλύπτεται από δυο κυλινδρικούς θόλους και ένα τρούλο, που φαίνονται σαν τριγωνικά αετώματα. Ο παρανάρθηκας καλύπτεται από σταυροθόλια και ασπίδες που εμφανίζονται ως αετώματα. Υπήρχε παρανάρθηκας, μικρότερου μεγέθους στην βόρεια πλευρά από τον οποίο όμως, σώζονται πολύ λίγα μέρη. Ο ναός δε έχει έντονο κεραμοπλαστικό διάκοσμο και περιορίζεται στα παράθυρα. Η ομορφιά του βρίσκεται κυρίως στην αρχιτεκτονική του ποικιλομορφία. Το πηγάδι που βρίσκεται στην αυλή της εκκλησίας χρονολογείται τον 13ο αι.

Εσωτερικά ο ναός διατηρεί μεγάλο μέρος της γλυπτής και γραπτής του διακόσμησης. Τα κιονόκρανα, πιθανότατα κλεμμένα από κάποιο κτίριο της αρχαίας Νικόπολης φέρουν ανάγλυφες παραστάσεις λαϊκών. Από το μαρμάρινο τέμπλο σώθηκαν μόνο δυο κομμάτια, που βρίσκονται στη θύρα. Το μαρμάρινο δάπεδο σώζεται σε καλή κατάσταση. Μεγαλύτερη αξία έχει ένα ομφάλιο κεντρικό κλίτος και η βάση της παλιάς Αγίας Τράπεζας. Οι τοιχογραφίες του ναού δεν βρίσκονται σε καλή κατάσταση, λόγω των επιχρισμάτων αλλά και της αιθάλης των κεριών. Οι τοιχογραφίες πρέπει να έγιναν σε 4 φάσεις:

  • μέσα του 13ου αι., τα αετώματα του κεντρικού κλίτους,
  • αρχές 14ου αι. ο νάρθηκας,
  • το 1653 επιζωγραφήθηκε ο νάρθηκας,
  • τέλος το 18ο αι. έγινε ο υπόλοιπος γραπτός διάκοσμος.

Στην είσοδο του ναού σώζεται ο τάφος της Αγίας. Δεν σώζεται στην αρχική του μορφή, γιατί όταν τον άνοιξαν για να γίνει η αποκομιδή των λειψάνων αναγκάστηκαν να καταστρέψουν το μαρμάρινο περίβλημά του. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν σπασμένα κομμάτια διακοσμημένου μαρμάρου, που αποδείκνυε ότι ο τάφος είχε καταστραφεί από κάποιον ιερόσυλο παλαιότερα. Η σημερινή, τρίτη μορφή ανασυγκροτήθηκε με χρήση παλιών και νέων κομματιών και φέρει δυο ανάγλυφες πλάκες.

  • Η πλάκα που βλέπει στο εσωτερικό του ναού απεικονίζει ρόδακες, ανθέμια και δύο δράκοντες. Τεχνοτροπία θυμίζει δυτικές επιρροές.
  • Η πλάκα που βλέπει στο νάρθηκα του ναού απεικονίζει την Αγία Θεοδώρα και τον γιο της Νικηφόρο. Παραπλεύρως εικονίζονται και οι δύο αρχάγγελοι, που όπως είναι γνωστό αποτελούσας τους προστάτες των Κομνηνοδουκάδων, δεσποτών της Ηπείρου.
  • Και οι δύο πλάκες χρονολογούνται τον 13ο αιώνα.

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το χρόνο ίδρυσης του ναού, όμως κάποιες ενδείξεις που σχετίζονται με θέματα τεχνικής και τεχνοτροπίας, μας οδηγούνε στις αρχές του 13ου αιώνα, χρονολόγηση που υποστήριξε με επιφύλαξη ο Ορλάνδος και για χρόνια ήταν η επικρατέστερη. Νεότεροι όμως μελετητές, δίνοντας έμφαση στις ομοιότητες που παρουσιάζει το μνημείο με άλλα προγενέστερα, συγκλίνουν στην άποψη ότι πρέπει να μετατεθεί η ίδρυση του ναού στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, χρόνος που θεωρείται και ως πιο πιθανός.

Αρχικά έγινε η υψηλή μονόκλιτη ξυλόστεγη βασιλική στην οποία, όπως εύκολα διακρίνει κανείς, προσκολήθηκαν λίγο αργότερα (το 14ο ή 15ο αιώνα) οι δυο χαμηλότερες πτέρυγες -παρεκκλήσια: το νότιο προς τιμήν του Αγίου Γρηγορίου και το βόρειο στη μνήμη του Αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Ουσιαστικά δηλαδή ο ναός τιμάται στη μνήμη των τριών Ιεραρχών. Επειδή ως τις αρχές του αιώνα μας τα παρεκκλήσια ήταν μισοερειπωμένα, έγιναν επισκευές και ανακατασκευές των οποίων τα ίχνη είναι εμφανή στην τοιχοποιία.

Πιο μεταγενέστερη κι απ’ τα παρεκκλήσια κατασκευή είναι το προστώο (υπόστεγο) της δυτικής κύριας εισόδου του ναού, το οποίο παλιότερα ήταν ξυλόστεγο. Το προστώο αυτό αποτελείται από δυο πλίνθινες τοξωτές καμάρες οι οποίες στηρίζονται απ’ τη μια σε ορθογώνιους πεσσούς και απ’ την άλλη στη δυτική πλευρά του ναού. Ο τοίχος της δυτικής πλευράς σχηματίζει στη μέση μικρή προβολή η οποία καταλήγει στη στέγη σε οριζόντιο επίπεδο. Εικάζεται ότι αυτό το επίπεδο θα χρησίμευε ως βάση μη σωσμένου κωδωνοστασίου. Ανατολικά ο ναός καταλήγει σε τρεις κόγχες (η μεσαία τρίπλευρη, ενώ των παρεκκλησίων πεντάπλευρες). Σχεδόν όλος ο ναός είναι πλίνθινος αλλά και όπου υπάρχουν λίθοι, οι αρμοί τους περιβάλλονται από διπλή σειρά πλίνθων.

Το χαρακτηριστικότερο απ’ τα εξωτερικά γνωρίσματα του ναού είναι ο πλουσιότατος και θαυμαστός κεραμοπλαστικός του διάκοσμος, στοιχείο που του προσδίδει ξεχωριστό κάλλος και γραφικότητα. Τα διακοσμητικά σχήματα είναι ποικίλα (μαίαν δροι, ψαροκόκκαλο, δισέψιλον, κυματοειδείς γραμμές, οδοντωτές ταινίες κ.α) και σε τόση ποσότητα που δε συναντάται σε άλλο μνημείο. Απ’ όλα τα σχέδια ξεχωρίζουν δυο ταινίες με τετράγωνα πλακίδια -τα αβάκια- σε ρομβοειδή διάταξη, στη βόρεια και ανατολική πλευρά. Τέτοιες αβακωτές ζωφόροι υπάρχουν και σ’ άλλους ναούς (Παρηγορήτισσα, Κόκκινη Εκκλησιά) το ξεχωριστό όμως εδώ είναι ότι τα πλακίδια έχουν εφυάλωση σε τέσσερα χρώματα. Ακόμη πιο εντυπωσιακές είναι δύο εφυαλωμένες πήλινες εικόνες, εντειχισμένες στο αέτωμα της ανατολικής πλευράς του ναού εκατέρωθεν του παραθύρου. Στη μία υπάρχει ανάγλυφη παράσταση της Σταύρωσης, ενώ στην άλλη εικονίζονται οι τρεις Ιεράρχες, στοιχείο που ενισχύει την άποψη ότι ο αρχικός ναός ήταν αφιερωμένος στη μνήμη τους. Οι συνθέσεις και των δύο πινάκων από άποψη τεχνοτροπίας μαρτυρούν δυτική επίδραση, (ραδινά σώματα, γλυκύτητα έκφρασης αντί της αυστηρότητας των Βυζαντινών, δυτικότροπες στάσεις Παναγίας και Ιωάννη στη Σταύρωση κ.ά.). Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με την ίδια την τεχνική της εφυάλωσης, χρησιμοποιήθηκαν απ’ τον Ορλάνδο ως ενδείξεις για τη χρονολόγηση του ναού. Άλλη γλυπτή διακόσμηση δε συναντούμε στο ναό, εκτός απ’ τα κορινθιάζοντα κιονόκρανα των κιονίσκων των παραθύρων.

Κάνοντας μια γενική θεώρηση του εξωτερικού του μνημείου, δε μπορούμε να μη σταθούμε ξανά στον εκπληκτικό πλούτο, την ποικιλία και την αρμονική διάταξη των διακοσμητικών θεμάτων, που κάνουν εντυπωσιακή την όλη σύνθεση και δίνουν ένα υπέροχο αισθητικό αποτέλεσμα.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΒΛΑΧΕΡΝΑ

Ο ιερός ναός της Παναγίας βρίσκεται στο χωριό Βλαχέρνα, απέναντι από την Άρτα. Πήρε το όνομά της από την ξακουστή Παναγία των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη και σήμερα είναι ενοριακός.

Κτισμένος πάνω σε παλαιότερη εκκλησία του 9ου-10ου αιώνα αποτελούσε αρχικά καθολικό γυναικείας μονής, η οποία επεκτάθηκε την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204-1359). Εδώ ασκήτευσαν επιφανή γυναικεία μέλη της οικογένειας των Κομνηνών-Δουκάδων και ετάφησαν ηγεμόνες του Δεσποτάτου.

Από την αρχική τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, σώζονται η κόγχη του Ιερού (σήμερα κόγχη του διακονικού) και τμήμα της νότιας πλευράς, τα οποία ενσωματώθηκαν στον σημερινό ναό που χρονολογείται στον 13ο αιώνα. Στα μέσα του 13ου αιώνα προστέθηκαν τρεις τρούλοι ένας σε κάθε κλίτος και στη βόρεια πλευρά ένα φουρνικό (χαμηλός χωρίς παράθυρα τρούλος). Στα τέλη του 13ου αιώνα προστέθηκαν στα δυτικά νάρθηκας και στα πλάγια στοές, οι οποίες δε σώζονται πια.

Στο εσωτερικό του ναού, σώζονται κάποια τμήματα από το αρχικό μαρμάρινο τέμπλο, μερικά από τα οποία είναι σήμερα εντοιχισμένα στις θύρες του νάρθηκα. Το σημερινό ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι έργο του 17ου αιώνα.

Στο βόρειο και νότιο τοίχο του κυρίως ναού υπάρχουν δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι. Στη νότια εξωτερική πλευρά ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαρμάρινη πλάκα, στην οποία εικονίζεται ο αρχάγγελος Μιχαήλ.

Οι τοιχογραφίες του ναού ανήκουν σε δύο εποχές. Οι τοιχογραφίες του Ιερού Βήματος και του κυρίως ναού χρονολογούνται στα μέσα του 13ου αιώνα. Ενώ λίγο αργότερα (τέλη 13ου αιώνα) χρονολογούνται οι τοιχογραφίες του νάρθηκα. Από αυτές ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η απεικόνιση της λιτανείας της εικόνας της Οδηγήτριας.

ΙEΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Iδρύθηκε τo 1250 περίπου, δι’ εξόδων του Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα, Δεσπότη Ηπείρου, συζύγου της Αγίας Θεοδώρας και από τότε λειτουργεί αδιάκοπα ως κοινόβιο (γυναικείο σήμερα).

Ο ναός τιμάται στη Γέννηση της Θεοτόκου και ονομάστηκε Κάτω Παναγιά σε αντιδιαστολή προς το μεγάλο “καθεδρικό” ναό της βυζαντινής Άρτας, την Παναγία την Παρηγορήτισσα. Κτίστηκε το 13ο αιώνα (1250 – 1260) απ’ το Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β’ Δούκα, όπως συνάγεται από σχετικές επιγραφές. Ο Πυλώνας στη νότια είσοδο του μοναστηριού, εκτός απ’ την τοξωτή πύλη και τις αλλεπάλληλες καμάρες του Διαβατικού, παρέμεινε ερειπωμένος για πολλά χρόνια. Κατά την ανακατασκευή που έγινε πρόσφατα, καταβλήθηκε προσπάθεια να ανακτήσει το κτίσμα την παλιά του όψη. Τα κελλιά καταστράφηκαν πολλές φορές στα χρόνια της τουρκοκρατίας, τα σημερινά δε κτίσματα είναι νεότερες κατασκευές .

Η τοιχοποιία του μνημείου δεν παρουσιάζει ομοιογένεια. Στο μεγαλύτερο μέρος της αποτελείται από οριζόντιες στρώσεις λίθων κατά το πλινθοπερίβλητο σύστημα, στη βόρεια όμως και νότια πλευρά, κάποια τμήματα είναι κτισμένα με μεγάλους κανονικούς ασβεστόλιθους παρμένους από κτίρια της αρχαίας Αμβρακίας, ανάμεσα δε στις πέτρες παρεμβάλλονται ακανόνιστα πλίνθοι. Ο ναός αρχικά είχε πέντε εισόδους (δύο στα πλάγια τύμπανα και τρεις στη δυτική πλευρά) απ’ τις οποίες οι τέσσερις φράχτηκαν, όπως εύκολα διακρίνεται στην τοιχοποιία. Η σημερινή βόρεια είσοδος ανοίχτηκε το 1876 σύμφωνα με σχετική επιγραφή που υπάρχει στο επιστύλιό της.

Υπάρχουν άλλες δύο επιγραφές στην εξωτερική επιφάνεια του μνημείου: η μια είναι σε πωρόλιθο του δυτικού ποδαρικού του βόρειου τύμπανου και περιέχει τους εξής έμμετρους στίχους: “πύλας ημίν άνοιξον, ω Θ(ε)ού μ(ήτ)ερ, της μετανοίας, του φωτός ούσα πύλη”. λίγο πιο πέρα υπάρχει χαραγμένο σταυροειδές συμπίλημα Δ-Μ/Π-Ρ το οποίο -κατά τον Ορλάνδο- πιθανόν διαβάζεται: Δ(εσπότη) Μ(ιχαήλ) Π(αράσχου) Ρ(ύσιν)”. Η άλλη επιγραφή είναι πλίνθινη και βρίσκεται στο νότιο ψηλό τύμπανο, αλλά δυστυχώς είναι δυσανάγνωστη απ’ τις φθορές (μόνο τέσσερις λέξεις διακρίνονται). Λίγο πιο κάτω υπάρχει κι άλλο πλίνθινο συμπίλημα Μ-Χ/Δ-Κ που κι αυτό διαβάζεται σταυρωτά: Μιχαήλ Δούκας.

Ο ναός έχει πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο, κυρίως στις κόγχες του ιερού, στα δύο ψηλά τύμπανα της εγκάρσιας κεραίας του σταυρού και στο άνω μέρος της δυτικής πλευράς, όσο δεν έχει καλυφθεί απ’ τις μεταγενέστερες τοιχογραφίες. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία διακοσμητικών σχεδίων: μαίανδροι, οδοντωτές ταινίες, αλυσίδες, γεωμετρικά σχήματα, δίσκοι κ.ά.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ (KARSI KILISE, ΤΟΥΡΚΙΑ)

Η ημερομηνία κατασκευής της αρχικής εκκλησίας δεν είναι γνωστή. Ωστόσο, θεωρείται ότι είναι προγενέστερη από την περίοδο της εικονομαχίας επειδή όλες οι ανθρώπινες μορφές στους τοίχους του ισόγειου χώρου μέσα στην εκκλησία είχαν σβηστεί. Το 1212 προστέθηκε στο αρχικό κτίριο ένας ακόμα όροφος. Ο επάνω όροφος διαθέτει πλούσια συλλογή από μορφές.Η αρχική βραχώδη σκάλα κατεδαφίστηκε. Επί του παρόντος, υπάρχει μια σύγχρονη σκάλα ανάμεσα στους δύο ορόφους. Σύμφωνα με την επιγραφή που βρέθηκε στην αψίδα της εκκλησίας, χρονολογείται στις 25 Απριλίου 1212,ωστόσο οι Καππαδόκες δεν αγνοούσαν τα φλέγοντα ζητήματα.αφού η επιγραφή της εκκλησίας δηλώνει την πίστη και την υποταγή του κτήτορα της,κατανομάζοντας στην επιγραφή της ως αυτοκράτορα τον Θεόδωρο Λάσκαρι.

EKKΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ(STUDENICA,ΣΕΡΒΙΑ)

Η Μονή Studenica, που βρίσκεται στην περιοχή Raška της κεντρικής Σερβίας, είναι το μεγαλύτερο και πλουσιότερο από τα Ορθόδοξα μοναστήρια της Σερβίας. Ιδρύθηκε κοντά στον ποταμό Studenica στα τέλη του 12ου αιώνα από τον Stefan Nemanja, επίσης γνωστό ως Άγιος Συμεών, ο οποίος ίδρυσε το μεσαιωνικό Σερβικό κράτος. Τα κατάλοιπά του, καθώς και αυτά της συζύγου του Αναστασία και του πρώτου Σέρβου βασιλιά, ο Στέφανος ο Πρώτος, στέκονται σε αυτό το μοναστήρι. Εκεί ο νεώτερος γιος του Στέφαν Νενάνια, ο Άγιος Σάββα Νεμάντζιτς, ξεκίνησε την ανεξάρτητη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία το 1219 και έγραψε το πρώτο λογοτεχνικό έργο στη σερβική γλώσσα. Τα δύο κύρια μνημεία του συγκροτήματος, η Εκκλησία της Παναγίας και η Εκκλησία του Βασιλιά, φιλοξενούν ανεκτίμητες συλλογές βυζαντινών ζωγραφικών έργων του 13ου και του 14ου αιώνα. Η Studenica έγινε το πιο σημαντικό μοναστήρι στη Σερβία και παρέμεινε μέχρι σήμερα.

Η Εκκλησία της Παναγίας χρησίμευσε ως πρότυπο για άλλες εκκλησίες χτισμένες σε ένα ξεχωριστό ύφος που ονομάζεται Σχολή Raška, το οποίο αποτελεί ειδικό υποκατάστημα στην ανατολική μεσαιωνική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Αυτό το βασιλικό μαυσωλείο μιμήθηκε στα Banjska, Dečani και τους Ιερούς Αρχάγγελους του Prizren. Οι τοιχογραφίες του ναού και του ιερού, που εκτελέστηκαν το 1208-1209, συγκαταλέγονται μεταξύ των πρώτων παραδειγμάτων του «μνημειώδους στυλ» που εμφανίστηκαν σε διάφορες περιοχές μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204 στους Σταυροφόρους. Αυτοί οι πίνακες, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μια νέα έννοια του χώρου και μια νέα εκφραστικότητα, αποτελούν βασικό ορόσημο στην ιστορία όχι μόνο της βυζαντινής τέχνης αλλά και της δυτικής τέχνης. Οι Cimabue, Duccio και Giotto ήταν επίσης μέρος αυτής της τάσης στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα.

ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ (SOPOCANI,ΣΕΡΒΙΑ)

Οι τοιχογραφίες στην εκκλησία της Μονής Αγίας Τριάδας στην Sopocani που χρονολογούνται γύρω στο 1270-1276, είναι από τις καλύτερες στη μεσαιωνική τέχνη τoυ Βυζαντιου και της Σερβίας. Οι τοιχογραφίες αντιπροσωπεύουν το έργο των καλύτερων καλλιτεχνών της εποχής εκείνης που δεν μπορούσαν να εργαστούν στην επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και βρήκαν καταφύγιο στην επικράτεια του Σέρβου Αυτοκράτορα. Αυτοί οι καλλιτέχνες εισήγαγαν ένα εκλεπτυσμένο πνεύμα αρχαιότητας στις επικρατούσες μεσαιωνικές συμβάσεις.

Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Μονή Djurdjevi Stupovi, που ιδρύθηκε το 1170-1171, είναι το παλαιότερο παράδειγμα μιας ξεχωριστής νέας περιφερειακής αρχιτεκτονικής που συνδυάζει το ρωμανικό και το βυζαντινό στυλ. Γνωστή ως το σχολή Raška, αυτό το ύφος ήρθε να κυριαρχεί στην αρχιτεκτονική σε αυτόν τον τομέα για σχεδόν ενάμισι αιώνα. Η εκκλησία διαθέτει επίσης δύο στρώματα διατηρημένων τοιχογραφιών που χρονολογούνται από το 1175 και το 1282-1283 και είναι από τα καλύτερα από εκείνη την περίοδο στα Βαλκάνια.

Οι διατηρημένες τοιχογραφίες στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου, που χτίστηκαν τον 10ο αιώνα πάνω στα θεμέλια ενός βαπτιστηρίου του 6ου αιώνα και τώρα η παλαιότερη επιζών χριστιανική εκκλησία στα Βαλκάνια, παρουσιάζουν επίσης τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στην εικαστική τέχνη μεταξύ του 10ου και του 14ου αιώνα.

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ(BYANA,ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ)

Η εκκλησία Boyana χτίστηκε σε τρία στάδια: στα τέλη του 10ου έως τις αρχές του 11ου, στα μέσα του 13ου και στα μέσα του 19ου αιώνα. Το παλαιότερο τμήμα (η ανατολική εκκλησία) είναι μια μικρή μονόκλιτη σταυροειδής εκκλησία με ενσωματωμένες σταυροειδείς στηρίξεις. Χτίστηκε στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα.

Το δεύτερο τμήμα, το οποίο γειτνιάζει με την ανατολική εκκλησία, ανατέθηκε από τον Σεβαστοκράτορα Καλογιάν και τη σύζυγό του Δεσύλαβα στα μέσα του 13ου αιώνα. Αυτό το κτίριο ανήκει στον τύπο του ναού των δύο ορόφων. Αποτελείται από ισόγειο οικογενειακό τάφο με ημικυλινδρικό θόλο και δύο αρκοσόγια στους βόρειους και νότιους τοίχους και από επάνω όροφο οικογενειακό παρεκκλήσι πανομοιότυπο με την ανατολική εκκλησία. Το εξωτερικό είναι διακοσμημένο με κεραμικά στολίδια.

Το τελευταίο τμήμα χτίστηκε με δωρεές από την τοπική κοινότητα στα μέσα του 19ου αιώνα. Η εκκλησία ήταν κλειστή για το κοινό το 1954 για να διατηρηθεί και να αποκατασταθεί. Ήταν μόνο μερικώς εκ νέου άνοιξε το 2006.

ΠΗΓΕΣ:
LYN RODLEY:EΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ σελ.287-301.
https://en.wikipedia.org/wiki/Boyana_Church
https://whc.unesco.org/en/list/96/
https://whc.unesco.org/en/list/389/
http://www.gulsehir.org.tr/gulsehir-st-jean-kilisesi-karsi-kilise/875/
http://www.ime.gr/choros/trapezounda/gr/webpages/601.html
http://www.ime.gr/choros/trapezounda/gr/webpages/605.html
http://epontos.blogspot.com/2015/02/blog-post_61.html

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *