Η ιταλική και ουγγρική πολιτική του Μανουήλ Κομνηνού

Ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός υπήρξε ο ισχυρότερος, πλέον οραματιστής αλλά και τραγικός αυτοκράτορας της δυναστείας των Κομνηνών, τρίτος στη διαδοχή μετά τον παππού του Αλέξιο Α’ και τον πατέρα του Ιωάννη Β’.  Ανελθών στο θρόνο το 1143, αντιμετώπισε σχεδόν αμέσως περιπλοκές στα σταυροφορικά κράτη της Συρίας, την επεισοδιακή διέλευση της Β’ Σταυροφορίας από τα βυζαντινά εδάφη και την τελική αποτυχία της, και μια επώδυνη νορμανδική επιδρομή στη νότιο Ελλάδα.

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*

Το 1149 οι Βυζαντινοί απέκρουσαν ολοκληρωτικά την εισβολή του Ρογήρου Β’ από τα εδάφη τους, ανακτώντας την Κέρκυρα με τη βοήθεια του βενετικού στόλου. Η απόσυρση των νορμανδικών στρατευμάτων αποτέλεσε μεγάλη ανακούφιση για την αυτοκρατορία. Το 1154 ο Ρογήρος πέθανε και ο διάδοχος του Γουλιέλμος βρέθηκε αντιμέτωπος με σοβαρά εσωτερικά προβλήματα. Για τον Μανουήλ ήταν μία εξαιρετική ευκαιρία για να ανταποδώσει τα ίσα στους Νορμανδούς ύστερα από έναν περίπου αιώνα επιθέσεων κατά του Βυζαντίου, αλλά και να αναστηλώσει την αυτοκρατορική κυριαρχία στην Ιταλία, η οποία ως αρχαία πατρίδα των Ρωμαίων κατείχε σημαντική συμβολική θέση στη βυζαντινή φαντασία. Υπό τους Μιχαήλ Παλαιολόγο και Ιωάννη Δούκα, βυζαντινές δυνάμεις αποβιβάστηκαν σε ιταλικό έδαφος για πρώτη φορά μετά το 1071. Η έλευση τους συνοδεύτηκε από μαζική εξέγερση του τοπικού πληθυσμού, καθώς Ιταλοί και Έλληνες έσπευσαν να συνταχθούν με την αυτοκρατορία κατά των Νορμανδών. Η Βάρη, το Βρινδήσιο και ο Τάραντας περιήλθαν υπό βυζαντινό έλεγχο, με τους ιππότες του Γουλιέλμου να υφίστανται δεινές ήττες. Παρά τις αρχικές επιτυχίες όμως το εγχείρημα του Μανουήλ δεν έμελε να μακροημερεύσει. Η κακή βυζαντινή διοίκηση δυσαρέστησε τους Ιταλούς, ενώ οι Νορμανδοί συνέχισαν αμείωτα τις προσπάθειες τους να εκδιώξουν τις αυτοκρατορικές δυνάμεις. Η συνεννόηση του Μανουήλ με τον πάπα για συμμαχία αλλά και άρση του Σχίσματος δεν είχε κάποια απτά αποτελέσματα. Το 1156 οι Νορμανδοί εξαπέλυσαν έναν μεγάλο στόλο κατά της Ελλάδος, καταστρέφοντας την Εύβοια και τον Αλμυρό. Το ιταλικό μέτωπο άρχισε να υποχωρεί, και με τις βυζαντινές ενισχύσεις να αδυνατούν να αντιστρέψουν την κατάσταση, ως το 1158 οι Νορμανδοί είχαν ανακτήσει όλα τους τα εδάφη.

Η βυζαντινή πολιτική στην Ιταλία συνεχίστηκε από εκείνο το σημείο με διπλωματικά μέσα. Η άνοδος στο γερμανικό θρόνο του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα σηματοδότησε τη ραγδαία επιδείνωση των διμερών σχέσεων, καθώς ο φιλόδοξος νέος αυτοκράτορας αμφισβητούσε ανοικτά το ρωμαϊκό τίτλο του Μανουήλ, ενώ με την προσπάθεια του να επιτύχει απόλυτη κυριαρχία στην Ιταλία απειλούσε να ανατρέψει άρδην την ισορροπία ισχύος και να απειλήσει τα δυτικά σύνορα του Βυζαντίου. Στην προσπάθεια των ιταλικών πόλεων και της παποσύνης να αντισταθούν στην κάθοδο των Γερμανών, ο Μανουήλ στάθηκε αρωγός, χρηματοδοτώντας αφειδώς την οικοδόμηση οχυρώσεων και την οργάνωση στρατευμάτων. Η Παβία, η Κρεμόνα και άλλες πόλεις αναγνώρισαν τη βυζαντινή επικυριαρχία, ενώ εδραιώθηκαν συμμαχικοί δεσμοί με τη Γένουα και την Πίζα, αξιόλογες ναυτικές δυνάμεις. Με τη βυζαντινή υποστήριξη οι Ιταλοί μπόρεσαν να αναχαιτίσουν το Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα, καταστρέφοντας το στρατό του στη μάχη του Λενιάνο (1176).

Όπως και ο πατέρας του, έτσι και ο Μανουήλ προσπάθησε να απαλλαγεί από τη δύναμη της Βενετίας. Η ναυτική συνεισφορά της Γαληνοτάτης κρινόταν ανεπαρκής, ενώ τα εμπορικά προνόμια της σκανδαλώδη και καταστροφικά για τη βυζαντινή οικονομία. Η απείθεια των Βενετών στις αυτοκρατορικές αρχές και η αύξηση του αριθμού τους στην Κωνσταντινούπολη και άλλες πόλεις θεωρείτο απειλή για το κράτος. Έτσι το 1171 περίπου 20.000 Βενετοί συνελήφθησαν και η περιουσία τους κατεσχέθη. Μία πρώτη εκστρατεία αντιποίνων αναχαιτίστηκε από το βυζαντινό στόλο, όμως η αυτοκρατορία δε μπόρεσε να διεξάγει παρατεταμένο ναυτικό πόλεμο. Η μακροχρόνια παραμέληση του στόλου και η μακροχρόνια βενετική πείρα δε μπορούσε να αντισταθμιστεί με στιγμιαίες ναυπηγήσεις. Λίγο αργότερα το Βυζάντιο αναγκάστηκε να επαναφέρει τα προνόμια της Βενετίας.

Πολύ πιο επιτυχημένη ήταν η δράση του Μανουήλ κατά των Ούγγρων. Οι επιδρομές τους σε βυζαντινά εδάφη απαντήθηκαν με δύο μεγάλες εισβολές βορείως του Δουνάβεως το 1151-53 και το 1163-68. Στη δεύτερη ειδικά εκστρατεία ο Μανουήλ οδήγησε το στρατό του σε μεγάλες νίκες (Ζευγμίνο 1165, Σίρμιο 1167) και κατόρθωσε την πλήρη συντριβή και υποταγή των Ούγγρων. Η συνθήκη ειρήνης που ακολούθησε απέδωσε στο Βυζάντιο την Κροατία, τη Βοσνία και τις δαλματικές ακτές, περιοχές εξαιρετικά προσοδοφόρες.  Ο διάδοχος του ουγγρικού θρόνου Βελά εστάλη να μορφωθεί στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έλαβε το όνομα Αλέξιος, έλαβε τον τίτλο του δεσπότη και προς στιγμήν προορίστηκε για διάδοχος. Όταν το 1172 επέστρεψε στην Ουγγαρία για να γίνει βασιλεύς της, πολιτεύτηκε ως σύμμαχος του Μανουήλ.  Με το θάνατο όμως του τελευταίου και το χάος που επεκράτησε στο Βυζάντιο, ο Βελά δεν έχασε ευκαιρία να ανακτήσει τα περισσότερα ουγγρικά εδάφη.

Όπως και πολλά άλλα από τα δευτερεύοντα μέτωπα όπου ενεπλάκη, έτσι και εδώ ο Μανουήλ πέτυχε με μεγάλο κόπο εφήμερες νίκες των οποίων τα θετικά αποτελέσματα υπήρξαν πρόσκαιρα, με αποτέλεσμα όχι μόνο την σπατάλη πόρων και ανδρών, αλλά και την αποδυνάμωση της βυζαντινής προσπάθειας στον κορυφαίας προτεραιότητας χώρο της Μικράς Ασίας.  Η εμπλοκή σε τόσες πολεμικές περιπέτειες υπήρξε μοιραία για τον κατά τα άλλα ικανό αυτοκράτορα.

Η ταφόπλακα των φιλοδοξιών του Μανουήλ ήταν η οικτρή του ήττα στη μάχη του Μυριοκεφάλου (1176) κατά των Τούρκων.

*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)

, ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *