Ο Μιλησιακός πόλεμος (624-612/11 π.Χ.) και η εμπλοκή της Κορίνθου

Γράφει ο Παναγιώτης Υψηλάντης

Η πρώτη φάση της επιθετικής πολιτικής των Λυδών εναντίον των ιωνικών πόλεων κορυφώνεται με τον Μιλησιακό Πόλεμο. Ο πόλεμος αρχίζει το 624, επί Σαδυάττη, και τερματίζεται δώδεκα έτη αργότερα, επί της βασιλείας του Αλυάττη.

Οι Λυδοί πραγματοποιούν κάθε χρόνο, στις αρχές του θέρους, “όκως μέν είη εν τη γη καρπός ανδρός…”, εισβολές “ες τήν Μιλησίην…”, με σκοπό να καίνε την ετήσια γεωργική παραγωγή της Μιλήτου, ώστε να προκληθεί “σπανοσιτεία” και να στερηθεί έτσι ο πληθυσμός, αστικός και αγροτικός, τα απαραίτητα για την συντήρησή του αποθέματα.

Όμως οι αποκλεισμένοι στο “τετειχισμένον” άστυ Μιλήσιοι, “…της γάρ θαλάσσης… επεκράτεον, ώστε επέδρης (ο Λυδός) μή είναι έργον τη στρατιή”. Η ναυτική δύναμη των Μιλησίων εξουδετερώνει το πολιτικό και οικονομικό κόστος και τη στρατιωτική απειλή των λυδικών εισβολών και προασπίζει την αυτονομία της πόλεως.

Ο Αλυάττης αντιλαμβάνεται ότι η μήκυνση του πολέμου εναντίον της Μιλήτου και η αδυναμία υποδούλωσής της παρεμποδίζει την υλοποίηση της Γύγειας αντι-ιωνικής πολιτικής, που συνίσταται στην επιβολή της λυδικής κυριαρχίας στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας.

Η διαπίστωση αυτή συντελεί ώστε ο Αλυάττης να επιδιώξει ειρήνευση με τους Μιλησίους. Για το σκοπό αυτό προκαλεί την εχέγγεια και υψηλού κύρους παρέμβαση του Μαντείου των Δελφών. Οι Δελφοί ανταποκρίνονται, όπως δηλώνεται από την απαίτησή τους να ανοικοδομήσουν οι Λυδοί τον ναό της Ασσησαίας Αθηνάς, τον οποίο είχαν πυρπολήσει κατά την διάρκεια της εισβολής του 612.

Με την ίδια απαίτηση υπαγορεύονται οι κύριοι όροι της ειρήνευσης, που είναι:
-Άμεσος τερματισμός των εισβολών του λυδικού ιππικού στην Περαία της Μιλήτου.
-Διεξαγωγή διαπραγματεύσεων προς κατάπαυση του πολέμου..
-Αναγνώριση της εδαφικής επικράτειας και της αυτονομίας της Μιλήτου.

Η διαδικασία της ειρήνευσης υποβοηθήθηκε από τον τύραννο της Κορίνθου “…Περίανδρον τον Κυψέλου…”, ο οποίος αφού πληροφορήθηκε την απαίτηση των Δελφών, απέστειλε στον τύραννο της Μιλήτου Θρασύβουλο “…άγγελον κατειπείν, όκως άν τις προειδώς πρός το παρεόν βουλευήται”.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, κατά την εκδοχή των Μιλησίων, αυτή η παρέμβαση της Κορίνθου απέτρεψε τον αιφνιδιασμό τους από την πρόταση του Αλυάττη για ανακωχή, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση της διπλωματικής τους στρατηγικής με τρόπο ώστε να εξασφαλίζει τους κατάλληλους για τα συμφέροντά τους όρους ειρήνευσης.

Ακολούθησε, το 611/10, η λήξη του πολέμου και η σύναψη μεταξύ Μιλήτου και Λυδίας συνθήκης ειρήνης “…επ ω τε ξείνους αλλήλοισι είναι καί συμμάχους…”. Με τη συνθήκη αυτή τα συμφέροντα των Μιλησίων εξασφαλίζονταν.

Ο J. B. Salmon στο έργο του Wealthy Corinth αδυνατεί να προσδιορίσει τα ακριβή αίτια της εμπλοκής της Κορίνθου στον Μιλησιακό Πόλεμο και υποστηρίζει ότι το μόνο όφελος που προέκυψε από τη συγκεκριμένη ενέργεια του Περίανδρου ήταν η στρατιωτική υποστήριξη που παρείχε ο Θρασύβουλος στους Κορινθίους κατά τη διάρκεια του Α’ Ιερού Πολέμου.

Αλλά η Κόρινθος δεν συμμετέχει στο Α’ Ιερό Πόλεμο, ο οποίος αρχίζει το 591, δηλαδή είκοσι έτη μετά τη λήξη του Μιλησιακού Πολέμου. Θεωρούμε ότι η εμπλοκή της Κορίνθου υπήρξε απόρροια των σχέσεων που ανέπτυξε με τη Μίλητο στη διάρκεια του Μιλησιακού Πολέμου, σχέσεων οι οποίες θεμελιώθηκαν στην εξυπηρέτηση αμοιβαίων συμφερόντων. Την άποψη αυτή και θα υποστηρίξουμε.

Η Μίλητος, ως γνωστόν, κατέχει πρωτεύουσα θέση στο εμπόριο με την Αίγυπτο ήδη από τα μέσα του 7ου αιώνα περίπου. Εισάγει σιτηρά και φαίνεται ότι εξάγει τα περίφημα μάλλινα πολυτελή υφάσματα και ενδύματα, καθώς και οίνο (1). Ανάλογες εισαγωγές και εξαγωγές πραγματοποιεί και στα βόρεια παράλια του Ευξείνου πόντου με την ίδρυση της Ιστρίας και της Ολβίας.

Οι καταστροφές που προκαλούνται στους καλλιεργημένους αγρούς και στην κτηνοτροφία κατά τις ετήσιες λυδικές εισβολές στερούν από τους Μιλησίους την πρώτη ύλη της βιοτεχνικής τους παραγωγής. Όμως η κατάρρευση της βιοτεχνικής εριουργίας θα επέφερε την πτώση της Μιλήτου στους Λυδούς, επειδή τα κέρδη από το υπερπόντιο εξαγωγικό εμπόριο συντηρούσαν με τις απαραίτητες εισαγωγές την σιτάρκεια του αποκλεισμένου άστεώς της. Η επιτακτική ανάγκη να εξασφαλιστεί η βιοτεχνική παραγωγή, ώστε να μην υποδουλωθεί η πόλη στους Λυδούς και να αντέξει τον ανταγωνισμό των Σαμίων και των Αιγινητών στην αγορά της Αιγύπτου, ωθεί τους Μιλησίους στην αναζήτηση της πρώτης ύλης της εριουργίας τους, δηλαδή του ερίου.

Ως γνωστόν, η γεωπολιτική περιοχή της “Ελλοπίας” παρουσιάζει ανεπτυγμένη κτηνοτροφία, και τα φυσικά επίνειά της, η Αμβρακία και το Ανακτόριον, είναι αποικίες της Κορίνθου. Ως εκ τούτου η Κόρινθος έχει τη δυνατότητα εξαγωγής μεγάλων ποσοτήτων ερίου. Η Μίλητος φαίνεται ότι δεν άφησε ανεκμετάλλευτη αυτή τη δυνατότητα, με πιθανό αντάλλαγμα την αμεσότερη εμπορική πρόσβαση της Κορίνθου στην Αίγυπτο.

Η Κόρινθος δεν είχε το δικαίωμα της απευθείας εμπορίας με την Αίγυπτο επειδή δεν συμμετείχε στην ίδρυση κανενός από τους “Χώρους-Τεμένη” που παρείχαν ανάλογα δικαιώματα. Οι εμπορικές επαφές της με την περιοχή αυτή διενεργούνται ως την άνοδο του Περίανδρου στην εξουσία, δηλαδή ως το 627, μέσω της Αίγινας, η οποία είναι η μόνη πόλη της μητροπολιτικής Ελλάδας που έχει αποκτήσει το δικαίωμα της ξεχωριστής και αυτοτελούς εμπορικής παρουσίας στην Αίγυπτο (2). Οι σχέσεις όμως των δύο πόλεων, Κορίνθου-Αίγινας, με την άνοδο του Περίανδρου οξύνονται. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι κατά το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα η Κόρινθος εγκαταλείπει το αιγινήτικο νομισματικό σύστημα και υιοθετεί το ευβοϊκό, το οποίο χρησιμοποιεί και η Μίλητος. Αντίθετα, οι σχέσεις της Κορίνθου με την Μίλητο ενισχύονται με την εξυπηρέτηση αμοιβαίων συμφερόντων.

Η ενίσχυση αυτή δηλώνεται από τον Ηρόδοτο, κατά τον οποίο ο Περίανδρος υπήρξε “…Θρασυβούλω τώ τότε Μιλήτου τυραννεύοντι ξείνος ες τά μάλιστα”. Από τα αρχαιολογικά δεδομένα προκύπτει ότι ο αρχαιότερος θησαυρός κορινθιακών νομισμάτων στην Αίγυπτο χρονολογείται την εποχή του Περίανδρου.

Επίσης, κατά την ίδια περίοδο έχει διαπιστωθεί εντατικοποίηση της εξόρυξης των κοιτασμάτων αργύρου της θρακο-μακεδονικής περιοχής, που ελέγχεται από την Εύβοια και την Κόρινθο, και φαίνεται ότι συνδέεται με τις ανάγκες της Αιγύπτου (3), δεδομένου ότι ο άργυρος των νομισμάτων της ίδιας περιόδου -τελευταίο τέταρτο του 7ου αι.-, που βρέθηκαν στην Ναύκρατην (4) και στη λοιπή Αίγυπτο, προέρχεται κατά 30% από αυτή την περιοχή εξόρυξης. Έχει διαπιστωθεί ότι τα περισσότερα από τα νομίσματα αυτά εκτυπώθηκαν στη Χίο, ορισμένα δε στη Μίλητο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Χίοι κατά τη διάρκεια του Μιλησιακού Πολέμου ήσαν οι μόνοι Ίωνες σύμμαχοι των Μιλησίων.

Η πληροφορία αυτή του Ηροδότου και τα κορινθιακά ευρήματα στην Αίγυπτο, καθώς και το γεγονός ότι οι Μιλήσιοι δεν υπέκυψαν, πράγμα που προϋποθέτει την επάρκειά τους σε σιτηρά και στη συνδεόμενη με αυτήν εριουργική τους παραγωγή, δηλώνουν την επιτυχή εξυπηρέτηση των αμοιβαίων συμφερόντων μεταξύ Μιλήτου και Κορίνθου.

Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η παρέμβαση της Κορίνθου κατά τη λήξη του Μιλησιακού Πολέμου. Η ακεραιότητα της Μιλήτου διασφαλίζει τα εμπορικά συμφέροντα της Κορίνθου στην Αίγυπτο. Η έκταση αυτών των επαφών υποδηλώνεται από το ότι ο αδελφιδούς του Περίανδρου και δεύτερος στη σειρά της διαδοχής ονομάζεται “Ψαμμήτιχος”, αποκτά δηλαδή το όνομα του Φαραώ που “άνοιξε” την Αίγυπτο στους Έλληνες.

Εξάλλου, η εχθρότητα που διαπιστώνεται στις σχέσεις Κορίνθου και Σάμου, η οποία υποδηλώνεται από το επεισόδιο με τους Κερκυραίους ομήρους, φαίνεται ότι υπήρξε απόρροια των κοινών συμφερόντων Μιλήτου και Κορίνθου που αναφύησαν με την έναρξη του Μιλησιακού Πολέμου. Η λήξη του πολέμου αυτού εξυπηρετούσε τα συμφέροντα και των Λυδών, οι οποίοι , έχοντας επιτύχει τη συνδιαλλαγή με τη Μίλητο, μπορούσαν απερίσπαστα να καταλάβουν την λοιπή Ιωνία.

Ως εκ τούτου η Κόρινθος με την παρέμβασή της διασφαλίζει τα εμπορικά της συμφέροντα στην Αίγυπτο, διασφάλιση την οποία εγγυάται η ακεραιότητα της Μιλήτου, ενώ παράλληλα ανανεώνει και ενισχύει τις σχέσεις της με την Λυδία.

Εισήγηση στο Ε’ Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών. Πρακτικά Ε’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήνα 1998, τομ. Β’, σ.298-304. Αναδημοσίευση από το περιοδικό Διαχρονία, τευχ. 3-4 (Δεκέμβριος 1999) σ.256-262 και από το περιοδικό Τέχνες και Αρχαιολογία τεύχ.71 (Ιούνιος 1999), σ.61-63.

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *