Του Μιχάλη Ρέττου*
Συνέχεια από Μέρος Α΄
2.Το «Δοκίμιον περί οικονομικών μεταρρυθμίσεων» του Ιωάννη Σούτσου
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Ιωάννης Σούτσος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1804. Γόνος πολυμελούς φαναριώτικης οικογένειας, σπούδασε πολιτικές επιστήμες στη Γενεύη και οικονομικά στο Παρίσι. Γυρνώντας στην Ελλάδα το 1835 διορίστηκε πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ με τη σύσταση του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1837 εκλέχθηκε καθηγητής στον κλάδο της Δημοσίου Οικονομίας, αρχικά έκτακτος, από το 1842 τακτικός και στη συνέχεια ομότιμος, όταν κατά την περίοδο 1859-1863 διετέλεσε διευθυντής του Γραφείου Δημοσίας Οικονομίας του Υπουργείου Εσωτερικών. Στη συνέχεια επέστρεψε στο πανεπιστήμιο, το οποίο τίμησε το 1887 τα 50 χρόνια από την εκλογή του ως καθηγητή με πανηγυρική εκδήλωση. Εξέδωσε έξι συγγράμματα μεταξύ των οποίων και το «Δοκίμιον περί οικονομικών μεταρρυθμίσεων», το οποίο συνέγραψε το 1863 ως διευθυντής του Γραφείου Δημοσίας Οικονομίας.[1]
Υποστηρικτής της αλλαγής
Ο Ιωάννης Σούτσος, όπως είναι φανερό από τα βιογραφικά του στοιχεία, εστιάζει στο ζήτημα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων με την ιδιότητα του τεχνοκράτη καθηγητή οικονομικών. Ωστόσο, στον πρόλογο του δοκιμίου του περί μεταρρυθμίσεων διαφαίνονται οι απόψεις του για αμιγώς πολιτικά και πολιτειακά ζητήματα του καιρού του. Ο ίδιος -παρότι ως μεγαλύτερος δεν είναι εκπρόσωπος της νέας γενιάς και της Χρυσής Νεολαίας- εκφράζεται υπέρ της πολιτειακής αλλαγής και της επανάστασης που την επέφερε. Εντοπίζει την αιτία της μεταβολής στο ότι οι συνταγματικές κυβερνήσεις δεν έλαβαν υπόψη τους την εθνική γνώμη. Παρά τη στάση του αυτή, επισημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια δεν ήταν άκαρπα: εντοπίζει την πρόοδο στην ανάπτυξη της ιδιωτικής ανεξαρτησίας, στη σταδιακή έκλειψη των επιβλαβών τοπικών επιρροών και στην αναγνώριση του νόμου ως του μόνου ηγεμόνα. Διακρίνει δηλαδή την πρόοδο στην εμπέδωση των νεωτερικών αντιλήψεων και στάσεων που αφορούν στην εξατομίκευση των υποκειμένων και στην καθολική αναγνώριση του νόμου, στοιχεία που αναδεικνύουν την εκσυγχρονιστική και φιλελεύθερη πολιτικοϊδεολογική ταυτότητά του.
Επιπλέον, θεωρεί ότι η συγκέντρωση των εξουσιών στο κράτος που επέφερε η μοναρχική διακυβέρνηση συντέλεσε στην εθνική ενότητα, αλλά ήταν επόμενο ότι όταν θα γινόταν κατάχρηση αυτών των εξουσιών, αυτές θα επέστρεφαν στον φυσικό φορέα τους, το έθνος. Την αλλαγή που συντελέστηκε την αποδίδει στη νεολαία και στη μόρφωση της. Μόρφωση που σημειώνει ότι δεν είναι πλέον προνόμιο των λίγων. Τη μεταβολή της 10ης Οκτωβρίου 1862 τη χαρακτηρίζει συντηρητική πολιτικά, αλλά στον τομέα της οικονομίας θεωρεί ότι μπορεί να αποβάλει τον χαρακτήρα αυτό με τους εξής τρόπους : τη μετακίνηση των βάσεων του φορολογικού συστήματος και την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στην οικονομία.
Μεταρρύθμιση φορολογικού συστήματος
Αρχικά, σε ό,τι αφορά στο φορολογικό σύστημα, θεωρεί ότι αυτό δεν συνάδει με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητος. Στον τομέα της έγγειας ιδιοκτησίας η «δεκάτη» φορολογεί την ακαθάριστη πρόσοδο ανεξάρτητα από το μέγεθος της περιουσίας, παραβιάζοντας τον βασικό καταστατικό νόμο περί συνεισφοράς του κάθε φορολογουμένου κατ’ αναλογία με αυτή. Ακόμη, η ακαθάριστη αυτή πρόσοδος δεν είναι σταθερή αλλά μεταβάλλεται με βάση τα ετήσια παραγωγικά αποτελέσματα, και κυρίως δεν μπορεί να εξακριβωθεί και να ελεγχθεί.[2] Η ακαθάριστη πρόσοδος, δηλαδή, καθορίζεται βάσει τυχαίων ατμοσφαιρικών περιστάσεων και της εκάστοτε φιλοπονίας του κάθε παραγωγού, έτσι ώστε ο τρόπος φορολόγησης να επιβραβεύει περισσότερο τη ραθυμία από την παραγωγική εργασία. Επιπλέον, το παρόν σύστημα ενισχύει τη φοροδιαφυγή των καλλιεργητών και τη συνακόλουθη φθορά και καταστροφή των προϊόντων στις αποθήκες ή την εκποίησή τους έναντι πινακίου φακής· Επιτρέπει, ακόμη, την κερδοσκοπία των εκμισθωτών που έχουν ορισθεί από το κράτος να ελέγχουν τις ενιαύσιες προσόδους.[3]
Για τους παραπάνω λόγους ο Ιωάννης Σούτσος προτείνει τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος στη βάση της «αναλογικής ισότητας», φέρνοντας ως παράδειγμα συστήματα νεώτερων ευρωπαϊκών εθνών και κυρίως της Γαλλίας, η οποία καθιέρωσε την παραπάνω αρχή με το ψήφισμα της 1ης Δεκεμβρίου 1790 ανατρέποντας τη φεουδοκρατία του μεσαίωνος.[4] Με αυτόν τον προτεινόμενο τρόπο φορολόγησης, ο φόρος θα είναι σταθερός κάθε χρόνο και ανάλογος του μεγέθους της περιουσίας εκάστου. Θα ορίζεται δε βάσει του υπολογισμού της πιθανής απόδοσης των προσοδοφόρων γαιών του κάθε ιδιοκτήτη και θα επιβάλλεται επί της καθαράς προσόδου, αντί της ακαθαρίστου που ίσχυε στο υπάρχον τότε σύστημα. Ο Σούτσος πιστεύει ότι αυτός ο τύπος φορολόγησης είναι ο δικαιότερος, ο συνταγματικά αποδεκτός και αυτός που θα επιφέρει την αύξηση της παραγωγής και την οικονομική μεγέθυνση. Οι καλλιεργητές με το νέο σύστημα θα είναι αναγκασμένοι εκ των πραγμάτων να καλύψουν έναν ορθολογικά προσδιορισμένο φόρτο εργασίας για να καταβάλουν τον ανάλογο με την περιουσία τους φόρο ή/και να έχουν τα ανάλογα των προσδοκιών τους κέρδη. Η προτεινόμενη αλλαγή, δηλαδή, αντιστρέφει τους μέχρι τότε όρους, αφού ενεργοποιεί τα απαιτούμενα κίνητρα που θα ωθήσουν τον καλλιεργητή στην παραγωγική εργασία. Επιπλέον, ο προϋπολογισμένος φόρος της αναλογικής ισότητας αποτρέπει τη φοροδιαφυγή, ενώ εξοικονομεί προς όφελος του κράτους και των παραγωγών τους πόρους που καρπώνονταν οι ενδιάμεσοι εκμισθωτές των φόρων.
Για την εφαρμογή ενός διανεμητικού συστήματος καθαράς προδόσου ήταν αναγκαία, κατά τον Σούτσο, η σύσταση κτηματολογίου, που όμως η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να διαμορφώσει άμεσα, καθώς απαιτείτο μία διαδικασία αρκετών δεκαετιών. Παρά την έλλειψη αυτή, επιμένει ότι το φορολογικό σύστημα πρέπει να μεταρρυθμιστεί άμεσα. Ως παράδειγμα ενδεδειγμένης μεταρρύθμισης προβάλλει αυτή του Κουμουνδούρου (1860), που όμως τελικά ναυάγησε και νοθεύτηκε από ένα σχέδιο που επιβάλλει την πεποσωμένη[5]αντί της διανεμητικής αρχής της φορολογίας.[6] Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε έγγειο φόρο ανά στρέμμα, καταβαλλόμενο σε χρήματα, στη βάση της καθαράς προσόδου των γαιών και των φυτειών, με την αφαίρεση του κόστους σποράς και του φόρου καλλιέργειας. Την έλλειψη κτηματολογίου για τον υπολογισμό του φόρου αναπλήρωνε ο μέσος όρος των βεβαιωθέντων εισοδημάτων του δημοσίου κατά τα επτά προηγούμενα έτη.[7]
Προτεραιότητα στη φορολογική σκέψη του Σούτσου έχει, επίσης, η μετατροπή της εμπράγματης καταβολής των φόρων σε εκχρηματισμένη. Ο Γάλλος περιηγητής Edmond About, περιγράφοντας την κατάσταση του ελληνικού βασιλείου κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1850, σημειώνει ότι «η Ελλάδα είναι η μοναδική πολιτισμένη χώρα στην οποία οι φόροι καταβάλλονται σε είδος» και ότι το χρήμα είναι τόσο σπάνιο στην ύπαιθρο που το κράτος αναγκάζεται να εισπράττει με τον τρόπο αυτό.[8] Ο Ιωάννης Σούτσος, φορέας του γαλλικού προτύπου οικονομικής οργάνωσης, διαπιστώνει τη ζημιά που προκαλεί στην παραγωγή και στα έσοδα του κράτους η παραπάνω πρακτική, η οποία στο σχέδιό του καταργείται.
Επιπλέον, στις προτεινόμενες φορολογικές μεταρρυθμίσεις του προτάσσει την φορολόγηση των κατοικημένων οικιών από τους ιδιοκτήτες τους, την κατάργηση του φόρου μελισσιών (αφού θα βρίσκονται επί της υποκείμενης σε φορολογία έγγειας ιδιοκτησίας) και γενικότερα τη μεταβολή της φορολογίας από την ενιαύσια φορολόγηση των προϊόντων στην φορολόγηση των ίδιων τον προσοδοφόρων γαιών και των φυτειών με βάση τις καθαρές προσόδους. Τέλος, θεωρεί ότι -εκτός του μόνιμου φόρου στα επιτηδεύματα που θα πρέπει να μετριασθεί και του κατά κλάσεις ανάλογου με τον πληθυσμό της περιοχής φόρου- πρέπει να εισαχθεί για τις ανώτερες κλάσεις επιπλέον φόρος, ο οποίος θα υπολογίζεται βάσει του ενοικίου των καταστημάτων και θα είναι κατά προσέγγιση προσδιοριστικός του όγκου των εμπορευμάτων.[9]
Γεωργία
Η Ελλάδα, σύμφωνα με την απαρίθμηση του 1861, είναι μία χώρα στην οποία 147.507 οικογένειες απασχολούνται στη γεωργία, δηλαδή το 51% περίπου του πληθυσμού της.[10] Η συνολική έκταση των γεωργικών εκτάσεων, όμως, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ελλείψει κτηματολογίου. Ο Σούτσος εντοπίζει το πρόβλημα της γεωργικής παραγωγής στον μεγάλο αριθμό αδιανέμητων εθνικών γαιών: στο σύνολο της επικράτειας αποτελούν το 14.79% των καλλιεργούμενων γαιών, ενώ στην Πελοπόννησο ξεπερνούν το 50% των καλλιεργούμενων εδαφών.[11] Επίσης, βάσει οικονομικών υπολογισμών επί της παραγωγής δημητριακών του 1857, του 1858 και του 1860, οι καλλιεργήσιμες γαίες δημητριακών στην Ελλάδα υπολογίζονται πάνω από 3εκ. στρέμματα, τη στιγμή που τα βεβαιωθέντα των οικονομικών αρχών είναι περίπου 900.000 στρ. Στο σύνολό τους δε οι αρόσιμες γαίες ξεπερνούν τα 6.5 εκ. στρ.[12] Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Σούτσου, μόνο το 1/5 της επικράτειας της χώρας καλλιεργείται, ποσοστό αρκετά μικρότερο των ευρωπαϊκών κρατών, ενώ η πρώτη πολιτειογραφική καταγραφή που έκανε ο Μανσόλας το 1867 κατεβάζει το ποσοστό στο 1/7 της επιφάνειας του Βασιλείου.[13] Επιπρόσθετα, η παραγωγή δημητριακών ανά τ.μ. είναι αρκετά μικρότερη των άλλων ευρωπαϊκών εθνών (Γαλλία, Αγγλία, Βέλγιο, Πρωσία), έτσι ώστε η Ελλάδα αναγκάζεται να εισάγει περισσότερα από όσα εξάγει.[14]
Για τη βελτίωση της γεωργικής παραγωγικής δραστηριότητας ο Σούτσος προτάσσει: την εκποίηση εθνικών γαιών και των φθαρμένων κτημάτων, τη βελτίωση των συγκοινωνιών και τη σύσταση πιστωτικών καταστημάτων· μέτρα που θα επιφέρουν πολλαπλασιασμό των εσόδων χωρίς αύξηση των φόρων.
Αρχικά, ως προς το ζήτημα των εθνικών γαιών, ο Σούτσος θεωρεί ότι η γη καλλιεργείται με φιλοπονία και με επιμέλεια μόνο από κάποιον που η ύπαρξή του εξαρτάται από αυτή, δηλαδή από τον ιδιοκτήτη. Αντίθετα, ένας απλός κάτοχος ή ενοικιαστής δεν θα δείξει τον ίδιο ζήλο και την ίδια αφοσίωση στη γη που καλλιεργεί.[15] Για αυτόν τον λόγο πιστεύει στην ιδιωτικοποίηση των εθνικών γαιών. Ωστόσο, οι αυθαίρετες καταλήψεις αυτών ήταν συχνό φαινόμενο και εξασφάλιζαν ουσιαστικά την πλήρη ιδιοκτησία στους καταπατητές λόγω χρησικτησίας, δεδομένου ότι τα δημόσια κτήματα δεν εξαιρούντο από τις περί χρησικτησίας διατάξεις μέχρι το 1924. Εξάλλου, το δημόσιο δεν μπορούσε να αποδείξει την κυριότητά του ή τα ακριβή όρια των ιδιοκτησιών του, εφόσον δεν υπήρχε κτηματολόγιο.[16] Με βάση τα παραπάνω στοιχεία συμπεραίνουμε το πόσο δύσκολο θα ήταν ένα εγχείρημα εκποίησης των εθνικών γαιών, δεδομένου του ότι οι ιδιοκτησίες δεν προσδιορίζονταν με σαφήνεια και του ενδεχόμενου πολιτικού κόστους που εγκυμονούσε μία τέτοια ενέργεια.
Ο Σούτσος, έχοντας στο νου του τα παραπάνω και την εμπειρία της αποτυχίας της παρελθούσας πρακτικής των πλειστηριασμών, προτείνει την αγορά των εθνικών γαιών από τους ίδιους τους καλλιεργητές αυτών. Η τιμή κάθε κτήματος θα ορισθεί είτε κατ’ εκτίμηση είτε επί τη βάσει του δεκαπενταπλασίου ποσού από το μέσο δικαίωμα της επικαρπίας κατά τα πέντε ή έξι παρελθόντα έτη. Το δημόσιο θα πιστώσει τους καλλιεργητές, οι οποίοι για 15 χρόνια θα πληρώνουν, αντί του μεριδίου των βεβαιωμένων καρπών, το ετήσιο χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στην ιδιοκτησία τους. Με αυτόν τον τρόπο οι κάτοχοι θα καλλιεργούν με περισσότερο ζήλο και επιμέλεια τη γη, της οποίας θα έχουν την αποκλειστική κάρπωση.[17] Επιπλέον, τάσσεται υπέρ της εκποίησης των φθαρμένων κτημάτων από τις κοινότητες, μέσω πλειστηριασμού, υπό τον όρο της προκαταβολής του 1/3 ή 1/4 της αξίας του κτήματος.[18]
Ένα επιπλέον ζήτημα που ο Σούτσος θεωρεί κεφαλαιώδες είναι αυτό των συγκοινωνιών, καθώς από αυτό εξαρτάται η αξιοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων μίας χώρας. Εάν μπορούσαν τα προϊόντα της γεωργίας, της φυτουργίας, της κτηνοτροφίας, των τεχνών κ.ο.κ. να κυκλοφορούσαν ακωλύτως εντός του κράτους ή και στο εξωτερικό, τότε η ανάπτυξη αυτών των δραστηριοτήτων θα ήταν ραγδαία, λόγω ακριβώς της εξοικονόμησης χρόνου και χρήματος.[19] Το πρωταρχικό πρόβλημα στις συγκοινωνίες εντοπίζεται στην ανεπαρκή σύνδεση των λιμανιών με τις μεσόγειες περιοχές, πράγμα που δημιουργούσε ανυπέρβλητα προβλήματα στην εμπορική κίνηση. Επί παραδείγματι, ενώ οι μεσόγειες περιοχές είχαν αφθονία σιτηρών, οι παραλιακές πόλεις είχαν έλλειψη και η τιμή στην οποία τα προσπορίζονταν ήταν υπέρογκη.[20]
Τέλος, ο Σούτσος δίνει έμφαση στην αγροτική πίστη την οποία θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ. Η έλλειψη αγροτικών τραπεζών αφήνει ελεύθερο το πεδίο σε επιτήδειους τοκογλύφους που κερδοσκοπούν εις βάρος των αγροτών δανείζοντας τους με υπερβολικά επιτόκια της τάξης του 10 με 12%.[21] Κρίνεται, λοιπόν, απαραίτητη η σύσταση Αγροτικής Τράπεζας, αν και υπάρχει μεγάλη δυσκολία συγκέντρωσης των απαραιτήτων κεφαλαίων εκκίνησης. Ο Ιωάννης Σούτσος προτείνει ένα σχέδιο βασισμένο σε ένα αρχικό κεφάλαιο 6 με 8 εκ. δρχ., στο οποίο θα συμβάλει η εθνική τράπεζα, η κυβέρνηση και μέτοχοι με κατώτερη εγγύηση τόκου 7%.[22]
Ισολογισμοί του κράτους και χρέη
Η βασική οδός για την επίτευξη μίας υγιούς οικονομίας που δεν θα παραγάγει χρέη είναι για τον Ιωάννη Σούτσο η οικονομία η «καλώς νοούμενη», δηλαδή η περικοπή της σπατάλης, ώστε τα έσοδα να ισοσκελίζονται ή να υπερβαίνουν τα έξοδα. Τα έσοδα θα πρέπει να καλύπτουν τις δημόσιες δαπάνες, καθώς και τους τόκους και τα χρεολύσια του δανείου του 1832, που η Ελλάδα έχει υποχρεωθεί από τις Δυνάμεις να πληρώνει μετά από τον έλεγχο της Διεθνούς Επιτροπής. Το 1859 η Ελλάδα υποχρεώθηκε να συμφωνήσει στην ετήσια πληρωμή 900.000 φράγκων προς εξυπηρέτηση των εν λόγω τοκοχρεολυσίων.[23] Ο Σούτσος σε αντίθεση με τον Δεληγεώργη δίνει ιδιαίτερη βάση στη δημόσια πίστη. Αυτή εξαρτάται από την αποπληρωμή των χρεών, την οποία ο ίδιος προτάσσει και θεωρεί απαραίτητη για την επίτευξη της εθνικής αυτονομίας : «άνευ δημοσίας πίστεως, ου μόνον η διοικητική μηχανή δεσμεύεται, αλλά και η πολιτική των εθνών ενέργεια εκλείπει και εξουθενούται. Βεβαίως τα στερούμενα πίστεως έθνη δεν αποβάλλουσι εκ τούτου την αυτονομία αυτών· αλλ’ η αυτονομία των πράγματι κινδυνεύει, οσάκις, διατελούντα εις εκτάκτους και ανώμαλους περιστάσεις, μετά των χρημάτων στερώνται και της εθνικής δυνάμεως, της πίστεως».[24] Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η δημόσια πίστη κλονίστηκε σοβαρά από την άρνηση της βασιλείας σε αυτά τα 30 χρόνια να αναγνωρίσει και να ρυθμίσει τα δάνεια της επανάστασης, σε αντίθεση με τον Δεληγεώργη που όπως είδαμε θεωρούσε την αναγνώριση των εν λόγω δανείων απαράδεκτη.
Ο Ιωάννης Σούτσος δίνει μία εικόνα των δανείων που έχει συνάψει εξ υπαρχής του το ελληνικό κράτος και υπολογίζει το σύνολο του χρέους, εξωτερικού και εσωτερικού, στα 314.776.600 δρχ.[25] Είναι υπέρ της σύναψης του νέου, υπό διαβούλευση τότε, δανείου των 25.000.000, ώστε να πληρωθούν με αυτό: τα παλαιά εξωτερικά χρέη (12.935.200), τα εσωτερικά χρέη (2.500.000), το κεφάλαιο της Αγροτικής Τράπεζας που θα ιδρυθεί (2.000.000) και η σύσταση κεντρικής φυλακής (1.500.000). Από αυτά τα χρήματα θα μείνουν περίπου 6.000.000 αποθεματικό κεφάλαιο για τις υποχρεώσεις που θα προκύψουν μετά τη μεταπολίτευση (1864).[26] Επίσης, ελπίζει σε έναν ευνοϊκότερο διακανονισμό της αποπληρωμής των τοκοχρεολυσίων του δανείου των 60.000.000 του 1832. Τέλος, προτείνει μέτρα περικοπής δαπανών και ορθολογικής οργάνωσης και κατανομής πόρων στο δημόσιο για την επίτευξη βιώσιμου ισολογισμού όπως: την κατάργηση των περιττών θέσεων, την αναλογία του μισθού με το είδος της υπηρεσίας και την ιεραρχική βαθμίδα του υπαλλήλου και την απλοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών.
Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας τις δύο παραπάνω προσεγγίσεις πάνω στο ζήτημα του θεσμικού και οικονομικού μετασχηματισμού του ελληνικού κράτους στις αρχές της δεκαετίας του 1860, εντοπίζουμε αρκετές συγκλίσεις μεταξύ των δύο προσώπων που εξετάστηκαν. Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης και ο Ιωάννης Σούτσος είναι φορείς ενός εκσυγχρονιστικού και φιλελεύθερου προτάγματος, το οποίο έχει ως πρότυπο τη Δυτική Ευρώπη και κυρίως τη Γαλλία και την Αγγλία. Η ταύτιση αυτή του προσανατολισμού τους είναι έκδηλη στις αναφορές τους για την οικονομία, την οργάνωση του κράτους, τη συνταγματική νομιμότητα και τις ενδεδειγμένες συμμαχίες του Βασιλείου. Πρόκειται, ουσιαστικά, για συγκλίσεις ιδεολογικού τύπου, οι οποίες όμως δεν επαρκούν για να εντοπίσουμε παρόμοιες αναλογίες στα μέσα και τη στόχευση των δύο ανδρών, πράγματα που σχετίζονται εν πολλοίς με τις διακριτές τους ιδιότητες.
Από τη μία πλευρά ο Ιωάννης Σούτσος έρχεται από το χώρο της οικονομικής επιστήμης, η οποία έχει έναν διεθνικό χαρακτήρα, ενώ από την άλλη ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης από τον χώρο της πολιτικής, στον οποίο έχει κυριαρχήσει στην εποχή που αναφερόμαστε ο εθνικός στόχος της Μεγάλης Ιδέας. Αναπόφευκτα, λοιπόν, ο πρώτος σχεδιάζει την οργάνωση των οικονομικών του κράτους με βάση τις καθολικές αρχές της οικονομίας που ισχύουν παντού, ενώ ο δεύτερος στοχάζεται μία γενικότερη πολιτική αναμόρφωση στη βάση του έθνους-κράτους και των εθνικών στοχεύσεων. Θα ήταν παράληψη να μην αναφερθεί επίσης και η ειδολογική διαφορά των πηγών που εξετάστηκαν, η οποία συνδέεται με την ιδιότητα αμφοτέρων. Από τη μία μεριά έχουμε ένα επιστημονικό δοκίμιο σχετικό με την οικονομία και από την άλλη ημερολόγια και σημειώσεις ενός προσώπου της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Αναφέρονται και τα δύο στην ίδια περίοδο, οι συγγραφείς τους έχουν ιδεολογική συνάφεια, όμως η θεματολογία και η στόχευσή τους δεν ταυτίζονται.
Πιο συγκεκριμένα, ο Σούτσος εστιάζει αποκλειστικά στην οικονομία, υποστηρίζοντας έναν οικονομικό μετασχηματισμό του κράτους σύμφωνα με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά πρότυπα, ενώ ο Δεληγεώργης έχει ως προτεραιότητά του τις εθνικές επιδιώξεις στην Ανατολή. Η οικονομία στον Δεληγεώργη μπορεί να αναγνωσθεί σε δεύτερο επίπεδο μαζί με τις θεσμικές αλλαγές και τις συνταγματικές ελευθερίες, τα οποία όλα μαζί θα υπηρετήσουν μία γεωπολιτική στόχευση: την εύνοια των δυτικών φιλελεύθερων δυνάμεων (και ιδιαίτερα της υπερδύναμης τότε Αγγλίας) και μέσω αυτής την σταδιακή αντικατάσταση της τουρκικής κυριαρχίας στην Ανατολή από μία ελληνική κυριαρχία.
Η παραπάνω διαφορά των δύο προσώπων είναι έκδηλη ακόμη και σε επιμέρους ζητήματα που παρατέθηκαν. Οι αποκλίνουσες προσεγγίσεις τους στο ζήτημα της αποπληρωμής των χρεών και της διεθνούς πίστης είναι ενδεικτική. Ο Σούτσος ως οικονομολόγος δίνει ιδιαίτερο βάρος στην πίστη της χώρας, η οποία θα εξασφαλίσει -σύμφωνα με τη σκέψη του- την αυτονομία της και την ισότιμη ή έστω αξιοπρεπή αντιμετώπισή της από τους ισχυρούς. Από την άλλη ο Δεληγεώργης, σκεπτόμενος πολιτικά, θεωρεί ότι ακόμα και η Ελλάδα να ξεπλήρωνε τα χρέη οι Δυνάμεις θα επενέβαιναν στα εσωτερικά της, διότι τους ενδιαφέρει η θέση της χώρας στην Ανατολή και διότι έχουν δικά τους συμφέροντα να εξυπηρετήσουν στην περιοχή αυτή. Το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας, με αυτή τη λογική, αποτελούσε επιδίωξη των δυνάμεων, ώστε να έχουν ανά πάσα στιγμή το πρόσχημα επέμβασης στα εσωτερικά της. Η Ελλάδα μάλιστα, για τον Δεληγεώργη, δεν ζημιούται από την επέμβαση των Δυνάμεων. Αυτό που έχει να κάνει είναι να ταυτίσει τα συμφέροντά της στην Ανατολή με τα συμφέροντα αυτών. Τέλος, άλλη μία διαφορετική τους στάση που είναι ενδεικτική των διακριτών τους ιδιοτήτων, αφορά στον τρόπο διαχείρισης των εθνικών γαιών. Ο Δεληγεώργης σκεπτόμενος, ίσως, το πολιτικό κόστος ή θέλοντας να συμβιβάσει συμφέροντα, προτείνει τον έλεγχό τους από τους δήμους, σε αντίθεση με τον Σούτσο που, σκεπτόμενος με βάση τις σύγχρονες καπιταλιστικές πρακτικές των πιο προηγμένων ευρωπαϊκών οικονομιών, προτάσσει σχέδιο για την ιδιωτικοποίησή τους.
Συνεπώς, ο κοινός τους προσανατολισμός στα δυτικά ευνομούμενα και συνταγματικά έθνη μπορεί να διακριθεί σε σχέση με τις προτεραιότητες που θέτει ο καθένας. Για τον Ιωάννη Σούτσο ο προσανατολισμός αυτός αφορά πρωτίστως την ενσωμάτωση των «τεχνολογιών» διοίκησης, για την επίτευξη μίας χρηστότερης και ορθολογικότερης οικονομικής λειτουργίας. Από την άλλη, ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης προσβλέπει προς την ίδια κατεύθυνση με γνώμονα κυρίως την εξυπηρέτηση των εθνικών βλέψεων. Για τον τελευταίο, η Ελλάδα μπορεί να ωφεληθεί μόνο ως δορυφόρος των δυτικών δυνάμεων στην Ανατολή, καθώς διαβλέπει ότι τα ισχυρά φιλελεύθερα κράτη υποστηρίζουν ή θα υποστηρίξουν –αργά ή γρήγορα- την αρχή των εθνικοτήτων εις βάρος των θεσμικά και πολιτικά στάσιμων και απαρχαιωμένων αυτοκρατοριών.
Βιβλιογραφία
About, Edmond. Η Ελλάδα Του Όθωνα. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2018.
Αντωνόπουλος, Ανδρέας. Επαμεινώνδας Δ. Δεληγεώργης. Πολιτική Βιογραφία. Βιογραφίες Πολιτικών. Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2012.
Απάνθισμα Βιογραφικόν: Των Από Της Συστάσεως Του Ελληνικού Πανεπιστημίου Εκλειπόντων Τον Βίον Καθηγητών Αυτού 1837-1916. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1916.
Δεληγεώργης, Επαμεινώνδας. Πολιτικά Ημερολόγια, Πολιτικαί Σημειώσεις, Πολιτικαί Επιστολαί : Μέρος 1ον 1859-1862. Αθήνα: Σ. Κ. Βλαστός, 1896.
Δερτιλής, Γεώργιος. Ιστορία Του Ελληνικού Κράτους 1830-1920. 8η. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014.
Δημητρακόπουλος Οδυσσεύς. “Στροφή της κυβερνητικής πολιτικής προς την εσωτερική ανάπτυξη της χώρας” στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τ. ΙΓ (σ.171-199). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1961.
Μανσόλας, Αλέξανδρος. Πολιτειογραφικαί Πληροφορίαι Περί Ελλάδος. Εθνικό Τυπογραφείο. Αθήνα, 1867.
Σούτσος, Ιωάννης. Δοκίμιον Περί
Οικονομικών Μεταρρυθμίσεων. Αθήνα: Ν. Γ. Πάσσαρης και Α. Γ. Καναριώτης,
1863.
[1] Απάνθισμα Βιογραφικόν: Των Από Της Συστάσεως Του Ελληνικού Πανεπιστημίου Εκλειπόντων Τον Βίον Καθηγητών Αυτού 1837-1916 (Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1916), 81–85.
[2] Ιωάννης Σούτσος, Δοκίμιον Περί Οικονομικών Μεταρρυθμίσεων (Αθήνα: Ν. Γ. Πάσσαρης και Α. Γ. Καναριώτης, 1863), 6–8.
[3] Στο ίδιο, 9–18.
[4] Στο ίδιο, 20.
[5] Ποσοστό φόρου ανάλογο της ετήσιας παραγωγής μίας καλλιέργειας.
[6] Σούτσος, Δοκίμιον Περί Οικονομικών Μεταρρυθμίσεων, 38–40.
[7] Στο ίδιο, 33–34.
[8] About, Η Ελλάδα Του Όθωνα, 286.
[9] Σούτσος, Δοκίμιον Περί Οικονομικών Μεταρρυθμίσεων, 82–83.
[10] Μανσόλας, Πολιτειογραφικαί Πληροφορίαι, 50.
[11] Σούτσος, Δοκίμιον Περί Οικονομικών Μεταρρυθμίσεων, 90–91.
[12] Στο ίδιο, 92–93.
[13] Μανσόλας, Πολιτειογραφικαί Πληροφορίαι, 52.
[14] Σούτσος, Δοκίμιον Περί Οικονομικών Μεταρρυθμίσεων, 100–101.
[15] Στο ίδιο, 103.
[16] Δερτιλής, Ιστορία Του Ελληνικού Κράτους 1830-1920, 778.
[17] Σούτσος, Δοκίμιον Περί Οικονομικών Μεταρρυθμίσεων, 107–8.
[18] Στο ίδιο, 109.
[19] Στο ίδιο, 117.
[20] Στο ίδιο, 121.
[21] Στο ίδιο, 135.
[22] Στο ίδιο, 143–45.
[23] Δημητρακόπουλος, “Η διεθνής επιτροπή,” στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τ. ΙΓ, 174.
[24] Σούτσος, Δοκίμιον Περί Οικονομικών Μεταρρυθμίσεων, 158.
[25] Στο ίδιο, 167.
[26] Στο ίδιο, 172–73.
* O Μιχάλης Ρέττος είναι απόφοιτος Κλασικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ, ενώ εξειδικεύεται στο master της Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ.