Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Η κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τα στρατεύματα του Σαλαδίν στα 1187 κλόνισε την χριστιανική Ευρώπη που είδε την ιερή πόλη να πέφτει στα χέρια των μουσουλμάνων. Σχεδόν άμεσα, στα 1189, ξεκίνησε σταυροφορία για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων, γνωστή και ως η «Σταυροφορία των Βασιλέων». Τα αποτελέσματα της 3ης κατά σειρά σταυροφορίας (1189- 1192) δεν ήταν τα αναμενόμενα αφού ο κύριος στόχος, η κατάληψη της Ιερουσαλήμ, δεν επετεύχθη. Λίγα μόλις χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 1201 ξεκινάει η 4η σταυροφορία με κύριο στόχο την κατάληψη της Ιερουσαλήμ. Ιθύνων νους του εγχειρήματος ήταν ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ που από το 1198 προσπαθούσε να συνασπίσει τους χριστιανούς ηγεμόνες της Ευρώπης για μια νέα απόπειρα απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων. Στο πρόσωπο του Βονιφάτιου του Μομφερατικού (Bonifacio I del Monferrato) βρήκε τον κατάλληλο ηγέτη για την εκστρατεία, ενώ κομβική για την ευόδωση του σχεδίου ήταν η συμμετοχή της Βενετίας του Ερρίκου Δάνδολου κυρίως όσον αφορά στην παροχή των πλοίων για την μεταφορά των σταυροφόρων. Η Βενετία θα παρείχε 50 πολεμικές γαλέρες και 400 μεταγωγικά πλοία, αλλά για όλα αυτά ο δαιμόνιος Δάνδολος ζητούσε 85.000 ασημένια μάρκα από τους σταυροφόρους.
Πράγματι, τον Μάιο του 1202 φτάνουν στη Βενετία οι σταυροφόροι, αλλά ο αριθμός τους ήταν μικρότερος από αυτόν που αρχικά είχε υπολογιστεί. Ενώ οι οργανωτές της σταυροφορίας υπολόγιζαν σε περίπου 30.000 σταυροφόρους ο τελικός αριθμός τους δεν υπερέβαινε τις 15.000. Αυτό δημιούργησε χρηματοδοτικό κενό το οποίο οι σταυροφόροι αδυνατούσαν να καλύψουν και έτσι ο επιχειρηματίας Δάνδολος σκαρφίστηκε ένα άλλο σχέδιο για να «πατσίσει» την οικονομική διαφορά με τους «στρατιώτες του Χριστού». Αντί της εξόφλησης των χρωστούμενων ζήτησε την κατάληψη, για λογαριασμό της Βενετίας, της Δαλματικής πόλης Ζάρα (το σημερινό Ζαντάρ), που τότε ήταν υπό ουγγρική κατοχή. Η απαίτηση του Δόγη δημιούργησε αρνητικά συναισθήματα σε κάποιους από τους σταυροφόρους, αφού η πόλη ήταν χριστιανική και μάλιστα καθολική. Η… λεπτομέρεια αυτή δεν πτόησε τους περισσότερους σταυροφόρους που κατέλαβαν την πόλη, παρά τους αφορισμούς του Πάπα ενάντια σε μια τέτοια ενέργεια. Ο παμπόνηρος Βονιφάτιος κράτησε τους παπικούς αφορισμούς κρυφούς από τους σταυροφόρους από τον φόβο λιποταξιών…
Από αυτό το σημείο ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση της άλωσης της Κων/πολης από τους Φράγκους, η κατάλυση της βυζαντινής κυριαρχίας στα Βαλκάνια και η εγκαθίδρυση της φραγκοκρατίας στον ελλαδικό χώρο, που σε κάποιες περιοχές, όπως τα νησιά του Ιονίου, κράτησε μέχρι και τον 18ο αιώνα. Ο Βονιφάτιος αφού κατέλαβε την Ζάρα επισκέφθηκε, το χειμώνα του 1202, τον εξάδελφό του Φίλιππό της Σουηβίας (Philipp von Schwaben). Εκεί βρισκόταν εξόριστος ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος, γιός του Ισαάκιου Β΄ Άγγελου και νόμιμος διάδοχος του θρόνου του Βυζαντίου. Ο θείος του, Αλέξιος Γ΄ Άγγελος, είχε σφετεριστεί τον βυζαντινό θρόνο, αφού είχε τυφλώσει τον Ισαάκιο Β΄ και φυλακίσει τον νεαρό Αλέξιο Δ΄. Ο Αλέξιος Δ΄ βρήκε τρόπο και δραπέτευσε και έκτοτε βρισκόταν υπό την προστασία του γαμπρού του, Φιλίππου της Σουηβίας. Στο πρόσωπο του Βονιφάτιου ο νεαρός πρίγκιπας βρήκε το μέσο για την επανάκτηση του βυζαντινού θρόνου. Η πρόταση του προς τους σταυροφόρους ήταν δελεαστική. 200.000 ασημένια φράγκα, 10.000 βυζαντινοί στρατιώτες για την επίθεση στους Αγίους Τόπους και το σημαντικότερο ένωση των εκκλησιών και αναγνώριση των πρωτείων του Πάπα. Από την συμφωνία αυτή δεν μπορούσε να λείπει η Βενετία. Ο Δάνδολος διείδε στην επιχείρηση αυτή μεγάλα οικονομικά οφέλη που θα καθιστούσαν την Βενετία θαλασσοκράτειρα στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου ενώ σκόπευε να καταστήσει την Πόλη βενετική αποικία. Η συμφωνία υπογράφτηκε στην Κέρκυρα τον Μάη του 1203 και τον Ιούλιο του 1203 οι σταυροφόροι βρίσκονταν στην Κων/πολη και ανέμεναν την εκπλήρωση των υπεσχημένων από τον Αλέξιο Δ΄. Το Βυζάντιο, όμως, δεν ήταν πια παρά σκιά του παλιού δυνατού εαυτού του. Τα κρατικά ταμεία ήταν άδεια, ο στρατός στηριζόταν σε μισθοφόρους αμφιβόλου εμπιστοσύνης, ενώ ο σφετεριστής Αλέξιος Γ΄ εγκαταλείποντας τον θρόνο και την Πόλη είχε πάρει μαζί του μεγάλο μέρος των χρημάτων του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου. Έτσι, ο νεαρός Αλέξιος Δ΄ βρέθηκε εκτεθειμένος απέναντι στους σταυροφόρους. Αλλά και ο λαός της Κων/πολης δεν ήταν διόλου ευχαριστημένος με τη συμφωνία του νέου αυτοκράτορα, κυρίως όσον αφορά στο θρησκευτικό ζήτημα. Αποτέλεσμα των διαφωνιών ήταν η πολιορκία και κατάκτηση της «βασιλεύουσας» από τα στίφη των σταυροφόρων τον Απρίλιο του 1204. Η Πόλη βρέθηκε ανυπεράσπιστη αφού οι ελίτ στρατιωτικές μονάδες των Βαράγγων μισθοφόρων είχαν αποσυρθεί λόγω της αδυναμίας των αρχών να τους πληρώσουν και ο λαός είχε αγανακτήσει από τις συνεχείς εμφύλιες διαμάχες σχετικά με τον θρόνο. Η Πόλη παραδόθηκε στις λεηλασίες και στις δηώσεις των στρατιωτών που έφεραν υπερήφανα στο στήθος τους τον σταυρό του Κυρίου τους… Όλες οι πηγές κάνουν λόγο για ανείπωτες βαρβαρότητες και το πλιάτσικο που ακολούθησε αφαίρεσε από την βασιλεύουσα αμύθητους θησαυρούς και έργα τέχνης, ενώ μεγάλος αριθμός αιχμαλώτων πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Αυτά, καλό είναι να μην το ξεχνάει κανείς, διαπράχτηκαν από ανθρώπους του Θεού…
Όταν σταμάτησαν οι λεηλασίες και κόπασαν οι ταραχές οι Φράγκοι ξεκίνησαν το… «θεάρεστο» έργο του διαμελισμού της πρώην Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την οποία τώρα πια αποκαλούσαν απλώς Ρωμανία. Ο Δόγης Δάνδολος δεν επιθυμούσε στον θρόνο έναν δραστήριο αυτοκράτορα και αντιτάχτηκε εξ αρχής στην πιο προφανή επιλογή, αυτή δηλαδή του Βονιφάτιου του Μομφερατικού. Αντί αυτού προώθησε τον λιγότερο ικανό και άβουλο Βαλδουίνο της Φλάνδρας. Παράλληλα, στον πατριαρχικό θρόνο ανέβηκε ο Θωμάς Μοροζίνης που χειροτονήθηκε από τον ίδιο τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄. Δεν έλαβε, όμως, τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη αλλά απλώς του επισκόπου… Για τον διαμοιρασμό της αυτοκρατορίας συγκροτήθηκε μια επιτροπή από 12 Βενετούς και 12 Φράγκους, η οποία αφού θα μελετούσε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της αυτοκρατορίας εν συνεχεία θα προέβαινε στην διανομή των εδαφών. Σύμφωνα με την Partitio Terrarum imperii Romaniae, ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος εκτός από την Πόλη και την Θράκη ήλεγχε τα νησιά Λήμνο, Τήνο και Σκύρο. Ο Βονιφάτιος αποκτούσε την πόλη της Θεσσαλονίκης, την Θεσσαλία, την Στερεά Ελλάδα και την Αττική. Οι Βενετοί προτίμησαν τα καλύτερα λιμάνια της αυτοκρατορίας, όπως την Πάτρα, την Μεθώνη, στην Ήπειρο την περιοχή της Άρτας με τη Νικόπολη και από τα νησιά του Ιονίου την Κέρκυρα, την Κεφαλονιά, την Ζάκυνθο και την Λευκάδα. Στην Εύβοια αποκτούσαν την Κάρυστο και τον Ωρεό, στον Σαρωνικό την Αίγινα και την Σαλαμίνα καθώς και τη Νάξο και την Άνδρο. Ο βενετικός Λέων αποκτούσε τη μερίδα του λέοντος στη μοιρασιά…
Τον Οκτώβριο του 1204 ο στρατός του Βονιφάτιου ξεκίνησε για την κατάκτηση της ανατολικής πλευράς της ελληνικής χερσονήσου έχοντας μαζί του Γάλλους, Γερμανούς και Ιταλούς ιππότες, που όλοι τους προσδοκούσαν φέουδα και πλούτο. Όλες οι πηγές αναφέρουν ότι η κατάκτηση ήταν ταχύτατη και δεν συνάντησε σχεδόν καμία αντίσταση. Για τους ντόπιους φεουδάρχες ο συμβιβασμός με τη νέα κατάσταση σήμαινε διατήρηση των προνομίων τους, ενώ για τους εξαθλιωμένους δουλοπάροικους η αλλαγή αφέντη φαινόταν αδιάφορη. Από τον 11ο αιώνα η πλειονότητα των ελεύθερων γεωργών είχε μετατραπεί σε παροίκους. Η μεγάλη γαιοκτησία, με την μορφή των «προνοιών», καθώς και τα μοναστήρια απαλλάσσονταν πλήρως από την φορολογία και έτσι το φορολογικό καθεστώς βάραινε δυσανάλογα τους μικρούς ιδιοκτήτες και τους παροίκους. Οι μικροκαλλιεργητές πίστευαν ότι με τον ερχομό των Λατίνων η θέση τους θα καλυτέρευε. Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει για την πρόοδο της κατάκτησης του Βονιφάτιου: «Καθώς ο μαρκήσιος οδηγούσε τον στρατό του στη Βοιωτία γινόταν δεκτός με ενθουσιασμό από τους Καδμείους σαν να επέστρεφε στην πατρίδα του μετά από μακρά απουσία». Σε πολλές περιοχές οι Φράγκοι γίνονταν δεκτοί σαν ελευθερωτές. Όπως σωστά τονίζει και ο W. Miller στην «Ιστορία της φραγκοκρατίας εν Ελλάδι»: «Αλλά και αυτή η διοίκησις των Φράγκων εφάνη πάντως εις πολλούς των Ελλήνων ασπασία ανακούφισις από της οικονομικής πιέσεως της βυζαντινής πολιτείας. Και δη κατά τον χρόνον της κατακτήσεως η Ελλάς κατεθλίβετο υπό τριών δεινών κακών, των εισπρακτόρων, των πειρατών και των ιθαγενών τυράννων».
Η βυζαντινή αντίσταση στην κάθοδο των Φράγκων ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, ενώ όπου εκδηλώθηκε παρακινήθηκε από οικογενειακά συμφέροντα. Με την πτώση της βασιλεύουσας οι δεσμοί της περιφέρειας με το κέντρο διερράγησαν και οι «προνοιάριοι» έγιναν πραγματικοί κυβερνήτες των περιοχών τους. Ο μόνος μεγαλοφεουδάρχης που αντέταξε μια κάποια στοιχειώδη αντίσταση ήταν ο Λέων Σγουρός, άρχοντας του Ναυπλίου, της Κορίνθου και του Άργους. Στόχος του, βέβαια, δεν ήταν η παρεμπόδιση των Φράγκων, αλλά η επέκταση της δικής του επικράτειας. Ο W. Miller αναφέρει σχετικά: «Ο Λέων Σγουρός, ο μεγαλόφρων δυνάστης της Ναυπλίας, του Άργους και της Κορίνθου, ήτο μεν ο ισχυρότατος των επιχωρίων αρχόντων, αλλ’ επεδείκνυε μάλλον επιθυμίαν να επωφεληθή τας συμφοράς της πατρίδος ή να πολεμήση κατά των εχθρών αυτής». Αρχικά πολιόρκησε την Αθήνα, που την προστάτεψε επιτυχημένα ο μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος, αδελφός του συγγραφέα Νικήτα Χωνιάτη, και αφού απέτυχε να την καταλάβει κατευθύνθηκε στην Θήβα, η οποία του παραδόθηκε από τους ντόπιους φεουδάρχες και εν συνεχεία κατευθύνθηκε στην Λάρισα. Μόλις όμως τα στρατεύματα του Βονιφάτιου πέρασαν τα Τέμπη και μπήκαν στον θεσσαλικό κάμπο, ο Σγουρός οπισθοχώρησε στις Θερμοπύλες. Εκεί ετοιμάστηκε να προβάλει αντίσταση, αλλά μόλις ο στρατός του, που αποτελούταν από δουλοπάροικους, είδε το ιππικό των Φράγκων διαλύθηκε. Ο Λέων Σγουρός, ο Lasgur για τους Φράγκους, δεν φαίνεται να έχαιρε μεγάλης εκτίμησης μεταξύ των Ελλήνων, κυρίως λόγω της τυραννικής διοίκησης του. Ο λαός τον αποκαλούσε «βδελυρό», «γδύστη» και «εκμεταλλευτή». Με λίγους πιστούς σε αυτόν πολεμιστές οχυρώθηκε στην Ακροκόρινθο όπου και αυτοκτόνησε, το 1208, πέφτοντας από τα βράχια μη μπορώντας να αντέξει την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Φράγκους.
Ο Βονιφάτιος παρέδωσε την Λάρισα και τον Αλμυρό σε κάποιον ιππότη ονόματι Γουλιέλμο, τον οποίο οι ντόπιοι ονόμασαν Λαρισαίο (de Larsa), και το Βελεστίνο δόθηκε στον κόμη Βερτόλδο του Κατσενελεμπόγκεν. Η περιοχή της Βοδονίτσας παραχωρήθηκε στον Guido Pallavicini, τον οποίο αποκαλούσαν οι Έλληνες Μαρκεζόπουλο, με σκοπό να φυλάει τα στενά των Θερμοπυλών. Ο Nicolás de Saint-Omer πήρε την περιοχή γύρω από την Γραβιά και ο Θωμάς Στρομογκούρ έλαβε την βαρωνεία της Άμφισσας, που έφτασε μέχρι το Γαλαξίδι. Ο Βονιφάτιος εν συνεχεία κατευθύνθηκε προς την Θήβα όπου έγινε δεκτός με χαρά από τους κατοίκους και συνέχισε την πορεία του προς την Αθήνα. Ο μητροπολίτης Αθηνών βλέποντας το μάταιο της αντίστασης επέτρεψε την είσοδο στους σταυροφόρους, οι οποίοι όμως δεν σεβάστηκαν την αρχαία πόλη. Ο W. Millerαναφέρει για την συμπεριφορά των Φράγκων στην Αθήνα: «Οι δε τυχοδιωκτικοί σταυροφόροι δεν εδείχθησαν ευλαβείς προς την μεγάλην μητρόπολιν, ήκιστα ελκυόμενοι υπό τε της αρχαίας δόξης του Παρθενώνος και της ιερότητος της ορθοδόξου εκκλησίας. Διό το μεν πλούσιον θησαυροφυλάκιον της μητροπόλεως ελαφυραγωγήθη, τα δε ιερά σκεύη ανετήχθησαν και τα χειρόγραφα βιβλία, άτινα είχε συλλέξει ο μητροπολίτης, διεσκορπίσθησαν». Την Αττική μαζί με την Θήβα και τη Βοιωτία ο Βονιφάτιος τις παραχώρησε στον Γάλλο ευγενή Otto de la Roche μαζί με τον τίτλο του «δούκα», ενώ η Εύβοια παραδόθηκε στον Φλαμανδό Ιάκωβο d’ Avesnes.
Αφού ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της Θεσσαλίας και της Στερεάς, οι σταυροφόροι με μόλις 100 ιππότες και 400 πεζικάριους πέρασαν τον Ισθμό, όπου για μια ακόμη φορά ο Σγουρός προσπάθησε χωρίς επιτυχία να τους αντιμετωπίσει, και ξεκίνησαν την κατάκτηση της Πελοποννήσου. Στο σημείο αυτό στην εκστρατεία προστέθηκε και ο Γοδεφρείδος Α΄ Βιλλεαρδουίνος ο οποίος από την Συρία όπου βρισκόταν, μόλις έμαθε για τα κατορθώματα των σταυροφόρων, μπάρκαρε για την Πόλη. Μια τρικυμία, όμως, τον ανάγκασε να κατευθυνθεί στην Μεθώνη. Εκεί ο άρχοντας Ι. Καντακουζηνός του προσέφερε καταφύγιο και τον κάλεσε να συμπράξουν για να καταλάβουν αγροκτήματα αντιπάλων αρχόντων, πρόταση που αμέσως δέχτηκε ο Γοδεφρείδος. Αφού ολοκλήρωσε τις αρπαγές στη Μεσσηνία πληροφορήθηκε για τον στρατό του Βονιφάτιου που πολιορκούσε το Ναύπλιο και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Στο στρατό των σταυροφόρων βρήκε και τον παλιό συμπολεμιστή του τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη (Guillaume Ier de Champlitte) και μαζί αποφάσισαν να ολοκληρώσουν την κατάκτηση του Μωριά. Οι βετεράνοι πολεμιστές διείδαν εξ αρχής την αδυναμία και την απροθυμία των ντόπιων πληθυσμών να αντιτάξουν σοβαρή αντίσταση στους ολιγάριθμους, αλλά μπαρουτοκαπνισμένους, «στρατιώτες του Χριστού». Ο W. Miller γράφει σχετικά: «…ο Βιλλαρδουίνος είχε συνίδει το μοιραίον απόρρητον, ότι οι Έλληνες της Πελοποννήσου ήσαν γενεά απόλεμος και ότι η χώρα αυτών θα ηδύνατο να κατακτηθή ευκόλως υπό τολμηρού στίφους Λατίνων». Πράγματι, οι δυο συμπολεμιστές, αφού πήραν την συγκατάθεση του Βονιφάτιου, κατευθύνθηκαν προς την βορειοδυτική Πελοπόννησο. Αναφέρει ο W. Miller για την κατάκτηση των περιοχών αυτών: «Το μεν άστυ των Πατρών εκυριεύθη δια της πρώτης εφόδου, μετά δε την άλωσιν αυτού η ακρόπολις παρεδόθη υπό όρους. Εκ δε της ατειχίστου Ανδραβίδας, της πρωτευούσης της Ήλιδος, οι άρχοντες και ο δήμος εξήλθον μετά των ιερέων, φερόντων τον σταυρόν και τας αγίας εικόνας, και προσεκύνησαν τον Σαμπλίττην υπό τον όρον να φεισθή των κτήσεων αυτών. Οι δε άρχοντες της λοιπής Ήλιδος και της Μεσαρέας, ήτοι της Αρκαδίας, εμιμήθησαν το παράδειγμα της Ανδραβίδας». Στην Ανδραβίδα ο Βιλλεαρδουίνος στην συνάντηση του με τους άρχοντες της περιοχής φάνηκε, εκτός από καλός στρατιώτης, και έξυπνος διπλωμάτης. Εγγυήθηκε την τήρηση των θρησκευτικών νόμων, την διατήρηση του παραδοσιακού συστήματος κληρονομιάς και οργάνωσε μια επιτροπή από 6 Φράγκους και 6 Έλληνες για να καταρτίσουν έναν κατάλογο γαιοκτημόνων. Η μόνη αντίσταση στην επέλαση των Φράγκων εκδηλώθηκε την άνοιξη του 1205, όταν περίπου 4.000 Έλληνες συγκεντρώθηκαν υπό τις διαταγές του Μιχαήλ Α΄ Δούκα, πρώην κυβερνήτη του θέματος Πελοποννήσου, στον ελαιώνα Κούντουρα για να αντιμετωπίσουν τους Φράγκους, χωρίς όμως καμία επιτυχία. Στο «Χρονικό του Μορέως» υπάρχει και η εξής περιγραφή της μάχης:
«Ἐκεῖσε ἐπαρεσύρθηκαν, τὸ λέγουν Κηπησκιάνους,
ὅπου τὸ κράζουν ὄνομα στὸν Κούντουραν ἐλαιῶνα.
Ἦσαν χιλιάδες τέσσαρες, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι.
Οἱ Φράγκοι γὰρ ὡς τὸ ἐμάθασιν πάλε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους,
ὅπου ἤσασιν γὰρ μετ’ αὐτοὺς κ’ ἐξεύρασιν τοὺς τόπους,
ἐκεῖ τοὺς ἐπαρέσυραν, ἦλθαν καὶ ηὕρανέ τους
καὶ πόλεμον ἐδώκασιν οἱ Φράγκοι κ’ οἱ Ρωμαῖοι.
Κ’ οἱ Φράγκοι γὰρ οὐκ ἤσασιν, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι,
μόνοι ἑφτακόσιοι μοναχοί, τόσους τοὺς ἐγνωμιάσαν.
Με προθυμίαν ἀρχάσασιν τὸν πόλεμο οἱ Ρωμαῖοι,
διατὶ ὀλίγους τοὺς ἔβλεπαν, ὕστερα ἐμετενοῆσαν.
Τι νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ καὶ τὶ τὸ διάφορόν μου;
τὸν πόλεμον ἐκέρδισαν ἐτότε ἐκεῖν’ οἱ Φράγκοι˙
ὅλους ἐκατασφάξασιν, ὀλίγοι τοὺς ἐφύγαν.
Αὐτὸν καὶ μόνον πόλεμον ἐποῖκαν οἱ Ρωμαῖοι
εἰς τὸν καιρὸν ποῦ ἐκέρδισαν οἱ Φράγκοι τὸν Μορέαν».
Σε μερικές περιοχές, πάντως, οι Έλληνες κρατούσαν ορισμένα κάστρα. Η Ακροκόρινθος, το Ναύπλιο, το Βελιγκόστι (Μεγαλόπολη), το Νικλί (Τεγέα), η Μονεμβασιά και άλλα μέρη δυσκόλεψαν τους σταυροφόρους που χρειάστηκαν πολιορκητικές μηχανές για να τα καταλάβουν. Στο οχυρό κάστρο του Αράκλοβου, κοντά στην σημερινή Ανδρίτσαινα της Ηλείας, ένας ντόπιος ονόματι Δοξαπατρής Βουτσαράς, άντεξε πέντε χρόνια και το κάστρο έπεσε το 1210. Η προϊούσα κατάπτωση του διοικητικού μηχανισμού του Βυζαντίου, οι εμφύλιες διαμάχες για την κατοχή του θρόνου της Βασιλεύουσας καθώς και η σταδιακή αυτονόμηση των τοπικών αρχόντων συνετέλεσαν σε μεγάλο βαθμό στην εύκολη κατάκτηση της ανατολικής ηπειρωτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Ο W. Miller πολύ σωστά συμπυκνώνει τους λόγους της απρόσκοπτης επέλασης των Φράγκων: «Ούτω, σχεδόν άνευ αγώνος μικρόν σώμα Λομβαρδών, Βουργουνδίων και Γερμανών κατέλυσε την Ηπειρωτικήν Ελλάδα και την Πελοπόννησον, οι δ’ επιχώριοι άρχοντες ενός ή δυο εξαιρουμένων, προτίμησαν της φυγής την προσκύνησιν των κατακτητών. Και δεν υπήρχε μεν ελπίς βοηθείας παρ’ άλλου τινός έθνους, οι δε ιθαγενείς είχον απομάθει το πολεμείν και ένεκα πιέσεων αίτινες εβάρυνον αυτούς είχον αποβή αδιάφοροι ή και αρέσκοντο εις μεταβολήν δεσποτών».
Όσον αφορά τα νησιά του Αιγαίου, αυτά είχαν δοθεί στην Βενετία. Επειδή, όμως, το κόστος για την κατάκτηση τους ήταν υψηλό, αποφασίστηκε να δοθεί το δικαίωμα κατάληψης και κατοχής των νησιών σε ιδιώτες για να ιδρύσουν εκείνοι βενετσιάνικες αποικίες. Ο ανιψιός του Δόγη Δάνδολου, Μάρκος Σανούδος, που βρισκόταν ως δικαστής στην Πόλη, βρήκε την ευκαιρία και αφού ναύλωσε 8 γαλέρες μπάρκαρε για να δημιουργήσει δικό του δουκάτο στο Αιγαίο. Μόνο στη Νάξο συνάντησε κάποιες δυσκολίες, κυρίως διότι στο νησί αυτό ήταν οχυρωμένοι Γενουάτες πειρατές. Μετά από πέντε εβδομάδες πολιορκία η Νάξος έπεσε και έγινε πρωτεύουσα του «Δουκάτου του Αρχιπελάγους» στα 1207. Το δουκάτο αποτελούσαν τα νησιά Νάξος, Πάρος, Αντίπαρος, Μήλος, Κίμωλος, Ίος, Αμοργός, Σίκινος, Σύρος, Φολέγανδρος και Κύθνος. Η Άνδρος δόθηκε στον Μαρίνο Δάνδολο και η Ανάφη στον Λεονάρδο Φώσκολο. Η Θήρα και η Αστυπάλαια περιήλθαν στην κατοχή του Ιάκωβου Βαρότση, ενώ η Τήνος, η Μύκονος, η Σκύρος, η Σκόπελος και η Σκιάθος κατακτήθηκαν από τους αδελφούς Ανδρέα και Ιερεμία Γκίζη. Λίγο αργότερα με την βοήθεια του Δομίνικου Μικέλη και του Πέτρου Ιουστινιάνη προσάρτησαν στο δουκάτο τους την Σέριφο και την Κέα. Τα Κύθηρα αποτέλεσαν κτήση του Μάρκου Βενιέρη, ενώ τα Αντικύθηρα περιήλθαν στην κατοχή της οικογένειας των Βιάριων.
Δυσκολότερο αποδείχτηκε το έργο κατάληψης της Κέρκυρας αφού εκεί βρισκόταν ο Γενουάτης πειρατής Βετράνος. Αυτός είχε οχυρώσει καλά το νησί και φαίνεται ότι έχαιρε και κάποιας εκτίμησης από τους ντόπιους. Στα 1206 όμως οι Βενετοί αφού κατέλαβαν το φρούριο της Κέρκυρας, το «δικόρυφον», εξ ου και η ιταλική παραφθορά Corfu, συνέλαβαν τον Γενουάτη πειρατή και μαζί με 60 συντρόφους του τον εκτέλεσαν προς παραδειγματισμό των Κερκυραίων. Η Κέρκυρα μεταβιβάστηκε σε δέκα Βενετούς ευγενείς που κύριο ρόλο είχαν την συντήρηση των οχυρωματικών έργων και να πληρώνουν κάθε χρόνο 500 χρυσά νομίσματα «μανουηλάτα», ήτοι του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Ο W. Miller αναφέρει για την συγκρότηση της νέας αποικίας: «Επεφύλαξε δ’ η βενετική πολιτεία ειδικά εμπορικά προνόμια εις τους εν τη αποικία υπηκόους αυτής, και κατεβλήθη μεγάλη προσοχή προς την προστασίαν των Ελλήνων όσοι ήθελον πεισθή να ομόσωσι πίστιν εις την Βενετίαν. Εδόθη δ’ εις τους αποίκους η εντολή να μη επιβάλωσιν εις τους ιθαγενείς άλλους φόρους πλην των εθιζομένων κατά τους βυζαντινούς χρόνους, και υπεχρεώθησαν να ευλαβώνται τα υφιστάμενα δίκαια της ελληνικής εκκλησίας». Αντίστοιχα η Ζάκυνθος και η Κεφαλονιά βρίσκονταν στα χέρια ενός άλλου πειρατή του Ματαθαίου Ορσίνι. Μόλις έμαθε για το οικτρό τέλος του Βετράνου αναγνώρισε την επικυριαρχία της Βενετίας. Γενουατική αντίσταση συνάντησαν οι Βενετσιάνοι και στην Κρήτη, όπου βρισκόταν ο πειρατής Ερρίκος Πεσκατόρε. Μια μεγάλη αρμάδα υπό τον Ιάκωβο Τιέπολο κατάφερε να διώξει τους Γενοβέζους και να σταθεροποιήσει την θέση της Βενετίας στο νησί μέχρι το 1212.
Παρά τη διάλυση της Ανατολικής Ρωμαικής Αυτοκρατορίας στα 1204 τρία ελληνικά κράτη σχηματίστηκαν και προσπάθησαν να ανασυστήσουν, το καθένα ξεχωριστά, την αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου με την Ήπειρο, μέρος της Αλβανίας και την Ακαρνανία, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας στην ανατολική Μ. Ασία και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στην Μαύρη Θάλασσα. Απέναντι στα φραγκικά κράτη της Ελλάδας τα τρία αυτά βασίλεια ακολούθησαν διαφορετικές πολιτικές, ενώ ποτέ δεν κατάφεραν να συνασπιστούν για να τα αντιμετωπίσουν. Η διάσπαση των Βυζαντινών ήταν ο κυριότερος λόγος που οι κατακτητές μπόρεσαν να στεριώσουν τις βαρονίες τους στο χώρο της νότιας Βαλκανικής. Επίσης, οι βυζαντινοί «προνοιάριοι» με τις καταπιέσεις και την εκμετάλλευση των αγροτών είχαν δημιουργήσει αγανάκτηση στο λαό, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν ήταν διατεθειμένος να θυσιαστεί για τα προνόμια των τοπικών κυρίαρχων. Η πτώση της Πόλης και του βυζαντινού διοικητικού μηχανισμού, που οδήγησε στην αποσυγκεντρωποίηση της εξουσίας, είχε δημιουργήσει μια νέα γενιά επαρχιακών φεουδαρχών ασύδοτων και ανεξέλεγκτων, ενώ παράλληλα είχε αυξήσει την καταπίεση των ελεύθερων μικρογεωργών και της μεγάλης μάζας των δουλοπαροίκων. Σε πλήθος περιπτώσεων ο απλός λαός υποδέχονταν τους εισβολείς θερμά ευελπιστώντας σε καλυτέρευση της θέσης του. Αλλά οι ελπίδες των αγροτικών μαζών γρήγορα διαψεύστηκαν. Οι σταυροφόροι ήρθαν σε συμβιβασμό με τους βυζαντινούς άρχοντες και οι ίδιοι αποδείχτηκαν εξίσου καταπιεστικοί. Σε πολλές περιπτώσεις προσπάθησαν να επιβάλλουν τη δική τους γλώσσα και ανάγκαζαν τους ντόπιους να ασπαστούν τον καθολικισμό. Οι δε ορθόδοξοι κληρικοί φρονούσαν ότι κάθε ενεργητική αντίσταση ενάντια στους Φράγκους ήταν μάταιη…
Διαβάστε:
- W. Miller, «Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι», εκδ. Ελληνική εκδοτική εταιρεία.
- Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», εκδ. 20ος Αιώνας.
- P. Lock, «Οι Φράγκοι στο Αιγαίο», εκδ. Ενάλιος.
- Κ. Παπαρηγόπουλος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», εκδ. Αλέξανδρος.
Ο Μανόλης Πλούσος είναι ιστορικός.