Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων επιχείρησε την τελευταία εκστρατεία εναντίον του Σουλίου τον Ιούνιο του 1800. Είχαν προηγηθεί κατά καιρούς και άλλες άλλες επιθέσεις κατά της «πολεμικής δημοκρατίας των Σουλιωτών», χωρίς όμως σοβαρό αποτέλεσμα· αν και μόλις «τριακόσια τουφέκια» στις αρχές, σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιότερων, οι Σουλιώτες πολεμιστές κατάφεραν να επιβιώσουν στο επικίνδυνο πολεμικό περιβάλλον της Ηπείρου, αντιμετωπίζοντας τις δυνάμεις των ντόπιων μουσουλμάνων μπέηδων, των ισχυρών αγάδων της Παραμυθιάς και φυσικά τα στρατεύματα του εκάστοτε πασά των Ιωαννίνων. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες παλαίμαχων μαχητών που καταγράφει ο Χριστόφορος Περραιβός, πρώτος επιχείρησε να προσβάλλει το Σούλι ο Ασλάν (=λιοντάρι) Πασάς, με οχτώ χιλιάδες στρατιώτες, κι ακολούθησαν, σε απροσδιόριστο χρόνο, ο Μουσταφά πασάς (με 7 χιλιάδες), ο Δόσμπεϊν πασάς (με 8 χιλιάδες), ο Μαξούτ αγάς (με 6 χιλιάδες) και ο Σουλεϊμαν Τζαπάρης με 9 χιλιάδες άντρες. Όλες οι επιθέσεις αντιμετωπίστηκαν από λίγες εκατοντάδες εμπειροπόλεμους μαχητές, οι οποίοι ήταν εξασκημένοι στον ορεινό κλεφτοπόλεμο. Οι δυνάμεις που συγκέντρωσε ο Τζαπάρης, σύμφωνα πάντοτε με τον Περραιβό, ηττήθηκαν μεταξύ Κιάφας και Σαμωνίβας και καταδιώχθηκαν ανηλεώς, χωρίς να καταφέρουν να ενωθούν με το σώμα των επικεφαλής αγάδων που βρισκόταν κοντά στο Σούλι. Οι αγάδες με τη σωματοφυλακή τους κλείστηκαν στο ναό του Αγίου Γεωργίου και συνελήφθησαν ζωντανοί μ’ ένα στρατήγημα του Δήμου Δράκου, ο οποίος ξήλωσε τη στέγη του ναού κι εξαπέλυσε σμήνος μελισσών στο εσωτερικό του. Οι Τούρκοι τελικά γλίτωσαν τη ζωή τους, αφού πλήρωσαν αρκετές χιλιάδες γρόσια ως λύτρα.
Και η πρώτη οργανωμένη εκστρατεία του Αλή πασά των Ιωαννίνων, την άνοιξη του 1789, με αρκετές χιλιάδες Τουρκαλβανούς πολεμιστές, κατέληξε σε πανωλεθρία, ενώ οι στρατιώτες του κυνηγήθηκαν άγρια μέχρι τις παρυφές της πόλης των Ιωαννίνων· λέγεται ότι μόλις 140 επέστρεψαν ζωντανοί από το τρομερό Κακοσούλι. Ο πασάς θα επιτεθεί ξανά, μετά από δύο χρόνια, και θα βρει τους Σουλιώτες στην ακμή της δύναμής τους:
«Αι ραδιουργίαι των Ρώσων πρακτόρων είλκυσαν την προσοχήν του Σουλτάνου επί των υποθέσεων του Σουλίου τω 1792, και ο Σελίμ Γ’ διέταξε τον Αλή ν’ ανανεώση τας επιθέσεις του εναντίον ενός μέρους το οποίο θεωρείτο παρά τη Πύλη ως φωλεά προδοσίας, όπως και ως τροφείον ληστείας. Όταν η Ρωσία εγκατέλειπε τους Ορθοδόξους προστατευόμενούς της κατά την ειρήνην του Ιασίου, ο Αλής και πάλιν προσέβαλε τους Σουλιώτες. Η δύναμίς των ήτο τώρα τόσον μεγάλη, ώστε το Σούλι απετέλει μικράν δημοκρατίαν. Υπέρ τα εξήκοντα χωρία και επαυλίσματα, κατοικούμενα από Χριστιανούς αγρότας, επλήρωναν φόρον εις τους Σουλιώτας. Ο φόρος ούτος, άλλως, συνίστατο μόνον εις μικρόν μέρος του προϊόντος του εδάφους. Το Σουλιώτικον έδαφος κατ’ εκείνον τον χρόνον εξετείνετο εφ’ όλον το ορεινόν διαμέρισμα εκατέρωθεν του Αχέροντος, μέχρι της δυτικής όχθης της Χαράδρας. Αλλά η κοινότης των Σουλιωτών συνίστατο μόνον από 450 οικογένειες, διαιρούμενας εις δεκαεννέα φάρες, ήτοι ενώσεις οικογενειών. Η στρατιωτική δύναμις δεν υπερέβαινε του 1.500 άνδρες.»
Στη διάρκεια του τελευταίου πολέμου των Σουλιωτών (1800-1803) αναδείχθηκε η μορφή του καλόγερου Σαμουήλ ή παπά – Σαμουήλ, όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, ο ιερομόναχος Σαμουήλ εμφανίστηκε στο Σούλι, γύρω στα 1800, αποφασισμένος να πολεμήσει εναντίον των «απίστων» μουσουλμάνων. Πριν προχωρήσουμε, ας πούμε λίγα λόγια για το Σούλι και τους κατοίκους του. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αναφέρει τους Σουλιώτες ως «κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών»: «Ήσαν δε οι Σουλιώτες κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών και εις των επιφανέστερων γόνων του συνοικεσίου των δύο φυλών του από της 14ης εκατοναετηρίδος αρξάμενου και τελούμενου μέχρι της σήμερον. Η αλβανική εκράτυνε το μάχιμον της ελληνικής πνεύμα, η δε ελληνική ενεφύσησεν εις την αλβανικήν τα ευγενέστατα αισθήματα της φιλοπατρίας, της φιλομαθείας και της ευνομίας.»
Ο ιστορικός Γεώργιος Φίνλεϊ τους θεωρεί κλάδο των Τσάμηδων: «Οι Σουλιώται ήσαν κλάδος των Τσάμηδων, μιας των μεγάλων διαιρέσεων των Τόσκων. Η σύνθεσις της κονότητός των είναι άξια μνείας. Οι Σουλιώται εκατοίκουν διαμέρισμα συνιστώμενον από απότομους δειράδας γυμνών και κρημνωδών ορέων, υπερκείμενων του ρεύματος του Αχέροντος· ο ποταμός ούτος, ενούμενος με τον Κωκυτόν εις τον χθαμαλώτερον ρουν, σχηματίζει ελώδη λίμνην, και καθιστά τη χώραν παρά το στόμιον του τόσο νοσώδη, ώστε θεωρείται η βραχύτατη οδός προς τα πέραν του τάφου βασίλεια. Εις την άμεσον γειτονία του Σουλίου, τα όρη παρέχουσιν μόνο στενήν άνοδον δι’ αίγας· άλλ’ όταν ανέλθη τις, ευρείαι δειράδες εκτείνονται καλυπτόμεναι υπό δρυών· και υψηλότερον ακόμη, αι υψίκρημνοι κορυφαί προέχουσιν εις βραχώδεις λοφιάς υπεράνω δασών εκ πευκών.»
Το Σούλι ήταν χτισμένο σε φυσικά απόρθητη τοποθεσία, κι επιπλέον υπήρχαν πολλές απλές λίθινες αλλά αποτελεσματικές οχυρώσεις και πλήθος έτοιμα ταμπούρια· ουσιαστικά, ολόκληρος ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των σουλιώτικων οικισμών ήταν πολεμικός· ακόμα και τα σπίτια ήταν μικρά πέτρινα φρούρια, με πολεμίστρες και μασγάλια, επειδή οι φονικές έριδες ανάμεσα στις σουλιώτικες φάρες δεν σταματούσαν σχεδόν ποτέ. Τα σουλιώτικα γένη κατοικούσαν σε χωριστούς μαχαλάδες. Τα παιδιά, από την ηλικία των επτά χρονών, αρχίζουν να εκπαιδεύονται στη χρήση των όπλων και στην τακτική του Σουλιώτικου ορεινού κλεφτοπολέμου. Σύμφωνα με τον παρατηρητικό Φίνλεϊ, στα δεκατέσσερά τους χρόνια, οι νεαροί εντάσσονται υπό της διαταγές κάποιου καπετάνιου της φάρας και θεωρούνται κανονικοί μαχητές. Φυσικά, ήταν ταχύτατοι και άριστοι σκοπευτές: «Η δύναμις του Σουλίου ενέκειτο εις την δυσκολίαν να πλησιάσει τις τούτο μετά μεγάλου σώματος ανδρών, και του να προσβάλη άνδρας εξησκημένους εις το τουφέκι εντός λιθίνων κτιρίων χωρίς να έχει κανόνια.»
Ο Φίνλεϊ, Άγγλος φιλέλληνας σκωτσέζικης καταγωγής, ήρθε στην Ελλάδα ως εθελοντής και πολέμησε υπό τις διαταγές του φιλέλληνα πλοιάρχου Άστιγξ για δυό χρόνια περίπου. Γνώρισε προσωπικά πολλούς Σουλιώτες, όπως και τους περισσότερους οπλαρχηγούς της Ρούμελης, του Μοριά και της Ηπείρου. Τοποθετεί την ίδρυση ή τουλάχιστον την ισχυροποίηση της κοινότητας του Σουλίου στις αρχές του 1700: «Η αναρχία ήτις επεκράτησε κατά τας νικηφόρους εκστρατείας των Βενετών υπό τον Μορωζίνην και η εκχώρηση του Μορέως διά της συνθήκης του Καρλοβιτσίου τω 1699 εβίασε πολλούς Χριστιανούς να σχηματίσωσιν ενόπλους λόχους προς υπεράσπισιν των εναντίον ανόμων ληστών. Επειδή οι Ορθόδοξοι Έλληνες ήσαν εν γένει τόσον απρόθυμοι ν’ αντισταθώσιν εις την κυβέρνησιν του Σουλτάνου, όσον ήσαν και να ενωθώσιν με τους Καθολικούς Βενετούς, οι πασάδες της Αλβανίας και της Βορείου Ελλάδος ευνόουν την πολεμικήν ζέσιν των ορθοδόξων κοινοτήτων. Μερικοί εκ των λόχων των ενόπλων Χριστιανών, οίτινες εσυγχύσθησαν με τους αρχαίους αρματωλούς, χρονολογούνται μόνον από της περιόδου ταύτης και η κοινότης των Σουλιωτών δεν δύναται ν΄αναχθή εις αρχαιοτέραν προέλευσιν.»
Ο Μπαρτόλδυ γράφει σχετικά: «Απόγονοι Αλβανών χριστιανών από τη φάρα των Τσάμηδων, οι Σουλιώτες είχαν αποσυρθεί τον ΙΖ’ αιώνα στα άγρια βουνά που διαγράφονταν σαν φωλιές γυπών πάνω από τις χαράδρες του Αχέροντα.» Γύρω στο 1730, φαίνεται ότι οπλοφορούσαν περίπου εκατό σουλιώτικες οικογένειες, δεν είναι όμως ακριβώς γνωστό πότε αναγνωρίστηκε αυτό το δικαίωμα από τον πασά των Ιωαννίνων. Οι ένοπλοι Σουλιώτες ήταν αρχικά «φύλακες μικρού χριστιανικού διαμερίσματος», επί του οποίου ασκούσαν το «κύρος υπέρτερων τιμαριούχων.» Όπως αναφέρει ακόμη ο Φίνλεϊ, αν και «η κτήσις τους ήταν μικρά», περιφρονούσαν «πάσαν εργασίαν όσον και ο πλέον υπερήφανος μουσουλμάνος.»
«Έτσι τόχει η πατρίδα μας, έτσι τόχει το Σούλι
Από τουφέκι και σπαθί κανείς να μη γλιτώσει
Καθώς κι οι πατεράδες μας, έτσι κι εμείς να πάμε!»
Δημοτικό για τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη.
Ο Σπ. Αραβαντινός θεωρεί τους Σουλιώτες «μιγάδα λαό», καταγόμενο από Χριστιανούς Αλβανούς κι Έλληνες της γύρω περιοχής: «Καθ’ ημάς η χώρα εν η τα ερείπια των τεσσάρων πρωτευουσών Σουλιώτικων κωμών, ακατοίκητος ούσα κατά το δεύτερον ήμισυ τη ΙΖ’ εκατονταετηρίδος, συνωκίσθη υπό φυλής επήλυδος Αλβανικής ευαρίθμου προερχόμενης εκ των Χριστιανικών Αλβανικών συνοικισμών των πέριξ Θεσπρωτικών χωριών. Η φυλή δε αύτη έδωκεν εις την πρώτην συνοικισθείσαν κώμην το όνομα Σούλι, όπως και άλλα εν έτεραις Αλβανικαίς χώραις καλούνται χωρία· τούτο δε γενικευθέν κατόπιν μετεδόθη τοις τε κατοίκοις και τη λοιπή περιοχή. Γεωγραφικώς δε τυγχάνει βεβαιωμένον, ότι πολλαί κώμαι εν τε τη Ηπείρω και εν άλλαις χώραις της Ελλάδας ύπ’ Αλβανών κατοικηθείσας φέρουσι το όνομα Σούλι.»
Κατά τον ίδιο,«τα ήθη και έθιμα του μιγάδος λαού μετείχον εκατέρας των φυλών, εξ ων απετελείτο· η τε Αλβανική και Ελληνική γλώσσα ομιλείτο παρ’ αυτοίς, τα δε άσματα και τα μοιρολόγια ήσαν ελληνικά.» Το έθιμο της βεντέτας, οι ακατάπαυστες διχόνοιες και η μπέσα, η πίστη στα συμφωνημένα, μαρτυρούν την αλβανική καταγωγή των Σουλιωτών. Ωστόσο, ξένοι και άλλοι που γνώρισαν από κοντά τους Σουλιώτες στην Κέρκυρα (μεταξύ 1803 – 1820 περίπου) αναφέρουν ότι τραγουδούσαν και στην αλβανική – αρβανίτικη γλώσσα. Ο μικρός αρχικά πληθυσμός που εγκαταστάθηκε στο Σούλι αυξήθηκε με τον καιρό, καθώς ερχόταν αδιάκοπα σ’ επιμιξίες κι επιγαμίες με τους Χριστιανούς Έλληνες της περιοχής. Από τις επιμιξίες αυτές, συνεχίζει ο Σπ. Αραβαντινός, «δεν απέβαλλον μεν οι επήλυδες της αρχικής φυλής τα γνωρίσματα», ούτε όμως συγχωνεύτηκαν με το ιθαγενές ελληνικό στοιχείο, όπως συνέβη με πολλούς Σλάβους και Βουλγάρους επιδρομείς. Σύμφωνα με τον ίδιο, στο εθνολογικό κράμα που προέκυψε «υπερέβαλλε μεν το αλβανικόν στοιχείον», αλλά, εξαιτίας του κοινού θρησκεύματος και των «κοινών παθημάτων και πόθων», ο πληθυσμός θεωρούσε τον εαυτό του ελληνικό, καυχώμενος μάλιστα για την ελληνική καταγωγή του, όπως φαίνεται σ’ επιστολές προς την αυτοκράτειρα Αικατερίνη της Ρωσίας.
Ο Βελή πασάς, στην αλληλογραφία με τον πατέρα του, ονομάζει τους Σουλιώτες Ρωμέους. Ρομέγους τους αποκαλεί και ο μουσουλμάνος αξιωματούχος του Αλή Μπεκίρ Τζογαδούρος: «Ακόμη, εφένδη μου, δόστους κι έναν παπάν ότι οι Ρομέγη χωρής παπάν δεν ημπορούν να γκάμουν.» Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μεταφράζει το Albanians του Φίνλεϊ ως Αλβανόφωνοι, Ελληναλβανοί ή Αλβανοί, αναλόγως.
Ο Σπ. Αραβαντινός απορρίπτει ως αβάσιμη την παράδοση που θέλει τους πρώτους Σουλιώτες οικιστές ν’ αρπάζουν παρθένες κόρες απ’ τα γειτονικά χωριά και να τις παντρεύονται, επειδή μετανάστευσαν μαζί με γυναίκες, συνεπώς δεν υπήρχε έλλειψη, και γιατί θα μπορούσαν να παντρευτούν έτσι κι αλλιώς με ορθόδοξες Χριστιανές από τα χωριά της περιοχής, όπως άλλωστε συνέβαινε για αιώνες. Ωστόσο, η αναφορά της παράδοσης αυτής δείχνει πιθανόν την έκταση της επιγαμίας, τουλάχιστον αρχικά, ενώ δεν είναι βέβαιο πως μπορούσαν οι φτωχοί Σουλιώτες να βρουν τόσο εύκολα γυναίκες να παντρευτούν. Αξίζει πάντως να σημειώσουμε ότι σπανιότερα κόρη του Σουλίου έφευγε από τον τόπο της, ενώ οι νύφες από άλλες περιοχές εγκαθίσταντο μόνιμα στο Σούλι. Οι γάμοι των Σουλιωτών εντάσσονταν σε μια ευρύτερη πολιτική συμμαχιών της σουλιώτικης κοινωνίας, η οποία εξασφάλιζε τη δημογραφική της επιβίωση και πολύτιμη βοήθεια σε περίπτωση πολέμου. Αναφέρονται συχνά συμπεθεριάσματα με αρματολούς Έλληνες της Ηπείρου και της Ρούμελης – ειδικά το χωριό Σκάπετα και η Πρέβεζα προμήθευαν σταθερά γυναίκες- Ελληνίδες συζύγους στο Σούλι. Ο πληθυσμός των Σουλιώτικων χωριών αυξάνεται ακόμη λόγω του φόβου των εξισλαμισμών και του λεγόμενου παιδομαζώματος. Φυσικά, δύσκολα ένας οθωμανός αξιωματούχος θα τολμούσε να στρατολογήσει με τη βία τα παιδιά των Σουλιωτών για το σώμα των γενιτσάρων: τέτοιες πράξεις, όπως και κάθε είδους ατιμώσεις των ορθόδοξων χριστιανών στα σουλιωτοχώρια, προκαλούσαν συχνά κανονικές εξεγέρσεις, ενώ υπήρχαν πάντα μέλη κάποιας φάρας που ήταν σε θέση να ξεπλύνουν με τα όπλα τη ντροπή – παρά τα όσα γράφονται συχνά, σημαντικός αριθμός χριστιανών ραγιάδων, ειδικά στα ορεινά, οπλοφορούσε, νόμιμα ή παράνομα, ενώ στα βουνά δρούσαν αρκετές χιλιάδες κλέφτες και αρματολοί. Όπως αναφέρεται, και μόνον η έξοδος μιας σπείρας πολεμιστών από τα βουνά του Σουλίου προκαλούσε μεγάλες ανησυχίες σε χριστιανούς και μουσουλμάνους περίοικους. Η πολεμική δεινότητα, η τόλμη και η ανδρεία των Σουλιωτών ήταν γνωστή σε όλους.
Σύμφωνα με τον Περραιβό, κατά την πρώτη οργανωμένη επίθεση του Αλή, πριν ακόμα προχωρήσουν τα στρατεύματα προς το Σούλι, οι παράτολμοι Σουλιώτες σχεδίαζαν να σκοτώσουν ή να πιάσουν ζωντανό τον ίδιο τον πασά, που είχε στήσει σκηνές με 400 «εκλεκτούς στρατιώτες» κοντά στο γενικό στρατόπεδο· με νυχτερινή αιφνιδιαστική πορεία τριακόσιοι Σουλιώτες βρέθηκαν ταχύτατα στη θέση, όμως ο πασάς είχε αποχωρήσει, ειδοποιημένος από έναν «γανωτή», που έτυχε να βρίσκεται τότε στο Σούλι κι έμαθε την απόφαση. Στη δεύτερη πολιορκία θα επιχειρήσουν το ίδιο με 1.600 μαχητές, ο πασάς όμως και πάλι θ’ απομακρυνθεί εγκαίρως πριν γίνει η νυχτερινή επίθεση. Ο αριθμός των 1.600 μαχητών πρέπει να θεωρείται αρκετά μεγάλος – ο Φίνλεϊ γράφει ότι πειθαρχημένο σώμα 700 Σουλιωτών ήταν κάτι σαν «πολωνική δίαιτα», δηλαδή αδύνατο να συγκεντρωθεί.
«Το φρόνημα και η παλικαριά των κατοίκων του προάσπιζαν το Σούλι περισσότερο από τα φυσικά ή τεχνητά οχυρά του. Φύσεις πολεμοχαρείς, περιφρονούσαν το εμπόριο ή τις τέχνες και μόνο η κτηνοτροφία και η αρπαγή θεωρούνταν άξιες ασχολίες για άντρες. Από δέκα χρόνων πιάνανε τα όπλα και δεν τ’ αποχωρίζονταν σ’ όλη τους τη ζωή. Ο βίος του Σουλιώτη ήταν διαρκής αγώνας γεμάτος περιπέτειες και στερήσεις. Ακόμα και οι γυναίκες στην ανάγκη πετούσαν τη ρόκα και τον αργαλειό και άρπαζαν τα όπλα.»
Μέντελσον Μπαρτόλδυ
Οι Σουλιώτες ήταν λοιπόν δίγλωσσοι, και ασφαλώς κάποιοι μιλούσαν κι έγραφαν στοιχειώδη ελληνικά· όπως φαίνεται από πολλές επιστολές που δημοσιεύτηκαν, το γλωσσικό ελληνικό ιδίωμα των Σουλιωτών έχει πολλές ομοιότητες με την ηπειρώτικη λαϊκή διάλεκτο. Οι συνεχείς σκληροί αγώνες των Σουλιωτών εναντίον των Τούρκων, μνημονεύονται και από τον Ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας. Αφού μπορούν μια χούφτα γιδοκλέφτες να ξεφτιλίζουν τους Οθωμανούς κατακτητές και να ζουν ελεύθεροι, μπορούμε να φανταστούμε τι θα πετύχαινε μια πανστρατιά των υπόδουλων Ελλήνων και χριστιανών:
«Τίς ἄλλη, παρακαλῶ, ἠμποροῦσε νὰ ἦτον ἡ αἰτία, εἰμὴ ὁ ἔρως τῆς ἐλευθέρας ζωῆς; Μήπως δὲν ἦτον καὶ ἄλλα χωρία εἰς τὴν Ἤπειρον, ἄξια νὰ ἐναντιωθῶσι τοῦ τυράννου; Διατί τάχατες ὅλα κλίνουν τὸν αὐχένα; Δὲν ἦτον, ἴσως καὶ μεγαλείτερα, καὶ εἰς ἰδίαν καλὴν τοποθεσίαν, καθὼς τὸ Σοῦλι; Ἔ! φανερὰ εἶναι, ἀδελφοί μου, ἡ αἰτία: ὅσα ὑποδουλώθησαν παρ᾿ αὐτοῦ, ἦτον καὶ πρότερον ὑποδουλωμένα, καὶ μόνον ἄλλαξαν τύραννον. Τὸ Σοῦλι ὅμως, μόνον τὸ Σοῦλι, δὲν ὑποτάσσεται, ἀλλ᾿ ἀψηφεῖ τὸν τύραννον· ὅσον ἀγαπᾶ τὴν ἐλευθερίαν του, τὸν πολεμεῖ, τὸν νικᾷ, καὶ τὸν καταπατεῖ μὲ τοὺς πόδας του.»
Και παρακάτω:
«Καί, τέλος πάντων, βλέποντες ἓν τόσον μικρὸν χωρίον, ἀπὸ μόνον χιλίους διαυθεντευτάς, χωρίς τινα μάθησιν, οὔτε προητοιμασίαν, νὰ φυλάττεται σῶον διὰ τόσους χρόνους, ἐναντίον ἑνὸς τυράννου τόσον μεγάλου, ἂς συλλογισθοῦν προσεκτικῶς, ὁποίων μεγάλων κατορθωμάτων εἶναι πρόξενος ἡ ἐλευθερία, καὶ ἂς βεβαιωθῶσι πλέον, ὅτι μόνον τὸ ὄνομα τῆς ἐλευθερίας φθάνει, διὰ νὰ δειλιάσῃ τὰς ἀνάνδρους καρδίας ὅλων τῶν μιαρῶν τυράννων τῆς γῆς.»
Κι ενώ είναι προφανές ότι η οργάνωση ελληνικού τακτικού στρατού θα έδινε σημαντικά πλεονεκτήματα στους Έλληνες επαναστάτες, προς το παρόν, οι μόνοι που μπορούν με τα όπλα ν’ αμφισβητήσουν την οθωμανική κυριαρχία είναι οι κλέφτες, οι αρματολοί και οι ανυπότακτοι ορεσίβιοι πληθυσμοί, στη Μάνη, στο Σούλι, στ’ Άγραφα, στα ορεινά της Μακεδονίας και αλλού. Όπως εύστοχα επισημαίνει και ο Περραιβός, δεν θα τολμούσαν ποτέ οι «ασήμαντοι και απειροπόλεμοι» ραγιάδες να κινηθούν, χωρίς τους εμπειροπόλεμους καπεταναίους και τους Σουλιώτες. Μετά την κατάκτηση της Πρέβεζας, ο Αλής σχεδιάζει την κατάληψη της Πάργας, που βρίσκεται υπό την προστασία των Ενετών. Δέκα Σουλιώτες φτάνουν στην Πάργα και καταστρώνουν άμεσα σχέδιο για τη στρατιωτική αντιμετώπιση της απειλής του πασά των Ιωαννίνων: τετρακόσιοι μαχητές θα στέλνονταν άμεσα στην πόλη σε περίπτωση επίθεσης κι άλλοι πεντακόσιοι θα χτυπούσαν νύχτα τις πλάτες των επιτιθέμενων.
Σουλιώτες και Παρασουλιώτες
Το όνομα Σουλιώτες έφεραν μόνο οι κάτοικοι του λεγόμενου «τετραχωρίου» (Κακοσούλι, Κιάφα, Αβαρίκο, και Σαμονέβα), αυτοί που κατά βάση παρείχαν προστασία στον γεωργικό πληθυσμό· όσοι έμεναν στο «επταχώρι» καλούνταν Παρασουλιώτες, ενώ οι άλλοι χωρικοί της περιοχής διακρίνονταν από την ονομασία του χωριού τους. Στο επταχώρι είχαν μετοικήσει κατά καιρούς σουλιώτικα γένη και διέμεναν μαζί με άλλους Χριστιανούς της περιοχής. Οι Σουλιώτες του επταχωρίου συμμετείχαν στη γενική πολεμική συνέλευση των Σουλιωτών, κυρίως σε περιπτώσεις σοβαρής στρατιωτικής απειλής κατά του Σουλίου· οι μαχητές που έδινε το επταχώρι και τα υπόλοιπα χωριά υπολογίζονται σε 300 με 600 διαλεγμένους άνδρες περίπου. Σε κάθε περίπτωση, οι επίλεκτοι μάχιμοι Σουλιώτες δεν ξεπερνούσαν τους 1.200 – 1.500 καλά οπλισμένους κι εκπαιδευμένους μαχητές. Κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων κατά του Σουλίου, οι κάτοικοι των χωριών που βρίσκονταν υπό σουλιώτικη προστασία έμεναν γενικά στα σπίτια τους, μαζί με πολλά γυναικόπαιδα των Σουλιωτών, εκτός από το ένοπλο σώμα που αναφέραμε. Ωστόσο, οι εκάστοτε επιτιθέμενοι στο Σούλι, αν και γνώριζαν τι συνέβαινε, δεν τολμούσαν να επιτεθούν κατά των χωριών αυτών, από φόβο μήπως οι κάτοικοί τους οπλιστούν μαζικά εναντίον τους και υπέρ των Σουλιωτών.
Σε πολλές περιπτώσεις, τα ίδια τα χριστιανικά χωριά ζητούσαν την προστασία των Σουλιωτών, προκειμένου ν’ απαλλαγούν από τις καταπιέσεις των μουσουλμάνων και τον επώδυνο φόρο του «παιδομαζώματος». Κάποιος Καλέντζης, χριστιανός προεστός στο Αλποχώρι, απευθύνεται στον Γιώργο Μπότσαρη για να πληρώσει το χρέος της κοινότητάς του, με αντάλλαγμα την «προστασία» του χωριού από τη φάρα του εν λόγω οπλαρχηγού. Ο Καλέντζης ήταν κρατούμενος στις φυλακές των Ιωαννίνων, λόγω του συλλογικού χρέους της κοινότητας, και αποφυλακίστηκε, αφού ο Μπότσαρης πλήρωσε τα οφειλόμενα στον πασά. Τις επόμενες μέρες, ο επικεφαλής της κοινότητας κάλεσε στο σπίτι του τους Σουλιώτες καπετάνιους Μπότσαρη, Μπούσμπο, Δαγκλή, Ζέρβα και Μαλάμο και τους πρότεινε ξεκάθαρα ν’ αναλάβουν την ένοπλη προστασία του Αλποχωρίου, εκδιώκοντας τους Μωαμεθανούς· για την εξόφληση του χρέους προς τον Μπότσαρη, συμφωνήθηκε να καταβάλλεται «ετήσιον γεώμορον», ένα μέρος δηλαδή της αγροτικής παραγωγής. Επιπλέον, αποφασίζεται να «εφαρμοστεί το μέτρο» και σε γειτονικά χωριά, που ανήκαν επίσης σε Οθωμανούς. Πράγματι, οι Σουλιώτες, ενισχυμένοι από τους Χριστιανούς του Αλποχωρίου, βάζουν τα ξημερώματα φωτιά στους πύργους των «Σουμπασιάδων», σκοτώνουν τους μουσουλμάνους φρουρούς και ανακηρύσσουν το Αλποχώρι «αυτόνομο». Αμέσως μετά, και πάλι αιφνιδιαστικά, στράφηκαν εναντίον του Παλιοχωρίου, του Σκιαδά και της Ρουσιάστας κι έκαναν τα ίδια, παρά την ισχυρή αντίσταση που συνάντησαν. Αργότερα, μέχρι το 1744, οι Σουλιώτες έδιωξαν τους Τούρκους κι από άλλα οχτώ χωριά της περιοχής.
Στη Λάκκα Σουλίου, στο χωριό Δερβίσιανα, ο Σουλιώτης Φώτος Γούσης, με την βοήθεια συγγενών του από το Σούλι και τη σύμπραξη των ντόπιων Χριστιανών, έδιωξαν τους μουσουλμάνους Αλβανούς που κατοικούσαν στο χωριό, μαζί με τις τοπικές φρουρές· ολόκληρη η Λάκκα κηρύχτηκε «ελεύθερη και αυτόνομος». Τέτοιες ενέργειες συνέβαλαν σημαντικά στην εδραίωση του χριστιανικού στοιχείου στην Ήπειρο κι αποτέλεσαν αποτελεσματικό φραγμό στους εξισλαμισμούς και την αναγκαστική μετανάστευση των κατοίκων.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι όλα τα σουλιώτικα γένη δεν βρίσκονταν στην ίδια οικονομική κατάσταση. Ορισμένες φάρες, όπως οι Μποτσαραίοι, χάρη στον μεγάλο αριθμό των ενόπλων που διέθεταν και στις ικανότητες των καπεταναίων τους, φαίνεται ότι είχαν σχετική οικονομική άνεση. Είναι γνωστό επίσης ότι σε πολλές περιπτώσεις, πριν την τελική σύγκρουση, Σουλιώτες οπλαρχηγοί υπηρέτησαν ως αρματολοί του Αλή πασά σε περιοχές της Ηπείρου. Τέτοια ήταν και η περίπτωση του Γιώργη Μπότσαρη, ο οποίος είχε γεράσει πολεμώντας τους Τούρκους, και βρέθηκε τελικά στην υπηρεσία του πασά, στην περιοχή Λάκκα Σούλι («ρέθι» του Μπότσαρη), όπου φέρεται να κατείχε και ακίνητη περιουσία. Οι μικρότερες φάρες, μάλλον φτωχές κατά κανόνα κι εξαρτώμενες από τον πόλεμο, δηλαδή την παροχή προστασίας, τη μισθοφορία και τη ληστεία, δρουν σχεδόν ανεξέλεγκτα, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τα μέσα για την επιβίωσή τους. Γενικότερα, οι Σουλιώτες, όπως και άλλοι ορεσίβιοι χριστιανικοί πληθυσμοί χαρακτηρίζονται συχνά ως άρπαγες, αντάρτες και φιλοχρήματοι. Σε μια περίπτωση, μέλη μιας μικρότερης φάρας είχαν κλέψει τριακόσια γιδοπρόβατα από περιοχή που προστάτευε το «κόλι» των Μποτσαραίων και ο γηραιός καπετάνιος μεταβαίνει αυτοπροσώπως στο Σούλι, για να ζητήσει το λόγο και την επιστροφή των κλοπιμαίων. Στις κατηγορίες και τις απαιτήσεις του Μπότσαρη, οι δράστες θ’ απαντήσουν ευθέως: «Μπάσια Γιώργο, είσαι πλούσιος κι από φτώχεια δεν ξέρεις».
Κανένας απ’ τους παριστάμενους δεν αποδοκίμασε την «αυθάδην προς τον αρχηγόν γλώσσαν». Ο καπετάνιος, αφού έμεινε για λίγο σιωπηλός, σηκώθηκε κάτωχρος και αγανακτισμένος λέγοντας τα εξής παροιμιώδη: «Σαράντα χρόνια Μπότσαρης και τώρα μπασιά-Γιώργης.»· στη συνέχεια έφυγε θυμωμένος από το τετραχώρι, «ομόσας σκληράν εκδίκησιν» κατά των συμπατριωτών του, «αλλά και της πατρίδας του, δυστυχώς», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Σπ. Αραβαντινός. Η φράση υπονοούσε ασφαλώς το γεγονός ότι ο Μπότσαρης είχε ουσιαστικά περάσει στην υπηρεσία του Αλή, ως έμμισθος αρματολός· η λέξη «μπασιάς» σημαίνει τον προεστό, τον προύχοντα.
Αν και οι επιχειρήσεις των Σουλιωτών στρέφονταν συχνά κι εναντίον των χριστιανών της περιοχής, οι τελευταίοι καταλάβαιναν πολύ καλά ότι μια ενδεχόμενη πτώση του Σουλίου θα σήμαινε ακόμα πιο σκληρή αντιμετώπιση από τον πασά των Ιωαννίνων, και πολλές φορές βοηθούσαν κρυφά ή φανερά τους Σουλιώτες στους πολέμους με τον Αλή. Η σουλιώτικη προστασία φαίνεται να ήταν προτιμότερη από την προστασία που πρόσφερε ο πανούργος πασάς. Η αντίληψη αυτή αποτυπώνεται και σε δημοτικά τραγούδια της εποχής:
«Κι οι Χριστιανοί της Τσαμουργιάς, γυναίκες άνδρες, ούλοι,
παρακαλούν στην εκκλησιά να μην παρθεί το Σούλι.
Και λεν: «Θεέ μου, Παναγιά, γλίτωσ’ το το καημένο,
γιατί δεν ήταν σ’ το ντουνιά ποτέ προσκυνημένο.»
Σ’ ένα ποίημα που έγραψε κάποιος λαϊκός ποιητής αλβανικής καταγωγής, ο Χατζή Σεχρέτης, προφανώς με την έγκριση αν όχι και την υπαγόρευση του ίδιου Αλή πασά, βρίσκουμε πολλές σημαντικές ιστορικές πληροφορίες για το Σούλι και τους Σουλιώτες. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με πολλά ντοκουμέντα της εποχής, χρειάζεται να είμαστε κάπως επιφυλακτικοί ως προς την εγκυρότητά τους, καθώς το ποίημα εκφράζει την αληπασαλίδικη άποψη για τα πράγματα, είτε περιέχει συνειδητές διαστρεβλώσεις των γεγονότων. Για την επίθεση στο Σούλι διαβάζουμε:
«Του λέει και του Βελή πασά «Το Σούλι να πλακώσης, / αν είσαι γιος του Αλή πασά, τη λύσσα να τους δώσεις. / Στο Κακοσούλι σήμερα να βάλεις το ποδάρι, / ν’ ακούγεται το νάμι σου σαν του Γαζή Μουχτάρη. / Πρώτα το Σούλι κύταξε να πας να το ζαπώσης [σ.σ. =κυριεύσεις, καταλάβεις], κατόπι τ’ αγρια βουνά νιζάμι να τα δώσεις, / αν πάρουν τ’ άγρια βουνά, αυτοί θελά κρυώσουν / και τα δικά τους τα κλειδιά ευθύς θελά τα δώσουν.»
Ο καλόγερος Σαμουήλ
Σύμφωνα με όσα γράφει ο Περραιβός, ο παπα – Σαμουήλ εμφανίζεται στο Σούλι ως αδιάλλακτος πολέμιος των μουσουλμάνων και του πασά: «Κατάς τας δεινάς ταύτας περιστάσεις συνετέσεν ουκ ολίγον και Ιερομόναχος τις Σαμουήλ, τούνομα, καταγόμενος εκ των περιχώρων της Παραμυθίας, προς τον οποίο επρόσφεραν σέβας, και υπακοήν οι Σουλλιώται· πολλάκις παρετάττετο ο ίδιος προσωπικώς, και εμάχετο ανδρείως, ώστε το παράδειγμα του ενθουσίαζεν άπαντας· τους εδίδασκε καθ’ εκάστην τα προς την πατρίδα χρέη, τους εσυμβούλευε να μη δέχωνται διόλου συνομιλίας, σχέσεις και υποσχέσεις του Πασά, ως ολέθριους ούσας πάντοτε τη πατρίδι, εμέμφετο αναφανδόν όσους εκ του Ιερατικού τάγματος συνέπραττον μετά των οθωμανών, και κατ’ εξαίρεσιν με τον Αλή Πασά· αφότου όμως αι απλαί και ευκατάληπτοι προς πάντας συμβουλαί του άλλαξαν φάσιν, και αντ’ αυτών εισήξε το προφητικόν και αλληγορικόν πρόσωπον, το οποίο κατασύρει τυφλοίς όμμασι τους απλούς και αμαθείς, έκτοτε ως ρηθήσεται, εχαλαρώθησαν τα συνήθη μεγαλότολμα και σωτηριώδη των Σουλιωτών φρονήματα.»
Ο Φίνλευ θεωρεί ότι ο Σαμουήλ είχε αφιερώσει τη ζωή του στον πόλεμο εναντίον των Μουσουλμάνων, κι αυτός ήταν ο βασικός λόγος που τον έφερε κοντά στους Σουλιώτες: «Ο ήρως του Σουλίου υπήρξεν εις ιερεύς καλούμενος Σαμουήλ, όστις είχε λάβει το παράδοξον παρωνύμιον η «Τελευταία Κρίσις». Ελέγετο ότι ήτο Αλβανός από το βόρειο μέρος της νήσου Άνδρου· αλλά φαίνεται να είχε κρύψει την καταγωγή του, διότι πας ήρως εν τη Ανατολή πρέπει να περιβάλλεται με ακτινοστέφανον μυστηρίου, καίτοι ο Σαμουήλ να επεθύμει όπως εξαλείψη από της μνήμης του πάσα σχέσιν με το παρελθόν διά ν’ αφιερώσει την ψυχήν του εις την προς τους Μουσουλμάνους πάλην, την οποίαν εθεώρει ως το πρώτιστον καθήκον επί της γης.»
Οι εν γένει καχύποπτοι Σουλιώτες δέχθηκαν τον ενθουσιώδη καλόγερο και μάλιστα τον ανακήρυξαν στρατιωτικό αρχηγό κατά τη διάρκεια της τελευταίας πολιορκίας. Χάρη στον Σαμουήλ οχυρώθηκε το Κούγκι και ο ίδιος προσωπικά φρόντιζε για τη διανομή των πολεμοφοδίων και των τροφών: «Ήτο ένθους εις την αποστολήν του· κ’ επειδή έπραττε το έργο του Χριστού, μικρόν τον έμελλε διά τους αφορισμούς δουλοφρόνων Ελλήνων επισκόπων. Οι Σουλιώται, καίτοι εν γένει θεωρούντες μεθ’ υποψίαν πάντα ξένον, εδέχθησαν τον Σαμουήλ, όταν το πρώτον ήλθε παρ’ αυτοίς ως μυστηριώδης ξένος, μετά σεβασμού και δέους. Τέλος, εις την ώραν του κινδύνου, καίτοι ιερέαν και ξένον, τον εξέλεξαν ως στρατιωτικόν αρχηγό των. Η θρησκευτική ζέσις ήτο η δεσπόζουσα ώθησις της ψυχής του. Η αρετή του ως ανδρός, η ανδρεία του ως στρατιώτου, η φρόνησις του εις παν αφορών το συμφέρον της κοινότητος και η άκρα αυταπάρνησίς του από παντός ιδιοτελούς σκοπού, τον έκαμαν ν’ αναγνωρισθεί γενικώς από τους πολεμιστές πάσης φάρας ως κοινός αρχηγός, άνευ τυπικής εκλογής. Η προσωπική διαγωγή του έμεινεν αναλλοίωτος δια του βαθμού του απονεμηθέντος αυτώ και, παρ’ εκτός εις το συμβούλιον και το πεδίον της μάχης, ήτο ακόμη απλούς ιερεύς. Επειδή ποτέ δεν έλαβε υπεροχή τινά επί των αρχηγών των φαρών, η επιρροή του δεν εξήπτε ζηλοτυπίαν.»
Ο Περραιβός αναφέρει ότι ο Σαμουήλ ήταν σχεδόν αγράμματος, πιθανότατα όμως γνώριζε στοιχειώδη γραφή κι ανάγνωση, εφόσον λειτουργούσε και ως παπάς στη σουλιώτικη κοινότητα: «Ούτε του ονόματός του την ορθογραφία εγίγνωσκε· εθαύμασα όμως ιδών και ακούσας αυτόν εξηγούντα εις απλήν φράσιν εκκλησιαστικά συγγράμματα, και μάλιστα τας προφητείας.»
Σύμφωνα με τον Αραβαντινό, ο μοναχός αυτός είχε το κοσμικό όνομα Σταύρος Θεμελής και καταγόταν από ένα χωριό κοντά στην Παραμυθιά. Νεαρός ακόμα υπήρξε μαθητής του μάρτυρα Κοσμά του Αιτωλού, «και από τούτου εδιδάχθη τα στοιχειώδη γράμματα, αλλά το σπουδαιότερον εκ των λόγων και των έργων του ενθουσιώδους εκείνου κήρυκα της Χριστανικής αλήθειας, ήντλησε πολύτιμα κεφάλαια εθελοθυσίας και αφοσιώσεως εις την πίστιν και την πατρίδα. Εις το Σούλι εφανίσθη ημέραν τινά εν αρχήν των σουλιώτικων κατά του Αλή αγώνων κι έμενε μονάζων εν τινί σπηλαίω του Κούγκι, περιερχόμενος δε τας πέριξ κώμας και συλλέγων συνδρομάς ανήγειρε κατ’ αρχάς μεν τον ναΐσκο της Αγίας Παρασκευής, βραδύτερον δε και το μικρόν φρούριον· αμφότερα δε ταύτα έκτισεν ο Σαμουήλ διαρκούσης της εκστρατείας του Αλή κατά Τζωρτζήμ Πασά της Ανδριανουπόλεως. Συνείθιζε δ’ εν τοις κηρύγμασι να παρενθέτη συνεχώς τας λέξεις «η τελευταία κρίσις», εντεύθεν δε επωνομάσθη και «Σαμουήλ, τελευταία κρίσις». Το αυστηρόν του βίου του δεν εβράδυνε να ελκύση τον σεβασμό πάντων των Σουλιωτών· κατατρεχομένων δε τούτων υπό πολλών προς αλλήλους διενέξεων ο Σαμουήλ εχρησιμοποίει την επιρροήν του παρ’ αυτοίς συμβιβάζων τα διεστώτα· αλλά και πολέμαρχος εκ των αρίστων ανεδείχθη ο Σαμουήλ, το δε τέλος αυτού περιβαλόν διά της αίγλης του μαρτυρίου την πολιάν κεφαλήν του επισφράγισε βίον έμπλεου πατριωτισμού και θρησκευτικής αφοσιώσεως και ανέδειξε τούτον ένα των εθνικών ημών μαρτύρων.»
Σύμφωνα με αναφορά του ίδιου, ο Υδρωμένος γνώρισε προσωπικά τον Σαμουήλ στην Πάργα και την Κέρκυρα και τον περιγράφει ως: «ονειροπόλον και ονειροκρίτην, φέροντα πάντοτε Ευαγγέλιον και την Αποκάλυψιν του Ιωάννη, και ερμηνεύοντα τας ρήσεις των κατά τας περιστάσεις· προσθέτει ακόμα ότι ο λαός «τον εσέβετο ως προφήτη.»
Η τελευταία πολιορκία
Ο Αλή πασάς, αφού απέτυχε να κατακτήσει μέχρι τότε το Σούλι με τα όπλα, επιχειρεί να πάρει με το μέρος του ισχυρούς Σουλιώτες καπεταναίους, όπως ο Φώτος Τζαβέλας και ο Γιώργης Μπότσαρης. Κι ενώ η φάρα των Τζαβελαίων συμμετέχει στην άμυνα του Σουλίου, ο Φώτος εκβιάζεται συστηματικά από τον Αλή, προκειμένου ν’ αποχωρήσουν οι δικοί του από το Σούλι. Εβδομήντα έως εκατό άριστοι πολεμιστές των Μποτσαραίων βρίσκονται ήδη έξω από το Σούλι κι εξασθενίζουν σημαντικά την άμυνα του:
«Ο Αλής και πάλιν έστρεψε τα όπλα κατά των Σουλιωτών, των οποίων οι ραδιουργίαι μετά της Ρωσίας και της Γαλλίας είχον εξάψει την αγανάκτησιν του σουλτάνου και είχον προκαλέσει την ανησυχία του μουσουλμανικού πληθυσμού της νοτίου Αλβανίας. Τώρα μετεχειρίσθη την κρυφήν προδοσίαν ως λυσιτελέστερον μέσον νίκης ή την φανεράν εχθροπραξίαν. Αι αντιζηλίαι και οι διχόνοιαι των φαρών τον κατέστησαν ικανόν να προσελκύση διάφορους αρχηγούς, οίτινες εισήλθον εις την υπηρεσίαν του ως μισθοφόροι στρατιώται. Κατόρθωσε προσέτι να συλλάβει και να κρατεί μέλη τινά των Σουλιώτικων οικογενειών αίτινες, ανθίσταντο εις τα σχέδιά του, ως ομήρους, εις Ιωάννινα. Ο Φώτος Τζαβέλλας, ο ισχυρότερος Σουλιώτης, κατέστη οπαδός του, και ο Γιώργης Βότσαρης, μεθ’ όλης της φάρας του, ετάχθη εις την υπηρεσίαν του κι εχρησίμευε δια να φυλάττη τας γαίας των Μουσουλμάνων και Χριστιανών γεωπόνων, τας κείμενας μεταξύ του σουλιώτικου εδάφους και της πεδιάδος των Ιωαννίνων, από τας προνομεύσεις των συμπατριωτών του. Δια της λιποψυχίας ταύτης, η κοινότης έχασε τας υπηρεσίας εβδομήκοντα οικογενειών και εκατόν αγαθών πολεμιστών.» Τελικά οι Τζαβελαίοι θα παραμείνουν μέχρι τέλους στα Σουλιώτικα βουνά και κανένας Σουλιώτης δε θα παραδοθεί ζωντανός στα χέρια του Αλή – όσα κι αν γράφτηκαν για τη διαγωγή του Τζαβέλα, είναι γεγονός ότι ο γενναίος καπετάνιος στην πράξη προστάτευσε τη ζωή των πολεμιστών και των γυναικόπαιδων του Σουλίου, παρά τις απειλές, τους εκβιασμούς και τις ατέλειωτες ραδιουργίες του αδίστακτου Αλή.
Ο Αλής καταδίωξε άγρια όλους τους Σουλιώτες. Στο περισπούδαστο βιβλίο της «Σούλι και Σουλιώτες», η Βάσω Ψιμούλη επιχειρεί ν’ ανασκευάσει τον «μύθο» σχετικά με τον χορό του Ζαλόγγου· κι ενώ υπάρχουν εκατοντάδες περιπτώσεις στις οποίες οι Σουλιώτες και οι Σουλιώτισσες έδειξαν εκπληκτική γενναιότητα μπροστά στο θάνατο, αφιερώνονται ολόκληρες σελίδες για ν’ αποδειχθεί ότι οι γυναίκες στο Ζάλογγο έπεσαν μεν στο γκρεμό και σκοτώθηκαν μαζί με τα παιδιά τους, αλλά χωρίς να… τραγουδούν και να χορεύουν. Οι γυναίκες που προτίμησαν το θάνατο από τη σκλαβιά ανήκαν στη φάρα των Μποτσαραίων, εγγονός του Γιώργη Μπότσαρη ήταν ο γενναίος καπετάνιος Μάρκος Μπότσαρης, που διακρίθηκε στην Επανάσταση κι έπεσε στο πεδίο της μάχης, κατά τη διάρκεια μιας νυχτερινής επίθεσης κι ενώ οι Σουλιώτες καταδίωκαν του εχθρούς. Όποιος διαβάσει τις πηγές της εποχής, εύκολα θα βρει εκατοντάδες περιπτώσεις που Έλληνες χριστιανοί προτίμησαν να πεθάνουν παρά να σκλαβωθούν ή να εξισλαμιστούν· ηρωικό θάνατο επέλεγαν όχι μόνον άμαχοι και κυρίως νέες γυναίκες που προορίζονταν για τα χαρέμια ή τα σκλαβοπάζαρα αλλά και σκληροτράχηλοι άντρες του τουφεκιού, που θα μπορούσαν ν’ απολαύσουν τιμές, πλούτη και αξιώματα, αν άλλαζαν απλώς την πίστη τους κι εντάσσονταν στις στρατιωτικές δυνάμεις του σουλτάνου – οι Έλληνες δεν καταλάμβαναν ποτέ ανώτατες στρατιωτικές θέσεις, ενώ μπορούσαν να σταδιοδρομήσουν ως δραγουμάνοι της Πύλης η οσποδάροι της Βλαχίας· σε πολλά μη στρατιωτικά πόστα βρίσκονται αυτή την εποχή συστηματικά Έλληνες χριστιανοί· ήταν πολύ συνηθισμένο οι γονείς να σκοτώνουν τα παιδιά τους στον έσχατο κίνδυνο, αν και η σχολική ιστοριογραφία έχει τους λόγους της να μην αναφέρει ακριβώς την τύχη των νεαρών αγοριών που αιχμαλωτίζονταν από τους Τούρκους· Σε αντίθεση με τους πιο ευέλικτους και κοσμογυρισμένους Έλληνες των ανώτερων τάξεων, οι χωριάτες κλέφτες έσφαζαν κυριολεκτικά στο γόνατο για ζητήματα τιμής και σπανίως άλλαζαν την πίστη τους. Οι πράξεις εξαιρετικής γενναιότητας και αυτοθυσίας δεν είναι λοιπόν πάντοτε «κατασκευές» των ιστορικών, αν και αναμφίβολα τα εθνικά κράτη χρειάζονται τόσο τους εθνικούς ήρωες όσο και τους εθνικούς μύθους· με άλλα λόγια, ήταν τέτοιος ο ηρωισμός και η ανδρεία των Ελλήνων και των χριστιανών που πολέμησαν στον Αγώνα της ανεξαρτησίας, ώστε κάθε κατασκευή καταντάει περιττή – η αντίσταση στο πολύπαθο Μεσολόγγι, στην οποία συμμετείχαν και αρκετοί Σουλιώτες, άφησε κατάπληκτη ολόκληρη την Ευρώπη και αποτέλεσε τον «φάρο» της ελληνικής ελευθερίας· μετά το «προδομένο» Μεσολόγγι, και παρά τις ατέλειωτες εμφύλιες διαμάχες, δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής για τους επαναστάτες· αν και οι περισσότεροι ηγέτες της επανάστασης δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, ο ελληνικός λαός είχε αποδείξει περίτρανα ότι ήταν αποφασισμένος να νικήσει ή να πεθάνει.
Σύμφωνα με τον Περραιβό, μέσα σε δεκαοχτώ μήνες σκληρών συγκρούσεων, εκτός από τους τραυματίες, δεν σκοτώθηκαν πάνω από 100 Σουλιώτες μαχητές, ενώ οι Τούρκοι και οι σύμμαχοί τους είχαν συνολικά 3.800 νεκρούς. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο ίδιος: «ούτε η πληθύς του στρατού, ούτε ο θάνατος, ούτε οι νυχθημερινοί κόποι ή ο καύσων και το ψύχος εμικροψύχησαν ποτέ τους Σουλιώτας, αλλά μόνον η έλλειψις τροφών, ήτις είναι εχθρός ακαταδάμαστος· όσα κρέατα αλατισμένα είχαν όλα εβρώμεψαν, τα άλευρα εδαπανήθησαν, εις δε τα χωρία υπήρξε σιτοδεία κατ’ εκείνο το έτος.»
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας οργανωμένης επίθεσης στο Σούλι, ο Αλής επικήρυξε κάθε κεφάλι Σουλιώτη για πεντακόσια γρόσια, κι εκείνοι, με ειρωνεία, επικήρυξαν κάθε κεφαλή Τούρκου για δέκα φυσέκια· σε άλλη περίπτωση, οι Σουλιώτες αντάλλαξαν έναν Τούρκο αιχμάλωτο μ’ έναν γάιδαρο που είχαν πιάσει οι πολιορκητές έξω από το καστρότειχο. Την 3η Σεπτεμβρίου του 1803, τα στρατεύματα του πασά καταλαμβάνουν το Κακοσούλι, μετά την προδοσία του Πήλιου Γούση, ο οποίος έμπασε νύχτα στο σπίτι του 200 Τουρκαλβανούς στρατιώτες· ο Γούσης πρόδωσε την πατρίδα του για ένα ευτελές ποσό (12 πουγγιά ή τριακόσιες αγγλικές λίρες της εποχής)· ο προδότης ισχυρίστηκε ότι υπέκυψε στις προτάσεις του Βελή πασά για να ελευθερώσει τον γαμπρό του, ο οποίος βρισκόταν αιχμάλωτος στα Γιάννενα, αλλά δεν παρέλειψε να λάβει και το αντίτιμο της προδοσίας. Την ίδια χρονιά εγκαταλείπει και ο Κουτσονίκας τον αγώνα των συμπολιτών του και η κατάσταση στα σουλιώτικα βουνά αρχίζει να γίνεται απελπιστική. Η προδοσία του Μπότσαρη και του Κουτσονίκα μνημονεύεται και σε δημοτικό τραγούδι για την πτώση του Σουλίου:
«Ανάθεμά σε, Μπότσαρη, και σένα, Κουτσονίκα
Με τη δουλειά που κάματε τούτο το καλοκαίρι.»
Τα πράγματα δεν είναι εύκολα ούτε στο τουρκικό στρατόπεδο· οι Τούρκοι και οι μουσουλμάνοι Αλβανοί στρατιώτες τρέφονται με άψητο καλαμποκίσιο ψωμί, σκόρδα, κρεμμύδια και κατάξερα τυριά· επιπλέον έπεσε αρρώστια στο στράτευμα (λοιμική νόσος), εξαιτίας της αποφοράς των πτωμάτων και την παντελή έλλειψη μέτρων προσωπικής υγιεινής. Οι πολιορκητές του Σουλίου λιποτακτούν συνεχώς και άνα πάσα στιγμή απειλείται πλήρης διάλυση των τουρκικών δυνάμεων: «…Όλοι εκ συμφώνου εξέφραζαν, ότι προς ανθρώπους ους ο Θεός έπλασε να μην κοιμώνται, να μην κουράζωνται και να μη χορταίνουν σκοτώνοντες Τούρκους, δεν δύνανται να μάχονται, διά τούτο προκρίνουν να επιστρέψωσιν εις τα ίδια, παραβλέποντες και μισθούς και παν τυχηρόν.»
Κατά τον Περραιβό, «Πιθανότατη ην η διάλυσις των τουρκικών στρατοπέδων, αλλ’ αι προφητικαί συμβουλαί του ιερομόναχου Σαμουήλ εξεναντίας πολύ την ενίσχυσαν, διότι οι απλοί και αμαθείς Σουλλιώται, δοξάζοντες αυτόν ως προφήτη, εδέχοντο και τους λόγους του ως θεοπνεύστους· αι δε συμβουλαί του ήσαν αι εξής: α) να μην πολεμώσι πλέον με τους Τούρκους…» Είναι πιθανόν, αυτή η αμυντική αναδίπλωση του πολέμαρχου μοναχού να είχε σκοπό να διασώσει όσους περισσότερος μπορούσε, καθώς έβλεπε ότι οι φάρες συμβιβάζονταν η μία μετά την άλλη, υπό την απειλή της λιμοκτονίας -πολεμούσαν κυριολεκτικά χωρίς ψωμί και νερό, εξαντλημένοι από την τρίχρονη σκληρή πολιορκία. Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι Σουλιώτες δεν μπόρεσαν τελικά να κάνουν την τελική αντεπίθεση και να διαλύσουν το στρατόπεδο των πολιορκητών. Πράγματι, ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού θα σωθεί και θα ζήσει για 17 χρόνια στα Επτάνησα. Με την επιστροφή τους από την Κέρκυρα, στα 1820, οι Σουλιώτες θα καταλάβουν ξανά το Σούλι, ως …σύμμαχοι του άσπονδου εχθρού τους Αλή πασά, ο οποίος εν τω μεταξύ έχει κηρυχτεί φιρμανλής και αντάρτης από την Πύλη και αντιμετωπίζει πολυάριθμες σουλτανικές δυνάμεις. Ωστόσο, γρήγορα θα εγκαταλείψουν το στρατόπεδο του Αλή και θα πάρουν ορμητικά μέρος στην ελληνική Επανάσταση που εκδηλώνεται την άνοιξη του 1821. Οι καιροί έχουν παρέλθει, και πλέον η σουλιώτικη ελευθερία συνδέεται ξεκάθαρα με την εθνική ελευθερία των Ελλήνων και τον ανυποχώρητο αγώνα εναντίον του σουλτάνου.
Οι Σουλιώτες συμμετείχαν σε όλα τα κινήματα εναντίον της Πύλης (κυρίως στα 1770 και 1790) και είναι γνωστό πως βρισκόταν σταθερά σε επαφή με τη Ρωσία· Άγγλοι, Γάλλοι και Βενετοί παρακολουθούσαν επίσης στενά τη σουλιώτικη κοινότητα των αρειμάνιων πολεμιστών, οι οποίοι, εκτός των άλλων, στέκονταν ισχυρό εμπόδιο στην επέκταση των τουρκικών κτήσεων στα Επτάνησα κι έβαζαν χαλινάρι στα στρατιωτικά σχέδια του Τεπελενλή για την κατάληψη της Πάργας, της Πρέβεζας και της Κέρκυρας. Η πολεμική τους δεινότητα ήταν γνωστή κι αποδεδειγμένη, καθώς σουλιώτικα μισθοφορικά τμήματα είχαν πολεμήσει σε πολλές μάχες· ωστόσο, σπανίως μεγάλος αριθμός πολεμιστών συμμετέχει σε μακρινές εκστρατείες, καθώς υπάρχει πάντοτε ο φόβος του Αλή και των ισχυρών μουσουλμάνων μπέηδων της περιοχής. Οι Σουλιώτες πολεμούσαν πάντοτε υπό τις διαταγές του καπετάνιου της φάρας τους και ουδέποτε δέχτηκαν να υπηρετήσουν ως κανονικοί τακτικοί στρατιώτες· ως μισθοφόροι στα Επτάνησα, μετά την πτώση του Σουλίου, κατετάγησαν σε χωριστά τάγματα «ελαφρών κυνηγετών», κατά γένη, και δόθηκαν στους πρώην καπεταναίους αντίστοιχοι στρατιωτικοί βαθμοί· άλλοι πολέμαρχοι κατείχαν στρατιωτικούς τίτλους και διπλώματα του ρωσικού στρατού. Ατυχώς, την περίοδο της τελευταίας πολιορκίας, η Ρωσία έχει καλές σχέσεις με την Πύλη και οι Σουλιώτες εγκαταλείπονται ουσιαστικά στις δυνάμεις τους, παρά τις υποσχέσεις για βοήθεια που είχαν δοθεί από τα πιο επίσημα χείλη. Ούτε οι Βενετοί θα στείλουν ενισχύσεις στις «δέκα χιλιάδες πολιορκημένες ψυχές»· στις επιστολές που σώζονται οι Σουλιώτες ζητούν απεγνωσμένα τρόφιμα και πολεμοφόδια, από τους «Χριστιανούς» συμμάχους, χωρίς πρακτικά αποτελέσματα.
Κατά τα γραφόμενα του Περραιβού, η τελική συμφωνία προέβλεπε να τους αφήσει «ο στρατάρχης» Βελής να βγουν οι Σουλιώτες από το Κούγκι «συν γυναιξί και τέκνοις», με όλα τα «κινητά έπιπλά των.»· τόπος μετεγκατάστασης ορίζεται η Πάργα, ενώ, επειδή και τα δύο μέρη ήταν καχύποπτα, προβλέπεται να δοθούν όμηροι («ρεχέμια») κάποιοι από τους «στρατηγούς» του Αλή ή τα παιδιά τους, ως ελάχιστη εγγύηση για την ασφαλή αποχώρηση των τελευταίων μαχητών από το Σούλι· η μεταφορά της κινητής περιουσίας των πολιορκημένων θα γινόταν με φορτηγά ζώα μέχρι την Πάργα, «άνευ πληρωμής»· όσα πολεμοφόδια απέμειναν στο φρούριο συμφωνήθηκε να τ’ αγοράσει ο Βελής «στην τρέχουσα τιμή» και να πληρώσει την αξία τους σε μετρητά· τελευταίος και σημαντικός όρος, ήταν ν’ απελευθερωθούν οι 24 Σουλιώτες όμηροι και η οικογένεια του καπετάνιου Φώτου Τζαβέλα, οι οποίοι κρατούνταν από τον Αλή πασά: «…όσοι ακολουθήσουν τον Φώτον Τζαβέλλαν ότι τους έδωκα την άδειαν δια να εύγουν ελεύθερα και να είναι απείρακτοι από το ασκέρι μου (στράτευμά μου), και από κάθε ένα, Γκερέκ (τόσον) στο εύγα τους, Γκερέκ (όσον) σε κάθε τόπον εδικόν μας όπου ορίζωμεν και καθίσουν να είναι απείρακτοι.» Ασφαλώς, οι Σουλιώτες περίμεναν ότι ο Αλής θα καταπατήσει αμέσως τους όρκους του. Ο δε Βελής, ο δευτερότοκος γιος του και αρχηγός της επιχείρησης, περιγράφεται από πολλούς ως ένα από τα χειρότερα καθάρματα των Ιωαννίνων. Ο Σαμουήλ, με τις «αρετές» και τις «δεισιδαιμονίες» του, ενήργησε αποφασιστικά, ώστε ν’ αποχωρήσουν άπαντες οι Σουλιώτες σώοι από το Κούγκι, αφού «εσυμβούλευσεν ενθέρμως τον Μπότσαρην, τον Κουτσονίκα και τους παρ’ αυτών απατηθέντας.»
Στις 12 Δεκεμβρίου, υπογράφεται συνθηκολογία με τους Σουλιώτες οπλαρχηγούς και παραδίδεται η Κιάφα και το Κούγκι· ο Τζαβέλας, ο Δράκος και ο Ζέρβας είχαν επίσημη άδεια ν’ αποσυρθούν, ο καθένας με τη φάρα του, στην Πάργα. Εν τω μεταξύ ο πανούργος Αλή πασάς διατάζει να στηθούν ενέδρες στο δρόμο και να συλληφθούν οι αρχηγοί ζωντανοί. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Φίνλει, «Η παράτασις της εκδικήσεως ήτο μια των μέγιστων ηδονών του.»· όμως κάποιοι απ’ τους μουσουλμάνους αγάδες και τους Έλληνες αρματολούς που υπηρετούσαν στο στρατό του Βελή έμαθαν το σχέδιο κι έστειλαν κρυφά μήνυμα στους Σουλιώτες, οι οποίοι ταχύτατα κι αιφνιδιαστικά άλλαξαν πορεία, ματαιώνοντας τα φονικά σχέδια του Τεπελενλή.
Η τελευταία φονικότατη μάχη δόθηκε στις 7 Δεκεμβρίου του 1803, έξω απ’ το Κούγκι, κι έδειξε ότι η διάλυση του στρατοπέδου των πολιορκητών, ακόμα και την ύστατη στιγμή, δεν ήταν ένα ονειροπόλημα του Σαμουήλ, αλλά μια πραγματική δυνατότητα που πήγαζε από το αδάμαστο πολεμικό φρόνημα των Σουλιωτών. Ο καλόγερος Σαμουήλ αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε πίστη στις συνθήκες του Αλή πασά και των γιων του, αφού γνώριζε ότι αυτές δεν είχαν καμμιά αξία· αφού αποχώρησαν συντεταγμένα και οι τελευταίοι εξακόσιοι μαχητές από το φρούριο, ο Σαμουήλ έμεινε με πέντε συντρόφους στο Κούγκι, για να παραδώσει τα πολεμοφόδια, έναντι συμφωνημένης πληρωμής· αξίζει να σημειωθεί, ότι οι Σουλιώτες εξασφάλισαν μάλλον τις καλύτερες δυνατές συνθήκες υποχώρησης· σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, ο Αλής επιδίωκε να «κόψει με το σπαθί» όσους περισσότερους Σουλιώτες μπορούσε, ενώ ο Βελής ήταν μάλλον οπαδός της συνθηκολόγησης και του χρηματισμού. Κατά τα γραφόμενα του Περραιβού, ο Σαμουήλ βάζει φωτιά στο μπαρούτι μετά από τις απειλές του Τούρκου απεσταλμένου για σκληρή τιμωρία από τον πασά: «Μεθ’ ημέρας τρεις του τραγικού συμβάντος, εξέτασεν ο Περραιβός εις την Πάργαν Σουλιώτην τινά ημιφλογισμένον σχεδόν υπό της πυρίτιδος, ιστάμενον κατ’ εκείνην την στιγμήν εκτός της θύρας της πυριτιδαποθήκης, ομοίως και άλλους δυό συγγενείς του Σαμουήλ, οίτινες τον εβεβαίωσαν, ότι βαστών κυρίον αναμμένον εις τα χείρας ανέβη μετά τις απειλάς του Τούρκου επί τινός κιβωτίου, αφ΄όπου δους την απάντησιν εις τον Τούρκον έρριψεν ταυτοχρόνως το φυτήλι του κηρίου επί το έδαφος, ενώ υπήρχε διεσκορπισμένη πυρίτις και ούτω γέγονε, ο γέγονε· διό η απάντησις προς τον Τούρκον, και η τελευταία πιθανόν επίγνωσις της εκ των προφητειών απάτης υπήρξαν, νομίζω, τα κύρια του τέλους του αίτια.»
Πιθανότατα ο Σαμουήλ μπορούσε να σώσει τη ζωή του, αν και πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ο εκδικητικός και αιμοβόρος Αλής θα τον κυνηγούσε παντού. Στο Σούλι είχε χαθεί σε τρία χρόνια το στρατιωτικό άνθος της Τουρκιάς και της Αρβανιτιάς. Ο πασάς κατέλαβε το Σούλι, δεν μπόρεσε όμως να συλλάβει ζωντανούς τους ανυπότακτους Σουλιώτες – οι σκληροτράχηλοι μαχητές αποχώρησαν ένοπλοι στα Επτάνησα και θα επιστρέψουν 17 χρόνια αργότερα, για να λάβουν ορμητικά μέρος στην ελληνική Επανάσταση που θα ξεσπάσει. Η παράδοση του Σουλίου ήταν η «τελευταία κρίσις» του ανδρείου καλόγερου: «Η πτώσις του Σουλίου εφάνη να δίνει πέρας εις την αποστολή του, Όταν οι Σουλιώτες κατέλιπον το Κούγκι, απήλθεν εις την πυριταποθήκιν του με αναμμένον πυρείον, δηλώσας ότι άπιστος δε θα μεταχειριστεί ποτέ πυρίτιδα εμπιστευμένην εις την φύλαξιν του εναντίον Χριστιανών, και απέθανεν εν τη εκρήξει.»
Πηγές κι ενδεικτική βιβλιογραφία
Σπ. Π. Αραβαντινός, Ιστορία Αλή πασά του Τεπελενλή, Αθήνα, 1895.
Βάσω Δ. Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005
Παπαρρηγόπουλος, Κωνσταντίνος Δ., Ιστορία του ελληνικού έθνους: Από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα / Κ. Παπαρρηγόπουλου, Π. Καρολίδη, Γ. Αναστασιάδη, Ν. Μουτσόπουλου. Αθήνα, 1925.
Γεώργιος Φίνλεϋ, Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, επιμέλεια: Άγγελος Γ. Μαντάς. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2008.
Χριστόφορος Περραιβός (1889). «Ιστορία του Σουλλίου / συγγραφείσα παρά Χριστοφόρου Περραιβού υποστρατήγου, εκδίδοται επιστασίαι Κ. Ζησίου καθηγητού.». Εν Αθήναις: Τύποις και αναλώμασι Π. Δ. Σακελλαρίου.
Χριστόφορος Περραιβός (1836). «Απομνημονεύματα πολεμικά: διαφόρων μαχών συγκροτηθεισών μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών κατά τε το Σούλιον και Ανατολικήν Ελλάδα από του 1820 μέχρι του 1829 έτους / Συγγραφέντα παρά του Συνταγματάρχου Χριστοφόρου Περραιβού του εξ Ολύμπου της Θετταλίας και διηρημένα εις τόμους δύω.». Εν Αθήναις: Εκ της Τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά.