Το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 υπήρξε η τελευταία δυναμική προσπάθεια της πολιτικής παρατάξεως, που διηύθυνε τις τύχες της χώρας, με μικρές διακοπές, από το 1910, να επανέλθει στην εξουσία και να σταθεροποιήσει τη θέση της. Φορείς του κινήματος υπήρξαν δύο πολιτικο-στρατιωτικές οργανώσεις, που αναπτύχθηκαν με την ενθάρρυνση της βενιζελικής ηγεσίας. Ιδρύθηκαν έτσι το 1933 δύο παράλληλες οργανώσεις,: «Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωσις»(ΕΣΟ), από νέους αξιωματικούς εν ενεργεία και η «Δημοκρατική Άμυνα», ημιστρατιωτική οργάνωση από απότακτους πλαστηρικούς αξιωματικούς καθώς και από στελέχη της βενιζελικής παρατάξεως.
Αρχικός σκοπός της ΕΣΟ ήταν αφενός η πρόληψη της δικτατορίας από μέρους του Κονδύλη και των φίλων του αξιωματικών και αφετέρου η εκκαθάριση του στρατεύματος από ανίκανους αξιωματικούς όλων των παρατάξεων. Ιδρυτικά μέλη της οργανώσεως ήταν, μεταξύ άλλων, ο Στέφανος Σαράφης και οι αδελφοί Χριστόδουλος και Ιωάννης Τσιγάντες. Η «Δημοκρατική Άμυνα» είχε αρχικά λιγότερο φιλόδοξους σκοπούς: τα μέλη της απέβλεπαν κυρίως να επανακτήσουν τις θέσεις τους στο στράτευμα. Πρόεδρος και επίτιμος πρόεδρος ήταν αντίστοιχα ο Αναστάσιος Παπούλας και ο Στυλιανός Γονατάς, ουσιαστικός αρχηγός όμως ήταν ο αυτοεξόριστος στη Γαλλία Νικόλαος Πλαστήρας. Με τη μεσολάβηση βενιζελικών πολιτικών και κυρίως του Αλέξανδρου Ζάννα, στενού συνεργάτη του Βενιζέλου, οι δύο οργανώσεις, σύντομα συγχωνεύθηκαν, τυπικά τουλάχιστον. Για το συντονισμό των ενεργειών ορκίσθηκε τριμελής επιτροπή από τον Αλέξανδρο Ζάννα και δύο αξιωματικούς που αντιπροσώπευαν τις δύο οργανώσεις, τον απόστρατο πλοίαρχο Κολιαλέξη(«Δημοκρατική Άμυνα») και Σαράφη)ΕΣΟ).

… Το βασικότερο αίτιο της οργανώσεως του κινήματος υπήρξε η σταδιακή αποστέρηση των ερεισμάτων της βενιζελικής παρατάξεως στις ένοπλες δυνάμεις. Μια από τις πρώτες ενέργειες της κυβερνήσεως, μετά την καταστολή του κινήματος της 6ης Μαρτίου 1933, ήταν η απόταξη μεγάλου αριθμού ανώτατων αξιωματικών, συνεργατών του Πλαστήρα. Λιγότερο εντυπωσιακές, αλλά εξίσου σοβαρές με τις αποτάξεις των πλαστηρικών αξιωματικών, υπήρξαν διάφορες μεταβολές στις ένοπλες δυνάμεις, ιδίως στο Ναυτικό, τον Οκτώβριο του 1934. Σε επιστολές του, ο Βενιζέλος πρόβαλε πάντα τη συστηματική «αποδημοκρατικοποίηση» των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Παράλληλα, η κυβέρνηση είχε εξασφαλίσει, με την απομάκρυνση βενιζελικών αξιωματικών, την πλειοψηφία στο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο.

… Το σχέδιο του κινήματος, όπως είχε διαμορφωθεί ως την εκδήλωσή του, προέβλεπε την κατάληψη του στόλου, ο οποίος θα έπλεε στη συνέχεια προς τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα. Η σύνθεση των φρουρών των δύο πόλεων ήταν βενιζελικοί αξιωματικοί και στρατιώτες.
Η κυβέρνηση δεν αιφνιδιάστηκε. Είχαν κυκλοφορήσει ήδη φήμες ότι επρόκειτο να εκραγεί κίνημα, και την 1η Μαρτίου μάλιστα ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε επιστολή, η οποία κατήγγειλε ότι οι Βενιζελικοί θα επιχειρούσαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση με κίνημα. Επίσης, πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες της κυβερνήσεως δεν αγνοούσαν το ενδεχόμενο κινήματος από μέρους των βενιζελικών. Το γεγονός, όμως, ότι η κυβέρνηση δεν πήρε μέτρα να αποτρέψει το κίνημα, ενισχύει την άποψη, ότι επιζητούσε την αναμέτρηση με τους βενιζελικούς και περίμενε την αφορμή για να εξαπολύσει αντεπανάσταση. Αν αυτό δεν ήταν πρόθεση του Τσαλδάρη και άλλων μετριοπαθών στοιχείων της κυβερνητικής παρατάξεως, ήταν ασφαλώς σκοπός άλλων παραγόντων, που είχαν κάθε συμφέρον να επιδιώκουν την αναμέτρηση με τους βενιζελικούς. Οι μετέπειτα εξελίξεις ενισχύουν την άποψη αυτή.

Τις διαθέσεις της κυβερνήσεως μαρτυρούσε και ο φιλοκυβερνητικός Τύπος που στις ταραγμένες μέρες που ακολούθησαν εξήψε τα πνεύματα με εμπρηστικά και απρεπή άρθρα. Ο αντιβενιζελικός κόσμος έπαιρνε την εκδίκησή του για τις ταπεινώσεις που είχε δεχθεί στο παρελθόν, αλλά ο τρόπος που είχε διαλέξει υποβίβαζε τα πολιτικά ήθη της χώρας. Η αρθρογραφία του αντιβενιζελικού Τύπου των ημερών αυτών αποτελεί μια από τις μελανότερες σελίδες στην ιστορία του ελληνικού Τύπου. Θα σταθούμε όμως στην αρθρογραφία της «Καθημερινής», γιατί απηχούσε κυβερνητικές απόψεις και γενικά απόψεις αντιβενιζελικών παραγόντων. «… ο Βενιζέλος ανάγκη είναι να τεθή εκτός νόμου», έγραφε στις 3 Μαρτίου, για να επαναλάβει λίγες μέρες αργότερα(7 Μαρτίου): «Διατί ο άνθρωπος αυτός δεν επικηρύσσεται; Διατί το κράτος… δεν διαλαλεί ότι η ζωή του ανθρώπου αυτού αποτελεί δημόσιον κίνδυνον, ότι πας άνθρωπος ο οποίος τον συναντήσει έχει δικαίωμα να τον φονεύσει;» Ακολουθούσαν βαρύτατες ύβρεις κατά του Βενιζέλου, που επαναλήφθηκαν την επομένη και στις 11 του μηνός. Παράλληλα προβαλλόταν όλο πιο καθαρά το αίτημα διωγμού των Βενιζελικών. Με τις ευλογίες της κυβερνήσεως πραγματοποιήθηκε συλλαλητήριο στις 2 Μαρτίου, όπου οι διαδηλωτές κρατούσαν απαγχονισμένο ομοίωμα του Βενιζέλου. Οι μνήμες αυτές θα συνοδεύσουν το βενιζελικό κόσμο για πολλά χρόνια.

Το κίνημα κατέρρευσε εξαιτίας εγγενών κυρίως αδυναμιών. Στερούνταν επίσης ιδεολογικού αντικρίσματος και οι διακηρύξεις των κινηματιών ότι επαναστάτησαν για να προλάβουν μοναρχική παλινόρθωση δεν έπεισαν παρά τους φανατικούς της βενιζελικής παρατάξεως. Οι μεγάλες μάζες παρέμειναν απαθείς στα επαναστατικά κηρύγματα και πολλοί συντηρητικοί εγκατέλειψαν το Βενιζέλο. Οι προοδευτικοί πάλι δεν ικανοποιούνταν πια από τον περιορισμό των ιδεολογικών προσανατολισμών και αγώνων στα πολιτειακά πλαίσια.
Την 1η Απριλίου, και σαν συνέπεια των πιέσεων των αδιάλλακτων αντιβενιζελικών, δημοσιεύθηκαν τέσσερις συντακτικές πράξεις, με τις οποίες 1) διαλύθηκε η Βουλή, καταργήθηκε η Γερουσία και προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη Εθνοσυνελεύσεως που θα αναθεωρούσε το Σύνταγμα,2)άρθηκε η ισοβιότητα των δικαστών, 3)ανεστάλη η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και 4)αποφασίσθηκε η εκκαθάριση των οργανισμών δημοσίου δικαίου. Συνάμα, ορίσθηκαν οι εκλογές για τις 19 Μαίου.
Στις 2 Απριλίου έγινε δημόσια η καθαίρεση των καταδικασθέντων αξιωματικών. Ο διασυρμός των αξιωματικών πρόσβαλε το ίδιο το στράτευμα. Στις 5 Απριλίου εκδόθηκαν δύο συντακτικές πράξεις, 1)»Περί αυτεπαγγέλτου αποστρατείας αξιωματικών και ανθυπασπιστών του Στρατού της Ξηράς μετασχόντων του Κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935» και 2)»Περί απολύσεως εθελοντών ή ανακαταταγμένων οπλιτών μετασχόντων του κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935». Με τις οποίες εξουσιοδοτούνταν ο υπουργός Στρατιωτικών να αποστρατεύσει τους αξιωματικούς και να απολύσει τους υπαξιωματικούς που είχαν μετάσχει στο κίνημα ή το είχαν ευνοήσει. Άνοιγε έτσι ο δρόμος για την απόταξη των βενιζελικών αξιωματικών και τη δημιουργία μονόπλευρου, αντιβενιζελικού στρατεύματος. Την ίδια μέρα επιτράπηκε να εκτελεστεί και η πρώτη θανατική καταδίκη: εκτελέσθηκε ο επίλαρχος Βολάνης, από τους επαναστάτες της ανατολικής Μακεδονίας, που είχε καταδικασθεί σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο, με πρόεδρο το συνταγματάρχη Ι. Τώτση. Αργότερα (24 Απριλίου) εκτελέσθηκαν και οι στρατηγοί Παπούλας και Κοιμήσης (είχαν καταδικασθεί σε θάνατο δύο μέρες νωρίτερα από έκτακτο στρατοδικείο με πρόεδρο τον υποστράτηγο της Αεροπορίας Ρέππα(, παρά τις προσπάθειες που έγιναν από μετριοπαθείς αντιβενιζελικούς να αποτραπεί η εκτέλεσή τους.

Στις 23 Απριλίου άρχισε η δίκη των πολιτικών αρχηγών της βενιζελικής παρατάξεως, από έκτακτο στρατοδικείο προεδρευόμενο από τον υποναύαρχο Αλ. Σακελλαρίου. Κατηγορούμενοι ήταν, εκτός από τους απόντες Βενιζέλο, Πλαστήρα και άλλους συνεργάτες τους, όλοι σχεδόν οι πολιτικοί αρχηγοί της βενιζελικής παρατάξεως. Δεν παραπέμφθηκε ο Μιχαλακόπουλος, γιατί είχε καταδικάσει το κίνημα ενόσω διαρκούσε ακόμη. Ο Γονατάς καταδίκασε, στην απολογία του, το κίνημα και αρνήθηκε κάθε συμμετοχή. Το ίδιο οι Σοφούλης, Παπαναστασίου, Καφαντάρης και άλλοι πολιτικοί. Οι μάρτυρες κατηγορίας που κλήθηκαν, πολιτικοί αρχηγοί της αντιβενιζελικής παρατάξεως κυρίως, στην πλειοψφία τους δε θεώρησαν τους πολιτικούς αντιπάλους τους ενόχους. Ο αντιβενιζελικός κόσμος όμως ζητούσε ενόχους για να πάρει την εκδίκησή του για την εκτέλεση των Εξ στο Γουδή. Έτσι καταδικάσθηκαν σε θάνατο, ερήμην, ο Βενιζέλος και Πλαστήρας, και σε ελαφρότερες ποινές πολλοί άλλοι. Απαλλάχθηκαν ή αθωώθηκαν οι Γ. Καφαντάρης, Αλ. Παπαναστασίου, Θ. Σοφούλης, Αλ. Μυλωνάς, Δημ. Λαμπράκης κ.ά

.
Η ΑΝΑΓΚΗ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ-«ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΡΙΟΥ»!
Στο μεταξύ, ο Γεώργιος Βλάχος της «Καθημερινής» είχε αρχίσει να προβάλλει την ανάγκη επιβολής δικτατορίας, «Διευθυντηρίου», όπως έγραφε στις 15 Μαρτίου. Σε άρθρο του, στις 23 Μαρτίου, αφού αναφερόταν στην πλημμελή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού μετά το 1924, έγραφε: «Αυτό καθ’ ημάς το μέλλον προετοιμάζουν οι κοινοβουλευτικότητες και άλλαι εκλογαί δια την Ελλάδαν. Αλλά τι θα ηθέλαμεν:
Ό,τι θα ηθέλαμεν το εγγράψαμεν. Το εγγράψαμεν μετά την 6ην Ιουνίου και την απόπειραν. Το εγγράψαμεν μετά το κίνημα και μετά την καταστολήν του: Δικτατορίαν. Δικτατορίαν ή Διευθυντήριον. Επί δυο, τρία, τέσσερα έτη. Με πρόγραμμα: Την τιμίαν και επίμονον προσπάθειαν προς ανάπλασιν της Ελλάδος, την δια της βίας υποταγήν αλλά και συμφιλίωσιν του Λαού, το κτύπημα των παντός τύπου στασιαστών, αγυρτών και δημοκόπων της χώρας. Με σκοπόν: Την οριστικήν είσοδον της Ελλάδος εις νέαν ζωήν, ξένην προς ό,τι το ελεινόν παρελθόν μας επροικοδότησε, απηλλαγμένην του φάσματος νέων εμφυλίων αγώνων, βαδίζουσαν σταθερώς προς την πρόοδον και την ευχίαν, μόνα αδιάσειστα τείχη, μόνον αδιάβατον περιχαράκωμα κατά παντός της Ελλάδος εχθρού». Επανήλθε την επομένη (27 Μαρτίου), με το ερώτημα αν οι δικτατορίες και τα διευθυντήρια ήταν «σοφά πολιτεύματα» για να δώσει την απάντηση: «Περί του αν είναι καλά ή κακά συζήτησις δεν χωρεί, όπως δεν χωρεί συζήτησις περί του αν είναι καλόν ή κακόν να κόψη κανείς τον πόδα. Τον κόπτει άμα είναι ανάγκη, άμα έχει γάγγραιναν, άμα κινδυνεύει εξ αυτού η ζωή του. Ο Λαός λοιπόν ασθενεί. Έχει Βενιζελισμόν, έχει γάγγραιναν. Πρέπει να εισαχθή εις Νοσολομείον, το οποίον θα λέγεται Δικτατορία, ή Διευθυντήριον και εκεί να υποστή εγχείρησιν: Ακρωτηριασμόν των ελευθεριών του».

Παπαθανάκης Σταύρος