Η μεγάλη σημασία της φαντασματικής λογικής του Λόγου στην πολιτική πραγματικότητα

της Πηνελόπης Σ. Ευθυμιάδη, Πολιτικού Επιστήμονος

Η Σατραπεία

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες, και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρείς στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 

Περίληψη

Η θεωρία του Λόγου παρουσιάζει εφαρμογές και λειτουργεί σαν εργαλείο σε αρκετά επιστημονικά πεδία προκαλώντας έναν έντονο επιστημονικό διάλογο , ζητούμενο της προόδου . Θέτοντας σε χρήση τα σημαίνοντα σημεία και τα σημαινόμενα , δηλαδή τη μορφή ενός ζητήματος και το περιεχόμενό του παράλληλα με την λειτουργία της Γλώσσας , δημιουργείται μια γνώση που δύναται να χρησιμοποιηθεί ως λύση στην προβληματική . Στα παρακάτω λεγόμενα , θα επιχειρηθεί η διαπίστωση αν η θεωρία του Λόγου , κάνοντας τον κύκλο της σε όλο το φάσμα των ανθρωπιστικών επιστημών , μπορεί στην προκείμενη στιγμή να προσφέρει περισσότερα στις μεθόδους της Πολιτικής Επιστήμης . Εμβαθύνοντας στην ψυχή όλων , την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και την διάνθισή της στο κοινωνικό όλον , θα αναλυθεί πως είναι δυνατόν από αυτήν , να πηγάζουν οι προβληματικές και να αντικατοπτρίζονται παράλληλα και οι λύσεις . Πως ο Λόγος μας βοηθάει σαν έλλογα όντα να ανακαλύψουμε την αλήθεια των πραγμάτων , που πάντοτε βρισκόταν μέσα μας αλλά ηθελημένα την αγνοούμε , καθώς αναζητούμε την ουσία στο φαίνεσθαι κι όχι στο είναι . Όπου σαν είναι  , λαμβάνουμε την αλήθεια που πηγάζει από μέσα μας και την λαμβάνουμε σαν ασυνείδητο · και σαν φαίνεσθαι τα γεγονότα και τα τεκμήρια που επιθυμούμε να πιστεύουμε ότι πρόκειται για αληθινά. Μέσω μιας «ψυχανάλυσης» του κοινωνικού συνόλου και του μέρους του , θα αποδειχθεί ότι η Πολιτική Επιστήμη , σαν ένας μαθηματικός δίαυλος της κοινωνίας , έχει ανάγκη από διάνθιση με επίκεντρο το σημείο από όπου ξεκίνησαν όλα : την ανθρώπινη ψυχή.

Εισαγωγή στην έννοια του Λόγου

Κατά Laclau & Mouffe, η ολότητα της κοινωνικής πρακτικής ορίζεται ως η έννοια του λόγου . Η προαναφερθείσα περιλαμβάνει τόσο γλωσσικά όσο και μη γλωσσικά στοιχεία αποδίδοντας μεν σημασία σε όλα τα στοιχεία της ,  θέλοντας δε  να τονίσουν πως κάθε κοινωνικός σχηματισμός έχει νόημα για τους φορείς του . Συστηματικό σύνολο σχέσεων διαφορετικών στοιχείων ο λόγος , που αντανακλά περιεχόμενο κι ουσία στα καθέκαστα στοιχεία του. Υποκείμενα όμως,  των πρακτικών αυτών που εγκολπώνεται ο λόγος , τίθενται τα μεμονωμένα έλλογα όντα της κοινωνίας , τα άτομα . Άνθρωποι λοιπόν,  με πολιτικές και κοινωνικές ανάγκες είναι τα πρόσωπα που θα μεταβάλλουν το σύμπλεγμα διαφορετικών σχέσεων , θα το πράξουν, θα το εμπεδώσουν ικανοποιώντας το πανάρχαιο αίσθημα τους για μια καλύτερη κατανόηση του κόσμου . Εξού κι ο λόγος , βρίσκεται σαν εργαλείο στα χέρια των κοινωνικών ατόμων που ζούν σε ένα μεταβαλλόμενο σύνολο σημείων – κοινωνικών πρακτικών · συμβάλλει στην αποκάλυψη δομών και σχέσεων ( Strauss , 1958 ) .

Προκειμένου όμως να γίνει κατανοητό πως μια πτυχή της θεωρίας του λόγου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κλειδί στην λύση της περίπλοκης πολιτικής πραγματικότητας που καλείται ο άνθρωπος να έρθει αντιμέτωπος , οφείλει να ακολουθηθεί η μεμονωμένη εξέταση των στοιχείων που εμπλέκεται το άτομο με αμφίδρομη και εταιρική σχέση : η κοινωνική κατασκευή και η πραγματικότητα .

Η κοινωνική κατασκευή

Ο κοινωνικός κονστρουξιονισμός ( Burr , 1995 )  χρησιμοποιείται για να αναδειχθεί ο ρόλος της γλώσσας στην κατασκευή των κοινωνικών φαινομένων ως οντοτήτων της κοινωνικής πραγματικότητας και ως αντικειμένων επιστημονικής περιγραφής. Απλούστερα , ένα σύνολο θεωριών που ομαδοποιούνται με βάση το κοινό τους επιχείρημα αναφορικά με την κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας. Η θέση της κοινωνικής κατασκευής παίρνει υπόψιν την ιστορική και πολιτισμική συγκεκριμενικότητα για την συγκρότηση των πρακτικών του λόγου και των κατηγοριών που χρησιμοποιούμε για να κατανοήσουμε και να περιγράψουμε τον κόσμο, που είναι: “προϊόντα ιστορικά καθορισμένων διαδράσεων μεταξύ των ανθρώπων” (Gergen, 1985: 267) . Επομένως προσδιορίζουμε την πραγματικότητα μέσω της κοινωνικής κατασκευής που έχουμε δημιουργήσει με τρόπους ενδεχομενικούς , ανάλογα την ιστορία και τον πολιτισμό. Αυτή η θέση του κοινωνικού κονστρουξιονισμού είναι αντι-ουσιοκρατική[1]: όταν λέμε ότι ο κόσμος κατασκευάζεται κοινωνικά και δια του λόγου (discursively) εννοούμε ότι δεν έχει προδιαγεγραμμένο χαρακτήρα ούτε ότι καθορίζεται από εξωτερικές συνθήκες και οι άνθρωποι δεν φέρουν ένα σύνολο καθορισμένων και αυθεντικών χαρακτηριστικών ή “ουσιών” (Jørgensen & Phillips, 2002). Αντιθέτως, ο κόσμος, οι άνθρωποι, και κυρίως πως τους καταλαβαίνουμε έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ανά ιστορικές περιόδους και πολιτισμούς, οφείλουν να θεωρούνται προϊόντα αυτών των πολιτισμών και ιστορικών περιόδων, και εξαρτώνται από τις συγκεκριμένες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν εκεί (Burr, 1995).

Η πραγματικότητα

Συνεπώς , τα άτομα κατασκευάζουν την πραγματικότητα κοινωνικά μέσα από την κοινωνική αλληλεπίδραση, κατά την οποία , ανταγωνιζόμενα  μεταξύ τους, διαφωνώντας διαλογικά, για το τι είναι σωστό και τι λάθος , γεννούν  κοινές αλήθειες . Η πραγματικότητα σύμφωνα με τις θεωρίες της κοινωνικής κατασκευής δεν παύει ούτε να υπάρχει ως τέτοια, ούτε χάνει την υλικότητά της, επειδή το νόημά της αναγνωρίζεται ως προϊόν μηχανισμών κοινωνικής κατασκευής. Ο κόσμος νοηματοδοτείται μέσα από ψυχικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς. Οι θεωρίες κοινωνικής κατασκευής αναζητούν αυτούς ακριβώς τους μηχανισμούς ,  μέσα από τους οποίους λαμβάνει χώρα αυτή η διαδικασία. Η πραγματικότητα συναποτελείται από αντικείμενα και υποκείμενα, αλλά και από τις μεταξύ τους σχέσεις.

Ενδελεχώς , από την στιγμή που τα άτομα άρχισαν να ομαδοποιούνται και να σχηματίζουν κοινωνίες[2] με σκοπό την ευδαιμονία τους [3] κατασκευάζουν κατ’ανάγκην την δική τους πραγματικότητα μέσω των πολιτικών και κοινωνικών διαδικασιών . Με τους τελευταίους όρους , επισημαίνονται οι διαδικασίες που βιώνουν τα άτομα όντας «ζώα πολιτικά»[4] , φέρνοντάς τα αντιμέτωπα με τις συνθήκες διαβίωσης τους . Φυσικά οι διαδικασίες αυτές διαφοροποιούνται , ανάλογα με την  διαμορφωμένη κοινωνία . Αυτό που είναι ‘πραγματικό’ για το Θιβετιανό μοναχό μπορεί να μην είναι πραγματικό για τον Αμερικανό επιχειρηματία. Η ‘γνώση’ του εγκληματία διαφέρει από τη ‘γνώση’ του εγκληματολόγου. Συνεπάγεται ότι συγκεκριμένες συσσωρεύσεις της πραγματικότητας και της γνώσης αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα κοινωνικά συμφραζόμενα (Berger & Luckmann, 2003: 18) . Πολύ περισσότερο , η πραγματικότητα δεν αποτελεί ούτε καθολικό νόημα , ούτε απαράβατη «ουσία» , ούτε αυθεντική μοναδικότητα , αλλά κοινωνική κατασκευή με τα ανάλογα  χαρακτηριστικά των καθ’ έκαστων πολιτικών όντων[5] που τη μορφοποιούν .

Οι «λογικές» του Λόγου

Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως , το φάσμα των κοινωνικών πρακτικών – κι όπως αυτές αναλύθηκαν – ορίζεται ως η έννοια του λόγου (Laclau & Mouffe ,1987). Εν συνεχεία , το θεμελιωμένο στο Λόγο σύνολο κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών  , που ερμηνεύουν την κοινωνική κατασκευασμένη πραγματικότητα , χαρακτηρίζεται κι ερμηνεύεται από τις λογικές του Λόγου . Ο όρος αναφέρεται σε «λογικές διαδρομές» που διασχίζουν το συστηματικό σύνολο, το διαμορφώνουν και  συντελούν  , δια της ερμηνείας τους , την λειτουργικότητα της κοινωνικοπολιτικής οντότητας συνδυάζοντας όρους του όλου αλλά και του μέρους[6]

Οι λογικές του λόγου αφορούν κανόνες , τρόπους και μεθόδους κατά τις οποίες ένα κοινωνικό καθεστώς νοείται . Μέσω αυτών , θα δομηθεί , θα οργανωθεί λειτουργικά και θα εμπεδωθεί στην πράξη του . Η κοινωνική λογική , είναι εκείνη που θα καθορίσει τους κανόνες με τους οποίους θα αναπαραστήσουν τα υποκείμενα την κοινωνική πράξη . Η πολιτική θα περιγράψει τις διαδικασίες θέσπισης και εγκαθίδρυσης του κοινωνικού πεδίου , συγκεκριμένα την διαδικασία της κοινωνικής λογικής . Η φαντασματική , όμως , λογική είναι τούτη που θα συμβάλλει στην κατανόηση του τρόπου εμπέδωσης των κοινωνικών πρακτικών. Πως αναπαράγονται και εμπεδώνονται οι αρχές που καθορίζουν οι πολιτικές και κοινωνικές λογικές ; Και πάνω από όλα : γιατί ;

Η φαντασματική λογική

Ενώ λοιπόν οι υπόλοιπες λογικές που διατρέχουν μια κοινωνική πρακτική έγκεινται περισσότερο στο αρχιτεκτονικό της μέρος , δηλαδή το «καθαρά τεχνικό κομμάτι δομής» της πράξης ,  η φαντασματική λογική , αντλούμενη έμπνευση από την φυσική λειτουργία της ψυχοσύνθεσης του ανθρώπου , φωτίζει τις αιτίες : αυτές τις αιτίες που οδήγησαν το υποκείμενο να συνταυτιστεί και να πραγματώσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο την προκείμενη κοινωνική πρακτική . Καλύτερα , μίαν υποκειμενική υπόσταση των αντικειμενικών πεπραγμένων . Πρόκειται για λογικές που παρέχουν τα μέσα να γίνει κατανοητό  γιατί οι  συγκεκριμένες πράξεις ή  τα συγκεκριμένα κοινωνικά συστήματα καταφέρνουν να «αιχμαλωτίσουν» τα υποκείμενα ώστε αυτά να ταυτίζονται μαζί τους.

 Ως φαντασία , δεν ορίζεται κάτι εξωπραγματικό , κάτι πέραν από την σφαίρα της λογικής και της συνείδησης του μέσου ατόμου ή κάτι που έχει δημιουργηθεί για να μην ανήκει στην κοινωνική πραγματικότητα που βιώνει ο άνθρωπος . Δεν είναι μέρος ονείρων η αναφερόμενη φαντασία αλλά αντιθέτως · είναι η περισσότερο ατόφια απεικόνιση της πραγματικότητας , που το ίδιο το έλλογο άτομο – αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας – παράγει και υφίσταται . Η φαντασματική λογική αποτυπώνει σε κοινωνικό επίπεδο την «ασυνείδητη δύναμη λογικής» που διαθέτει ο άνθρωπος ώστε να πράξει το οτιδήποτε . Ο Laclau λοιπόν , όντας εμπνευσμένος κι από τον Γάλλο ψυχαναλυτή Λακάν  , συνέλαβε την παρούσα θεωρία  ώστε να αποδείξει πως δεν υφίσταται η ριζοσπαστική τυχαιότητα των κοινωνικών γεγονότων , πως υπάρχει πάντοτε ένας λόγος που συνέβησαν οι πράξεις κατά τον όποιο τρόπο  κι αν συνέβησαν και μια αδυναμία στην ύπαρξη αντικειμενικότητας .

Γιατί τίθεται άξια ενδιαφέροντος ;

Η προλεχθείσα  , κατά συνέπεια , θεώρηση νοείται ως άξια σημασίας   στο πεδίο της Πολιτικής Φιλοσοφίας και ενδιαφέροντος ως  αντικείμενο μελέτης διότι επανέρχεται με επιτυχία στον κύριο πρωταγωνιστή : τον άνθρωπο . Συλλαμβάνει την κοινωνία , ως έναν ζωντανό οργανισμό , όπως ακριβώς είναι δηλαδή  , καθότι απαρτίζεται από έλλογα όντα με έμφυτο το αίσθημα του κοινωνικοποίησης . Απομακρύνεται από τεχνοκρατικές μεθόδους που απαριθμούν εξωτερικούς παράγοντες  κι εστιάζει στο σημείο από όπου όλα έγιναν πράξη και δημιουργήματα : την ψυχή του ανθρώπου και το πως αυτή επιθυμεί να εξυψωθεί[7] υπό το πρίσμα όχι της μοναξιάς και της απομόνωσης αλλά της αρμονικής συμβίωσης με τους υπολοίπους .  Επανέρχεται στην πηγή του προβλήματος , στην βασική προβληματική που γεννά τους φιλοσοφικούς συνειρμούς , διεγείρει κι ωθεί την δημιουργία Επιστήμης  , εγκιβωτίζει την ερώτηση και την απάντηση συνάμα , το ἒλλογο και το ἄλογο[8], μεταγγίζει την έννοια της ζωής και την μετουσιώνει : η ανθρώπινη ψυχική σύνθεση . [9] Η αναφερθείσα θεωρία αρχίζει την επιστημονική έρευνα από το ειδικό μέρος ώστε να αναγάγει την προβληματική στο όλον , στην ψυχοσύνθεση και στην ανάλυση συμπεριφοράς της κοινωνίας ως συνόλου που εφαρμόζει κοινωνικές πρακτικές για κάποιους προκείμενους λόγους . Αυτούς τους τελευταίους συνεπώς , προσπαθεί να κάνει διακριτούς η φαντασματική λογική του Λόγου  . Αυτούς ακριβώς  που συνταυτίστηκαν τα φερόμενα υποκείμενα.

Σύνδεση Λακανικής Ψυχανάλυσης κι φαντασματικής λογικής

“Καθένας δυσκολεύεται να κατανοήσει ότι  πριν το ασυνείδητο δεν υπάρχει τίποτε που να μοιάζει στο ασυνείδητο (…) Κατά την φαντασίωση (fantasy) κάθε άνθρωπος δυσκολεύεται να φανταστεί ότι δεν υπήρχε πριν τη γέννησή του, με άλλα λόγια, ότι δεν είχε προικιστεί ανά την αιωνιότητα με το δικαίωμα να γεννηθεί, με το δικαίωμα στην ύπαρξή του, με το δικαίωμα στη γέννησή του” (Althusser, 1996: 58)

Σαφέστερα , στο σημείο όπου εφάπτονται η θεωρία του Λόγου με το ασυνείδητο της ψυχής [10] έγκειται η συνδρομή της Λακανικής Ψυχανάλυσης . Αγγίζοντας το φαντασιακό η θεωρία του Λόγου , με βλέψη της να ανακαλύψει γιατί εμπεδώνεται η εκάστοτε κοινωνική πρακτική , αντλεί έμπνευση και υιοθετεί μεθόδους από την Λακανική Ψυχανάλυση .Από κοινού , δανείζοντας η μια από την άλλη δεδομένα και τεχνικές ,  επιτυγχάνουν μεταξύ τους αβίαστα μια «αλληλοσυμπλήρωση» .

Θεωρία του Λακάν : Το Εγώ και το Άλλο

Καταρχήν , οφείλει να σημειωθεί πως ο Λακάν , έχοντας στα χέρια του την θεωρία του Φρόιντ [ Εγώ – Εκείνο – Υπερεγώ ][11]  , έδωσε νέα πνοή, αναφέροντας ότι η ψυχανάλυση είναι η επιστήμη του πώς ένα υποκείμενο, ένας άνθρωπος, δημιουργείται μέσα από την κοινωνικότητα και την επίδραση του λόγου. Πολύ περισσότερο , Ο Λακάν επικεντρώθηκε στον «τεμαχισμό» του ψυχισμού σε εαυτό και Άλλο, ένα Άλλο που υπάρχει έξω από τον εαυτό. Οι ψυχαναλυτές στην Αμερική δουλεύουν με βασική ιδέα, ότι το Εγώ, μια συνειδητή επίγνωση του εαυτού, είναι σημαντική στη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Ο Λακάν θεωρεί τον εαυτό διαφορετικό από το υποκείμενο του ασυνειδήτου. Ο εαυτός είναι η ιδεώδες εικόνα που κάποιος βλέπει, όταν σκέφτεται το πώς θα ήθελε να ήταν σε σχέση με τον άλλο κόσμο. Μια άλλη διαφορά βρίσκεται στην ετυμολογία του ασυνείδητου. Ο Φρόυντ ανέφερε ότι το ασυνείδητο είναι η αληθινή ταυτότητα του ανθρώπου που βρίσκεται βαθιά μέσα του, πέραν, δηλαδή, του συνειδητού. Με βάση τον Λακάν, το ασυνείδητο δημιουργείται διαφορετικά από την εξέλιξη του ατόμου, σαν αποτέλεσμα της γλώσσας και των διαπροσωπικών του σχέσεων.

Εκτενέστερα , ο ίδιος στο “Στάδιο του Καθρέπτη” περιγράφει την “παραδειγματική κατάσταση” κατά την οποία “το εγώ (je) κατασταλάζει σε μια πρωταρχική μορφή” (Lacan, στο Fort-Da, 2012: 11), δηλαδή την διαδικασία κατά την οποία ο οργανισμός (η ορολογία είναι του ίδιου του Lacan) ταυτίζεται με την εικόνα του σώματος του. Η κατοπτρική εικόνα θα μπορούσε να μην είναι μια εικόνα -εξάλλου το στάδιο του καθρέπτη δεν περιλαμβάνει την ύπαρξη ενός πραγματικού καθρέπτη, και ενός πραγματικού βλέμματος. Αφού περατωθεί το στάδιο του καθρέπτη το εγώ καθίσταται “αντικείμενο” (moi) , δηλαδή αναδύεται τώρα στο πλαίσιο μιας διαφορικής και διϋποκειμενικής σχέσης με τον άλλο, που προκύπτει με την εισαγωγή στην γλώσσα (δηλαδή στην τάξη του συμβολικού) [12]. Το υποκείμενο αναδύεται μεταξύ της φαντασιακής ολότητας και της αστάθειας -λόγω του ότι καθορίζεται από τη θέση του σε σχέση με τον άλλο – στην οποία υπόκειται στη συμβολική τάξη. “Σχεδόν με το πού συμβεί το στάδιο του καθρέπτη , το υποκείμενο χάνει την ηρωική αίσθηση της ενότητας και της πληρότητας που του παρέχει το φαντασιακό”, και βρίσκεται μπροστά στην αποκάλυψη ότι “το σύστημα σημασιοδότησης και ταυτοποίησης από όπου η αίσθηση του εαυτού (selfhood) απορρέει δεν είναι δικό του” (Mansfield, 2000: 43) . Εκ των παραπάνω , για τον Λακάν πραγματικό[13] είναι αυτό που υπάρχει εκτός της συμβολοποίησης, και εκτός της αναλυτικής εμπειρίας που αναγκαστικώς εμπεριέχεται μέσα στα όρια της ομιλίας .

Ψυχανάλυση στο φαντασιακό

Όσον αφορά το κομμάτι της πράξης των ιδεών του Λακάν , την ψυχανάλυση , ο ψυχαναλυτής χρησιμοποιεί την γνώση που παραλαμβάνει από τον αναλυόμενο προκειμένου να χρησιμοποιήσει ότι του δοθεί από την συνεδρία . Δεν προσπαθεί να υποτάξει το άτομο με την σκέψη της γνώσης που έχει ήδη · Τουναντίον , δοκιμάζει από τα σημαίνοντα του λόγου του αναλυόμενου , να εδραιωθεί το υποκείμενο , να βρει μίαν άλλη διέξοδο ώστε να καλυτερεύσει η ζωή του . Εκμεταλλευόμενος ο ψυχαναλυτής την μέθοδο καθρέπτη , επιχειρεί να εκμαιεύσει από τον λόγο του ασθενή το φαντασιακό · γιατί ο αναλυόμενος εμπεδώνει την συγκεκριμένη συμπεριφορά , ποιες είναι οι αιτίες της και γιατί βάση των αιτιών , να εκδηλώνεται η προκείμενη συμπεριφορά κι όχι άλλη ; Σε όλο αυτό τον κύκλο ερωτημάτων , ο ψυχαναλυτής υιοθετεί τον ρόλο του καθρέπτη του πραγματικού «εγώ» του αναλυόμενου , που ο ίδιος δεν το βλέπει γιατί αντικρύζει σε εκείνον την εικόνα του εαυτού του , που επιθυμεί να πιστεύει σαν πραγματικότητα.

Η λειτουργία της Γλώσσας , όπως τονίζουν οι λακανικοί ψυχαναλυτές , είναι αναπόσπαστο στοιχείο για να «συνομιλήσεις» μέσω του παρόντος τρόπου με τον εαυτό σου . Χαρακτηρίζεται επιπροσθέτως , ως άσκηση και τεχνική . Καθώς λειτουργεί με το πραγματικό  , ο αναλυόμενος βιώνει επάνω του τον αναλυτικό λόγο και με την σειρά του ο αναλυτής είναι συνέχεια αναλυόμενος εφόσον  οδηγείται από τις γνώσεις και τα σημαίνοντα την στιγμή της ψυχανάλυσης .Επομένως, η Λακανική Ψυχανάλυση λαμβάνεται ως κάτι ζωντανό , που κινείται , αλλάζει με τον χρόνο όπως και ο Λόγος εξού και η απόρροια ανάγκης για διάλογο και διεπιστημονικότητα . Κάλλιστα , είναι συνετό να τεθεί η ψυχανάλυση ως ενσάρκωση του λόγου , πως δηλαδή ο λόγος σημαδεύει το σημαίνον[14] του ανθρώπου .

Κατά συνέπεια , η Λακανική μέθοδος Ψυχανάλυσης έγκειται στο γεγονός πως αναδύει την βαθύτερη αλήθεια της ανθρώπινης υπόστασης , το πραγματικό πρόσωπο της ψυχής μέσω της θεωρίας του Λόγου , της θεωρίας του φαντασιακού . Πραγματοποιεί έναν θετικό , κι όχι θεωρητικό , διάλογο με αντικείμενο την ασυνείδητη ανθρώπινη πραγματικότητα – φαντασιακό – συνδιάζοντας το σημαινόμενο του Λόγου και την λειτουργία της Γλώσσας . Έχει χαρακτηρισθεί ως κομμάτι πολιτισμού ,  από υποστηρικτές της ,  που επιθυμεί να διεκδικήσει πεδίο σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας . Μολαταύτα , το ερώτημα παραμένει αν μπορεί να καταστεί δυνατή η αναγωγή της παρούσας μεθόδου από το μέρος , στο όλον [15].  

Το πρόβλημα της αναγωγής

Λαμβάνοντας υπόψιν όσα λέχθηκαν παραπάνω , γίνεται αντιληπτό πως εκμεταλλεύοντας τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα στην ροή του λόγου του ατόμου κι εργαλειοποιώντας τις δυνατότητες που παρέχει η γλώσσα , με μη τεχνοκρατικά βήματα , σχηματίστηκε  μίαν εξίσωση που πηγάζει κι αποσκοπεί στον άνθρωπο . Στην προσπάθεια να αποταχθεί η «μάσκα του φαινομενικού» , το άτομο συνειδητοποιεί  το πραγματικό του εἶναι . Αντικρύζει την απόλυτη αντικειμενικότητα της προβληματικής μέσω της προσωπικής ασυνείδητης πραγματικότητας του υποκειμένου . Οφείλει να εξετασθεί αν ετούτη η εκμαίευση της αλήθειας  , αν αυτό το εργαλείο είναι ικανό να λύσει πολιτικά και κοινωνικά αγκάθια που ταλανίζουν το ανθρώπινο σύνολο .

Ο Gustav Le Bon , Γάλλος κοινωνιολόγος , τοποθέτησε τα θεμέλια ώστε να εξετάσουμε την κοινωνία , στο σύνολο της , με γνώμονα την ψυχολογία της , αποβλέποντας στην ύπαρξη πάντοτε της υποκειμενικής υπόστασης ενός φαινομένου .  Λόγου χάρη ,  στην Ψυχολογία της Μάζας[16]  προσπαθεί να προσεγγίσει και να εξηγήσει το πώς απλοί καθημερινοί άνθρωποι αποκτούν ιδιαίτερη δύναμη όταν λειτουργούν συλλογικά. 
Έχουν καταγράφει αρκετά παραδείγματα στο παρελθόν του ανθρώπινου είδους που αποδεικνύουν ότι ομάδες ανθρώπων με κοινές αντιλήψεις και στόχους έχουν φέρει δραματικές κοινωνικές αλλαγέςοι οποίες έχουν αλλάξει την πορεία της ιστορίας[17].

Η αναγωγή στην πράξη της Πολιτικής Επιστήμης σήμερα είναι η θεματική που πρέπει να απασχολεί . Η επιστροφή στην πηγή όλων , στην ανθρώπινη ψυχική υπόσταση και πως εκείνη επιθυμεί και μπορεί να αναπτυχθεί , καθώς εκφράζεται με το μόνο της όργανο , τον Λόγο . Οτιδήποτε και να εξετασθεί ως αντικείμενο μελέτης , αν οι επιστήμονες λαμβάνουν μόνο τα αντικειμενικά στοιχεία , στοιχεία κοινά που μοιάζουν για απαράμιλλη αλήθεια , στοιχεία τεχνοκρατικά , αριθμητικά δεδομένα , εφαρμόζοντας επανειλημμένως τεχνικές που κάθε άλλο παρά ημερεύουν το πρόβλημα , καμία πρόοδος δεν θα σημειωθεί . Η κοινωνική και πολιτική πρακτική του Λόγου , τα αντικειμενικά στοιχεία που θα περιγράφουν ένα κοινωνικό φαινόμενο ή μια πολιτική αντίδραση δεν θα βοηθήσουν την δουλειά ενός μετέπειτα ιστορικού , που θα ψάχνει να διακρίνει το παρόν φαινόμενο από ένα άλλο . Διότι ενδείκνυται τα αντικειμενικά στοιχεία που φαίνονται να οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα x , να λανθάνουν αν ο υποκειμενικός παράγων που θα ακολουθήσει ανατρέψει το αποτέλεσμα σε y .

Στο Ποινικό Δίκαιο , προκειμένου να ελεγχθεί ότι για μία εγκληματική πράξη , μία πράξη που προξένησε βλάβη υφίσταται , εξετάζεται πάντοτε από την δικαιοσύνη η ύπαρξη αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης . Ποτέ δεν αρκεί η ύπαρξη ενός θύματος , το μέσο της δράσης ( π.χ. ένα μαχαίρι με αίμα στον κήπο ) για να καταδικαστεί κάποιος για κακούργημα . Θα δοθεί έμφαση , στην υποκειμενική υπόσταση του γεγονότος : αν επρόκειτο για δόλο ή για αμέλεια , αν ο δράστης βρισκόταν σε νηφάλια ψυχική κατάσταση ή αν όχι , αν ο δόλος του ήταν έμμεσος ή άμεσος . Διότι αν η υποκειμενική υπόσταση πιστοποιεί αμέλεια , η ποινή – το αποτέλεσμα , δεν θα είναι το ίδιο αν πιστοποιούσε άμεσο δόλο .

Συμπέρασμα

Υπάρχει η ανάγκη , η Πολιτική Επιστήμη να απομακρυνθεί από τις ακραία θεωρητικές μεθόδους και τις πρακτικές που εξετάζουν τα πολιτικά και κοινωνικά συμβάντα εξωτερικά , επιφανειακά  , αυστηρά με τα τεκμήρια της αντικειμενικότητας . Όπως οι προγενέστεροι πατέρες της · είχαν στόχο την ανακάλυψη μιας απόλυτης αλήθειας με ανθρωποκεντρικό πρόσημο – με τον Σωκράτη να επιμένει για το εἶναι κι όχι για το φαίνεσθαι ενώ ο Πλάτωνας σημείωνε  το θυμικόν της ψυχής  κι ο Αριστοτέλης τόνιζε το ανθρώπινο χάρισμα του λόγου . Επομένως , υπάρχει ανάγκη για ένα επιστημονικό διάλογο που θα αντιμετωπίζει το ζήτημα στο γέννημα του : στην ασυνείδητη αλήθεια που εγκιβωτίζεται στην υποκειμενικότητα . Σε όλες αυτές τις αιτίες που αναδύθηκαν αβίαστα από το εγώ του έλλογου ατόμου και τον οδήγησαν σε μια πρακτική . Όπου την τελευταία , εφάρμοσε σε αναγωγή  η κοινωνία  · ο ζωντανός αυτός οργανισμός που έχει δημιουργήσει ,  έπειτα από πολιτική ωρίμανσή , μια δικής της ξεχωριστή ψυχοσύνθεση που την προτρέπει κι εκείνη να πράξει συλλογικά κινούμενη από τα εσώτερα ένστικτά της . Στην ασυνείδητη πραγματικότητα της κοινωνίας οφείλουμε να εφαρμόσουμε πρακτικές που θα καθρεπτίζουν τις ρίζες των προβληματικών · που θα ωριμάσουν περαιτέρω το σύνολο επισημαίνοντας τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα  στο Λόγο · που η λειτουργία της γλώσσας θα ξεκαθαρίζει το αίτιο και το αιτιατό και δεν θα γίνεται στόχαστρο της πολιτικής ορθότητας .  Με λόγια κατανοητά , πολιτικές πρακτικές , δημιουργημένες για τον άνθρωπο , μελετημένες για να ικανοποιήσουν την ιδιαιτερότητες που εμφανίζει όταν αυτός «κοινωνεῖ»[18] , λαμβάνοντας υπόψιν μια βαθύτερη αλήθεια , ασυνείδητη και πραγματική · επανεστιάζοντας στην ουσία της ανθρώπινης ζωής .

Βιβλιογραφία :

Πέτερ Λ. Μπέργκερ και Τόμας Λούκμαν (2003) , Η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας , μτφρ. Κ Αθανασίου , Αθήνα : Νήσος

Althusser L. (1996). Writings on psychoanalysis: Freud and Lacan. US: Columbia University Press

Burr, V. (1995) An Introduction to Social Constructionism, London: Sage.

Edwards, D.; Ashmore, M. & Potter, J. (1995) ‘Death and Furniture: the rhetoric, politics and theology of bottom line arguments against relativism’, History of the Human Sciences, vol. 8(2), pp. 25-49.

Gergen, K. (1985) “The social constructionist movement in modern social psychology”, American Psychologist, vol. 40(3), pp. 266-275.

Harré, R. (1979) Social Being: A Theory for Social Psychology, Oxford: Blackwell.

Jørgensen, M. & Phillips, L.J. (2002) Discourse Analysis as Theory and Method, London: Sage.

Laclau  E. & Mouffe Ch. (1987), New Left Review, 166(11-12): 79-106, 82-83.

Mansfield N. (2000). Subjectivity: Theories of the self from Freud to Haraway. Australia: Allen & Unwin

Parker, I. (1992) Discourse Dynamics: Critical Analysis for Social and Individual Psychology, London: Routledge.

Potter, J. & Wetherell, M. (1987) Λόγος & Κοινωνική Ψυχολογία, Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.  

Strauss L.  (1958) . Anthropologie structurale (1958, Structural Anthropology, trans. Claire Jacobson and Brooke Grundfest Schoepf, 1963)

Von Schlippe, A. & Schweitzer, J. (2008) Εγχειρίδιο της Συστημικής Θεραπείας & ΣυμβουλευτικήςΘεσσαλονίκη: University Studio Press.

Wetherell, M. & Maybin, J. (1996) ‘The Distributed Self: A Social Constructionist Perspective, in R. Stevens (ed.) (1996)Understanding the Self, London: Sage.

Willig, C. (1999b) ‘Beyond Appearances: A critical realist approach to social constructionist work’, in D. Nightingale & J. Cromby (eds) (1999) Social Constructionist Psychology: A Critical Analysis of Theory and Practice, Buckingham: Open University Press.

Zizek S. (1990). «Πέραν από την ανάλυση του λόγου», στο Για την επανάσταση της

εποχής μας (Er. Laclau, επιμ.: Γ. Σταυρακάκης). Αθήνα: νήσος


[1] Ουσιοκρατία : υπάρχει μια (αυθύπαρκτη) ουσία στα πράγματα που καθορίζει αλγοριθμικά το είναι και το νόημα τους.Η ουσία αυτή είναι συνήθως διιστορική και άχρονη, το θεμέλιο που εξηγεί διαχρονικά την ανθρώπινη φύση ή τη λειτουργία του κοινωνικού κόσμου .

[2] Η αναγκαιότητα της ένωσης της κοινωνίας υπόκειται στην επιθυμία να μεταβεί το άτομο από το ζην στο ευ ζην «γινομένη μὲν τοῦ ζῆν [1252b30-34] ἕνεκεν, οὖσα δὲ τοῦ εὖ ζῆν»

[3] Αριστοτελική εξήγηση της έννοιας «πόλις» στα  Πολιτικά του : Η «πόλις», λοιπόν, είναι μια μορφή ανώτερης κοινωνικής συνύπαρξης («ἡ πασῶν κυριωτάτη»), που εμπεριέχει όλες τις άλλες («πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»), και αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά («τοῦ κυριωτάτου πάντων»). Είναι δε «ἡ κοινωνία ἡ πολιτική». Στον ορισμό αυτό μπορούμε να διακρίνουμε το προσεχές γένος (genus proximum) της έννοιας «πόλις» και την ειδοποιό διαφορά της (specifica differentia). Συγκεκριμένα, το προσεχές της γένος, δηλαδή η ευρύτερη κατηγορία στην οποία εντάσσεται η έννοια, είναι ο όρος «κοινωνία» («κοινωνίαν τινα οὖσαν»), ενώ η ειδοποιός διαφορά της, δηλαδή το ιδιαίτερο εκείνο γνώρισμα που τη διαφοροποιεί από τις όμοιές της έννοιες, είναι το αγαθό στο οποίο αποβλέπει. Ειδικότερα, το αγαθό στο οποίο αποβλέπει, που είναι η ευδαιμονία των πολιτών, είναι το ανώτερο από όλα τα αγαθά των άλλων κοινωνιών και μ’ αυτό η «πόλις» επιδιώκει το συμφέρον του συνόλου των πολιτών. Αντίθετα, οι άλλες μορφές κοινωνίας επιδιώκουν ένα επιμέρους αγαθό για το συμφέρον των μελών τους. Ο Αριστοτέλης επισφραγίζει τον ορισμό της έννοιας «πόλις» με τον χαρακτηρισμό πολιτική κοινωνία, δηλαδή την οργανωμένη πολιτειακά κοινωνία η οποία έχει αυτάρκεια, αυτονομία, ελευθερία, θεσμούς και πολίτευμα. Αφορά, λοιπόν, η πόλη τη γνωστή για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο πόλη-κράτος.

[4] Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολιτικό ζώο (Πολιτικά, 1253a) . Η ανθρώπινη φύση χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη και την εξέλιξη προς αυτό το ιδανικό και εξαιτίας αυτού του ιδανικού. Η πολιτική ως έλλογη ομιλία δεν είναι ένα θέμα ιδιοτέλειας, ηδονισμού ή απλά σύγκρουσης ομάδων συμφερόντων. Μάλλον είναι ο τρόπος με τον οποίο η ανθρώπινη φύση τελειοποιείται. Για τον Αριστοτέλη μεγαλώνουμε και αναπτυσσόμαστε στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής – είμαστε πάντα κοινωνικά ζώα. [ D. Young, The silent chorus: culture and superficiality, 2003]

[5] Πολιτικά όντα δηλ.  ζώα πολιτικά ( όρος αριστοτελικός )

[6] Ως όλον ορίζεται το κοινωνικό σύνολο ενώ ως μέρος , η αποτελούμενη μονάδα του κοινωνικού συνόλου , το άτομο.

[7]  Η ετυμολογία της λέξης «άνθρωπος»  , όπως την δημιούργησαν οι προγενέστεροι στην αρχαιότητα , αποτελείται από το στερητικό «α» και το ρήμα «θρώσκω» που σημαίνει «πηγαίνω ψηλά» . Ο προορισμός του ανθρώπου κατ’ αυτήν την έννοια , είναι να πηγαίνει ψηλά . Ή καλύτερα να φθάνει όπου αυτός δεν μπορεί όπως σημειώνει κι ο Καζαντζάκης . Φυσικά υπάρχει και η άποψη που επισημαίνει πως η ετυμολογία είναι :  ἄνθρωπος < *ἄνδρωπος < ἀνήρ + ὤψ που σε πιο ελεύθερη άποψη σημαίνει κάποιος με όψη άνδρα .

[8] ἄλογο = α + λόγος = δίχως λογική  &  ἒλλογο = με λογική

[9] Δύο λόγια για το πως αντιλαμβάνεται την ψυχή ο Πλάτωνας  ( η θεωρία του έγινε εναρκτήρια οδός για την θεωρία του Εγώ του Φρόιντ ) : 

Κατά τον Πλάτωνα, ο κόσμος μας είναι διχασμένος. Aπό τη μια μεριά, υπάρχει η ασαφής και χαοτική πραγματικότητα της καθημερινής μας εμπειρίας, με την οποία είναι εξοικειωμένοι όλοι οι άνθρωποι. Kαι από την άλλη, υπάρχει το σταθερό σύμπαν των αιώνιων Iδεών , την ύπαρξη του οποίου λίγοι υποψιάζονται. O ένας είναι ο κόσμος της αίσθησης και της ανθρώπινης γνώμης (της «δόξας»), και ο άλλος ο κόσμος της νόησης και της αλήθειας. Στον διχασμένο πλατωνικό κόσμο, ο άνθρωπος προσπαθεί να ισορροπήσει. Kατά βάση έλκεται από τον κόσμο των αισθήσεων, είναι κι αυτός ευμετάβλητος, παρορμητικός, ατελής. Yπάρχει όμως και ένα αντίθετο στοιχείο μέσα του, κάτι το σταθερό και αιώνιο, που συγγενεύει με τον κόσμο των Iδεών – η ψυχή του.

Στον Φαίδωνα, ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως ένωση ενός θνητού σώματος και μιας αθάνατης ψυχής. Tο σώμα του είναι ολοκληρωτικά παραδομένο στη διαρκή μεταβολή, ενώ η ψυχή του είναι από την ίδια τη φύση της συγγενής με τις Iδέες. Για τον φιλόσοφο ο θάνατος δεν είναι συμφορά αλλά απελευθέρωση της ψυχής από τη φυλακή του σώματος. Η φιλοσοφία είναι «μελέτη θανάτου» (Φαίδων 67de). Mε την αποδέσμευσή της από το σώμα, η ψυχή απαλλάσσεται από ένα δυσβάστακτο βάρος και μπορεί πλέον να αφιερωθεί απερίσπαστη στη θέαση των Iδεών.

Στην Πολιτεία ο Πλάτων θα προχωρήσει σε μια νέα διάκριση. Πιο σημαντική από την αντίθεση σώματος και ψυχής είναι η αντίθεση ανάμεσα στα μέρη της ίδιας της ανθρώπινης ψυχής. H ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη: στο «επιθυμητικό», στο «θυμοειδές», και στο «λογιστικό», που στεγάζει το λογικό και την ορθή κρίση και είναι το μόνο αθάνατο. Άρα ο αγώνας δεν διεξάγεται ουσιαστικά ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα, αλλά ανάμεσα σε αντίθετες δυνάμεις της ίδιας της ψυχής. Επομένως η ψυχή, και ειδικά το ανώτερο και αθάνατο μέρος της, είναι αυτό που εξασφαλίζει στον άνθρωπο τη δυνατότητα της επαφής με τις Iδέες.

[10] Ασυνείδητο της ψυχής = το φαντασιακό , δηλ. σύμφωνα με το Λακάν , το πραγματικό .

[11] Το Εκείνο, το Εγώ και το Υπερεγώ (λατ. Id, Ego, Superego, ) είναι οι τρεις συνιστώσες του μοντέλου για τη δομή του ανθρωπίνου ψυχικού οργάνου στα πλαίσια της δεύτερης τοπικής θεωρίας του Σίγκμουντ Φρόυντ. Σύμφωνα με αυτό το δομικό μοντέλο το Εκείνο αντιπροσωπεύει τα κίνητρα, τα ένστικτα και τις βιολογικές ανάγκες του ατόμου και κατά συνέπεια είναι έμφυτο, το Εγώ αποτελεί το λογικό μέρος που αν και δεν είναι έμφυτο, αναπτύσσεται και καλλιεργείται με την επίδραση της συσσωρευμένης εμπειρίας και τέλος το Υπερεγώ αντιπροσωπεύει όλες τις θετικές ηθικές και κοινωνικές αξίες του ατόμου, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο την ηθική συνείδηση.  Ο Freud υπογράμμιζε για το Εκείνο (Id) : “…Είναι το σκοτεινό, απρόσιτο μέρος της πρoσωπικότητάς μας, ό,τι ελάχιστο γνωρίζουμε το έχουμε μάθει από την έρευνα των ονείρων και την δημιουργία νευρωσικών συμπτωμάτων, και τα περισσότερα είναι αρνητικά στοιχεία και μπορούν να περιγραφούν μόνο ως η αντίθεση στο Εγώ. Όλοι προσεγγίζουμε το Εκείνο με αναλογίες: το αποκαλούμε χάος, ένα καζάνι γεμάτο κοχλάζουσες ενορμήσεις, δεν παράγει μια ολοκληρωμένη θέληση, αλλά παρά μόνο μια προσπάθεια να ικανοποιήσει τις ενστικτώδεις ενορμήσεις που είναι υποκείμενες στη αρχή της ευχαρίστησης.”

[12] Ο Slavoj Zizek επισημαίνει πως “σε μια φαντασιακή σχέση (imaginary relation) δύο αντιτιθέμενοι πόλοι είναι συμπληρωματικοί· μαζί χτίζουν μια αρμονική ολότητα· καθένας δίνει στον άλλο ό,τι του λείπει… Η συμβολική σχέση (symbolic) είναι, αντιθέτως, διαφορική (differential): η ταυτότητα κάθε μίας εκ των στιγμών (moments) συνίσταται στην διαφορά της από μια αντίθετη στιγμή… δεν είναι συμπληρωματική προς την άλλη, αλλά αντίθετα παίρνει τη θέση της έλλειψης στην άλλη (takes the place of the lack in the other)… Τέλος, το Πραγματικό (Real) ορίζεται ως το σημείο της άμεσης σύμπτωσης των αντιτιθέμενων πόλων” .

[13] Όπως εξηγεί ο Nick Mansfield για τον Lacan: “Το ατομικό σώμα είναι η υλικότητα που καθιστά εμφανή την υποκειμενικότητα στην ψευδαίσθηση. Το σώμα είναι το όριο του παιχνιδιού ανάμεσα στο φαντασιακό και το συμβολικό, το είδος του εσωτερικού έξωθεν που η γλώσσα δεν μπορεί

να φτάσει. Είναι αυτό που ο Lacan αποκαλεί πραγματικό” (Mansfield, 2000: 44)

[14] Το Σημαίνον και το Σημαινόμενο ( Saussure ) :  Σημαίνον = Όνομα-Εικόνα-Μορφή-Σημείο   και Σημαινόμενο = Περιεχόμενο-Έννοια .Σύμφωνα με τον Saussure δεν υπάρχει φυσική σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου . Η φύση του σημείου είναι αυθαίρετη .Σημαίνον και σημαινόμενο δεν έχουν μια προκαθορισμένη σχέση αλλά καθηλώνονται μόνο χάρη στη σχέση τους με άλλα σημαίνοντα και σημαινόμενα σε μια συγκεκριμένη γλώσσα η οποία χαρακτηρίζεται από τη σχεσιακότητα (relationality) και τη διαφορά μεταξύ των σημείων. Δεν υπάρχει “ουσία” στις σχέσεις.

[15] Βλ. υποσημείωση υπ’αριθμόν έξι (6) .

[16] Le Bon G. (1895) , Η ψυχολογία της μαζών , Παρίσι

[17] Κατά τον ίδιο, η ιδιαιτερότητα αυτού του είδους της συλλογικής ψυχολογίας είναι ότι δεν απαιτείται πάντα η συγκέντρωση ενός μεγάλου αριθμού ατόμων στο ίδιο σημείο ώστε να γεννηθεί μια κοινή τάση και αντίληψη απέναντι σε κάποιο σημαντικό κοινωνικό γεγονός. Κάτω από την επήρεια αυτού του κοινωνικού γεγονότος χιλιάδες άτομα που δεν έχουν έρθει ποτέ σε επαφή και ζουν σε διαφορετικές περιοχές, μπορούν να αποκτήσουν τα χαρακτηριστικά του πλήθους.

[18] Καθότι βρίσκεται στην διαδικασία της κοινωνικοποίησης .

Η εργασία έγινε στο πλαίσιο του μαθήματος “Η έννοια του λόγου στη σύγχρονη πολιτική ανάλυση” στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

, , , , , , , , , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *