Βλάσης Αγτζίδης,
Διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, Mαθηματικός
Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είχε όλη την επιστημονική βάση αλλά και τα ιδιαίτερα προσωπικά κίνητρα, για να επιχειρήσει να συγγράψει μια μυθιστορηματική βιογραφία του Σκληρού. Επιπλέον η επιδεξιότητά της στην πεζογραφία υπσοτηρίζει με τον καλύτερο τρόπο τα εγχείρημα. Η ίδια υπήρξε τακτική καθηγήτρια Φιλοσοφίας (με έμφαση στην Φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών) του Τμήματος φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ. Υπήρξε διευθύντρια Εργαστηρίου Φιλοσοφίας των Κοινωνικών επιστημών από το 2003. Σήμερα, είναι Ομότιμη καθηγήτρια φιλοσοφίας του ΑΠΘ και ζει στην Αθήνα.
Η Δεληγιώργη επιχειρεί να παρουσιάσει την περιπέτεια των ιδεών της εποχής που έζησε ο Σκληρός και να αναδείξει τη συμβολή του στη γένεση μιας νέας ερμηνευτικής για τα ζητήματα του ελληνισμού, κοινωνικά και εθνικά. Ο Σκληρός είναι ο πρώτος επιστήμονας που εισάγει τη μαρξιστική μέθοδο στην ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Η χρήση της νέας αυτής μεθόδου εκφράζει και τη δική του πεποίθηση, ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να δώσει διέξοδο στα προβλήματα του ανθρώπου. Ο Σκληρός διακήρυξε με κάθε δύναμη την πίστη του στη σοσιαλιστική επανάσταση. Και ακριβώς γι αυτό αρνήθηκε κάθε σχέση με το χρήμα καταδικάζοντας τον εαυτό του σε ακραία ένδεια.
Όμως ο σοσιαλισμός του Σκληρού είναι δημοκρατικός και απεχθάνεται τα ολοκληρωτικά προτάγματα μιας διεστραμμένης αντίληψης, που παραβιάζει το μαρξισμό και θέτει υπεράνω όλων το μηχανισμό, το ολοκληρωτικό και αυταρχικό Άγιο Κόμμα. Ο Σκληρός έχει επίσης μια ξεκάθαρη αντίληψη για τη γλώσσα, την οποία αντιμετωπίζει ως ζωντανό κοινωνικό οργανισμό που δεν θα έπρεπε να υποταχθεί σε άτεγκτους κανόνες που θέτουν για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους τόσο οι καθαρευουσιάνοι όσο και οι δημοτικιστές.
Ο τίτλος του βιβλίου της είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που σε πρώτη ανάγνωση θα υποθέσει κάποιος. Ο τρυφερός σύντροφος είναι ένα διπλό σημάδι που συνοδεύει τον Σκληρό και προέρχεται από δύο τραύματα που του βίου του: την απώλεια της μητέρας του τη στιγμή της γέννησής του και την αρρώστια που από νωρίς αντιμετώπισε. Η συγγραφέας καταφέρνει με επιτυχία να αναδείξει τον σύνθετο ψυχισμό του Σκληρού χωρίς να εξιδανικεύει ή να αγιοποιεί τον ήρωά της. Παρουσιάζει υποδειγματικά τη µοναχική και ιδιόρρυθµη προσωπικότητα του Σκληρού, που αυτή τον οδηγεί σε μια απόλυτη προσήλωση προς τα πιστεύω του.
Αυτή η προσήλωση τον κάνει να είναι επιφυλακτικός από ένα σηµείο και µετά µε τους έως εκείνη τη στιγμή συνοδοιπόρους του από τον κύκλο της Ιένας, όπως ο Αλέξανδρος ∆ελµούζος και οι δυό γιοί του Νικόλαου Πολίτη. Από τους φίλους αυτούς νοιώθει βαθμιαία απομακρυσμένος ιδεολογικά γιατί διαπιστώνει ότι συμβιβάζονται πλέον με το κατεστηµένο, καθώς και αρκετά προδομένος επειδή που δεν µπορούν να του βρουν µια θέση στην Ελλάδα, στην οποία ποθεί να ζήσει.
Είναι μεγάλη η συμβολή του Σκληρού στην κατανόηση τόσο της ελλαδικής κοινωνικής πραγματικότητας των αρχών του 20ου αιώνα, όσο και της πραγματικής αποτίμησης της ιστορικής συγκυρίας. Καθώς είναι μυημένος στο μαρξισμό, αναπτύσσει κριτήρια και μεθόδους ανάλυσης που είναι άγνωστες στους Ελλαδικούς διανοούμενους.
Στο παραπάνω πλαίσιο αυτό μπορεί να διαβαστεί η μελέτη του για το Νεοτουρκικό κίνημα. Στη θεώρησή του αυτή που αποτελεί αποτέλεσμα της δικής του βιωματικής εμπειρίας από την κατάσταση του Πόντου, αλλά και των νέων αναλυτικών εργαλείων που κομίζει ο μαρξισμόμς, συναντά τις θέσεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η Λούξεμπουργκ είχε ήδη αναλύσει με υποδειγματικό τρόπο στο κείμενο «Η σοσιαλδημοκρατία και οι εθνικοί αγώνες στην Τουρκία» την κοινωνική κατάσταση της ύστερης οθωμανικής κοινωνίας, ορίζοντας παράλληλα τα καθήκοντα του σοσιαλιστικού κινήματος. Με τα κείμενά της «Για την πολιτική του Vorwarts στο Ανατολικό Ζήτημα» και ειδικότερα με το «Η δραστηριότητα των Γερμανών ιμπεριαλιστών στην Τουρκία» η Λούξεμπουργκ προσέγγισε το εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων (1908), τοποθετώντας το στο πραγματικό ιστορικό του πλαίσιο.
Σε παρόμοια κατεύθυνση και στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα κατάληξε και ο Τραπεζούντιος Γεώργιος Σκληρός με το κείμενό του «Το Ζήτημα της Ανατολής». Στο κείμενό του αυτό, καθώς και σε ένα αντίστοιχο του Σμυρνιού μαθητή του Δημήτρη Γληνού, το νεοτουρκικό κίνημα του 1908 αντιμετωπίζεται ως ένα απειλητικό εθνικιστικό κίνημα μιας στρατιωτικής γραφειοκρατίας, η οποία απειλούσε τα ζωτικά συμφέροντα των υπόδουλων λαών. Ένα κίνημα του οποίου τον «αντεπαναστατικό χαρακτήρα» είχε εντοπίσει η Ρόζα Λούξεμπουργκ, θεωρώντας ότι λειτουργούσε εξυπηρετικά προς το γερμανικό ιμπεριαλισμό.
Η μυθιστορία της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη για τον Σκληρό επαναφέρει τη συζήτηση για εκείνη την άγνωστη εποχή που αποτελεί τη βάση όλων των μετέπειτα εξελίξεων. Και αυτό είναι ξεκάθαρο στους κριτικούς της λογοτεχνίας. Όπως έγραψε η Μ. Θεοδοσοπούλου «Αν, τελικά, ο Σκληρός διασώθηκε από την αφάνεια, δεν το οφείλει σε τυχόν ιδεολογικούς του απόγονους, αλλά στους ιστορικούς της λογοτεχνίας και τους γραμματολόγους, καθώς το έργο του συμπεριλήφθηκε ως σημαντικό κεφάλαιο του γλωσσικού ζητήματος. Στην απόπειρά του να κάνει μαρξιστική ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας, έσπειρε καινά δαιμόνια στους δημοτικιστές. Η Δεληγιώργη στάθηκε σεβαστική απέναντι στο ιστορικό υλικό. Σε αντίθεση με την τρέχουσα μεταμοντέρνα πρακτική, δεν ταράζει τα βιογραφικά στοιχεία ούτε το ιδεολογικό πλαίσιο. Μέχρι το ύφος του Σκληρού στον γραπτό λόγο προσπάθησε να διασώσει, ενσωματώνοντας φράσεις ή και αποσπάσματα από τα κείμενά του. Αν υπάρχει κάποια συγγένεια με αυτό που αποκαλούμε μυθιστορία, αυτή βρίσκεται στον τρόπο που πλάθει τον άνθρωπο Σκληρό, για τον οποίο ελάχιστα γνωρίζουμε, κι αυτά εξ αντανακλάσεως, από επιστολές και απομνημονεύματα κάποιων που τον γνώρισαν.»