Βάση και εποικοδόμημα αποτελούν θεμελιώδεις κατηγορίες της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας (βλ. ιστορικός υλισμός), στις οποίες αντανακλάται η δομή ενός οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού και η νομοτελειακή διαλεκτική συνάρτηση και αλληλεπίδραση μεταξύ των παραγωγικών, οικονομικών σχέσεων και του συνόλου των υπόλοιπων σχέσεων.
Ο εισηγητής του εν λόγω ζεύγους κατηγοριών Κ. Μαρξ* όρισε ως εξής τη μεταξύ τους σχέση: «Στην κοινωνική παραγωγή της ύπαρξης τους, οι άνθρωποι συνάπτουν καθορισμένες, αναγκαίες και ανεξάρτητες από τη θέληση τους σχέσεις· οι σχέσεις αυτές παραγωγής αντιστοιχούν σε ένα δεδομένο βαθμό ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων. Το σύνολο των σχέσεων αυτών σχηματίζει την οικονομική δομή της κοινωνίας, την πραγματική βάση πάνω στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές της κοινωνικής συνείδησης» (από τον Πρόλογο στην Κριτική της πολιτικής οικονομίας, 1859). Κατά τον Β. Ι. Λένιν*, οι εν λόγω κατηγορίες αντανακλούν τη διάκριση μεταξύ «υλικών» και «ιδεολογικών» κοινωνικών σχέσεων, οι πρώτες από τις οποίες διαμορφώνονται ανεξάρτητα από τη θέληση και τη συνείδηση του ανθρώπου.
Το περιεχόμενο αυτών των κατηγοριών εκφραζόταν κατ’ εξοχήν ιδεαλιστικά με τις έννοιες της κλασικής αστικής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας: «κοινωνία των ιδιωτών», «κράτος».
Οι άνθρωποι ως υποκείμενα* αποτελούν τα ενεργά «συστατικά στοιχεία» των υλικών κοινωνικών σχέσεων. Δεν επιδίδονται απλώς στην υλοποίηση των δυνατοτήτων αλλαγής των υλικών κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες υπάρχουν ανεξάρτητα από αυτούς, αλλά η ίδια η δραστηριότητα τους, η ίδια η αυτοπραγμάτωση τους αποτελεί ταυτόχρονα μια διαδικασία αλλαγής των υλικών κοινωνικών σχέσεων. Αποτελεί δηλαδή η δραστηριότητα τους μια χρησιμοποίηση των διαθέσιμων αντικειμενικών δυνατοτήτων αλλαγής, η οποία δημιουργεί συνάμα δυνατότητες αλλαγής των υλικών κοινωνικών σχέσεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, εποικοδόμημα είναι η δραστηριότητα των ανθρώπων η οποία κατευθύνεται από την κοινωνική συνείδηση* και συμπεριλαμβάνει (εκτός της κοινωνικής συνείδησης και) τη συνένωση, την οργάνωση των ανθρώπων ως υποκειμένων, καθώς και τα υλικά μέσα πραγματοποίησης αυτής της δραστηριότητας (πολιτική – νομική θεσμικότητα, μέσα παρεμβατισμού, καταστολής κ.λπ.). Το εποικοδόμημα αυτό υψώνεται πάνω από τις κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις, που ως οικονομική βάση κυρίως καθορίζουν, προσδιορίζουν το εποικοδόμημα, το οποίο, ωστόσο, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να αναχθεί στην οικονομική βάση. Το εποικοδόμημα ως προς τις πράξεις και τα μέσα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι είναι υλικό. Όμως, σε αντιδιαστολή με τις υλικές παραγωγικές σχέσεις, οι σχέσεις του εποικοδομήματος, ως όλου, διαμορφώνονται διαμέσου της κοινωνικής συνείδησης και κατευθύνονται από αυτήν κατά τη λειτουργία τους.
Η εξέταση του εποικοδομήματος συνολικά μας επιτρέπει να εξετάσουμε την ενότητα κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι* μέσα στη διαφορά τους. Το εποικοδόμημα από την άποψη της ιδιαιτερότητας του σε σύγκριση με την κοινωνική συνείδηση χρησιμεύει για την αντίστροφη υλική επενέργεια της κοινωνικής συνείδησης στο κοινωνικό Είναι.
Η διάκριση μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος εκδηλώνεται σε καθαρή μορφή επί κεφαλαιοκρατίας, όπου όλες οι πλευρές του κοινωνικού όλου προβάλλουν από την άποψη της διαφοράς, της αντίθεσης* τους. Το εν λόγω γεγονός αντανακλάται έντονα και στον χαρακτήρα των σχετικών μαρξικών ορισμών, οι οποίοι φέρουν την ανεξίτηλη σφραγίδα της κεφαλαιοκρατικής βαθμίδας της ανάπτυξης της κοινωνίας. Με αυτό συνδέονται και οι δυσκολίες που προκύπτουν από τη μηχανική αναζήτηση του περιεχόμενου των εν λόγω κατηγοριών σε όλες τις προκεφαλαιοκρατικές βαθμίδες της κοινωνικής ανάπτυξης. Στις μετέπειτα επεξεργασίες – ερμηνείες της μαρξικής θεωρίας παρατηρήθηκαν τάσεις μηχανιστικής αναγωγής του εποικοδομήματος στη βάση (βλ. αναγωγισμός, μηχανιστική αντίληψη, οικονομικός υλισμός, τεχνοκρατία), αλλά και βουλησιαρχικής, υποκειμενιστικής (βλ. βουλησιαρχία, υποκειμενισμός)υπερεκτίμησης του ρόλου του εποικοδομήματος. Ιδιοτυπία παρουσιάζει η ερμηνεία του Λ. Αλτουσέρ* με τις επιρροές που έχει δεχθεί από τον δομισμό*.
Βιβλιογρ.: Κ. Μαρξ, Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Παπαζησης, Αθήνα, 1978.του ιδίου: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, θεμέλιο, Αθήνα, 1978.- Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς, Η Γερμανική ιδεολογία, τόμ. 1-2, Gutenberg, Αθήνα. 1979,- Μ. Harneker, Βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού. Παπαζησης, Αθήνα,1976.