του Νίκου Μπινιάνη,
Για πολλούς η σχέση Ελληνισμού και Ισλάμ αρχίζει κάπου στη Μάχη του Ματζικέρτ και για τους περισσότερους από την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς Τούρκους, πολεμιστές της Πίστης.
Η σχέση, όμως, αυτή είναι πολύ παλαιότερη και έχει σηματοδοτήσει μία ιστορική καμπή για την ανθρωπότητα. Ο Προφήτης Μωάμεθ –το πιο σωστό σύμφωνα με την ισλαμική παράδοση είναι να αποκαλείται Αγγελιοφόρος του Θεού– γεννήθηκε στη πόλη Μέκκα το 570 μ.Χ.
Η ζωή του ήταν περιπετειώδης και το έργο του σημαντικότατο για το μέλλον της ανθρώπινης ιστορίας. Απήγγειλε αρκετούς ύμνους του μετέπειτα Κορανίου στη Μέκκα κατά της ειδωλολατρίας και αφού εκδιώχθηκε από την γενέτειρά του πήγε στην πόλη Μεδίνα, με αρκετούς οπαδούς του όπου απήγγειλε την επόμενη και τελευταία σχεδόν σειρά των ύμνων που συναποτελούν το Ιερόν Κοράνιον.
Αργότερα κατέλαβε τη Μέκκα και εγκαθίδρυσε την λεγόμενη Μουσουλμανική Αδελφότητα, η οποία ανέλαβε την πολιτική διακυβέρνηση των περιοχών της Αραβίας που δέχθηκαν να ακολουθήσουν τις αποκαλυπτικές του διδασκαλίες. Γύρω από την καινούργια πολιτική οντότητα υπήρχαν δύο παλαιότατες και ισχυρές πολιτιστικά και οργανωτικά Αυτοκρατορίες: Πρώτη ήταν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με Αυτοκράτορα την Ηράκλειο, ο οποίος είχε ανακηρύξει ως επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας την ελληνική. Η δεύτερη ήταν η Περσική των Σασσανιδών του Χοσρόη Β’.
Οι δύο αυτές πολιτικές οντότητες βρίσκονταν σε συγκρουσιακή σχέση κατά διαστήματα από την επανάσταση των ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας τον 6 αιώνα π.Χ. έως τις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ., αφού βέβαια στο μεσοδιάστημα ο Αλέξανδρος είχε καταλύσει τη δυναστεία των Αχαιμενιδών και την είχε αντικαταστήσει με τους διαδόχους του και στη συνέχεια αυτοί αντικαταστάθηκαν από τους Ρωμαίους.
Ο Χοσρόης Β’ είχε κηρύξει τον πόλεμο στο Βυζάντιο. Το 614 είχε καταλάβει την Παλαιστίνη, την Ιερουσαλήμ και είχε συλήσει τον Πανάγιο Τάφο και μεταφέρει στην Κτησιφώνα το Σταυρό του Μαρτυρίου. Κατέλαβε, επίσης, και την Αίγυπτο. Ο Ηράκλειος κατάφερε να αντιστρέψει τις επιτυχίες των Περσών και τελικά να επιτύχει να αποτελειώσει νικηφόρα αυτόν τον εξοντωτικό πόλεμο το 628 μ.Χ.
Οι δύο αποδυναμωμένες Αυτοκρατορίες
Και οι δύο Αυτοκρατορίες ήσαν σε κατάσταση εσωτερικής αδυναμίας, οικονομικής και στρατιωτικής. Και τότε ακριβώς η Ιστορία θέλησε να παίξει ένα από τα πιο απρόσμενα παιγνίδια της. Ανάμεσα στους δύο ημιθανείς νικητές και νικημένους εμφανίστηκε ένας καινοφανής αντίπαλος, οι μαχητές της νέας πίστης, οι Μουσουλμάνοι Άραβες. Για να εδραιωθεί και να εξαπλωθεί αυτή η νέα πολιτική και ιδεολογική οντότητα έπρεπε να συγκρουστεί με τους δύο αυτούς γίγαντες γείτονες της.
Μετά το θάνατο του Μωάμεθ ο δεύτερος χαλίφης Ομάρ αποφάσισε να εκστρατεύσει κατά των Βυζαντινών. Ο Ηράκλειος, έχοντας επίγνωση του κινδύνου, συγκέντρωσε μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, περίπου 50.000 ανδρών, αποτελούμενη από βυζαντινό τακτικό στρατό, Αρμένιους, Πέρσες, και Χριστιανούς Άραβες, από τις φυλές που ζούσαν σε Παλαιστίνη και Συρία. Ήταν ένας αυτοκρατορικός στρατός, εκπαιδευμένος σύμφωνα με τη ρωμαϊκή στρατιωτική παράδοση, αλλά κουρασμένος και ασύνδετος, δίχως προσανατολισμό και ιδεολογικό κίνητρο.
Πήγαινε σε έναν πόλεμο, όπως οι στρατηγοί του πίστευαν, εναντίον αγρίων φυλών, ατάκτων δίχως πειθαρχία ή εκπαίδευση. Έτσι πίστευαν ότι οι φυλές αυτές θα έκαναν ληστρικές επιδρομές και μετά να υποχωρούσαν με τη λεία τους στην έρημο. Ο Ηράκλειος, όμως, είχε σωστά υπολογίσει τον κίνδυνο, αλλά οι στρατηγοί του και ο στρατός όχι. Ακόμη και οι εκκλησιαστικές αρχές θεωρούσαν το Ισλάμ μια νέα χριστιανική αίρεση από τις τόσες που ταλάνιζαν την περιοχή τότε.
Η μάχη του Γιαρμούκ
Οι Άραβες από την Ανατολή, περίπου 25.000, και οι Βυζαντινοί από το βορρά συναντήθηκαν στη νότια Συρία τον Ιούλιο του 636 μ.Χ. Βρέθηκαν στις όχθες ενός ξεροπόταμου, του Ιερεμίακα (στα αραβικά Γιαρμούκ), παραπόταμου του Ιορδάνη, τόπο ικανό να θρέψει τα άλογα του ιππικού. Για ένα περίπου μήνα έκαναν αναγνωριστικές κινήσεις και οι Βυζαντινοί προσπάθησαν, κατά την τότε πρακτική, να εξαγοράσουν τους Άραβες στρατηγούς ώστε το θέμα να λήξει αναίμακτα.
Οι προσπάθειες απέτυχαν και οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν γύρω στον Δεκαπενταύγουστο. Το αποτέλεσμα ήταν η πανωλεθρία του βυζαντινού στρατού, η οποία συνεχίστηκε με την σφαγή χιλιάδων αιχμαλώτων και την απηνή καταδίωξη όσων διέφυγαν έως τη Δαμασκό και την οροσειρά του Ταύρου. Οι Άραβες, σύμφωνα με την τότε πρακτική, δεν πήραν αιχμαλώτους είτε για δούλους, είτε για να εξαγοραστούν από συγγενείς και φίλους. Τους θανάτωσαν, έχοντας ένα ως σκοπό μια μόνιμη εγκατάσταση στην περιοχή και ως εκ τούτου ένας ζωντανός στρατιώτης ήταν ένας εν δυνάμει νέος αντίπαλος σε μελλοντικές συρράξεις.
Η μάχη του ποταμού Γιαρμούκ θεωρείται από τους ιστορικούς του Ισλάμ σαν ο “Μαραθώνας” τους. Εκεί, οι Άραβες, όπως οι Αθηναίοι αιώνες πριν, κατανίκησαν μια Αυτοκρατορία και έγιναν η καινούργια παγκόσμια δύναμη. Αυτό χρειάστηκε τότε 167 χρόνια για να βρεθεί ένας Φίλιππος και ένας Αλέξανδρος για να το πραγματώσουν οι Έλληνες. Μετά τη μάχη του Γιαρμούκ, όμως, οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές.
Δια πυρός και σιδήρου
Την ίδια περίοδο οι Άραβες νικούν τους Πέρσες στην Κτησιφώνα και το 651 μ.Χ. καταλύουν δια παντός τη ζωροαστρική περσική Αυτοκρατορία, κάνοντας την ισλαμική. Το 638 καταλαμβάνουν την Ιερουσαλήμ και το 642 την Αίγυπτο. Ο Χαλίφης Μωαβία, ένας ιδιοφυής οργανωτής της νέας Αυτοκρατορίας των Αράβων, πολιορκεί την Κωνσταντινούπολη κατά διαστήματα από το 672 έως το 678. Ευτυχώς αποτυγχάνει λόγω των ισχυρών οχυρωματικών έργων του Θεοδόσιου του Β’, του υγρού πυρός και της επιτυχίας του βυζαντινού στρατού κατά του αραβικού. Αυτή ήταν η πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες. Η δεύτερη έγινε το 717-8, ευτυχώς με αποτυχία και αυτή.
Από το 636 έως το 749 το Ισλάμ, μέσω κατακτητικών πολέμων, φτάνει στην Γαλλία. Από το 638 επεκτείνεται ραγδαία και στην Κεντρική Ασία. Η αλλαγή της ιστορίας είναι άμεση και συντριπτική. Οι τέσσερις μεγάλες πολιτιστικά και οργανωτικά εξελιγμένες Αυτοκρατορίες του 7ου αιώνα ήταν η Βυζαντινή, η Περσική, η Κινεζική και η Ινδική.
Η Βυζαντινή επιζεί περιορισμένη στην Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια. Η Περσική γίνεται ισλαμική και ενσωματώνεται στον Αραβικό Κόσμο. Η Κινεζική παραμένει απομονωμένη στον δικό της χώρο. Τέλος η Ινδική, χωρισμένη σε πολλές μικρότερες μονάδες, παραδίδεται και αυτή στο Ισλάμ τον 12ο αιώνα. Είχε, όμως, ήδη παραδοθεί στο Ισλάμ η Κεντρική Ασία το δυτικό άκρο της Κίνας.
Όποιος διαβάζει αυτό το κείμενο καταλαβαίνει πως το Ισλάμ δεν βρέθηκε εδώ, διαλαλώντας ένα δόγμα αγάπης και ειρήνης. Επεκτάθηκε και έγινε πολιτική, θρησκευτική και κοινωνική πραγματικότητα, αποκτώντας εξουσία επί άλλων πολιτισμών και κρατικών οντοτήτων με πολέμους, με τη χρήση βίας και με τον εξισλαμισμό, όπως συμβαίνει από τότε που υπάρχουν ομάδες ανθρώπων.
Οι Άραβες, και δικαίως, έχουν γυρίσει δεκάδες ταινίες και σήριαλ με θέμα τη μάχη του Γιαρμούκ. Υπάρχουν, επίσης, το Πανεπιστήμιο Γιαρμούκ στη Συρία, ο καταυλισμός Γιαρμούκ Παλαιστινίων προσφύγων και η μεραρχία Γιαρμούκ της Φατάχ. Γι’ αυτούς, η μάχη του Γιαρμούκ είναι η στιγμή της μεγαλοπρεπούς εισόδου τους στο βιβλίο της ανθρώπινης Ιστορίας.