Χριστός ήλιος – Βασιλεύς ήλιος: Ηλιολατρικές παραδόσεις στις βυζαντινές αυτοκρατορικές θεσμικές εικόνες

Γράφει ο Βαγγέλης Σταυρόπουλος

« Παραδόξων ῥητῶν * ἡ Μαριὰμ ὡς ἤκουσε,
τῷ ἐκ σπλάγχνων αὐτῆς * κύψασα προσεκύνησε
καὶ κλαίουσα εἶπε· * «Μεγάλα μοι, τέκνον,
μεγάλα πάντα * ὅσα ἐποίησας * μετὰ τῆς πτωχείας μου·
ἰδοὺ γὰρ μάγοι * ἔξω ζητοῦσί σε·
τῶν ἀνατολῶν * οἱ βασιλεύοντες
τὸ πρόσωπόν σου * ἐπιζητοῦσι,
καὶ λιτανεύουσιν ἰδεῖν * οἱ πλούσιοι τοῦ σοῦ λαοῦ·
ὁ λαός σου γὰρ ὄντως * εἰσὶν οὗτοι οἷς ἐγνώσθης,
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός ».

Μηνὶ δεκεμβρίῳ κε´, κοντάκιον τῆς Χριστοῦ γεννήσεως,
ἦχος γ´, φέρον ἀκροστιχίδα·
τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ ὕμνος.

Περί τα μέσα του 10ου αιώνα, ο Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος γιος του σοφωτάτου Λέοντα (Στ’), φιλόχριστος και εν Χριστώ βασιλεύς, καταπιάστηκε με την σύνταξη ενός πονηματίου που επικράτησε να αποκαλείται Βασίλειος Τάξις. Η δυτική εκδοτική παράδοση το διέδωσε ως De Cerimoniis aulæ. Οι βυζαντινοί θα το διάβαζαν ως Κεριμόνϊις αούλε. Ο Γάλλος εκδότης των Belles Lettres το εξέδωσε (Ι.1935+ΙΙ.1939, 20062) με τον τίτλο Le Livre des monies. Στο Tusculum – Lexicon (Ι,300) σημειώνεται: « Το μεγάλο (αυτό) συλλεκτικό έργο εκθέτει λεπτομερειακά το Εθιμοτυπικό της βυζαντινής Αυλής ». Κάποτε ίσως μιλήσουμε για την σημασία του ως μήτρα των αναμνηστικών ρωμαϊκών μηχανισμών.

Η υψηλή παλατιανή εθιμοτυπία – εν προκειμένω – καταγράφεται στο Β’ Κεφάλαιο επιγραφόμενη ως  Ἄκτα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Συμπληρωματικά και στο ΛΒ’ Κεφάλαιο. Όπου ἄκτα διαβάζουμε ως πράξεις, διαδραματιζόμενα, τελετουργικά, έργα. Ο Γάλλος εκδότης προτιμά την μετάφραση του όρου – κρατώντας τον πληθυντικό αριθμό – ως acclamations. Ολοκληρωμένα : Acclamations pour la fête de la nativité du Christ. Στα λατινικά όμως ο όρος έχει τριπλό σημασιολογικό στέμμα που εξηγεί και την επιμονή των Βυζαντινών στην διατήρησή του κι όχι στην μετάφρασή του. Συνεπώς και η βυζαντινή latinitas αναπαράγει ένα περιβάλλον θεσμικής ακριβείας όπου ο όρος έχει εγγενώς νομικό περιεχόμενο απόλυτα δεσμευτικού χαρακτήρα, καθώς τα ἄκτα δεν ήταν έθιμα, αλλά εθιμοτυπία, εικόνες της Βασιλείου Τάξης, που απέδιδαν την ουσία των θεσμών και την αυστηρή μεταφυσική και μεταπολιτική τους διάσταση. Στο Oxford Latin Dictionary : actum – 1. An act, deed, transaction, b. great actions, achievements, exploits; Herculis – a, the labours of Hercules; also a record of exploits, 2. Official acts, decrees, enactments (of a magistrate, general, etc.), 3. A written record of events; esp. the official gazette or record of business transacted by the senate, emperor etc.; also libri – orum; in – a mittere, to publish as news; ab – is, a clerk responsible for records. Τα τρία αυτά σημεία εξηγούν και την επίμονα επαναλαμβανόμενη προτροπή στην κορυφή κάθε επιμέρους κεφαλαίου – που βεβαίως πρώτιστα έχει νομικό βάρος : Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν.

Ως εξής: Οι Δεσπότες, δηλαδή οι βασιλείς, εξέρχονταν από το ιερό παλάτιο. Σημειώνει ο αυτοκρατορικός γραμματικός: Τῆς εἰωθυίας πάσης τάξεως ἐπακολουθούσης. Η παραδοσιακή αυτή τάξη εκτίθεται στο προηγούμενο κεφάλαιο όπου μεταξύ άλλων καταγράφεται πως ο έπαρχος της πόλεως ήταν υποχρεωμένος να καταπιαστεί με τον ωραϊσμό των λεωφόρων της αυτοκρατορικής προελεύσεως. Στο « μεταξύ άλλων » οι αισθητικές απαιτήσεις και οι φιλόκαλλες ψυχές χαίρονταν στον στολισμό των οδών : « ἐκ κισσοῦ καὶ δάφνης μυρρίνης τε καὶ δενδρολιβάνου κατακοσμεῖν καὶ ἄλλοις, ὅσα ὁ τότε φέρει καιρός, εὐώδεσί τε καὶ ποικίλοις ἄνθεσι ».

Η πρώτη δοχή, δηλαδή η πρώτη δέηση της αυτοκρατορικής κουστωδίας, τελείτο στο Τριβουνάλιο. Εκεί υποδεχόταν τον Βασιλέα ο δήμος των Βενέτων με πρωτοστάτη τον δημοκράτη τους. Οι κράκτες σε τρίτο ήχο έψαλλαν προς τον Βασιλέα « Ἀστήρ τὸν ἥλιον προμηνύει ἐν Βηθλεὲμ, Χριστὸν ἀνατείλαντα ἐκ παρθένου ». Στην συνέχεια ακολουθούσαν επαναλαμβανόμενα πολυχρόνια. Η δεύτερη δοχή τελείτο στα προπύλαια των αγίων Αποστόλων προεξάρχοντος του Δήμου των Πρασίνων. Ο δημοκράτης, οι κράκτες κι ο δήμος έψαλλαν « Ὁ ἀμήτωρ εν οὐρανοῖς, ἀπάτωρ τίκτεται ἐπὶ τῆς γῆς » ή « Ὁ φυτουργὸς τῶν ἀνθρώπων φιλάνθρωπος καταδέχεται ἄνθρωπος γεννηθῆναι ». Ακολουθούσαν τα πολυχρόνια. Αναλόγως άλλες τρεις δεήσεις ώσπου η αυτοκρατορική πομπή να καταλήξει στα πρόθυρα της Μεγάλης Εκκλησίας.

Ο Βασιλεύς εισερχόταν στον νάρθηκα αφού προηγουμένως ο πραιπόσιτος του αφαιρούσε το στέμμα. Έτσι ασκεπής γινόταν δεκτός από τον πατριάρχη. Προσκυνούσαν ο ένας τον άλλο και περπατούσαν πιασμένοι χέρι – χέρι (κρατήσαντες ἀλλήλων τὰς χεῖρας) ως τις βασιλικές πύλες. Εκεί ο αυτοκράτορας άναβε το κερί του, ασπαζόταν το ευαγγέλιο, διέσχιζε την Μεγάλη Εκκλησία ως την Ωραία Πύλη, ευλογούσε σταυρικά τρεις φορές τον λαό με τρικέρι (Oἱ δεσπόται (…) λαμβάνουσι κηροὺς παρὰ τῶν πραιποσίτων, δηλονότι ὑπὸ κουβικουλαρίου διδομένους τοῖς πραιποσίτοις καὶ διὰ τῆς τρισσῆς μετὰ τῶν κηρῶν προσκυνήσεως ἀπευχαριστοῦσιν τῷ Θεῷ) και εισερχόταν στο θυσιαστήριο, όπου και απίθωνε την χρηματική του δωρεά (ἀποκόμβιον – αποκούμπι).

Έχουν μεγάλη σημασία εκείνα που ψάλλονταν κατά την εισόδευση του Αυτοκράτορα στην Μεγάλη Εκκλησία. Ο παλατιανός γραμματέας σημείωνε πως άδονταν ύμνοι στα ρωμαϊκά. Ειδικά τα Χριστούγεννα: « ∆ὲ Μαρίε Βέργηνε νάτους ἐτ Μάγια δ’ ωριέντε κοὺμ μούνερα ἀδοράντες (= De Maria Virgine natus et Magi de Oriente cum muneribus adorantes). Ἀπόκριμα· Κρίστους, ∆έους νόστερ, κουμσέρβετ ἠμπέριουμ βέστρουμ περ μουλτουσάννος ἐτ βόνος (= Christus Deus noster, conservet imperium vestrum per multos et bonos annos) ». Δηλαδή « Γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία και οι Μάγοι από την Ανατολή με δώρα τον προσκυνούν ». Για να ακουστεί η απόκριση « Χριστός ο Θεός μας να διαφυλάξει την βασιλεία σας  για πολλά χρόνια και καλά χρόνια ». Κατά την μεγάλη Είσοδο, Αυτοκράτορας και Πατριάρχης προσκυνούσαν ξανά αλλήλους, ενώ κατά τον ασπασμό αντάλλασσαν την αγάπη. Αγάπη έδινε ο Βασιλέας και στους ανώτατους αξιωματούχους κατά την τάξη των πρώτων οφφικίων. Πρώτα στους πατρικίους, ύστερα στους στρατηγούς, τέλος στους δομεστίχους. Ο Αυτοκράτορας μεταλάμβανε από το χέρι του Πατριάρχη (δεξάμενος τὸ τίμιον δῶρον – κοινωνεῖ τὸ ἅγιον δῶρον), στεφόταν, τον ασπαζόταν κι αποχωρούσε προς την Domus Divina. Καθώς εισερχόταν στο Αυγουσταίο, οι αξιωματούχοι παρατεταγμένοι σχημάτιζαν το γράμμα Πι (στάντων δίκην τοῦ Π στοιχείου). Αφού οι πύλες ασφαλίζονταν ο πραιπόσιτος έδινε παράγγελμα στα λατινικά στην αυτοκρατορική συνοδεία : « Λέγει ῥωμαϊκῇ διαλέκτῳ˙ Δίθ (= dit = λέγε)». Αφού λάβει θετική απόκριση, ο Αυτοκράτορας γινόταν δεκτός με το επιφώνημα « Ἤλθετε, μούλτους ἄννους, φιλληκήσιμε » (= ad multos annos, fillicisime).

Το τυπικό της εορτής των Φώτων  (Ἄκτα τῶν Φώτων) εκτίθεται παχυμερώς και επιδρομάδειν στο Γ´ Κεφάλαιο καθώς τα διαδικαστικά καλύπτονται από τα δύο προηγηθέντα κεφάλαια. Εκείνο που αλλάζει είναι ο χαρακτήρας των αδομένων, καθώς οι εκφράσεις έχουν μιλιταριστικό πυρήνα, αλλά και ψάλλονταν από ελαφρά στρατιωτικά σώματα. Για παράδειγμα, στην γ´ δοχή κατά την επιστροφή του Αυτοκράτορα στο Παλάτι ψαλλόταν από τον δήμο των Βενέτων σε ήχο Πλάγιο του Α´ κατά μέλος ἀπελατικόν το εξής : « Ὁ κεφαλὰς τῶν δρακόντων, εὐεργέται, ἐν Ἰορδάνου τοῖς ῥεύμασι συντρίψας, πρὸ ποδῶν ὑμῶν συντρίψη τὰς κεφαλὰς τῶν βαρβάρων˙ θεόστεπτοι εὐεργέται, ἡ Τριὰς ἡ τρισάγιος τὰς νίκας ὑμῶν πληθύνη˙ ὁ βαπτισθείς ὑπὲρ ἡμῶν κατὰ σάρκα καὶ ἁγιάσας τὴν φύσιν τῶν ὑδάτων ». Η πομπή κατέληγε με τους κράκτες να προτρέπουν « Προσκυνήσαντες τοῦ ἐπιφανέντος Χριστοῦ τὴν δόξαν» και τον λαό να επευφημεί « Πολυχρόνιον ποιήση ὁ Θεὸς τὴν ἁγίαν βασιλείαν ». Από την τελετή πρέπει να συγκρατήσουμε τα αυτοκρατορικά εισοδικά άσματα στην Μεγάλη Εκκλησία : « Ἰῶαννες ἐν Ἰορδάνε βαπτίζατ Δόμηνουμ˙ σεκούνδουμ ἴλλουμ βόκατ δὲ τὲ βόλο ». Στα λατινικά αυτό γράφεται ως Joannes in Jordane baptizat Dominum secundum illum vocat te volo  και μεταφράζεται ως ο Ιωάννης στον Ιορδάνη βαπτίζει τον Κύριο κι αμέσως του φωνάζει « από εσένα θέλω να βαπτισθώ ». Αμέσως ακουγόταν η απάντηση « Κρίστους, ∆έους νόστερ, κουμσέρβετ ἠμπέριουμ βέστρουμ περ μουλτουσάννος ἐτ βόνος ». Στα λατινικά αυτό γράφεται ως Christus Deus noster, conservet imperium vestrum per multos et bonos annos.

Οι παραπάνω εθιμοτυπικές διατάξεις παραπέμπουν σε εμπεδωμένες παραδόσεις. Ως τέτοιου χαρακτήρα παράδοση θεωρείται και η τελετή της αυτοκρατορικής προκύψεως κατά την οποία ο Βασιλεύς πρόβαλε από την Domus Divina ή τον Circus maximus συμβολικά και θεσμικά ως ο ήλιος της Οικουμένης. Πριν όμως, επιγραμματικά επισημαίνουμε κάποια απαραίτητα, παραπέμποντας στις ανάλογες αναφορές ακριβώς γιατί το ζήτημα είναι ουσίας.

Η καλλιέργεια και η ταύτιση της εικόνας του Αυτοκράτορα με την ηλιακή θεότητα χρωστά την προέλευσή της σε μία αρχαϊκή σύγκραση των ηλιολατρικών παραδόσεων του μείζονος ρωμαϊκού χώρου[1]. Η ελληνορωμαϊκή πολιτική φιλοσοφία προσέλαβε την ηλιακή εικόνα διυλισμένη από τα πλατωνικά ερμηνευτικά κριτήρια: Ο πλατωνικός Ήλιος μοιάζει με έναν δεύτερο Θεό που δημιουργεί και διοικεί το αισθητό σύμπαν, ερμηνεύοντας της Ιδέες και όντας πηγή του Αγαθού[2]. Το δεύτερο βήμα πραγματοποιήθηκε με τον εκχριστιανισμό της πατρώας θεότητας των Φλαβίων, που δεν ήταν άλλη από τον Ήλιο[3]: Ο Μέγας Κωνσταντίνος παρομοιάζεται σαφώς με τον Ήλιο, παραπέμποντας βεβαίως στην κοσμική εικόνα της ακτινοβολίας του και στα απρόσιτα και μυστηριακά χαρακτηριστικά του πηγαίου φωτός του[4]. Με την σειρά του, το ζωογόνο ηλιακό φως παραπέμπει στην εγγενή διάθεση του Αυτοκράτορα να πλουτίζει την Ρωμαϊκή Οικουμένη με δωρεές, χαρακτηριστικό, που έτεινε να ομοιάζει με μία θεμελιώδη ηθική υποχρέωση του Μονάρχη[5]. Και στο Τριαδολογικό δόγμα όμως, υιοθετήθηκαν εικονολογικά σχήματα από την ηλιοκεντρική θεολογία συμβάλλοντας στην καλλιέργεια της θείας προελεύσεως της εξουσίας του Μ. Κωνσταντίνου[6]. Η τόσο έντονα ηλιοκεντρική σχηματοποίηση της χριστιανικής Τριαδολογίας από την θεολογία της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (325) μπορεί να επισημανθεί στο έργο του Αυτοκράτορα Ιουλιανού Α’ Στον Βασιλέα Ήλιο[7]. Εκτός από την πολιτική θεολογία του Ευσεβίου Καισαρείας ο εκχριστιανισμός της ηλιακής θεότητας κατέστησε θεμελιώδη την εικόνα του Ήλιου της Δικαιοσύνης Ιησού Χριστού στο επίπεδο μίας χριστιανικής ηθικής που είχε βαθύτατες ρίζες στην διατύπωση μίας « μυστικής θεολογίας του φωτός »[8].

Οι ηλιολατρικές-ειδωλολατρικές παραδόσεις ήταν οργανικά ενταγμένες στον κοινωνικό και λατρευτικό βίο των Βυζαντινών. Η εικόνα του Χριστού ως Ήλιου της Δικαιοσύνης υπήρξε θεμελιωδώς συνδεδεμένη με την εορτή των Χριστουγέννων, που βεβαίως στο ρωμαϊκό λατρευτικό ημερολόγιο διόλου τυχαία συνέπιπτε με τον εορτασμό της Dies Natalis Invicti Solis (25 Δεκεμβρίου). Όπως φαίνεται στην ποιητική Ρωμανού του Μελωδού η γέννηση του Χριστού ήταν συνδεδεμένη ουσιαστικά με την κοσμική άνοιξη[9]. Ωστόσο, η ηλιακή εικόνα του Χριστού συνδέεται με την εορτή των Επιφανίων, καθώς σχετίζεται με την μυστηριακή αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο, μέσα από το κήρυγμα και το βάπτισμα: «Τῇ Γαλιλαίᾳ τῶν Ἐθνῶν, τῇ τοῦ Ζαβουλὼν χώρᾳ, καὶ τοῦ Νεφθαλεὶμ γαίᾳ, ὡς εἶπεν ὁ Προφήτης, φῶς μέγα ἔλαμψε Χριστός· τοῖς ἐσκοτισμένοις φαεινὴ ὤφθη αὐγή, ἐκ Βηθλεὲμ ἀστράπτουσα˙ μᾶλλον δὲ ἐκ Μαρίας ὁ Κύριος πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ ἀνατέλλει τάς ἀκτῖνας, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Διὸ οἱ ἐξ Ἀδὰμ γυμνοί, δεῦτε πάντες ὑποδύωμεν αὐτόν, ἵνα θαλφθῶμεν· σκέπη γὰρ γυμνῶν, καὶ αἴγλη ἐσκοτισμένων, ἦλθες ἐφάνης τὸ Φῶς τὸ ἀπρόσιτον »[10].

Αναλόγως, η αυτοκρατορική εικόνα και οι σχετικές εθιμοτυπικές λειτουργίες συνδέονται με την εορτή των Επιφανίων, καθώς καλλιεργούν την εικόνα ενός μυστηριακά αποκαλυπτόμενου Αυτοκράτορα με την ίδια την ιστορική ευημερία της Ρωμαϊκής Οικουμένης. Όπως και το φως των Επιφανίων του Χριστού, έτσι και οι αυτοκρατορικές μαρμαρυγές είναι αποκαλυπτικού χαρακτήρα. Αυτές οι μακρές παραδόσεις αποδίδουν την αδιάκοπη σχέση με τα ελληνορωμαϊκά πρότυπα και την μυστηριακή θέση του Βασιλέως στον κοσμικό κύκλο, όπως προβαλλόταν στα αρχαία ανατολικά θεολογικά συστήματα. Δεν μπορούμε να προσπεράσουμε αυτό το σημείο χωρίς να υπογραμμίσουμε, πως η ηλιοκεντρική αυτοκρατορική εικόνα επαναλαμβάνει την πλατωνική θέση της συσχετίσεως Ηλίου και Αγαθού. Τα δύο σημεία αφορούν τόσο στην «θεολογία» όσο και στην πολιτική επιστήμη. Όταν η ελληνορωμαϊκή πολιτειακή παράδοση αναφέρεται στον Βασιλέα-Ήλιο, πέρα από την εγκωμιαστική διάσταση, προσδοκά να τον ατενίζει ως το Αγαθό της Πολιτείας[11]. Αυτός ο προσανατολισμός είχε « αριστοκρατικά » χαρακτηριστικά και εξέφραζε διαχρονικά την ελίτ των παλατιανών αξιωματούχων ειδικά κατά την ύστερη αρχαιότητα όπου το όραμα ήταν συνώνυμο των πολιτικών ζωτικών δυνάμεων.

Στο σύνολό τους οι εικόνες αυτές προβάλλονταν κατά την τελετή της προκύψεως[12], η οποία φαίνεται πως συγκράτησε ένα επί μακρόν διατηρούμενο και εξελισσόμενο τυπικό[13] με σαφείς μετά – πολιτικές και κυρίως μεσσιανικές συμπαραδηλώσεις. Στην Βασίλειο Τάξη έχουμε τρεις αναφορές στο σχετικό τυπικό, ειδικά στα Κεφάλαια ΟΒ’ και ΟΗ’. Σποραδικά σχεδόν παντού. Το λεξιλόγιο είχε ως εξής : « Ἀνάτειλον ἡ ἔνθεος βασιλεία. (…) Ἀνάτειλον ἡ ἐκλογὴ τῆς Τριάδος. (…) Ἀνάτειλον οἱ θεράποντες τοῦ Κυρίου. (…) Ἀνάτειλον τὸ ὀρθόδοξον κράτος. (…) Ἀνάτειλον τῶν Ῥωμαίων ὁ πόθος. (…) Ἀνάτειλον ἡ χαρὰ ἡμῶν καὶ δόξα (…) ».

Η τέλεση της προκύψεως τελείτο κυρίως κατά την εορτή των Επιφανίων ενθαρρύνοντας τις αντιστοιχήσεις μεταξύ των Θεοφανίων του Χριστού και της nunc adest του Βασιλέως. Η εύπλαστη φύση του υμνογραφικού λεξιλογίου παρέσχε ικανότατο υλικό για την αρμολόγηση των αυτοκρατορικών εικόνων[14]. Ο Βασιλεύς ως ήλιος, ως Ανάσταση της Οικουμένης και του ανθρωπίνου γένους, έπρεπε να επιφαίνεται πραγματικά και ποιητικά ως ανατέλλων ήλιος ή καλύτερα ως αποκαλυπτόμενος θεός. Στην ουσία, η πρόκυψη συνιστούσε μία τελετουργική θεοπτεία στον βαθμό που βλέποντας κανείς τον Βασιλέα αντίκρυζε την εκλογή του Χριστού. Η αντίληψη αυτή σε πραγματικό επίπεδο εκφραζόταν με την συγχρονισμένη βαθιά γονυκλισία των υπηκόων, άμα τη εμφανίσει του Αυτοκράτορα.

Παρακάτω θα δώσω μερικά σχετικά παραδείγματα, που τα αντλώ από τον 12ο αιώνα. Σε αυτός μας διευκολύνει το γεγονός πως τον αιώνα αυτόν καθιερώθηκε η εκφώνηση εγκωμιαστικών λόγων προς τον Βασιλέα την ημέρα των Φώτων, γεγονός που κάνει και τους συσχετισμούς πιο ευνόητους. Καταρχήν στις ριμάδες του Θεόδωρου Προδρόμου είναι δεδομένη η σύνδεση της προκύψεως με την ηλιακή αυτοκρατορική εικόνα. Έγραφε : « Ανάτειλον, φανότατε Ρωμαίων Αυτοκράτορ,* Ανάτειλον τοις δούλοις σου, λάμψον τοις σοις οικέταις* Και φαίδρυνον το θέατρον τη ση φωτοχυσία, (…)* Άδυτε Ρώμης ήλιε, κοσμολαμπές φωσφόρε,* Δαδούχε τοις υπ’ ουρανόν, φως τοις υπό σελήνην.* Ήλιε πορφυράκτινε, Ρώμης αστήρ της νέας, (…)* Ανατολής ανώτερον αύγασον λάμψον φάνον,* Πέμψον τας σας αειλαμπείς ακτίνας τω λαω σου,* Πλην εν συμμέτρω τω φωτί, μη πηρωθεί τας όψεις. * (…) Και περιμένομεν τας σας κοσμολαμπείς ακτίνας* Και την χαριτοβόλον σου της βασιλείας θέα »[15].

Σε μία ηθοποιία του για τον Ιωάννη Β΄Κομνηνό, ο Πρόδρομος παρουσίαζε την Πόλη να ζητά παρακλητικά από τον Αυτοκράτορα να τελέσει θρίαμβο καθήμενος επί χρυσού άρματος, ακριβώς όπως κι ο ήλιος περιπολεί την κτίσει με το δικό του άρμα[16]. Οι εγκωμιαστές – και οι παλατιανοί και οι εκκλησιαστικοί – δεν δίσταζαν να αποδίδουν στον Βασιλέα ερμαϊκά χαρακτηριστικά[17], αν και το μοτίβο του ηλιακού cursus triumphalis παραχώρησε την θέση του σε εικόνες που αντλούσαν δυναμική από την χριστιανική παράδοση. Συνεπώς, χαρακτηριστική ήταν για παράδειγμα η αξιοποίηση του ψαλμικού λογίου « ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης », μαζί με τις χριστολογικές και μεσσιανικές του συμπαραδηλώσεις. Στην περίπτωσή μας η ανάσταση της Αυτοκρατορίας συνδέεται με τον επιφανέντα Βασιλέα της δόξης, που όμως δεν ήταν ο Χριστός αλλά ο Αυτοκράτορας[18]. Αντιστοίχως, η ενότητα των δημοτικών ύμνων, που ο Θεόδωρος συνέθεσε επ’ αφορμή τον εορτασμό της Γεννήσεως και των Επιφανίων του Χριστού, συνιστούν κατά την γνώμη μας μερικές από τις πλέον ενδεικτικές συμπλοκές της Αυτοκρατορικής Ιδεολογίας και της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Ο  Πρόδρομος φθάνει τον λόγο στα όρια του, μέσα από μία πυκνότητα σχημάτων, όπου τα πρόσωπα περιπλέκονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά κανείς, αδυνατεί να διακρίνει ανάμεσα στον Χριστό και τον Βασιλέα.[19] Αντιστοίχως, και με αφορμή την ίδια περίσταση, ο Αυτοκράτορας μαρτυρείται από τον ίδιο τον Θεό κατά απόλυτη μίμηση του ευαγγελικού λογίου: « Tον μεν το πνεύμα μαρτυρεί περιστεράς εν είδει,*

τον δ’ η λευκή περιστερά της νίκης καταγγέλλει.* Τον μεν φωνή παρά πατρός υιόν ανακηρύττει,* τον δε Περσών ολοθρευτήν τα πράγματα βοώσι.* Δοκώ φωνής εξ ουρανού δευτέρας επακούειν* βοώσης πάλιν της λαοίς˙ «Ούτος ο βασιλεύς μου,* ούτος εις ον ευδόκησα, τούτω και πειθαρχείτε ».[20]

Το στιχούργημα αυτό περιγράφει απόλυτα τον κάθετο χαρακτήρα της αυτοκρατορικής νομιμότητας, ως λειτουργική εκπόρευση του επιφανέντος Βασιλέως. Μορφολογικά το συναντάμε διαρκώς[21].

Στρεφόμενοι προς ένα στιχούργημα, που συντάχθηκε με αφορμή τον εορτασμό των Θεοφανίων, διασταυρωνόμαστε εκ νέου με το εκκλησιαστικό λεξιλόγιο: Μέσα από ένα εξαιρετικά εκλαϊκευμένο σχήμα, ο Πρόδρομος θα υποστηρίξει, πως ορθότατα ο λαός δεν αποκαλεί την εορτή τον Θεοφανίων Φως, αλλά Φώτα. Τούτο διότι, είναι δύο οι φωσφόροι που κατακλύζουν με τις ακτίνες τους την κτίση: « Εκεί στον Ιορδάνη », σημειώνει ο Πρόδρομος, « βρίσκεται γυμνός ο ήλιος της δικαιοσύνης, το απαύγασμα του πατρός. Εδώ όμως φέγγει ο ήλιος της μονοκρατορίας, ο διάδοχος του ήλιου πατρός » εννοώντας τον Μανουήλ Α΄Κομνηνό.[22] Τα Φώτα είναι ο Χριστός και ο Βασιλεύς.

Η όψη του επιφανέντος Βασιλέως γεννά στους υπηκόους τον πόθο να τον ατενίζουν διαρκώς, ακριβώς όπως ο Πέτρος τον Χριστό στο Θαβώριο όρος.[23] Στην πραγματικότητα όμως, εκείνο που ποθούσαν είναι να ατενίζουν εξίσου αισιόδοξα και το μέλλον της Αυτοκρατορίας.

Είναι άραγε αυτά υποθέσεις συμβόλων και αναχρονιστικών τυπικών; Ας επιχειρήσουμε να το αξιολογήσουμε στα ευρήματα της νομισματικής του 12ου αιώνα.

Ένας από τους σπάνιους νομισματικούς τύπους ήταν τα κομνήνεια Ηλιοσεληνάτα. Ο τύπος αυτός απεικονίζει την εικόνα του ιστάμενου Χριστού πλαισιωμένη αριστερά και δεξιά από δύο αστρικά σύμβολα. Τα σύμβολα αυτά φαίνεται να ομοιάζουν. Σε μία, ωστόσο, προσεχτικότερη εξέταση των καλύτερα σωζόμενων δειγμάτων του είδους, διαπιστώνεται, πως παρά την εμφανή τους ομοιότητα, παρουσιάζουν αναλόγως διαφορές κατά την απόδοσή τους. Τα δύο αυτά σύμβολα αποδίδουν δύο διαφορετικούς αστρικούς τύπους, μη συνιστώντας απλή αναπαραγωγή της εικόνας του Christus Stelatus. Τα αστρικά αυτά σύμβολα είναι οκτάκτινα και παραπέμπουν στο σημείο του Σταυρού, τον οκτάκτινο νομισματικό τύπο του οποίου συχνά συναντάμε στην νομισματική της εποχής του Μανουήλ Α’. Ωστόσο, το οκτάκτινο σταυρικό σημείο σαφώς παραπέμπει στο οκτάκτινο άστρο, που ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα, αποτελούσε στον Ποντιακό ελληνιστικό χώρο σύμβολο της ηλιακής θεότητας. Θεωρούμε, πως ο μιθριδατικός οκτάκτινος ήλιος-Σταυρός, καθόλου τυχαία, συνδέεται με την ποντιακή καταγωγή της Κομνήνειας δυναστείας, παραπέμποντας στους βαθύτατους μύθους και στις πολιτειακές παραδόσεις ενός κοινού καταγωγικού χώρου. Αναλόγως, το ηλιακό σύμβολο, που όπως ήδη σημειώσαμε, δυναμικά επικαιροποιείται στο εικονολογικό πολιτικό πρόγραμμα του Μανουήλ Α’, συνδέεται με τις επιτυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις του Βυζαντινού στρατού στο ανατολικό μέτωπο.

Σε μία άλλη παρόμοια απόδοση, το αστρικό σύμβολο ομοιάζει με φυλλοφόρο Σταυρό, ο οποίος όμως μάλλον παραπέμπει περισσότερο στο άνθος του κρίνου. Δύσκολα μπορούμε να αποφύγουμε την αντιστοίχιση: Τόσο οι Βυζαντινοί μικρογράφοι της εποχής, όσο και οι αγιογράφοι, απέδιδαν με συνέπεια τον παππού του Μανουήλ Α’, Αλέξιο Α’, ενδεδυμένο αυτοκρατορικό σάκο, που έφερε τέτοιου είδους κεντητά άνθη. Τρόπον τινά, το συγκεκριμένο σύμβολο παρέπεμπε στην ίδια την αυτοκρατορική εξουσία, αλλά και συγκεκριμένα στην Κομνήνεια δυναστεία.

Η εκτίμησή μας είναι, δεδομένης της εκφραστικής ποικιλίας, πως τα δύο αστρικά σύμβολα αποδίδουν τις εικόνες του ήλιου και της σελήνης, συνεπώς i. τα Οικουμενικά χαρακτηριστικά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ii. Την θεία προέλευση της ορατής και αοράτου κτίσεως, της οποίας φύλαξ έχει οριστεί εκ Θεού ο Αυτοκράτορας. Η εκτίμησή μας ενισχύεται από τον ύπαρξη του ιδιαιτέρως  παράξενου τύπου, των κομνήνειων ηλιοσεληνάτων της εποχής του Μανουήλ Α’. Τα νομίσματα αυτά δεν έφεραν εγγεγραμμένο κανένα σύμβολο, αλλά την επιγραφή +ΗΛΙΟCΕΛΗΝΑΤΟΝ ή σε άλλη περίπτωση +ΗΛΙΩ/CΕΛΗΝ[Η]/ΑΓΙΟΝ/ΤΟΔΕ. Οι επιγραφές αυτού του είδους, όπως η άλλη όψη των νομισμάτων μαρτυρά, παραπέμπουν καταρχήν σε ένα νόμισμα μίας συγκεκριμένης αξίας, υλικού και βάρους. Από την άλλη όμως πλευρά σαφώς περιγράφουν τα σύμβολα του ήλιου και της σελήνης.

Ο Σβορώνος σε σχετική του εργασία επέμεινε, πως το επίγραμμα αυτό πιθανότατα παρέπεμπε σε ένα αρχαίο βαπτισματικό εκκλησιαστικό κείμενο[24]. Στην υπόθεσή του αυτή απέρριψε κατηγορηματικά και με σφοδρότητα την εκτίμηση των Schlumberger και Reinach, πως η σχετική επιγραφή, πιθανόν να παρέπεμπε σε βαθύτατες ειδωλολατρικές ηλιοκεντρικές παραδόσεις. Οι δύο τελευταίοι επιστράτευσαν αρχαιολογικά τεκμήρια προκειμένου να υποστηρίξουν, πως πράγματι η νομισματική επιγραφή παρέπεμπε σε μία σαφέστατα ειδωλολατρική παράδοση[25], ισχυρισμό, που βεβαίως, ο Σβορώνος απέρριψε υπογραμμίζοντας, πως οι « χριστιανομανείς » Κομνηνοί (!) ήταν αδύνατον να χρησιμοποιούν τέτοιου είδους ειδωλολατρικούς συμβολισμούς. Εν προκειμένω, η άποψη του Σβορώνου είναι σαφέστατα ελλιπής και αφοριστική[26]. Από την άλλη πλευρά, οι Schlumberger και Reinach κατάφεραν να αποτυπώσουν μονάχα ένα μέρος του πράγματος. Δεν έχουμε παρά να επιμείνουμε στα τεκμήρια της αρχαιολογίας και στις επιγραφικές μαρτυρίες: Σύμφωνα με τον Cod. Marcianus gr. 524, ο Γεώργιος Συρόπωλος φέρεται να ανακαίνισε τα προπύλαια (νάρθηκα) του ναού των αγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων στην Κωνσταντινούπολη. Εν προκειμένω, το απόσπασμα του επιγράμματος που μας αφορά έχει ως εξής: « Αὖθις νεουργεῖ καὶ τὸ γῆρας ἐξάγει* δικαιοσύνης ἥλιον γράφων μέγαν* τὸν ἐκ σελήνης ἐκφανέντα παρθένον* τεσσαρακοντάδα τεσσαρακοντάδε λαμπρῶν ἀστέρων* μαρτυρικοῖς ὔδασιν ἐκλαλουμένων »[27]. Συμπερασματικά: i. Το επίγραμμα, πράγματι, επιβεβαιώνει, πως ο χριστιανικός βυζαντινός ναός βρίσκεται υπό την προστασία του ηλίου και της σελήνης, ii. Ως ήλιος νοείται ο Ιησούς Χριστός και ως σελήνη η Θεοτόκος μητέρα του, iii. Οι άγιοι Σαράντα μάρτυρες αναλόγως παραπέμπουν σε σαράντα αστρικά σημεία, iv. η πληθώρα αυτού του είδους εικονολογικών και ρητορικών τύπων παραπέμπει σε μία εμπεδωμένη τάξη συμβόλων με την οποία ο αποδέκτης – ακροατής και θεατής – ήταν εξοικειωμένος.

Σαφώς, τα σχήματα αυτά δεν αποτυπώνουν μόνον την κλασσική μορφή λατρείας του εκρωμαϊσμένου θεού- Ήλιου, αλλά ένα σύνολο αρχών πίστεως και παραδόσεων των λαών της ανατολικής μεσογειακής λεκάνης, που ανάγονται πέρα από τις αρχές του Ζωροαστρισμού, στον χώρο του μυθολογικού. Στο σύνολό τους, τα παραπάνω υπογραμμίζουν, πως το αυτοκρατορικό εικονολογικό πρόγραμμα απέδιδε ένα σύνολο βαθύτατων ιστορικών και μυθολογικών αφηγήσεων, που κατά περίπτωση απαντώνται σε μία εκχριστιανισμένη μορφή και παραπέμπουν, πέρα από τις τοπικές και δυναστικές παραδόσεις, στις αρχαϊκές ιερατικές και εθιμοτυπικές δομές του μείζονος χώρου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι αντιλήψεις αυτές πέρα από την ρητορική τους διατύπωση, είχαν συνειδητά αποτυπωθεί και στο νομισματικό πρόγραμμα. Συνεπώς, στις πλέον δεσμευτικές προβολές του Ρωμαϊκού Δημοσίου και Διεθνούς Δικαίου.

Σημειώσεις

[1] Cf. L’ORANGE, H.P, «Sol invictus imperator», Symbolae Osloenses XIV (1935), σελ. 103. GAGÉ, J., Apollon romain, Essai sur le culte d’Apollon et le développement du «ritus graecus» à Rome des origins à Auguste, Paris, 1955, σελ. 596-607, 615-616. HALSBERGHE, G.H., The Cult of Sol Invictus, Leiden, 1972.

ATHANASSIADI, P., « A contribution to Mithraic Theology: the Emperor Julian’s Hymn to King Helios », JThS 28 (1977), σελ. 360-371.

[2] PLATON, La République, VI,508ac, in PLATON, Œuvres Complètes, VII, CHAMBRY, É. (éd.), Paris, Les Belles Lettres, 199610, σελ. 137.

[3] EUSÈBE DE CÉSARÉE, Vie de Constantin, I.27, in EUSÈBE DE CÉSARÉE, Vie de Constantin, SC 559, σελ. 217-218. Cf. MANGO, C., « Constantine’s mausoleum and the translation of relics », BZ 83 (1990), σελ. 51-62. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Δ., Οι Μορφές των αρχαίων Θεών στη νομισματοκοπία του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-326), Αθήνα, 1998, σελ. 18-20.

[4] Cf. KALDELLIS, A., The Byzantine RepublicPeople and Power in New Rome, HUP, 2015,   σελ. 175-176. STEPHENSON, P., Constantine: Unconquered Emperor, Christian Victor, London, 2009, σελ.  71-86, 90-91, 129-140, 172-174. VAN DAM, R., The Roman Revolution of Constantine, Cambridge, 2009, σελ. 126-129, 292-304. EadRemembering Constantine at the Milvian Bridge, Cambridge, 2011, σελ. 132-154.

[5] EUSÈBE DE CÉSARÉE, Vie de Constantin, I.43.3, SC 559, σελ. 243.

[6] EUSEBII CAESARIENSIS, De Laudibus Constantini Oratio in ejus Tricennalibus habita, PG 20, 1328B-1332C, 1529B.

[7] EMPEREUR JULIEN, Sur Hélios-Roi, À Saloustios, 141d-142a, in EMPEREUR JULIEN, Œuvres Complètes, II, LACOMBRADE, C. (éd.), Paris, Les Belles Lettres, 1964, σελ. 115-116.

[8] CLÉMENT D’ALEXANDRIE, Le protreptique, XI.1143, SC 2 bis, σελ. 182. Cf. Μαλαχίας 4.2.

[9] ROMANOS LE MELODE, Hymne de la Nativitéin ROMANOS LE MELODE, Hymnes, SC 110, [δ’], σελ. 92.1-11. Idem., [ε’], σελ. 94.5-6; [στ’], σελ. 94.1-96.11; [ζ’], σελ. 96.1-11.

[10] ROMANOS LE MELODE, in op. cit., Hymne de l’Épiphanie, I, [α’], σελ. 236[1]-238.10.

[11] « Ο ήλιος (…) δεν αποτελεί μόνο τον επιστημολογικό όρο της δυνατότητας των πραγμάτων, αλλά και τον οντολογικό˙ είναι η αιτία των πραγμάτων »: ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτεία, ΣΚΟΥΤΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, N.M. (εκδ.-μτφρ.), Πόλις, Αθήνα, 200610, σελ. 859-860. RAVEN, J.E., Plato’s Thought in the Making, CUP, Cambridge, 1965, σελ. 140 et passim. KERSTING, W., Platons « Staat »Werkinterpretation, Darmstadt, 1999, σελ. 217-220.

[12] Cf. JEFFREYS M., «The Comnenian Prokypsis», Parergon 5 (1987), σελ. 38-53.

[13] Cf. Pseudo- CODINUS, Traité des Offices, VERPEAUX J. (éd.), Paris, 1976, σελ. 195-198. KANTOROWICZ, E.H., «Oriens Augusti– Lever du Roi», DOP 17 (1963), σελ. 149-162.

[14] Cf. KANTOROWICZ, «Oriens Augusti…», art.cit., p. 135- 149.

[15] PRODROMOS, «XII. An den siegreichen purpurgeborenen Kaiser Ioannes Komnenos, als er dem Volke Wagenrennen veranstaltete; für die Demen », in THEODOROS PRODROMOS, Historische Gedichte, σελ. 260.1-18.

[16] Ibid., «V. Dekasticha aus dem Munde der Stadt: Aufforderung an den Kaiser, den Wagen zu besteigen; für die Demen», σελ. 214.1-217.100.

[17] Cf. EYSTATHII THESSALONICENSIS, «III. Oratio ad Manuelem Imperatorem», in FRB, σελ. 50.9.

[18] PRODROMOS, «IV. Politische Dekasticha auf den Triumphzug des Kaisers Ioannes Komnenos zur Einnahme von Kastamon; für die Demen», σελ. 207.221-230. « Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης; Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ. ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης; Κύριος τῶν δυνάμεων αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης »: Ps. 23.7-10.

[19]Ibid., «IX. Hymnos an den Kaiser Ioannes Komnenos zur Geburt Christi; für die Demen», σελ. [244]-247.

[20]Ibid., «IX. Hymnos an den Kaiser Ioannes Komnenos zur Taufe Christi; für die Demen», σελ .249.9-15. Πρέπει να προσεχθεί, πως το ευαγγελικό λόγιο δεν συνδέεται μόνο με τα Επιφάνια του Χριστού, αλλά και με την Μεταμόρφωσή του στο Θαβώριο όρος: Cf. Mt. 3.16-17; 17.5.

[21] Ibid., «<Weihnachtshymnus>», σελ. [366]-367. Idem, «XXXIII. <Epiphanie- Hymnus>», σελ. [368]-370.

[22]Ibid, «XXXIII. < Epiphanie- Hymnus >», in THEODOROS PRODROMOS, Historische Gedichte, σελ. 369C.1-370.9.

[23] Ibid., «IX. Hymnos an den Kaiser Ioannes Komnenos zur Geburt Christi; für die Demen», σελ .246C.13. Idem., «XXX. <An Kaiser Manuel zu seinem triumphalen Einzug Weihnachten 1149>», σελ. 359.390-394.

[24] Δίπλα σε αυτή του την υπόθεση μπορούμε να προσθέσουμε πληθώρα ανάλογου περιεχομένου αγιογραφικών χωρίων: Ps. 73.16; 135.8-9; 148.3. Is. 9.12; 30.26. Ep. Je. 60. Da. LXX, 3, 62. Da. Th. 3.62.

[25] SCHLUMBERGER, G., Mélanges, I, in Gazette Archéologique, 1883, σελ. 31ff.

[26] SVORONOS, N., Βυζαντινά Νομισματικά Ζητήματα, Αθήνα, 1899, σελ. 348-352.

[27] ANONYME, « 110. Επὶ τοῖς εἰκομισθεῖσιν ἐν τῷ προπυλαίῳ τῶν Άγίων τεσσαράκοντα », (= CodMarc. gr. 46r), NE 8/2 (1911), σελ. 127.5-9.

* Ο Βαγγέλης Σταυρόπουλος είναι διδάκτωρ της Ιστορίας του Δικαίου και των Θεσμών της Νομικής Σχολής του Paris XI.

ΑΝΤΙΦΩΝΟ

, , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *