Γένος-Έθνος-Κράτος

Η παροικία έξω από την οθωμανική Αυτοκρατορία, ή και μέσα σ’ αυτήν, είναι φαινόμενο ιδίως έκδηλο στους χώρους της ελληνικής διασποράς. Στις πρόχειρες δυτικές γλώσσες απαντάει το νόημα τούτο με την λέξη nazione, nation. Ελληνικά, θα αποδοθεί με τον όρο γένος. Το γένος των Ελλήνων της Βενετίας ή του Λιβόρνου ή της Μασσαλίας, και τα λοιπά. Εδώ όμως έχουμε μία χαρακτηριστική περίπτωση, κατά την όποια όχι μόνο δεν κατολισθαίνει μία σημασία, όπως είναι φυσικό, όταν η χρήση της αντίστοιχης λέξης διευρύνεται, αλλά αντιθέτως υπερισχύει ένα συνδηλωτικό στοιχείο: η λέξη προάγεται.

Ο διδάσκαλος του γένους είναι ο δάσκαλος στον όποιο η παροικία έχει αναθέσει να εκπαιδεύει τις καινούριες γενιές. Και, ξαφνικά – αυτό πρέπει να συμβαίνει περί τον φθίνοντα δέκατο όγδοο αιώνα ή τον αρχόμενο δέκατο ένατο –  ο όρος φορτίζεται με ισχυρότατη συναισθηματική συνδήλωση: ο Διδάσκαλος του Γένους είναι πια, και θα μείνει στην γλώσσα μας, ο εκπαιδευτής που ανέβηκε τόσο υψηλά μέσα στην συνείδηση του συνόλου Ελληνισμού, ώστε να θεωρείται ότι έχει εκπαιδεύσει και προαγάγει το σύνολο των νεαρών, ή και των πρεσβυτέρων, Ελλήνων. Ο Γρηγόριος ο Ε’, το 1820, μιλεί για τους αληθινούς διδασκάλους του γένους. Και, για να φθάσουμε ως μιαν άλλη στιγμή της ίδιας ιστορίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε καθιερώσει, τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα, πάντως, να απονέμει τον τίτλο διδασκάλου τον γένους.

Το έθνος παρουσιάζει, για τους χρόνους τους όποιους σπουδάζουμε, σπανίως εναλλαγή με το γένος: ο Δημήτριος Δάρβαρης, το 1791, παρέχει ξεκάθαρη εικόνα: «κοινωνίαι πολιτικαί· λέγονται δε άλλως και γένη και έθνη». Ύστερα, όσο εκτείνεται ο αρχαϊσμός στο λεξιλόγιο, το έθνος σιγά σιγά κατακτά ολοένα και ευρύτερη θέση εις βάρος του γένους· αυτά, χωρίς ακόμη καμία διάκριση των δύο όρων ως προς το νόημα. Που και που απαντούμε ακόμη και έναν διδάσκαλο του έθνους, στην διογκωμένη σημασία την οποία εβρήκαμε στον διδάσκαλο τον γένους. Ωστόσο, μετά την σύσταση της ελληνικής επικρατείας αρχίζει να γίνεται όλο και σαφέστερο ένα ξεχώρισμα ανάμεσα στο έθνος, που είναι η ελεύθερη μερίδα του Ελληνισμού, και το γένος, που ενώνει τους απόδημους, τους ραγιάδες και τους υπηκόους του ελληνικού Βασιλείου· αλλά τα όρια ανάμεσα στα δύο εξακολουθούν να παρουσιάζουν επικαλύψεις.

Ο Δ. Βικέλας, του οποίου συχνά οι μαρτυρίες σε όλα αυτά τα θέματα είναι χρήσιμες, σε διάλεξη του στην Κωνσταντινούπολη το 1890 εξακολουθεί να μην κάνει διάκριση: …«το ελληνικόν έθνος, (το ‘γένος’ καθώς λέγετε ενταύθα)»… Όμως, ένα μεγάλο σχετικό άνοιγμα έχει κιόλας προκληθεί από την πάντοτε ανήσυχη, ιδιόρρυθμη και στρυφνή σκέψη του Σπ. Ζαμπελίου: το έθνος, στην χρήση του Λευκαδίου ιστοριογράφου, έχει κάτι πιο πνευματικό, πιο υπερβατικό, από το γένος: όταν σχολιάζει την κατάλυση της βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γράφει ότι «το γένος αιχμαλωτίζεται, το έθνος μένει όρθιον» (1852). Ξεκάθαρα παράλληλο με την φράση αυτήν θα μας δώσει ο Κ.Δ. Παπαρρηγόπουλος στα 1871, μιλώντας για τους Δυτικούς ως προς το Βυζάντιο: «εάν κατέστρεψαν το ελληνικόν κράτος, δεν ίσχυσαν ευτυχώς να καταστρέψωσι το ελληνικόν έθνος». Ύστερα τα νοήματα θολώνουν περισσότερο: ο Σπ. Λάμπρος δίνει ακέριο το τρίσημο σχήμα από όπου εξεκινήσαμε· γράφει εκείνος αργότερα: «Πάντες πταίομεν, αν η μεγάλη, η ανέκφραστος, η κολοσσιαία ιδέα του Γένους εξέλιπε κατά μικρόν, υποχωρήσασα εις την ήττον βαρυσήμαντον ιδέαν του Έθνους, και αύτη εις την ταπεινήν αντίληψιν του Κράτους».

Ώστε μένει το κράτος. Στην ίδια εποχή, ο Δ. Γρ. Καμπούρογλου, γράφοντας ανώνυμα, σημειώνει ότι «το ελληνικόν διαιρείται εις κράτος, εις έθνος και εις γένος». Στην κλίμακα του διακρίνουμε μία πυραμίδα· το κράτος είναι στενά το ελλαδικό, το έθνος είναι το ελεύθερο μέρος του Ελληνισμού, και το γένος είναι η ευρύτατη έκφραση του Ελληνισμού. Από εκεί και πέρα, θα μας έμεναν μόνο διαλεκτικά ή ρητορικά παιγνίδια, τα οποία δεν έχουν λόγο να απασχολήσουν την ζήτηση μας. Έτσι σε κρίσιμες εθνικές στιγμές, εκφωνούσε λόγους ο ποιητής Παναγιώτης Συνοδινός: «χανόμεθα ως έθνος αν δεν χαθώμεν ως κράτος»· άπολώλαμεν ει μη απολώλαμεν, ή, ας θυμηθούμε εμείς, ει μη ταχέως απωλόμεθα, ουκ αν έσώθημεν.

Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2006, 78-80

users.sch.gr

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *