Η Ορθοδοξία όχημα ελληνικής συνείδησης

Η πρόσφατη ανακίνηση, από την πλευρά της κυβέρνησης του ζητήματος της σχέσης κράτους-Εκκλησίας φέρνει στην επιφάνεια μια ακόμη ελληνική ιδιαιτερότητα. Ο ρόλος της Ορθοδοξίας και η σχέση της με το προκείμενο του Ελληνισμού δεν αποτελεί απλά θεσμική μοναδικότητα για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η σχέση αυτή συνιστά της πεμπτουσία της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας του νεότερου Ελληνισμού.

του Θεόδωρου Ράκκα,

Στις παρακάτω γραμμές επιχειρείται, συνοπτικά και ψύχραιμα, να παρατεθεί η ιστορική πορεία της διαμόρφωσης των χαρακτηριστικών και του συμπεριληπτικού πλαισίου αυτού του οποίου ονομάζουμε «Έλληνας» και «ελληνικό». Καταλήγοντας στο τι καθιστά κάποιον Έλληνα στην εποχή μας, πολιτικά, ηθικά και πολιτιστικά.

Η εθνική ταυτότητα αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της ανώτερης μορφής κοινωνικής ομαδοποίησης, δηλαδή του Έθνους. Αναφέρομαι στα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία οδηγούν μια ομάδα ανθρώπων να πιστεύει ότι ανήκει σε ένα ευρύτερο όλον. Από αυτά τα χαρακτηριστικά κάποια είναι σαφώς οριοθετημένα, λ.χ. υπηκοότητα και άλλα πιο γενικά και ασαφή, όπως π.χ. η κοινή πατρογονική καταγωγή. Προφανώς, λοιπόν, για να νιώσει ένα άτομο ότι ανήκει σε ένα τόσο ευρύ εννοιολογικό και φυσικό σύνολο δεν αρκεί ένα χαρτί και μια σφραγίδα. Επιπλέον καμία από τις νεωτερικές, και μη εθνότητες δεν αποτελεί προϊόν παρθενογένεσης.

Οι πλείστες βασίστηκαν σε προϋπάρχουσες τάσεις και χαρακτηριστικά του εκάστοτε λαού, πάνω στις οποίες χτίστηκε η μοντέρνα εθνική (national) ταυτότητα. Αυτές οι τάσεις και τα χαρακτηριστικά έχουν έντονο το αποτύπωμα τον γεγονότων του παρελθόντος, τα οποία συνοψίζονται με τον όρο Ιστορία. Η ιστορική συνείδηση διατηρείται και καλλιεργείται μέσω της συλλογικής ιστορικής μνήμης, καθώς και των διάφορων καταγραφών, επίσημων και δημωδών. Μέσα στην ροή της ιστορίας ένας πολιτισμός περνάει από διάφορα στάδια εξέλιξης. Κατά κανόνα, όσο μεγαλύτερη είναι η επέκτασή του, φυσική και πνευματική, τόσο «χαλαρώνουν» και μεταβάλλονται τα κριτήρια και οι αναγκαίες συνθήκες, ώστε να συμπεριληφθεί κάποιος στην εκάστοτε πολιτιστική-πολιτική οντότητα.

Φυλετικός και γλωσσικός όρος
Στην περίπτωση των Ελλήνων, κατά την κλασική αρχαιότητα, ο όρος Έλλην ήταν φυλετικός και γλωσσικός. Κυρίως χρησιμοποιείτο σε αντιδιαστολή με τον «βάρβαρο» που χαρακτήριζε κάποιον ξένο. Επίσης, θεσμικά και συνειδησιακά, υπερίσχυε η ταυτότητα με σημείο αναφοράς την Πόλη-Κράτος. Η μόνη, ίσως, θεσμοθετημένη χρήση του όρου ήταν στη διαδικασία συμμέτοχης στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπου τα κριτήρια ήταν αυστηρά εθνικό-φυλετικά.

Από τα ελληνιστικά χρόνια και έπειτα, σταδιακά, Έλλην αρχίζει να θεωρείται ο φορέας της ελληνικής παιδείας και αυτός που μιλούσε την ελληνική γλώσσα. Το να είναι κανείς Έλλην παύει σιγά-σιγά να αποτελεί αποκλειστικά φυλετικό χαρακτηριστικό. Μεταβάλλεται σε ιδιότητα-προνόμιο, το οποίο κατακτάται μέσω της παιδείας. Ένα επιπλέον μέσο ήταν οι μεικτοί γάμοι, μέσω των οποίων κάποιος «βάρβαρος» εντασσόταν και «φύση» στο σώμα του Ελληνισμού. Αυτή η ζύμωση και διάδοση του ελληνίζειν συνεχίστηκε αμείωτη και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση.

Με την εισδοχή του χριστιανισμού στην εξίσωση, αυτή η διαδικασία εξελληνισμού εντάθηκε περαιτέρω, καθώς απέκτησε μια επιπλέον μεταβλητή, η οποία μάλιστα ήταν σαφώς καθορισμένη και θεσμοθετημένη (χρησιμοποιώ τον ορό εξελληνισμός κατ’ αναλογία, καθώς το χριστιανικό-βυζαντινό «Ρωμαίος» εμπεριείχε και εμπεριέχει την ελληνική γλώσσα και την κλασσική παιδεία).

Στο ελληνικό «όλον»
Για πάνω από 1000 χρόνια η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία αναδεικνύεται, μέσω της ελληνικής γλώσσας και της ελληνιστικής φιλοσοφικής επιχειρηματολογίας, σε μια οικουμενική αγκαλιά, η οποία ταυτίζεται γεωγραφικά, πολιτιστικά και, εν μέρει, εθνολογικά με το ελληνίζων ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Ας μην ξεχνάμε ότι παρά τους μύδρους των ξένων επιδρομέων το ρωμαίικο χωνευτήρι κατάφερε, μέσω της Ορθοδοξίας και της ελληνικής γλώσσας να απορροφήσει μεγάλο μέρος των εισβολέων και μη, μπολιάζοντας τον Ελληνισμό με νέο αίμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κάθοδος των Αρβανιτών και η μέσω του εκχριστιανισμού ενσωμάτωση τους, στο ελληνικό «όλον».

Στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας αυτή η διαδικασία διατηρήθηκε, με την θρησκεία να αποτελεί πλέον το πρωταρχικό συνειδησιακό κριτήριο, καθώς η παιδεία ατόνησε έντονα όπως και, σε μικρότερο βαθμό, η διδαχή της γλώσσας. Ενδεικτικές πρόσφατες περιπτώσεις είναι αυτές των σλαβόφωνων της Μακεδονίας και τουρκόφωνων της Καππαδοκίας. Αυτοί οι πληθυσμοί διατήρησαν την ρωμαίικη-ελληνική τους συνείδηση, παρά την αλλογλωσσία τους, ελέω της σύνδεσης τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Διολίσθηση σε εθνικοφυλετικό ρατσισμό
Βάση αυτού του πλαισίου και σε συνάρτηση με την πλήρη αποδοχή του αρχαίου παγανιστικού παρελθόντος γεννήθηκε και πορεύεται το νεοελληνικό κράτος. Αυτό φάνηκε καθαρά κατά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, η οποία και έγινε με κριτήριο θρησκευτικό κι όχι την εθνική συνείδηση.

Συνοπτικά, ο σύγχρονος Ελληνισμός αποτελεί την επιβιώσασα Ρωμιοσύνη, η οποία αποδέχθηκε τον όρο Έλληνας ως όνομα εθνικό και όχι θρησκευτικό. Η νεοελληνική εθνική συνείδηση αποτελεί προϊόν εσωτερικής ζύμωσης τριών και πλέον χιλιετιών και όχι αποκλειστικά πολιτικό κατασκεύασμα. Προφανώς και υπήρξαν νεωτερικές επιρροές, αλλά αυτές περιορίστηκαν κυρίως σε επίπεδο ρητορικής διατύπωσης.

Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη το ελληνορθόδοξο ιστορικό-πολιτισμικό υπόβαθρο του νεοελληνικού κράτους, η διολίσθηση σε ένα εθνικοφυλετικό ρατσιστικό πλαίσιο αποτελεί αναχρονισμό και θέση ανιστόρητη. Στον αντίποδα, το άλλο άκρο, αυτό των ελληνοποιήσεων με νομικίστικα κριτήρια και μεταμοντέρνα πολυπολιτισμική επιχειρηματολογία, είναι εξίσου άτοπο, και επικίνδυνο. Δημιουργεί πολίτες με έλλειμμα συνείδησης, όπως απεδείχθη τραγικά στο Μπατακλάν των Παρισίων και αλλού.

Προς χάριν αποσαφήνισης; σε πρώτο στάδιο κάποιος ξένος στην καταγωγή μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ελληνίζουσα συνείδηση και όχι ελληνική, καθώς είναι πολύ πιθανό να μην νιώθει ο ίδιος έτσι. Στην επόμενη γενιά, όμως, τα παιδιά του, πάρα την μη ελληνική καταγωγή των γονέων τους, έχουν σαν μητρική πλέον γλώσσα την ελληνική και σαν οικία τους παιδεία επίσης την ελληνική.

Καθίστανται λοιπόν θέση Έλληνες, καθώς φέρονται σαν Έλληνες μιλάνε σαν Έλληνες και εορτάζουν σαν Έλληνες, με λίγα λόγια είναι πλέον φορείς του «ομότροπου, του ομόγλωσσου και του ομόθρησκου». Επίσης, καθότι κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, το πιθανότερο είναι να παντρευτούν κάποιον Έλληνα και στη συνέχεια τα δικά τους παιδιά να είναι Έλληνες και «φύσει» με μια απώτερη ανάμνηση της μεικτής τους καταγωγής. Προφανώς σε αυτή τη διαδικασία η κτίση ελληνικής υπηκοότητας είναι αναγκαία, όχι όμως και ικανή συνθήκη.

Ο νευραλγικός ρόλος της Ορθοδοξίας
Εκ των προαναφερθέντων γίνεται σαφώς κατανοητός ο νευραλγικός ρόλος της Ορθοδοξίας, θεσμικός και πνευματικός, καθώς η εμπέδωση του ομότροπου περνάει μέσα από την συμμετοχή στο ομόθρησκο. Συμπερασματικά, μια διαδικασία βεβιασμένης εκκοσμίκευσης, με κυρίαρχο επιχείρημα «έτσι κάνουν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη» είναι ιδεοληπτική και ανιστόρητη. Η συνταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας λειτουργεί σε ένα θεσμοθετημένο πλαίσιο αλληλοσυμπλήρωσης εδώ και 1500 χρόνια. Επίσης και τα δυο αυτά προκείμενα διέπονται διαχρονικά από πνεύμα ανθρωπιστικό και συμπεριληπτικό, ποιοτικώς διαφοροποιούμενα από τον Παπισμό και το Ισλάμ.

Τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη ορθώς επέλεξαν τον δρόμο της θεσμικής κοσμικότητας, ελέω της ανάγκης τους να αποδεσμευτούν από την παπική επιβολή, πολιτική και ηθική. Συνοπτικά, οι συνθήκες, ιστορικές, πολιτικές και θεσμικές, οι οποίες διαμόρφωσαν την αναγκαιότητα αυτού του διαχωρισμού στα περισσότερα δυτικοευρωπαϊκά έθνη, απλά δεν υφίστανται για τον Ελληνισμό. Ως εκ τούτου η διατάραξη της σχέσης κράτους-Εκκλησίας, πέρα από άστοχη και μη αναγκαία, είναι άκρως επικίνδυνη. Συνιστά αχρείαστο πείραμα σε μια εποχή παγκοσμίων ανακατατάξεων και σε μια περιοχή, ασταθή, γεμάτη απειλές και αναθεωρητισμούς.

Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω έναν εκ τω βασικών λόγων που αυτό το γένος επιβιώνει εδώ και 3500 χρόνια. Την ικανότητα του, λόγω της πνευματικής και πολιτιστικής του υπέροχης (ακόμα και όταν δεν διαθέτει την πολιτική), να ενσωματώνει στο σύνολο του άτομα μη ελληνικής καταγωγής. Πάντα σε συνάρτηση με τις εκάστοτε δημογραφικές-πολιτικές ισορροπίες και δεδομένα. Είναι η διαφορά νοοτροπίας μεταξύ εξωστρεφούς αυτοκρατορίας, εσωστρεφούς πόλης-κράτους και μεταμοντέρνου πειράματος.

Εν κατακλείδι η «ιδιότητα» του Έλληνα δεν αποκτιέται αποκλείστηκα δια της γεννήσεως και της πολιτογραφήσεως. Πάνω απ όλα και διαχρονικά Έλληνας βαφτίζεσαι και παιδεύεσαι. Επομένως, όσο ποιο γρήγορα το νεοελληνικό κατεστημένο, πολιτικό και ακαδημαϊκό, αποδεχτεί αυτό το γεγονός, τόσο πιο γρήγορα ο νέος Ελληνισμός θα βγει απ το καβούκι της εσωστρέφειας και της πολιτιστικής αμφιταλάντευσης. Μόνο τότε θα μπορέσει να διεκδικήσει δυναμικά τον νευραλγικό του ρόλο στην παγκοσμιοποιούμενη διεθνή και περιφερειακή πραγματικότητα.

slpress.gr

, ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *