Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης, Μιχάλης Θεοδοσιάδης, Αλέξανδρος Μπριασούλης
Πηγή: RES PUBLICA
«Εσείς, ω! Με νόηση υγιή, στοχεύστε στη γνώση που σκεπάζεται κάτω απ’το πέπλο των παράξενων στίχων / Διδαχθείτε, αν μπορείτε, να είστε εναργείς» (Δάντης, Κόλαση, άσμα ΙΧ, 61-63 / Νέα Ζωή, Κεφ. XIX)
Στον πρώτο τόμο του Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος ο Π. Κανελλόπουλος, σκιαγραφώντας την προσωπικότητα του Δάντη (Dante Alighieri), κάνει την εξής διαπίστωση: «[ο] Δάντης συνδυάζει, μέσ’ στη συνείδησή του και μέσ’ στην πνοή του, την ποιητική με την πολιτική αποστολή, ζει ποιητικά μέσα στην πολιτεία και ζει πολιτικά μέσα στην ποίηση. Κάθε μεγάλος ποιητής νιώθει σα μίαν υπέρτατη αποστολή του τέτοιο συνδυασμό· και κάθε αληθινή και μεγάλη εποχή του επιτρέπει αυτό το συνδυασμό και μάλιστα τον προκαλεί».
Ο Δάντης είναι ένας ακόμη «αρχαίος τιτάνας», όπως ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής. Ο λόγος του υπήρξε βαθιά πολιτικός και μπορεί να μην ανταμείφθηκε από την πόλη του[1], όπως άλλοι σπουδαίοι ποιητές, χάραξε όμως μια άλλη πορεία σκέψης στον ευρωπαϊκό κόσμο. Ήταν αυτός, ένας από τους πρώτους, που προσπάθησε να συνδυάσει τον οικουμενισμό[2] με τον εθνισμό και όχι μόνο, όπως θα δούμε παρακάτω. Πράγματι μίλησε για τα φυσικά δικαιώματα των άλλων λαών χωρίς όμως ποτέ να απωλέσει τη βαθιά του αγάπη για την πατρίδα, έστω κι αν αυτή τον πλήγωσε βαθιά. Άνοιξε δηλαδή, κυρίως με το De Monàrchia (Περί Μοναρχίας), μια κουβέντα που από το 1312-13 παραμένει πάντα επίκαιρη. Το Περί Μοναρχίας εάν εξεταστεί μυωπικά, αποκλειστικά με νεωτερικούς όρους, δεν είναι παρά ένα αντιδημοκρατικό φαντασιοκόπημα που θέλει να πραγματώνεται στον κόσμο η αιώνια θεϊκή τάξη μέσα από την απόλυτη επικράτηση ενός οικουμενικού αυτοκράτορα/μονάρχη που θα ανατρέψει την παπική εξουσία. Ωστόσο, αν η οπτική μας διεισδύσει σε αυτή που ήταν η πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα του μεσαίωνα, θα αναγνωρίσουμε τρία σημαντικά στοιχεία: α) το σπουδαίο πνεύμα του ποιητή που μιλά για οικουμενικό κράτος και ζητά την χειραφέτηση της Φλωρεντίας από την παπική εξουσία της Ρώμης, β) τη συναρμογή της ποίησης με την πολιτική και γ) τον τρόπο με τον οποίο ένα προφητικό πνεύμα σαν αυτό του μεγάλου φιορεντίνου μπόρεσε να προαισθανθεί κάποιες από τις δικές μας, σύγχρονες ευαισθησίες και ανάγκες, πλησιάζοντας έτσι με τρόπο έμμεσο το μοντέρνο, δημοκρατικό ιδεώδες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Θα ήταν εξάλλου άδικο, αλλά και άστοχο, να χαρακτηρίζονταν αντιδραστική η σκέψη κάποιου που έζησε σε μια εποχή κατά την οποία η δημοκρατική διακυβέρνηση, όπως την εννοούμε σήμερα, ήταν αδιανόητη. Ας μην ξεχνάμε ότι η «μεσαιωνική πραγματικότητα» δεν είναι ένα μόνο πράγμα, ενιαίο και σκοτεινό· ο Μεσαίωνας άπλωσε σκοτάδι, όμως γέννησε και άπλετο πνευματικό φως στον κόσμο – ειδικά η εποχή του Δάντη που σηματοδοτεί και την πρώιμη είσοδο στην Αναγέννηση. Στην πραγματικότητα, μετά τους αρχαίους κλασικούς, ο Δάντης μας μαθαίνει ξανά, ότι η ποίηση/συγγραφή και η πολιτική είναι πράγματα στενά συνδεδεμένα και κατά συνέπεια η πολιτική είναι συνδεδεμένη με την πνευματικότητα. Εδώ ακριβώς αναδύεται μια αλήθεια που η σύγχρονη σκέψη, εμποτισμένη με το νεωτερικό υλισμό, έχει (ξε)χάσει.
Σήμερα η αποπνευματικοποίηση του ανθρώπου, όπως θα έλεγε και ο Κ. Γιούνγκ, και η απεμπόληση κάθε υπερβατικότητας ικανής να τροφοδοτήσει τη φαντασία, έχει οδηγήσει σε μια γενικευμένη αδυναμία να παραχθεί υψηλός πολιτισμός. Το γεγονός αυτό, μαζί με άλλα, σηματοδοτεί κατά τη γνώμη μας την παρακμή του δυτικού πολιτισμού, η οποία καταπώς φαίνεται πάει χέρι-χέρι με την πενία πνευματικότητας και επομένως πολιτικής σκέψης και πράξης. Βέβαια όταν μιλάμε για «πνευματικότητα» δεν συμπεριλαμβάνουμε όλες εκείνες τις εναλλακτικές πρακτικές, όπως ο new age διαλογισμός, ο εξωτικός οριενταλισμός και η «επιστημονικοποιημένη» αστρολογία, που έγιναν της μόδας τις προηγούμενες δεκαετίες και επιβιώνουν ακόμη. Ούτε αναφερόμαστε στα πολυάριθμα φαινόμενα εκφυλισμένης πνευματικότητας καθολικών και ορθοδόξων κληρικών. Αντιθέτως μιλάμε για ένα βαθύτατα ιερό και ευρύ σύνολο: μύθων, συμβόλων, αρχετύπων, στάσεων και τρόπων ζωής, που είναι πυκνά συνυφασμένοι με την ανθρώπινη ύπαρξη. Κυρίως τα θρησκευτικά σύμβολα και τα αρχέτυπα[3], αποκωδικοποιούν τις βαθύτερες δομές της ανθρώπινης ψυχής· μπορούν, με άλλα λόγια, να φέρουν στο συνειδητό όλες τις πτυχές του εαυτού μας οι οποίες μας επηρεάζουν υποσυνείδητα, παράγοντας σκέψεις και μορφές συμπεριφοράς. Τα αρχέτυπα φωτίζουν αυτές τις υποσυνείδητες λειτουργίες και, κατά συνέπεια, μας δίνουν την ικανότητα να αναγνωρίσουμε ποιές από αυτές μας προτρέπουν στην τέλεση ανήθικων πράξεων. Έτσι τα αρχέτυπα δεν είναι παρά οι πρωταρχικές μορφές αναγνώρισης των ανθρώπινων ορίων, πάνω στα οποία παράγεται επιπλέον σκέψη· κατ’ αυτό τον τρόπο αποτελούν τη βάση της ανθρώπινης ηθικής και δημιουργικής φαντασίας. Ως εκ τούτου, η απώλεια της πνευματικότητας και η απαξίωση συμβόλων και αρχετύπων ως «δεισιδαιμονίες του παρελθόντος» δεν εξυπηρετούν παρά την απώλεια τόσο των ηθικών ορίων, όσο και της δημιουργικής φαντασίας – στοιχεία ιδιαίτερα σημαντικά στην πολιτική σκέψη και πράξη.
Εδώ οφείλουμε να επισημάνουμε ότι μαζί με την πνευματικότητα καί ο έρως είναι βασικό συστατικό υψηλού πολιτισμού -όπως πολύ αργότερα θα τον όριζαν (ως υψηλό πολιτισμό) ο Ι. Kant και ο Ο. Spengler. Επ’αυτού, ας δούμε μια στιγμή τον έρωτα του Δάντη για την Βεατρίκη. Αυτός ποτέ δεν υπήρξε σαρκικός, ποτέ δεν συνοδεύτηκε από συνομιλίες επί μακρόν και πονηρά φλερτ, εν τέλει ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Ο ποιητής την είδε για πρώτη φορά, ντυμένη στα κόκκινα, όταν εκείνη ήταν σχεδόν εννέα ετών και ξανά στα δεκαοκτώ του, ντυμένη στα λευκά. Τη δεύτερη εκείνη φορά τον χαιρέτησε και αυτός περιγράφει πως είδε όραμα με ορθάνοιχτα μάτια: ενώ η Βεατρίκη είναι αποκοιμισμένη σε κόκκινο πέπλο ο Θεός έρωτας της προσφέρει προς βρώση μια διάπυρη καρδιά και εκείνη την αρνείται. Αργότερα η νεαρή γυναίκα πεθαίνει, μόλις εικοσιπέντε ετών, και ο ποιητής πέφτει σε τρομερό πένθος που δύο χρόνια αργότερα, θα τον οδηγήσει να γράψει το Vita Nova (Νέα Ζωή), έναν πραγματικό ύμνο στην αγνότητα των συναισθημάτων[4]. Σήμερα από κάποιους το Vita Nova μπορεί να θεωρηθεί λιτό και αφελές ή και να προκαλέσει ειρωνική διάθεση, για εμάς αντιθέτως είναι απόδειξη υψηλού ποιητικού πνεύματος: του άρκεσε να την αντικρίσει κι απ’ τον χαιρετισμό της και μόνο να νοιώσει τόσα και να γράψει ακόμη περισσότερα. Εδώ ο Δάντης στοιχίζεται ξεκάθαρα με την πλατωνική παράδοση, για την οποία ο έρωτας για κάποιο πρόσωπο δεν είναι παρά μόνο το μέσο, η οδός, που το κάλλος διανοίγει για τον άνθρωπο προκειμένου αυτός να υψωθεί στην σφαίρα των Ιδεών. Η ομορφιά είναι το κάλεσμα, η γλώσσα με την οποία ο Θεός απευθύνεται στον άνθρωπο και αυτό ακριβώς είναι το συμβολικό νόημα του χαιρετισμού που απευθύνει η Βεατρίκη στον ποιητή. Αυτός ο χαιρετισμός είναι σαφές σημάδι καλοσύνης από την πλευρά της, αλλά και η αποκάλυψη ότι μέσω της αγάπης μπορεί κάποιος να έχει πρόσβαση στην αιώνια ζωή. Για τον Δάντη, είναι σαν ο ίδιος ο Θεός να θέλησε να ενσαρκωθεί -μέσα από την αγαπημένη αυτή γυναίκα- για να επιτρέψει στους ανθρώπους να μάθουν ότι αυτός είναι ο δρόμος, της αγάπης, για τη σωτηρία τους. Έτσι ο θάνατός της δεν είναι το τέλος, αλλά η αρχή της πραγματικής ζωής· από εδώ και στο εξής η Βεατρίκη, που δεν έχει χαθεί, γίνεται σημείο εκκίνησης και οδηγός αναζήτησης της αλήθειας. Επομένως η επαφή με τον θάνατο και η απώλειά της το 1290, σηματοδοτεί μια περίοδο μεγάλου πόνου και σύγχυσης η οποία τελειώνει με την επιθυμία του ποιητή να διευρύνει τους ορίζοντές του και να έρθει σε επαφή με την πραγματικότητα της πολιτικής ζωής. Έτσι καταπιάνεται με τη μελέτη της αριστοτελικής φιλοσοφίας και υιοθετεί την ορολογία της που όμως την προσαρμόζει στη χριστιανική φιλοσοφία του Αυγουστίνου και του Ακινάτη. Άραγε πόσα λιγότερα ή ελάχιστα θα είχε συγγράψει και πράξει ο μεγάλος ποιητής δίχως την Βεατρίκη κατά νου;
Επομένως ο έρως του Δάντη δεν ήταν αυτός που συνήθως έρχεται στο μυαλό μας, δηλαδή σφοδρός, ανεξέλεγκτος και επιδερμικός. Δεν ήταν η ακραία συναισθηματική ορμή που κυριαρχεί πάνω στην ορθή κρίση (ορθοκρισία[5]), αυτό που η Hannah Arendt αποκαλούσε compassion (συμπόνια), η κατάσταση στην οποία όλες οι αντικειμενικές αναγνώσεις της πραγματικότητας πνίγονται κάτω έναν ακραίο συναισθηματισμό Ρουσσωικού χαρακτήρα, όπου όλα ερμηνεύονται με βάση τις προσωπικές μας συμπάθειες ως προς ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Απεναντίας η έκφραση των συναισθημάτων του Δάντη ήταν υψηλή, λεπτή και ήπια, δηλαδή ποιητική. Αν ο ακραίος συναισθηματισμός εισβάλλει στα κατώτερα κλιμάκια του ανθρώπινου νου, δηλαδή στον υπόγειο νου, των πιο σκοτεινών παρορμήσεων, έναντι του εμπειρικού νου, του λογισμικού, που είναι ικανός να ασκεί ορθοκρισία και να απομακρύνει κάθε επιθετική και αρνητική επίδραση στο συνειδητό[6], τα ήπια συναισθήματα εκφράζονται και ενισχύουν την ορθοκρισία γιατί τροφοδοτούν τη φαντασία και κινητοποιούν την επιθυμία για πράξη. Όταν τα συναισθήματα μένουν ήπια, αγνά και εμποτισμένα με ευκοσμία, ο λογισμικός νους καταφέρνει και επεμβαίνει σε αυτά, εξοβελίζοντας κάθε αρνητική παρόρμηση από τον υπόγειο νου. Κοινώς, τα ήπια συναισθήματα δημιουργούν έναν επιπλέον χώρο, ένα ενδιάμεσο μεταξύ εμπειρικού και υπόγειου, ένα είδους Καθαρτηρίου (για να έρθουμε στα λόγια του Δάντη), όπου η ορθοκρισία, ωσάν ο Λόγος του θεού την ημέρα της κρίσης, επεμβαίνει και απομακρύνει τις αρνητικές επιδράσεις του υπόγειου νου, δηλαδή της Κόλασης (για να χρησιμοποιήσουμε μια περισσότερο συμβολική γλώσσα). Συνεπώς, τούτος ο ήπιος, έλλογος και ρομαντικός έρως αποδεικνύεται ο καλύτερος και ο σταθερότερος μέσα στο χρόνο, αυτός είναι που επιβιώνει διαχρονικά μέσα από την μεγάλη τέχνη και τη λογοτεχνία.
Επιστρέφοντας στον πολιτικό Δάντη αξίζει να εντοπίσουμε μια σημαντική αναλογία. Όπως ο έρωτας του Δάντη για την Βεατρίκη ήταν μια αξιοθαύμαστη αρμονία συναισθημάτων, ευπρέπειας, μέτρου, παρόρμησης και συμβιβασμού, έτσι και η θεωρία του ποιητή για την ανθρώπινη κατάσταση οδηγεί σε μια εξίσου θαυμαστή εξισορρόπηση φαινομενικά ασυμβίβαστων πραγμάτων. Πράγματι, ειδικά για την εποχή που κυριαρχεί η σκέψη της Καθολικής Εκκλησίας, ο Δάντης είναι φορέας μιας ρηξικέλευθης άποψης: ο άνθρωπος έχει μια προκαθορισμένη πορεία στον κόσμο (ένα πεπρωμένο), ωστόσο ταυτόχρονα έχει ελεύθερη βούληση και οφείλει να τη διαφυλάττει[7]. Αυτό μπορεί να το καταφέρει μόνο μέσα από την πολιτική η οποία, όπως υποστηρίξαμε, βρίσκεται σε στενή σχέση αλληλεξάρτησης με την πνευματικότητα. Κατά τη γνώμη μας, το βασικότερο γνώρισμα της δαντικής πολιτικής σκέψης βρίσκεται στη τέχνη του να ισορροπεί και να συμβιβάζει όλα αυτά τα αντικρουόμενα στοιχεία: έρως και μέτρο, οικουμενισμός και εθνισμός, πεπρωμένο και ελεύθερη βούληση, θυμικό και έλλογο.
Θα πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί, διότι το μέτρο και η τέχνη του συμβιβασμού στον Δάντη δεν ισοδυναμεί με δειλία, απροθυμία ή με κάποια υπολογισμένη ουδετερότητα, κάθε άλλο. Η ίδια του η ζωή είναι καταφανής απόδειξη πολιτικού θάρρους. Ο Δάντης δεν είναι απλά ένας πολύ μορφωμένος, χαρισματικός ποιητής και ευσεβής άνθρωπος των καιρών του, αλλά και ένας δραστήριος πολίτης· μια ηρωική φιγούρα που αγωνίζεται για το συμφέρον και την ευημερία των συμπολιτών του, αλλά και για τη διατήρηση μιας ομαλότητας στην κοινωνία. Ο ποιητής δείχνει, όχι μόνο με το γραπτό του λόγο, αλλά κυρίως στην πράξη -με αγώνα και προσωπική διακινδύνευση- το ειλικρινές ενδιαφέρον του για αυτό που ονομάζεται κοινωνικό σύνολο, με σαφήνεια και χωρίς σχετικισμούς. Δεν είναι ασφαλώς νους αλάθητος, είναι όμως πνεύμα ειλικρινές και ανώτερο. Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ θα μπορούσε να έχει γράψει τη Θεία Κωμωδία στα λατινικά, την γλώσσα που γνώριζαν κατά βάση οι πιο εύποροι, οι πρίγκιπες και οι μορφωμένοι, εκείνος επέλεξε την καθομιλουμένη διάλεκτο (Dialetto Toscano/Τοσκανική) γιατί έτσι ο λόγος του μπορούσε να γίνει προσιτός και κατανοητός από τους συνανθρώπους του, τους απλούς ανθρώπους που η Ρώμη είχε παραμελήσει. Μάλιστα μια από τις κορυφαίες στιγμές έκφρασης ήθους και μεγαλοψυχίας μπορούμε να βρούμε στο τρίτο μέρος της Κωμωδίας. Εκεί ο Δάντης συναντά στον Παράδεισο έναν προπάτορά του ο οποίος τον συμβουλεύει, παρά το γεγονός ότι αδίκως διώκεται από την πόλη του, να μην μισήσει τους συμπολίτες του, διότι η μνησικακία είναι συναίσθημα που φέρνει διχόνοια και καταστροφή. Η «ευσπλαχνία» του Δάντη όμως είναι έλλογη και πραγματιστική, διαθέτει έρμα. Ουδεμία σχέση έχει τις κανονιστικές διακηρύξεις και τις γραφειοκρατικές ρυθμίσεις που ζούμε σήμερα, στην εποχή της πολιτικής ορθότητας και του ψηφιακού (ψευτο)ανθρωπισμού, που βλέπει και κρίνει τον κόσμο από απόσταση και εξωβιωματικά, αφήνοντας τελικά εκείνους που δρουν πραγματικά, και πολύ συχνά με ιδιοτέλεια, εντελώς ανεξέλεγκτους. Η πολιτική δράση του Δάντη δεν βασίζεται στο μίσος και στην τυφλή ηδονή της αντεκδίκησης, αλλά στο αίσθημα περί καλού και δικαίου που τον διακατέχουν και τον κινούν. Μάλιστα θα αρνηθεί – όχι από αλαζονεία αλλά από πολιτική ακεραιότητα – την πρόταση που του γίνεται να ταπεινωθεί δημόσια προκειμένου να του δοθεί αμνηστία ώστε να επιστρέψει στην Φλωρεντία.
Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο Δάντης είχε ως βασικό του στόχο τόσο την εσωτερική ειρήνη στην πόλη του, όσο και την αυτονομία της και έδρασε με κάθε μέσο για την αποκατάσταση της αρμονικής συνύπαρξης των συμπολιτών του. Αν και ήταν εκτός «πολιτικών κομμάτων»[8] τάχθηκε στο πλευρό του «κόμματος» των Λευκών οι οποίοι υποστήριζαν την αυτονομία της Φλωρεντίας, ενώ οι Μαύροι είχαν συνταχθεί με τη Ρώμη και τον Πάπα Βονιφάτιο Η΄. Όμως η στενή σχέση του Καρόλου των Βαλουά με τον Πάπα, και με το πρόσχημα της ειρήνης μεταξύ των δύο παρατάξεων, ευνόησε τελικά τους Μαύρους οι οποίοι στη συνέχεια ξεκίνησαν άγριους διωγμούς κατά των ηττημένων Λευκών. Ο Δάντης εκείνη τη στιγμή δεν βρισκόταν στη Φλωρεντία επειδή είχε σταλεί στη Ρώμη ως πρεσβευτής. Από εκεί έμαθε ότι είχε καταδικαστεί σε εξορία. Τότε ξεκινά το μεγάλο ταξίδι του σε διάφορες περιοχές της χώρας όπου διαπιστώνει με τα ίδια του τα μάτια την παρακμή των ιταλικών πόλεων που μαστίζονται από τη διαφθορά και τις εμφύλιες συγκρούσεις. Παγιώνεται έτσι η θέση του ότι για όλη αυτή την κατάντια υπεύθυνη είναι η κοσμοπολίτικη και διεφθαρμένη Καθολική Εκκλησία που έχει πλέον απωλέσει την πραγματική της πνευματική αποστολή. Ο Δάντης θεωρούσε ότι αντίδοτο σε όλα αυτά θα ήταν η αποκατάσταση της αυτοκρατορίας. Μάλιστα ήταν πεπεισμένος ότι αυτή η πνευματική αποστολή -που θα οδηγούσε την ανθρωπότητα στο δρόμο της λύτρωσης- του είχε ανατεθεί από τον Θεό. Απ’ όλη αυτή την πολιτική αγωνία και το ευσεβές πάθος του γεννήθηκε η Θεία Κωμωδία. Τελικά η ιστορία έδειξε ότι η αντίσταση των ιταλικών πόλεων κάμφθηκε από την ισχύ της παπικής Ρώμης και ο ξαφνικός θάνατος του αυτοκράτορα εξαφάνισε τις ύστατες ελπίδες του να επιστρέψει στην πατρίδα. Ο Δάντης έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Ραβέννα, διάσημος πλέον, όπου και πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 1321. Μέσα σε μόλις 56 έτη ζωής κατάφερε να ρίξει άφθονο φως στα θηριώδη ένστικτα, στους ζοφερούς πυρήνες της διαφθοράς, στα πάθη και στις ταπεινωτικές αδυναμίες των ανθρώπων της εποχής του, όπως και κάθε εποχής.
Αν και η προσωπικότητα του φιορεντίνου υπήρξε πολυσύνθετη, μπορούμε να γενικεύσουμε και να πούμε ότι κατά βάση ποτέ δεν είναι απολύτως δυνατή η διάκριση του ποιητή από τον πολιτικό. Όπως με τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς, έτσι και με τον Δάντη, ο υπέροχος μύθος που γεννά ο ανθρώπινος νους είναι ο διαμεσολαβητής ανάμεσα στον ουρανό και στη γη. Μπορεί το όραμά του για τον κόσμο να είναι τυπικά μεσαιωνικό, μέσα σε αυτό όμως συνυπάρχουν δύο διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις: από την μια η κοσμική πολιτική ισχύς (προμηθεϊκού τύπου θα μπορούσαμε να πούμε) και από την άλλη η ισχύς της θρησκείας. Με άλλα λόγια κοσμική και πνευματική εξουσία σε τέλεια αρμονία. Πρέπει να το επαναλάβουμε, στο επίκεντρο της πολιτικής σκέψης του βρίσκεται η βάσιμη κατηγορία περί ηθικού εκφυλισμού και πολιτικής διαφθοράς της Καθολικής Εκκλησίας. Πιο συγκεκριμένα, για τον ποιητή, η Εκκλησία διαστρέβλωνε τη θεία θέληση με δύο τρόπους: α) απομάκρυνε την ανθρωπότητα από το δρόμο της σωτηρίας ενισχύοντας τη διαφθορά και συνθλίβοντας το καλό και β) υπονόμευε την διάκριση μεταξύ της πολιτικής εξουσίας (που ανήκει στην αυτοκρατορία) και της πνευματικής εξουσίας (που ανήκει στην Εκκλησία). Στην πραγματικότητα, για τον Δάντη η παπική Εκκλησία χρησιμοποιούσε τη θέση της με δόλο και ιδιοτέλεια και αυτό έφερνε διχασμούς και πολέμους, ενώ καλλιεργούσε τη διαφθορά στο Χριστιανισμό.
Ας επιστρέψουμε όμως στο πολιτικό όραμα του Δάντη, ώστε να εκφράσουμε τη διαφοροποίησή μας. Ο ποιητής ήταν σαφώς υπέρ της μοναρχίας· επιθυμούσε σταθερές και οργανωμένες κοινότητες βασισμένες στους κανόνες μιας θεϊκής αρχής. Μιας αρχής που όταν οι άνθρωποι ακολουθούν πιστά λυτρώνονται από διενέξεις, πολέμους και καταστροφή. Ο Ιταλός πάσχιζε για το καλό των συμπολιτών του και αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες αρετές του, δηλαδή η αφοσίωσή του στο κοινό συμφέρον. Για εμάς η επιδίωξη ενός ατάραχου βίου, όπως τον οραματιζόταν ο ποιητής, δηλαδή ενός βίου βασισμένου σε αρχές που προωθούν τη σταθερότητα και την προστασία των ανθρώπων, είναι απολύτως θεμιτός. Ωστόσο, δεν είναι η μοναρχία το πολίτευμα που μπορεί να διατηρήσει αυτή την ανθρώπινη κατάσταση της μη-ταραχής, αλλά η δημοκρατία. Επί της ουσίας, η δημοκρατία προϋποθέτει το διάλογο, κοινώς την επίλυση των προβλημάτων όχι με τη σιδηρά πυγμή και την τυφλή υπακοή, αλλά με τη συζήτηση και την ανοιχτή επικοινωνία. Κάτι τέτοιο, αναμφισβήτητα, δεν συνεπάγεται ότι ένα δημοκρατικό πολίτευμα θα μπορούσε ποτέ να εγγυηθεί τη συγκρότηση ανθρώπινων κοινοτήτων οριστικά απαλλαγμένων από κάθε είδους διενέξεις και ίντριγκες· σημαίνει ότι ένα πολίτευμα βασισμένο στο διάλογο ενδέχεται να προσφέρει περισσότερα σε μια συλλογική ειρήνη από ότι ένα μοναρχικό πολίτευμα, το οποίο δεν θέτει τους πολίτες σε διάλογο. Διότι με τον διάλογο κάθε διαφωνία, εκδηλώνεται με όσο το δυνατόν πιο πράο και ειρηνικό τρόπο, καθότι οι πολίτες συμμετέχουν σε ανοιχτές συζητήσεις, στο δημόσιο πεδίο, αναφορικά με θέματα που τους απασχολούν. Όταν λοιπόν το δημόσιο πεδίο χάνεται, η δυνατότητα επίλυσης διαφορών (πολιτικού χαρακτήρα) με διάλογο εξαφανίζεται, με άμεση συνέπεια να αυξάνονται οι πιθανότητες να γίνει χρήση βίας. Αυτός λοιπόν ο ατάραχος βίος -που πολλοί φιλόσοφοι έχουν στοχαστεί – δεν υφίσταται στην απόλυτη μορφή του, εφόσον ο άνθρωπος δεν μπορεί να διατηρήσει γαλήνια σχέση με τους γύρω του -κυρίως εξαιτίας των έμφυτων εγωιστικών του παρορμήσεων- αλλά πολύ περισσότερο με τον ίδιο του τον εαυτό. Με άλλα λόγια, η μόνη ύπαρξη που έχει πλήρη επίγνωση του ίδιου μας του εαυτού δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι, αλλά ο Θεός. Στο σημείο αυτό ας καθορίσει ο καθένας από εμάς την έννοια Θεός: όμως πρέπει να γνωρίζουμε πως αν πιστέψουμε ότι ο Θεός δεν υφίσταται, τότε τίποτα δε μπορεί να μας δώσει μια πλήρη εικόνα της προσωπικότητάς μας. Επί της ουσίας, ο ανθρώπινος βίος είναι μια ασταμάτητη αναζήτηση ταυτότητας μέσα στον κόσμο και αυτό, σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δημοκρατία έχει περισσότερες πιθανότητες να μας δώσει πολλά απ’ όσα αναζητούσε και ο ίδιος ο Δάντης κατά τη διάρκεια του βίου του, ασχέτως κι αν εκείνος δεν ήταν δημοκρατικός. Επομένως, αξίζει να δούμε τον Δάντη πραγματιστικά, όπως θα έλεγε και ο William James, και όχι να αποκλείσουμε την αξιοθαύμαστη ποιητική, αλληγορική και πολιτική του σκέψη μόνο και μόνο επειδή δεν εκθείαζε τη δημοκρατία – πόσοι άλλωστε δεν έχουν προηγουμένως επαινέσει θερμά τη δημοκρατία για να καταλύσουν τις αρχές της στη συνέχεια, αμέσως μόλις βρεθούν σε θέσεις ισχύος; Και το να τον δούμε πραγματιστικά σημαίνει πολύ απλά να κατανοήσουμε ότι το πνευματικό εύρος της σκέψης του είναι ικανό, ακόμα και σήμερα, να μπολιάσει την δημοκρατική μας συνείδηση με όλα εκείνα τα στοιχεία που η σύγχρονη μαζική κοινωνία ποδοπατεί καθημερινά. Αντί να εθελοτυφλούμε, πιστεύοντας εμμονικά ότι το μόνο αντίδοτο στον σημερινό κοινωνικό διασπαραγμό είναι «ακόμα περισσότερη δημοκρατία», που σήμερα σημαίνει ακόμα περισσότερη «αυτοέκφραση» οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ο εξοβελισμός της vita speculativa[9] από την κοινωνική ζωή, καθώς και ο παραγκωνισμός της πνευματικής συγκρότησης από το κέντρο της ανθρώπινης προσωπικότητας έχουν υποσκάψει την ικανότητα αυτόνομης σκέψης, έχοντας έτσι καταστήσει αδύνατο τον πραγματικό διάλογο, θεμέλιο και απαράβατη προϋπόθεση μιας δημοκρατικής κοινωνίας.
Για εμάς το έργο του Δάντη, και η ζωή του στο σύνολό της, αποτελεί διαχρονική πηγή στοχασμού και έμπνευσης, αλλά και τρανή απόδειξη ότι έρως και πνευματικότητα, είναι δύο από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις που οδήγησαν σε άνθηση τον πολιτισμό μας. Ακριβώς αυτές οι δυνάμεις σήμερα, μαζί με την έκπτωση της κοινής λογικής, νομίζουμε ότι βρίσκονται σε περίοδο βαθιάς κρίσης. Ας αναλογιστεί, καθένας από εμάς, πώς είναι σήμερα οι ανθρώπινες σχέσεις; Ποιό είναι το βάθος και η φύση τους; Πόση πνευματικότητα επιδιώκουμε στη ζωή μας; Τί παράγεται από αυτή την πνευματικότητα; Πώς η πολιτική συνδέεται με τη ζωή μας; Είναι πραγματικά αυτόνομη η σκέψη μας; Πόσο ανεκτικοί έχουμε γίνει στη θέα της γραφειοκρατίας, της διαφθοράς και της αδικίας; Καταλήγοντας, δεν θεωρούμε τυχαίο γεγονός ότι όλη αυτή η πενία προκύπτει σε μια ιδιαίτερα δύσκολη ιστορική συγκυρία όπου ο δυτικός άνθρωπος, έρμαιο του σύγχρονου μηδενισμού, σε αδυναμία να κατανοήσει και να διαχειριστεί την ασυμβατότητά του με το Ισλάμ, χρειάζεται απεγνωσμένα να πιαστεί από κάπου. Δεν υπάρχει τίποτε ικανότερο για να κρατηθεί κανείς πέρα απ’ τον πολιτισμό με τα σύμβολα, τους μύθους και τα νοήματά του. Αυτό ισχύει ανέκαθεν, όμως ειδικά σήμερα η ανακάλυψη και αναδημιουργία του είναι ανάγκες επιτακτικές, υπαρκτικής φύσης. Σε ό,τι μας αφορά, το μεγάλο βήμα, για τη δημιουργία ενός νέου κοσμοειδώλου, είναι να απεκδυθούμε τις μεταμοντέρνες και μηδενιστικές παρωπίδες ώστε να δούμε κατάματα την αλήθεια: ο δυτικός πολιτισμός ρηχαίνει και φτωχαίνει επικίνδυνα επομένως χρειάζεται επειγόντως πνευματική αναγέννηση.
[1] Αντιθέτως ο Δάντης εκδιώχθηκε από την πόλη του την Φλωρεντία και τιμωρήθηκε με την ατιμωτική ποινή της ισόβιας εξορίας με δήμευση, την επονομαζόμενη «αειφυγία».
[2] Δεν θα πρέπει να συγχέουμε τους όρους «οικουμενισμός» και «εθνισμός» του Δάντη με αντίστοιχους ή παρεμφερείς (όπως ο διεθνισμός) που χρησιμοποιήθηκαν από ποικίλα ιδεολογήματα κατά τη νεωτερικότητα. Στην πραγματικότητα ο Δάντης ήταν ένας πολιτικά σκεπτόμενος οραματιστής, δεν ήταν όμως εγκλωβισμένος σε κάποιο ιδεολόγημα ή σε ένα «επιστημονικό» πρόγραμμα για τη δημιουργία ενός κόσμου όπου θα βασιλεύει η ισότητα και η ελευθερία. Αντιθέτως είχε βαθιά γνώση της προβληματικής και δεινής ανθρώπινης φύσης. Το όραμά του για μια οικουμενική μοναρχία ήταν θεόπνευστο πλην όμως πραγματιστικό και ειλικρινές – επιδίωκε την καλυτέρευση της ανθρώπινης ζωής και όχι την τέλεια κοινωνία ή την ηδονή της εξουσίας.
[3] Βλ. Carl Gustav Jung, 1969. The Structure of the Human Psyche. Routledge: London.
[4] Το La Vita Νova δεν είναι αυτοβιογραφικό έργο, όπου ο ποιητής μεταφέρει με τρόπο πιστό τα γεγονότα και τις εμπειρίες της νεότητάς του, αλλά το αποτέλεσμα μιας εξαιρετικής λογοτεχνικής επεξεργασίας όπου χρησιμοποίησε, με τρόπο ελεύθερο, δεδομένα και μαρτυρίες (ποιήματα) που στην συνέχεια εξιδανίκευσε με τη φαντασία του ώστε να μεταμορφώσουν τόσο την αγαπημένη του, όσο και την πνευματική ιστορία αυτής της αγάπης. Το έργο αυτό είναι για την εποχή καινοτόμο διότι συνδυάζει με ιδιαίτερο τρόπο τους στίχους με την πρόζα (prosimetrum) δημιουργώντας μια πλοκή συναισθημάτων σύμφωνα με τους κανόνες της ρομαντικής αγάπης. Μάλιστα, για να διαφυλάξει την τιμή της αγαπημένης του και να μην αποκαλύψει τα συναισθήματά του στους κακολόγους, ο Δάντης έγραφε ποιήματα αφιερωμένα σε άλλες δύο γυναίκες, πράγμα που έκανε την Βεατρίκη να του γυρίσει την πλάτη. Το La Vita Νova είναι προϊόν έντονης ψυχικής εμπειρίας η οποία έχει βαθιές ρίζες, ηθικής και θρησκευτικής φύσης. Για περισσότερα (στην αγγλική γλώσσα): Vita Nova By Dante Alighieri Translation, introduction, and notes by Andrew Frisardi, Northwestern University Press, 2012.
[5] Ο όρος «ορθοκρισία» είναι βασισμένος στην έννοια ‘judgement’ της Arendt (βλ. The Life of the Mind). Για περισσότερα αναφορικά με τη δική μας ερμηνεία του όρου ως ορθοκρισία (ή δικαιοκρισία) βλ. Περιοδικό Res Publica, Πρώτο Τεύχος (σσ.7-8).
[6] Για περισσότερα αναφορικά με τη διάκριση μεταξύ εμπειρικού και υπόγειου νου, βλ. Περιοδικό Res Publica, Δεύτερο Τεύχος (σσ.65-87). Επίσης, Μιχάλης Θεοδοσιάδης, Διδακτορική διατριβή, Populism and the Vita Civile: A Study on Hope and Common Decency (Goldsmiths, University of London, υπό εξέταση).
[7] Αυτή η γνώμη του Δάντη μας φανερώνεται στην 17η ωδή του τρίτου μέρους της Κωμωδίας όπου γίνεται η αναγγελία της εξορίας του από την Φλωρεντία και η εγκωμιαστική αναφορά του στον Ιππόλυτο, γιό του Θησέα, ο οποίος για να σωθεί από την συκοφαντία της μητριάς του Φαίδρας (λόγω της ερωτικής της εμμονής της μαζί του) αναγκάζεται να αυτοεξοριστεί από την Αθήνα. Έτσι και ο Δάντης θα διωχθεί από την πόλη του, τη δική του αντίστοιχη «μητριά».
[8] Tην εποχή εκείνη τα «κόμματα» δεν είχαν τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα, διότι στην πραγματικότητα ήταν σέχτες υποστηρικτών. Κατ’ αντιστοιχία δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κοινωνικές τάξεις, αλλά για αδελφότητες (λατ. status – ordo) οι οποίες είχαν καθορισμένη νομική υπόσταση και μέσω αυτών οι αντιπρόσωποί τους συμμετείχαν στην πολιτική διαδικασία. Σε αντίθεση με ό, τι συμβαίνει σήμερα, όπου αυτή η συμμετοχή γίνεται με τη μεσολάβηση των πολιτικών κομμάτων. Η οικογένεια του Δάντη ανήκε στους Γουέλφους, που υποστήριζαν τα παπικά συμφέροντα όταν όμως αυτοί διασπάστηκαν στους Μαύρους και στους Λευκούς, εκείνος τάχθηκε με τους Λευκούς και έγινε ένας από τους έξι Μάγιστρους της Φλωρεντίας.
[9] Για περισσότερα παραπέμπουμε στο έργο του Παναγιώτη Κονδύλη, Κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, όπου καταγράφεται συστηματικά η ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης από τον νομιναλισμό και το ανθρωπιστικό κίνημα, ως τον Διαφωτισμό και την Καντιανή θεώρηση.