Η μακρά διάρκεια του ιστορείν

Ρίκα Μπενβενίστε

Το δοκίμιο αυτό είναι το τελευταίο βιβλίο που έγραψε ο Ζακ Λε Γκοφ, ένας μεγάλος Γάλλος μεσαιωνολόγος που πέθανε πριν από δύο χρόνια. Ο Λε Γκοφ υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της δεύτερης γενιάς της ιστοριογραφικής σχολής των Annales, ήταν διεθνώς δημοφιλής και σημαντικό μέρος του έργου του είναι μεταφρασμένο και στα ελληνικά.

Το βιβλίο πραγματεύεται τους τρόπους με τους οποίους οι ιστορικοί οργανώνουν το παρελθόν σε χρονικές περιόδους, προτείνοντας την κατάτμηση του ιστορικού χρόνου σε εποχές που κυριαρχούνται από ένα οικονομικό, πολιτικό ή πολιτισμικό σύστημα, το οποίο συνέχει κοινωνικές ομάδες και γεωγραφικές περιοχές. Βέβαια, οι πολιτισμοί επιχείρησαν την οργάνωση του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος χρόνου πριν ακόμη παλαιοί και νέοι ιστορικοί σκύψουν πάνω στο πρόβλημα:

Στη βιβλική παράδοση ο προφήτης Δανιήλ βλέπει σε όραμα τέσσερα διαδοχικά βασίλεια από τη δημιουργία του κόσμου έως το τέλος του, ενώ στην Πολιτεία του Θεού, ο ιερός Αυγουστίνος κάνει λόγο για έξι περιόδους, από την εποχή του Νώε έως το τέλος των ημερών.

Μια ρητορική κατάτμησης του χρόνου γνωρίζει επιτυχία στους θεολόγους του Μεσαίωνα έως και τον Βολταίρο, προσφέροντας πάντα περιγραφή αλλά και ερμηνεία της Ιστορίας. Διαφορετικές πολιτικές θέσεις και φιλοσοφικές αντιλήψεις υπερασπίζονται διαφορετικά κριτήρια περιοδολόγησης∙ η μαρξιστική θεώρηση, για παράδειγμα, περιγράφει τις μεγάλες ιστορικές αλλαγές ως μετασχηματισμούς των παραγωγικών δυνάμεων.

Οπως εξαρχής δηλώνει ο συγγραφέας, το ανά χείρας δοκίμιο δεν αποτελεί ούτε συστηματική έκθεση ούτε συνθετικό έργο. Το βιβλίο αποτελεί στην πραγματικότητα εκ νέου επίσκεψη σε δύο ζητήματα που δεν έπαψαν ποτέ να απασχολούν τον συγγραφέα του.

Το πρώτο ζήτημα έχει να κάνει με την πεποίθησή του Λε Γκοφ ότι οι σχέσεις ανάμεσα στον «Μεσαίωνα» και την «Αναγέννηση» είναι περισσότερο βαθιές και ουσιαστικές από όσο τα επιφαινόμενα και οι εμμονές κάποιων λογίων του παρελθόντος αφήνουν να φανούν.

Σε ένα αρκετά παλιό, κλασικό πλέον, κείμενο ο Λε Γκοφ τολμούσε να προτείνει «έναν μακρύ Μεσαίωνα» που ξεκινά από την ύστερη Αρχαιότητα, διατρέχει την εποχή που ο χριστιανισμός κυριαρχούσε στη Δύση και φτάνει έως τον 18ο αιώνα, εποχή της βιομηχανικής και πολιτικής Επανάστασης.

Βασικές μεσαιωνικές πολιτικές δομές (όπως, για παράδειγμα, η κρατική οργάνωση) και πολιτισμικές διαδικασίες (ο «εκπολιτισμός» των ηθών, λόγου χάρη) διαπερνούν τις συμβατικές οριοθετήσεις ανάμεσα στις εποχές, επιβιώνουν υλικών και ιδεολογικών εξελίξεων που μας εντυπωσιάζουν και μας εμποδίζουν να διακρίνουμε πολιτικές και πολιτισμικές «συνέχειες».

Υπάρχει, δίχως άλλο, σε τούτη την αντίληψη η γενικότερη θέαση της ευρωπαϊκής Ιστορίας ιδωμένης στην προοπτική όχι της ταχύτητας των αλλαγών και των τομών που αυτές επιφέρουν, αλλά του αργού ρυθμού και των δομών που αντιστέκονται στον χρόνο:

Οι τομές είναι σπάνιες. Το πιο σύνηθες μοτίβο είναι εκείνο της περισσότερο ή λιγότερο μακρόχρονης, περισσότερο ή λιγότερο βαθιάς μεταβολής, εκείνο της καμπής της εσωτερικής Αναγέννησης

Το δεύτερο ζήτημα που απασχόλησε τον συγγραφέα σε όλη του τη ζωή και έθρεψε τις μελέτες του έχει να κάνει με το ερώτημα «πώς κάνουμε Ιστορία». Η περιοδολόγηση και η συνακόλουθη εννοιολόγηση αποτελούν κομμάτι της ερευνητικής διαδικασίας. Οταν στοχαζόμαστε διαφορετικές προτάσεις περιοδολόγησης κατανοούμε ένα μέρος της Ιστορίας της ιστοριογραφίας.

Ετσι, για παράδειγμα, αξίζει να θυμόμαστε ότι ο όρος «Μεσαίωνας» διαδίδεται τον 15ο αιώνα στους κύκλους των λογίων της Φλωρεντίας, οι οποίοι εκφράζουν την πεποίθηση ότι εξέρχονται από μια εποχή σκότους και εγκαινιάζουν μια εποχή λαμπερής ακτινοβολίας. Αξίζει επίσης να μη λησμονούμε ότι ο Μισλέ ήταν αυτός που εισήγαγε τον όρο «Αναγέννηση» για να χαρακτηρίσει την περίοδο που αρχίζει στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Ιταλία, τον 15ο αιώνα, και ότι ο όρος αυτός διαδόθηκε ευρύτατα στα μέσα του 19ου αιώνα.

Χωρίς να υποτιμά το ενδιαφέρον πτυχών του πολιτισμού που έφεραν στην επιφάνεια σπουδαίοι ιστορικοί –από τον Γιάκομπ Μπούρκχαρντ έως τον Οσκαρ Κρίστελερ και τον Ερβιν Πανόφσκι- οι οποίοι εξατομίκευσαν την εποχή αυτή μέσα στην ιστορική διάρκεια, ο Λε Γκοφ επιμένει ότι η «Αναγέννηση» μπορεί κάλλιστα να ιδωθεί ως η τελευταία από τις πολλές «αναγεννήσεις» των γραμμάτων και των τεχνών (τον 8ο ή τον 12ο αιώνα λόγου χάρη) μιας μακράς μεσαιωνικής εποχής και όχι ως μείζον ή διακριτό φαινόμενο.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Λε Γκοφ είναι κάπως αναμενόμενο. Ο συγγραφέας συνηγορεί υπέρ της μακράς διάρκειας, όπως την εισήγαγε ο Μπροντέλ, χωρίς ωστόσο να αρνείται τις εσωτερικές κατατμήσεις.

Η ιστορική δυναμική έχει υλικές και διανοητικές διαστάσεις που ακολουθούν τους δικούς τους ρυθμούς και για να τις παρακολουθήσουμε είναι σκόπιμο να συλλάβουμε συνέχειες και ασυνέχειες, τη μακρά διάρκεια σε συνδυασμό με την περιοδολόγηση. Στις τελευταίες σελίδες ο συγγραφέας κάνει μια χρήσιμη υπόμνηση, που σχετίζεται με την παγκόσμια Ιστορία:

Κάθε περιοδολόγηση μπορεί να εφαρμοστεί σε περιορισμένα πολιτισμικά σύνολα. Η παγκοσμιοποίηση αφορά σχέσεις ανάμεσα σε αυτά τα σύνολα: συναντήσεις, συγχωνεύσεις, αλλά πάντως όχι ομοιομορφία.

Ιδού λοιπόν ένα πεδίο λαμπρό διερεύνησης και στοχασμού για τους τρόπους με τους οποίους η ανθρωπότητα, με τέτοιες «συναντήσεις», οργανώνεται και μεταμορφώνεται μέσα στον χρόνο.

efsyn.gr

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *