Γράφει ο Τσιριγώτης Διονύσιος
«Την 3ην πρωϊνήν [της 28ης Οκτωβρίου του 1940] ο Πρεσβευτής της Ιταλίας μοί επέδωκε προσωπικώς διακοίνωσιν δια της οποίας η Ιταλική Κυβέρνησις κατηγορεί την Ελληνικήν Κυβέρνησιν ως υπομείνασαν την υπό του αγγλικού στόλου χρησιμοποίησιν, κατά την εξέλιξην των πολεμικών επιχειρήσεων, των χωρικών αυτής υδάτων, των παραλίων της και των λιμένων της, ως ευνοήσασαν τον ανεφοδιασμόν των εναέριων βρεττανικών δυνάμεων, ως επιτρέψασαν την οργάνωσιν εις το Ελληνικόν αρχιπέλαγος μιας υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών εναντίον της Ιταλίας… Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική.
»Η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν ως εκ τούτου εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, ως εγγύησιν της ουδετερότητος της Ελλάδος και ως εγγύησιν της ασφάλειας της Ιταλίας, το δικαίωμα να καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων και δια την διάρκειαν της σημερινής συρράξεως μετά της Αγγλίας ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και μη παρεμποδίση την ελευθέραν διεύλεσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσιν…
»Επιδίδων την διακοίνωσιν ταύτην ο Πρεσβευτής της Ιταλίας μοί προστέθηκε προφορικώς ότι αι κινήσεις των ιταλικών στρατευμάτων προς είσοδον εις το ελληνικόν έδαφος θα αρχίσωσι την 6ην πρωϊνήν. Απήντησα εις τον Πρεσβευτήν της Ιταλίας ότι εθεωρούν το περιεχόμενον της διακοινώσεως ταύτης και το τελεσιγραφικόν αυτής χαρακτήρα ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος». (Εγκύκλιος πρωθυπουργού και υπουργού των Εξωτερικών, Ιωάννη Μεταξά προς όλες τις ελληνικές πρεσβείες, 28.10.1940)
Η αξίωση ελευθερίας που προδηλώνει ο Ιωάννης Μεταξάς, αποκρυσταλλώνεται στην απόφασή του να προασπίσει, με οποιοδήποτε κόστος, την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία του ελληνικού κράτους. Όπως αναφέρει στο διάγγελμά του, προς τον ελληνικό λαό (28.10.1940):
«Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίσουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωϊνήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους… Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος αν εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας και τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών».
Ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Διχασμός
Η αξίωση ελευθερίας αποτελεί εγγενή, αδιαπραγμάτευτη αξία και αιτιολογείται από την παρελθούσα ιστορική εμπειρία. Έχει προηγηθεί ο Εθνικός Διχασμός, η διαφωνία του όταν ήταν υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (1914-1916) με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο για την ακολουθητέα πολιτική (ουδετερότητα ή σύμπραξη με τις δυνάμεις της Ανταντ) της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Έζησα, κύριοι, την περίοδον του Εθνικού Διχασμού, που εδημιουργήθη το 1916, […]. Τον κίνδυνον από μίαν διαίρεσιν της Ελλάδος προκύπτουσαν συνεπεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, […], μίαν νέαν διαίρεσιν μάλιστα πολύ τραγικωτέραν, διότι όπως εσκιαγράφησα δεν θα ήτο καν διχασμός αλλά τριχοτομισμός, τον κίνδυνον αυτόν θεωρώ, κύριοι, δια το Έθνος και το μέλλον του ασυγκρίτως χειρότερον από τον πόλεμον[…]»
Κατά τούτο, θα επιδιώξει την ολοκληρωτική κινητοποίηση της ελλαδικής κοινωνίας για την άντληση και χρήση των εσωτερικών συντελεστών στρατιωτικής, οικονομικής, διπλωματικής και κοινωνικής ισχύος. Τοιουτοτρόπως, εδραζόμενος στη στρατηγική κατεύθυνση του Ελευθέριου Βενιζέλου, για πολιτοκοστρατιωτική σύμπραξη της Ελλάδας με τις ναυτικές δυνάμεις, θα επιζητήσει και ετερόφωτες πηγές ισχύος, μέσω της ρητορικής πρόσδεσης της χώρας στο άρμα της Αντάντ. Πρότάξε ως ικανή και αναγκαία συνθήκη την εξωτερική οικονομικό-στρατιωτική εξισορρόπηση από τη Μεγάλη Βρετανία.
Άλλο θεωρία και άλλο πράξη
«Αυτό που επιθυμώ είναι μία συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετανία. Και γιατί όχι;» (Δήλωση Μεταξά, 3.10.1938). Ωστόσο, έχοντας διακηρύξει ως πολιτικό του στόχο την τήρηση απαρέγκλιτης πολιτικής ουδετερότητας –υιοθέτησε το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής του Βενιζέλου (1928-1932) «εἴμεθα φίλοι ὅλων, ἀλλὰ σύμμαχοι κανενός»– αναφαίνεται μια ουσιώδης διαφοροποίηση μεταξύ της πολιτικής του ρητορείας και πράξης. Όπως ο ίδιος συνομολογεί (30.10.1940):
«…εμπρός εις την φοβεράν ευθύνη της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον αυτόν, έστω και δια παντός τρόπου, ο οποίος θα εσυμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικές βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν του Άξονος μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα ημπορούσε να είναι μια εκούσια προσχώρησις της Ελλάδος εις την “Νέαν Τάξιν”».
Ενώ στο Τετράδιο των Σκέψεών του (2.1.1941) σημειώνει ότι: «η Ελλάδα έμεινε μακριά από την Αγγλία — εκτός από την απαραίτητη και αλλοιώς αναγκαία φιλική σχέσι. Η Ελλάδα καμιά βοήθεια ούτε έδωσε ούτε υπεσχέθη εις την Αγγλία». Η διφυής πολιτική ρητορεία και λιγότερο πράξη του Μεταξά, σε συνδυασμό με την αμυντική φύση της υψηλής του στρατηγικής-πολιτικής, μας οδηγεί στο ερώτημα περί του μέτρου συναρμογής της εξωτερικής πολιτικής στους περιορισμούς της διεθνούς και της εσωτερικής δομής.
Το χαρτί της Ελλάδας
Αναμφίλεκτα, η υιοθέτηση πολιτικής ουδετερότητας, αιτιολογούνταν λόγω των γεωστρατηγικών περιορισμών που δημιουργούσαν τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων στα Βαλκάνια και της περιορισμένης στρατιωτικής ικανότητας της Αθήνας. Προτεραιότητα ήταν η άμυνα από την “εκ Βορρά απειλή”.
Οφείλουμε να προσημειώσουμε ότι η βέλτιστη πολιτική επιλογή για τους δύο συνασπισμούς (Αντάντ και δυνάμεις του Άξονα) ήταν η ένταξη των βαλκανικών κρατών στην σφαίρα επιρροής τους, ή τουλάχιστον η διατήρηση ευμενούς πολιτικής ουδετερότητας. Ειδικότερα, ως κράτη-κλειδιά, λόγω τοπογεωγραφικής θέσης, ορυκτών πόρων και συντελεστών στρατιωτικής ισχύος, αναγνωρίζονταν η Τουρκία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ελλάδα.
Υπό αυτό το πρίσμα, η διατήρηση πολιτικής ουδετερότητας από την Αθήνα, συναρτάτο τόσο με αντίστοιχες πολιτικές επιλογές από τους βαλκανικούς της συνδαιτυμόνες, όσο και με μια σειρά προσδιοριστικών κριτηρίων (γεωγραφική απόσταση από το θέατρο του πολέμου, κατανομή ισχύος στο διεθνές σύστημα, γεωπολιτική βαρύτητα) ως προς το μέτρο εφαρμογής της.
Πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το συγκριτικό γεωγραφικό πλεονέκτημα της Ελλάδας, την καθιστούσε μήλον της έριδος μεταξύ ναυτικών και ηπειρωτικών δυνάμεων, λόγω της στρατηγικής σημασίας μιας σειράς νησιών του Αιγαίου (Λήμνος, Κρήτη) και του Ιονίου (Κέρκυρα, Κεφαλλονιά), καθώς και των λιμένων της χώρας (λιμάνι της Θεσσαλονίκης).
Όπως αναφέρει σε δήλωσή του (3.10.1938) ο Ιωάννης Μεταξάς: «Θα πρέπει να δεχθούμε ως δεδομένο ότι σε περίπτωση ευρωπαϊκού πολέμου το ναυτικό και η αεροπορία της Μεγάλης Βρετανίας θα έχουν απόλυτη ανάγκη των ελληνικών νησιών και λιμανιών. Αν δεν τα έχετε αυτά αυτομάτως ως σύμμαχοι, θα αναγκασθείτε να τα πάρετε, αλλά όχι χωρίς δυσκολίες. Δεν είναι καλό να αγνοεί κανείς τον παράγοντα γεωγραφία. Και ασφαλώς η Ελλάδα είναι μία δύναμη που αξίζει να την έχει κανείς σύμμαχο και αμέσως μάλιστα…».
Ως εκ τούτου, ο Ιθακήσιος πρωθυπουργός θα επιζητήσει την ανάπτυξη-διατήρηση καλοκάγαθων-ισόρροπων εξωτερικών σχέσεων με τις ηγέτιδες δυνάμεις των δύο συνασπισμών (Αγγλία και Γερμανία). Αντικειμενικός πολιτικός στόχος του ήταν να «μη αναμιχθή εις τας διχόνοιας μεταξύ των μεγάλων ομάδων» και να μην «επιτρέψη οιανδήποτε προσπάθειαν προς χρησιμοποίησιν του εδάφους αυτής ως θεάτρου πολέμου» (Τηλεγράφημα πρωθυπουργού και υπουργού Εξωτερικών Ιωάννη Μεταξά προς την πρεσβεία Ρώμης, 4.7.1940).