Ο λοιμός στην Αρχαία Αθήνα και οι ομοιότητες με το σήμερα μέσα από τον Θουκυδίδη

Γράφει ο Βασίλης Σαϊσανάς

Η καταστροφικότερη επιδημία του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ο φοβερός λοιμός της Αρχαίας Αθήνας και ο παραλληλισμός με το σήμερα μέσα από τα μάτια του νοσούντος Θουκυδίδη. Κατά την διάρκεια του δευτέρου έτους του πελοποννησιακού πολέμου την στιγμή που βρισκόταν εν εξελίξει η δευτέρα εισβολή των σπαρτιατικών στρατευμάτων στην Αττική εκδηλώθηκε μεταξύ των Αθηναίων μία ενδημική νόσος η οποία προκάλεσε ανυπολόγιστες καταστροφές στον πληθυσμό της Αθήνας επηρεάζοντας καταλυτικά την εξέλιξη του πολέμου. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο Περικλής η μεγαλύτερη προσωπικότητα της εποχής του και ιθύνων νους της αθηναϊκής στρατηγικής. Οι περιγραφές της νόσου και των σταδίων της που μας προσφέρει ο Θουκυδίδης είναι πολύτιμες και εξαιρετικά σημαντικές για την μελέτη και την ερμηνεία των σύγχρονων καταστάσεων.

Η αρρώστια άρχισε όπως μας λέει ο ιστορικός από την Αιθιοπία και από εκεί έλαβε διαστάσεις πανδημίας καθώς εξαπλώθηκε στην Αίγυπτο στην Λιβύη και στο μεγαλύτερο μέρος της Περσίας. Ο λοιμός εξαπλώθηκε σε όλη την ανατολική μεσόγειο που ήταν ο χώρος δράσης του αθηναϊκού ναυτικού και ακριβώς για αυτόν τον λόγο ο λοιμός εισέβαλε στην Αθήνα από τον Πειραιά που ήταν ιδιαίτερα ευπρόσβλητος λόγω της ίδια της φύσης του λιμένος που ήταν μεγάλος εμπορικός κόμβος ανοικτός στις εξωτερικές επαφές. Από τον Πειραιά η επιδημία εξαπλώθηκε ταχύτατα στην άνω πόλη και όπως μας αναφέρει ο ιστορικός η θνησιμότητα άρχισε να λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις. Ο καθείς όπως υπογραμμίζει, είτε ιατρός είτε άσχετος μπορούσε να εκφέρει άποψη για την νόσο τις αιτίες της αλλά και τις πιθανές επιπτώσεις της στην μεταβολή των συνθηκών, πολιτικών και στρατιωτικών που επικρατούσαν μέχρι τότε.

Ο Θουκυδίδης ο οποίος νόσησε και ο ίδιος, κάνει αναλυτική περιγραφή των συμπτωμάτων της νόσου και των σταδίων εξέλιξης της πριν ο ασθενής καταλήξει, για να προσφέρει όπως αναφέρει ο ίδιος τις απαραίτητες γνώσεις στις μελλοντικές γενιές για την ερμηνεία και αντιμετώπιση της νόσου στην περίπτωση που αυτή ενσκήψει και πάλι στο μέλλον. Η ασθένεια ξεκινούσε με πολύ υψηλό πυρετό , κοκκινίλα και φλόγωση στα μάτια και στα εσωτερικά μέρη του σώματος όπως φάρυγγα και γλώσσα. Στην συνέχεια εκδηλωνόταν έντονη βραχνάδα και βήχας. Στην συνέχεια κατέβαινε στο στομάχι όπου προκαλούταν οξύ έλκος άρχιζαν έντονοι εμετοί χολής και ισχυροί σπασμοί. Πέρα από το σωματικό άλγος οι ασθενείς υπέφεραν από έντονο άγχος και ψυχική ταλαιπωρία. Την έβδομη ή ένατη μέρα οι ασθενείς κατέληγαν από εξάντληση. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις που οι ασθενείς ανάρρωναν όχι πάντα όμως χωρίς επιπλοκές όπως αμνησία και άλλα σωματικής φύσεως.

Όπως παραδέχεται ο Θουκυδίδης η νόσος ήταν τόσο σφοδρή που αδυνατούσε να την περιγράψει επακριβώς ακόμα και ο ίδιος. Ο Θουκυδίδης αναφέρεται και στις ευπαθείς ομάδες επισημαίνοντας ότι η νόσος είχε μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας σε ανθρώπους που πριν την εμφάνιση της λοιμικής νόσου είχαν νοσήσει από κάποια άλλη ασθένεια. Ο ιστορικός στην συνέχεια αναφέρεται στην παντελή έλλειψη ιατρικής αντιμετώπισης της επιδημίας, ενώ αναφέρεται σε κάποια μάλλον στοιχειώδη και καθόλου αποτελεσματική, όπως φαίνεται από τα ποσοστά θνησιμότητας, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που λάμβαναν κάποιοι ασθενείς πιθανότατα ιδιωτικής φύσεως και όχι με λήψη μέτρων και πρωτοβουλίες προερχόμενες από την αθηναϊκή πολιτεία που φαίνεται εκ τω πραγμάτων ανήμπορη να αντιμετωπίσει μία τέτοιου είδους, σε έκταση και όγκου ασθενών, επιδημία.
Κατά την μελέτη της νόσου είναι σημαντικό να αξιολογηθούν και οι ψυχολογικές επιπτώσεις που αυτή προκάλεσε στον πληθυσμό. Οι ασθενείς μόλις συνειδητοποιούσαν ότι είχαν μολυνθεί κυριεύονταν από απόγνωση, απελπισία και φόβο και εγκατέλειπαν κάθε ελπίδα πράγμα που επέτεινε τις πιθανότητες να καταλήξουν από τον λοιμό. Από το τελευταίο αυτό φαινόμενο καταδεικνύεται πως οι άνθρωποι της εποχής είχαν κατανοήσει την επιρροή της ψυχολογικής κατάστασης στην αντιμετώπιση της οποιασδήποτε σωματικής αρρώστιας.

Ένα επίσης ζήτημα που πρέπει να παρατηρηθεί ιδιαίτερα στις αναφορές του Θουκυδίδη και μάλιστα σε αντίστιξη με σύγχρονα γεγονότα που αφορούν σε πανδημίες και στην λήψη μέτρων για τον περιορισμό της νόσου με την συστηματική αποφυγή των επαφών με τους ασθενείς και η υποχρεωτική απομόνωση τους, ως λήψη αναγκαίου μέτρου για τον περιορισμό μετάδοσης της νόσου. Τα ποσοστά των μολυσμένων αυξάνονταν όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης καθώς οι άνθρωποι έρχονταν συνεχώς σε επαφή μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει καμία πρόβλεψη για τον περιορισμό τέτοιων φαινομένων. Ο ιστορικός τονίζει ότι αυτή η ολέθρια συμπεριφορά ήταν η κύρια αιτία που προκάλεσε και τους περισσότερους θανάτους. Υπήρξαν και περιπτώσεις περιορισμένες μάλλον, που συνέβαινε η απομόνωση του ασθενούς από φόβο μήπως μολυνθούν. Οι Αθηναίοι είχαν συνειδητοποιήσει μάλιστα, ότι εφόσον ανάρρωναν από την νόσο αποκτούσαν ανοσία και δεν προσβάλλονταν εκ νέου.

Τέλος στην Αθήνα είχε επικρατήσει το χάος και η αβεβαιότητα. Η ψυχραιμία που απαιτεί μία τέτοια περίσταση είχε παντελώς εκλείψει. Οι θάνατοι όπως αναφέρει ο ιστορικός επέρχονταν μέσα σε ολική αταξία και οι νεκροί κείτονταν ο ένας πάνω στον άλλον σε όλη την πόλη στην οποία επικρατούσε και τεράστια πληθυσμιακή συμφόρηση λόγω της πολιορκίας των Σπαρτιατών. Τα ήθη χαλάρωσαν, εξέπεσαν και επικράτησαν ανόσιες και παράνομες συμπεριφορές από τους ανθρώπους που έβλεπαν ότι η ζωή τους είναι πρόσκαιρη, εφήμερη και αδιαφορούσαν για τα όσια και την εντιμότητα ακόμα και για τους νόμους των θεών όπως αναφέρει ο ιστορικός.

, , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *