Η Κλεφτουριά στον Μοριά και το Κολοκοτρωνέικο

Μετά την επανάσταση του 1770 (Ορλωφικά), η Υψηλή Πύλη απέστειλε στον Μοριά, χιλιάδες μουσουλμάνους Αλβανούς για την καταστολή της. Οι Τουρκαλβανοί κατάφεραν με επιτυχία να διαλύσουν τούς επαναστάτες, αλλά η επιτυχία τους συνοδεύτηκε από όργιο σφαγών. Ήταν τόσες οι θηριωδίες πού διεπράχθησαν και τόση η αναρχία πού ακολούθησε, ώστε ο ίδιος ο σουλτάνος έστειλε τακτικό οθωμανικό στρατό, για να εξοντώσει τούς ανυπάκουους Αλβανούς. Αλλά και οι μπέηδες τού Μοριά ζήτησαν την βοήθεια των Κλεφτών για να καταδιώξουν τούς ζορμπάδες (αποστάτες).

«Αλλά οι ρηθέντες εν Πελοποννήσω Αλβανοί εις τοσαύτην ακολασίαν κατήντησαν ώστε διά τάς καταχρήσεις των καί εις αυτούς τούς εν Πελοποννήσω καταστημένους Τούρκους εγένοντο μάστιξ καί εις τάς επιτοπίους τουρκικάς αρχάς ανυπόφοροι, η δέ δεκαετής ακολασία καί ο πλουτισμός κατέστησαν αυτούς καί εις αυτάς έτι τάς σουλτανικάς διαταγάς απειθείς, διότι απογυμνώσαντες τούς ραγιάδες, απήτουν χρήματα λόγω μισθών δεκαετών.

Εις τών Αλβανών (Μέτζ Αράπης) απειλήσας διά τούτο τόν Χαλίλ μπέη τής Κορίνθου (πατέρα τού Κιαμίλ – μπέη), ότι θά υπάγη νά καύση τά εις Κόρινθον χωρία του καί ητοιμάζετο πρός τούτο. Ο δέ Χαλίλ μπέης όστις, εγκατεστημένος ών εις Κόρινθον εγνώριζε τόν Κωνσταντή Κολοκοτρώνη ως διατελέσαντα εκεί επί τέσσερα έτη καπόμπασην. Παρεκάλεσε εξ ανάγκης τόν γνώριμόν του τούτον αρματωλόν, νά εμποδίση τήν εις Κόρινθον διάβασιν τού ρηθέντος Αλβανού καί νά τόν φονεύση μάλιστα, ει δυνατόν. Τό περί τούτου δημώδες τραγούδι άρχεται ούτω:

Καλά ήσουν Μέτζο μ’ ‘ς τά βουνά,
καλά καί ‘ς τήν Ακράτα, τ’ εχάλευες, τ’ εγύρευες
στόν κάτου Αγιογιώργη, (Νεμέας)
νά σέ σκοτώσουν άξαφνα
οι Κολοκοτρωναίοι,
μαζί μέ τούς συντρόφους σου
καί μέ τά παλληκάρια;»

Μιχαήλ Οικονόμου – Ιστορικά τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας, 1873

Τελικά, ο σουλτάνος μέ τήν βοήθεια καί τών Κλεφτών κατόρθωσε νά αφανίσει πλήρως τούς ζορμπάδες Αλβανούς καί μάλιστα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει στήν διήγησή του ότι ο πατέρας του Κωνσταντής δέν έκανε “νισάφι” στούς Τουρκαλβανούς πού τόν παρακάλεσαν νά τούς αφήσει νά περάσουν μέσα από τά λημέρια του.

«- Κολοκοτρώνη, δέν κάμεις ισάφι; (τουρκικά insaf σημαίνει έλεος).
– Τί νισάφι νά σάς κάμω, όπου ήλθετε κι’ εχαλάσατε τήν πατρίδα μου, μάς επήρατε σκλάβους καί μάς εκάματε τόσα κακά;
– Εφέτο, δικό μας, τού χρόνου δικό σου. (Προφητικά οι Αλβανοί τού είπαν φέτος τό δικό μας κεφάλι, τού χρόνου τό δικό σου.)»

Κολοκοτρώνης, Διήγησις τών συμβάντων τής ελληνικής φυλής

Τό 1779, 10000 Αλβανοί οχυρώθηκαν στήν Τριπολιτζά, όπου τούς πολιόρκησε ο καπετάμπεης Χασάν Τζεζαερλής και μετά από πολλές μάχες οι Αλβανοί κατατροπώθηκαν. Μάλιστα, υψώθηκε ένας πύργος από 4000 κεφάλια κτισμένα μέ άμμο καί ασβέστη ο οποίος διατηρήθηκε γιά τριάντα χρόνια. Η θέση τού πύργου ήταν σ’ ένα χωράφι έξω από τήν “Πόρτα τ’ Αναπλιού”, τού τείχους τής Τριπολιτσάς, στό χωριό Μπασιάκος. Θά έφτανε όμως τήν επόμενη χρονιά καί η σειρά τών Κλεφτών τής Πελοποννήσου νά δοκιμάσουν τή μπέσα τού Τούρκου ναυάρχου ο οποίος αφού τούς χρησιμοποίησε σάν συμμάχους αργότερα θά τούς κτυπούσε αλύπητα.

«Ήσύχασεν η Πελοπόννησος. (από τήν εκδίωξη τών Τουρκαλβανών). Τοίς 80 εκατέβη ο ίδιος ο καπετάμπεης (Τό 1780 επανήλθε ο ίδιος ναύαρχος, ο Χασάν Τζεζαερλής) καί χάλασε τόν πατέρα μου καί τόν Παναγιώταρον Βενετσανάκην. Ήλθεν η αρμάδα εις τό Μαραθωνήσι (Γύθειο), τά στρατεύματα στεριάς καί θαλάσσης. Η Καστάνιτζα (Μικρή Καστάνια) αποικία, όπου ήτον ο Κολοκοτρώνης κι ο Παναγιώταρος, έξι ώρας μακράν από τό Μαραθονήσι.

Έρχοντας η αρμάδα, ο Παναγιώταρος, ως Μανιάτης, επροσκάλεσε βοήθεια από τούς Μανιάτες, καί οι Μανιάτες υποσχέθηκαν ότι πάνε βοήθεια καί ο δραγουμάνος ο Μαυρογένης ως Έλλην καί τεχνίτης έκαμε τόν Μιχάλη Τροπάκη Μπέη καί γιά νά τόν κάμη Μπέη αλικώτησε τήν βοήθεια καί επήρε τό κάστρο. (Ο Βενετσανάκης ζήτησε βοήθεια από τόν Τρουπάκη. Ο Μαυρογένης πού συνόδευε τόν ναύαρχο, πρότεινε στόν Τρουπάκη νά γίνει μπέης τής Μάνης, αλλά νά μήν στείλει βοήθεια στούς πολιορκημένους στόν πύργο τού Παναγιώταρου, όπως καί έγινε).

Επήγε τό ασκαίρι (στρατός) 14000, καί τούς επολιόρκησε, μία ώρα στράτα αλάργα έστησε τό ορδί (στρατόπεδο). Έστειλεν ο σερασκέρης Αλήμπεης ένα γράμμα γιά νά προσκυνήσουν καί νά τού δώσουν ενέχυρα ένα παιδί ο ένας καί ένα ο άλλος, καί νά τραβήξη χέρι από δαύτους, αυτοί απεκρίθηκαν: “Δέν προσκυνούμε, θέλομε πόλεμο καί οποίος μείνη νικημένος ας προσκύνηση”. Αυτός ήλπιζε από τήν Μάνην βοήθεια. (Δέν προσκύνησε ο Παναγιώταρος γιατί περίμενε βοήθεια από τούς μανιάτες τού Τρουπάκη. Καί έμειναν μερικές εκατοντάδες αγωνιστές νά πολεμήσουν 14000 Οθωμανούς).

Τούς πολιόρκησαν τά τούρκικα στρατεύματα, έβγαλαν κανόνια καί βόμβες, τούς πολεμούσαν ήμερα καί νύκτα ούτε οι βόμβες τούς έκαναν φόβον ούτε τά κανόνια, όμως επολέμησαν δώδεκα ημέραις καί δώδεκα νύκταις μέ ανδρεία καί γενναιότητα. Όταν είδαν ότι βοήθεια δέν έρχεται, απεφάσισαν νά φύγουν από τούς πύργους.

Οι πύργοι ήτον δύο, καί ο ένας ήτον τού πατέρα τού Παναγιώταρου καί ο άλλος τού πατέρα μου καί τού Παναγιώταρου. Ο πατέρας τού Παναγιώταρου ήτον 80 ετών, ως καί η μητέρα του, καί μήν ημπορώντας νά φύγουν εις τό γιουρούσι (έφοδο), μέ τά άλλα γυναικόπαιδα, είπε τού Παναγιώταρου καί τού πατέρα μου, “βάλτε φωτιά ς’ τούς άλλους πύργους, εγώ μένω εδώ”. Έμεινε μ’ ένα δούλο καί μέ τήν γυναίκα του καί δούλα μέ σκοπόν νά πολεμήση ελπίζοντας νά έλθη βοήθεια από τά παιδιά του έπειτα. Ο πόλεμος του ήτον μέ τόν δούλον, η τέχνη του μεγάλη, είχε φυτίλι νά γυρίση μαζί μέ τούς Τούρκους.

Αυτοί πού επολεμούσαν μέσα έπεσαν εις τό ορδί τού σερασκέρη, μέ τά σπαθιά εις τό χέρι, (τή νύκτα βγήκαν από τούς πύργους, πέρασαν μέσα από τό στρατόπεδο τού πασά καί κρύφτηκαν στά βουνά) μόνον τρείς εσκοτώθησαν άνδρες, καί μέρος γυναίκες, καί έμειναν πολλά παιδιά σκλάβοι καί έτσι έμειναν δύο αδέλφια μου σκλάβοι, τό ένα τριών χρόνων καί τό άλλο ενός, άλλα δύο εσκλαβώθηκαν, καί έπειτα ελευθερώθηκαν.

Όταν έκαμαν τό γιουρούσι, έπιασαν τά βουνά οι Τούρκοι διά νυκτός εβασίλευσε τό φεγγάρι εις τήν μέσην νύκτα, καί βασιλεύοντας τό φεγγάρι εβγήκαν νύκτα μικρή καί δέν έλαβαν καιρόν νά φύγουν κατά τήν Μάνη. Επήγαν εις τούς λόγκους κ’ επήρε ημέρα. Τόν Παναγιώταρον ζωντανόν τόν έπιασαν καί έπειτα τόν εσκότωσαν οι Μπαρδουνιώτες. (Επειδή είχε φεγγάρι, περίμεναν μέσα στά βουνά γιά νά φύγουν, καί όταν έδυσε τό φεγγάρι καί έπεσε σκοτάδι βγήκαν από τίς κρυψώνες, αλλά δέν πρόλαβαν, διότι ξημέρωσε καί μέ τό φώς τής ημέρας οι Τούρκοι τούς ανακάλυψαν. Τόν Παναγιώταρο τόν σκότωσαν οι ντόπιοι Τούρκοι από τά Μπαρδουνοχώρια).

Ο πατέρας μου εσκοτώθηκε μέ δύο του αδέλφια, Αποστόλη και Γεώργη, ο ένας εις τόν λόγκον, ο άλλος μοναχός του, διατί ελαβώθηκε, εγλύτωσεν ένας μπάρμπας μου Αναγνώστης από τούς κλεισμένους τέσσαρους αδελφούς Κολοκοτρώνη. (Από τέσσερα εδέλφια σκοτώθηκαν ο Κωνσταντής, ο Αποστόλης καί ο Γιώργης Κολοκοτρώνης. Ο Γιώργης αυτοκτόνησε γιά νά μήν πέσει ζωντανός στά χέρια τών Τούρκων).

Εγώ, η μάννα μου (Ζαμπέτα), η αδελφή μου εγλύτωσαν μέ τά παλληκάρια του πατέρα μου. Εις τό γιουρούσι ελαβώθηκε μέ σπαθί ο Κωσταντής Κολοκοτρώνης, καί μέ προδοσία ενός Τούρκου φίλου εσκοτώθηκε, δέν εφάνη τό κεφάλι του, οι φονείς του τόν εσκότωσαν καί τόν έκρυψαν διά τό βίο του. (Τραυματισμένος ο Κωνσταντής παραδόθηκε καί παρά τίς διαβεβαιώσεις τών Τούρκων ότι θά τόν σεβαστούν, τόν αποκεφάλισαν καί τό ακέφαλο σώμα του τό πέταξαν σέ βάραθρο).

Όσα είχεν απάνω του, σέ τρία χρόνια τόν ξέθαψαν τόν Κολοκοτρώνη Κωσταντή, από τό μικρό δάκτυλο τόν γνώρισαν οπού είχε γυρισμένο από μία σπαθιά τουρκική, τόν είχαν κρύψει εις μία τρούπα τής “Άρνης καί Κοτζατίνας” τόν έθαψαν έπειτα εις τήν Μηλιά.

Ήτον μελαψώτερος, μονοκόκκαλος, δυνατός, ογλήγορος, μέ ένα καθάριο άτι δέν τόν έπιανες, 33 χρόνων, μέτριος, μαυρομμάτης, λιγνός. Οι Αρβανίται τόν είχαν τόσο τρομάξει πού έκαμναν όρκον: “νά μήν γλυτώσω από τού Κολοκοτρώνη τό σπαθί”. 700 μπουλουκτζίδαις εσκότωσε πρίν.

Ο Παναγιώταρος ήτον γίγαντας, νέος, μαύρα μαλλιά, “σόι άνθρωπος” άσπρος, 37-38 χρόνων. Εις τήν Ανδρούσαν εσκοτώθη (1772) ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, (Γιάννης Μπότσικας, ο εβδομηντάχρονος παππούς τού Κολοκοτρώνη) έπειτα τόν εκδίκησε ο υιός του. Ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, τού έκοψαν χέρι καί πόδια καί τόν εκρέμασαν.

Ο γέρων πατέρας τού Παναγιώταρου επολέμαε από τόν πύργον καί εμαρτύρησε τό φυτίλι ο δούλος πού επροσκύνησε, καί τόν γέροντα τόν έπιασαν ζωντανό. Ο Καπετάμπεης ερώταε: διατί δέν προσκυνάει: “Τώρα προσκυνώ, προσκυνημένο κεφάλι δέν κόβεται”. Τού έκοψαν χέρια καί πόδια, τόν κατράμισαν.»

Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη γιά τόν χαμό τού πατέρα του

Γιά λίγο χρονικό διάστημα οι κλέφτες λούφαξαν. Αλλά μεταξύ τών ετών 1785 – 1805 άρχισε νά λάμπει στό στρατιωτικό στερέωμα τού Μοριά τό άστρο τού Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, τού θρυλικού κλέφτη, ο οποίος θά γινόταν ο καπετάνιος τού νεαρού τότε Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Σύμφωνα μέ τόν Αμβρόσιο Φραντζή ο Ζαχαριάς κατέσφαζε σάν τά πρόβατα τούς Οθωμανούς. καί είχε στό μπαϊράκι του χαραγμένο τόν σταυρό καί τήν επιγραφή “Ζαχαριάς αρχιστράτηγος Πελοποννήσου”.

Aλλοι ονομαστοί “Κλέπται” αυτής τής εποχής (1800) στήν Πελοπόννησο ήταν οι Γιαννιάς, Κότζης Κουμπανιώτης καί Ροδόπουλος από τήν Πάτρα, οι Πετμεζαίοι Αθανάσιος, Κωνσταντίνος καί Ιωάννης από τά Καλάβρυτα, ο Γιωργάκης Γιατράκος καί Κολιτζαίοι από τήν Μάνη, οι Κολιόπουλοι (Πλαπουταίοι) από τήν Καρύταινα, ο Νικηταράς από τό Τουρκολέκα, ο Αναγνωσταράς, ο Παναγιώτης Κεφάλας, ο Μήτρος Ντόγκας, ο Κοντογιωργάκης, ο Ηλίας Μαργελιώτης καί πολλοί άλλοι. Αυτή η γενιά τών κλεφτών θά αποτελούσε τόν πυρήνα τής στρατιωτικής οργάνωσης τών επαναστατημένων Γραικών λίγα χρόνια αργότερα, έστω καί αν η τουρκική εξουσία σέ συνεργασία μέ τούς μεγαλοκτηματίες καί τήν Εκκλησία θά κατάφερνε νά τούς αποδυναμώσει. Μάλιστα ο Γέρος τού Μοριά θά δήλωνε μετά τήν απελευθέρωση: “Άν εζούσαν οι παλαιοί ηθέλαμεν κυριεύσει τήν Πελοπόννησο τόν πρώτον χρόνο”.

«Στίς χώρες σκλάβοι κάθονται,
τούς Τούρκους εργατεύουν
Καί στά βουνά κλεφτόπουλα
μέ τό σπαθί στό χέρι
πασά τούς έχουν τό σπαθί,
βεζύρη τό ντουφέκι.
Κάλλιο νά ζώ μέ τά θεριά
παρά νά ζώ μέ Τούρκους.»

Δημοτικό τραγούδι


«Πρώτιστον μέλημα τής τουρκικής εξουσίας ήτο ο εξευτελισμός, η ταπείνωσις καί η απογύμνωσις τού ραγιά (κτήνος), όστις ουδέν αγαθόν, είτε φυσικόν, είτε επίκτητον εδύνατο νά χαίρη ελευθέρως. Η σύζυγος, τά τέκνα, ο οίκος, εν γένει τά κτήματα, τά κτήνη καί πάν ό,τι εκέκτητο ο ραγιάς υπέκειτο εις τήν αρπαγήν.

Ίνα εξευτελίση η τουρκική εξουσία τόν ραγιάν απηγόρευε αυτώ καί τή οικογενεία του νά ενδύηται κατά βούλησιν, τό σχήμα τών ενδυμάτων καί τό χρώμα αυτών ήσαν ωρισμένα υπό τής τουρκικής εξουσίας.

Πολλά έγραψαν καί είπον περί τής ανεξιθρησκείας τής τουρκικής εξουσίας, αλλ’ οι τοιούτοι ουδόλως εμελέτησαν τήν ιστορίαν, διότι ελησμόνησαν ότι από τής εμφανίσεως τού μωαμεθανισμού επό τής γής μέχρι τής εξαφανίσεως τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο κατά τών Χριστιανών προσηλυτισμός εγένετο παρ’ αυτού ουχί διά λόγον αλλά διά τής μάχαιρας, ήτις έπιπτεν επί τού τραχήλου τών υποδουλομένων ανδρών. Ούτω επλήθυναν οι μουσουλμάνοι εν τή Μικρά Ασία καί λογίζονται τήν σήμερον πολλαπλάσιοι τών Χριστιανών.

Μετά τήν κατάκτησιν απάσης τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ουδένα φόβον έχων ο μωαμεθανισμός έπαυσεν εν μέρει τόν διά τήν βίας προσηλυτισμόν καί περιωρίσθη εις καταπιέσεις καί ταπεινώσεις κατά τού χριστιανισμού διότι είχεν ανάγκην χειρών πρός καλλιέργειαν τών ερημωθεισών γαιών καί τών κτήσεων αυτού.

Εν τούτοις υπήρχον καί τινα μέρη τής Ελλάδος άτινα η τουρκική εξουσία, εξ ανάγκης αφήκεν εν μέρει ελεύθερα εις οπλοφορίαν, τοιαύτα δέ ήσαν η Λακωνία (Μάνη), οι περί τόν Ταΰγετον καί Κυλλήνην (όρος Ζήρια Κορινθίας) κατοικούντες Έλληνες, η Αιτωλία, Ακαρνανία, Ευρυτανία, Δωρίς, οι περί τόν Όλυμπον, Πίνδον (Άγραφα) καί εις τά Ακροκεραύνια όρη (Χιμάρα) κατοικούντες Έλληνες, οι εν τή νήσω Κρήτη κατοικούντες παρά τά Λευκά όρη (Σφακιά), εν αις επαρχίαις υπήρχον οι λεγόμενοι κλέπται καί αρματωλοί, εν δέ ταίς νήσοις η Ύδρα, αι Σπέτσαι καί τά Ψαρά, ών νήσων οι ναυτικοί ένεκα τών πειρατών καί ιδίως τών Αλγερινών, εξησκήθησαν εις ναυμαχίας.»


Χρήστος Βυζάντιος Εν Αθήναις 1874- Ο τακτικός στρατός από τό 1821 μέχρι τό 1833


«Τήν ίδιαν ημέραν έμπηκαν στ’ Ανάπλι μέ τήν βία,
τότε νά ιδής πώς άρπαξαν γυναίκες καί παιδία.
Τό μεσημέρι εμπήκασι εννηά τού Ιουλίου,
ο θρήνος καί η σκλαβιά τού περιφήμου Αναπλίου.
Σάββατο ημέρα επάρθηκε ήτον κοντά τό γέμα,
πού μέσα στ’ Ανάπλι έτρεχε σάν ποτάμι τό γαίμα.
Τότε νά ιδής τόσα κορμιά τών χριστιανών κομμένα,
νά μήν εγνωρίζουνται στό αίμα κυλιμένα.»


Δημοτικό γιά τήν κατάληψη τού Ναυπλίου από τούς Τούρκους (1715)


«Εμαραθήκαν τά βουνά, ‘μαραθήκαν κ’ οι κάμποι,
Μαράθηκεν η Καστανιά, ο Πύργος τής Καστάνιας,
Πούχε τούς Κλέφτες τούς πολλούς τούς Κολοκοτρωναίους,
Πού’ πήγαιναν στήν Εκκλησιά τ’ ασήμι φορτωμένοι.

Κ’ έβγαιναν κ’ εκουβέντιαζαν τής Εκκλησιάς στήν πόρτα,
Κι’ ο Κωνσταντής τούς έλεγε, κι΄ο Κωνσταντής τούς λέγει,
– Τούτ’ η χαρά πώχομαι ‘μείς θέ νά μάς φέρη λύπη,
Απόψ’ είδα στόν ύπνο μου, στόν ύπνο πού κοιμούμουν,
Κ’ εκάηκεν τό πόσι μου (μεταξωτό μαντήλι γιά τό κεφάλι)
κ’ η φούντα τού σπαθιού μου,
Τό πόσι μου, η γυναίκα μου, τά μαύρα τά παιδιά μου!

Τ’ έχουν τής Μάνης τά βουνά όπου είναι βουρκωμένα;
Κάν o βοριάς τά βάρεσε, κάν η νοτιά τά πήρε.
Μηδέ νοτιά τά βάρεσε, μηδ’ ο βοριάς τά πήρε,
Παλεύει o καπετάν πασιάς μέ τόν Κολοκοτρώνη.
Στεριά παλεύει o Αλήμπεης μ’ άρματα τού πελάγου,
Στάν Άρεια πού έρριψε τ’ ορδί διαβάζει τό φερμάνι.
Ποιός είνε o Παναγιώταρος, ποιόν λέν Κολοκοτρώνη;
Νά ‘ρθούν νά προσκυνήσουνε, ραγιάδες νά γενούνε.


Τ’ ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο τού φάνη,
Δέν προσκυνούμ’ Αλήμπεη, ο νούς σου μήν τό βάνη
Τ’ άρματα δέν τά δίδομε, ραγιάδες νά γενούμε,
Παρά θά γένη πόλεμος μέ τόπια (κανόνια), μέ ντουφέκια.
Κι’ Αλήμπεης, σάν τ’ άκουσε πολύ τού κακοφάνη,
Δώδεκα μέρες πολεμάει μέ τόπια, μέ ντουφέκια.
Τήν Κυριακή τό δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν,
Καρσί στόν Πύργο τόβαλαν, τόν πύργο νά χαλάσουν
. Βλέπουν τόν πύργο κ’ έτρεμε κ’ ήθελε νά πέση,
Κ’ οι κλέφταις έπλακωσανε καί τά νησιά γιομίσαν.
Κ’ οι Μπαρδουνιώταις πάν κοντά πού ξέρουν τά γιατάκια.

Πουλάκι επήγε κ’ έκατσε στήν έρημη Καστάνια.
Δέν εκελάιδει κ’ έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα.
Πολύ κακό πού πάθανε οι Κολοκοτρωναίοι,
Πού τούς εσκλάβωσ’ ή Τουρκιά, τ’ Αλήμπεη τ’ ασκέρι.
Τήν ταπεινή Αναγνώσταινα τήν πήραν οι Λαλιώταις,
Τή δόλια τήν Γεωργάκαινα τήν πάν στήν Καλαμάτα.
Κ’ η Κωσταντού (μάνα τού Θοδωρή) ήταν πονηρή
κ’ έντύθηκε τ’ ανδρίκια,

Πήρε τό αλαφρό σπαθί καί τό βαρύ τουφέκι
καί μέ τούς άνδρες έσμιξε καί πάει τή μέσα Μάνη.
Κ’ Αλήμπεης πού τ’ άκουσε πολύ τού κακοφάνη
Δέν είχα Τούρκους εδικούς, δέν είχα παλληκάρια.
Γιά νά τήν πιάσουν ζωντανή.


Πολύ σκοτίδιασε ο ουρανός, πάλι νά βρέξη θέλει,
σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά καί τής Μηλιάς ο κάμπος.
Έσύρανε τά ρέματα, έσυραν τά λαγκάδια,
Κ’ εκόπηκε τό πέρασμα, κ’ εκόπη τό γιοφύρι.
πού κεί περνάει η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
μέ τά μπαϊράκια τά χρυσά, ταίς ασημομπιστόλαις.
Κινάν καί πάν’ ς τήν εκκλησιά γιά νά λειτουργηθούνε,
φορούν τά πόσια τά χρυσά, ταίς ασημοπαλάσκαις.

Σίντας ξελειτουργήσανε καί βγηκαν’ς τήν κουβέντα,
πετάχτηκε ο Κωσταντής καί λέει τού Δημητράκη.
“Τούτ’ η χαρά πού ‘χομ’ εμείς σέ λύπη θά μάς φέρη,
πολλή Τουρκιά μάς έζωσε, ο Θεός νά μάς γλυτώση”.
Τ’ ακούει ο Παναγιώταρος κ’ εσβήστη από τά γέλια,
“Τί λες κουμπάρε Κωσταντή τί λές τί κουβεντιάζεις;
Τίγαρις είναι τού Μυστρά νά τό πατούν οι Τούρκοι;
Ποτέ δέν επατήθηκε τής Καστανιάς ο πύργος,
ουδέ ο Τούρκος τόν πάτησε, μαϊδέ καί ο Αλαμάνος”.

Τρείς περδικούλαις κάθουνται’ς τόν πύργο τής Καστάνιας,
η μία κλαίει τόν Κωσταντή, η άλλη τό Δημητράκη
κ’ η τρίτη η καλύτερη κλαίει τόν Παναγιώτη.»


Δύο Δημοτικά τραγούδια γιά τόν αφανισμό τού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, τού Παναγιώταρου καί τών οικογενειών τους στόν Πύργο τής Καστάνιτζας (1780)


«Υπήρχαν προσέτι εις τήν Ελλάδα καί άλλα σώματα οπλοφόρα, οι λεγόμενοι κλέπται, οι οποίοι έζων εις τά όρη ή κατέφευγον εις τήν Επτάνησον, οσάκις κατεδιώκοντο.

Ότε λοιπόν ήρχισαν αι εχθροπραξίαι κατά τών Οθωμανών, προύχοντες τινες ή κοτσαμπασίδες τών επαναστατημένων επαρχιών καί οι ρηθέντες καπεταναίοι τών αρματολών καί τών κλεπτών, υψώσαντες τήν σημαίαν τής ελευθερίας καί συλλέξαντες τούς εμπειροτέρους εις τά όπλα από τούς επαναστατημένους κατοίκους, εσχημάτισαν ένοπλα σώματα.»


Ο Χρήστος Βυζάντιος, τό 1837 δέν χαρακτηρίζει τούς Κλέφτες ως ληστές καί εγκληματίες, αλλά στρατιώτες τής ελευθερίας


«- Καπετάνιε Ζαχαριά, ο Θεός νά σού χαρίση τό μουράτι σου! Παιδί μου νά σέ κάνω, δώσε μου τό παιδί μου τόν Μουσάγα. (Η Τουρκάλα μάνα παρακαλάει τόν Ζαχαριά νά τής επιστρέψει τό παιδί της).

– Άλλη φορά, Μουσάγα, νά μή μού βγής σέ πόλεμο, γιατί σού κόβω τό κεφάλι καί τήν αδελφή σου καί τή μάνα σου θά τίς βαφτίσω καί θά τίς δώσω γυναίκες τών παλληκαριών. Τούτο στό χαρίζω (δηλαδή τήν χωσιά πού τού είχε στήσει ο Τούρκος) καί νά προσκυνάς πάντα τό σπαθί, ότι ο κασίδης (φαλακρός) ο Μουχαμέτης (Μωάμεθ) σας δέν βγαίνει μπροστά στόν Χριστό μας.

– Πέκ έϊ, πέκ έϊ (πολύ καλά) μουρμούρισε ο ταπεινωμένος αιχμάλωτος Τούρκος πού τόν επέστρεψε στή μάνα του, ο Κλέφτης από τήν Μπαρμπίτσα.

Καί νά είσαστε τήν άνοιξι χαζίρι (έτοιμοι) νά σηκωθούμε (εξεγερθούμε). Εμείς στόν Μοριά έχουμε σύντροφο καί βοηθό μας τή Μάνη. Τά μανιάτικα χωριά είναι όλα χριστιανικά. Τούρκοι στά χωριά δέν είναι. Όλο στίς χώρες (μόνο στίς πόλεις). Τά κάστρα τά’ χουν έρημα χωρίς ζαϊρέδες (πολεμοφόδια) καί σάν τούς κλείσουμε τούς Μουρτάτες, τούς τά παίρνουμε κι ελευθερώνουμε τήν πατρίδα μας. Καί σείς βαστάτε τή Ρούμελη (κλείστε τά περάσματα νά μήν κατέβει στρατός από Ιωάννινα καί Λαμία όπου υπήρχαν μεγάλα τουρκικά στρατόπεδα) νά μήν ημπορούν οι Τούρκοι νά μπάσουν ιμντάτι (βοήθεια) στόν Μοριά. (Γράμμα τού Ζαχαριά στόν Ανδρίτσο, πατέρα τού Οδυσσέα, όπου φαίνονται σχέδια γιά επανάσταση τών Χριστιανών κατά τών Τούρκων).»


Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης (1759-1805) – Σαράντου Καργάκου

agiasofia.com

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *