του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών και Οινουσών κ. Μάρκου Βασιλάκη
Ἀνακοίνωση κατά τίς ἐργασίες τῆς Ὁμηρικῆς Ἀκαδημίας
(Χίος, Ἰούλιος 2011)
Ἡ θεμελίωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μέ τήν ὁποία ἐπισφραγίζεται ἐπισήμως ἡ μετάθεση τοῦ κέντρου βάρους τῆς Αὐτοκρατορίας στήν Ἀνατολή καί σηματοδοτεῖται ὁ σταδιακός μετασχηματισμός τῆς φυσιογνωμίας της, δέν εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα μόνο τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν αἴσια ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ, ἀλλά καί τήν ἑδραίωση τοῦ ἑλληνικοῦ χαρακτήρα τοῦ Βυζαντίου, μέ τήν ἐγκαθίδρυση, οὐσιαστικά, τῆς γλώσσας τοῦ Ὁμήρου ἐπί τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου. Μολονότι ἡ ἐπίσημη γλώσσα τῆς διοικήσεως παραμένει ἡ λατινική, ἀντιπροσωπεύοντας τήν ἴδια καί ἀμετάβλητη ἀντίληψη τῆς ρωμαϊκῆς κληρονομιᾶς του γιά τό κράτος καί τήν ἐξουσία, ἡ ἑλληνική παράδοση διαποτίζει τώρα περισσότερο ἔντονα καί καταλυτικά ἀπό ποτέ τήν αὐτοκρατορία σέ ὅλη τήν ἐπικράτειά της, ἀλλά καί τήν νέα πρωτεύουσα χάρη στήν αὐτοκρατορική μέριμνα γιά τήν ἵδρυση ἐκπαιδευτηρίων, βιβλιοθηκῶν καί κέντρων ἀντιγραφῆς.
Στήν περιοχή τῶν γραμμάτων καί τῆς παιδείας τό προβάδισμα ἐξακολουθοῦν νά ἔχουν οἱ μεγάλες σχολές τῆς ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς, μόνο πού τώρα ἡ ἀγωγή δέν ὁλοκληρώνεται στήν ἀγορά, τά γυμνάσια καί τό θέατρο, ἀλλά στήν ἐκκλησία, τήν πνευματική ἄσκηση, τήν κατά Χριστόν μαρτυρία καί ζωή. Μέσα στίς ἱστορικές διεργασίες τοῦ 4ου μεταχριστιανικοῦ αἰώνα, ὁ ὀρθόδοξος χριστιανισμός, ταυτιζόμενος πλέον μέ τήν αὐτοκρατορία, θά ἀναδειχθεῖ ὡς ἡ κυριότερη συνισταμένη τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Νέας Ρώμης. Τό οὐσιῶδες ἐδῶ εἶναι ἀκριβῶς ὅτι καί ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομήθηκε κατ’ ἐξοχήν «ἐν λόγῳ ἑλληνικῷ». Συνακολούθως, ὁ πρωτοβυζαντινός χριστιανισμός βρέθηκε συγκληρονόμος τῆς ἴδιας μακραίωνης γλωσσικῆς παραδόσεως, ἐξασφαλίζοντας κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μίαν θαυμαστή συνέχεια παρά τήν θεμελιακή τομή πού ἐπέφερε στήν θεώρηση τοῦ κόσμου καί τῶν πραγμάτων.
Η αἴγλη καί ἀκτινοβολία τοῦ Ὁμήρου στά πλαίσια αὐτά ὡς τοῦ κορυφαίου τῶν ποιητῶν, στό ἔργο τοῦ ὁποίου ὁ ἑλληνικός λόγος εἶχε φθάσει σέ μορφή τελειότητας, ὑπῆρξε κυριαρχική. Δέν θά ἦταν ὑπερβολή ἄν λέγαμε ὅτι ὁ ὁρίζοντας τοῦ πρωτοβυζαντινοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, χριστιανοῦ καί ἐθνικοῦ (ἤ ἐθνικοῦ πού μεταστρέφεται στήν χριστιανική πίστη), κατακλύζεται ἀπό ὁμηρικούς ἑξαμέτρους, τούς ὁποίους ἔχοντας πάντοτε διά στόματος ἦταν σέ θέση νά ἀνακαλεῖ, νά ἀναπροσαρμόζει καί νά ἀναδημιουργεῖ μέ εὐχέρεια καί δεξιοτεχνία ἀνά περίσταση.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἰσάδελφο φίλο του Γρηγόριο τόν Ναζιανζηνό, περιγράφοντας τήν τοποθεσία τήν ὁποία ἐπέλεξε γιά νά ἀσκηθεῖ στόν Πόντο, παραβάλλει τό τοπίο μέ «τὴν Καλυψοῦς νῆσον, ἣν δὴ πασῶν πλέον ῞Ομηρος εἰς κάλλος θαυμάσας φαίνεται»(1). Ἀντίστοιχη εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ τοπίου τῶν Οὐανώτων τῆς Καππαδοκίας ἀπό τόν Γρηγόριο, πρός «τὸ Νήριτον ἐκεῖνο τὸ Ἰθακήσιον, ὅ φησιν ὁ ποιητὴς ἀριπρεπές τε εἶναι καὶ εἰνοσίφυλλον»(2), ἐνῶ ὁ ἴδιος ἀρχίζει τήν 5η ἐπιστολή του μέ προοίμιο πέντε ὁμηρικῶν στίχων. Ἀνάμεσα στό πλῆθος τῶν μαρτυριῶν πού θά μποροῦσε κανείς νά παραθέσει, ἡ ἐπιστολογραφία καί τό εὐρύτερο ἔργο τοῦ Συνεσίου τοῦ Κυρηναίου βρίθουν ὁμηρικῶν ἀναφορῶν, ἐνῶ ὁ Χορίκιος Γάζης (6ος αἰ.) ἐμπλουτίζει κάθε τόσο μέ στίχους ἀπό τήν Ἰλιάδα καί τήν Ὀδύσσεια τίς ἐκφράσεις του τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Ἁγίου Σεργίου καί τοῦ Ἁγίου Στεφάνου στήν ἴδια πόλη(3).
Ἡ κεντρική αὐτή θέση τῶν ὁμηρικῶν ἔργων στήν πρώιμη βυζαντινή συνείδηση μαρτυρεῖται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ σπουδή τους ἀποτελοῦσε τό θεμέλιο τῆς παιδείας, ὁ χαρακτήρας τῆς ὁποίας θά παραμείνει ἑλληνικός, δηλαδή ἐθνικός, καί ὑπό τό νέο χριστιανικό πρίσμα. Ἤδη ὁ Δίων Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι «Ὅμηρος δὲ καὶ πρῶτος καὶ μέσος καὶ ὕστατος παντὶ παιδὶ καὶ ἀνδρὶ καὶ γέροντι, τοσοῦτον ἀφ’ αὑτοῦ διδοὺς ὅσον ἕκαστος δύναται λαβεῖν»(4). Τρεῖς αἰῶνες σχεδόν ἀργότερα, ὁ Συνέσιος, ἐπίσκοπος Πτολεμαΐδος, σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἀδελφό του Εὐόπτιο (ὁ ὁποῖος καί τόν διαδέχτηκε πιθανότατα στήν ἐπισκοπική ἕδρα), περιγράφοντας τήν πρόοδο τοῦ ἀνηψιοῦ του Διοσκουρίου ἀναφέρει ὅτι «ἀναγινώσκει καὶ πρόσκειται τοῖς βιβλίοις», ἀπαγγέλοντας μέ εὐχέρεια ἀπό στήθους πενήντα στίχους καθημερινά(5). Ὁ Ἀγαθίας Σχολαστικός, γνωστός σήμερα κυρίως γιά τά ἐπιγράμματά του καί τό ἱστοριογραφικό του ἔργο, γράφει τόν 6ο αἰώνα περί τῶν Δαφνιακῶν του, τῆς συλλογῆς ἐρωτικῶν ποιημάτων πού ἐκπόνησε σέ νεαρή ἡλικία: «Ἐτύγχανον γὰρ μᾶλλον δή τι ἐκ παίδων τῷ ἡρώῳ ῥυθμῷ ἀνειμένος, καί με ἤρεσκε τὰ ἡδύσματα τῶν τῆς ποιητικῆς κομψευμάτων. Καὶ τοίνυν πεποίηταί μοι ἐν ἑξαμέτροις βραχέα ἄττα ποιήματα, ἃ δὴ Δαφνιακὰ ἐπωνόμασται, μύθοις τισὶ πεποικιλμένα ἐρωτικοῖς καὶ τῶν τοιούτων ἀνάπλεα γοητευμάτων»(6). «Τελικά», ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητής Paul Lemerle, «δέν ἔχουμε κανένα λόγο νά πιστεύουμε ὅτι ἡ ἐκπαίδευση ἑνός νεαροῦ Ἕλληνα τοῦ 5ου αἰώνα διέφερε ριζικά ἀπό τήν ἐκπαίδευση ἑνός νέου τοῦ 2ου αἰώνα». Τά πολυάριθμα παραδείγματα πού παραθέτει ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπό τόν Ὅμηρο στήν πραγματεία του «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων» ἐπιβεβαιώνουν τήν σπουδαία θέση του στήν ἐκπαίδευση καί τά σχολικά προγράμματα. Πλουσιώτατη εἶναι συγχρόνως ἡ πρωτοβυζαντινή χειρόγραφη παράδοση τῆς Ἰλιάδας, τοῦ πλέον διαδεδομένου ἔργου μετά τά ἱερά κείμενα, ὅπως μαρτυροῦν οἱ ἱστορικές πηγές καί προκύπτει ἀπό τά παπυρολογικά εὐρήματα καί τά σωζόμενα κοινά καί εἰκονογραφημένα χειρόγραφα, μεταξύ τῶν ὁποίων τό περίφημο τῆς Ἀμβροσιανῆς βιβλιοθήκης (5ος αἰ.).
Σέ μιά ἐποχή ὅπου παιδεία καί λογοτεχνία στηρίζονται στήν δημιουργική μίμηση, μέ τήν βυζαντινή πλέον ἔννοια(7), ἀναγνωρισμένων λογοτεχνικῶν προτύπων, ἡ κληρονομιά τοῦ Ὁμήρου, κοινό κτῆμα καί διαχρονικός συνεκτικός παράγοντας τοῦ ἑλληνισμοῦ, καλλιεργεῖται στά χέρια τῶν χριστιανῶν καί ἐθνικῶν λογίων δημιουργικά ὡς μία θάλλουσα καί ζωντανή παράδοση, ἡ ὁποία ἐκφράστηκε μέ ἀξιόλογα ἔργα ἑκατέρωθεν. Δέν πρόκειται λοιπόν γιά ἀναβίωση, ἀλλά γιά ἐπιβίωση, δηλαδή γιά μίαν ὀργανική συνέχεια, στήν ὁποία συνέβαλε καθοριστικά ὁ προσδιορισμός τῶν σχέσεων τοῦ χριστιανισμοῦ μέ τόν ἑλληνισμό, ὅπως θεμελιώθηκε στό ἔργο τῶν πρώτων Ἀπολογητῶν καί παγιώθηκε μέ τή διδασκαλία τῶν μεγάλων Πατέρων τοῦ 4ου αἰώνα, οἱ ὁποῖοι θά ὑποστηρίξουν καί θά καλλιεργήσουν μέ ἰδιαίτερο ζῆλο καί ἀφοσίωση τά ἑλληνικά γράμματα, δημιουργώντας τόν χρυσοῦν αἰώνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας. Ὅσον ἀφορᾶ στή μίμηση, πρόκειται γιά ἕνα σύνολο μεθόδων καί συμβάσεων ἀναφορᾶς στό παρελθόν, φορτισμένο ὅμως μέ νέα σημασία, πού δέν πρέπει νά παραθεωροῦμε ὡς ἀρχαϊσμό ἤ λογοτεχνική ἐπιτήδευση, καθώς ὑπηρετεῖ καί ἐμπεριέχει τή λειτουργία ἑνός ὕφους ὑψηλοῦ καί ὑπερβατικοῦ, χαρακτηριστικοῦ τῆς φυσιογνωμίας τῆς βυζαντινῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργικότητας(8).
Ἕνα κύριο γνώρισμα τῆς λογοτεχνικῆς αὐτῆς παραγωγῆς εἶναι ἡ χρήση ὁμηρικῆς ἤ ὁμηρίζουσας διαλέκτου καί προσωδιακῶν μέτρων τῆς παραδόσεως τοῦ δακτυλικοῦ ἑξαμέτρου, ἀλλά καί τοῦ ἐλεγειακοῦ διστίχου. Ἐκφράστηκε σέ ἐπικά ποιήματα, ἐπιγράμματα, ἔμμετρες ἐκφράσεις, ἀλλά καί σέ ὁμηροκέντρωνες μέ χριστιανικά θέματα, ἀνάμεσα στά ὁποῖα συγκαταλέγονται ἔργα μέ ὑψηλή αἰσθητική ἀξία καί μέ ἐντυπωσιακή δεξιοτεχνία καί πρωτοτυπία στήν ἐπεξεργασία τοῦ παραδοσιακοῦ ὑλικοῦ. Γιά παράδειγμα, στό πεδίο τῆς μετρικῆς, ὁ Νόννος εἰσάγει στούς ἑξαμέτρους του στοιχεῖα τοῦ τονικοῦ ρυθμοῦ, κάτι πού ἐφαρμόζεται μέ ἄλλη μορφή ἤδη σέ ὁρισμένα ποιήματα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
Τήν ἴδια περίοδο ἀναπτύσσεται βεβαίως καί μία ἀξιόλογη ἑξαμετρική ποιητική παραγωγή μέ ἐθνικά θέματα, ἐκτεινόμενη σέ χιλιάδες στίχους. Τό ἐπικό ἔργο τοῦ Κοΐντου Σμυρναίου (Τά μεθ’ Ὅμηρον ἤ Παραλειπόμενα τοῦ Ὁμήρου) θά διαδεχθοῦν τόν ἑπόμενο, 5ο αἰώνα, τά Διονυσιακά τοῦ Νόννου τοῦ Πανοπολίτου. Τίς μετρικές ἀντιλήψεις τοῦ τελευταίου στή σύνθεση στρογγυλῶν ἑξαμέτρων θά ἀκολουθήσουν πολλοί ἄλλοι ποιητές, ὅπως ὁ Τρυφιόδωρος, ὁ Κόλλουθος, ὁ Παλλαδᾶς, ὁ Μουσαῖος καί ὁ Κῦρος ὁ Πανοπολίτης, τοῦ ὁποίου ὁ ἔμμετρος πανηγυρικός πρός τόν Θεοδόσιο Β΄ συμπεριλαμβάνεται στήν Παλατινή Ἀνθολογία (15, 9). Σέ ἑξαμέτρους συντίθενται καί οἱ Ὕμνοι τοῦ Πρόκλου. Ἡ ἐπίδραση τοῦ Νόννου διαπιστώνεται ἐπίσης στήν ποίηση τοῦ Διοσκούρου ἀπό τήν Ἀφροδιτόπολη τῆς Αἰγύπτου (6ος αἰ.), στήν ὁποία βρίσκουμε ἐκχριστιανισμένα θέματα τῶν Διονυσιακῶν, ὅπως τόν Φαέθοντα καί τόν Νεῖλο.
Ἐξέχουσα θέση στήν χριστιανική λογοτεχνική παράδοση τοῦ 4ου αἰώνα κατέχει τό ποιητικό ἀνάστημα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, ὁ ὁποῖος καλλιέργησε ἐμπνευσμένα καί μέ εὐαισθησία τό ἑξάμετρο ἐκτενέστατα, στά δογματικά ἔπη του, σέ ὁρισμένα ἀπό τά ἱστορικά καί ἠθικά, καί τέλος στά ἐπιγράμματά του, τά ὁποῖα καταλαμβάνουν τιμητική θέση στήν Παλατινή Ἀνθολογία (ὁλόκληρο τό 8ο βιβλίο της ἀπαρτίζεται ἀπό ἐπιγράμματά του, 256 συνολικά). Στά θεολογικά του ποιήματα, ὅπως ὁ Ὕμνος εἰς Θεόν, πού ἀποτελεῖται ἀπό 15 στρογγυλούς ἑξαμέτρους στίχους, παρατηροῦμε πῶς ἡ ἀρτιότητα τῆς μορφῆς ἁμιλλᾶται τή σοβαρότητα καί τό ὕφος τοῦ θεολογικοῦ στοχασμοῦ. Ὁ Γρηγόριος ἀλλοῦ θά ὑποστηρίξει ἔνθερμα τήν ἔμμετρη ποίηση, ὅπως στό ποίημά του Εἰς τὰ ἔμμετρα, ἀλλά καί στίς ἐπιστολές του θά σημειώσει: «Εἰ δὲ οἱ μακροὶ λόγοι καὶ τὰ νέα ψαλτήρια καὶ ἀντίφθογγα τῷ Δαυὶδ καὶ ἡ τῶν μέτρων χάρις ἡ τρίτη Διαθήκη νομίζεται, καὶ ἡμεῖς ψαλμολογήσομεν καὶ πολλὰ γράψομεν καὶ μετρήσομεν. Ἐπειδὴ δοκοῦμεν καὶ ἡμεῖς Πνεῦμα Θεοῦ ἔχειν· εἴπερ Πνεύματος χάρις τοῦτό ἐστιν, ἀλλὰ μὴ ἀνθρωπίνη καινοτομία»(9).
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν οἱ Μεταβολές, ἔμμετρες δηλαδή παραφράσεις τῶν βιβλικῶν καί χριστιανικῶν κειμένων σέ γλώσσα ὁμηρική, καθώς καί οἱ ὁμηροκέντρωνες, ποιητικές συνθέσεις πού συγκροτοῦνται μέ φράσεις ἤ λέξεις τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν, κυρίως μέ τήν ἐπανάχρηση στίχων αὐτούσιων ἤ μέ μικρές προσαρμογές. Στήν πρώτη κατηγορία συγκαταλέγεται τό μή σωζόμενο ἔργο τοῦ Ἀπολιναρίου τοῦ Πρεσβυτέρου, πατέρα τοῦ ὁμωνύμου ἐπισκόπου Λαοδικείας, τοῦ γνωστοῦ αἱρεσιάρχη (4ος αἰ.). Ὁ Σωκράτης ἀναφέρει στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία του ὅτι ὁ πατέρας μετέφερε τήν Παλαιά Διαθήκη σέ ἡρωικούς δακτυλικούς καί τραγικούς στίχους, χρησιμοποιώντας κάθε εἴδους μέτρα, ὥστε καμμιά μορφή ἑλληνικῆς ποιήσεως νά μήν εἶναι ξένη στούς χριστιανούς («τά τε Μωϋσέως βιβλία διὰ τοῦ ἡρωϊκοῦ λεγομένου μέτρου μετέβαλε, καὶ ὅσα κατὰ τὴν παλαιὰν διαθήκην ἐν ἱστορίας τύπῳ συγγέγραπται. Καὶ τοῦτο μὲν τῷ δακτυλικῷ μέτρῳ συνέταττε, τοῦτο δὲ καὶ τῷ τῆς τραγῳδίας τύπῳ δραματικῶς ἐξειργάζετο· καὶ παντὶ μέτρῳ ῥυθμικῷ ἐχρῆτο, ὅπως ἂν μηδεὶς τρόπος τῆς Ἑλληνικῆς γλώττης τοῖς Χριστιανοῖς ἀνήκοος ᾖ»)(10). Μιά τέτοια παράφραση τῶν Ψαλμῶν (Μετάφρασις εἰς τόν Ψαλτῆρα) σώζεται μέ τό ὄνομά του(11), ἡ πατρότητά της ὅμως ἀμφισβητεῖται. Ἀνάλογη πληροφορία γιά τόν Ἀπολινάριο διασώζει καί ὁ Σωζομενός(12), πού σημειώνει ὅτι συνέθεσε 24 ραψωδίες σέ ἡρωικούς στίχους παραφράζοντας τήν Πεντάτευχο («ἀντὶ μὲν τῆς Ὁμήρου ποιήσεως ἐν ἔπεσιν ἡρῴοις τὴν Ἑβραϊκὴν ἀρχαιολογίαν συνεγράψατο μέχρι τῆς Σαοὺλ βασιλείας καὶ εἰς εἰκοσιτέσσαρα μέρη τὴν πᾶσαν πραγματείαν διεῖλεν»)(13).
Ὀνομαστή εἶναι ἡ Μεταβολή τοῦ Κατά Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου τοῦ Νόννου, στήν ὁποία παρατηροῦμε τίς σημασιολογικές διαφοροποιήσεις λεξιλογικῶν ὅρων τῶν Διονυσιακῶν, ὅπως μάρτυς, κόσμος, ἄγγελος καί θεητόκος, στόν τελευταῖο μάλιστα ἀνιχνεύοντας καί τήν ἐνσωμάτωση τῆς θεολογίας τοῦ Ὅρου τῆς Ἐφέσου (431), ἀλλά καί προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθώς μποροῦμε νά διαπιστώσουμε στούς πρώτους στίχους:
Ἄχρονος ἦν, ἀκίχητος, ἐν ἀρρήτῳ λόγος ἀρχῇ,
ἰσοφυὴς γενετῆρος ὁμήλικος υἱὸς ἀμήτωρ,
καὶ λόγος αὐτοφύτοιο θεοῦ γόνος, ἐκ φάεος φῶς·
πατρὸς ἔην ἀμέριστος, ἀτέρμονι σύνθρονος ἕδρῃ·
καὶ θεὸς ὑψιγένεθλος ἔην λόγος. οὗτος ἀπ’ ἀρχῆς
ἀενάῳ συνέλαμπε θεῷ, τεχνήμονι κόσμου.
Στήν ἴδια κατηγορία ἐντάσσονται λατινικές ἑξάμετρες διασκευές τῶν Εὐαγγελίων, ὅπως τό Carmen Paschale τοῦ Sedulius (περ. 425), ἀλλά καί τό De Actibus Apostolorum τοῦ Arator (6ος αἰ.)(14). Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ ὁσίου Ἱερωνύμου, ὁ Ἰούβεγκος (Juvencus), «περιφανοῦς γένους Ἱσπανός πρεσβύτερος, τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων δι’ ἑξαμέτρων σχεδόν κατά πόδας, τέσσαρας συνέταξε βίβλους, καί τινα τῷ αὐτῷ μέτρῳ εἰς μυστικήν προσήκοντα τάξιν. Ἤνθησεν ἐπί Κωνσταντίνου βασιλέως»(15).
Τήν ὕπαρξη χριστιανικῶν ὁμηροκεντρώνων καί βιργιλιοκεντρώνων μαρτυρεῖ καί ἐπικρίνει ὁ Ἱερώνυμος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Παυλῖνο τῆς Νόλης: «Quasi non legerimus, Homerocentonas, et Virgiliocentonas: ac non sic etiam Maronem sine Christo possimus dicere Christianum»(16). Ὁ Ἱερώνυμος φαίνεται νά ἔχει ὑπ’ ὅψη του, μεταξύ ἄλλων, τό Cento vergilianus de laudibus Christi τῆς Faltonia Betitia Proba (4ος αἰ.). Σέ πρωιμότερη ἐποχή, ὁ Εἰρηναῖος Λουγδούνου μάλιστα ἀναφέρεται καί σέ ἕνα ὁμηροκέντρωνα τῶν Γνωστικῶν(17), πού στόχο εἶχε νά ἐξυπηρετήσει τούς αἱρετικούς τους σκοπούς. Ὅμως, καταλήγει, «ὁ δ’ ἔμπειρος τῆς Ὁμηρικῆς ὑποθέσεως» θά ἀναγνωρίσει τήν αἱρετική τους πλάνη(18). Διασώζονται ἐπίσης ὁμηροκέντρωνες πρός μαντική χρήση, τά λεγόμενα «ὁμηρομαντεῖα» σέ μαγικούς παπύρους τοῦ 4ου καί προγενεστέρων αἰώνων τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς(19). Ἐκτός ἀπό τούς προαναφερθέντες συγγραφεῖς, τό λατινικό ἑξάμετρο διακόνησαν ἐπίσης ἐπί χριστιανικῶν θεμάτων οἱ ποιητές Λακτάντιος καί Προυδέντιος.
Μίαν ἀπό τίς συμπαθέστερες μορφές τῶν βυζαντινῶν γραμμάτων καί τίς ἐλλογιμώτερες γυναικείες προσωπικότητες ὁλόκληρης τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας ἀποτελεῖ ἡ «καλλιεπής δέ καί τήν ὥραν εὐπρεπής»(20) Αὐγούστα Αἰλία Εὐδοκία (περ. 393-460), σύζυγος τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Β΄. Ἐπιφανής λογία, ἡ ὁποία ὄχι μόνο διέπρεψε ὡς ποιήτρια ὁμηροκέντρων συνθέσεων, ἀλλά καί καλλιέργησε εὐρύτερα τό ἐπικό ἑξάμετρο μέ ἐξαιρετική δεξιοτεχνία. Μέ τό ὄνομά της σώθηκαν ἕνα ἔμμετρο ἔργο εἰς τόν μάρτυρα Κυπριανόν, σέ τρία βιβλία, καθώς καί ὁμηρόκεντρα ποιήματα σέ ἐπεισόδια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Γενέσεως, ἐν μέρει σωζόμενα, τά ὁποῖα συνέθεσε συμπληρώνοντας τό ἡμιτελές ἔργο τοῦ ἐπισκόπου Πατρικίου. Στό προοίμιό του σημειώνεται ἡ «Ὑπόθεσις τῶν ὁμηροκέντρων»,
Βίβλος Πατρικίοιο θεουδέος ἀρητῆρος,
ὃς μέγα ἔργον ἔρεξεν, Ὁμηρείης ἀπὸ βίβλου
κυδαλίμων ἐπέων τεύξας ἐρίτιμον ἀοιδήν,
πρήξιας ἀγγέλλουσαν ἀνικήτοιο θεοῖο·
ὡς μόλεν ἀνθρώπων ἐς ὁμήγυριν, ὡς λάβε μορφὴν
ἀνδρομέην καὶ γαστρὸς ἀμεμφέος ἔνδοθι κούρης […]
ὥς τε δυώδεκα φῶτας ἀμύμονας ἔλλαχ’ ἑταίρους·
ὥς τε πάθους ἁγίου μνημήια κάλλιπεν ἄμμιν […]
ὡς θάνεν, ὡς Ἀίδαο σιδήρεα ῥῆξε θύρετρα,
κεῖθεν δὲ ψυχὰς θεοπειθέας οὐρανὸν εἴσω
ἤγαγεν ἀχράντοισιν ὑπ’ ἐννεσίῃσι τοκῆος
ἀνστὰς ἐν τριτάτῃ φαεσιμβρότῳ ἠριγενείῃ
ἀρχέγονον βλάστημα θεοῦ γενετῆρος ἀνάρχου.
καί ἀκολούθως ὁ πρόλογος τῆς Εὐδοκίας:
Ἧδε μὲν ἱστορίη θεοτερπέος ἐστὶν ἀοιδῆς.
Πατρίκιος δ’, ὃς τῆνδε σοφῶς ἀνεγράψατο βίβλον,
ἔστι μὲν ἀενάοιο διαμπερὲς ἄξιος αἴνου,
οὕνεκα δὴ πάμπρωτος ἐμήσατο κύδιμον ἔργον.
ἀλλ’ ἔμπης οὐ πάγχυ ἐτήτυμα πάντ’ ἀγόρευεν·
οὐδὲ μὲν ἁρμονίην ἐπέων ἐφύλαξεν ἅπασαν,
οὐδὲ μόνων ἐπέων ἐμνήσατο κεῖνος ἀείδων,
ὁππόσα χάλκεον ἦτορ ἀμεμφέος εἶπεν Ὁμήρου.
ἀλλ’ ἐγὼ ἡμιτέλεστον ἀγακλεὲς ὡς ἴδον ἔργον
Πατρικίου, σελίδας ἱερὰς μετὰ χεῖρα λαβοῦσα,
ὅσσα μὲν ἐν βίβλοισιν ἔπη πέλεν οὐ κατὰ κόσμον,
πάντ’ ἄμυδις κείνοιο σοφῆς ἐξείρυσα βίβλου·
ὅσσα δ’ ἐκεῖνος ἔλειπεν, ἐγὼ πάλιν ἐν σελίδεσσι
γράψα καὶ ἁρμονίην ἱεροῖς ἐπέεσσιν ἔδωκα.
Κατά τήν μαρτυρία τοῦ Φωτίου(21), μετεποίησε ἐπίσης «ἐν ἡρῴῳ μέτρῳ» τήν Ὀκτάτευχο, καθώς καί τά βιβλία τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καί τῶν Κριτῶν, καί ἀπό τά προφητικά τόν Ζαχαρία καί τόν Δανιήλ, στά ὁποῖα «ἡ αὐτὴ δὲ χάρις τοῦ τεχνίτου διέπρεπε κἀν τούτοις». Ὁ Φώτιος ἐπαινεῖ τήν παιδεία καί τήν ποιητική της δύναμη, ἡ ὁποία «τὰς μὲν γὰρ διανοίας οὔτε παρατείνων οὔτε συστέλλων ἀεὶ φυλάσσει κυρίας. Καὶ ταῖς λέξεσι δέ, ὅπου δυνατόν, τὴν ἐγγύτητα καὶ ὁμοιότητα συνδιαφυλάσσει». Ὅσο γιά τό ἔμμετρο ἔργο τῆς Εὐδοκίας εἰς τόν μάρτυρα Κυπριανόν, ὁ σοφός Πατριάρχης σημειώνει ὅτι «ἐδήλου δὲ τὰ σπουδάσματα, ὡς παῖδες μητέρα, τῶν τῆς βασιλίδος καὶ ταῦτα ὠδίνων ἔκγονα εἶναι». Ἐπίσης συνέθεσε ἕνα μή σωζόμενο ἑπικό ἑξαμετρικό ἐγκώμιο πρός τιμήν τῆς νίκης τοῦ συζύγου της ἐπί τῶν Περσῶν (421).
Ὡς αὐτοκράτειρα συνέδεσε τό ὄνομά της μέ τήν ἵδρυση τοῦ Πανδιδακτηρίου (425), τοῦ πρώτου πανεπιστημίου τῆς Βασιλεύουσας. Θύμα διαβολῶν, ἀναγκάστηκε νά ἐγκαταλείψει τήν πρωτεύουσα τό 442-443 καί κατέφυγε στούς Ἁγίους Τόπους, ὅπου παρέμεινε μέχρι τόν θάνατό της (460), ἀσχολούμενη μέ ἔργα εὐποιίας καί τήν ἀνοικοδόμηση ἱερῶν ναῶν καί μονῶν, «πολλὰ καταλείψασα ταῖς ἐκκλησίαις». Ὅπως ἀναφέρει τό Πασχάλιον χρονικόν, «ἀπιοῦσα ἀπὸ Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ τὰ Ἱεροσόλυμα εὔξασθαι, εἰσελθοῦσα ἐν τῇ Ἀντιοχείᾳ τῇ μεγάλῃ εἶπεν ἐν τῷ βουλευτηρίῳ λόγον ἐγκωμιαστικὸν εἰς τὴν αὐτὴν Ἀντιόχειαν, καθημένη ἔσωθεν τοῦ δίφρου ὁλοχρύσου ὄντος καὶ διαλίθου βασιλικοῦ, καὶ ἔκραξαν αὐτῇ οἱ τῆς πόλεως, καὶ ἀνηνέχθη αὐτὴ ἔσω ἐν τῷ βουλευτηρίῳ εἰκὼν ἔγχρυσος, καὶ εἰς τὸ λεγόμενον Μουσεῖον στήλην χαλκῆν ἔστησαν αὐτῇ, αἵτινες ἕως τοῦ νῦν ἵστανται. καὶ φιλοτιμησαμένη τῇ τῶν Ἀντιοχέων πόλει τῆς Συρίας χρήματα λόγῳ σιτωνικοῦ ὥρμησεν ἐπὶ τοὺς ἁγίους τόπους, καὶ ἔκτισεν εἰς Ἱεροσόλυμα πολλά, καὶ τὸ τεῖχος ἅπαν ἀνενέωσεν τῆς Ἱερουσαλήμ»(22).
Μεταξύ τῶν ἔργων αὐτῶν συγκαταλέγεται τό κτιριακό σύγκρότημα τῶν λουτρῶν τῶν Γαδάρων τῆς Παλαιστίνης (σημερινοῦ Ηammat Gader), στό ὁποῖο διασώζεται, σέ ἐπιδαπέδια πλάκα, ἑξάμετρη ἐπιγραφή, βεβαιότατα ἔργο τῆς ἰδίας (περί τό 445), μέ τό ὄνομα καί τόν τίτλο τῆς αὐτοκράτειρας πλαισιωμένο ἀπό ζεῦγος σταυρῶν:
† Εὐδοκίας Αὐγούστης †
πολλὰ μὲν ἐν βιότῳ κ(αὶ) ἀπίρονα θαύματ’ ὄπωπα,
τίς δέ κεν ἐξερέοι, πόσα δὲ στόματ’, ὦ κλίβαν’ ἐσθλέ,
σὸν μένος, οὐτιδανὸς γεγαὼς βροτός; ἀλλά σε μᾶλλο(ν)
ὠκεανὸν πυρόεντα νέον θέμις ἐστὶ καλεῖσθαι.
παιάνα καὶ γενέτην γλυκερῶν δοτῆρα ῥεέθρων.
…
ὠδείνουσι τεὸν μένος ὄβριμον ἠνεκ̣[ὲς ἀϊέν],
ἀλλὰ Θεὸν κλυτόμητιν ἀείσο[μαι ὄφρα σε σῴζω]
εἰς εὐεργεσείην μερόπων τε χρ[ῆσιν ἀείνων].
Ἑξάμετρες ἐπιγραφές κοσμοῦν τά μνημεῖα τῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τήν αὐγή τῆς χριστιανικῆς τέχνης, ἐκφράζοντας μέ τόν ἀρτιώτερο τρόπο τίς ὑψηλές ἀλήθειες τῆς Πίστεως. Ἀπό τίς πρωιμότερες τέτοιες μαρτυρίες ξεχωρίζουμε τίς ἐπιτάφιες ἐπιγραφές τοῦ ἁγίου Ἀβερκίου, ἐπισκόπου Ἱεραπόλεως καί τοῦ Πεκτορίου (τέλη 2ου – ἀρχές 3ου αἰώνα), στίς ὁποῖες ἔκδηλες εἶναι οἱ εὐχαριστιακές ἀναφορές. Ἡ πρώτη συνίσταται ἀπό ἕνα εἰσαγωγικό δίστιχο καί εἴκοσι ἑξαμέτρους:
…
οὔνομ’ Ἀβέρκιος ὁ ὢν μαθητὴς ποιμένος ἁγνοῦ,
ὃς βόσκει προβάτων ἀγέλας ὄρεσιν πεδίοις τε,
ὀφθαλμοὺς ὃς ἔχει μεγάλους πάντη καθορῶντας.
οὗτος γάρ μ’ ἐδίδαξε …. γράμματα πιστά·
εἰς Ῥώμην ὃς ἔπεμψεν ἐμὲν βασιλείαν ἀθρῆσαι
καὶ βασίλισσαν ἰδεῖν χρυσόστολον χρυσοπέδιλον·
λαὸν δ’ εἶδον ἐκεῖ λαμπρὰν σφραγεῖδαν ἔχοντα.
καὶ Συρίης πέδον εἶδα καὶ ἄστεα πάντα, Νισῖβιν,
Εὐφράτην διαβάς, πάντη δ’ ἔσχον συνομίλους
Παῦλον ἔχων ἔποχον. πίστις πάντη δὲ προῆγε
καὶ παρέθηκε τροφὴν πάντη ἰχθὺν ἀπὸ πηγῆς
πανμεγέθη καθαρόν, ὃν ἐδράξατο παρθένος ἁγνή·
καὶ τοῦτον ἐπέδωκε φίλοις ἔσθειν διὰ παντὸς
οἶνον χρηστὸν ἔχουσα κέρασμα διδοῦσα μετ’ ἄρτου.
Ὁ ἐπιτάφιος τοῦ Πεκτορίου ἀποτελεῖται μέ τή σειρά του ἀπό τρία δίστιχα καί πέντε ἑξαμέτρους:
Ἰχθύος ο<ὐρανίου θε>ῖον γένος ἤτορι σεμνῷ
Χρῆσε, λαβὼ<ν πηγὴ>ν ἄμβροτον ἐν βροτέοις
Θεσπεσίων ὑδάτ<ω>ν. τὴν σὴν, φίλε, θάλπεο ψυχ<ὴν>
Ὕδασιν ἀενάοις πλουτοδότου σοφίης.
Σωτῆρος ἁγίων μελιηδέα λάμβαν<ε βρῶσιν>,
Ἔσθιε πινάων ἰχθὺν ἔχων παλάμαις.
Ἰχθύι χό<ρταζ’> ἆρα, λιλαίω, δέσποτα σῶτερ.
Εὖ εὕδοι μ<ή>τηρ, σὲ λιτάζομε, φῶς τὸ θανόντων.
Ἀσχάνδιε <πάτ>ερ, τὠμῷ κε<χα>ρισμένε θυμῷ,
Σὺν μ<ητρὶ γλυκερῇ καὶ ἀδελφει>οῖσιν ἐμοῖσιν,
Ἰ<χθύος εἰρήνῃ σέο> μνήσεο Πεκτορίουο.
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἑξάμετρη ἐπιγραφή, ἡ ὁποία συνοδεύει τήν ψηφιδωτή παράσταση τοῦ ὠκεανοῦ πού περιβάλλει τήν γῆ, στό βόρειο ἐγκάρσιο κλίτος τῆς ἰουστινιάνειας Βασιλικῆς Α τοῦ ἐπισκόπου Δουμετίου στήν Νικόπολη τῆς Ἠπείρου (περ. 525-550):
Ὠκεανὸν περίφαντον ἀπίριτον ἔνθα δέδορκας
γαῖαν μέσσον ἔχοντα σοφοῖς ἰνδάλμασι τέχνης
πάντα πέριξ φορεοῦσαν ὅσα πνίει τε καὶ ἕρπει
Δουμετίου κτέανον μεγαθύμου ἀρχιερῆος.
Ἡ ἐπιγραφή ὄχι μόνο ἐνσωματώνει ἕνα ὁμηρικό λογότυπο («ὅσσά τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καί ἕρπει» – Ἰλ., Ρ 447 καί Ὀδ., σ 131), ἀλλά ἀντανακλᾶ καί τόν αἶνο πρός τόν Δημιουργό Θεό, ὅπως ἀπαντᾶ σέ ἀνάλογα συμφραζόμενα στό σῶμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας, λόγου χάριν στά ἔπη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ(23):
Ἡμεῖς δ’ ἐν πάντεσσι Θεὸν μέγαν ὑμνείωμεν,
Ἐσθλοῖς τε στυγεροῖς τε· τὸ γὰρ τεκέων ἐρατεινῶν·
Καὶ μετὰ πρῶτον Ἄνακτα ἐπιχθονίους γενετῆρας,
Οἵ με φάους ἔπλησαν, ἀφ’ ὧν Τριὰς εἰς ἓν ἰοῦσα,
Καὶ λάμψε πραπίδεσσιν ἐμαῖς, καὶ πᾶσι φαάνθη.
Σιγήσω κόσμοιο κύκλον μέγαν, οὐρανὸν εὐρὺν,
Ὄμμασι παμφανόωντα διαυγέσι, νῶτα θαλάσσης
Ῥευστῆς ἱσταμένης τε, τὸ δὴ καὶ θάμβος ἔμοιγε·
Γαῖαν ἐς ὕστερον, ποταμῶν ῥόον, ἠέρα πνευστὸν,
Ὥρας, ἄνθεα τερπνὰ βροτῶν φύσιν, ἠερίων τε,
Ὅσσα Θεὸς προύθηκεν ἐμοῖς φαέεσσι τράπεζαν·
Ταῦτα πατὴρ μεγάλοιο Πατρὸς πάρ’ ἔδωκεν ἔμοιγε.
…
Δὸς φωνὴν νεπόδεσσι, καὶ ἠερίοις πετεηνοῖς,
Καὶ τοῖς ὅσσα τε γαῖαν ἐπιπνείει τε καὶ ἕρπει.
Στό ψηφιδωτό διάκοσμο τῆς ἴδιας βασιλικῆς περιλαμβάνεται καί ἡ ἀκόλουθη λαμπρή κτιτορική ἐπιγραφή:
λίθον ἀπαστράπτοντα θ[εο]ῦ χάριν ἔνθα κ(αὶ) ἔνθα
ἐκ θεμέθλων τολύπευσε καὶ ἀγλαΐην πόρε πᾶσαν
Δουμέτιος περίπυστος ἀμωμήτων ἱερήων
ἀρχιερεὺς πανάριστος ὅλης πάτρης μέγα φέγ[γος].
Πολύτιμη, τέλος, γιά τήν ἱστορία τῆς βυζαντινῆς ψηφιδογραφίας εἶναι καί ἡ ἑξαμετρική ἐπιγραφή τοῦ «οἴκου τοῦ Εὐστολίου» στό Κούριον τῆς Κύπρου (τέλη 4ου αἰ.), καθώς ὁ κτίτορας ἀποδίδει ἀπερίφραστα χριστιανικό νόημα στά εἰκονιζόμενα θέματα (ἰχθύες καί πτηνά):
ἀντὶ λίθων μεγάλων, ἀντὶ στερεοῖο σιδήρου
χαλκοῦ τε ξανθοῖο καὶ αὐτοῦ ἀντ’ ἀδάμαντος,
<ο>ἵδε δόμοι ζώσαντο πολύλλιτα σήματα Χριστοῦ.
Ἀνάμεσα στά πολυάριθμα ἑξάμετρα ἐπιγράμματα τῆς Παλατινῆς Ἀνθολογίας διακρίνουμε αὐτό τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πολυεύκτου στήν βυζαντινή πρωτεύουσα (527), καθιδρύματος τῆς πριγκίπισσας Ἰουλιανῆς Ἀνικίας, δισέγγονης τῆς Αὐγούστας Εὐδοκίας. Πρόκειται γιά τήν ἐπιγραφή σέ 76 λαμπρούς ἑξαμέτρους, ἡ ὁποία περιέτρεχε ἐσωτερικά τό μαρμάρινο ἐπιστύλιο τοῦ ναοῦ καί διασώζεται ἀκόμη καί σήμερα σέ ἐπιτόπια ἀρχιτεκτονικά κατάλοιπα, ἐνῶ ἄλλα τμήματα τοῦ γλυπτοῦ διακόσμου μεταφέρθηκαν σέ διάφορα σημεῖα τῆς Δύσεως μετά τήν Δ΄ Σταυροφορία. Στούς ἀρχικούς στίχους ἡ Ἰουλιανή Ἀνικία ἐπισημαίνει τήν ἀνοικοδόμηση προγενέστερου ἱεροῦ καθιδρύματος τῆς Εὐδοκίας ὡς συνέχεια τοῦ ἔργου τῆς ἐπιφανοῦς αὐτοκράτειρας:
Εὐδοκίη μὲν ἄνασσα, Θεὸν σπεύδουσα γεραίρειν
πρώτη νηὸν ἔτευξε θεοφραδέος Πολυεύκτου·…
ἔνθεν Ἰουλιανή, ζαθέων ἀμάρυγμα τοκήων
τέτρατον ἐκ κείνων βασιλήιον αἷμα λαχοῦσα
ἐλπίδας οὐκ ἔψευσεν ἀριστώδινος ἀνάσσης
ἀλλά μιν ἐκ βαιοῖο μέγαν καὶ τοῖον ἐγείρει
κῦδος ἀεξήσασα πολυσκήπτρων γενετήρων· …
ὀρθὴν πίστιν ἔχουσα φιλοχρίστοιο μενοινῆς.
Ἀπό τούς ποιητές ἑξαμέτρων ἐκφράσεων διακρίθηκαν ὁ Χριστόδωρος ὁ Κοπτίτης, ἐπί Ἀναστασίου (Ἔκφρασις τῶν ἀγαλμάτων τῶν εἰς τὸ δημόσιον γυμνάσιον τὸ ἐπικαλουμένον τοῦ Ζευξίππου), καθώς καί ὁ Ἰωάννης Γαζαῖος (Ἔκφρασις τοῦ κοσμικοῦ πίνακος τοῦ ὄντος ἐν τῷ χειμερίῳ λουτρῷ), τῶν χρόνων τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Οἱ σπουδαιότερες ὅμως καί πιό περίλαμπρες μᾶς παραδίδονται μέσα ἀπό τό αὐτοκρατορικό περιβάλλον. Πρόκειται γιά τίς ἐκφράσεις τοῦ ναοῦ τῆς Ἀγίας Σοφίας καί τοῦ ἄμβωνός της (Ἔκφρασις τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί Ἔκφρασις τοῦ Ἄμβωνος λεχθεῖσα ἰδιαζόντως μετά τήν πρώτην πάροδον τήν μεγάλην ἐν τῷ Πατριαρχείῳ), τίς ὁποῖες συνέθεσε ὁ Παῦλος Σιλεντιάριος κατόπιν αὐτοκρατορικῆς παραγγελίας, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῶν νέων ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ (563) μετά τήν ἀνέγερση τοῦ τρούλλου πού εἶχε καταπέσει στό σεισμό τοῦ 558. Ἐνῶ καί τά δύο ἔργα ἐκκινοῦν μέ προοίμιο σέ ἰαμβικό τρίμετρο, τό κύριο σῶμα τους, τό ὁποῖο ὑπερβαίνει συνολικά τούς χιλίους στίχους, εἶναι συντεθειμένο στό κλασικό δακτυλικό ἑξάμετρο. Μποροῦμε νά φέρουμε στόν νοῦ μας μέ θαυμασμό τήν μεγαλοπρέπεια τῆς στιγμῆς, κατά τήν ὁποία ἐκφωνήθηκαν στό σημαντικώτερο μνημεῖο τῆς Βασιλεύουσας, στό ἀπόγειο τῆς δόξας της, στίχοι ὅπως οἱ ἀκόλουθοι:
Ὑμνοπόλοι Χριστοῖο θεουδέες, ὧν ὑπὸ φωνῆς
πνεύματος ἀχράντοιο μετ’ ἀνέρας ἤλυθεν ὀμφὴ
ἀνδρομέην Χριστοῖο διαγγέλλουσα λοχείην·
ἠδ’ ὁπόσοι μετὰ τύμβον ἀκήρατον ἔθνεσι γαίης
σύμβολα κηρύσσοντες ἀνεγρομένοιο θεοῖο
πᾶσαν ἐφαιδρύνασθε κατηφέος ἄντυγα κόσμου,
τυφλὸν ἀμειδήτοιο νέφος σκεδάσαντες ὀμίχλης·
…
Χριστὸς ἄναξ ἔστεψε, καὶ αἱμαλέοισι ῥεέθροις
ψυχαίης ἐκάθηρεν ὅλην σμώδιγγα καλύπτρης·
δεῦρο, χοροὺς στήσασθε καὶ εὐαγέεσσιν ἀοιδαῖς
σύνθροον ἡμετέρηισι μέλος πλέξασθε χορείαις.
ὑμέτερος γὰρ χῶρος ἀείδεται, ὁππόθι πολλὴ
θεσπεσίαις βίβλοισιν ἀκήρατος ἔγρεται ἠχώ.
…
Τοῖα μὲν ἀγλαόδωρος ἐμὸς σκηπτοῦχος ἐγείρει
ἔργα θεῶι βασιλῆϊ. πολυστέπτοις δ’ ἐπὶ δώροις
καὶ σέλας ἀστυόχοιο ἑῆς ἀνέθηκε γαλήνης
νηὸν ὕπερ πολύυμνον, ὅπως θεοδέγμονι βουλῆι
ἔμπνοον ἱδρύσειε γέρας κοσμήτορι κόσμου,
Χριστῶι παμβασιλῆϊ. σὺ δ’ ἵλαος ἵλαος εἴης,
παμφαὲς ἀχράντου τριάδος σέβας, ἄστεϊ Ῥώμης
καὶ ναέταις καὶ ἄνακτι καὶ ἱμεροδερκέϊ νηῶι.
Ὁμηρικές ἀπηχήσεις ἀνιχνεύονται ἐπίσης στό εὐρύτερο ἀφηγηματικό πλαίσιο καί περιεχόμενο κειμένων, ὅπως ὁ Βίος καὶ τὰ θαύματα τῆς ἁγίας Θέκλας (430-470), ὅπου περιστατικά τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν μετασχηματίζονται ὑπό χριστιανική ὀπτική. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἐκδότης τοῦ ἔργου καί μέλος τῆς Γαλλικῆς Ἀκαδημίας Gilbert Dagron, ὁ συγγραφέας τοῦ ἁγιολογικοῦ αὐτοῦ κειμένου «μᾶς περιγράφει ἤ, καλύτερα, μᾶς τραγουδεῖ ἕνα πολιτισμό μέ τά κέντρα του, τή ρητορική του, τίς ἀνέσεις του, τήν ἀριστοκρατία τῆς καταγωγῆς καί τοῦ πλούτου, δείχνοντάς μας μέσα ἀπό ποιούς παλαιούς διαύλους διείσδυσε ὁ χριστιανισμός στόν κόσμο καί πῶς τόν χρωμάτισε». Ἀλλά ἡ ἐπίδραση τοῦ Ὁμήρου περιέρχεται μέχρι τόν σπουδαιότερο ὑμνογράφο τῶν πρώιμων βυζαντινῶν χρόνων, Ρωμανό τόν Μελῳδό. Σύμφωνα μέ τόν ὁμότιμο καθηγητή Θεοχάρη Δετοράκη, «αὐτό πού κάνει ὁ Ὅμηρος κατεβάζοντας τούς θεούς στά ἀνθρώπινα μέτρα, τολμᾶ νά κάνει τώρα καί ὁ Ρωμανός […]. Ἔτσι στά κοντάκια τοῦ Ρωμανοῦ τά θεῖα πρόσωπα δονοῦνται ἀπό αἰσθήματα ἀνθρώπινα καί ἔρχονται πιό κοντά στόν πιστό. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ ποιητής ἐξασφαλίζει τή μέθεξη τοῦ ἐκκλησιάσματος καί ὑπηρετεῖ τούς σκοπούς τῆς Ἐκκλησίας».
Ὅπως συνάγεται ἀπό τήν ἐξέταση τῶν συγκεκριμένων στοιχείων καί προκύπτει ἀπό τήν μελέτη τῶν φιλολογικῶν πηγῶν καί τῶν ἐπιγραφικῶν μαρτυριῶν αὐτῆς τῆς ἀτελοῦς ἐπισκόπησης, ὁ ὁμηρικός στίχος, τόσο στήν αὐτοτέλειά του, ὅσο καί μέσα ἀπό τήν παράδοση τοῦ δακτυλικοῦ ἑξαμέτρου, ἀνθοφόρησε μέ θαυμαστή ποικιλία καί πλοῦτο σέ ὅλη τήν ἐμβέλεια τῆς πρώιμης βυζαντινῆς γραμματείας, κατ’ ἄρρηκτη καί ὀργανική συνέχεια, δημιουργική ἀφομοίωση καί μετεξέλιξη τοῦ ἑλληνιστικοῦ ἐμμέτρου λόγου. Ἡ καλλιέργεια τοῦ ὁμηρικοῦ καί μεθομηρικοῦ ἑξαμέτρου ἀναδεικνύεται ὡς ἡ ὑψηλότερη, ἀρτιώτερη καί πληρέστερη ἔκφραση τῆς πρώιμης βυζαντινῆς μούσας καί ἐκδήλωση ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας, «εὐγλωττίας χάριν καὶ γυμνασίας τοῦ νοῦ», ὅπως ἐπίσης καί ὡς τό ἀνώτερο καί πιό ἐνδεδειγμένο στήν αὐτοκρατορική μεγαλοπρέπεια ποιητικό ὕφος, ἐνῶ τό εὐρύτερο πλαίσιο τῶν γραμμάτων καί τῆς παιδείας ἐξασφαλίζει στόν ὁμηρικό στίχο ἕνα νέο κύκλο προφορικότητας, ἡ ὁποία τόν διατηρεῖ καί τόν καθιερώνει στήν αἰσθητική πρωτοκαθεδρία. Γράφει ὁ μεγάλος Ἀλεξανδρινός, Κωνσταντῖνος Καβάφης, στό μελέτημά του «Οἱ βυζαντινοί ποιηταί», ἐκθειάζοντας «τάς καλλονάς καί τάς λεπτότητας» τῆς τέχνης τους. «Εὐμενής τις μοίρα ἐπροίκισε τήν φυλήν μας διά τοῦ θείου δώρου τῆς ποιήσεως. Ἡ εὐρεῖα καί ἀνθοστεφής χώρα τῶν στίχων εἶναι ἡ πατρίς τοῦ πνεύματός μας. Ἐν αὐτῇ θά εὕρωμεν τήν μεγαλοφυΐαν τοῦ γένους μας, καί ὅλην τήν τρυφερότητα, ὅλους τούς τιμιωτέρους παλμούς τῆς καρδίας τοῦ ἑλληνισμοῦ».
1.Ἐπιστολή 14 (Γρηγορίῳ ἑταίρῳ).
2.Ἐπιστολή 20.
3.Ἐγκώμιον εἰς Μαρκιανόν ἐπίσκοπον Γάζης, 1, 32 κ.ἑ. καί 2, 33 κ.ἑ., κυρίως, ἀντιστοίχως.
4.Λόγοι, 18, 6 (Περί λόγου ἀσκήσεως).
5.Ἐπιστολαί, 53 καί 111.
6.Ἱστορίαι, 4.
7. Βλ. σχετικά H. Hunger, «On the Imitation of Antiquity in Byzantine Literature», Dumbarton Oaks Papers 23 (1969-70), σ. 15-38.
8. Ὅπως γράφει χαρακτηριστικά ὁ Herbert Hunger, «θά ἦταν λοιπόν λάθος νά θέλουμε νά βλέπουμε στή μίμηση αὐτή μόνο μιά ἀξεπέραστη τάση πρός τόν ἀρχαϊσμό ἤ τή χρησιμοποίηση χωρίων ἀρχαίων συγγραφέων». «Ἡ δύναμη τῆς λόγιας βυζαντινῆς λογοτεχνίας βρίσκεται λοιπόν στήν ὅσο τό δυνατόν πιό πολύμορφη ἀποδοχή ἀρχαίων προτύπων καί στήν ἐνσωμάτωσή τους στό πολιτιστικό καί ἰδεολογικό πλαίσιο τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας μέ τήν τάση γιά ὁλοένα μεγαλύτερη τελειότητα.»: H. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία: Ἡ λόγια κοσμική γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, τ. Α΄, Ἀθήνα 1987, σ. 34-35.
9.Ἐπιστολή 101.
10.Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 3, 16.
11. PG 33, στ. 1313 κ.ἑ.
12. Ἄν καί δέν διευκρινίζει ποιόν ἀπό τούς δύο, καί μᾶλλον ἀποδίδει τό ἔργο στόν νεώτερο («Ἀπολινάριος ὁ Σύρος»).
13.Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 5, 18.
14. Βλ. σχετικά Roger P. H. Green, Latin Epics of the New Testament: Juvencus, Sedulius, Arator, Ὀξφόρδη 2006.
15. Ἱερώνυμος, De viris illustribus, 84.
16.Epistolae, 53, 7 («Σάν νά μήν ἔχουμε διαβάσει ὁμηροκέντρωνες καί βιργιλιοκέντρωνες· ὅμως δέν μποροῦμε νά ποῦμε καί τόν [Βιργίλιο] Μάρωνα, πού εἶναι ἀλλότριος πρός τόν Χριστό, Χριστιανό»).
17.Κατά αἱρέσεων 1, 1, 20, 35 κ.ἑ.
18. Γιά ἀνάλογη πρακτική ἐπικρίνει τόν αἱρετικό Εὐνόμιο ὁ Γρηγόριος Νύσσης: «Καθάπερ ἀκούω καὶ τὸν Εὐνόμιον ὑπὲρ τὸν Ἰλιακὸν πόλεμον … ζητοῦντα φιλοπόνως οὐχ ὅπως ἑρμηνεύσῃ τι τῶν νοηθέντων, ἀλλ’ ὅπως κατὰ τῶν λέξεων ἐπισύρηται κατηναγκασμένα νοήματα καὶ περισυλλέγοντα τὰς εὐηχοτέρας φωνὰς ἐκ συγγραμμάτων τινῶν· καὶ ὥσπερ οἱ πτωχοὶ δι’ ἀπορίαν ἐσθῆτος ἐκ ῥακωμάτων τινῶν τοὺς χιτῶνας ἑαυτοῖς περικεντοῦντες συρράπτουσιν, οὕτω καὶ τοῦτον ἄλλην ἀλλαχόθεν λέξιν περιβοσκόμενον διὰ τούτων ἐξυφῆναι ἑαυτῷ τοῦ λόγου τὸν κέντρωνα» (Κατά Εὐνομίου, 2, 1, 128-9).
19. Ὅπως οἱ PGM IV καί PGM VII. Βλ. Franco Maltomini, «P. Lond. 121 (= PGM VII), 1-221: Homeromanteion», Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik 106 (1995), σ. 107-122.
20. Σύμφωνα μέ τόν Εὐάγριο τόν Σχολαστικό, Ἐκκλησιαστική ἱστορία, 20.
21.Βιβλιοθήκη, 183-4.
22.Πασχάλιον χρονικόν, 585.
23. PG 37, στ. 1526-28. Ἐπιπλέον οἱ ὁμηρικοί στίχοι:
Ἐν μὲν γαῖαν ἔτευξ’, ἐν δ’ οὐρανόν, ἐν δὲ θάλασσαν,
ἐν δὲ τὰ τείρεα πάντα, τά τ’ οὐρανὸς ἐστεφάνωται θεωρήθηκαν ὡς ἀναφερόμενοι στήν θεία δημιουργία ἀπό τόν Ἰουστῖνο, τόν Κλήμεντα τόν Ἀλεξανδρέα καί τόν Εὐσέβιο Καισαρείας.