Του Άγγελου Σακέττου,
Είναι αλήθεια ότι οι Πλαταιές ήταν μια πόλη της Βοιωτίας, στα σύνορα της Αττικής και στις βόρειες υπώρειες του όρους Κιθαιρώνα. Κατά το Θουκυδίδη, και σύμφωνα με τη θηβαϊκή παράδοση, οι Πλαταιές ιδρύθηκαν αρχικά από τους Θηβαίους. Ο Παυσανίας όμως λέει πως οι Πλαταιείς ήταν αυτόχθονες και η πόλη τους ονομάστηκε από το όνομα της κόρης του Ασωπού Πλαταίας. Πράγματι, με το όνομα Πλάταια η πόλη αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 504) ως μια από τις βοιωτικές πόλεις της κοιλάδας του Ασωπού που τις κατοικούσαν Αιολείς Βοιωτοί, ιωνικής φυλής. Στους πρώτους ιστορικούς χρόνους, οι Πλαταιές ανήκουν στο Σύνδεσμο των βοιωτικών πόλεων και βρίσκονται υπό την επικυριαρχία της Θήβας.
Το 510 π.Χ. οι Πλαταιείς συμμάχησαν με τους Αθηναίους για να μπορέσουν να απαλλαγούν από το θηβαϊκό ζυγό, και από τότε έμειναν πιστοί σύμμαχοι των Αθηναίων. Έτρεξαν να πολεμήσουν στη μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ., καθώς και στο Αρτεμίσιο. Δεν έλαβαν όμως μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ., γιατί είχαν πάει να παραλάβουν τις οικογένειες και τα υπάρχοντά τους από την πόλη τους, που κινδύνευε να καταστραφεί από την κάθοδο των περσικών στρατευμάτων. Πράγματι, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (Η’ 50), «οι βάρβαροι έκαψαν τις Θεσπιές και τις Πλαταιές, γιατί έμαθαν από τους Θηβαίους ότι δεν μήδιζαν».
Το επόμενο έτος, 479 π.Χ., και ενώ η πόλη εξακολουθούσε να είναι κατεστραμμένη, έγινε η περίφημη μάχη των Πλαταιών, όπου ο στρατός του Μαρδόνιου νικήθηκε και η Ελλάδα ελευθερώθηκε από το βάρβαρο εισβολέα. Οι Έλληνες είχαν αποφασίσει να πάνε στις Πλαταιές (Ηρόδοτος, Θ’ 25), γιατί η τοποθεσία τους τούς φαινόταν πολύ πιο κατάλληλη για να στρατοπεδεύσουν, παρά η τοποθεσία των Ερυθρών, και γιατί είχε περισσότερα νερά. Όταν στρατοπέδευσαν εκεί οι Έλληνες, είχαν τα νώτα εξασφαλισμένα χάρη στα οχυρά των Πλαταιών, και μπροστά τους είχαν ευρύ πεδίο. Στα ανατολικά της Γαργαφίας κρήνης είχε τοποθετηθεί ο Παυσανίας με το δεξιό κέρας, μέχρι την πεδιάδα του Ασωπού, όπου στρατοπέδευσαν οι Αθηναίοι με τον Αριστείδη. Ολόκληρη η μάχη περιγράφεται πολύ ωραία από τον Ηρόδοτο. Αυτή η περίφημη νίκη έκανε τους νότιους Έλληνες να αναγνωρίσουν τις Πλαταιές ως απαραβίαστη χώρα, και ο Παυσανίας και όλοι οι άλλοι νότιοι Έλληνες ορκίστηκαν πως θα διαφυλάξουν την ανεξαρτησία των Πλαταιών. Η ομοσπονδία των Ελλήνων, κατόπιν πρότασης του Αθηναίου Αριστείδη, απένειμε βραβείο ανδρείας στους Πλαταιείς, και τους έδωσαν και χρηματική βοήθεια από ογδόντα τάλαντα, που οι Πλαταιείς τα ξόδεψαν για να αναγείρουν ναούς της Αθηνάς και του Ελευθερίου Δία. Ανέλαβαν επίσης να κάνουν κάθε χρόνο στο βωμό του Ελευθερίου Δία μια ευχαριστήρια επινίκια γιορτή και να διεξάγουν κάθε τέσσερα χρόνια τους Ελευθέριους αγώνας, σε ανάμνηση της ελευθέρωσης της Ελλάδας από τους βάρβαρους Πέρσες.
Με τη βοήθεια των Αθηναίων, η πόλη των Πλαταιών ξαναχτίστηκε και οι κάτοικοι της έζησαν ειρηνικά επί 50 χρόνια, ως τις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ.), οπότε, όπως περιγράφει ο Θουκυδίδης (Β’ 2), μερικοί Θηβαίοι, λίγο περισσότεροι από τριακόσιοι, με αρχηγούς τους βοιωτάρχες Πυθάγγελο και Διέμπορο εισχώρησαν, την ώρα που οι άνθρωποι βρίσκονταν στον πρώτο τους ύπνο, ένοπλοι στις Πλαταιές. Τις πύλες τις άνοιξαν μερικοί από τους Πλαταιείς, ο Ναυκλείδης και οι οπαδοί του, επειδή ήθελαν να αποκτήσουν μεγαλύτερη δύναμη στην πόλη, να σκοτώσουν τους αντιθέτους των Πλαταιείς, και να κάνουν την πόλη σύμμαχο των Θηβαίων.
Όταν οι Πλαταιείς κατάλαβαν ότι οι Θηβαίοι είχαν εισχωρήσει στην πόλη αιφνιδιαστικά, επειδή μέσα στο σκοτάδι της νύχτας τους πήραν για πολύ περισσότερους από όσοι ήταν στην πραγματικότητα, σκέφτηκαν να συμβιβαστούν, κι αφού δέχτηκαν τις προτάσεις τους, έμειναν ήσυχοι, γιατί νόμιζαν ότι καμιά αφορμή δεν είχαν δώσει σε κανέναν ώστε να φοβούνται πως θα τους έκαναν κακό. Ενώ όμως γίνονταν οι διαπραγματεύσεις, αντιλήφθηκαν ότι οι Θηβαίοι δεν ήταν πολλοί και νόμισαν πως αν τους επιτίθενταν θα τους νικούσαν εύκολα, γιατί ο λαός των Πλαταιών δεν ήθελε να φύγει από τη συμμαχία των Αθηναίων. Άρχισαν λοιπόν να ετοιμάζονται για την επίθεση, τρυπώντας τους τοίχους των σπιτιών τους ώστε να μη φαίνονται οι κινήσεις τους από το δρόμο, τοποθετώντας άμαξες χωρίς άλογα στους δρόμους, για να τους χρησιμεύσουν για τείχος, και πολλά άλλα. Όταν όλα ήταν έτοιμα, λίγο πριν ξημερώσει, βγήκαν από τα σπίτια τους και έκαναν την επίθεσή τους. Οι Θηβαίοι προσπάθησαν να αποκρούσουν τις επιθέσεις και το κατόρθωσαν δύο ή τρεις φορές, αλλά οι Πλαταιείς επιτίθενταν με μεγάλο θόρυβο και οι γυναίκες και οι δούλοι φώναζαν συγχρόνως μέσα από τα σπίτια και θορυβούσαν χτυπώντας τους με πέτρες και κεραμίδια, και επειδή τη νύχτα είχε πέσει ραγδαία βροχή, φοβήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν.
Το 429 π.Χ., στον τρίτο χρόνο του Πελοποννησιακού πολέμου, τα σπαρτιατικά στρατεύματα με τον Αρχίδαμο επικεφαλής εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον των Πλαταιών, με υποκίνηση των Θηβαίων. Ο Θουκυδίδης περιγράφει με λεπτομέρειες κι αυτή την πολιορκία των Πλαταιών. Οι Πλαταιείς είχαν φροντίσει να διώξουν προηγουμένως από την πόλη τους γέροντες, τις γυναίκες και τα παιδιά, και να τους στείλουν στην Αθήνα. Δεν είχαν απομείνει μέσα στην πόλη παρά 400 πολεμιστές Πλαταιείς, 80 πολεμιστές Αθηναίοι και 110 γυναίκες για τις οικιακές ανάγκες. Οι πολιορκημένοι αντιστάθηκαν γενναία επί δύο χρόνια, έως το 427 π.Χ., οπότε αναγκάστηκαν από την πείνα να παραδοθούν στους Πελοποννησίους. Τότε όλοι σχεδόν σκοτώθηκαν από τον εχθρό και η πόλη κατεδαφίστηκε από τους Θηβαίους, που με τα υλικά των κατεδαφισμένων σπιτιών έχτισαν έναν καινούργιο ναό της Ήρας, που ονομάστηκε Εκατόμπεδος (100 ποδών). Οι Αθηναίοι δέχτηκαν με πολλή συμπάθεια όσους από τους Πλαταιείς κατόρθωσαν να διασωθούν και τους έκαναν επίτιμους πολίτες της Αθήνας.
Το 420 π.Χ., οι Αθηναίοι παραχώρησαν στους Πλαταιείς πρόσφυγες τη μακεδονική πόλη Σκιώνη για μόνιμη κατοικία τους, αλλά μόλις τελείωσε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, αναγκάστηκαν να ξαναγυρίσουν στην Αθήνα, όπου έμειναν έως την Ανταλκίδειο ειρήνη του 338, που εξασφάλιζε την αυτονομία των ελληνικών πόλεων, και μπόρεσαν έτσι να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους. Ωστόσο, δεν έμειναν εκεί για πολύ, γιατί το 372 π.Χ. τους επιτέθηκαν και πάλι οι Θηβαίοι αιφνιδιαστικά, κατέστρεψαν την πόλη τους, και οι Πλαταιείς αναγκάστηκαν για δεύτερη φορά να καταφύγουν στην Αθήνα. Ο Ισοκράτης, στον αποκαλούμενο Πλαταϊκό λόγο του, που εκφώνησε στη Βουλή των Αθηναίων, περιγράφει τη νέα αυτή καταστροφή των Πλαταιών και την άφιξη των κατοίκων τους στην Αθήνα.
Το 338 π.Χ., μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, αυτή τη φορά με τη βοήθεια του Φιλίππου της Μακεδονίας, οι Πλαταιείς ξαναγύρισαν στον τόπο τους. Στην ανοικοδόμηση της πόλης συνέβαλε αργότερα με χρηματική βοήθεια ο Μέγας Αλέξανδρος. Από τότε έζησαν ειρηνικά ως τους τελευταίους ρωμαϊκούς χρόνους.
Ο Παυσανίας, όταν επισκέφθηκε τις Πλαταιές το 2ο αιώνα μ.Χ., είδε τους ναούς της Ήρας, της Αρείου Αθηνάς και της Ελευσίνιας Δήμητρας. Ο ναός της Ήρας, που είχε χτιστεί από τους Θηβαίους μετά την καταστροφή της πόλης, το 427 π.Χ., ήταν πολύ μεγάλος και είχε πλούσιο διάκοσμο, ακόμη και με έργα του Πραξιτέλη. Ο ναός της Αρείου Αθηνάς δεν είναι βέβαιο πότε χτίστηκε, γιατί ο Παυσανίας λέει πως είχε κατασκευαστεί από λάφυρα που έφεραν οι Πλαταιείς από τη μάχη του Μαραθώνα, ενώ ο Πλούταρχος λέει πως χτίστηκε με τα 80 τάλαντα που είχαν πάρει για την ανδρεία που είχαν δείξει στη μάχη των Πλαταιών. Περιείχε θαυμάσιους ζωγραφικούς πίνακες του Πολυγνώτου και του Ονότου, και άγαλμα της Αθηνάς κατασκευασμένο από το Φειδία. Κατά τον Ηρόδοτο, ο ναός της Ελευσίνιας Δήμητρας είχε χτιστεί σε ανάμνηση της μάχης του Αγριοπίου, όπου υπήρχε παλαιότερος ναός της Ελευσίνιας Δήμητρας. Ο Στράβων λέει πως η πόλη είχε και τέταρτο ναό, του Ελευθέριου Δία, που δεν υπήρχε όμως πια όταν επισκέφθηκε την πόλη ο Παυσανίας, ενώ αντιθέτως υπήρχαν βωμός και άγαλμα του Ελευθερίου Δία έξω από την πόλη. Σήμερα σώζονται ελάχιστα μόνο ερείπια από τα τείχη της πόλης.
Αυτή ήταν, λοιπόν, η σύντομη ιστορία της πολύπαθης, αλλά και ένδοξης πόλης των Πλαταιών!..