Το Σαντζάκιον του Κάρλελι (Κάρλι-ελί) στην περίοδο της Τουρκοκρατίας

Κείμενα: Ιωάννης  Γ.  Νεραντζής, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Κρήτης 

  Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας, το 1204, η βυζαντινή αυτοκρατορία διασπάσθηκε σε μεγαλύτερες ή μικρότερες φεουδαρχικές πολιτείες. (Νεραντζής Ιωάννης, «Το Σαντζάκιον του Κάρλελι στην περίοδο της τουρκοκρατίας στη Ελλάδα», περιοδικό ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, (της ‘Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας’), τεύχ. 6, Ιαν.-Ιούν.  2006, σσ. 91-96).

   Η Δυτική Στερεά μέχρι και της Ναυπάκτου περιελήφθηκε στο Ελληνικό Δεσποτάτο της Ηπείρου. (βλ. Δ. Ζακυθηνός, λήμμα “Βυζάντιον”, στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (Πυρσός), συμπλήρωμα, τ. 2, σ. 244). Μετά από σειρά ανακατατάξεων, στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα, η Δυτική Στερεά εξουσιάζεται υπό των αυθεντών της νήσου Κεφαλληνίας, δηλ. υπό των Τόκκων, με εξαίρεση μόνο τη Ναύπακτο, την οποία μέχρι τέλους σχεδόν του 15ου αιώνα κατέχουν οι Βενετοί. (Αναλυτικά για την ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Στερεά Ελλάδα βλ: Ουϊλιαμ Μίλλερ, Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204-1566), μετάφραση Σπυρ. Λάμπρου, τόμοι 2, Αθήνα 1910).

   Οι πρώτες εμφανίσεις των Οθωμανών στην Αιτωλοακαρνανία έγιναν το 1385. Η κατάκτησή της όμως ολοκληρώθηκε σχεδόν το 1449, όταν κατελήφθησαν οι ηπειρωτικές κτήσεις των Τόκκων, πλην του Αγγελοκάστρου και της Βόνιτσας, εκ των οποίων το μεν Αγγελόκαστρο, κατά τον Γ. Χέρτσβεργ, (Ιστορία της Ελλάδος, μετάφραση Π. Καρολίδης τόμοι 2, Αθήνα 1906, στον 2ον τόμο, σ. 715), κατακτήθηκε το 1460, (αν και δεν συμφωνούν όλες οι ιστορικές πηγές με αυτό), η δε Βόνιτσα μαζί με την Λευκάδα το 1479. (βλ. Απόστ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος 3ος, σ. 53-54).

   Ο κύκλος της Οθωμανικής κατακτήσεως στη Στερεά έκλεισε με την κατάληψη της Ναυπάκτου το 1499, Βενετικής από το 1407.

   Η σπουδαιότητα, τώρα, των προ της Οθωμανικής κατάκτησης αστικών κέντρων, η στρατηγική τους σημασία και η σε διαφορετικό χρόνο συντελεσθείσα κατάκτηση αυτών υπό των Τούρκων, επέδρασαν πολύ στη διαμόρφωση των Οθωμανικών διοικητικών περιφερειών, μία από τις οποίες ήταν και το σαντζάκιον του Κάρλελι. (Ιωάννης Γ. Γιαννόπουλος, Η Διοικητική Οργάνωσις της Στερεάς Ελλάδας κατά την Τουρκοκρατίαν, 1393 – 1821, Αθήνα 1971).

   Μετά το 1354, (ημερομηνία κατάληψης Καλλίπολης), και κυρίως μετά το 1453, το οθωμανικόν κράτος διαιρέθηκε σε ευρείες διοικητικές περιφέρειες τα μπεηλερμπεηλίκια, ή εγιαλέτια, όπως ονομάσθηκαν μετά το 1591 επί Μουράτ Γ’ (1574-1595). (Αντιστοιχούσαν προς τις γενικές διοικήσεις Πελοποννήσου, Μακεδονίας κ.λ.π., στις οποίες ήταν διαιρεμένη παλαιότερα η Ελλάδα, αν και το εγιαλέτιον ήταν συνήθως περιφέρεια κατά πολύ ευρύτερη αυτών).

   Αυτή η μέγιστη διοικητική περιφέρεια του οθωμανικού κράτους ήταν διαιρεμένη, κατά περίπτωση, σε μεγάλο ή μικρό αριθμό σαντζακίων (= νομών).

   Κάθε σαντζάκιον (= νομός) διαιρούνταν σε μικρότερες διοικητικές περιφέρειες, τους καζάδες (= επαρχίες).

   Κάθε καζάς (= επαρχία) ήταν διαιρεμένος στους ναχιγιέδες. (Ο ναχιγές αντιστοιχούσε προς τους παλαιότερους ελληνικούς δήμους, οι οποίοι συναποτελούνταν από πολλά χωριά, με μια κύρια πόλη τουλάχιστον ως πρωτεύουσα).

   Η Στερεά Ελλάδα ήταν διαιρεμένη σε τρία σαντζάκια (= νομούς): -το σαντζάκιον του Κάρλελι, -το σαντζάκιον της Ναυπάκτου, και -το σαντζάκιον του Ευρίπου. (Για ένα χρονικό διάστημα το ανατολικό και κεντρικό τμήμα της Στερεάς υπάγονταν στο σαντζάκιον Τρικάλων, ενώ ο καζάς (= επαρχία) Αγράφων ανήκε μονίμως στο Σαντζάκιον των Τρικάλων, το οποίο όμως δεν συντρέχει λόγος να θεωρηθεί ως τέταρτο σαντζάκιον της Στερεάς).

   Τα βασικά, λοιπόν, σαντζάκια της Στερεάς ήσαν τα τρία προαναφερθέντα και μέχρι το 1533 ανήκαν στο εγιαλέτιον της Ρούμελης (= Ευρωπαϊκής Τουρκίας), οπότε και αποσπάσθηκαν και υπήχθησαν στο νεοϊδρυμένο τότε, από τον Σουλεϊμάν Α΄, μπεηλερμπεηλίκιον των Νήσων της Άσπρης (= Μεσογείου) θάλασσας, [με πρωτεύουσα την Καλλίπολη μέχρι και τον 17ον αιώνα και από τον 18ον αιώνα με πρωτεύουσα την Κων/πολη], αποτελέσαντα μαζί με τα σαντζάκια της Καλλίπολης, της Μυτιλήνης και της Ρόδου τον πρώτον πυρήνα του μπεηλερμπεηλικίου της Άσπρης (= Μεσογείου) θάλασσας.

   Πρώτος Μπεηλέρμπεης των Νήσων της Άσπρης διορίστηκε από τον Σουλεϊμάν τον Α ο διαβόητος πειρατής Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. (βλ. Ι. Χάμμερ, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξελληνισθείσα υπό Κ. Σ. Κροκιδά, τόμοι 1-6, Αθήνα 1870-1874, στον τόμο 4, σ. 39-40). Επίσης στον Αποστ. Βακαλόπουλο, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος 3ος σελ. 142).

   Στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα, το εγιαλέτιον των Νήσων περιελάμβανε δεκατρία σαντζάκια, από τα οποία τα δέκα ήσαν οργανωμένα κατά το τιμαριωτικόν σύστημα. Μεταξύ των τελευταίων ήταν και το σαντζάκιον του Κάρλελι, που κατά τον Χατζή Κάλφα, γράψαντα το 1656, περιελάμβανε ένδεκα ζιαμέτια και εκατόν δέκα εννέα τιμάρια. Οι δε πρόσοδοι του σαντζάκμπεη εκ του χάς (= πρόσοδοι των πλουσιοτέρων περιοχών του σαντζακίου) ανέρχονταν σε 264.400 ακτσέδες (= Άσπρα) (βλ. Haji Kalifen (ή Katib Celebi), The history of the marifime wars of the Turks, London 1831, σελ. 146-147). Κατά τους προ του 1821 χρόνους τα σαντζάκια του εγιαλετίου των Νήσων ήσαν δεκαέξ.

   Ο σαντζάκμπεης ήταν o στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής του σαντζακίου. Μετά από αυτόν, δεύτερος στην ιεραρχία του στρατιωτικού τιμαριωτισμού ερχόταν ο αλαϊμπεης. Υπό τον σαντζάκμπεην και τον αλαϊμπεην τελούσαν οι διοικητές των καζάδων (= επαρχιών), που μέχρι τον 17ον αιώνα ονομάζονταν σουμπασήδες, ενώ από τον 17ον αιώνα και μετά επεκράτησε ο σλαβικής προέλευσης όρος Βοεβόδας. Tον 19ον αιώνα ο διοικητής του καζά ονομαζόταν καϊμακάμης.

   Η σύσταση και η οργάνωση του μικρού σαντζακίου του Κάρλελι υπαγορεύθηκε από τη στρατηγική αξία της περιοχής (βλέπε: Ι. Γιαννόπουλος, Η Διοικητική Οργάνωσις της Στερεάς Ελλάδος κατά την Τουρκοκρατίαν, Διδ. Διατρ., 1971, σ. 48, όπου και οι ιστορικές πηγές που το αποδεικνύουν).

   Η σύσταση του μικρού σαντζακίου του Κάρλελι το πιθανότερο είναι να έγινε μετά το 1479, μετά δηλαδή την κατάληψη της Βόνιτσας και της Λευκάδας. Ονομάσθηκε δε Κάρλελι, δηλαδή χώρα του Καρόλου, από το όνομα των σπουδαιοτέρων προηγούμενων κυριάρχων Τόκκων, Καρόλου του Α’ (1405 ή 1408-1429) και Καρόλου του Β’ (1429-1448). Την ονομασία διετήρησε η περιφέρεια μέχρι της εθνικής ανεξαρτησίας των Ελλήνων, στο στόμα δε του λαού και μετά από αυτή. (Νεραντζής Ιωάννης, ό.π., σσ. 91-96).

   Πρωτεύουσα του σαντζακίου, προφανώς από την συγκρότησή του, ορίσθηκε το Αγγελόκαστρο, πόλη που κατά τον καθηγητή Α. Ορλάνδο (“το φρούριο του Αγγελοκάστρου”, Αρχείο Βυζαντινών Μνημείων Ελλάδος, τόμ. 9, 1961) ιδρύθηκε τον 13ον αιώνα υπό των Ελλήνων δεσποτών της Ηπείρου. (Νεραντζής Ιωάννης, ό.π., σσ. 91-96).

   Κατά τον 17ον αιώνα οι καζάδες του σαντζακίου του Κάρλελι είναι εξι : Αγγελόκαστρο, Βόνιτσα, Αγία Μαύρα (= Λευκάδα), Βραχώρι (= Αγρίνιο), Ξηρόμερο (Ακαρνανίας) και Βάλτος (Ακαρνανίας). Στην όγδοη δεκαετία του ίδιου αιώνα (17ου), το Ανατολικό (Αιτωλικό) και το Μεσολόγγι, αν και δεν αποσπάσθηκαν τυπικά από τον καζά Αγγελοκάστρου, αποτέλεσαν ξεχωριστό βοεβοδαλίκιον. (Νεραντζής Ιωάννης, ό.π., σσ. 91-96).

   Το 1684, η Βόνιτσα και η Λευκάδα, αφού κυριεύθηκαν υπό των Βενετών έπαψαν να αποτελούν καζάδες του σαντζακίου του Κάρλελι.

   Μέχρι τέλους του 17ου αιώνα, το Κάρλελι διοικούνταν από σαντζάκμπεη.

   Στα τέλη όμως του 17ου αιώνα σημειώνονται  μεταβολές στη συγκρότηση της κεντρικής διοίκησης του Κάρλελι. Μεταφέρεται η πρωτεύουσα αυτού από το Αγγελόκαστρο στο Βραχώρι (Αγρίνιον), που σημειωτέον ήταν από τα μέσα του 16ου αιώνα πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά. (βλέπε: -Κασβίκης Δ. Β., Εγχειρίδιον του εν ισχύϊ Οθωμανικού Δικαίου, Αθήνα 1859, σ. 94-97, 98-105 και 119-125). Και το πιθανότερο τότε υπάγεται στην κατηγορία των σαντζακίων των παραχωρουμένων ως χάς πασά. [(για παράδειγμα: το 1732 ο πασά βεζίρης διοικητής του σαντζακίου της Ναυπάκτου Χατζή Μεχμέτ εκμεταλλευόταν τις προσόδους (= χάς) του σαντζακίου του Κάρλελι, «εν είδει σιτηρεσίου». {βλέπε Ι. Γιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελ. 75-76}. Το 1933 το Κάρλελι ενέμετο, ως χάς πασά, ο πασάς του σαντζακίου Ευρίπου. {βλέπε Κ. Σάθας, “Ειδήσεις τινές περί του εμπορίου και φορολογίας εν Ελλάδι επί Τουρκοκρατίας”, Οικονομική Επιθεώρησις  6 (1878-9) σημ. 5}, ή ως χάς προσώπου της Αυλής του Σουλτάνου με διοικητή κάποιον εκπρόσωπο αυτών, μουτεσελλίμην, γιαυτό και ονομάζονταν και μουτεσελλιμλίκιον του Κάρλελι. Εξακολούθησε δε να διοικείται από μουτεσελλίμη μέχρι την επανάσταση του 1821. (Ιστορικές Πηγές απ’ όπου συνάγεται αυτή η διοικητική μεταβολή βλέπε στον Ι. Γιαννόπουλο, όπου παραπάνω σελ. 74-76).

   Η μεταφορά της πρωτεύουσας του σαντζακίου στο Βραχώρι υπαγορεύθηκε αφ’ ενός μεν από την επελθούσα καταστροφή του Αγγελοκάστρου, στη διάρκεια του Βενετοτουρκικού πολέμου του 1684-1699, (ενώ το Βραχώρι (Αγρίνιον), κατά τον Κ. Σάθα, (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, σ. 408), δεν καταλήφθηκε υπό των Βενετών), αφ’ ετέρου δε από την ακμή του Βραχωρίου στο δεύτερο μισό του  17ου αιώνα: Το Βραχώρι, το 1668, όταν πέρασε από εκεί ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή, είχε τριακόσια σπίτια, όπου κατοικούσαν πλούσιοι και επίσημοι Οθωμανοί, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τα κτήματα της γύρω από αυτό εύφορης πεδιάδας. (Βλέπε: Γιαννόπουλος  Ι., «Η περιήγησις του Εβλιά Τσελεμπή ανά την Στερεάν Ελλάδα», Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών,  2, (1969), σελ. 191-193).

   Επόμενον ήταν, είτε κατά την διάρκεια του προαναφερθέντος Βενετοτουρκικού πολέμου, είτε μετά την υπογραφή της συνθήκης του Κάρλοβιτς (1699), να προτιμηθεί το Βραχώρι ως πρωτεύουσα του σαντζακίου.

   Το 1788, ο Αλή Πασάς Ιωαννίνων, με πρόθεση να περιλάβει το σαντζάκιον του Κάρλελι υπό την εξουσίαν του, άρχισε με διάφορες προφάσεις να επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις του Κάρλελι. Στα πλαίσια αυτών των ενεργειών του εντάσσεται η κινητοποίηση υπ’ αυτού, χωρίς την άδεια της Πύλης, στρατεύματος με κατεύθυνση το Βραχώρι (Αγρίνιον), τον Οκτώβριο του 1798, ενώ κρατούσε ταυτόχρονα κλεισμένον στην Βόνιτσα τον μουτεσελλίμη του Βραχωρίου. (Βλέπε: Ε. Πρωτοψάλτης, «Συμβολή εις την ιστορία Πρεβέζης και Πάργας», Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, 11 (1965), σ. 64).

   Όταν οι ενέργειές του αυτές έγιναν γνωστές στην Κωνσταντινούπολη με απεσταλμένους, η Πύλη παρεχώρησε το Κάρλελι (πλήν του βοεβοδαλικίου Αιτωλικού και Μεσολογγίου, που δεν ανήκε στο χάς της βαλιδέ σουλτάνας (βλ. Pouqueville, Voyage de la Greece, τόμος 3, σ. 533) ως χάς στη Μιχρισάχ βαλιδέ σουλτάνα, σύζυγο του Μουσταφά του Γ’ (1757-1774) και μητέρα του Σελίμ του Γ’ (1789-1807). Ο διαχειριστής των οικονομικών αυτής, ο βαλιδέ κεχαγιάς Γιουσούφ, διόρισε μουτεσελλίμην του Κάρλελι τον εξάδελφόn του Γιουσούφ αγά, ο οποίος έφθασε στο Βραχώρι το πιθανότερο τους πρώτους μήνες του 1799. Τη θέση του διετήρησε, με εξαίρεση ένα χρόνο, μέχρι το 1805. (βλ.: Επιστολή του εν Βραχωρίω μουτεσελλίμη Γιουσούφ από 23/5/1799 και ετέρα του αυτού από 25/12/1804, εις Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1961, τόμος 4, τεύχος 2, σ. 2. Επίσης βλ.: W. M. Leake, Travels in northern Greece, London 1835, τομ. 1, σ. 123). Έτσι, αποδεικνύεται ότι από το 1798 μέχρι το 1806, τουλάχιστον, το σαντζάκιον του Κάρλελι (πλήν βοεβοδαλικίου Μεσολογγίου και Αιτωλικού) είχε απευθείας και άμεση εξάρτηση από την βαλιδέ σουλτάνα.

   Το 1806, όλο το Κάρλελι, μετά και τον επισυμβάντα, όπως φαίνεται, θάνατο της βαλιδέ, και μέχρι το 1820 περιήλθε στην εξουσία του Αλή Πασά (βλέπε έγγραφο της 18/5/1806 δημοσιευμένο στην Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, λήμμα Αγρίνιο (του Θεόδ. Θωμόπουλο), τόμ. 1, (χ.χ.έ.), σ. 182).

   Προφανώς από την ίδρυσή του, το σαντζάκιον του Κάρλελι οργανώθηκε σύμφωνα με το τιμαριωτικό σύστημα. Το 1534 έχει 6 ζιαμέτια και 124 τιμάρια, ενώ κατά τον 17ον αιώνα έχει 11 ζιαμέτια και 119 τιμάρια. (βλέπε σχετική βιβλιογραφία στον Ι. Γιαννόπουλο, όπου παραπάνω σ. 78).

   Όμως για την ανάπτυξη της αυτοδιοίκησης στο Κάρλελι και την δύναμη των εκπροσώπων των κοινοτήτων ενώπιον των Οθωμανικών αρχών ελάχιστα γνωρίζουμε. Έχουμε μόνο μερικές πληροφορίες για το πόσοι και τι αξιωματούχοι Τούρκοι είχαν την έδρα τους στο Βραχώρι (Αγρίνιον): Ο Γ. Κωνσταντινίδης («Το Κάρλελι και η φορολογία του…», περιοδ. Αρμονία, 1 (1900), σ. 469 κ.ε.) αναφέρει αξιωματούχο με τίτλο Βιλαέτ αγιάν ή αγιάν Βιλαετλί, εκλεγόμενον πιθανώς υπό των προεστώτων.

   Κατά τον Εβλιά Τσελεμπή (όπου παραπάνω σελ. 139-198), το Βραχώρι ήταν έδρα σεμπάχ-κετχουντασί, σερδάρη γενιτσάρων, μουχτασίπ-αγασί, χαράτς-εμινί και μπατζντάρ.

   Σε τρία δε μεταφρασμένα Οθωμανικά έγγραφα, του 1752, 1777 και 1802 αναφέρεται καδής Βραχωρίου (-βλ. Δ. Β. Κασβίκης, Εγχειρίδιον του εν ισχύϊ Οθωμανικού Δικαίου, Αθήνησι 1859, σ. 119-123, 94-97 και 98-105. -Νεραντζής Ιωάννης, «Το Σαντζάκιον του Κάρλελι στην περίοδο της τουρκοκρατίας στη Ελλάδα», περιοδικό ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, (της ‘Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας’), τεύχ. 6, Ιαν.-Ιούν.  2006, σσ. 91-96).

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *