του Ιωάννη Κουμιανάκη,
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός αποτελεί μια πολύ ξεχωριστή και ιδιαίτερη προσωπικότητα, για αυτό το λόγο άλλωστε αποφάσισα να καταγράψω και να αποτιμήσω τη διπλωματία του, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από τα απομνημονεύματα του ίδιου και την ιστορία του Νικηφόρου Γρηγορά.
Στόχος μου ήταν να απομονώσω την διπλωματική δραστηριότητα του Ιωάννη Κατακουζηνού, καθώς η διπλωματία που ανέπτυξε στηριζόταν σε έναν κύκλο προσωπικών φιλιών και όχι σε επίσημες κρατικές συνθήκες και συμφωνίες. Επιπρόσθετα, διπλωματία και εξωτερική πολιτική συμφύονται. Μέσα σε αυτή την εργασία είναι πολύ εύκολο να διακρίνει κανείς τον θαυμασμό και την εκτίμηση που τρέφω προς αυτόν τον άνδρα και τον στόχο μου να αναδείξω τόσο τον σπουδαίο πολιτικό ρόλο που διαδραμάτισε όσο και τις πολυποίκιλες ικανότητες που διέθετε.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ
Η διπλωματία σε όλη την διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας αποτέλεσε θεμέλιο λίθο του βυζαντινού κράτους και συντέλεσε πολύ περισσότερο στην επιβίωση της αυτοκρατορίας ακόμη και από τις πολεμικές επιχειρήσεις. Συνιστούσε μια από τις βασικές δραστηριότητες της βυζαντινής κυβέρνησης, που απέβλεπε στην εξεύρεση τρόπων εξουδετέρωσης εξωτερικών εχθρών, χωρίς να καταφεύγει στα όπλα. Επιπλέον περιελάμβανε εμπορικές συμφωνίες, ανταλλαγή αιχμαλώτων και διακανονισμό επιγαμιών με ξένους βασιλείς, πρίγκιπες ή πριγκίπισσες. Η βυζαντινή διπλωματία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η τεχνική ή ο βασικός βραχίονας διεξαγωγής της εξωτερικής πολιτικής με κύριο μέσο τις διαπραγματεύσεις.[1] Η βυζαντινή διπλωματία πήγαζε από την βυζαντινή πολιτική ιδεολογία, για αυτό και κύριος στόχος της ήταν να θέσει όλη την οικουμένη κάτω από την εξουσία του ειρηνοποιού βυζαντινού αυτοκράτορα.
Η κυρίαρχη πεποίθηση των Βυζαντινών, σε όλη την διάρκεια της αυτοκρατορίας, ήταν πως υπήρχε μια αυτοκρατορία, η Ρωμαϊκή, η οποία ήταν ίδρυμα θείας τάξεως που προοριζόταν να διαρκέσει μέχρι την Δευτέρα Παρουσία. Υπήρχε λοιπόν ένας αυτοκράτορας στην οικουμένη, που ήταν η κεφαλή της χριστιανοσύνης και αυτός έδρευε στην Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα του χριστιανικού κόσμου. Στους υπόλοιπους βασιλείς ή πρίγκιπες ο βυζαντινός αυτοκράτορας έδινε διαφόρους τίτλους ανάλογα με την θέση που κατείχαν στην βυζαντινή ιεραρχία. Στην κορυφή αυτής βέβαια ήταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας γιατί ήταν ο εκλεκτός του Θεού, από Τον οποίο είχε στεφθεί και προστατευοταν.[2]
Στην περίοδο ακμής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αυτή η πεποίθηση εναρμονιζόταν με την πραγματικότητα. Στα χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου Β΄, το Βυζάντιο είχε καταφέρει να παγιώσει ξανά τα σύνορα του σε όλες τις περιοχές και να κυριαρχήσει πάνω σε λαούς που είχαν αμφισβητήσει την βυζαντινή εξουσία. Ακόμη και σε δύσκολες περιπτώσεις οι Βυζαντινοί είχαν την ικανότητα να επινοούν τεχνάσματα για να διασώσουν το γόητρο τους και να αντιμετωπίζουν τις μικρές ασυμφωνίες μεταξύ του πραγματικού και του ιδεατού. Όταν για διπλωματικούς λόγους, έκριναν απαραίτητο να κάνουν κάποια μικρή παραχώρηση σε πολιτικά ή εκκλησιαστικά ζητήματα κατέφευγαν στην αρχή της οικονομίας.[3]
Πρέπει να επισημανθεί ότι η διπλωματία διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο σε όλη την περίοδο της αυτοκρατορίας (4ος – 15ος αιώνας), παρά την ουσιαστική απουσία επίσημης θεσμοθετημένης διπλωματικής υπηρεσίας με την σύγχρονη έννοια του όρου, διεκπεραιωνόταν από μια εντυπωσιακά οργανωμένη γραφειοκρατία με πλήθος υπαλλήλων και αξιωματούχων, από όπου ξεκινούσαν οι πρεσβείες προς τις ξένες αυλές και όπου γίνονταν δεκτές οι πρεσβείες από τους ξένους ηγεμόνες.[4]
Ένα χαρακτηριστικό σημείο που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι στην εποχή ακμής του Βυζαντίου, ο βυζαντινός αυτοκράτορας δεν εγκατέλειπε ποτέ την Κωνσταντινούπολη, διότι στο Ιερό Παλάτιο είχε μια πληθώρα μέσων και δυνατοτήτων, ώστε να εντυπωσιάσει οποιονδήποτε βασιλιά, πρέσβη ή επισκέπτη.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί ο επίσκοπος Κρεμώνας, Λιουτπράνδος, ο οποίος επισκέφτηκε δυο φορές την Κωνσταντινούπολη, αρχικά στα χρόνια του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου και έπειτα στο χρόνια του Νικηφόρου Φωκά. Όπως λέει ο ίδιος ξεκάθαρα, έμεινε εντυπωσιασμένος από όσα είδε στην Κωνσταντινούπολη και επιπροσθέτως δηλώνει την συμπάθεια του στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και την πλήρη αντιπάθεια του στον Νικηφόρο Φωκά.[5] Βέβαια αυτή η τακτική θα αλλάξει άρδην κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα λόγω των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών και περιστάσεων. Έτσι ο Ιωάννης Ε΄Παλαιολόγος θα είναι ο πρώτος βυζαντινός αυτοκράτορας που θα εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και θα πραγματοποιήσει διπλωματικό ταξίδι στην Ουγγαρία.[6]
ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΕΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ
Η βυζαντινή διπλωματία αποτελούσε έναν συνδυασμό παραδόσεων και θεσμών και συνιστούσε το κύριο όργανο έκφρασης της εξωτερικής πολιτικής της βυζαντινής αυτοκρατορίας, χωρίς όμως να ταυτίζεται με αυτήν.[7]
Κατά την Παλαιολόγεια περίοδο όμως, η βυζαντινή διπλωματία ενώ είχε μια σπουδαία και μακραίωνη παράδοση, οι επιταγές της εμφανίζονταν μη ρεαλιστικές και ανεδαφικές για την πολιτική κατάσταση του 14ου και 15ου αιώνα. Όλοι σχεδόν οι αυτοκράτορες και οι διπλωμάτες ήταν αναγκασμένοι να κάνουν υποχωρήσεις, κάτι βέβαια που γινόταν και τους προηγούμενους αιώνες, όμως αυτή την εποχή πολύ πιο συστηματικά και έντονα. Αυτές οι υποχωρήσεις πολλές φορές είχαν ως αποτέλεσμα να προκληθεί αλλοίωση της πολιτικής ταυτότητας της αυτοκρατορίας, με μόνο αίτημα την επιβίωση. Και πράγματι, σε ένα βαθμό, η βυζαντινή διπλωματία της ύστερης περιόδου κατόρθωσε να επιμηκύνει την ζωή του Βυζαντίου. Αυτή ακριβώς η αντίθεση είναι που χαρακτηρίζει τους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας και ιδίως την περίοδο μετά το 1354.[8]
Ήδη από το 1204 και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, η πολιτική κατάσταση ήταν πολύ τεταμένη και ευμετάβλητη. Κάτι που άρχισε να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη, από τον 13ο αιώνα κιόλας, ήταν ο εθνικός παράγοντας στην διπλωματική και πολιτική διαπάλη των Βαλκανίων. Από αυτή την εποχή και μετά άρχισαν σταδιακά να δημιουργούνται και να συγκροτούνται εθνικές αυτοσυνειδήσεις, κάτι που έπαιξε τεράστιο ρόλο στην άσκηση της διπλωματικής πολιτικής από όλα τα βαλκανικά κράτη.[9]
Το 1261, με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς, η αυτοκρατορία γέμισε με ελπίδες και φιλοδοξίες για ένα καλύτερο και πιο ασφαλές μέλλον. Το πιο αξιοπρόσεκτο και θαυμαστό σημείο στην εποχή των Παλαιολόγων, όσον αφορά την άσκηση της διπλωματίας, είναι ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία εξακολουθούσε να φέρεται σαν την υπερδύναμη του παρελθόντος, παρ’ όλη την συνεχή πτώση και προοδευτική εξασθένηση της. Ακόμη πιο αξιοθαύμαστο είναι ότι και τα άλλα βασίλεια και δυνάμεις της εποχής φαίνεται πως αγνοούσαν την πολιτική πραγματικότητα και αποδεχόταν τον βυζαντινό αυτοκράτορα ως επικυρίαρχο. Βέβαια όλοι γνώριζαν την αδυναμία και την ανικανότητα του βυζαντινού αυτοκράτορα να υπερασπιστεί τα εδάφη του, όμως κανείς δεν το εξέφραζε ανοιχτά.[10]
Η άσκηση της ύστερης βυζαντινής διπλωματίας κινήθηκε πάνω σε δύο άξονες: αρχικά όπως συνέβαινε και στο παρελθόν , αλλά αυτή την εποχή σε σε μεγαλύτερη έκταση, επιστράτευσε σύναψη επιγαμιων. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι όλοι οι αυτοκράτορες του οίκου των Παλαιολόγων νυμφεύτηκαν ξένες πριγκίπισσες με μόνες εξαιρέσεις τον Ιωάννη Ε΄Παλαιολόγο, ο οποίος νυμφεύθηκε την κόρη του Ιωάννη Στ΄Κατακουζηνου, Έλενα και τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο. Έτσι πολλοί αυτοκράτορες με αυτό τον τρόπο, εξυπηρετούσαν τις διάφορες πολιτικές τους σκοπιμότητες. Κατά αυτό τον τρόπο, όλες οι άρχουσες δυναστείες των Βαλκανίων κατά τους 13ο και 14ο αιώνες βρέθηκαν συνδεδεμένες με δεσμούς συγγένειας, κάτι που στο μέγιστο των περιπτώσεων, δεν αποτελούσε τρόπο ειρήνευσης ή ενίσχυση συμμαχικών σχέσεων, όσο μέσο νομικής δικαιολόγησης, υπό ευνοϊκές συνθήκες, εδαφικών και λοιπών πολιτικών αξιώσεων.[11]
Ένας δεύτερος σημαντικός πυλώνας της υστεροβυζαντινής διπλωματίας ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε η Εκκλησία και πιο συγκεκριμένα το Πατριαρχείο. Είναι γνωστό ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης συνεργαζόταν με τον αυτοκράτορα σε θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Αλλά από τον 13ο αιώνα, ο πληθυσμός της πρωτεύουσας κυρίως, αρχίζει να συσπειρώνεται γύρω από το πατριαρχείο και όχι γύρω από τον αυτοκράτορα. Πρόκειται για μια νομοτελειακη διαδικασία, η οποία τροφοδοτείται από την βαθμιαία εξασθένιση της κοσμικής εξουσίας στο εσωτερικό της χώρας και από την αναβάθμιση της σημασίας του ζητήματος της ένωσης των Εκκλησιών. Κατά αυτό τον τρόπο λοιπόν παρατηρείται η ολοένα και αυξανόμενη συμμετοχή των κληρικών στις πρεσβείες. Όπως έχει πει και ο Ομπολένσκι, η «βυζαντινή κοινότητα κρατών» μετά το 1282 διατηρούνταν μόνο ως θρησκευτική ενότητα και το μόνο «οικουμενικό» στην αυτοκρατορία παρέμενε το πατριαρχείο.[12]
Όταν το 1354 οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Καλλίπολη, πλέον η μοίρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έμοιαζε μην αναστρέψιμη. Ένα μεγάλο ίσως, ιστορικό λάθος που έκαναν όλοι σχεδόν οι Παλαιολόγοι, ήταν πως δεν προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα κοινό μέτωπο των Ορθοδόξων λαών εναντίον των Οθωμανών. Οι περισσότεροι αυτοκράτορες, με πρώτο, τον ιδρυτή της δυναστείας, Μιχαήλ Η΄Παλαιολόγο, προσπάθησαν να προσεταιριστούν τα βασίλεια της Δύσης, ώστε να αποκομίσουν βοήθεια στον επερχόμενο κίνδυνο από την Ανατολή. Βέβαια μια συσπείρωση των Ορθόδοξων λαών σε ένα ενιαίο μέτωπο ήταν ανέφικτη εξαιτίας των τριών νέων διπλωματικών μέσων που χρησιμοποίησε ο Μιχαήλ Η΄Παλαιολόγος και υπονόμευσε το κύρος του, αλλά και την σημασία του Βυζαντίου ως προμαχώνα της Ορθοδοξίας μεταξύ των ομόδοξων χωρών. Οι πράξεις αυτές ήταν: η υπογραφή της ένωσης των Εκκλησιών στην Λυών το 1274, η στήριξη σε μισθοφορικά στρατεύματα τατταροφώνων, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν εναντίον χριστιανών και το γεγονότος ότι ο αυτοκράτορας έδωσε ως σύζυγο στον Χανο των Τατάρων Νογάι την εξώγαμη κόρη του.[13]
Ο κύριος σκοπός της βυζαντινής διπλωματίας στην Παλαιολόγεια περίοδο ήταν η επιμήκυνση της διάρκειας ζωής της αυτοκρατορίας, ή αλλιώς η επιβίωση, κάτι που εκφράστηκε μέσω των προσπαθειών για την ένωση των Εκκλησιών και τον ξεσηκωμό μιας νέας σταυροφορίας στην Ανατολή. Καθώς τα χρόνια περνούσαν και οι Βυζαντινοί δεν σημείωναν κάποια σημαντική νίκη, η διπλωματία συγκέντρωσε πάνω της όλο το βάρος για την επιβίωση. Παρά τις επιτυχίες και αποτυχίες των αυτοκρατόρων, η διπλωματία διαδραμάτισε έναν σπουδαίο ρόλο και σε γενικές γραμμές κρίθηκε επιτυχημένη, δεδομένης της πολιτικής κατάστασης, αλλά και της μακραίωνης παράδοσης, που αυτή υπηρετούσε.[14]
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ Β’ ΜΕΡΟΣ
[1] N. Oikonomides, λήμμα «Diplomacy» στο A. Kazhdan κ. α (εκδ.), Oxford Dictionary of Byzantium, I, New York- Oxford 1991, σελ. 634- 5
[2] F. Dolger, «Die Familie der Konige im Mittealter», στο Dolger, Byzanz und die europaische Staatenwelt Ettal 1953, σελ. 34- 70
[3] Ελένη Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ. Από τα γαλλικά Τούλα Δρακοπούλου, Ψυχογιός, Αθήνα 2007, σελ. 19- 21.
[4] Α. Γ. Κ Σαββίδης, “Βυζαντινή διπλωματία” στο: Από την Ύστερη Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα. Ιστορικά Δοκίμια, Αθήνα 2006, σελ. 299
[5] Β. Καραγεωργου, Λιουτπράνδος, ο επίσκοπος Κρεμώνης, ως ιστορικός και διπλωμάτης. Συμβολή εις την έρευναν της ιστορίας της Δύσεως και τον μετά του Βυζαντίου διπλωματικών σχέσεων αυτής κατά τους 9ον και 10ον αιώνα, Βιβλιοθήκη Σοφίας Σαριπόλου (αρ.38), Αθήνα 1978.
[6] Σοφία Μεργιαλή- Σαχά, «Το άλλο πρόσωπο της αυτοκρατορικής διπλωματίας: ο Βυζαντινός αυτοκράτορας στο ρόλο του πρεσβευτή τον 14ο και 15ο αιώνα», Βυζαντιακά 25 (2005-6) 239-46
[7] N. Oikonomides, ‘’Byzantine Diplomacy A.D 1204 – 1453: means and ends” στο J. Shepard και S. Franklin (επιμ. εκδ.), στο: Byzantine Diplomacy, Papers from the 24th Spring Symposion of Byzantine Studies (Cambridge 1990), Aldershot- BrookField 1992, sel. 73.
[8] Ο.π. σελ. 75, 88
[9] Γ. Λιταβριν, Ι Μεντβεντιεφ, «η βυζαντινή διπλωματία του ύστερου Βυζαντίου (13ος – 15ος αι.)» στο: Ζινηντα Ουνταλτσοβα, Γκ. Λιταβριν, Ι Μεντβεντιεφ, Βυζαντινή Διπλωματια μτφ από τα ρώσικά Παναγιώτα Μουτέρη, Δ. Πατέλης, Αθήνα 1995, σελ. 117- 118.
[10] Oikonomides, “Means and Ends”, sel. 74.
[11] Λιταβριν, «Διπλωματία του ύστερου Βυζαντίου» σελ. 120.
[12] Obolensky, Byzantune Commonwealth
[13] Λιταβριν, «Διπλωματία του ύστερου Βυζαντίου» σελ. 129 -130
[14] Oikonomides, “Means and Ends”, σελ. 88
(τέλος Α’ μέρους)
2 thoughts on “Η διπλωματία του Ιωάννη Καντακουζηνού (μέρος Α’)”