(διαβάστε το Α’ μέρος ΕΔΩ και το Β’ μέρος ΕΔΩ)
Α. Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΥ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
- Α΄ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1321-1328)
Όπως προαναφέραμε, η πολιτική στρατιωτική και διπλωματική δραστηριότητα του Ιωάννη Καντακουζηνού ξεκίνησε με το ξέσπασμα του πρώτου εμφυλίου πολέμου τον Απρίλιο του 1321, η ιθύνουσα ομάδα, η οποία αποτελείτο από τον Καντακουζηνό τον νεαρό Ανδρόνικο Παλαιολόγο και τα υπόλοιπα μέλη, αναχώρησε για την Αδριανούπολη. Από την ευρύτερη περιοχή της Θράκης, η νέα αυτή ομάδα κατάστρωνε τα σχέδια της με σκοπό την ανατροπή του γηραιού αυτοκράτορα, Ανδρονίκου Β΄Παλαιολόγου. Σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφεραν οι νέοι άντρες να προσεταιριστούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, υποσχόμενοι φορολογικές απαλλαγές.[1]
Σύντομα επέρχεται μια διευθέτηση μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων και προφανώς προς αυτή την κατεύθυνση ενέτεινε και ο Καντακουζηνός. Σύμφωνα με αυτήν, ο γηραιός Ανδρόνικος θα παρέμενε αυτοκράτορας και θα έδρευε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο εγγονός του θα ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός ήταν ένας άνθρωπος με πολυποίκιλα χαρίσματα και τεράστια πολιτική διορατικότητα. Κατά αυτόν τον τρόπο προέτρεψε τους συνεργάτες του να στείλουν μήνυμα στην πρωτεύουσα και να μην έρθουν σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον γηραιό αυτοκράτορα, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν επιζήμιο για την αυτοκρατορία.[2]
Τα δύο επόμενα έτη, ο Ιωάννης Καντακουζηνός διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην φύλαξη των συνόρων και την απόκρουση των εχθρών. Μάλιστα για τις επιτυχίες του, τον επαινεί και ο Ανδρόνικος Β΄Παλαιολόγος.[3]
Η συμφιλίωση μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων, ανακοινώθηκε επίσημα το 1325, όταν ο Ανδρόνικος ο νεώτερος στέφθηκε συναυτοκράτορας από τον πατριάρχη Ησαΐα. Τότε πιθανόν και ο Ιωάννης Καντακουζηνός προήχθη στο αξίωμα του Μεγάλο Δομέστικου, θέση την οποία κράτησε και τίμησε δεκαπέντε περίπου χρόνια. Ήταν μια εποχή που ο στρατός είχε ανάγκη από έναν ικανό στρατηγό, καθώς οι εξωτερικές απειλές, ιδίως στο ανατολικό μέτωπο ολοένα και φούντωναν.[4]
Όμως το εύφορο αυτό κλίμα δεν κράτησε για πολύ, καθώς το 1327, ξεκίνησε η Τρίτη και πιο σκληρή φάση του εμφυλίου, εξαιτίας της ενεργής εμπλοκής των Σλάβων γειτόνων της αυτοκρατορίας στα εσωτερικά της. Ο Μιχαήλ Σισμάν της Βουλγαρία και ο Στέφανος Ντετσανσκι της Σερβίας, πήραν το μέρος του Ανδρονίκου του νεώτερου και του Ανδρονίκου του γηραιού αντίστοιχα, με σκοπό οι ίδιοι να αποκτήσουν περισσότερα εδαφικά οφέλη.[5]
Μετά από διάφορα επεισόδια, με κυριότερο την κατάληψη της Θεσσαλονίκης ύστερα από προτροπή του Ιωάννη Καντακουζηνού, ο Ανδρόνικος Γ΄Παλαιολόγος εισήλθε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη, αναγκάζοντας τον παππού του σε παραίτηση.[6]
II) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Γ΄ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ (1328-1341)
Η επικράτηση της νέας γενιάς στην πολιτική σκηνή, έδωσε μια άλλη πνοή και μια ζωντάνια στην ήδη ταλαιπωρημένη αυτοκρατορία. Το 1332 σε διάστημα λίγων μηνών πέθαναν ο πρώην αυτοκράτορας Ανδρόνικός, ο οποίος ήταν μοναχός από το 1330, στο μοναστήρι της Κυρά; Μαρθάς, ο Μέγας Λογοθέτης του, Θεόδωρος Μετοχίτης και ο πατριάρχης Ησαίας. Όλη αυτή η κατάσταση έμοιαζε σαν αλλαγή εποχής. Και πράγματι ήταν, καθώς ο νεαρός αυτοκράτορας ούτε ενδιαφέροντα του παππού του είχε, ούτε την ίδια πολιτική ακολούθησε.
Μια από τις πρώτες προκλήσεις που δέχτηκε ο νέος αυτοκράτορας, ήταν η εισβολή του τσάρου της Βουλγαρίας, Μιχαήλ Σισμάν, στα βυζαντινά εδάφη. Όμως ο ίδιος τράπηκε σε φυγή και αναγκάστηκε να ανανεώσει την συνθήκη με τους Βυζαντινούς. Κατά αυτό τον τρόπο, το Βυζάντιο έδειξε πως δεν είχε ταλαιπωρηθεί από τις εσωτερικές διαμάχες αλλά απεναντίας διέθετε νέο σφρίγος και δύναμη.[7] Το ίδιο συνέβη και στο ανατολικό μέτωπο, καθώς ο νεαρός αυτοκράτορας ανέλαβε πρωτοβουλίες για εκστρατεία, με σκοπό την αναχαίτιση των Οθωμανών. Ο λαός τόσο της Κωνσταντινούπολης όσο και της Μικράς Ασίας, θα πρέπει να αναπτερώθηκε βλέποντας την ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντία στους εχθρούς του, έπειτα από τη μακρά περίοδο αδράνειας και πολέμων αλληλοεξόντωσης.
Το σημαντικότερο επίτευγμα του Ανδρόνικου Γ΄Παλαιολόγου, όπως έχουμε προαναφέρει, ήταν η επανάκτηση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Οι δύο αυτές περιοχές ήταν εχθρικά προσκείμενες με το καθεστώς της Κωνσταντινούπολης και μέσα τους ήταν βαρεία ριζωμένη η αίσθηση της ανεξαρτησίας.[8]
Σε πρώτη φάση, το 1333, η επαρχία της Θεσσαλίας είχε περιέλθει σε κατάσταση αναρχίας ύστερα από το θάνατο του τοπικού άρχοντα. Ο αυτοκράτορας κινητοποιήθηκε άμεσα και έστειλε ένα στρατό υπό την ηγεσία του Μιχαήλ Μονομάχου, να καταλάβει την περιοχή. Η επανενσωμάτωση της επαρχίας της Ηπείρου ήρθε λίγα χρόνια αργότερα, επίτευγμα κατά το οποίο διέπρεψε ο Ιωάννης Καντακουζηνός μέσα από μια αξιοθαύμαστη επίδειξη των διπλωματικών και στρατηγικών του ικανοτήτων.[9]
Αρχικά ο Καντακουζηνός κάλεσε τα στρατεύματα του πιστού του συμμάχου Ομουρ Μπεγ, προκειμένου να παραμερίσει τους Αλβανούς που λεηλατούσαν την περιοχή. Έπειτα εκστράτευσε μαζί με τον αυτοκράτορα, με σημαντικό αριθμό δυνάμεων, ώστε να καταλάβουν τα τρία βασικά κέντρα της Ηπείρου, την Αρτά, το Καστρο των Ρογών και το Θωμόκαστρο.[10] Και στις τρεις περιπτώσεις δεν δόθηκε καμία μάχη ή άλλη στρατιωτική αναμέτρηση, αλλά ο Καντακουζηνός κατόρθωσε μέσω λεκτικών αντιπαραθέσεων και «πνευματικών μαχών» να πείσει και να προσεταιριστεί τους άρχοντες και φύλακες της κάθε περιοχής. Έτσι λοιπόν το 1341, ολοκληρώθηκε και η κατάκτηση της Ηπείρου χάρη στις διπλωματικές ικανότητες του Ιωάννη Καντακουζηνού. Μετά από αυτή την επιτυχία, ο Καντακουζηνός επέστρεψε στην πρωτεύουσα, όπου πάντρεψε την κόρη του Μαρία[11] με τον Νικηφόρο Β΄Ορσινι[12], τον μέχρι πρότινος δεσπότη της Ηπείρου[13].
ΙΙΙ) Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1341-1347)
Όπως προαναφέραμε ο θάνατος του αυτοκράτορα ήταν ξαφνικός και αναπάντεχος δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα κρίσης.[14] Ο Ιωάννης Καντακουζηνός, αν και πολλάκις είχε αρνηθεί να τον στέψει ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος συμβασιλέα, όλοι γνώριζαν πως αυτός θα κινούσε τα νήματα της διακυβέρνησης, καθώς ο γιος του Ανδρόνικου ήταν μόλις εννιά ετών.[15] Και ενώ σε πρώτη φάση όλα έδειχναν να κυλούν ομαλά, η αντιβασιλεία που σχηματίστηκε γύρω από τον Ιωάννη Ε΄Παλαιολόγο και αποτελείτο από τον πατριάρχη Ιωάννη Καλεκα[16], τον πρώην συνεργάτη του Αλέξιο Απόκαυκο και την χήρα του Ανδρόνικου Αννα της Σαβοϊας[17]. Αυτή η ομάδα, το 1341 κήρυξε τον πόλεμο στον Ιωάννη Καντακουζηνό με την πρόφαση ότι επιβουλεύεται τον θρόνο από τον νόμιμο δικαιούχο, Ιωάννη Ε΄[18].
Ένα από τα βασικά γεγονότα που σημάδεψαν αυτή την περίοδο και στοίχησαν στον Ιωάννη Καντακουζηνό, ήταν η επανάσταση των κατώτερων κοινωνικά στρωμάτων σε διάφορες πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης. Η σημαντικότερη εστία όμως ήταν η Θεσσαλονίκη, όπου οι επαναστάτες ονομάζονταν «Ζήλωτές» και διακυβέρνησαν αυτόνομα την πόλη από το 1342 ως το 1349. επρόκειτο για μια πρωτόγνωρη κοινωνική επανάσταση, η οποία πολεμούσε με μένος την αριστοκρατική τάξη, η οποία εκπροσωπείτο από τον Ιωάννη Καντακουζηνό.[19] Ο ίδιος περιγράφει με πολύ παραστατικό τρόπο το ξέσπασμα της επανάστασης.[20]
Καθ όλη την περίοδο των επτά ετών του εμφυλίου, ο Ιωάννης Καντακουζηνός προσπάθησε πολλές φορές να έρθει σε συνδιαλλαγή με το καθεστώς της Κωνσταντινούπολης και να λήξει ο πόλεμος μεταξύ Ρωμαίων. Πιο συγκεκριμένα έστειλε τρεις πρεσβείες κληρικών, στην Κωνσταντινούπολη (1342, 1343-4, 1344), με σκοπό να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση, χωρίς όμως να υπάρξει κάποια σημαντική πρόοδος.[21]
Το 1347 και έπειτα από αλλεπάλληλα επεισόδια, ο Ιωάννης Καντακουζηνός εισέρχεται θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, δείχνοντας σεβασμό στους πολιτικούς του αντιπάλους και καταφέρνοντας να βρει ένα modus Vivendi με τον Ιωάννη Παλαιολόγο και την μητέρα του Άννα της Σαβοϊας. Ο Δημήτριος Κυδώνης[22] με ένα πολύ όμορφο λόγο περιγράφει τις ενέργειες του Ιωάννη Καντακουζηνού, μόλις μπήκε στην πρωτεύουσα, προβάλλοντας ταυτόχρονα και το μεγαλείο του χαρακτήρα του[23]. Η λύση που δόθηκε ήταν η στέψη του Καντακουζηνού ως «πρεσβύτερου αυτοκράτορα» και η ανάληψη των καθηκόντων μέχρι την ενηλικίωση του Ιωάννη Ε΄. Επιπλέον πάντρεψε την κόρη του Έλενα[24] με τον νεαρό Παλαιολόγο, δυναμώνοντας ακόμη περισσότερο τις σχέσεις του με τον αυτοκρατορικό οίκο[25].
(τέλος Γ’ μέρους)
[1] Ιωάννης Καντακουζηνός, Ιστορία, επιμ. L. Schopen και B. Niehbuhr, 3 τόμοι (CSHB, Βόννη, 1828, 1831, 1832), I, σ. 97-119, Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, επιμ. . L. Schopen, 3 τόμοι (CSHB, Βόννη, 1829, 1830, 1855), I, σ. 319-21, Bosch, Andronikos III σ. 19-25
[2] Καντακ, I σ. 119-25, Γρηγ. Ι, σ. 362-4.
[3] Καντακ, I, σ. 183-6.
[4] Καντακ, Ι σ. 196 -204 και 206-8, Γρηγ. Ι, σ. 362-4.
[5] Γρηγ. Ι, σ. 384-5.
[6] Καντακ, Ι, σ. 285-306, Γρηγ., Ι, σ. 415-28.
[7] Καντακ, Ι, σ. 323-9, Γρηγ., Ι σ. 430-1
[8] Καντακ, Ι, σ. 473-4, D. M. Nicol, The Despotate of Epiros, 1267 – 1479: A Contribution to the History of Greece in the Middle Ages, Cambridge 1984, σ. 101-4
[9] Καντακ, Ι, σ. 475-80, Γρηγ., Ι σ. 544-5.
[10] Καντακ., Ι σ. 509-11.
[11] Βλ. Nicol, Byzantine Family, αρ. 27.
[12] Βλ. Alice- Mary Talbot, λήμμα <Nikephoros II> στο O.D.B., σ. 1478.
[13] Καντακ., Ι, σ. 509-25, Γρηγ. Ι σ. 553-60.
[14] Βλ. Παράθεμα αρ. 1.
[15] Nicol, Ο απρόθυμος αυτοκράτορας, σ. 82
[16] Βλ. PLP, αρ. 10288, Alice-Mary Talbot λήμμα <John XIV Kalekas> στο O.D.B, σ. 1055-6
[17] Βλ. Cutler, Alice- Mary Talbot λήμμα <Anna of Savoy> στο O.D.B. , σ. 105, Nicol, Οι Βυζαντινές Δεσποσύνες, σ. 139-60.
[18] Καντακ., Ι, σ. 432-5, 451, 535-41, ΙΙ, σ. 58-70, Γρηγ. Ι, σ. 496, ΙΙ, σ. 579-84, 596-8.
[19]Nicol, οι τελευταίοι αιώνες, σ. 307-8.
[20] Βλ. Παράθεμα αρ. 2
[21] Καντακ. ΙΙ, σ. 208-13, 443-476, 498-529.
[22] Βλ. Frances Kianka, λήμμα <Kydones> στο O.D.B. σ. 1161, PLP αρ. 13876.
[23] Βλ. Παράθεμα αρ. 3
[24] Nicol, Byzantine Family, αρ. 30
[25] Καντακ. ΙΙ, σ. 604-15, ΙΙΙ, σ. 11-2, Γρηγ. ΙΙ, σ. 773-9.